Η Ήπειρος κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – Η ιταλική κατοχή, 1917. Ελευθερία Κ. Μαντά στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.
Η έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το καλοκαίρι του 1914, έμελλε να προκαλέσει αναταράξεις στην περιοχή της Ηπείρου που οδήγησαν, πέρα από τις εσωτερικές επιπτώσεις του Εθνικού Διχασμού – ιδιαίτερα εμφανείς και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας -, έως και στην προσωρινή κατάλυση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας.
Ο Μεγάλος Πόλεμος έβρισκε την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου (το ελληνικό και το αλβανικό κομμάτι) σε αναβρασμό: σε έξαρση βρίσκονταν ήδη κινητοποιήσεις Αλβανών επαναστατών στην κεντρική Αλβανία ενώ νοτιότερα ο αγώνας των Βορειοηπειρωτών για τη δημιουργία αυτόνομου κράτους δεν είχε ακόμη λήξει οριστικά. Η γενική αναταραχή ανησυχούσε τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, γεγονός που τον οδήγησε να διεκδικήσει ανακατάληψη της βόρειας Ηπείρου από τον ελληνικό στρατό προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν ακρότητες. Το ελληνικό αίτημα, όμως, ήταν αναμενόμενο ότι θα συναντούσε τις ιταλικές αντιρρήσεις, αφού ερχόταν σε αντίθεση προς τα από δεκαετίες γνωστά συμφέροντα της Ιταλίας στην Αλβανία.

Κόνιτσα, 15 Οκτωβρίου 1917. Τρίτος από αριστερά, καθιστός εικονίζεται ο στρατιωτικός διοικητής Delli Ponti. Πηγή: http://www.rivistamilitare.it
Βασική επιδίωξη της Ιταλίας, ήδη από την εποχή της ενοποίησής της το 1870, υπήρξε η άνοδος του κύρους της χώρας στον διεθνή χώρο και η ένταξή της στον κύκλο των θεωρούμενων ως μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Καθώς όμως στο χώρο της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης δεν υπήρχαν αντικειμενικά τα περιθώρια για την εξάπλωση της επιρροής της λόγω της ισχυρής παρουσίας εκεί των άλλων δυνάμεων, ήταν αναγκασμένη να στραφεί σε νέες κατευθύνσεις και πιο συγκεκριμένα στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, η στροφή προς την ανατολική πλευρά της Αδριατικής αποτελούσε ζωτική ανάγκη όχι μόνο για την επέκταση της επιρροής, πολιτικής ή οικονομικής, του ιταλικού κράτους, αλλά και για την ίδια την ύπαρξη και την ασφάλειά του: τα λιμάνια των αλβανικών ακτών και ιδιαίτερα εκείνο της Αυλώνας κρατούσαν το κλειδί για τα στενά του Οτράντο και εξασφάλιζαν τον έλεγχο της Αδριατικής Θάλασσας.

Εξώφυλλο της εφημερίδας «Domenica del Corriere», 20 – 27 Μαΐου 1917. Κάτω από την φωτογραφία αναγράφει: «Οι Ιταλοί στην Ήπειρο. Ο συνταγματάρχης Brussi, επισκεπτόμενος την περιοχή γύρω από τους Φιλιάτες, συνοδεύεται από γραφική τιμητική συνοδεία και δέχεται δώρο λουλούδια από γυναίκες και παιδιά». Η προσπάθεια να παρουσιαστεί ως ευπρόσδεκτη η ιταλική άφιξη στην Ήπειρο είναι εμφανής.
Όσον καιρό η Βαλκανική Χερσόνησος βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία, η Ιταλία δεν φαινόταν να ανησυχεί ιδιαίτερα· όταν όμως η διάλυση της αυτοκρατορίας άρχισε πλέον να γίνεται ορατή, η ιταλική πολιτική υποχρεώθηκε να δραστηριοποιηθεί, καθώς δεν ήταν δυνατό να επιτρέψει την επέκταση στις ανατολικές ακτές της Αδριατικής οποιασδήποτε ξένης δύναμης, πολύ δε περισσότερο της Ελλάδας, η οποία θα ήταν δυνατό να θέσει σε κίνδυνο τα ιταλικά συμφέροντα. Η Αλβανία ήταν ιδιαίτερα σημαντική ως προγεφύρωμα για την διεύρυνση της ιταλικής επιρροής αρχικά Βαλκάνια και κατόπιν στον ευρύτερο χώρο της Ανατολής, γι’ αυτό και ήταν απαραίτητο να ενισχυθεί και να υποστηριχθεί στις διαφορές της με τα γειτονικά κράτη και ιδιαίτερα με την Ελλάδα. Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει λοιπόν να ερμηνευθούν οι επίμονες προσπάθειες που κατέβαλε η Ιταλία προκειμένου πρώτα να επιτύχει τη δημιουργία ενός μεγάλου αλβανικού κράτους μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και έπειτα, μετά την έκρηξη του A΄ Παγκόσμιου Πολέμου, να διαπραγματευτεί τη συμμετοχή της στο πλευρό ενός εκ των δύο αντιμαχόμενων συνασπισμών στη βάση των εδαφικών ανταλλαγμάτων που θα λάμβανε. Συγκεκριμένα, από την Αλβανία η Ιταλία επιθυμούσε να αποκτήσει τουλάχιστον τον έλεγχο του νησιού Σάσων και του λιμανιού της Αυλώνας.
Ακριβώς το στοιχείο αυτό επιχείρησε να εκμεταλλευτεί ο Βενιζέλος όταν πρότεινε στη βρετανική κυβέρνηση, το 1914, ανακατάληψη της βόρειας Ηπείρου από τον ελληνικό στρατό – από όπου είχε αποχωρήσει μόλις λίγους μήνες νωρίτερα – με παράλληλη κατάληψη της Αυλώνας από τις ιταλικές δυνάμεις. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι δεν φάνηκε να είχε ουσιαστικές αντιρρήσεις για το σχέδιο και, ύστερα από παρέμβασή του στην ιταλική πλευρά, συμφωνήθηκαν τελικά τα εξής: Η Ελλάδα θα καταλάμβανε τη βόρεια Ήπειρο υπό τον όρο ότι η κατοχή θα ήταν προσωρινή, θα απέσυρε τις δυνάμεις της όταν θα της το ζητούσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και θα συναινούσε υπέρ της κατάληψης της Αυλώνας από την Ιταλία. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο ελληνικός στρατός, με επικεφαλής τους στρατηγούς Ιωάννου και Παπούλα και τον συνταγματάρχη Κοντούλη, εισήλθε στις περιοχές της βόρειας Ηπείρου (Πρεμετή, Αργυρόκαστρο και Κορυτσά) τον Οκτώβριο του 1914, θέτοντάς τες υπό ελληνική διοίκηση. Φαίνεται ωστόσο πως ο Έλληνας πρωθυπουργός ήλπιζε ότι το τέλος του πολέμου θα έφερνε και επίλυση του θέματος της βόρειας Ηπείρου κατά τρόπο θετικό για την ελληνική πλευρά…
Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Η Ήπειρος κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – Η ιταλική κατοχή, 1917
Διαβάστε ακόμη:
- Η περιπέτεια του Εθνικού Διχασμού και η στάση του πνευματικού κόσμου της εποχής.
- Από την παράδοση του οχυρού Ρούπελ στην κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης. Μια περιπτωσιολογική ανάλυση των αιτίων του Εθνικού Διχασμού
- Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ένας εμφύλιος που ονομάστηκε «Διχασμός».
- 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Πρακτικά διημερίδας 7-8 Νοεμβρίου, Άργος, 2015.
- Στοιχεία για δύο εκδηλώσεις του Εθνικού Διχασμού στο Άργος: το «ανάθεμα» και η εξορία του Δ. Βαρδουνιώτη.
- Εθνικός Διχασμός 1915-1917 – Η «προσχώρηση» των Κυκλάδων. Εντάσεις και διευθετήσεις.