Quantcast
Channel: Άρθρα – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 245

Η αυθεντική ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας

$
0
0

Η αυθεντική ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας (1931) της Μαριέττας Γιαννοπούλου – Μινώτου: Μια άγνωστη λογοτεχνική μετάπλαση ενός διαβόητου μύθου[1] – Πέρσα Αποστολή


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» την ανακοίνωση  της Δρ. Πέρσας Αποστολή, στο Δ’ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών που πραγματοποιήθηκε στη Γρανάδα, 9-12 Σεπτεμβρίου 2010, με τίτλο:

 

«Η αυθεντική ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας (1931) της Μαριέττας Γιαννοπούλου – Μινώτου: Μια άγνωστη λογοτεχνική μετάπλαση ενός διαβόητου μύθου».

 

Η σκανδαλιστική ιστορία της Πάπισσας έχει προσελκύσει για περισσότερο από οκτώ αιώνες τώρα το ενδιαφέρον πλήθους κληρικών, θεολόγων, ιστορικών, λογοτεχνών, φιλολόγων, καλλιτεχνών κ.ά. Οι πρώτες σχετικές αναφορές από τον 13ο αιώνα, σε εκκλησιαστικά χρονικά, βίους παπών, συλλογές με υποδειγματικές αφηγήσεις (exempla) κ.ά., είναι σύντομες και γενικές: Μια γυναίκα μεταμφιεσμένη σε άνδρα καταφέρνει να ανέλθει στον παπικό θρόνο, ως τη στιγμή που το σκάνδαλο αποκαλύπτεται, όταν κατά τη διάρκεια λιτανείας ο πάπας γεννάει ένα ημιθανές βρέφος εν μέσω του οργισμένου πλήθους. Δεν δίνεται το όνομα ή η καταγωγή αυτής της γυναίκας, ούτε χωροχρονικές πληροφορίες για τη διαδρομή και τη θητεία της ή εξηγήσεις σχετικά με την παρενδυσία και την εγκυμοσύνη. [2]

Έκτοτε η ιστορία αναπαράγεται, αναπλάθεται και ανασημασιοδοτείται ξανά και ξανά. Τα αρχικά κενά του μύθου συμπληρώνονται σταδιακά από μεταγενέστερους συγγραφείς, καθένας από τους οποίους επιχειρεί να διαμορφώσει τη δική του εκδοχή της ιστορίας και κατ’ επέκταση να κατασκευάσει τη δική του εικόνα αυτής της θρυλικής γυναικείας μορφής, ανάλογα με τις όποιες θρησκευτικές, ιδεολογικές, αισθητικές ή άλλες προθέσεις του.

Η υπόθεση της Πάπισσας αρχικά τροφοδοτεί εκκλησιαστικές συζητήσεις στους κόλπους των ίδιων των Καθολικών, για να περάσει αργότερα και στο στρατόπεδο των Προτεσταντών. Έτσι, εκτός από το επίμαχο ερώτημα για την ιστορικότητα του μύθου, δίνει μεταξύ άλλων την αφορμή για ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τον αποκλεισμό των γυναικών από την ιερουργία, το αλάθητο του πάπα και τη διαφθορά της Καθολικής Εκκλησίας. [3] Η Ιωάννα (ή κατ’ άλλους Αγνή, Άννα, Γκιλμπέρτα ή Γκλάνσια) [4] αποτυπώνεται άλλοτε ως μια βλάσφημη και αδίστακτη γυναίκα που με τη βοήθεια του διαβόλου γνώρισε την υπέρτατη Δόξα και τον έσχατο εξευτελισμό, άλλοτε ως θηλυκός Φάουστ ή και προάγγελος του Αντίχριστου, [5] ενώ ορισμένοι φτάνουν να αναγνωρίσουν στο πρόσωπό της ακόμα και τη «Μεγάλη Πόρνη της Βαβυλώνος» της Αποκαλύψεως (κεφ. 17). [6]

Καθώς από τον 15o αιώνα η Πάπισσα περνάει και στη λογοτεχνία, οπότε καταργούνται τα ήδη ρευστά όρια μεταξύ ιστορικής καταγραφής και μυθοπλαστικής επεξεργασίας, η υπόθεση αποκτά νέα συμφραζόμενα, που επιδέχονται νέες αναγνώσεις: αλληγορικές ή μεταφυσικές, μπουρλέσκες, σατιρικές ή ρομαντικές, μισογυνικές ή φεμινιστικές κ.ά. Μέσα από αυτές τις αναγνώσεις τίθενται νέα ερωτήματα: για τη γυναικεία φύση σε συνάρτηση με την ερωτική επιθυμία, τη φιλοδοξία και την ηθική, για την απόκρυψη της γυναικείας ταυτότητας μέσω της μεταμφίεσης, για τους κοινωνικούς ρόλους των φύλων κ.ά. [7] Έτσι, π.χ. κατά τον βραζιλιάνο μεσαιωνολόγο Hilario Franco Jr. η Πάπισσα Ιωάννα συγκεφαλαιώνει την «Ουτοπία της ανδρογυνίας»· [8] ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, πάλι, διαβάζει τον μύθο ως «μια παραβολή που εξερευνά τους κινδύνους με τους οποίους έρχονται αντιμέτωπες οι γυναίκες […] εάν απατηθούν ότι μπορούν να απαρνηθούν εντελώς το φύλο και τη φύση τους», ενώ αντιθέτως ο Jacques Le Goff κάνει λόγο για την «άρνηση του άλλου φύλου». [9] Και η ιστορία της ιστορίας της Πάπισσας συνεχίζεται, καθώς πολλαπλασιάζονται διαρκώς οι γραπτές ή άλλες πηγές που επιχειρούν να την καταγράψουν, συγκροτώντας μια τεράστια διεθνή «γενεαλογία». [10]

Σε ό,τι αφορά την ελληνική συμμετοχή σε αυτή τη διεθνή «γενεαλογία», η πρωτοκαθεδρία αναμφισβήτητα ανήκει στο περίφημο έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη (Η Πάπισσα Ιωάννα. Ιστορική μελέτη, 1866), ενώ θα πρέπει να προστεθεί εδώ και η πιο πρόσφατη ελεύθερη διασκευή του ροϊδικού έργου από τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο (Η απίστευτη ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας, Κέδρος 2000).

Μαριέττα Γιαννοπούλου-Μινώτου (1900-1962).

Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να φέρει στο φως μια ακόμη, εν πολλοίς άγνωστη Πάπισσα Ιωάννα, την οποία έγραψε η δραστήρια λογία Μαριέττα Γιαννοπούλου-Μινώτου (1900-1962). [11] Γνωστή επίσης με τα ψευδώνυμα «Επτανησία» και «Χειραφετημένη», η Μινώτου υπήρξε ένθερμη οπαδός του δημοτικισμού, με πλούσιο πνευματικό και συγγραφικό έργο (λογοτεχνικό, φιλολογικό, μεταφραστικό, λαογραφικό κ.ά.), αποτελούμενο από εξακόσια περίπου δημοσιεύματα, στον τύπο ή σε αυτοτελείς εκδόσεις. Εξίσου πλούσια είναι και η εκδοτική της δράση: Μεταξύ άλλων, μόλις στα εικοσιένα της χρόνια εξέδωσε το πρώτο ζακυνθινό φεμινιστικό περιοδικό Εύα Νικήτρια (1921-1923) και από το 1927 ως τον Οκτώβριο του 1935 υπήρξε συνεκδότρια του γνωστού «μηνιαίου φιλολογικού και καλλιτεχνικού περιοδικού» Ιόνιος Ανθολογία. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να συμβάλει στη διάδοση των επτανησιακών γραμμάτων, ενώ, τέλος, με δική της πρόταση καθιερώθηκαν από το 1932 οι εβδομάδες ελληνικού βιβλίου. [12]

Η Αυθεντική ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας της Μινώτου δημοσιεύτηκε σε 18 συνέχειες, από τον Μάιο ως τον Σεπτέμβριο 1931, στο αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό Εβδομάς. [13] Με αυτή τη δημοσίευση, εγκαινιάζεται μια τακτική συνεργασία της συγγραφέως με το εν λόγω έντυπο, η οποία διατηρείται ως το 1936. [14]

Ήδη από τον τίτλο («αυθεντική ιστορία») αλλά και από σχετικές αναφορές εντός του κειμένου, υποδηλώνεται η πρόθεση της συγγραφέως να αποκαταστήσει την αλήθεια γύρω από την περίπτωση της Πάπισσας, [15] μέσα από μια τεκμηριωμένη και πιστή καταγραφή των γεγονότων, και σε αντιδιαστολή όπως υπονοείται με παλαιότερα αντίστοιχα εγχειρήματα. (Να σημειωθεί πάντως ότι η συγγραφέας αποφεύγει και την παραμικρή αναφορά στο εμβληματικό κείμενο του Ροΐδη.) Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει στον «Πρόλογο», στόχος της είναι να «κατατοπίσει πραγματικά τον αναγνώστη πάνω στο τόσο ενδιαφέρον πρόσωπο της Πάπισσας Ιωάννας, χωρίς φανταστικά παραφουσκώματα που καταντούν την ιστορία μυθιστόρημα» (σ. 1216).

Για τον σκοπό αυτό, η Μινώτου δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της τεκμηρίωσης: Προκειμένου να ενισχύσει το κύρος της αφήγησής της, μνημονεύει επανειλημμένως τις πηγές στις οποίες βασίστηκε, υπογραμμίζοντας την αξιοπιστία τους, [16] ενσωματώνει παραθέματα (είτε αυτούσια είτε σε ελεύθερη απόδοση, εντός και εκτός εισαγωγικών), καταφεύγει σε παρεκβάσεις προκειμένου να ανασυνθέσει τα ήθη και τις ιστορικοκοινωνικές συνθήκες της περιόδου που εξετάζει, [17] διανθίζει μάλιστα το κείμενό της με εικονογραφικό υλικό από τις πηγές αυτές, προκειμένου να ενισχύσει την αίσθηση της αυθεντικότητας, αλλά και για να κρατάει το ενδιαφέρον του κοινού, ενώ τέλος επισημαίνει το πλήθος των έγκριτων άλλων συγγραφέων που έχουν καταγράψει το επεισόδιο (σσ. 1216, 1648). Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την ενημέρωση της συγγραφέως, η οποία πάντως δεν στοχεύει στην εξαντλητική διερεύνηση του θέματος.[18]

Σε ό,τι αφορά τις πηγές που χρησιμοποίησε η Μινώτου, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο κατηγορίες: εκείνες από τις οποίες άντλησε υλικό για την εποχή, τα ιστορικά πρόσωπα ή τον χώρο της εκκλησίας [19] και εκείνες που αναφέρονται στην ίδια την Πάπισσα. Ως προς τις δεύτερες, η συγγραφέας κατονομάζει: α) Το περίφημο χρονικό του Μαριανού του Σκώτου [Marianus Scotus, Chronicon, 14ος αι.], που και ο Ροΐδης είχε αξιοποιήσει, β) ένα κείμενο «του εκκλησιαστικού συγγραφέως Αλβερίκου Μονκασίν» [Albéric du Mont-Cassin, 11ος αι.], που δεν διευκρινίζεται ποιο, και γ) «δύο σχετικ[ές] μελέτ[ες] των Λασάτρ και Φιορέττι» (σσ. 1216, 1540). Από τις δύο τελευταίες πηγές, που αναφέρονται στους βίους των παπών, μπόρεσα μέχρι στιγμής να ταυτοποιήσω μόνο την πρώτη: Πρόκειται, για τον τρίτο τόμο του έργου του Maurice Lachâtre, Histoire des Papes (1842). [20]

Η χρήση των πηγών δεν γίνεται με αυστηρά φιλολογικό τρόπο, όπως σε μια βιογραφική μελέτη, δηλαδή με ακριβείς παραπομπές, πιστή μεταφορά των παραθεμάτων και αναλυτικό κατάλογο βιβλιογραφίας στο τέλος. Θυμίζουμε εξάλλου ότι το κείμενο δημοσιεύεται σε ένα ποικίλης ύλης περιοδικό, απευθυνόμενο στο ευρύτερο κοινό. Η ίδια δε η συγγραφέας στον κατάλογο εργογραφίας – βιβλιογραφίας που εξέδωσε το 1957 δεν κατατάσσει την Πάπισσα Ιωάννα της στις βιογραφικές μελέτες, αλλά στις «μυθιστορηματικές βιογραφίες».[21] Μάλιστα πρόκειται για την πρώτη της μυθιστορηματική βιογραφία.

Πράγματι, πέρα από την αμφισβητούμενη υπόσταση της Πάπισσας και το γεγονός ότι στο κείμενο της Μινώτου συνυπάρχουν ιστορικά και ψευδοϊστορικά πρόσωπα ή γεγονότα, [22] ο ίδιος ο τρόπος παρουσίασης και οργάνωσης του υλικού μάς απομακρύνουν από το είδος της βιογραφικής μελέτης. Παρά τις αντίθετες προγραμματικές δηλώσεις της στον πρόλογο, γίνεται σαφές ότι η Μινώτου δεν περιορίζεται στην καταγραφή μόνο των περιστατικών που τεκμηριώνονται από τις πηγές, αλλά ότι μεγάλο μέρος του υλικού της αποτελεί προϊόν μυθοπλαστικής επεξεργασίας. Συχνά καταφεύγει σε τεχνικές από τον χώρο του μυθιστορήματος, όπως επινοημένους διαλόγους, δραματοποιημένες σκηνές και εσωτερικούς μονολόγους, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον της από τα εξωτερικά γεγονότα στις εσωτερικές διεργασίες, από την αλήθεια των γεγονότων σε μια βαθύτερη αλήθεια που αφορά το πρόσωπο της Ιωάννας. Τα παραπάνω αποτελούν βασικά γνωρίσματα της νεότερης μορφής της μυθιστορηματικής βιογραφίας που – υπό την επίδραση της σύγχρονης ψυχολογίας – κάνει την εμφάνισή της τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, [23] γνωρίζοντας ιδιαίτερη άνθιση και στον ελλαδικό χώρο κατά τον μεσοπόλεμο.[24]

H Πάπισσα Ιωάννα, δημοσιεύεται στο: « Histoire de la Papesse Jeanne, fidèlement tirée de la dissertation latine de Monsieur de Spanheim,…1695».

Ποια είναι όμως η «αυθεντική ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας» όπως καταγράφεται σε αυτή τη μυθιστορηματική βιογραφία; Η Ιωάννα είναι νόθα κόρη του Καρλομάγνου, ο οποίος, μεταμφιεσμένος σε απλό στρατιώτη, αποπλανεί την νεαρή Αγνή και εξαφανίζεται. Η Αγνή, προκειμένου να αποφύγει το σκάνδαλο, προστρέχει στον ηγούμενο του Ίνγκελχάιμ, πατέρα Γιλβέρτο, ο οποίος την εξαναγκάζει να φύγουν μαζί και να παντρευτούν.

Γεννιέται η Ιωάννα, η οποία αγνοεί την βασιλική καταγωγή της. Από μικρή επιδεικνύει εξαιρετικές πνευματικές ικανότητες και αισθάνεται το περιβάλλον γύρω της περιοριστικό. Μπαίνει στον πειρασμό να το σκάσει με κάποιον από τους ηλικιωμένους θαυμαστές της, ώσπου γνωρίζει έναν νεαρό σπουδαστή, μοναχό στο μοναστήρι της Φούλδας. Τον ερωτεύεται και μεταμφιεσμένη σε μοναχό τον ακολουθεί στη μονή του.

Όταν ο ηγούμενος τη μονής, Ραμπάν Μάουρ, ανακαλύπτει την αλήθεια, οι νέοι φεύγουν και περιπλανιούνται αρχικά στην Αγγλία και εν συνεχεία στη Γαλλία, όπου η ετεροθαλής αδερφή της Ιωάννας, Ίμμα, την ερωτεύεται. Η Ιωάννα αναγκάζεται να της αποκαλύψει το φύλο της και για να γλιτώσουν από την οργή της, το ξανασκάνε για τη Μασσαλία, όπου η Ιωάννα ανακτά για λίγο την γυναικεία της ταυτότητα, οι δυο νέοι συστήνονται ως αδέρφια και αναζητούν εργασία. Ακολουθούν δέκα ειδυλλιακά χρόνια στην Αθήνα, όπου η Ιωάννα διαπρέπει πνευματικά, ώσπου ένας επίδοξος θαυμαστής της δηλητηριάζει τον νέο της Φούλδας. Εκείνη κατευθύνεται τότε στη Ρώμη, και για να ξεπεράσει τη θλίψη της αφοσιώνεται στη δουλειά. Διδάσκει στην περίφημη Ελληνική Σχολή της Ρώμης, ανελίσσεται στην εκκλησιαστική ιεραρχία κι εντέλει καταλαμβάνει τον παπικό θρόνο.

Η μονοτονία του παπικού βίου την οδηγεί στην αναζήτηση ενός εραστή, τον οποίο βρίσκει στο πρόσωπο του Καρδινάλιου Μπρενάου. Τότε την επισκέπτεται ένας άγγελος που της ζητά να επιλέξει το είδος της τιμωρίας που προτιμά. Εκείνη επιλέγει επί γης καταισχύνη, ώστε να λάβει την μετά θάνατον εξιλέωση. Ακολουθεί εσωτερική πάλη. Η Ιωάννα σκέπτεται τελικά να αποκαλύψει η ίδια την αλήθεια, προκειμένου να γίνουν γνωστά τα επιτεύγματά της, αλλά και να ζητήσει έλεος από το πλήθος, ενώ λίγο μετά ανακαλύπτει την εγκυμοσύνη της. Δεν καταφέρνει εντούτοις να πραγματοποιήσει τα σχέδιά της. Γεννά πρόωρα και πεθαίνει κατά τη διάρκεια λιτανείας.

Η αφήγηση της Μινώτου ευθυγραμμίζεται εν πολλοίς με την κύρια διεθνή παράδοση του μύθου, διαφοροποιούμενη σε αρκετά σημεία από την εκδοχή του Ροΐδη, του οποίου τις επινοήσεις δεν υιοθετεί ούτε στο ελάχιστο. Λ.χ. ο Νέος της Φούλδας – ο Φρουμέντιος του Ροΐδη – παραμένει εδώ ανώνυμος. Διαφορετικός είναι επίσης ο τρόπος γνωριμίας των δύο νέων, όπως και η μετέπειτα τύχη του νέου: όχι εγκατάλειψη του νέου από την Ιωάννα, όπως στον Ροΐδη, αλλά θάνατος, εκδοχή την οποία είχε εισαγάγει στον μύθο ο Βοκκάκιος.[25]

Παράλληλα, η αφήγηση της Μινώτου περιλαμβάνει κάποια νεοφανή στοιχεία, κατά πάσα πιθανότητα δικής της επινόησης, καθώς σύμφωνα τουλάχιστον με τη μέχρι στιγμής έρευνα, δεν μπόρεσα να τα εντοπίσω σε κάποια άλλη πηγή. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι πως η Ιωάννα μας συστήνεται από την Μινώτου όχι ως αγνώστου πατρός, αλλά ως νόθα κόρη του Καρλομάγνου, προκειμένου να καταδειχθεί ότι «η λάμψη της μεγαλοφυΐας της κι η τόση ερωτική της ορμή» έχουν ενδεχομένως κληρονομική εξήγηση (σ. 1216). Νεοφανές είναι και το επεισόδιο με την ετεροθαλή αδερφή της Ίμμα, το οποίο μάλιστα καταλαμβάνει αρκετή έκταση (σσ. 1432-3, 1468-9, 1504-5).

 

Η πρόωρη γέννα της Πάππισας κατά τη διάρκεια λιτανείας. Trechos do livro «De Mulieribus Claris» («Mulheres Famosas»), de 1362, escrito por Giovanni Boccaccio (1313–1375).

 

Η ιδιαιτερότητα της αφήγησης συνίσταται, ωστόσο, κυρίως στον τρόπο με τον οποίο σκιαγραφείται η προσωπικότητα της Ιωάννας. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, παρά τη βασική επιδίωξή της Μινώτου να καταγράψει την «αυθεντική ιστορία» της Πάπισσας και να ανασυνθέσει ανάγλυφα την εποχή και τα ήθη, η συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη διερεύνηση του ψυχισμού της ηρωίδας, ευθυγραμμιζόμενη με ένα από τα βασικά αιτήματα της γενιάς του ’30, «το αίτημα της εσωτερικότητας».[26] Παραμένοντας εντός του πλαισίου της ρεαλιστικής πεζογραφικής παράδοσης (γραμμική ακολουθία των γεγονότων, τριτοπρόσωπη συνεκτική αφήγηση από έναν παντογνώστη αφηγητή κ.λπ.), η Μινώτου επιτρέπει στον αναγνώστη, κυρίως μέσα από εσωτερικούς μονολόγους και ελεύθερους πλάγιους λόγους, να έχει πρόσβαση στην εσωτερική ζωή της πρωταγωνίστριας και να παρακολουθήσει τη σταδιακή πορεία της προς την αυτοσυνείδηση.[27]

Η πορεία αυτή παρουσιάζεται ως μια διαλεκτική διαδικασία που συντελείται μέσα από την επαφή της ηρωίδας με εκπροσώπους και των δύο φύλων και την οδηγεί από την μονότονη ακινησία της ιδιωτικότητας στην ενεργό συμμετοχή στο δημόσιο βίο και δη στο κατεξοχήν ανδροκρατούμενο απαγορευμένο χώρο της Εκκλησίας, [28] κάτι το οποίο βεβαίως γίνεται εφικτό μόνο μέσω της παρενδυσίας, δηλαδή μόνο μέσα από την απόκρυψη της γυναικείας ταυτότητάς της.

Κατ’ αρχάς λοιπόν η Ιωάννα αντιδιαστέλλεται από το πρότυπο της παθητικής και υποταγμένης γυναίκας – θύματος, που αντιπροσωπεύει η μητέρα της: [29] Στον αντίποδα, η Ιωάννα σκιαγραφείται ως μια ισχυρή και ασυμβίβαστη προσωπικότητα, που επιδιώκει να υπερβεί τους ασφυκτικούς κοινωνικούς περιορισμούς, διεκδικώντας το δικαίωμα στη μόρφωση, τον έρωτα και τη δημόσια δράση. Περιγράφεται ως «ανυπόταχτη φύση που δεν υποχωρεί σε τίποτα, που δεν εννοεί να σκλαβώσει την ελευθερία της θέλησής της, έστω και στην φοβερότερη ανάγκη» (σ. 1396) και που επιθυμεί «ν’ αποχτήσει οπωσδήποτε την ελευθερία της όπως αυτή ήθελε. Πραγματική ελευθερία. Χωρίς συμβιβασμούς και όρους» (σ. 1324).

Παράλληλα, η συγγραφέας διαχωρίζει την Ιωάννα από το πρότυπο των φιλάρεσκων και διεφθαρμένων γυναικών που κυριαρχούσε στη μεσαιωνική Γαλλία και Ρώμη:

 

«Η πώρωση των γυναικών είχε φτάσει σε τέτοιαν υπερβολή που προκαλούσε την αηδία, και η ξετσιπωσιά τους ποτέ άλλοτε δεν υπερέβη τους σκοτεινούς εκείνους χρόνους. Ένα μονάχα κοίταζαν, το πώς να κατακτήσουν τους περισσότερους άντρες. […] Εδημιουργείτο έτσι ένα ελεεινό περιβάλλον μια ανήκουστη παραλυσία στα ήθη, όπου κυριαρχούσεν ο φθόνος και τα τρομερότερα πάθη» (σ. 1469).

 

Αντιθέτως η Ιωάννα:

 

«Δεν ήταν ο μαλθακός τύπος της γυναίκας της εποχής εκείνης, που […] θα ήταν ευτυχισμένη να περνάει ώρες ολόκληρες μέσα σ’ ένα νοσηρό ρεμβασμό για μικροεπεισόδια ερωτικά και άλλα ασήμαντα πράγματα» (σ. 1576). Και σε άλλο σημείο: «Δεν ήταν μια γυναίκα που μπορούσε να πουλήσει τον εαυτό της σ’ αντάλλαγμα της δόξας. Ούτε ήταν από τις πραγματικά διεφθαρμένες γυναίκες που πουλιούνται για το χρυσάφι κι αδιαφορούν για όλα τ’ άλλα» (σ. 1288).

 

Η ηθική ανωτερότητα της Ιωάννας θεμελιώνεται, όμως, και μέσα από την αντιπαράθεσή της με το ανδρικό φύλο. Υιοθετώντας την στερεοτυπική εικόνα του αρσενικού που κυριαρχείται από ανεξέλεγκτα ερωτικά πάθη, η Μινώτου αποτυπώνει τους περισσότερους ανδρικούς χαρακτήρες ως υστερόβουλους και ακόλαστους, συχνά σε βαθμό ώστε, στην προσπάθειά τους να υποτάξουν την Ιωάννα, να καταντούν καταγέλαστες καρικατούρες (π.χ. σσ. 1288, 1324, 1396). Εξαίρεση αποτελούν κυρίως ο νέος της Φούλδας και ο μετέπειτα εραστής της Ιωάννας, Καρδινάλιος Μπρενάου.

Αντιθέτως η Ιωάννα, αν και έχει επίγνωση της έλξης που ασκεί στο άλλο φύλο, εμφανίζεται να περιφρονεί όσους επιχειρούν να τη διαφθείρουν, ενώ διακρίνεται μάλλον για την αγνότητα των συναισθημάτων (π.χ. σσ. 1288, 1324). Δεν θυμίζει δηλαδή σε τίποτα το αμαρτωλό και λάγνο θηλυκό του Ροΐδη ή του Ραπτόπουλου, πόσο μάλλον τη «Μεγάλη Πόρνη της Βαβυλώνος». Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η αφελής ονειροπόλησή της καθώς και η παρθενική της συστολή κατά την ερωτική εξομολόγηση του Νέου της Φούλδας (σ. 1360), που μας παραπέμπουν περισσότερο σε ρομαντικές ηρωίδες.

Η Ιωάννα υιοθετεί μια ρομαντική αντίληψη για τον έρωτα, τον οποίο συνδέει περισσότερο με το συναίσθημα παρά με την ερωτική πράξη. Έτσι, η ηρωίδα εμφανίζεται αφοσιωμένη στον Νέο της Φούλδας ακόμα και μετά τον θάνατό του, καθώς εξακολουθεί να αποκρούει τους αντεραστές του (σσ. 15761577, 1612). Ενώ, όταν – πολύ αργότερα – επιλέγει τον καρδινάλιο ως σύντροφό της, αυτό αποδίδεται όχι στα σεξουαλικά της ένστικτα, αλλά κυρίως στη μονοτονία του παπικού βίου και στην ανάγκη να μοιραστεί με κάποιον το βάρος του μυστικού της (δηλαδή της επί χρόνια κρυμμένης της ταυτότητας), το οποίο την έχει ουσιαστικά οδηγήσει στην απομόνωση και την ψυχική εξάντληση (σ. 1649). Είναι, τέλος, ενδεικτικό ότι απουσιάζουν από το κείμενο οι περιγραφές αισθησιακών σκηνών ή ερωτικού πάθους, ενώ και η αποτύπωση της εξωτερικής ομορφιάς τη Ιωάννας περιορίζεται σε γενικές και όχι υπερβολικά ηδυπαθείς αναφορές (σσ. 1288, 1360, 1396, 1720).

Παράλληλα με την ηθική ακεραιότητα της Ιωάννας, η συγγραφέας επιχειρεί να αναδείξει και την ψυχική και πνευματική της υπεροχή: Εξαίρει τον δυναμισμό της, έναντι των δύο εραστών της, που προβάλλουν αδύναμοι σαν «χάρτιν[α] ανδρείκελ[α]» (σσ. 1576, 1756)· δίνει έμφαση στην ξεχωριστή προσωπικότητα, στα έμφυτα χαρίσματα, τις ικανότητες και τη μόρφωσή της, όπως επίσης στο πολύτιμο έργο που προσέφερε κατά τη διάρκεια της παπικής της θητείας (π.χ. σσ. 1288, 1361, 1432, 1576, 1612-13, 1648). Μάλιστα η βιογραφία τελειώνει με τον έπαινο αυτής ακριβώς της θαυμαστής προσφοράς:

 

«Στον παπικό θρόνο συχνά ανέβηκαν άνθρωποι που τον δόξασαν. Ιδίως οι Ουμανιστές πάπαι της Αναγεννήσεως που υποστήριξαν με τόση θέρμη την εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού του Βυζαντίου, τα γράμματα και τις ωραίες τέχνες.

Μα αν και τόσα χρόνια πίσω, στη σκοτεινή εκείνη εποχή του Μεσαίωνος, η Ιωάννα κυβέρνησε, απ’ όσες πηγές διεσώθηκαν, κατά τον ίδιο επωφελή τρόπο την αιωνία Πόλη, κι αν δεν επρόκειτο για γυναίκα, ορισμένως η ιστορία των παπών θα την κατέτασσε περήφανα δίπλα στους Ουμανιστές εκείνους πάπας που με τ’ όνομά τους λαμπρύνουν τις σελίδες της» (σ. 1829).

 

Όπως έχει επισημάνει η κριτική, τα φεμινιστικά κινήματα τόσο στον ελληνικό όσο και στον διεθνή χώρο, «ανατρέχουν συχνά», κυρίως στα πρώτα τους βήματα, «στον νομιμοποιητικό λόγο της ιστορίας.» [30] Στα καθ’ ημάς, συγγραφείς, όπως λ.χ. η Καλλιρρόη Παρρέν, η Σωτηρία Αλιμπέρτη, η Αθηνά Ταρσούλη αλλά και η Μαριέττα Μινώτου (μέσα από τις σελίδες του περιοδικού της Εύα νικήτρια αλλά και με πλήθος ιστορικών, φιλολογικών κ.ά. κειμένων και διαλέξεών της), [31] επιχειρούν να ανασύρουν στην επιφάνεια παραδείγματα γυναικών με πολλαπλή συνεισφορά στον χώρο του πνεύματος, των τεχνών, αλλά και σε άλλους τομείς της δημόσιας δράσης, από το παρελθόν αλλά και κατά τα μεταγενέστερα χρόνια.

 

«Η Γέννηση», σκηνή από τον θρύλο της Πάπισσας Ιωάννας. Αναπαράσταση από την Αναγεννησιακή περίοδο.

 

Θα μπορούσε άραγε η Πάπισσα Ιωάννα της Μινώτου να λειτουργήσει ως ένα τέτοιο αντίστοιχο παράδειγμα; Η απάντηση είναι εντέλει μάλλον αρνητική, εν πρώτοις επειδή η ίδια η περίπτωση της Πάπισσας δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ανήκει στον χώρο της ιστορίας και όχι του μύθου. Επιπλέον, επειδή, παρά το γεγονός ότι συγκεντρώνει αρκετά στοιχεία που θα μπορούσαν να συγκροτήσουν μια θετική εικόνα για τη γυναικεία ταυτότητα, όπως ξεχωριστές πνευματικές ικανότητες, μόρφωση, δυναμισμός, η Ιωάννα δεν ξεφεύγει εντελώς από ορισμένους ιδεολογικούς κοινούς τόπους για το γυναικείο φύλο: η Ιωάννα δεν αποτυπώνεται ως μια απολύτως απελευθερωμένη γυναίκα, δεν επιδιώκει μια εντελώς αυτοδύναμη και ανεξάρτητη πορεία προς την προσωπική ολοκλήρωση και δεν διανοείται καν να εγκαταλείψει την πατρική εστία χωρίς την ανδρική προστασία. Αρχικά της τίθεται μόνο το ηθικό δίλημμα αν, προκειμένου να πετύχει τον στόχο της, θα πρέπει να υποταχθεί στις ορέξεις κάποιου γηραλέου θαυμαστή της ή όχι, και ποιος είναι αυτός που θα επιλέξει (σ. 1288). Κι όταν κάποτε το σκάει από το σπίτι, αυτό δεν γίνεται εντέλει προκειμένου να κυνηγήσει τα όνειρά της, αλλά προς χάριν του έρωτα, για τον οποίο για μεγάλο διάστημα «παράτ[άει] τα μεγάλα σχέδια για την κατάκτηση της δόξας. Τώρα στην εφαρμογή καταλάβαινε πως δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν η αγάπη της κι η δόξα μαζί», όπως εξομολογείται (σ. 1360-1). Επίσης, παρά τον δυναμικό της χαρακτήρα, η Ιωάννα εμφανίζεται να δηλώνει πλήρη υποταγή και στους δύο εραστές της:

 

«Η Ιωάννα έβλεπε πια την αδυναμία της. Ο νέος της Φούλδας δεν ήταν σαν τους άλλους. Κυριαρχούσεν επάνω της, σαν αφέντης» (σ. 1360).

 

Ομοίως αργότερα γράφει στον Μπρενάου:

 

«Στο εξής ο πάπας Ιωάννης δεν υπάρχει πια για σένα. Έχεις μια φίλη, μιαν αδελφή που σου ανήκει ό,τι και σ’ αυτήν ανήκει. Ο θρόνος του Βατικανού θα ‘ναι στα χέρια σου όπως και ολόκληρη η Ιωάννα. Κατά τη βούλησή σου θα κυβερνάς και τους δυο χωρίς αντίσταση» (σ. 1721).

 

Τέλος, ας μην ξεχνάμε πως η προσπάθεια της ηρωίδας να υπερβεί τους κοινωνικούς φραγμούς εντέλει τιμωρείται.[32] Ίσως επειδή παρά τις όποιες ευγενείς αρχικές προθέσεις της, η μετέπειτα πορεία της Ιωάννας ξεφεύγει από τα συνήθη μέτρα και η στάση της μάλλον αγγίζει τα όρια της ύβρεως: Λίγο πριν εμφανιστεί ο άγγελος θέτοντάς της το γνωστό δίλημμα «μαρτυρικός θάνατος επί γης και συγχώρεση ή αιώνια καταδίκη στην κόλαση», η Πάπισσα έχει ήδη σκεφτεί να αποκαλύψει από μόνη της την αλήθεια, με μοναδικό κίνητρο τη μετά θάνατον δόξα (άλλο ένα νεοφανές στοιχείο στο κείμενο της Μινώτου). Η Ιωάννα υπολογίζει πως μόνο μέσα από μια τέτοια προσωπική θυσία, την οποία συγκρίνει με εκείνη του Χριστού, θα μπορούσαν να γίνουν γνωστά τα επιτεύγματά της, τα οποία διαφορετικά θα ήταν καταδικασμένα να παραμείνουν στη λήθη:

 

«Και κείνο ιδίως που της έβαζε στο μυαλό τη σκέψη ν’ αποκαλυφθεί ήταν και πάλιν η δόξα. Συχνά αναρωτιόταν μόνη της πού θα τελείωνε αυτή η ιστορία. Αν πέθαινε και το πράγμα έμενε σκεπασμένο, τότε ποια σημασία θα είχε όλος αυτός ο όγκος της δράσεως που στο διάστημα της παποσύνης της έδειξε; Απλώς οι επερχόμενες γενεές θα ανάφεραν πως ο πάπας Ιωάννης ο Ζ’ κυβέρνησε καλά. Για έναν άντρα επιτέλους ήταν φυσικό. Μα για μια γυναίκα δεν ήταν το ίδιο. Θα έμενε για πάντα ως το μοναδικό φαινόμενο, το πιο παράξενο που είχε να επιδείξει η ιστορία, πως μια γυναίκα μόνο με την αξία της κατόρθωσε ν’ ανέβει στην παπική έδρα. […] Τι ήταν επιτέλους μερικές στιγμές, μερικές ώρες βασανιστηρίων μπροστά στην αθάνατη δόξα που το όνομά της θ’ αποχτούσε; Μήπως ο Χριστός, σκεφτόταν, απόχτησε διαφορετικά την αθανασία;» (σ. 1757)

 

Όταν λίγο μετά ανακαλύπτει πως είναι έγκυος, δεν φαίνεται να την απασχολεί ιδιαιτέρως ότι μαζί με τη δική της ζωή θα χαθεί και η ζωή του εμβρύου που κυοφορεί. Χωρίς να ελλείπουν κάποιες στιγμιαίες υπαναχωρήσεις και παλιμβουλίες, η Ιωάννα θεωρεί την εγκυμοσύνη της πρωτίστως σαν ένα γεγονός «υποβοηθητικό των σχεδίων της» (σ. 1757), καθώς θα μπορούσε να επιτείνει το στοιχείο του εντυπωσιασμού κατά την αποκάλυψη της πραγματικής της ταυτότητας. Δυστυχώς για την ίδια, η Μοίρα αποφασίζει διαφορετικά: πρόωρος τοκετός και θάνατος τόσο για εκείνη όσο και για το βρέφος.

Μια τέτοια περίπτωση, όπως εκείνη της Πάπισσας Ιωάννας – η οποία ούτως ή άλλως υπερβαίνει τα συνήθη μέτρα και δεν μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική – είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορούσε τελικά να λειτουργήσει αφυπνιστικά προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης μιας έμφυλης συνείδησης, την οποία μάλιστα η ίδια η ηρωίδα δεν εμφανίζεται να έχει. [33] Η Ιωάννα εγγράφεται εντέλει στη βιογραφία της Μινώτου ως μια γυναικεία μορφή αινιγματική και αντιφατική.

Ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους για τον οποίο η συγγραφέας δεν εξέδωσε το κείμενό της και σε αυτοτελή τόμο, όπως συνέβη με άλλες μυθιστορηματικές βιογραφίες της. [34] Με την έκδοση της Αυθεντικής Ιστορίας της Πάπισσας Ιωάννας της Μαριέττας Μινώτου ίσως μπορέσει ετούτη η από πολλές απόψεις ενδιαφέρουσα λογοτεχνική μετάπλαση αυτού του διαβόητου μύθου να πάρει τη θέση που της αναλογεί στο πλαίσιο της διεθνούς γενεαλογίας της Πάπισσας.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Η παρούσα ανακοίνωση αποτελεί συνεπτυγμένη μορφή της «Εισαγωγής» που συνοδεύει το βιβλίο: Μαριέττα Γιαννοπούλου – Μινώτου, Η Αυθεντική Ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας, σε φιλολογική επιμέλεια της υποφαινόμενης. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την κ. Μαριέττα Δ. Μινώτου  – Παπαδημητρίου, τη Σοφία Ντενίση, τη Νίνα Παλαιού και τον Νίκο Μαυρέλο για τη συνδρομή τους.

[2] Για μια ενδελεχή εξέταση των πηγών που αναφέρονται στην Π.Ι., βλ. Alain Boureau, The Myth of Pope Joan, μτφ. Lydia G. Cochrane, The University of Chicago Press, Chicago and London 2001 (γαλλ. έκδοση 1988) και Rosemary και Darroll Pardoe, The Female Pope: The Mystery of Pope Joan [εκδ. Crucible (Thorsons) 1988], < http://www.users.globalnet.co.uk/~pardos/PopeJoanHome.html>. 25/8/2010. Στις δύο αυτές μελέτες στηρίχτηκα για τις πληροφορίες που αφορούν την διεθνή παράδοση της Πάπισσας. Για μια κατατοπιστική επισκόπηση του θέματος, βλ. επίσης Δημήτρης Δημηρούλης, «Εισαγωγή. Η διαρκής γοητεία της Πάπισσας», στο: Εμμανουήλ Ροΐδης, Η Πάπισσα Ιωάννα. Το αυθεντικό κείμενο του 1866, εισ.-επιμ. Δημήτρης Δημηρούλης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2005: xi-lxxxiv.

[3] Για τα ζητήματα αυτά, εκτός από τις μελέτες των Boureau και Pardoe, που αναφέρθηκαν παραπάνω, βλ. επίσης Cesare D’ Onofrio, Mille Anni di Leggenda. Una Donna sul Trono di Pietro, Romana Societa Editrice, Roma 1978 (ειδική έκδοση εκτός εμπορίου) [= La papessa Giovanna: Roma e papato tra storia e leggenda, Romana Societa Editrice, Roma 1979].

[4] Ως Agnes απαντά π.χ. στον Adam Usk (Chronicon, περ. 1405) και στον Jan Hus (De Ecclesia, 1415), ως Anna στον John Wycliffe (Cruciata, 1382), ως Glancia στο Χρονικό της μονής του Tegernsee (14ος αι.) και ως Gilberta στον Giovanni Boccaccio (De mulieribus claris, περ. 1361) και αργότερα στον John Bale (Illustrium majoris Britanniae scriptores Summarium, 1548). Ως Jutta, βαυαρική εκδοχή του ονόματος Johanna, απαντά π.χ. στον Dietrich Schernberg (Fraw Jutta, περ. 1480, εκδ. 1565).

[5] Π.χ. στον Etienne de Bourbon (Tractatus de diversis materiis praedicadibilibus, περ. 1261), στον Βοκκάκιο (ό.π.) κ.α· ειδικότερα ως θηλυκή εκδοχή του Φάουστ στο Flores temporum (περ. 1290) και στον Dietrich Schernberg Fraw Jutta (ό.π.)· τέλος ως προάγγελος του Αντίχριστου στον Pier Paolo Vergerio (Historia di papa Giovanni VIII che fu meretrice e strega, 1557).

[6] Π.χ. Alexander Cooke (Pope Joane, a dialogue between a Protestant and a Papist, 1610), Ανωνύμου, A Present for a Papist, or The Life and Death of Pope Joan (1678) και Sabine Baring-Gould, Curious Myths of the Middle Ages (1877). Αναλυτικότερα για το θέμα βλ. Pardoe, ό.π.: κεφ. 5. και Boureau, ό.π.: σσ. 229-231 και passim.

[7] Για τους σχετικούς προβληματισμούς, βλ. Boureau, ό.π.: 165-167, 215-216, και κεφ. 7 (σσ. 255-296). Επίσης Pardoe, ό.π.: κεφ. 7.

[8] Παρατίθεται στο Ζακ λε Γκοφ, «Η Πάπισσα Ιωάννα», Ελευθεροτυπία, Ένθετο Βιβλιοθήκη 380 (4/11/2005).

[9] Αντιστοίχως Βαγγέλης  Ραπτόπουλος,     «Ξαναγράφοντας την Πάπισσα Ιωάννα», <http://vangelisraptopoulos.wordpress.com>. 15/8/2010 και Λε Γκοφ, ό.π.

[10] Ο όρος «γενεαλογία» από τον A. Boureau, ό.π.: 266. Βλ. και Δημηρούλης, ό.π.: xiii.

[11] Το κείμενο εντοπίστηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος με θέμα: «Η γυναικεία λογοτεχνική και εικαστική παρουσία στα περιοδικά λόγου και τέχνης (1900-1940)», που εντάσσεται στο: «Φύλο – Πυθαγόρας ΙΙ – Ενίσχυση ερευνητικών ομάδων στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών – ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ» και είχε ως επιστημονική υπεύθυνη την επίκουρη καθηγήτρια κ. Σοφία Ντενίση. Αναλυτική παρουσίαση του προγράμματος στην ιστοσελίδα: <http://www.asfa.gr/greek/aclivilies/sile denissi/index.html> 3/9/2010.

[12] Βλ. τον αναλυτικό κατάλογο εργογραφίας – βιβλιογραφίας που συνέταξε η ίδια η συγγραφέας: Μαριέττα Ευστ. Γιαννοπούλου, Η αναγραφή μου, πρόλ. Γεώργιος Ζώρας, χ.ε, Αθήνα 1957. Για τη ζωή και το έργο της Μινώτου, βλ. κυρίως τα αφιερώματα των περιοδικών Περίπλους 3 (Φθινόπωρο 1984) και Επτανησιακά Φύλλα ΚΒ’/3-4 (Φθινόπωρο-Χειμώνας 2002). Επίσης: Μάρη Θεοδοσοπούλου, «Η δυναμική Επτανησία», Το Βήμα (2/2/2003)· Αλίκη Ξένου-Βενάρδου, «Ελισάβετ Μουτζάν  – Μαρτινέγκου,­­ Μαριέττα Γιαννοπούλου – Μινώρου», Ριζοσπάστης (17/8/2003):16· Μαριέττα Δ. Μινώτου-Παπαδημητρίου, «Το ζακυνθινό περιοδικό Εύα Νικήτρια: 1921-1923», στο: Πρακτικά Στ’ Διεθνούς Πανιόνιου Συνεδρίου (Ζάκυνθος, 23-27 Σεπτεμβρίου 1997), Κέντρο Μελετών Ιονίου / Εταιρεία Ζακυνθιακών Σπουδών, Αθήνα 2004: 291-310 και Ευγενία Κεφαλληναίου, «Η παρουσίαση στην Ελλάδα του Ούγου Φώσκολου από την Μαριέττα Γιαννοπούλου-Μινώτου», ό.π.: 159-177.

[13] Η Εβδομάς είναι μια «Εβδομαδιαία Εικονογραφημένη Επιθεώρησις» η οποία εκδίδεται από τον Οκτώβριο 1927 ως τον Ιούνιο 1940, με εκδότες τους αδερφούς Γεράρδου και αρχισυντάκτη αρχικά τον Φώτο Γιοφύλλη και αργότερα τον Ντόλη Νίκβα (ψευδ. του Απόστολου Βασιλειάδη). Εκτός από την πλούσια λογοτεχνική ύλη (ελληνική και μεταφρασμένη) το περιοδικό δημοσιεύει κείμενα για την πνευματική και καλλιτεχνική επικαιρότητα (θέατρο, κινηματογράφος, συναυλίες, διαλέξεις, εκθέσεις, εκδόσεις κ.ά.), για τη γυναικεία ζωή, επίσης ευθυμογραφήματα κ.ά. Ανάμεσα στους συνεργάτες του περιοδικού συγκαταλέγονται οι Δημ. Βουτυράς, Διον. Κόκκινος, Κ. Μπαστιάς, Μυρτιώτισσα, Π. Νιρβάνας, Κλ. Παράσχος, Λ. Πριονιστή, Σοφ. Σπανούδη, Γερ. Σπαταλάς, Α. Ταρσούλη, Παντ. Χορν κ.ά. Η δημοσίευση της Πάπισσας Ιωάννας της Μινώτου γίνεται στα τεύχη 190-207 (23/5/1931-19/9/1931). Καθώς η σελιδαρίθμηση των τευχών της Εβδομάδος είναι ενιαία, στο εξής οι παραπομπές στο κείμενο της Μινώτου θα γίνονται μόνο σε αριθμό σελίδας από τον τόμο του έτους 1931.

[14] Βλ. Γιαννοπούλου, ό.π.: passim.

[15] Υπογραμμίζει μάλιστα τις προσπάθειες του Βατικανού να «ρίξει στάχτη στα μάτια του κόσμου» (σ. 1216) και να εξαλείψει «κάθε ίχνος που συνδεόταν με την ύπαρξή της» (σ. 1829).

[16] Βλ. π.χ. σ. 1216 και σ. 1648, όπου κάνει λόγο για ντοκουμέντα «αδιαφιλονίκητα», «αναμφισβήτητα».

[17] Βλ. π.χ. τις παρεκβάσεις για τη ζωή του Καρλομάγνου (σ. 1216), για τις απαγωγές νεαρών κοριτσιών από καλόγερους (σ. 1289), για τις γυναίκες που ιερουργούσαν με ανδρικά άμφια και την φήμη της Πατριάρχισσας (σ. 1324), για την ιστορία της Αθήνας την εποχή εκείνη και για την Ειρήνη την Αθηναία (σ. 1540-1541), για την παραλυσία των γυναικείων ηθών της Δύσης και την εποχή της γυναικοκρατίας τη Ρώμη (αντιστοίχως σσ. 1469 και 1504).

[18] Π.χ. στη σ. 1324, παραδέχεται πως απλώς μεταφέρει κάποιες πληροφορίες από την πηγή που χρησιμοποίησε και πως δεν της δόθηκε η ευκαιρία να κάνει πιο ενδελεχή έρευνα για να εξακριβώσει την αλήθεια, ενώ όπως διευκρινίζει π.χ. στη σ. 1648 αποφεύγει την λεπτομερή παράθεση των σχετικών πηγών, για να μην κουράσει τους αναγνώστες.

[19] Σε ό,τι αφορά τις γενικότερες ιστορικές πηγές που χρησιμοποίησε, η Μινώτου αναφέρει: α) κάποιες βιογραφίες του Καρλομάγνου, χωρίς να τις κατονομάζει (σ. 1216)· β) το «χρονικό του πάτερ-Χερεμπέρ» (σ. 1324), που από την έρευνα διαπίστωσα πως αναφέρεται στο Histoire des Lombardes (10ος αιώνας) του Herembert / Herempert ή Erchembert / Erchempert du Mont Cassin. Να σημειωθεί πως οι πληροφορίες από το εν λόγω κείμενο σχετικά με την ύπαρξη Πατριάρχισσας στην Κωνσταντινούπολη περιλαμβάνονται και στον Σπανχάιμ (Βλ. Ιεζεκιήλ Σπανχάιμ, Η Ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας. Αντιπαραβολή με την Πάπισσα του Ροΐδη, μτφ. Περικλής Ροδάκης, πρόλ.-επιμ. Αγησίλαος Τσελάλης, Γιαννίκος, Αθήνα 1963: 64)· γ) Το «χρονικό του Λορχ» και «τον ιστορικό Αιμοέν», για την ιστορία της Ιμμας και του Έγκενχαρντ (σ. 1432). Πρόκειται αντιστοίχως για το Χρονικό της μονής του Lauresheim ή Lorch (Annales Laureshamenses, 9ος αι.;) και το έργο του βενεδικτίνου χρονικογράφου Aimoin de Fleury, Historia Francorum (αρχές 11ου αι.)· δ) τον «Γρηγόροβιτς», για την ιστορία των Αθηνών κατά τον 8ο και 9ο αιώνα (σ. 1540). Εικάζω πως αναφέρεται στο έργο του γερμανού ιστορικού Ferdinand Gregorovius, Geschichte der Stadt Athen im Mittelalter (1889)· και ε) τον χρονικογράφο Θεοφάνη [Χρονογραφία, περ. 811-814] για τη ζωή και τη δράση της Ειρήνης της Αθηναίας (σ. 1541).

[20] Maurice Lachâtre, «Histoire de la Papesse Jeanne», Histoire des Papes. Crimes, Meurtres, Empoisonnements, Parricides, Adultères, Incestes, τόμ. 3, Administration de Librairie, Paris 1842: 28-42. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η Μινώτου να χρησιμοποίησε μόνο αυτά τα δύο τελευταία έργα, καθώς τα αποσπάσματα που παραθέτει από τον Μονκασίν και τον Σκώτο, περιλαμβάνονται στον Lachâtre (ό.π.: 28, 31, 32), ο οποίος με τη σειρά του ακολουθεί, όπως διαπίστωσα, σε μεγάλο βαθμό στενά τον Σπανχάιμ (Frederick Spanheim, Disquisitio historica de papa foemina inter Leonem IV et Benedictum III, 1691).

[21]Βλ. Γιαννοπούλου, ό.π.:11 (αρ. 188).

[22] Π.χ. ιστορικά πρόσωπα είναι ο βενεδικτίνος μοναχός και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος του Mainz, θεολόγος και συγγραφέας Ράμπαν Μάουρ (Rabanus Maurus Magnentius, περ. 780-856)· επίσης ο γάλλος θεολόγος και ουμανιστής λόγιος Λου ντε Φεριέρ (Loup de Ferrières, περ. 805-862), αλλά και ο φράγκος λόγιος, βιογράφος του Καρλομάγνου, Έγκενχαρντ (Eginhard, Einhard ή Einhart, περ. 775-840). Τέλος η Ίμμα είναι πρόσωπο ψευδοϊστορικό, καθώς ο Καρλομάγνος δεν είχε καμία κόρη Ιμμα. (Βλ. Frangois M. Guizot, The History of Civilization. From the Fall of the Roman Empire to the French Revolution, μτφ. William Hazlitt, τόμ. 3, D. Appleton & Company, New York 1854: 70).

[23] Βλ. Alan Shelston, Βιογραφία, μτφ. Ιουλιέττα Ράλλη, Καίτη Χατζηδήμου, Ερμής, Αθήνα 1982 (Σειρά: Η γλώσσα της κριτικής 24): ιδίως σελ. 99-116 και Laura Marcus, «The Newness of the ‘New Biography’: Biographical Theory and Practice in the Early Twentieth Century», στο: Peter France, William St Clair (επιμ.), Mapping Lives: The Uses of Biography, Oxford University Press, Oxford 2004: 193-218. Για τις σχέσεις βιογραφίας – ιστορικής αλήθειας – μυθοπλασίας αλλά και για ορισμένες επιμέρους κατηγοριοποιήσεις του είδους (historical biography, fictionalized biography, historicized fictional biography, fictional biography), βλ. επιλεκτικά και Dorrit Cohn, The Distinction of Fiction, The Johns Hopkins University Press, Baltimore 2000: ιδίως 18-34 και 85. Για την πλουσιότατη σχετική διεθνή βιβλιογραφία, βλ. Carl Rollyson, Biography: An Annotated Bibliography, BackInprint.com Editions, Pasadena 2007.

[24] Βλ. Απόστολος Σαχίνης, Προσεγγίσεις. Δοκίμια Κριτικής, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1989: 206, 257.

[25] Βλ. Boureau, ό.π.: 211. Ασφαλώς οι διαφοροποιήσεις δεν περιορίζονται μόνο σε επίπεδο περιεχομένου, αλλά αφορούν επίσης στο ύφος και τη στόχευση, θέμα το οποίο θα απαιτούσε ιδιαίτερη πραγμάτευση.

[26] Παναγιώτης Μουλλάς, «Το αίτημα της εσωτερικότητας», Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. Α’, Σοκόλη, Αθήνα 1993: 83-93.

[27] Από αυτή την άποψη το κείμενο της Μινώτου θα μπορούσε να διαβαστεί και σε συνάρτηση με το είδος της «γυναικείας αφήγησης αυτοανακάλυψης» («narrative of female self-discovery») και πιο συγκεκριμένα του «γυναικείου μυθιστορήματος διαμόρφωσης» («feminist Bildungsroman»), θέμα στο οποίο δεν μπορώ να επεκταθώ στο πλαίσιο της παρούσας ανακοίνωσης. Βλ. σχετικά Rita Felski, «The Novel of Self-Discovery: Integration and Quest», Beyond Feminist Aesthetics. Feminist Literature and Social Change, Harvard University Press, Cambridge, Massachussets 1989: 122-153, 209-213.

[28] Για τη γυναικεία ταυτότητα όχι ως κάτι σταθερό και εγγενές, αλλά ως διαδικασία που καθορίζεται από την αλληλεπίδραση, την ταύτιση ή την διαφοροποίηση από τον «άλλο», βλ. Judith Kegan Gardiner, «On Female Identity and Writing by Women», στο: Elizabeth Abel (επιμ.), Writing and Sexual Difference, The University of Chicago Press, Chicago 1982: 177-191. Για τη «σχεσιακή σύλληψη της ταυτότητας» γενικότερα, βλ. Δημήτρης Τζιόβας, Ο άλλος εαυτός. Ταυτότητα και κοινωνία στη νεοελληνική πεζογραφία, μτφ. Άννα Ρόζενμπεργκ, θεώρ. μτφ.-επιμ. Ουρανία Ιορδανίδου, Πόλις, Αθήνα 2007: κυρίως 22-34.

[29] Για το ρόλο της αποστασιοποίησης από το μητρικό πρότυπο της γυναίκας-θύματος στη διαμόρφωση της γυναικείας ταυτότητας, βλ. ενδεικτικά Gardiner, ό.π.: 186.

[30] Αγγέλικα Ψαρρά, «Το μυθιστόρημα της χειραφέτησης ή η ‘συνετή’ ουτοπία της Καλλιρόης Παρρέν», επίμετρο στο: Καλλιρρόη Παρρέν, Η χειραφετημένη, Εκάτη, Αθήνα 1999: 416. Βλ. επίσης Ελένη Βαρίκα, Η εξέγερση των κυριών. Η γένεση μιας φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα 1833-1907, Κατάρτι, Αθήνα 42004 [1987]: 252, 341347· Κωστούλα Σκλαβενίτη, «Τα γυναικεία έντυπα 1908-1918», Διαβάζω, 198 (14/9/1988): 18, η οποία επισημαίνει πάντως την αισθητή μείωση αυτού του είδους κειμένων την περίοδο του μεσοπολέμου· Έφη Αβδελά, «Ιστορία των γυναικών, ιστορία του φύλου, φεμινιστική ιστορία: μεθοδολογικές διεργασίες και θεωρητικά ζητήματα μιας εικοσαετίας», Δίνη 6 (1993): 12-29. Σε ό,τι αφορά τον διεθνή χώρο, από την πλουσιότατη βιβλιογραφία, βλ. επιλεκτικά: Berenice Caroll (επιμ.), Liberating Women’s History, Urbana, Illini Books Editions 1976· Karen Offen, Ruth Roach Pierson, Jane Rendall (επιμ.), Writing Women’s History: International Perspectives, Indiana University Press, Bloomington 1991 και Judith Bennett, History matters: patriarchy and the challenge of feminism, University of Pennsylvania Press, Philadelphia 2006.

[31] Βλ. π.χ. τις μελέτες της Μινώτου «Η γυναικεία βιοτεχνία Ζακύνθου» (1921), Οι γυναίκες εις την ιταλικήν Αναγέννησιν (1922), «Ελεονώρα Ντουζε» (1924), «Ελισάβετ Μαρτινέγκου Μουτσά» (1952), «Γύρω στην Αγγελική Νίκλη» (1952), «Κάλη Καρτάνου» (1952), «Ροξάνδρα Μαυροκορδάτου» (1953) και πολλές άλλες. Πλήρης κατάλογος σχετικών κειμένων με ακριβή βιβλιογραφικά στοιχεία στο Γιαννοπούλου, ό.π.: passim. Σε ό,τι αφορά τα σχετικά δημοσιεύματα στο περιοδικό Εύα Νικήτρια, βλ. Μινώτου-Παπαδημητρίου, ό.π.

[32] Σύμφωνα με τη Felski (ό.π.: 124-125), ο συμβολικός ή κυριολεκτικός θάνατος της πρωταγωνίστριας ως τίμημα για την προσπάθεια υπέρβασης των κοινωνικών αξιών, απαντά πολύ συχνά σε παλαιότερα μυθιστορήματα, ιδίως του 19ου αιώνα.

[33] Όπως εξηγεί η Felski (ό.π.: 94), η φεμινιστική εξομολόγηση τείνει «να δίνει έμφαση στα συνηθισμένα γεγονότα της ζωής μιας πρωταγωνίστριας, στην αντιπροσωπευτικότητά τους σε σχέση με την έννοια της κοινοτικής ταυτότητας», και όχι τόσο στην «καταγραφή ενός ασυνήθιστου αλλά παραδειγματικού βίου». (Η ελληνική μετάφραση από τον Τζιόβα (ό.π.: 110). Για το θέμα βλ. και το ενδιαφέρον άρθρο της Rosalind Coward, «Are Women’s Novels Feminist Novels», στο: Elaine Showalter (επιμ.), The New Feminist Criticism. Essays on Women, Literature and Theory, Virago Press, London 1993: 225-239.

[34] Π.χ. Τζιάκομο Λεοπάρντι. Ο ποιητής του παγκόσμιου πόνου, του έρωτος και του θανάτου (1934) και Ισαβέλλα Θεοτόκη. Η μεγάλη εμπνεύστρια (1959).

 

Πέρσα Αποστολή

Διδάκτωρ Φιλολογίας, Διδάσκουσα στο ΕΑΠ

«Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα) – Δ’ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών, Γρανάδα, 9-12 Σεπτεμβρίου 2010.  Πρακτικά, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, Αθήνα, 2011.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 245

Trending Articles