Η Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Καραθώνας [Αγία Παρασκευή Ασίνης] Ναυπλίου – Κωνσταντίνος Α. Μαλεβίτης
Η Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στη Καραθώνα Ναυπλίου [Σημείωση Βιβλιοθήκης: Η ιστορική μονή αναφέρεται σήμερα ως: Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Τσέλου (Αγίας Παρασκευής) Ασίνης], αποτελεί ένα από τα πολλά εκκλησιαστικά μνημεία της Βυζαντινής περιόδου στον τόπο μας, για τα οποία οι περισσότεροι αγνοούμε όχι μόνο την ιστορία τους αλλά και την ύπαρξή τους. Η μελέτη που ακολουθεί, αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος επιχειρείται μία παρουσίαση της διαλελυμένης αυτής Μονής, όπως σώζεται σήμερα, με στόχο να κινήσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών αλλά και των ειδικών. Αξιοσημείωτο είναι ότι η επιστημονική έρευνα στάθηκε μέχρι σήμερα αδιάφορη για την ιστορία και τα αξιόλογα κτίσματα της Μονής αυτής, γεγονός που δυσχέρανε τη προσπάθεια μας, λόγω ακριβώς της έλλειψης σχετικής βιβλιογραφίας. Στο δεύτερο μέρος της μελέτης μας παρουσιάζονται αξιόλογες ειδήσεις για τη δράση της Μονής Μεταμορφώσεως κατά την περίοδο της Ελληνικής Επαναστάσεως. Από αυτές αντλούμε ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με την θρησκευτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης του Ναυπλίου την εποχή εκείνη.
Στο σημείο αυτό αισθάνομαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω ειλικρινώς για την πρόθυμη προσφορά της γνώσης και της εμπειρίας του, τον κ. Γεώργιον Αθ. Χώρα, διότι χωρίς την ενθάρρυνσή του δε θα είχα επιδοθή στην παρούσα έρευνα. Επίσης ευχαριστώ πολύ τον καθηγητή της Βυζαντινής Ιστορίας στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Louvain (Βέλγιο), κύριο Παναγιώτη Γιαννόπουλο, για τη θερμή συμπαράστασή του κατά τα διαδοχικά στάδια μελέτης και σύνταξης της εργασίας μου αυτής.

Μονή Μεταμόρφωσης Σωτήρος, Αγία Παρασκευή Ασίνης. Φωτογραφία: Eφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας – Περιήγηση στα μνημεία της Αργολίδας (www.argolisculture.gr)
- Η σημερινή κατάσταση της διαλελυμένης Μονής Μεταμορφώσεως Του Σωτήριος Καραθώνας
- Η τοπογραφία της Μονής
Η Μεταμόρφωση ή ο «Σωτήρ», όπως μονολεκτικά δηλώνεται ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα στα σχετικά έγγραφα των γενικών Αρχείων του Κράτους (Γ.Α.Κ.) είναι προσιτή από το χωριό Τσέλο (τώρα Αγία Παρασκευή Ναυπλίας). Ο επισκέπτης θα πρέπει να ακολουθήσει ανατολικά του Ναυπλίου το δρόμο προς το Τολό και την Ασίνη (παλαιότερα Τζαφέρ-Αγά),[1] ωσότου στρίψει δεξιά, για το χωριό Τσέλο, σύμφωνα με τη σχετική σήμανση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Το Τσέλο, η ονομασία του οποίου έχει ιταλική προέλευση και σημαίνει ουρανός (celo), δεν αναγράφεται στη Βενετική απογραφή του 1700, ούτε μνημονεύεται από τον Pouqueville (1814). Η ελληνική απογραφή του 1830 φανερώνει ότι κατοικούσαν εκεί νομάδες κτηνοτρόφοι.[2]
Αφήνοντας πίσω την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Τσέλου, ο περιηγητής θα πρέπει να ακολουθήσει αριστερά το δρόμο που οδηγεί στο εκκλησάκι του προφήτη Ηλία, το οποίο ορθώνεται επιβλητικά πάνω στο βουνό Αυγό. Η ονομασία του δόθηκε από τους Ενετούς, εξ αιτίας του σχήματος του. Στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίζεται, ωστόσο και η ονομασία «Πιλάφι».[3] Στη συνέχεια, σε ένα στενό, αγροτικό δρόμο θα ανηφορήσει στο καταπράσινο τοπίο, μέχρις ότου μια νέα επιγραφή του Υπουργείου Πολιτισμού θα του υποδείξει την σωστή κατεύθυνση, αριστερά, δίπλα από τα θερμοκήπια. Από το σημείο αυτό, ο μοναδικός δρόμος που ανοίγεται μπροστά, θα τον οδηγήσει στον προορισμό του, μέσα από ένα χωμάτινο δρόμο, που διαπερνά χωράφια με ελαιόδενδρα. Η διαδρομή αυτή, μοναδική σε φυσική ομορφιά, θα έλεγε κανείς ότι προετοιμάζει ψυχικά τον επισκέπτη – με τις σκέψεις και τα συναισθήματα που δημιουργεί – να αντικρύσει μία από τις αρμονικότερες συζεύξεις μεταξύ του ευγενούς πολιτισμού και του αληθούς φυσικού κάλλους. Λίγο πριν φτάσει στην Μονή, εκεί, όπου ανάμεσα στους καταπράσινους λόφους προβάλλει καταγάλανη η θάλασσα της Καραθώνας, θα φανεί ο πανύψηλος πύργος της Μονής να καλωσορίζει τον επισκέπτη, υποδεικνύοντας το ακριβές σημείο, όπου είναι κτισμένη η διαλελυμένη Μονή της Μεταμορφώσεως στη Καραθώνα.[4]
Η Μονή, αν και με φανερά τα σημάδια της σκληρότητας των κατακτητών, αλλά και της εγκατάλειψης των συγχρόνων, στέκει όρθια και καθαγιάζει σιωπηλά το χώρο, μετατρέποντας τον σε νοητή ουράνια κλίμακα, η οποία καθοδηγεί τον προσκυνητή σε μία αυθόρμητη αναζήτηση του Θεού.
- Ο I. Ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος
Στην κοιλάδα του Ταλιώτι[5] βρίσκεται η διαλελυμένη Μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Ένας μεγάλος περίβολος – μάνδρα προστατεύει και διαχωρίζει το ναό από τον εξωτερικό του περίγυρο, τονίζοντας τη ναοκεντρική ατμόσφαιρα και τη στροφή προς τα μέσα. Το τείχος, που δεν σώζεται ολόκληρο, αλλά τμηματικά, παρουσιάζεται μισογκρεμισμένο, γυρίζει από το ανατολικό στο νότιο άκρο της λαγκαδιάς, όπου σβήνει ανάμεσα σε γέρικες ελιές και θυμάρια. Στη βορειοανατολική πλευρά του, η οποία είναι και η καλύτερα διατηρημένη, υψώνεται επίσης μισογκρεμισμένος ένας αμυντικός πύργος, στη Βορινή πλευρά του οποίου σώζεται μία καταχύστρα.
Η καταχύστρα αποτελούσε ένα χρήσιμο αμυντικό όπλο και συναντάται σε αρκετούς πύργους της εποχής εκείνης. Από την καταχύστρα έχυναν καυτό λάδι ή νερό επάνω στους πειρατές ή σε οποιονδήποτε άλλον πλησίαζε με εχθρικές διαθέσεις τη Βίγλα αυτή της Μονής, που ήταν και η ακρόπολη σωτηρίας και καταφυγής των μοναχών σε ώρες κινδύνου.

Στην ειδυλλιακή της μοναξιά η Αγία Σωτήρα διατήρησε το ναό και την ερειπωμένη μεσαιωνική μορφή της. Πίνακας της Ντιάνας Αντωνακάτου. Δημοσιεύεται στο: Ντιάνα Αντωνακάτου – Τάκης Μαύρος, «Ελληνικά Μοναστήρια / Πελοπόννησος», τόμος 1ος, Αθήνα, 1976.
Ο πύργος είναι σύμφωνα με ορισμένους μελετητές τριόροφος,[6] κατά μερικούς όμως άλλους πενταόροφος. Για χάρη ωστόσο της επιστημονικής ακρίβειας οφείλουμε να ενημερώσουμε ότι τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά μέλη του πύργου, μαρτυρούν την ύπαρξη τριών μόνο ορόφων. Η Βίγλα αυτή είναι κτίσμα της ενετοκρατίας της περιοχής και, προφανώς, κτίστηκε για καθαρά στρατιωτικούς (αμυντικούς) σκοπούς. Η ορατότητα της στον όρμο της Καραθώνας και μακρύτερα εξασφάλιζε τον έλεγχο της θαλάσσιας αυτής οδού, που αποτελούσε υποχρεωτικό πέρασμα των πλοίων με προορισμό την πόλη του Ναυπλίου. Σε περίπτωση κινδύνου από εχθρικά πλοία, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι υπήρχε σύστημα ειδοποίησης, κατά το γνωστό σύστημα των φρυκτωριών, προς άλλον ή προς άλλους πύργους ή βίγλες. Ο πύργος διέθετε ακόμη δύο πολεμίστρες, μία προς Βορρά και μία προς Νότο, από τις οποίες μόνο η πρώτη σώζεται μερικώς και με δυσκολία διακρίνεται σήμερα.

Βορειοανατολικά του καθολικού, σε υψηλότερο επίπεδο, τα ερείπια του πύργου. Φωτογραφία: Eφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας – Περιήγηση στα μνημεία της Αργολίδας (www.argolisculture.gr)
Εννέα περίπου μέτρα χαμηλότερα από το δάπεδο του πύργου βρίσκεται επάνω στη φυσική κατωφέρεια της πλαγιάς, σχεδόν αθέατος από το δρόμο – που μεσολαβεί μεταξύ του λόφου του πύργου και της Μονής – ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Στο βορειο-ανατολικό εξωτερικό τοίχο του ναού δώδεκα σκαλιά κατεβάζουν σε πέτρινη γούρνα. Μέσα στη γούρνα αυτή διοχετεύονται τα νερά της βροχής, τα οποία καταλήγουν σε τετράπλευρη χτίστη δεξαμενή, που διατηρείται, μέχρι σήμερα λίγα μέτρα από την νότια πλευρά του ναού. Το νερό της πηγής, το οποίο έρχεται από το βουνό, κατέστησε εφικτή την οργάνωση μοναστικής κοινότητας, εξασφαλίζοντας τις πρακτικές ανάγκες των μοναχών.
Ο σήμερα σωζόμενος ναός της Μεταμορφώσεως είναι σταυρεπίστεγος,[7] κεραμοσκέπαστος ναός, χτισμένος με απλή λιθοδομή και ή ανέγερσή του τοποθετείται στον 15ο αιώνα. Οι σταυρεπίστεγοι ναοί επικρατούν κυρίως κατά τη μεταβυζαντινή ερίοδο. Στα δύσκολα χρόνια της Ενετοκρατίας – και αργότερα της Τουρκοκρατίας – η κατασκευή τρουλλαίων ναών αποτελούσε πολυτέλεια, αφού οι τρούλλοι ήταν δαπανηρότεροι, τεχνικώς δυσκολώτεροι[8] και αποτελούσαν πρόκληση για τον αλλόθρησκο κατακτητή.
Οι τοίχοι του ναού είναι επιχρισμένοι με αμμοκονία, ενώ είναι πιθανόν να κρύπτεται, σήμερα καλυμένος, και κεραμικός διάκοσμος. Επάνω από τη θύρα του ναού υπάρχει εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα (διαστάσεων 0,30×0,31 εκατοστών), η οποία φέρει σταυρό, που τα σκέλη του σχηματίζουν κρίνα. Πάνω από αυτή τη μαρμάρινη πλάκα υπάρχει δίλοβο παράθυρο, από όπου εισχωρεί το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού φωτισμού του ναού. Η μία και μοναδική πύλη του ιερού ναού φανερώνει ότι η Μεταμόρφωση δε κτίστηκε για να γίνει καθολικό Μονής.
Η σημερινή πόρτα του ναού του Σωτήρος κλείνει το τόξο που ένωνε τον κυρίως ναό με το νάρθηκα, ο οποίος σήμερα δε διασώζεται. Στο εσωτερικό του δυτικού σκέλους του σταυρού και εκατέρωθεν της θύρας του ιερού ναού υπάρχουν τυφλά τόξα, το ένα προς τη βόρεια και το άλλο προς τη νότια πλευρά. Τα τόξα αυτά, τα οποία πολύ συχνά χρησιμεύουν για την εξυπηρέτηση των πρακτικών αναγκών του ναού, ως βάση για τη στήριξη φορητών εικόνων ή για τοποθέτηση λειψάνων Αγίων ή Οσίων Πατέρων ή ακόμα και μοναχών, συναντώνται σε όλους σχεδόν τους ναούς του τύπου αυτού. Η προφορική, μάλιστα, παράδοση θέλει από το βόρειο τόξο να ξεκινά κρυφό μονοπάτι, το οποίο υπογείως κατέληγε στο εσωτερικό του πύργου, για την διάσωση των μοναχών σε περίπτωση μεγάλου κινδύνου.
Η κατά μήκος στέγη του μονόκλιτου κτίσματος του ναού, το δάπεδο του οποίου είναι στρωμένο με μαλτέζικες πλάκες, διακόπτεται στο μέσο της από εγκάρσια καμάρα. Εξωτερικά όμως η στέγη λαμβάνει το σχήμα σταυρού, όπως συμβαίνει σε όλους τους ναούς του ιδίου τύπου, τους – για το λόγο αυτό – καλουμένους σταυρεπίστεγους.
Ένα μονόλοβο τοξωτό παράθυρο ανοίγεται στο νότιο τύμπανο του σταυρού, εξασφαλίζοντας λίγο ακόμα πολύτιμο φως. Κάτω από το μονόλοβο αυτό παράθυρο σώζεται κτητορική επιγραφή[9] του 1570, στην οποία διαβάζουμε:
ΑΝΗΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ Κ(ΑΙ) ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ / ΟΥΤΟΣ ΤΟΥ Κ(ΥΡΙΟΥ)
Κ(ΑΙ) Θ(ΕΟ)Υ Κ(ΑΙ) ΣΩΤΗΡΟΣ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ ΔΙΑ / ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ Κ(ΑΙ) ΚΟΠΟΥ Κ(ΥΡΙΟΥ) ΜΙΧΑΗΛ / ΦΑΝΤΑΛΟΥΡΙ
ΕΙΣ ΨΥΧΗΚΗΝ ΑΥΤΟΥ / Σ(ΩΤΗ)ΡΙΑΝ Κ(ΑΙ) ΤΩΝ ΑΥΤΟΥ ΓΟΝΑΙΩΝ ΠΑΤΡΙ/(Α)ΡΧΟΥΝΤΟΣ
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΥ Κ(ΑΙ) ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ Π(ΑΤ)ΡΙΑΡΧΟΥ
Κ(ΥΡΙΟ)Υ Μητροφάνους ΑΡΧΙ/ΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΙΕΡΩΤΑΤΟΥ / (ΜΗΤ)ΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΤΗΣ ΑΠΩΤΑΤΗΣ Μ(ΗΤ)ΡΟΠΟΛΕΩΣ ΝΑΥΠΛΙΟΥ Κ(ΑΙ) ΑΡΓΟΥΣ Κ(ΥΡΙΟ)Υ ΔΙΟ/ΝΥΣΙΟΥ ΟΜΙΟΣ
Κ(ΑΙ) ΚΥΡΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ / ΜΟΝΑ(ΧΟΣ) ΚΑΙ ΑΝΑΝΗΟΥ ΜΟΝΑ(ΧΟΥ) ΕΙΣ ΨΗΧΗ/Κ(Η)Ν
ΑΥΤΩΝ Σ(ΩΤΗ)ΡΙΑΝ Κ(ΑΙ) Τ(ΩΝ) ΑΥΤΟΥ ΓΟΝΑΙ(ΩΝ)
ΕΠΙ ΕΤΟΥΣ ΖΟΗΝ Ν(ΕΜΗΣΕΩΣ) Γ/ μηνή νοευρίω κή.

Η επιγραφή (1570) του Καθολικού της Μονής. Δημοσιεύεται στο: Ντιάνα Αντωνακάτου – Τάκης Μαύρος, «Ελληνικά Μοναστήρια / Πελοπόννησος», τόμος 1ος, Αθήνα, 1976.
Το τέμπλο είναι κτιστό και επικοινωνεί με τον κυρίως ναό με μία κεντρική θύρα. Στο περιορισμένο χώρο του ιερού Βήματος η συμπαγής – κτιστή και συνεχόμενη με την ανατολική αψίδα του Ιερού, Αγία Τράπεζα, καταλαμβάνει σχεδόν όλο το χώρο του Ιερού, ο οποίος φωτίζεται με ένα ακόμη παράθυρο.

Από τις τοιχογραφίες του Ναού, 1569. Δημοσιεύεται στο: Ντιάνα Αντωνακάτου – Τάκης Μαύρος, «Ελληνικά Μοναστήρια / Πελοπόννησος», τόμος 1ος, Αθήνα, 1976.
Η Αγιογράφηση του ναού παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, σε εκείνα τουλάχιστον τα τμήματα του ναού, τα οποία έχουν διασωθεί από την εγκατάλειψη και την αδιαφορία ή ακόμη χειρότερα από την ανεπίτρεπτη και καταστρεπτική παρέμβαση εκείνων, που θέλησαν να τσιμεντώσουν τα τμήματα της οροφής, που κινδύνευε από τα νερά της βροχής. Στο σημείο αυτό θα επιστήσουμε την προσοχή των αρμόδιων φορέων, οι οποίοι πρέπει να ευαισθητοποιηθούν για την διατήρηση του ιερού ναού, που διασώζει δείγματα μεταβυζαντινής τέχνης του 16ου αιώνα. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε ολόκληρο το νομό Αργολίδος υπάρχουν τέσσερα καθολικά Μονών με αγιογραφίες του 16ου και 17ου αιώνα. (Ταλαντίου στο Καλάμι, Αγίων Αναργύρων Ερμιονίδος και Αγίου Μερκουριού Λυγουρίου).[10]

Από τον εσωτερικό διάκοσμο Ναού. Φωτογραφία: Eφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας – Περιήγηση στα μνημεία της Αργολίδας (www.argolisculture.gr)
Ο πρόναος στους εσωτερικούς τοίχους του έχει την τυπική εικονογραφία της Θεοτόκου, ενώ ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι εικονογραφήσεις όχι και τόσο γνωστών Αγίων, όπως του Αγίου Πηγασίου, του Αγίου Μανδαρίου ή ακόμα και του Αγίου Ακινδύνου. Αρκετές, μάλιστα, είναι οι τοιχογραφίες, οι οποίες είναι εμπνευσμένες από τις παραβολές ή τα θαύματα του Κυρίου. Συγκεκριμένα, εντύπωση προκαλούν δύο απεικονίσεις στους εσωτερικούς τοίχους του δυτικού τμήματος της οροφής, οι οποίες φέρουν επιγραφή «άνθρωπος τις έποίησεν άμπελώνα» και «ανθρώπου τινός πλούτησε ή χώρα» και οι οποίες αναφέρονται η μεν πρώτη στη παραβολή των κακών γεωργών,[11] η δε άλλη του άφρονος πλουσίου.[12]
Β. Ιστορικές ειδήσεις περί της Μονής Μεταμορφώσεως κατά τους νεώτερους χρόνους
- Η Μονή στα χρόνια της Εθνικής Παλιγγενεσίας (1821-1835)
Κύριο πρόβλημα του μονηδρίου της Μεταμορφώσεως Καραθώνας, κατά τα μέσα του 1824, ήταν η διοίκηση της Μονής. Σε περίοδο κρίσιμη για την έκβαση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων λόγω της γνωστής αντιφατικής διπλωματικής στάσης των χριστιανικών λαών της Ευρώπης απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση, αλλά και του ανταγωνισμού μέχρις εμφυλίου πολέμου μεταξύ των Ελλήνων αγωνιστών, η Μονή του Σωτήρος δε ξέφυγε από το πνεύμα της εποχής της και βρέθηκε στο επίκεντρο της διαμάχης δύο ηγουμένων, του Αρσενίου και του Αγαπίου.
Ο Αρσένιος ήταν ο ηγούμενος της Μονής Καραθώνος, τουλάχιστον μέχρι τις 25 Ιουλίου 1824, οπότε με έγγραφο[13] του Εκτελεστικού Σώματος της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος προς το Υπουργείο των Εσωτερικών διετάχθη η απομάκρυνση του από την ηγουμενία. Νέος ηγούμενος της Μεταμορφώσεως διορίσθη ο Αρχιμανδρίτης Αγάπιος από την νήσο Ανδρο.
Τέτοιου είδους παρεμβάσεις της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος στα εσωτερικά της Εκκλησίας ήταν συνηθισμένο φαινόμενο την εποχή εκείνη. Η έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως (1821) είχε αποκόψει τις εκκλησιαστικές επαρχίες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δηλαδή από το κέντρο διοικήσεως και εξαρτήσεως αυτών και, ως εκ τούτου, το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν ήταν το ζήτημα των χειροτονούν και των διορισμών[14] των εκκλησιαστικών προσώπων. Η προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος ανέλαβε να λύσει τα τρέχοντα προβλήματα της Εκκλησίας. Η ανάληψη αυτής της πρωτοβουλίας ήταν υποχρέωση για τη Διοίκηση, αφ’ ενός γιατί ήταν στελεχωμένη με πολλούς κληρικούς, που -όπως ήταν φυσικό – έδειχναν ενδιαφέρον για το μέλλον του ορθόδοξου ελληνισμού και, αφ’ ετέρου, γιατί με το πρώτο κιόλας άρθρο του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος (1 Ιανουάριου 1822) αναγνωριζόταν ως επικρατούσα θρησκεία «η της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Υπήρχαν, ωστόσο, πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες οι Καπεταναίοι ή οι ισχυροί Δημογέροντες επενέβαιναν σε διορισμούς εφημερίων, κληρικών και ηγουμένων, δημιουργώντας κλίμα αστάθειας, διοικητικής χαλάρωσης και αναρχίας στον εσωτερικό βίο της Εκκλησίας.[15] Η ίδρυση του Υπουργείου παιδείας – το οποίο αρχικά ονομάστηκε Υπουργείο Λατρείας, μετέπειτα Υπουργείο Θρησκείας και επί Καποδίστρια (1829) Γραμματεία επί των εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως – έτεινε και προς αυτή τη κατεύθυνση, δηλαδή της επίλυσης των μεγάλων εκκλησιαστούν προβλημάτων, που είχαν προκύψει μετά την αποκοπή της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Πατριαρχείο, λόγω του συνεχιζόμενου απελευθερωτικού αγώνα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της τότε εκκλησιαστικοπολιτικής πραγματικότητας τοποθετείται και γίνεται κατανοητή η επέμβαση του Υπουργείου να διορίσει ηγούμενο του μονηδρίου της Μεταμορφώσεως τον Αγάπιο, ενώ υπήρχε εκεί ηγούμενος και, όπως φαίνεται, δραστήριος και εργατικός, ο Αρσένιος, ο οποίος και είχε επιδοθεί σε αναστηλωτικές εργασίες των κτηρίων της Μονής.[16] Ίσως, μάλιστα, αιτία αυτής της αλλαξοηγουμενίας είναι η πολιτική τοποθέτηση του ηγουμένου, δεδομένου ότι το έτος 1824 τους στρατιωτικούς (Κολοκοτρώνης) διεδέχθησαν στην Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος οι πολιτικοί (Κουντουριώτης) και τότε εμαίνετο η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ των κομματικών παρατάξεων. Άλλωστε, ανάλογη τύχη είχαν και πολλά άλλα προσκείμενα στις αντίπαλες παρατάξεις πρόσωπα.
Πράγματι, η καθαίρεση του Αρσενίου από την ηγουμενία της Μονής του Σωτήρος, φάνηκε άδικη και αδικαιολόγητη, τόσο στον ίδιο τον ηγούμενο – που αρνήθηκε να συμμορφωθεί – όσο και στους Δημογέροντες Ναυπλίου, οι οποίοι με επιστολή[17] τους της 17ης Ιουλίου 1824 προς το «σεβαστόν Υπουργείον των Εσωτερικών» υπερασπίζονται με πάθος και συγκίνηση το ήθος και το χαρακτήρα του Αρσενίου, αντιδιαστέλλοντάς τον, μάλιστα, με το βίο του Αγαπίου, το παρελθόν του οποίου εθεωρείτο σκανδαλιστικό για την κοινωνία του Ναυπλίου.
Στο κείμενο δεν εξαίρεται μόνο ο αγώνας του Αρσενίου να αναστηλώσει το Μονήδριο της Μεταμορφώσεως, αλλά τονίζεται παράλληλα και η συμπεριφορά του Αγαπίου, ο οποίος συνήθιζε να «τρέχει άπό ταβέρναν είς ταβέρναν».[18] Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι οι παρεμβάσεις της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος στα εσωτερικά της Εκκλησίας προκαλούσαν κλήρο και λαό, που όπως είναι φυσικό δε δέχονταν πάντοτε με ενθουσιασμό τον διορισμό «ξένων κληρικών» στο τόπο τους. Στη συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση υπήρχε και ο πρόσθετος λόγος: ο άστατος βίος του νεοδιορισθέντος Αγαπίου, σε αντίθεση με την ασκητική ζωή του πρώην ηγουμένου Αρσενίου. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την διαμαρτυρία υπέρ του ηγουμένου Αρσενίου, η οποία υπογράφεται από τα πλέον ευυπόληπτα πρόσωπα της τότε Ναυπλιακής κοινωνίας, γνωστά και από άλλα έγγραφα της αυτής εποχής όπως: ο Αναγνώστης Χρηστός, ο Γιώργης Κόκκινης, ο Γιάννης Χρόνης, ο Νικολής Σταθογιάννης, ο παπά Σπύρος Σακελάριος, ο Γεώργιος, ιερεύς, πρωτόπαπας, ο Κόλιας Χατζηγεωργίου, ο Αναγνώστης Μπεβάρδος, ο Παπαθεοδόσης σκευοφύλαξ, ο Αναγνώστης Λιατόπουλος, ο Παπαγεώργιος Δημητρίου, ο Μήτρος Παπάς και άλλοι.
Ωστόσο, φαίνεται ότι η Διοίκηση είχε τις δικές της σκοπιμότητες, οι οποίες έκαναν εύλογο τον άδικο και αδικαιολόγητο – για τους κατοίκους του Ναυπλίου – διορισμό του Αγαπίου. Η ενέργεια αυτή διαφωτίζεται μερικώς, αν ανατρέξουμε στο παρελθόν του Αρχιμανδρίτη. Ποιος ήταν λοιπόν ο Αγάπιος και γιατί απολάμβανε την αμέριστη συμπαράσταση της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος;
Ο Αρχιμανδρίτης Αγάπιος από τον πρώτο κιόλας χρόνο της Ελληνικής Επαναστάσεως είχε θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία του Έθνους για την απελευθέρωση της πατρίδας. Υπό τις οδηγίες της Προσωρινής Διοικήσεως είχε να επιδείξει σπουδαίο ιεραποστολικό έργο σε πολλές περιοχές της Ελλάδος και η δράση του ήταν εντυπωσιακή, όπως αποδεικνύεται σήμερα από τα έγγραφα, που διασώζονται στο Τοπικό Ιστορικό Αρχείο της Ύδρας. Εξάλλου, δεν περιορίστηκε μόνο στο καθαρά ιερατικό που έργο ως Αρχιμανδρίτης, που ήταν, αλλά, και ως φιλόπατρις Έλληνας σε πολλές περιπτώσεις – όπως π.χ. στη Δυτική Ελλάδα, τη Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου – είχε ως αποστολή να εμψυχώσει τους κατοίκους να συνεχίσουν τον απελευθερωτικό αγώνα εναντίον των Τούρκων.
Ο αυτός Αγάπιος στέλνεται τον μήνα Μάιο του δεύτερου έτους της Επαναστάσεως (1822) από τη Διοίκηση στους έφορους του Αποκούρου με σκοπό το ιεραποστολικό κήρυγμα.[19] Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου τον απαντούμε στη Δυτική Ελλάδα, προτρέποντας τους ανθρώπους να πάρουν τα όπλα και να «τρέξουν κατά του τυράννου»,[20] ενώ λίγες ημέρες αργότερα θα σπεύσει στη Πελοπόννησο[21] για να στηρίξει ψυχολογικά τους ‘Ελληνες αγωνιστές στο όραμα για την ελευθερία. Ο Αγάπιος, στις συστατικές επιστολές της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος προς τις πόλεις, στις οποίες στέλνεται, χαρακτηρίζεται ως «ζηλωτής ένθερμος τής πατρίδος»,[22] ως «πανοσιολογιώτατος Άγιος Άρχιμανδρίτης»[23] και, γενικότερα, με χαρακτηρισμούς, οι οποίοι δηλώνουν την εκτίμηση, που έτρεφε η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος στο πρόσωπο και το έργο του Αγαπίου.
Υπό το φως των ανωτέρων επίσημων στοιχείων δικαιούμεθα να υποστηρίξουμε ότι ο διορισμός του Αγαπίου εντάσσεται στην πρόθεση της προσωρινής Διοικήσεως να συμβάλλει στην οικονομική αποκατάσταση των απελευθερωμένων Ελλήνων και, κυρίως, εκείνων που αγωνίστηκαν για την ελευθερία της πατρίδας[24] και συνεισέφεραν σε κόπους και χρήμα και αίμα. Ο διορισμός, δηλαδή, του Αγαπίου στην ηγουμενία της Μονής του Σωτήρος δύναται να εκληφθή ως οικονομική ανταμοιβή του ιδίου ή καλύτερα ως οικονομική επιβράβευση του Αρχιμανδρίτου από την Διοίκηση, την οποία και πιστά υπηρέτησε.
Ωστόσο, δύσκολα μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι το μονήδριο της Μεταμορφώσεως δεν ήταν και η καλύτερη επιβράβευση για έναν Αρχιμανδρίτη, που είχε επιτελέσει τόσο σπουδαίο έργο κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσεως, δεδομένου ότι η Μονή του Σωτήρος δεν φαίνεται ότι αποτέλεσε ποτέ ακμάζουσα μοναστική κοινότητα. Επισημαίνουμε ότι δεν διέθετε σπουδαία περιουσία, ούτε και είχε ικανοποιητικά έσοδα για έναν ηγούμενο, που θα είχε το πολύ δύο ή τρεις μοναχούς υπό την ηγουμενία του. Εξάλλου η θέση του Μονηδρίου και τα περιορισμένα κτίσματα του μαρτυρούν, εν μέρει, τη μικρή ακτινοβολία και σπουδαιότητα του. Επιπλέον η κτηριακή του κατάσταση κατά την εποχή του Αγαπίου θύμιζε, μάλλον, ερείπια, όπως ρητά αναφέρεται στην επιστολή[25] των Δημογερόντων Ναυπλίου προς το Υπουργείο των Εσωτερικών, και το γεγονός αυτό – σε συνδυασμό με όλα τα προηγούμενα – ενισχύει ακόμα περισσότερο την άποψη ότι τελικά ίσως ο Αγάπιος δικαιούταν κάτι καλύτερο από τον διορισμό του στη μικρή Μονή της Μεταμορφώσεως.
Οπωσδήποτε, η επιμονή της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος να επιβάλλει τον Αρχιμανδρίτη στην ηγουμενία της Μονής του Σωτήρος, μαρτυρεί την πρόθεση της να τον ανταμείψει για την προεπαναστατική και μεταεπαναστατική προσφορά του. Για την τοποθέτηση, όμως, του Αγαπίου στην ηγουμενία του μικρού Μονηδρίου της Μεταμορφώσεως φάινεται ότι εβάρυνε η προσωπική αίτηση και προτίμηση του ενδιφερομένου. Δηλαδή, ο Αγάπιος μαθημένος χρόνια τώρα στον «πλάνητα» βίο, προτιμούσε να εγκατασταθεί πλησίον του Ναυπλίου όπου ήταν η έδρα της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος και όπου διέμεναν πολλοί φίλοι του, μοναχοί, καπεταναίοι και άλλοι.
Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να διευκρινήσουμε ότι μοιραίως ο Αρχιμανδρίτης Αγάπιος με όλες αυτές τις μετακινήσεις του στα στρατόπεδα της επαναστατημένης Ελλάδας είχε παραμελήσει τον μοναχικό του κανόνα και είχε αποκτήσει και την συνήθεια της οινοποσίας, γεγονός που εσκανδάλιζε την συντηρητική κοινωνία του Ναυπλίου, η οποία τελικώς και απήτησε την απομάκρυνση του Αγαπίου από την ηγουμενία της εν λόγω Μονής. Παρόμοιες, βέβαια, περιπτώσεις έχουμε κατά την εποχή εκείνη στο πρόσωπο του αμφισβητούμενου Αρχιμανδρίτη Αμβροσίου Σιναΐτου, ηγουμένου της Μονής Ταξιαρχών Επίδαυρου (1817-1821) και μετέπειτα της Μονής Καλαμιού (1823-1833). Οι σύγχρονοί του εσκανδαλίζοντο από την εξωμοναστηριακή δραστηριότητα και τις οικονομικές επιχειρήσεις του, κατά τα άλλα, έξυπνου και πολύ ικανού και φίλου των προσωπικοτήτων του αγώνα, ηγουμένου Αμβροσίου. Εν τούτοις, δεν θα πρέπει να δραματοποιήσουμε την κατάσταση αυτή, την οποία είχε αναγνωρίσει και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, γράφοντας τότε ότι «… χρεωστεΐται καί τούτο τό κακόν (της περιφοράς δηλαδή μοναχών στον κόσμο) εις τάς τότε περιστάσεις, καθ’ ας πολλά ασυγχώρητα άλλως, έγίνοντο καί παρά φρονίμων κληρικών συγχωρητά».[26]
Τελικά η υπόθεση αυτή έληξε υπέρ του Αρσενίου και των Ναυπλιωτών. Στις 21 Οκτωβρίου του έτους 1824 το Βουλευτικό υπό την προεδρία του Πανούτσου Νοταρά αποφάσιζε με προβούλευμα[27] του υπ’ αριθμ. 49: «νά έξωσθή από τό εις τόν Καραθώναν Μοναστήριον της Μεταμορφώσεως ό διορισθείς ηγούμενος ’Αρχιμανδρίτης ’Αγάπιος, επειδή κατέστη υποκείμενον άντιπαθείας καί άντ’ αυτού νά διορισθή ό πρότερον ήγουμενεύων (Αρσένιος) ώς λαόκλητος καί θεοσεβής άνθρωπος».[28] Η απόφαση αυτή πάρθηκε σε επίσημη συνεδρία, ύστερα από την ανάγνωση αναφοράς των κατοίκων του Ναυπλίου, η οποία ζητούσε την επιστροφή του Αρσενίου στην ηγουμενία της Μονής του Σωτήρος. Η αγάπη και η εκτίμηση του κόσμου στο πρόσωπο του Αρσενίου, πρώην ηγουμένου της Μονής, λύγισε στο τέλος την επιμονή της Διοικήσεως να επιβάλλει τον Αγάπιο στην ηγουμενία.
- Η διάλυση της Μονής του Σωτήρος Καραθώνας (1833) και η τύχη της περιουσίας της
Έτος διαλύσεως της Μονής Μεταμορφώσεως πρέπει να θεωρηθεί το 1833. Στις 25 Σεπτεμβρίου / 7 Οκτωβρίου 1833 με βασιλικό διάταγμα[29] της Αντιβασιλείας διαλύθηκαν όσες Μονές αριθμούσαν λιγότερους των έξι μοναχών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να διαλυθούν πολλές και ιστορικές Μονές του Ελλαδικού χώρου αλλά και να σημειωθούν βέβηλες και παράνομες ενέργειες όπως: η εκποίηση αργυρών και τιμαλφών, η βεβήλωση, η εμπορία ή ακόμα και η κλοπή ιερών εικόνων και ιερών σκευών.[30] Το διάταγμα εξεδόθη επί Υπουργείας Σπ. Τρικούπη και εφαρμόσθη το 1834 υπό του διαδόχου του στο Υπουργείο Παιδείας, Κωνσταντίνου Σχινά. Σύμφωνα με αυτό, προβλεπόταν η καταγραφή των μοναστηριακών κτημάτων και των εξ’ αυτών προερχόμενων προϊόντων (σοδειά) ενώ οι μοναχοί των διαλυομένων Μονών δικαιούνταν να επιλέξουν άλλο Μοναστήρι εγκαταβιώσεως τους μεταξύ των διαρητημένων Μονών.

Εσωτερικό της Μονής. Φωτογραφία: Eφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας – Περιήγηση στα μνημεία της Αργολίδας (www.argolisculture.gr)
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η Μονή του Σωτήρος Καραθώνας διαλύθηκε[31] κατά το επόμενο έτος 1834 και η περιουσία της είχε την τύχη, που προέβλεπαν τα διατάγματα της Αντιβασιλείας σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία των υπό διάλυση Μονών. Το περιβόλι της Μονής ενοικιάστηκε δια δημοπρασίας, όπως άλλωστε, προβλεπόταν από τις σχετικές διατάξεις. Γνωστός ενοικιαστής των μοναστηριακών κτημάτων από το 1835, όπως διαπιστώνεται από υπογραφή σχετικών «ομολογιών»[32], (συναλλαγματικών), είναι ο Μιχαήλ Κοτζονόπουλος. Στη συνέχεια, άλλος γνωστός ενοικιαστής και μάλιστα δια πολυετούς ενοικιάσεως αυτών, ήταν ο Γεώργιος Λέφας.
Η Μονή διέθετε και «μαγαζίον εις το Ναύπλιον»[33] Το απόκτημα αυτό πρέπει να θεωρηθεί ιδιαίτερα σημαντικό αν λάβουμε υπ’ όψη τη στενότητα του χώρου, το συνωστισμό των εποίκων στην τότε πρωτεύουσα της Ελλάδος και το γεγονός ότι το στεγαστικό[34] ήταν το μέγα πρόβλημα της εποχής εκείνης. Αξιοσημείωτο είναι ότι με έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 1833 του Υπουργού Παιδείας, Κωνσταντίνου Δ. Σχινά, προς τον Νομάρχη Αργολίδος και Κορινθίας, καταγγέλλεται ότι ο ηγούμενος της Μονής Αρσένιος παρανόμως επώλησε το ακίνητο και ζητείται να εξετασθούν οι λεπτομέρειες της πωλήσεως του.
Ενδιαφέρουσα για την ιστορία του οικονομικού βίου του Ναυπλίου είναι η τύχη αυτού του ακινήτου. Από τα σωζόμενα παραστατικά έγγραφα της Διοικητικής εξέτασης, που διενήργησε ο Διευθυντής της Νομαρχίας Αργολιδοκορινθίας, ενώπιον δύο εντοπίων μαρτύρων (Γεωργίου Κ. Τοπαλόπουλου και Γεωργίου Ορφανού), διαπιστώθηκε ότι ο Αρσένιος αγόρασε το εν λόγω ακίνητο σε ερειπωμένη κατάσταση στις 5 Νοεμβρίου 1824 από τον παπά Θεοδόσιο, οικονόμο Ναυπλίου, «δια γρόσια τριακόσια δέκα» (310) τα οποία ο τελευταίος έλαβε «μπύρ και ταμάμ»[35] από τον κύριο Αρσένιο Κουτσοποδιώτη, ιερομόναχο. Στη συνέχεια ο Αρσένιος το ανακαίνισε και το επώλησε με το αντίτιμο των 12.000 γροσίων στον Σταύρο Γαλάνη.
Το σχετικό πωλητήριο του 1824 παρουσιάσθη και εβεβαιώθη ενώπιον μαρτύρων[36] υπό του δημοσίου Μνήμονος Ναυπλίου την 27ην Απριλίου του 1830, οπότε και ετέθη θέμα, εάν το εν λόγω «μαγαζίον» είναι ιδιοκτησία της Μονής ή του Αρσενίου. Προέκυψε, λοιπόν, ότι «ήγοράσθη έξ’ ιδίων χρημάτων» από τον Αρσένιο κατά το χρονικό διάστημα, που είχε αντικατασταθεί στην ηγουμενία από τον ιερομόναχο Αγάπιο. Το γεγονός αυτό δικαίωσε τον Αρσένιο, διότι απέδειξε ότι επώλησε δικό του ακίνητο και όχι ακίνητη ιδιοκτησία της Μονής, πράξη ανεπίτρεπτη κατά τα απαγορευτικά νομοθετικά μέτρα της Αντιβασιλείας του Όθωνος. Ο ηγούμενος Αρσένιος και στην περίπτωση αυτή είχε κερδίσει μία ακόμη μάχη.
Περισσότερες ειδήσεις για την ιστορία της Μονής Καραθώνας δεν κατόρθωσα να εύρω. Θα ήμουνα όμως πολύ ευγνώμων προς τον αναγνώστη, που θα είχε να μου υποδείξει τυχόν διορθώσεις επί των όσων εδώ γράφω ή και να μου γνωστοποιήσει πρόσθετες πληροφορίες για την ιστορική αυτή Μονή.
Υποσημειώσεις
[1] Τζαφέρ Αγάς: Πρόκειται άραγε για τον Τούρκο Αγά, ο οποίος διέμενε στην γειτονική Αγία Μονή μαζί με την κόρη του και αρκετούς υπηρέτες; Ο αγάς αυτός κατά την τοπική παράδοση αν και επίσημα πίστευε στον Ισλαμισμό, ανεπίσημα όμως ήταν χριστιανός και λάτρευε τον ένα και αληθινό Θεό κρυφά, έχοντας, μάλιστα, ακόμα και εικόνες στο δωμάτιο του. Το μυστικό, όμως, του Αγά διέρευσε από την ίδια του την κόρη, η οποία πρόδωσε τον πατέρα της από εκδίκηση, επειδή ο τελευταίος δεν έδινε τη συγκατάθεσή του να παντρευτεί Τουρκαλβανό αξιωματούχο της αρεσκείας της. Με αιφνιδιαστική έρευνα στο σπίτι του Τζαφέρ Αγά επιβεβαιώθηκε η ενοχή του, αφού βρέθηκαν εικόνες και άλλα αντικείμενα – αποδεικτικά στοιχεία της χριστιανικής του πίστης. Η περιουσία του, πάντως, στο κτήμα της Αγίας Μονής δημεύθηκε. (Βλ. Γεωργίου Αθ. Χώρα, «Η Αγία Μονή Αρείας Ναυπλίου εν τη εκκλησιαστική και πολιτκή Ιστορία Ναυπλίου και Άργους», Αθήνα 1975, σελ. 142). Πρβλ. Ντιάνας Αντωνακάτου – Τάκη Μαύρου, «Τα Μοναστήρια της Πελοπόννησου», τόμος Α’, Αθήνα 1976, σελ. 33.
[2] Βλ. Ιωάννου Πέπα, «Μεσαιωνικές σελίδες της Αργολίδος, Αρκαδίας, Κορινθίας, Αττικής», Αθήνα 1990, σελ. 277.
[3] Βλ. Ντιάνας Αντωνακάτου – Τάκη Μαύρου, όπου ανωτέρω, σελ. 34.
[4] Η προέλευση της ονομασίας της περιοχής δεν είναι εξακριβωμένη. Κατά μία εκδοχή η περιοχή πήρε το όνομά της από το τουρκικό «καρά» και τη λέξη όθοννα, είδος βοτάνου της οικογένειας των συνθέτων. Πιθανότερη, ωστόσο, εκδοχή φαίνεται να είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία η λέξη Καραθών είναι δυνατό να είναι σύνθετη εκ των αρχαίων λέξεων «κάρα» (=κεφαλή) και «θΐν» (θίς-νός = παραλία) και μεταγενέστερα να εξέπεσε από το θΐν σε θών (Καραθών).
[5] Το τοπωνύμιο τούτο αναφέρεται υπό του Pouqueville με την ονομασία «Talioti». Η ονομασία αυτή προφανώς οφείλεται σε αγροικίες Ιταλών (ή Ιταλιωτών), που υπήρχαν στην περιοχή αυτή από τους χρόνους της ξενοκρατίας και εξ αιτίας των οποίων διεσώθησαν οι φράσεις: «είς τούς Ίταλιώτας, Ταλιώτας, Ταλιωταίους, Ταλιώτι (Ταλιότι)». Βλ. Γεωργίου Αθ. Χώρα, «Η Αγία Μονή Αρείας Ναυπλίου εν τη εκκλησιαστική και πολιτική ιστορία Ναυπλίου και Αργους», Αθήνα 1975, σελ. 121.
[6] Η γνώμη του Ιωάννου Πέπα (Μεσαιωνικές σελίδες Αργολίδος, Αρκαδίας, Κορινθίας, Αττικής, Αθήνα 1990, σελ. 277) ότι ο πύργος της Μονής ονομάζεται πύργος του Ταλιάτ Αγά, δεν φαίνεται πειστική, διότι πουθενά κατά την έρευνά μας δεν κατορθώσαμε να επαληθεύσουμε ιστορικά την ύπαρξη στην Ναυπλία αγά με το όνομα Ταλιάτ. Όσον αφορά στη γνώμη του ιδίου συγγραφέως ότι ο πύργος περιελάμβανε στο ισόγειο την αποθήκη, στον ένα όροφο την κατοικία του Αγά, ενώ ο άλλος όροφος ήταν για τους φρουρούς, σημειώνουμε ότι αυτά δεν αποδεικνύονται αλλά μόνον υποτίθενται υπό του συγγραφέως. Πάντως, εξ’ όσων παρατηρήσαμε και είδαμε στις σωζόμενες πλευρές του επιβλητικού αυτού κτίσματος, συμπεραίνουμε ότι ο πύργος της Μονής ήταν τριόροφος.
[7] Ο όρος σταυρεπίστεγος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον αείμνηστο Γ. Λαμπάκη. Βλ. Γεωργίου Αντουράκη «Χριστιανική Αρχαιολογία και Επιγραφική», τόμος Α ‘, εκδόσεις Μαυρομμάτη, Αθήνα 1977, σελ. 310.
[8] Βλ. Γεωργίου Αντουράκη, όπου ανωτέρω.
[9] Ο Μιχαήλ Φανταλούρης ανήκει σε γνωστή οικογένεια ναυτικών του Ναυπλίου στα χρόνια της Βενετοκρατίας. Εκτός από τον ανακαινιστή αυτόν της Μονής Καραθώνας, γνωστός είναι και ο Τζόρτζι Φανταλούρης, καπετάνιος από το Ναύπλιο που έκανε το 1524 διαμετακομιστικά ταξίδια μεταξύ Βενετίας-Ναυπλίου με το ιδιόκτητο πλοίο του, τύπου Gallon (πρόκειται περί ιστιοφόρου με δύο γέφυρες). Το ίδιο έκανε το 1526 ο Θεοδόσιος Φανταλούρης (Teodosio Fantaluri). Αυτοί οι χρήσιμοι συμπατριώτες δεν ανακαινίζουν μόνο εκκλησίες, αλλά είναι ευνόητο ότι εισάγουν στη πατρίδα τους ιδέες, πολιτιστικά αγαθά, πείρα και κοσμοπολιτισμό από την γαληνοτάτη δημοκρατία της Βενετίας, η οποία είναι ταυτόχρονα και πρωτεύουσα των αποδήμων Ελλήνων. Βλ. Γεωργίου Πλουμίδη, «Ειδήσεις για το Βενετοκρατούμενο Ναύπλιο», «Πελοποννησιακά», τόμ. Η’ (1971), σσ. 261-268.
[10] Βλ. Ντιάνας Αντωνακάτου – Τάκη Μαύρου, «Τα Μοναστήρια της Πελοποννήσου» τόμος Α’, Αθήνα 1976, σελ. 35 και Γεωργίου Αθ. Χώρα, «Ιστορία της Μονής Ταξιαρχών Επιδαύρου», Αθήνα 1991, παράρτημα Γ’ «Η μονή Αγ. Μερκουριού Λυγουρίου Ναυπλίου», σελ. 315-355.
[11] Κατά τον Ματθαίον 21, 33-46, Λουκάν 20, 9-19, Μάρκον 12, 1-12.
[12] Λουκά 12, 16-21.
[13] Γ.Α.Κ. -Υπουργείο των Εσωτερικών, ΦΑΚ. 37 (22-31 Ιουλίου 1824).
[14] Το δικαίωμα χειροτονούν Αρχιερέων στην Ελλάδα είχε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγονταν όλες οι Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επιστκοπές της Ελλάδας, ήδη από το 733 μ.Χ. επί Λέοντος Γ’ Ισαΰρου. Βλέπε Εμμανουήλ Κωνσταντινίδου, «Ιωάννης Καποδίστριας και η εκκλησιαστική του πολιτική», Αθήνα 1996, σελ. 13.
[15] Βλ. Εμμανουήλ Κωνσταντινίδου, όπου παραπάνω, σελ. 14-17.
[16] Η κατάσταση των κτηρίων της Μονής κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν όμοια με εκείνη που διαπίστωσε το 1829 η Εκκλησιαστική Επιτροπή (ο Γεράσιμος Αιγίνης, ο Δανιήλ Τριπόλεως, ο Νεόφυτος Ταλαντίου, ο Ιωσήφ Ανδρούσης και ο Ιωνάς Δαμαλών), η οποία, με εντολή του Καποδίστρια, επισκέφθηκε τη Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου προκειμένου να διαπιστωθεί η κατάσταση του κλήρου, των ναών, των ενοριών, των μοναστηριών και, γενικότερα, της εκκλησιαστικής περιουσίας. Γενικό συμπέρασμα της επιτροπής ήταν ότι τα εκκλησιαστικά ακίνητα ήταν κατά κανόνα εγκαταλελειμένα και τα κτήρια σε κατάσταση ερημώσεως· ανάλογη εικόνα παρουσίαζε τότε και το μονήδριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, όπως προκύπτει από την αναφορά της 17ης Ιουλίου 1824 των Προκρίτων και των Δημογερόντων του Ναυπλίου. Συγκεκριμένα οι ίδιοι ανέφεραν ότι: «… τό μονήδριον, δέν ήτον άλλο τί, είμή ένα έρείπιον, τό όποιον μέ τόσα βάσανα, μέ τόσους αγώνας καί μέ έξ’ ιδίων του έξοδα, έκατόρθωσε κάτι τί», δηλαδή να αποκαταστήσει μερικώς το κτίσμα ο κατά τους χρόνους της Επαναστά- σεως ηγούμενος Αρσένιος. Αναφέρεται, μάλιστα, χαρακτηριστικώς ότι ο ίδιος εδαπάνησε «έξ’ ίδιων σχεδόν του…». Βλέπε Γ.Α.Κ. Υπουργείο των Εσωτερικών. Φάκ. 36 (9-21 Ιουλίου 1824).
[17] Βλέπε Γ.Α.Κ. Υπουργείο των Εσωτερικών. Φάκ. 36 (9-21 Ιουλίου 1824).
[18] Βλέπε Γ.Α.Κ., όπου παραπάνω.
[19] Βλέπε επιστολή της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος (Γερουσίας της Δυτικής X. Ελλάδος) προς «τούς εύλαβεστάτους Ιερείς καί κυρίους εφόρους τοϋ ’Αποκούρου» (16 Μαΐου 1822), Αρχείο Ύδρας 1778-1832, τόμος 8 (1822), υπό Αντωνίου Λιγνού, εν Πειραιεί 1927, σελ. 179.
[20] Βλέπε επιστολή της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος προς τους κατοίκους της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος (7 Ιουλίου 1822), Αρχείο Ύδρας 1778-1832, τόμος 8 (1822), υπό Αντωνίου Λιγνού, εν Πειραιεί 1927, σελ. 297.
[21] Βλέπε επιστολή της Πελοποννησιακής Γερουσίας προς τους κατοίκους της Πελοποννήσου (13 Ιουλίου 1822), Αρχείο Ύδρας 1778-1832, τόμος 8 (1822), υπό Αντωνίου Λιγνού, εν Πειραιεί 1927, σελ. 324.
[22] Βλέπε επιστολή της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος προς τους κατοίκους της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος (7 Ιουλίου 1822), Αρχείο Ύδρας 1778-1832, τόμος 8 (1822), υπό Αντωνίου Λιγνού, εν Πειραιεί 1927, σελ. 297.
[23] Βλέπε επιστολή της Πελοποννησιακής Γερουσίας προς τους κατοίκους της Πελοποννήσου (13 Ιουλίου 1822), Αρχείο Ύδρας 1778-1832, τόμος 8 (1822), υπό Αντωνίου Λιγνού, εν Πειραιεί 1927, σελ. 324.
[24] Κάτι ανάλογο συνέβη και αργότερα – επί Όθωνος – από την Επιτροπή του Αγώνος, έργο της οποίας ήταν η χορήγηση συντάξεων, γαιών, οικονομικών παροχών και διευκολύνσεων στους επιφανείς αγωνιστές, που πολέμησαν γενναία κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσεως.
[25] Γ.Α.Κ. Υπουργείο των Εσωτερικών. Φάκ. 36 (9-21 Ιουλίου 1824).
[26] Βλ. Αρχιμ. Δαμασκηνού Χριστοπούλου, «Συλλογή των σπουδαιότερων εγκυκλίων της I. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετά των οικείων νόμων Β. Διαταγμάτων, Υπουργικών Εγγράφων κ.λπ.», Εν Αθήναις 1877, σσ. 60-61. Πρβλ. Χριστοδούλου Παρασκευαΐδου, Μητροπ. Δημητριάδος, τώρα Αρχιεπισκόπου Αθηνών, «Ο Μοναχισμός εις την Νεωτέρα Ελλάδα», Αθήναι 1977, σσ. 13, 17, 20, 72.
[27] Βλέπε Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Μέχρι εγκαταστάσεως της Βασιλείας, τόμος (8) πέμπτος, Γ’ Βουλευτική περίοδος (1824-1826), έκδοσις Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήνα 1974, σελ. 19-20.
[28] Βλ. Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, όπου παραπάνω.
[29] Βλ, Γεωργίου Αθ. Χώρα, «Ιστορία της Μονής Καλαμιού – Αδάμι – Ναυπλίου», Αθήνα 1988, σελ. 121.
[30] Βλ. Κων/νου Οικονόμου του εξ οικονόμων, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα, τόμος Β’, Αθηνήσι 1854, σσ. 233, 238 και επ.
[31] Για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαλύθηκε η Μονή, βλέπε το άρθρο του Ηλία Μηναίου στο 2ο τεύχος της «Απόπειρας, Λόγου και Τέχνης» (Ναύπλιο 1991, σελ. 39-43). Εκεί διασώζεται διήγηση της γιαγιάς του αρθρογράφου, η οποία διηγείται το λεγόμενο: Κάποτε δαίμονες ενοχλούσαν τους μοναχούς της Μεταμορφώσεως και κάθε νύχτα τους τρομοκρατούσαν με φωτιές και κάθε είδους δαιμονικά τεχνάσματα. Οι μοναχοί πολεμούσαν τους δαίμονες με όπλο την προσευχή τους και όταν τα δαιμόνια σταμάτησαν να τους παρενοχλούν πίστεψαν ότι τα νίκησαν. Εκείνα, όμως, πολεμώντας τους με δόλιο τρόπο, τους έκαναν να πιστέψουν ότι ήταν Άγιοι και ότι έπρεπε πλέον να ζουν στο Αγ. Όρος. Στο δρόμο για το Αγ. Όρος απεβίωσαν και οι δαίμονες τους νίκησαν για πάντα. Ο Η. Μηναίος αναλύει το μύθο και αποκαλύπτει το ρόλο των Αρχών της Αντιβασιλείας, που κρύβονταν πίσω από όλα αυτά, σε μια προσπάθεια να πείσουν τους μοναχούς να εγκαταλείψουν το Μοναστήρι. Τελικά, αυτό επιτεύχθη με την υπόσχεση ότι οι μοναχοί θα μεταφερθούν στο Αγ. Όρος. Η υπόσχεση αυτή δεν τηρήθηκε ποτέ και οι τελευταίοι μοναχοί της Μονής Καραθώνας αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην επαιτεία για να επιβιώσουν, μετά την διάλυση της Μονής τους.
[32] Γ.Α.Κ. -Υπουργείο Παιδείας, Μοναστηριακά, ΦΑΚ 222 C, 1833-1838. Βλέπε το υπ’ αιρθμόν 1430/19 Μαρτίου 1835 έγγραφο του Μονάρχη Αργολιδοκορινθίας Φραγκίσκου Κ. Μαύρου «πρός τήν έπί τών έκκλησιαστικών καί τής Δημοσίου Έκπαιδεύσεως Γραμματείαν».
[33] Γ.Α.Κ. -Υπουργείο Παιδείας, Μοναστηριακά, ΦΑΚ. 222 C, 1833-1838.
[34] Βλ. Γεωργίου Αθ. Χώρα, «Η Πρόνοια προάστειο ίου Ναυπλίου», «Πελο- ποννηαιακά», τόμος ΙΣΤ’ (1985-86), σελ. 539 και επ.
[35] Έκφραση της εποχής, η οποία αντιστοιχεί στη σημερινή «τοις μετρητοίς», δηλαδή σημαίνει κατά κυριολεξίαν εξ’ ολοκλήρου – συνολικά εξωφλήθη. Βλ. Κ. Κουκκίδη, «Λεξιλόγιον Ελληνικόν Λέξεων παραγομένων εκ της τουρκικής», Αθήναι 1960, σ. 63. 36.
[36] Οι κατονομαζόμενοι μάρτυρες ήταν οι: Ηλίας Κοντόπουλος, Μιχαήλ Παπακωνσταντόπουλος, Βικτωρία Αδριανού και Νικόλαος Γαλανόπουλος.
Κωνσταντίνος Α. Μαλεβίτης
Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙV, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 2000.
*Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.