Φανατισμός, δογματισμός, συγκρότηση ταυτότητας – Μια προσέγγιση στο λόγο των σχολικών εγχειριδίων – Χριστίνα Κουλούρη, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, τόμ. 18, Αθήνα, 1996.
Στις αρχές του αιώνα μας, σε κάποιο μονοτάξιο δημοτικό σχολείο του ελληνικού κράτους, ο μικρός μαθητής απηύθυνε την έξης ερώτηση στο δάσκαλό του: «Δάσκαλε κατά ᾽μας ήσανε οι Ρωμαίοι ή κατά τούς Τούρκους;». Πέρα από την αφέλεια και την έλλειψη γνώσεων που αποκαλύπτει η απορία του μαθητή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εικόνα που έχει για το παρελθόν και την ιστορία τής Ελλάδας υπακούει σε μια μανιχαϊκή διάκριση ανάμεσα σε εμάς και τούς άλλους, τούς εχθρούς δηλαδή, πού ενσαρκώνονται εκείνη την εποχή ακόμη κατεξοχήν από τούς Τούρκους.
Ωστόσο, κατά πόσο η απλοϊκή διχαστική εικόνα του κόσμου – όπως στην περίπτωση του μικρού μαθητή – ενέχει στοιχεία φανατισμού είναι ένα ζήτημα πού χρήζει προκαταρκτικά κάποιων μεθοδολογικών και εννοιολογικών διασαφηνίσεων. Παρατηρείται, πράγματι, σε πολλές θεωρητικές και εμπειρικές προσεγγίσεις μια σύγχυση στην ορολογία πού χρησιμοποιείται αλλά και μια γενικευτική τάση έτσι ώστε να ενταχθούν στην ιδία αναλυτική κατηγορία φαινόμενα πού διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους. Στην περίπτωση του φανατισμού, πολλές παρανοήσεις προκύπτουν από τη σύγχυση των ορίων πού διακρίνουν συγκεκριμένες διαβαθμίσεις στη διαδικασία συγκρότησης τής ταυτότητας ατόμων ή ομάδων -από την απλή πίστη ή πεποίθηση στο δογματισμό και, στη συνέχεια, στο φανατισμό. Η μελέτη του λόγου των σχολικών εγχειριδίων είναι δυνατό να αποκαλύψει τα διαφορετικά αυτά στάδια τα οποία έχουμε την τάση να τα συμφύρουμε, ανάλογα μάλιστα με την ιδεολογική σκοπιά από την οποία ασκούμε κριτική. Η επιλογή του συγκεκριμένου παραδείγματος προς ανάλυση σημαίνει επίσης ότι θα πρέπει να συνυπολογίσουμε εξαρχής τα βασικά, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είδους του αναλυόμενου λόγου, τα όποια αποτελούν συνάρτηση της φυσιογνωμίας των παραγωγών και των καταναλωτών του.

Αναγνωστικό του Ο.Ε.Σ.Β. του 1954 για την Ε’ τάξη του δημοτικού. Γ. Καλαματιανός, Θ. Γιαννόπουλος, Δ. Δούκας, Δ. Δεληπέτρος, Ν. Κοντόπουλος. Το αναγνωστικό αυτό επανεκδόθηκε το 1971, επί δικτατορίας.
Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση του περιεχομένου των σχολικών εγχειριδίων με κριτήριο το φανατισμό, είναι ίσως σκόπιμο να αναφέρουμε ότι σε κάποιες περιόδους της ελληνικής ιστορίας τα σχολικά εγχειρίδια υπήρξαν τα ίδια αντικείμενο φανατικής αντιμετώπισης. Παρουσιάστηκαν, λόγω του περιεχομένου τους, ως απειλή για το έθνος, για τη θρησκεία, για την οικογένεια, και η αντιμετώπισή τους υπήρξε αντίστοιχη του κινδύνου πού εκπροσωπούσαν: κάηκαν. Η φανατική πράξη της δια πυράς καταστροφής κάποιων βιβλίων είναι, όπως γνωρίζουμε, μια χειρονομία με διαχρονικό συμβολισμό. Στην περίπτωση της απόφασης, το 1920, να καταστραφούν τα βιβλία πού συντάχθηκαν σύμφωνα με τις αρχές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, βρισκόμαστε στο κέντρο μιας ιδεολογικής και πολιτικής διαμάχης στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, που πήρε τη μορφή του πραγματικού Διχασμού. Τα σχολικά βιβλία υπήρξαν μία από τις παραμέτρους αυτής της διαμάχης, όπου ο φανατισμός σφράγισε το λόγο και τις πράξεις των αντίπαλων μερίδων. Και κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, εξάλλου, εξαιτίας της σημασίας που αποδόθηκε στον κοινωνικό και ιδεολογικό ρόλο του σχολικού θεσμού, τα σχολικά εγχειρίδια υπήρξαν συχνά αντικείμενο κριτικής και ιδεολογικής διεκδίκησης από όπου δεν έλειψαν οι φανατικές όψεις.
Για τη μελέτη του περιεχομένου των σχολικών εγχειριδίων, επέλεξα να διερευνήσω μια μακρά χρονική περίοδο, από τον 19ο αιώνα – στην ουσία από το 1880 και εξής – έως τα πρόσφατα χρόνια, δηλαδή τη Μεταπολίτευση. Χρησιμοποίησα ένα δείγμα εγχειριδίων, εντελώς τυχαίο, κυρίως του δημοτικού σχολείου και κατεξοχήν αναγνωστικά και βιβλία ιστορίας. Η επιλογή κατευθύνθηκε πάντως από τη μέριμνα να περιληφθούν βιβλία από όλες τις περιόδους πού μπορεί να διακρίνει κάποιος στο εσωτερικό αυτού του μεγάλου ερευνητικού αναπτύγματος και μάλιστα από εποχές κρίσεων, εθνικών και πολιτικών, όταν φαίνεται πώς παρατηρούνται κατά κανόνα εντονότερες και πυκνότερες εκδηλώσεις φανατισμού.
Τα σχολικά βιβλία βεβαίως δεν επιθυμούν να είναι φανατικά. Το σχολικό εγχειρίδιο, προορισμένο να μεταδώσει στις νεότερες γενεές το σύνολο των βασικών γνώσεων και τις κυρίαρχες για την εκάστοτε εποχή αξίες, υιοθετεί ένα λόγο «αντικειμενικό» και ουδέτερο πού επιβεβαιώνει το κύρος του ως vulgata της γνώσης. Από την άλλη μεριά όμως, το γεγονός ότι στην Ελλάδα το σχολικό εγχειρίδιο υπήρξε κατά κανόνα κρατικό μονοπώλιο προσέφερε στις κοινωνικές και πολιτικές ομάδες πού έλεγχαν κάθε φορά την κεντρική εξουσία μια μοναδική ευκαιρία αποτελεσματικής προπαγάνδας. Με την κρατική έγκριση, οι συγγραφείς των εγχειριδίων μπορούσαν συνεπώς να μεταδώσουν θετικές ή αρνητικές εικόνες, να ορίσουν εχθρούς και φίλους, να καλέσουν σε συναισθηματική ταύτιση τους μαθητές, μέσω ενός λόγου όχι πλέον ουδέτερου άλλα συγκινησιακά φορτισμένου. Σε παρόμοιες αποστροφές, όπου κυριαρχεί το συγκινησιακό στοιχείο, είναι δυνατό να ανιχνεύσουμε εκδηλώσεις φανατισμού.
Οι εκδηλώσεις αυτές θα πρέπει πάντως να αναλυθούν με βάση κάποιους πρωταρχικούς ορισμούς, εφόσον δηλαδή διευκρινίσουμε τί διακρίνει τη φανατική στάση και συμπεριφορά. Είναι άλλωστε δύσκολο να αποφύγουμε την αξιολογική κρίση απέναντι σε παρόμοιες στάσεις, δεδομένου ότι ο ορισμός του φανατισμού γίνεται πάντα σε σχέση με κάποιον «κανόνα», μια «κανονικότητα» από την οποία παρατηρείται απόκλιση. Πότε κάποιος διαβαίνει το κατώφλι της «κανονικότητας» για να χαρακτηρισθεί ως φανατικός είναι ένα ερώτημα το οποίο δύσκολα απαντάται, δεδομένης και της πρωτεϊκής φυσιογνωμίας του φανατισμού.
Θα επιδιώξω ωστόσο να καθορίσω κάποια γενικά χαρακτηριστικά τα όποια, εφόσον ανευρεθούν σε ένα κείμενο, μπορούν να εκλαμβάνονται ως ενδείξεις φανατικής στάσης, θα μπορούσαμε πράγματι να ορίσουμε το φανατισμό ως «μια πνευματική κατάσταση, μια νοοτροπία που συναποτελείται από μισαλλοδοξία, μίσος, επιθετικότητα απέναντι στον υποτιθέμενο εχθρό, καθώς και δικαιολογίες γι’ αυτή την επιθετικότητα στο όνομα μιας ιδέας πού κατέστη σημαντικότερη από κάθε άλλη, και από κάθε άλλον – φίλους, οικογένεια, ή όποιον άλλο θα μπορούσαμε να αγαπάμε». Ο φανατισμός περιέχει την «απόλυτη, αποκλειστική, παθιασμένη, ζηλόφθονη και τυφλή προσκόλληση στο αντικείμενο της λατρείας, μαζί με την απώθηση για οτιδήποτε είναι είτε ξένο είτε αντίθετο προς αυτό το αντικείμενο».
Στην περίπτωση των σχολικών εγχειριδίων έχουμε να κάνουμε με μία από τις όψεις του φανατισμού, αυτή πού θα ορίζαμε με μια φράση «εθνικιστικό φανατισμό». Αυτή η μορφή φανατισμού σχετίζεται με τη λατρεία της πατρίδας και ονομάζεται συνήθως σωβινισμός. Ο σωβινισμός θεωρείται η «πιο ακραία, η πιο παράλογη, ή πιο επικίνδυνη μορφή» του εθνικισμού. Πρόκειται για ένα «στενό και φιλέκδικο πάθος για την πατρίδα, γεμάτο από φιλοπόλεμη διάθεση απέναντι σε κάθε τι ξένο». Στην περίπτωση του σωβινισμού, σύμφωνα με τον ορισμό που δώσαμε προηγουμένως για το φανατισμό, αντικείμενο λατρείας είναι η πατρίδα ή το έθνος και στο όνομα της εθνικής ιδέας δικαιολογείται όχι μόνο η έλλειψη ανοχής ή η έμμεση απόρριψη του «άλλου» αλλά και η επιθετικότητα απέναντι στον υποτιθέμενο εχθρό η οποία είναι δυνατό να εκφράζεται ακόμη και με πράξεις βίας. Το έθνος ενσαρκώνει τη μοναδική αλήθεια, εκείνη πού επιτρέπει τη μανιχαϊκή διάκριση σε καλό και σε κακό και την επακόλουθη έως αναγκαία κατασκευή των εχθρών. Οι εχθροί αυτοί εμφανίζονται να απειλούν την ύπαρξη του έθνους και την ασφάλεια της πατρίδας, έτσι πού να θεωρείται απόλυτα δικαιολογημένη η ξενόφοβη βία.
Η απειλή για το έθνος δεν προέρχεται πάντα από τον εθνικό «άλλο», παρόλο που αυτό αποτελεί τον κανόνα. Η απειλή μπορεί να είναι εσωτερική, να προέρχεται δηλαδή από τους κόλπους του ίδιου έθνους και να αποδίδεται στον κοινωνικό και πολιτικό «άλλο». Αυτό, στην ελληνική περίπτωση, είναι ιδιαιτέρως προφανές κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο και με κορύφωση την εποχή της δικτατορίας.
Η επιθετικότητα, το μίσος και ο θυμός απέναντι στον εκάστοτε «άλλο» συνδυάζονται συχνά, στο πλαίσιο της φανατικής ιδεολογίας, με την παθολογική διόγκωση της συλλογικής αυτο-εικόνας και τις μεγαλομανείς επιδιώξεις. Πρόκειται για επιδιώξεις πού οι φανατικοί φορείς τους επιθυμούν να τις πραγματοποιήσουν έξω από τα όρια της πραγματικότητας, την οποία πραγματικότητα επιπλέον τις περισσότερες φορές αγνοούν ή παραβλέπουν. Οι αλυτρωτικές ιδεολογίες, όπως κάποιες εκφάνσεις της Μεγάλης Ιδέας για παράδειγμα, εγκλείουν παρόμοιες μεγάλο μανιακές πτυχές. Αυτές οι φανατικές, μεγαλομανιακές, ιδέες είναι – σε αναλογία με τον όρισμα που δίνει ο Freud για τα δόγματα – «ψευδαισθήσεις, πού εκπληρώνουν τις πιο παλιές, τις πιο ισχυρές και τις πιο επείγουσες επιθυμίες της ανθρωπότητας. Το μυστικό της ισχύος τους βρίσκεται στην ισχύ αυτών των επιθυμιών».
Η μελέτη των σχολικών εγχειριδίων μπορεί να αποκαλύψει πολλές από τις φανατικές πτυχές της κυρίαρχης ιδεολογίας: την επιθετικότητα και την ενθάρρυνση πράξεων βίας απέναντι στον «άλλο», τη μεγαλομανιακή προβολή του εθνικού «εγώ», τη μανιχαϊκή αντίληψη της πραγματικότητας, την ανάδειξη του έθνους σε απόλυτη και υπερβατική αξία και σε αντικείμενο λατρείας. Η ανεύρεση παρόμοιων στοιχείων σε σχολικά κείμενα αποκτά πρόσθετη σημασία αν αναλογισθούμε ότι διαβάζονται από το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού – ιδιαίτερα όσα ανήκουν στην υποχρεωτική εκπαίδευση – κι επομένως η εμβέλειά τους είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη οποιουδήποτε προπαγανδιστικού κειμένου…
Για την ανάγνωση ολόκληρης της μελέτης της κυρίας Χριστίνας Κουλούρη πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Φανατισμός, δογματισμός, συγκρότηση ταυτότητας – Μια προσέγγιση στο λόγο των σχολικών εγχειριδίων.
Σχετικά θέματα: