Καποδιστριακή Πολιτεία (1828-1831): «Ο Πόλεμος των Λιμανιών» – Η κυβερνητική πολιτική για τα προβλήματα λειτουργίας των λιμανιών και η απογραφή των υπαλλήλων της «Οικονομικής Υπηρεσίας» – Θεόδωρος Δεβενές
Α’. Η Κατάσταση πριν την άφιξη του Καποδίστρια
Ο Ιωάννης Καποδίστριας φθάνει στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1828, δηλαδή 8 μήνες μετά την εκλογή του από την Γ’ Εθνική Συνέλευση. Ακολουθούν αμέσως διαβουλεύσεις με τα μέλη της απερχόμενης κατάστασης και τα μέλη της Βουλής. Ο υπουργός Εσωτερικών της απερχόμενης κυβέρνησης τον ενημερώνει ότι οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα έχει νεκρωθεί. Το ίδιο ισχύει και σε άλλους κρίσιμους τομείς της δημόσιας ζωής, όπως η δικαιοσύνη και η δημόσια τάξη.[1]
Το δημόσιο ταμείο είναι τελείως άδειο. Σύμφωνα μάλιστα με τον υπουργό Οικονομικών Αθανάσιο Λιδωρίκη, και οι τελευταίοι δημόσιοι πόροι έχουν γίνει βορά των ισχυρών (πολιτικών και στρατιωτικών).[2] Τα 300.000 περίπου φράγκα που φέρνει μαζί του ο Κυβερνήτης αρκούν μόνο για λίγες εβδομάδες μισθοδοσίας και τροφοδοσίας του στρατού, και για τις πρώτες ποσότητες συσσιτίων για ένα λαό που έχει χάσει τα πάντα. Αυτό ίσχυε και για τους πρόσφυγες και για τους γηγενείς.
Στην Πελοπόννησο επιφανείς προεστοί έχουν καταστραφεί οικονομικά, το 90% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων έχει καεί ή εγκαταλειφθεί, και ο πληθυσμός έχει εγκαταλείψει τις εστίες του. Η οικονομική «αιμορραγία» των εφοπλιστών, η αεργία που μαστίζει τον πληθυσμό των νησιών και η ολοκληρωτική σχεδόν ανακατάληψη της Στερεάς από τους Οθωμανούς, συμπληρώνουν την εικόνα που αντιμετωπίζει ο Καποδίστριας.
– Για την άμεση εξεύρεση χρηματικών πόρων, η κυβέρνηση προβαίνει στις εξής ενέργειες:
α) Στις 2 Φεβρουαρίου ιδρύει την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, στην οποία καλούνται να καταθέσουν οι Έλληνες τα χρηματικά τους κεφάλαια με επιτόκιο 8%. Μέχρι τις 14 Μαρτίου η Τράπεζα είχε δανείσει στη Διοίκηση 40.000 δίστηλα.[3]
β) Στο διάστημα 10-12 Μαρτίου ακυρώνει την δημοπρασία των προσόδων στα νησιά του Αιγαίου προκηρύσσοντας ξανά την ενοικίασή τους, με όρους σαφώς καλύτερους για το δημόσιο ταμείο και με έγκαιρη ενημέρωση των κοινοτήτων (πράγμα που δεν είχε συμβεί την πρώτη φορά). Ειδικά για τους πρώην ενοικιαστές, βεβαιώνεται ότι θα τους καταβληθεί αποζημίωση προσαυξημένη με τόκο από την ημέρα που είχαν καταβάλει τα χρήματα.[4]
γ) Στις 24 Μαρτίου συγκροτεί Επιτροπή για τη διενέργεια της δημοπρασίας των προσόδων της Πελοποννήσου. Ορίζεται μάλιστα στο σχετικό διάταγμα, ότι, αν σε κάποια επαρχία «δεν δοθή δι΄ιδιοτέλειαν η αποχρώσα τιμή», η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να ορίζει η ίδια την τιμή.[5]
Αυτές οι κινήσεις τροφοδότησαν το δημόσιο ταμείο με τα πρώτα χρήματα, εν αναμονή και των πρώτων «βοηθημάτων» από τις κυβερνήσεις των Δυνάμεων που είχαν συνασπισθεί στο Ναυαρίνο λίγους μήνες πριν.
Τα μόνα σημεία των ελεύθερων περιοχών όπου υπήρχε σταθερά «ζεστό χρήμα» ήταν τα λιμάνια. Η πρόσβαση όμως της κυβέρνησης και η άσκηση ελέγχου εκεί ήταν δυσχερής, αφού, «έκαστος λιμήν εξεδουλεύετο εις λογαριασμόν των προκρίτων ή δημογερόντων, η δε κυβέρνησις, μη έχουσα υπαλλήλους εξηρτημένους από αυτήν, παντελώς ηγνόει το παν, και ουδέ εσήμαινε τίποτε».[6]
Ακόμη όμως και μετά την έλευση του Καποδίστρια, προϊστάμενοι συγκεκριμένων τελωνείων συμπεριφέρονταν σαν ανεξάρτητες αρχές, όπως προκύπτει από αναφορές αξιωματούχων για συμβάντα σε Σύρο και Νεόκαστρο (Πύλο).
Β’. Η Θέσπιση μέτρων και η συνεχής εγρήγορση της Διοίκησης
«Με την παρούσαν ευκαιρίαν, κρίνει απαραίτητον η επί της Οικονομίας Επιτροπή να σας είπη, ότι πολλοί και διάφοροι πολίται κηρύττουν ότι καθημερινώς συμβαίνουν εις το αυτόθι Δασμοτελωνείον καταχρήσεις, ότι εκ των καταχρήσεων τούτων πηγάζει σημαντική ζημία διά το Εθνικόν Ταμείον και ότι της ζημίας ταύτης οι αίτιοι είσθε εσείς οι ίδιοι».[7]
Το απόσπασμα που εκτίθεται παραπάνω, είναι από έγγραφο της Επιτροπής Οικονομίας προς την «Εφορική Επιτροπή Σύρου» στις 9 Μαρτίου 1829, και περιγράφει εύγλωττα την κατάσταση που παρέλαβε ο Καποδίστριας. Το δριμύ αυτό έγγραφο συνιστά ουσιαστικά απάντηση προς την «Εφορική Επιτροπή Σύρου», που είχε επιδείξει διάθεση απείθειας σε κρίσιμο ζήτημα. Στις 7 Φεβρουαρίου συγκεκριμένα, είχε εκφράσει τις δικές απόψεις σχετικά με τον κατάλογο μισθοδοσίας που της είχε αποσταλεί από την κυβέρνηση: δεν μπορούσε να εφαρμόσει το μισθολόγιο που της εστάλη, γιατί δεν ήταν εφικτή η μείωση των μισθών και του αριθμού των υπαλλήλων που αυτό συνεπαγόταν. Απέστειλε δε με τη σειρά της προς την κυβέρνηση δικό της προτεινόμενο κατάλογο μισθών.[8]
Ακριβώς εκείνη την εποχή, αναλαμβάνει να ρίξει το βάρος της η κυβέρνηση στον κρίσιμο αυτόν τομέα με μία σειρά μέτρων, ελέγχων, πειθαρχικών ποινών και τοποθετήσεων νέων προϊσταμένων. Όπως θα φανεί και παρακάτω, εκτός των ελεγκτικών οργάνων και των τοπικών Διοικητών, στην προσπάθεια αυτή κρίσιμος ήταν ο ρόλος και της Επιτροπής Οικονομίας στην οποία είχαν ανατεθεί προσωρινά τα χρέη υπουργείου Οικονομίας.
1829
Στις 4 Απριλίου 1829 θεσπίζεται ο Γενικός Επιθεωρητής Λιμένων (ή Γενικός Έφορος των Λιμένων της Επικρατείας). Ο νέος θεσμός κρίνεται αναγκαίος, μετά την λαϊκή κατακραυγή για καταχρήσεις δημοσίου χρήματος και την προκλητικά πολυτελή ζωή υπαλλήλων δασμοτελωνείων και υγειονομείων, όπως ανέφερε ο ίδιος ο Καποδίστριας σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου λίγες ημέρες πριν.[9]
Σύμφωνα με τη σχετική κυβερνητική Πράξη, ο Γενικός Επιθεωρητής διενεργεί λεπτομερή έλεγχο στις πράξεις των υγειονόμων, των λιμεναρχών, των δασμολόγων και των τελώνων, έχοντας αρμοδιότητα «να θεωρή τα κατάστιχά των, να αντεξετάζη τα έγγραφά των, και όταν ανακαλύψη παραδρομάς, ή παρανομίας, ή καταχρήσεις» να προβαίνει στις σχετικές υποδείξεις ή ακόμη και να παύει τους εμπλεκόμενους υπαλλήλους από τα χρέη τους, εγκαλώντας τους «ενώπιον της Κυβερνήσεως», και τοποθετώντας άλλους προσωρινά στις θέσεις τους.[10]
Παράλληλα, δραστηριοποιείται και ο «Επιθεωρητής Τελωνείων του Αργολικού κόλπου».
Δύο μόλις μήνες μετά την έναρξη των ελέγχων του Γενικού Επιθεωρητή, ο Καποδίστριας αποτιμά με ενθουσιώδη τρόπο το έργο νέου ελεγκτικού θεσμού σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου τονίζοντας ότι ήδη είχαν προκύψει «δύο αλήθειαι αναντίρρητοι» σ΄αυτό το μικρό διάστημα: η πρώτη, ότι η διαχείριση των εσόδων από το λιμάνια ήταν μέχρι τότε στα χέρια ανθρώπων που η φαυλότητά τους ήταν ίση με την ανικανότητά τους. Η δεύτερη, ότι ο θεσμός του Γενικού Επιθεωρητή Λιμένων ήταν το πιο επιτυχημένο μέτρο της κυβέρνησης στον τομέα των δημοσίων εσόδων.[11]
– 2 Μαΐου: Εντολή Καποδίστρια προς την Επιτροπή Οικονομίας να γίνουν αυστηρές συστάσεις στον δασμοτελώνη Μεθώνης, που αρνήθηκε να συνεργασθεί με τον πολιτικό Διοικητή της περιοχής. Η υπόθεση αφορούσε στην εξιχνίαση των συνθηκών ενός ναυαγίου, και, σύμφωνα με την αναφορά του Διοικητή, ο εν λόγω δασμοτελώνης είχε συμπεριφερθεί με σκαιό τρόπο σε υπαλλήλους του Διοικητηρίου. Επισημαίνεται στο έγγραφο επίσης ότι η Διοίκηση αναγκάσθηκε να αποταθεί στον ελεγχόμενο πειθαρχικά υπάλληλο εξαιτίας της απουσίας λιμενάρχη.[12]
– 18 Μαΐου: Μετά από επισημάνσεις του Γενικού Επιθεωρητή συγκροτείται πενταμελής επιτροπή που θα εποπτεύει την ορθή λειτουργία του δασμοτελωνείου και του λιμεναρχείου Παλαιών Πατρών. Ταυτόχρονα, παύονται οι μέχρι τότε προϊστάμενοι των υπηρεσιών αυτών.[13]
– 23 Μαΐου: Με έγγραφό της «προς τους Δασμοτελώνας της Επικρατείας», η Επιτροπή Οικονομίας απαγορεύει ρητά κάθε ανάμειξή τους σε εμπορική δραστηριότητα ή στην ενοικίαση δημοσίων προσόδων. Επίσης, τους εφιστά την προσοχή στην τήρηση των οδηγιών της κυβέρνησης σχετικά με την ορθή εκπλήρωση των καθηκόντων τους.[14]
– 25 Μαΐου: Υποβάλλεται στην κυβέρνηση πολυσέλιδη αναφορά του Γενικού Επιθεωρητή με επισημάνσεις για τα τελωνεία και υγειολιμεναρχεία της Πελοποννήσου. Υπογραμμίζεται το πρόβλημα των κτιριακών υποδομών που αντιμετωπίζουν πολλά από αυτά, δηλαδή οι ελλείψεις σε κατάλληλα οικήματα και αποθήκες. Η αναφορά περιέχει και εύγλωττες περιγραφές, όπως στην περίπτωση της Βοστίτσας (Αιγίου), όπου ο Επιθεωρητής βρήκε «τον του Δασμοτελωνείου Επιστάτην οικούντα εις μίαν χορτάρινην ή αχυρένια καλυβίτζαν». Παρόμοια η κατάσταση και σε Νεόκαστρο, Καλαμάτα και Αλμυρό Λακωνίας. Μία ακόμη σημαντική παρατήρηση/υπόδειξη αφορά τους μισθούς των φυλάκων, που δεν θα πρέπει να είναι μικρότερος από 10 (ισπανικά) τάλληρα, κατά την άποψη του συντάκτη, που τονίζει ότι η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να θεωρήσει ότι μία τέτοια αμοιβή θα ήταν υπερβολική. Εισηγείται επίσης τη χορήγηση επίδομα παραγωγικότητας στους φύλακες, υπογραμμίζοντας ότι δεν θα είναι επιζήμιο για το δημόσιο ταμείο «αν συγχωρηθή εν τόσον τι δι΄αυτούς δώρον», δηλαδή ένα ποσοστό επί της αξίας των λαθραίων ειδών που θα συλλαμβάνονται.[15]
– 9 Ιουνίου: Στην πρώτη έκθεση δαπανών που αποστέλλει ο Γενικός Επιθεωρητής Λιμένων, συμπεριλαμβάνονται και έξοδα που καταβλήθηκαν για την εγκατάσταση των νέων δασμοτελώνων στη θέση των «εξοσθέντων». Αξιοσημείωτο στοιχείο: οι έλεγχοι δαπανών ξεκίνησαν μία μόλις ημέρα μετά την «’ιδρυτική» για το νέο θεσμό συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου (!) και αφορούν το διάστημα 16 Μαρτίου-31 Μαΐου.[16]
– 14 Ιουνίου: Με εντολή Καποδίστρια παύονται ο δασμοτελώνης Ναυπλίου και οι δύο συνεργάτες του, μετά από σχετική αναφορά του Γενικού Επιθεωρητή. Με το ίδιο έγγραφο κατονομάζονται και οι δύο νέοι υπάλληλοι που θα τους αντικαταστήσουν, και ορίζεται ακόμη ότι Γραμματέας του τελωνείου θα παραμείνει ο ίδιος.[17]
– 7 Ιουλίου: Υποβάλλεται συγκεντρωτική έκθεση του Γενικού Επιθεωρητή Λιμένων προς την κυβέρνηση, με διαπιστώσεις από ελέγχους που διενήργησε στα δασμοτελωνεία της Πελοποννήσου. Προτείνεται η αντικατάσταση των προϊσταμένων σε: Νεόκαστρο, Γλαρέντζα, Πάτρα, Βοστίτσα, Κόρινθο, Σοφικό και Κρανίδι. Ορισμένες από τις αιτίες: «σφετεριστής και εμπορευόμενος» ο πρώτος, απουσιάζει συχνά από τη θέση του ο δεύτερος, «σφετεριστής και ασωτεύων» ένας άλλος, κλπ.[18]
– 9 Ιουλίου: Ο Γενικός Επιθεωρητής αναφέρει απόπειρα δωροδοκίας του από τους δασμοτελώνες Σύρου, οι οποίοι μάλιστα έγιναν πολύ επιθετικοί όταν απέτυχε η απόπειρα αυτή, όπως σημειώνει. Επιβεβαιώνει επίσης την ύπαρξη πολύ ισχυρών δεσμών ανάμεσα στους ισχυρούς εμπόρους του νησιού και τους υπαλλήλους του Τελωνείου.[19]
– 9 Ιουλίου: Θεσπίζεται οικονομικό κίνητρο για τους υπαλλήλους των δασμοτελωνείων. Με εγκύκλιο της Επιτροπής Οικονομίας ορίζεται, ότι το 25% από το όφελος που θα προκύπτει από τη σύλληψη κάθε λαθραίου φορτίου θα μοιράζεται μεταξύ των υπαλλήλων της υπηρεσίας. Το μεγαλύτερο μερίδιο θα δίνεται στον υπάλληλο που ανακάλυψε τη δράση των λαθρεμπόρων, «και τούτο δια να αμιλλώνται εις τα χρέη των» οι υπάλληλοι (εγκύκλιος αρ.7135).
– 29 Ιουλίου: Με έγγραφό του ο Καποδίστριας δίνει εντολή στη Διοίκηση των Δυτικών Σποράδων να αντικαταστήσει τους προϊσταμένους του λιμεναρχείου και του υγειονομείου Σπετσών, αφού οι ίδιοι είναι «άνθρωποι ακατάστατοι» και «ανίκανοι» να εκτελέσουν τα χρέη τους. Προτείνεται επίσης συγκεκριμένος υποψήφιος για τη θέση του υγειονόμου και καλείται η Διοίκηση να μεριμνήσει για την κάλυψη και της άλλης θέσης.[20]
– 29 Σεπτεμβρίου: Το έργο του ελέγχου των τελωνείων δεν είναι άμοιρο κινδύνων. Η ατμόσφαιρα απειλής στα λιμάνια επιβεβαιώνεται και από έγγραφο του Γενικού Επιθεωρητή Αντ. Τζούνη προς τον Δημήτριο Αμπελά, πρώην αναπληρωτή Γραμματέα της Αρχής: «Εξάμηνον ήδη συνηγωνίσθης μεθ΄ημών εις το πολύμοχθον και επικίνδυνον τούτο έργον της Εκτάκτου Γενικής Εφορίας των λιμένων της Επικρατείας…». Στο ίδιο έγγραφο συναντάται η (συνήθης στην καποδιστριακή περίοδο) διοικητική πρακτική της επιβράβευσης, αφού αναγγέλλεται η χορήγηση εύφημης μνείας στον πρώην αναπληρωτή Γραμματέα.[21]
– 4 Οκτωβρίου: Αναφορά του Εκτάκτου Επιτρόπου Βορείων Σποράδων Νικολάου Καλλέργη προς τον Καποδίστρια, στην οποία περιγράφεται εύγλωττα η μεθόδευση βοηθών του δασμοτελώνη Σύρου για τον προσωπικό τους πλουτισμό. Συγκεκριμένα, αφού πείθουν μικρούς εμπόρους να παρανομήσουν, στη συνέχεια τους συλλαμβάνουν οι ίδιοι, κερδίζοντας ποσοστό επί του προστίμου. Ο Καλλέργης επικαλείται σχετικά απόφαση του Ειρηνοδικείου Ύδρας, την οποία επισυνάπτει, ενώ στην υπόθεση φέρεται να εμπλέκεται και η Επιτροπή του Τελωνείου Σύρου. Κατόπιν αυτών, ο Έκτακτος Επίτροπος αναμένει τις σχετικές οδηγίες της κυβέρνησης.[22]
– 12 Οκτωβρίου: Η Επιτροπή Οικονομίας ενημερώνει τον Καποδίστρια για την ανάγκη να αντικατασταθεί ο γραμματέας (και «συνεργάτης») του τελωνείου Νεοκάστρου ως υπάλληλος «αχρείας διαγωγής και αμελής». Ζητείται η άδεια του Κυβερνήτη για την αντικατάσταση, αφού ο υπάλληλος έχει διορισθεί με εντολή του Καποδίστρια.[23]
Λίγες ημέρες αργότερα (30/10), ο Καποδίστριας «προλαβαίνει» την Επιτροπή σε παρόμοιο θέμα, επισημαίνοντας την ανεπάρκεια των τελώνων Σίφνου, Καρπάθου και Μυκόνου. Ζητεί μάλιστα από την Επιτροπή την ανάληψη πρωτοβουλίας όταν διαπιστώνεται παρόμοιο πρόβλημα.
– 25 Οκτωβρίου: Κατόπιν των όσων έχει αναφέρει ο Διοικητής Μεσσηνιακών Φρουρίων για κλοπές στο δασμοτελωνείο Μεθώνης «φωτογραφίζοντας» μάλιστα τον εκεί επιστάτη ως υπεύθυνο, ο Κυβερνήτης δίνει εντολή για την άμεση ανάκληση και προσωρινή αντικατάστασή του. Στην περίπτωση μάλιστα – τονίζεται – που θα αποδειχθεί η ενοχή του, ο εν λόγω υπάλληλος θα κληθεί να επανορθώσει μέχρι το τελευταίο λεπτό τη ζημιά που προκλήθηκε στο δημόσιο ταμείο. Καλείται επίσης η Επιτροπή Οικονομίας να ενημερώνει για κάθε της ενέργεια σχετικά.[24]
– 10 Δεκεμβρίου: Πρόταση της Επιτροπής Οικονομίας προς τον Καποδίστρια για εκτεταμένες αλλαγές στο υγειονομείο και το λιμεναρχείο της Σύρου. Το έγγραφο έχει συνταχθεί με βάση αναφορά του Γενικού Επιθεωρητή σχετικά με τους εκεί υπηρετούντες και τις αποδοχές τους, σε συνδυασμό και με άλλες πληροφορίες που φρόντισε και έλαβε η Επιτροπή για το θέμα.
Τονίζεται ότι ο αριθμός των υπαλλήλων είναι υπερβολικός, και ο μισθός πολλών από αυτούς «υπέρογκος». Για τον λόγο αυτό υποβάλλεται προς έγκριση νέος κατάλογος μισθοδοσίας, σύμφωνος με τις διατάξεις που ισχύουν και σε συνδυασμό πάντα με τις ληφθείσες πληροφορίες. Προτείνεται να καταργηθούν: «ο επί των εφημερίδων, με μισθόν γρ.240», δύο θέσεις υπογραμματέων του Λιμενάρχη, αυτή του Γραμματέα του Λοιμοκαθαρτηρίου, ο υπολιμενάρχης (με μισθό 200 γρόσια), οι τέσσερεις φύλακες για το καρινάρισμα των πλοίων («οίτινες, ως και ο ίδιος λιμενάρχης ωμολόγησεν, είναι περιττοί, με μισθόν ανά γρ.80»), και επίσης άλλοι φύλακες και δύο κωπηλάτες. Ακόμη, προτείνεται η αντικατάσταση του επιστάτη του υγειολιμεναρχείου, αφού αυτός δεν εκπληρώνει τα χρέη του, και η τοποθέτηση στη θέση του κάποιου που θα πρέπει, «όχι μόνον να είναι άξιος εμπιστοσύνης και έμπειρος αλλά και να εξεύρη γράμματα» για να μπορεί να ανταποκριθεί και στα καθήκοντα του γραμματέα.[25]
1830
– 15 Ιανουαρίου: Με απόρρητη αναφορά του προς τον Καποδίστρια, ο Έκτακτος Επίτροπος Λακωνίας και Κάτω Μεσσηνίας Γεώργιος Λογοθέτης-Λυκούργος υποδεικνύει στην κυβέρνηση να αντικατασταθούν οι αστυνόμοι και οι προϊστάμενοι υγειονομείων και λιμεναρχείων, ως μη άξιοι εμπιστοσύνης. Το ανωτέρω έγγραφο περιείχε κρίσιμες επισημάνσεις για τη δράση των αντιπολιτευτικών κύκλων της Μάνης, και είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο «Έκθεσις του αντιπατριωτικού ή μάλλον προδοτικού σχεδίου».[26]
– 22 Μαρτίου: Η Επιτροπή Οικονομίας ενημερώνει για την υποψηφιότητα ιδιώτη για τη θέση του βοηθού επιστάτη στο δασμοτελωνείο Νεοχωρίου, τονίζοντας ότι ο ήδη υπηρετών εκεί είναι «όλως διόλου αμαθής». Ο ενδιαφερόμενος ιδιώτης έχει αυτοπροταθεί για τη θέση, ζητώντας από τη Διοίκηση πληροφορίες για το αν αυτή είναι κενή ή όχι. Στο ίδιο έγγραφο, στο οποίο επισκοπούνται διάφορες υποθέσεις, επιβεβαιώνεται η ύπαρξη χρέους προς το κράτος του πρώην βοηθού επιστάτη του δασμοτελωνείου Σάμου. Όπως ενημερώνει όμως με συμπάθεια η Επιτροπή, ο ίδιος βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση.[27]
– 1 Απριλίου: Ο Έκτακτος Επίτροπος Βορείων Κυκλάδων αναφέρεται αναλυτικά σε σοβαρό ζήτημα απείθειας εκ μέρους της «Επιτροπής Δασμοτελωνείου Σύρου». Η Επιτροπή φέρεται «ως ανεξάρτητος αρχή», επισημαίνει, αναδεικνύοντας έτσι μία ιδιαίτερη δυσχέρεια της καθημερινής διοικητικής λειτουργίας. Η αντιδικία εκτυλίσσεται γύρω από την πρόσληψη του Χιώτη πρόσφυγα (με σοβαρά προβλήματα υγείας) Παναγιώτη Μαρούτσου, για την επαγγελματική αποκατάσταση του οποίου έχει ενδιαφερθεί προσωπικά ο Γραμματέας της Επικρατείας Νικόλαος Σπηλιάδης, «κατ΄ ανωτέραν διαταγήν». Αν και έχει βρεθεί θέση εργασίας που να ταιριάζει στις μειωμένες σωματικές δυνάμεις του ενδιαφερόμενου πολίτη (στον «δημόσιο στατήρα») η Επιτροπή του δασμοτελωνείου αρνείται να προβεί στην πρόσληψή του εκφράζοντας σταθερά διαφορετική άποψη για την ικανότητά του να ανταποκριθεί. Τα μέλη της Επιτροπής προτίθενται μόνο να προσφέρουν από ένα ποσό ο καθένας «δι΄έλεος» στον Π. Μαρούτσο προκειμένου να συμπληρωθεί το ποσό των 100 γροσίων και να βρουν κάποια άλλη θέση γι΄αυτόν. Αδύναμος για περαιτέρω παρέμβαση, ο Έκτακτος Επίτροπος ζητεί την παρέμβαση του «’κυβερνητικού κέντρου».[28]
– 9 Μαΐου: Αποστέλλεται εγκύκλιος της Επιτροπής Οικονομίας προς τα τελωνεία, με την οποία καλούνται οι προϊστάμενοι των ανωτέρω υπηρεσιών να προσαρμόσουν τον αριθμό του προσωπικού τους στα νέα δεδομένα, που επέρχονται με την εφαρμογή νέου νόμου (υπ΄αριθ.1019/1830) για τη λειτουργία των τελωνείων. Οι τελώνες καλούνται να αναφέρουν καταρχήν τον αριθμό των απαραίτητων υπαλλήλων και τα καθήκοντά τους. Καλούνται επίσης να αποστείλουν ονομαστικό κατάλογο των όσων θεωρούν απαραίτητους και των όσων προτείνεται η απόλυση, προβαίνοντας σε αξιολόγηση των πρώτων ως προς τις ικανότητές τους και τον τρόπο που εκπληρώνουν τα χρέη τους.[29] (βλ. σχετικά την επόμενη ενότητα).
– 19 Μαΐου: Η Επιτροπή Οικονομίας εισηγείται στον Καποδίστρια την απομάκρυνση του τελώνη Άστρους, μετά από επισημάνσεις του Επιθεωρητή Τελωνείων Αργολικού Κόλπου για εριστική συμπεριφορά του τελώνη προς τους υφισταμένους του. Προτείνεται επίσης ο αντικαταστάτης του, ο οποίος στο παρελθόν «εδούλευσε τιμίως και εις άλλας παρομοίας υπηρεσίας».[30]
– 29 Ιουνίου: Εντολή του Κυβερνήτη προς την Επιτροπή Οικονομίας να προβεί στην παύση του συνεργάτη του τελώνη Νάξου μετά από σχετικές αναφορές του Διοικητή Νάξου και του Τοποτηρητή Πάρου. Συστήνεται επίσης στην Επιτροπή να εντοπίζονται οι ανεπαρκείς υπάλληλοι ώστε να μην επιβαρύνεται με περιττά έξοδα μισθοδοσίας το δημόσιο ταμείο.[31]
– 9 Ιουλίου: Με έγγραφο του Καποδίστρια προς την Επιτροπή Οικονομίας εγκρίνεται η μετάκληση του Τελώνη Βοστίτσας (Αιγίου) «δια να δώση λόγον των κατ΄αυτού κατηγοριών». Μέχρι να ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία θα τον αναπληρώνει ο συνεργάτης του.[32] Σημειώνεται ότι λίγο καιρό πριν είχε αντικατασταθεί με επείγοντα τρόπο και ο Προσωρινός Διοικητής της περιοχής (1829), εξαιτίας πλήθους καταγγελιών εις βάρος του για κατάχρηση εξουσίας.
– 11 Αυγούστου: Με τον ίδιο τρόπο εγκρίνεται η παύση του τελώνη Νεοκάστρου για κατάχρηση δημόσιου χρήματος. Αναμένεται η πρόταση της Επιτροπής Οικονομίας για τον αντικαταστάτη του. Διαφωνώντας όμως με την Επιτροπή ο Καποδίστριας δεν εγκρίνει τη μισθοδοσία του «συνεργάτη» του ανωτέρω τελώνη.[33]
– 20 Αυγούστου: Εγκρίνεται από τον Καποδίστρια η παύση του τελώνη Βοστίτσας και του συνεργάτη του, ενώ υποχρεώνονται και οι δύο από κοινού στην κάλυψη της ζημιάς που επέφεραν με τις πράξεις τους στο δημόσιο ταμείο «επειδή αμφότεροι ούτοι είναι συνυπεύθυνοι εις τας τελωνειακάς πράξεις». Όσο για τις κατηγορίες του συνεργάτη εναντίον του Τελώνη, αυτές παραπέμπονται στη Δικαιοσύνη. Εγκρίνεται επίσης το όνομα του αντικαταστάτη τους.[34]
– 4 Σεπτεμβρίου: Ο Έκτακτος Επίτροπος Νοτίων Κυκλάδων ενημερώνει την Επιτροπή Οικονομίας, για υπόθεση λαθρεμπορίας που έλαβε χώρα στην Κύθνο. Σύμφωνα με το έγγραφο, η υπόθεση έχει κινηθεί από τον επιστάτη του τελωνείου Σαντορίνης Ν. Σαχίνη που έστειλε τον αρχιφύλακα του τελωνείου στην Κύθνο για επιτόπια έρευνα. Από την έρευνα προέκυψε ότι υπήρξε συνεργασία μεταξύ του πλοιάρχου και δύο υπαλλήλων του δασμοτελωνείου προκειμένου να μην πληρωθούν οι κανονικοί δασμοί για ποσότητες καπνού και οίνου. Στο τέλος του εγγράφου, υπογραμμίζεται το άμεμπτο ήθος του Ν. Σαχίνη.[35]
Η υπόθεση αυτή ολοκληρώνεται διοικητικά στις 15 Δεκεμβρίου, όταν ο Καποδίστριας υπενθυμίζει στην Επιτροπή Οικονομίας ότι το θέμα εξετάσθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο, και (ότι) από την εξέταση προέκυψε ότι για σημαντικές ποσότητες καταβλήθηκε δασμός που ισχύει σε χώρες της Μαύρης Θάλασσας, και όχι στην ελληνική επικράτεια. Αναφέρει επίσης, ότι έχει εκδοθεί σχετικά κυβερνητική απόφαση, με την οποία: α) οι εμπλεκόμενοι υπάλληλοι (υποεπιστάτες) χαρακτηρίζονται «συναίτιοι λαθρεμπορίου» με τον πλοίαρχο, και β) δίνεται εντολή για την παύση τους και την παραπομπή τους σε δίκη.[36]
– 18 Δεκεμβρίου: Μετακαλείται στο Ναύπλιο ο τελώνης Κυπαρισσίας προκειμένου να δώσει λόγο για τις πράξεις του.[37]
1831
– 3 Σεπτεμβρίου: Εγκρίνεται από τον Κυβερνήτη η καθαίρεση του τελώνη και υγειολιμενάρχη Πάρου και Αντιπάρου και ορίζονται οι αντικαταστάτες του, ένας για κάθε θέση. Δεν αναφέρεται στο έγγραφο το παράπτωμα του απολυόμενου υπαλλήλου, όμως πάντοτε υπήρχε τεκμηρίωση στις σχετικές εισηγήσεις των τοπικών Διοικητών και της Επιτροπής Οικονομίας.[38]
– 3 Σεπτεμβρίου: Στο επίκεντρο η εντοπιότητα των υπαλλήλων και τα προβλήματα που αυτή μπορεί να προκαλεί. Με διορθωτική κίνηση της Διοίκησης – και με υπογραφή του Κυβερνήτη – αποφασίζεται η μετακίνηση του τελώνη Σαλώνων (Άμφισσας) Δ. Νικολαίδη στο Γαλαξίδι, αφού, λόγω καταγωγής του ανωτέρω υπαλλήλου από τα Σάλωνα, η παρουσία του εκεί «εμπορεί να επιφέρη αιτίας δυσαρεσκειών και σκανδάλων».[39]
– 14 Σεπτεμβρίου: Με εντολή Καποδίστρια παύεται ο τελώνης Μεθώνης και ορίζεται ο αντικαταστάτης του. Ζητείται επίσης από την Επιτροπή Οικονομίας να αποστείλει τάχιστα τις σχετικές οδηγίες στο νέο τελώνη.[40] Έχει προηγηθεί αναφορά του Διοικητή Μεσσηνιακών Φρουρίων για πιθανές καταχρήσεις μεγάλης κλίμακας εκ μέρους του ανωτέρω υπαλλήλου. Για το θέμα ο Διοικητής έχει ζητήσει επίσης την άδεια της κυβέρνησης για επίσημη έρευνα, θεωρώντας απαραίτητη την άνωθεν αυτή «κάλυψη» προκειμένου να αντιμετωπισθεί τυχόν αντίδραση του εμπλεκόμενου τελώνη.[41]
Γ’: Η Απογραφή του Προσωπικού των Λιμανιών
Στις 4 Μαρτίου 1830, ο Κυβερνήτης ζητεί από την Επιτροπή Οικονομίας να συντάξει και να του αποστείλει «ονομαστικόν κατάλογον όλων των υπαλλήλων της οικονομικής υπηρεσίας, οίον επιστατών, υποεπιστατών, φυλάκων και Γραμματέων δασμοτελωνείων, υγειονομείων, λιμεναρχείων, και λοιπών υπαλλήλων των άλλων υπηρεσιών, ως του άλατος, στατήρος και των ομοίων». Προσθέτει δε και τα στοιχεία (πληροφορίες) που θα πρέπει να αναφέρονται για τον κάθε εργαζόμενο (ΓΑΚ, ΕΟ,Φάκ.097/909.jpg).[42]
Στις 8 Μαρτίου η Επιτροπή Οικονομίας ζητεί από τους προϊσταμένους των δασμοτελωνείων να αναφέρουν με ακρίβεια τα στοιχεία των υπηρετούντων στις υπηρεσίες τους, δηλαδή: ονοματεπώνυμο, τόπο καταγωγής, χρόνο διορισμού, και βαθμό ή ιδιότητα (επιστάτης, συνεργάτης, γραμματέας, υποεπιστάτης και σε ποιο ειδικότερα δασμοτελωνείο, φύλακας, ή κάτι άλλο). Στο έγγραφο περιέχεται υπόδειγμα της δήλωσης/ερωτηματολογίου, ώστε η κάθε πληροφορία να αναγράφεται σε συγκεκριμένο σημείο. Ζητείται επίσης από τους αποδέκτες, να κοινοποιήσουν το έγγραφο αυτό στους υγειονόμους και τους λιμενάρχες ώστε να καταγραφεί το προσωπικό και των δικών τους υπηρεσιών (ΓΑΚ,ΕΟ,Φάκ.099/λήψη 024).[43] Από τα όσα αναφέρονται παραπάνω, είναι προφανές ότι πρόκειται για Απογραφή του ανθρώπινου δυναμικού της ‘’Οικονομικής Υπηρεσίας’’.
Στη Συλλογή Βλαχογιάννη των Γενικών Αρχείων του Κράτους βρίσκεται έγγραφο έξι σελίδων που επιγράφεται «Κατάλογος των υγειολιμεναρχών και των υπαλλήλων αυτών». Ο κατάλογος αυτός, που απευθύνεται στη Γραμματεία της Επικρατείας, έχει συνταχθεί από την Επιτροπή Οικονομίας στις 3 Ιουλίου και προφανώς «απαντά» στο προαναφερόμενο έγγραφο μετά την συλλογή των στοιχείων από τους λιμενικούς σταθμούς. (Εικόνα 1).

(Εικόνα 1) – (Συνοδευτικό κείμενο) «… εσωκλείομεν τον παρ’ υμών αιτηθέντα ονομαστικόν κατάλογον των υγειολιμεναρχών και των υπαλλήλων αυτών».
Οι περιοχές καταγωγής των προσφύγων ή επήλυδων αγωνιστών που συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο, αποτυπώνουν την ανθρωπογεωγραφία του Ελληνισμού της εποχής: Σμύρνη, Χίος, Ψαρρά, Αθήνα, Αϊβαλί, Κωνσταντινούπολη, αλλά και Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κεφαλλονιά, Κύθηρα, Κάλυμνος, Σύμη και Ρόδος (ΓΑΚ, Αρχείο Βλαχογιάννη,Φάκ.087/ λήψεις 013-020, ΓΓΚ).[44]
Από τόπο σε τόπο παρατηρείται διαφορά μισθού ανάμεσα στους υπαλλήλους ίδιων βαθμών και ειδικοτήτων. Αυτό δεν συνιστά έκπληξη, αλλά αντίθετα επιβεβαιώνει την διακηρυγμένη κυβερνητική πολιτική για διαφοροποίηση των μισθών, σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια.
Με τη σχετική άποψη του Καποδίστρια, ήταν εναρμονισμένο πλήρως το Πανελλήνιο: όταν υπέβαλε στις 3 Μαΐου 1828 προς αυτόν τον κατάλογο των υπηρετούντων στον διοικητικό μηχανισμό και τις προτεινόμενες αμοιβές τους («πολιτικός κατάλογος»), υπογράμμισε ότι για την σύνταξη του καταλόγου συνυπολογίσθηκαν: α) «ο βαθμός και τα βάρη εκάστου υπουργήματος», και β) «η παρούσα του ταμείου ένδεια» (ΓΑΚ, ΓΓΚ, Φάκ.060/258.jpg).[45]
Το έγγραφο υπογράφεται από τον Πρόβουλο της Οικονομίας στο «Πανελλήνιο» Πέτρο Μαυρομιχάλη, και τα όσα ορίζονται σ΄αυτό θα τηρηθούν πιστά σε όλη τη διάρκεια της θητείας του Καποδίστρια. Απόδειξη για την ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική έχουμε και στις 21 Δεκεμβρίου 1829, όταν το Λογιστικό και Ελεγκτικό Συμβούλιο βεβαιώνει την Επιτροπή Οικονομίας ότι έλαβε σχετικό έγγραφό της που αφορούσε σε αυξήσεις και μειώσεις μισθών διαφόρων κατηγοριών υπαλλήλων (ΓΑΚ,ΕΟ,Φάκ.080/ 363.jpg).[46]
Σημειώνονται επίσης και τα εξής:
α) Οι μισθοί που αναφέρονται στην Απογραφή εκφράζονται σε φοίνικες. Όπως είχε ορισθεί τον Ιανουάριο 1830, η σχέση ισοτιμίας του ελληνικού νομίσματος προς το ισπανικό δίστηλο ήταν 1 προς 6, και προς το γαλλικό φράγκο 1:1,2.[47] Ως προς την ισοτιμία με το οθωμανικό νόμισμα, ίσχυε η σχέση: 1 φοίνικας=2,49 γρόσια.[48]
β) Στις περιπτώσεις που τα καθήκοντα κάποιας θέσης εργασίας εκτελούνται από τους τελωνειακούς υπαλλήλους, δεν αναγράφονται ονόματα (εκεί αναγράφεται: «οι του τελωνείου»).
γ) Όλες οι προσλήψεις των υπαλλήλων που αναφέρονται έγιναν επί Καποδίστρια, και συγκεκριμένα κατά τη διετία Μαρτίου 1828 – Φεβρουαρίου 1830.
Ειδικότερα για την Απογραφή:
α) Στο Τμήμα Νήσων καταγράφονται 103 υπάλληλοι που υπηρετούν σε 22 νησιά. Σε 3 ακόμη νησιά που αναφέρονται, η υπηρεσία – προκύπτει ότι – δεν λειτουργεί ακόμη, ενώ έχουν διαγραφεί τα ονόματα διαφιλονικούμενων με τους Τούρκους νησιών που είχαν αρχικά συμπεριληφθεί στον κατάλογο. Οι περιοχές που αναφέρονται: Αίγινα, Σαλαμίνα, Πόρος, Ύδρα, Σπέτσες, Τήνος, Άνδρος, Μύκονος, Σύρος, Κέα, Κύθνος («Θέρμια»), Νάξος, Πάρος, Μήλος, Ίος, Σίκινος, Αμοργός, Σκόπελος, Σκύρος, Σκιάθος, Σαντορίνη, Κάσος, Ανάφη, Αστυπάλαια, Κάρπαθος. Αρχικά επίσης είχαν συμπεριληφθεί, αλλά διαγράφηκαν: Σάμος, Ικαρία, Πάτμος, Κάλυμνος και Λέρος. Τα λιμάνια με τους περισσότερους υπαλλήλους είναι οι: Σύρος (24), Αίγινα, Σπέτσες και Πόρος από 12 και Ύδρα (11).
Όσον αφορά τον τόπο προέλευσης του προσωπικού, σε Αίγινα, Σαλαμίνα και Σύρο η σύνθεση είναι σύμμεικτη, ενώ αντίθετα είναι ιδιαίτερα «συμπαγής» από αυτόχθονες σε Ύδρα, Σπέτσες και Πόρο.
Οι υψηλότεροι μισθοί είναι αυτοί των λιμεναρχών και υγειονόμων: ο λιμενάρχης Ύδρας έχει μισθό 180 φοίνικες και οι λιμενάρχες Σπετσών και Αίγινας 160, ενώ δεν αναφέρεται ο μισθός του λιμενάρχη Σύρου.
Για τους υγειονόμους, αναλυτικά οι μισθοί που καταγράφονται είναι: στη Σύρο 180 φοίνικες, σε Ύδρα, Σπέτσες, Αίγινα 160, στον Πόρο 112 και στη Σκόπελο 60 φοίνικες. Στην Καλαμάτα υπηρετεί υγειολιμενάρχης με μισθό 80 φοίνικες, ενώ υγειολιμενάρχες υπάρχουν και σε Αμοργό, Νάξο και Πάρο, χωρίς όμως να αναφέρονται οι αποδοχές τους. Σε Άνδρο, Τήνο, Μύκονο, Μήλο, Κέα, Σκιάθο και Κύθνο (Θέρμια), τα σχετικά καθήκοντα επιτελούν «οι του Τελωνείου».
Στη Σύρο και την Αίγινα καταγράφεται και γιατρός, με μισθό 120 και 80 φοίνικες αντίστοιχα. Όσο για τους εκτελούντες χρέη γραμματέα, κατά γράφονται: για τους 5 γραμματείς της Σύρου, ένας αμείβεται με 140, δύο με 100 και δύο με 60 φοίνικες. Στην Ύδρα και Σπέτσες ο (μοναδικός) γραμματέας με 80, ενώ με 60 αμείβεται στη Σκόπελο. Υπάρχει γραμματέας υγειολιμεναρχείου στη Σαλαμίνα (56 φοιν.) και την Ίο (30 φοιν.). Φύλακες υγειονομείου στη Σύρο είναι τρεις, με αμοιβή 60, 40 και 40 φοιν. αντίστοιχα. Στη Σύρο ο μισθός απλού φύλακα είναι 32 φοιν. (υπηρετούν τρεις). Σε Αίγινα και Πόρο υπάρχει και η θέση αρχιφύλακα, με μισθό 32 και 28 φοιν. αντίστοιχα, ενώ λιμενοφύλακας αναφέρεται στη Ίο (24 φοιν.) Στη Σύρο υπάρχει και Επιστάτης Καθαρτηρίου (120 φοιν.), όπως και οι ειδικότητες: αρμόδιος για τις εφημερίδες, πρωτοκαθαριστής (46 φοιν.) και καθαριστής (40 φοιν.). Στις Σπέτσες τέλος, υπάρχει και η συναφής ειδικότητα του καπνιστή με αμοιβή 28 φοίνικες. Οι υπάλληλοι με τους χαμηλότερους μισθούς είναι: δύο φύλακες στην Αμοργό και ένας στην Παροικία της Πάρου, που αμείβονται με 16 φοίνικες ο καθένας. (Εικόνες 2 και 3) Επικεφαλίδα: «Τμήμα Νήσων».
β) Τμήμα Πελοποννήσου: Αναφέρονται 21 υγειολιμεναρχεία, ενώ στην περίπτωση της Μεθώνης η αντίστοιχη υπηρεσία διοικείται από Γάλλο στρατιωτικό. Τα 7 στελεχώνονται από δικό τους προσωπικό, που αποτελείται συνολικά από 24 υπαλλήλους που υπηρετούν σε: Νεόκαστρο, Αλμυρό, Καλαμάτα, Μαραθονήσι, Ναύπλιο, Πάτρα και Γλαρέντζα. Στις ακόλουθες 12 περιπτώσεις τα σχετικά καθήκοντα εκτελούνται από το προσωπικό των τελωνείων, χωρίς να αναφέρεται μισθοδοσία: Μύλων, Επιδαύρου, Κρανιδίου, Άστρους, Κορινθίας, Καλαμακίου, Σοφικού, και Βοστίτσας (Αιγίου). Καταγράφεται και αυτό της Κυπαρισσίας (Αρκαδιάς), χωρίς όμως στελέχωση. Οι σταθμοί με το περισσότερο προσωπικό είναι: το Ναύπλιο με 11 υπαλλήλους (όλοι από άλλες περιοχές) και η Πάτρα με 9. Στις περισσότερες περιπτώσεις καταγράφεται θέση υγειολιμενάρχη.
Για το ανάπτυγμα των μισθών στα υγειολιμεναρχεία που έχουν δικό τους προσωπικό και τις ειδικότητες που καταγράφονται, ισχύουν τα εξής: Στο Ναύπλιο ο μισθός του λιμενάρχη και υγειονόμου είναι 160 φοίνικες, για τον υγειολιμενάρχη στη Γλαρέντζα είναι 120 φοίνικες, στη Μονεμβασιά 100, στην Καλαμάτα 80, στην Κορώνη 40 και στον Αλμυρό Λακωνίας 20 (δυσδιάκριτο).
Για την Πάτρα δεν αναφέρονται οι αποδοχές για τη θέση του λιμενάρχη, ενώ η θέση του υγειονόμου δεν αναφέρεται καθόλου. Στο Ναύπλιο καταγράφονται και: αρχικαθαριστής (32 φοιν.), αρχιφύλακας (26 φοιν.), αρχιφύλακας λέμβων (24 φοιν.), μαθητευόμενος στο υγειονομείο (28 φοιν.), και 4 κωπηλάτες με μισθό 24 φοιν. Στην Πάτρα υπάρχουν επίσης δύο κωπηλάτες με μισθό 28 φοιν., ενώ για τη θέση του γραμματέα υγειονομείου ο μισθός είναι 60 φοιν. Για το Μαραθονήσι αναφέρονται θέσεις υγειονόμου και γραμματέα, με δυσδιάκριτες όμως τις αμοιβές τους στον κατάλογο (όπου φαίνεται ότι έχει προκύψει διόρθωση). (Εικόνα 4): Επικεφαλίδα: Τμήμα Πελοποννήσου.
γ) Τμήμα Στερεάς Ελλάδας: Λειτουργούν 12 υγειολιμεναρχεία. Σχεδόν σε όλα τα σχετικά καθήκοντα εκτελούνται από τους υπαλλήλους των τελωνείων, με εξαίρεση τη Βόνιτσα, το Ξηρόμερο και τον Μύτικα, όπου απασχολούνται συνολικά πέντε υπάλληλοι. Οι 9 άλλες περιοχές είναι: Ναύπακτος, Μεσολόγγι, Γαλαξίδι, Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, Τριζώνια (Φθιώτιδα), Αντίρριο, Ανατολικό, Μέγαρα, Βιτρινίτσα και Βόνιτσα. Για την μισθοδοσία δεν υπάρχουν πληροφορίες, με εξαίρεση τον μισθό των υγειολιμεναρχών Ναυπάκτου και Ανατολικού (100 φοίνικες).
Δ’: Για την περίπτωση της Σύρου
Μία ιδιαίτερη περίπτωση των νησιωτικών περιοχών ήταν η Σύρος, που αποτελούσε το κυριότερο κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου στο Αιγαίο. Στην εποχή πριν το ‘21, είχαν εναποτεθεί εκεί εμπορεύματα 200.000.000 φράγκων (το 50% του εμπορικού κεφαλαίου της ευρύτερης περιοχής) και βιομηχανικά προϊόντα που αντιπροσώπευαν το 1/3 του βιομηχανικού κεφαλαίου, αξίας δηλ. 20.000.000 φράγκων.[49] Η πλειοψηφία των κατοίκων εκείνη την εποχή ήταν καθολικοί που τελούσαν υπό την προστασία της Γαλλίας και δεν αναμείχθηκαν στα επαναστατικά γεγονότα.[50] Μάλιστα ελλιμενίζονταν ανενόχλητα και τουρκικά πλοία εκεί, παρά την εμπόλεμη κατάσταση.[51] Στα χρόνια του πολέμου αλλά και αμέσως μετά, υπήρχε ιδιαίτερα καλή σχέση μεταξύ των τοπικών αρχών και των μεγαλεμπόρων.[52] Ξένοι, αλλά και Έλληνες κάτοικοι του νησιού, πλούτισαν από την κιβδηλοποιία ή ακόμη και τον εφοδιασμό των εχθρικών δυνάμεων.[53] Στο τελευταίο τρίμηνο του 1829 περισσότερα από 2000 πλοία ελλιμενίσθηκαν στη Σύρο (Loules D.).[54]
Το τελωνείο της ήταν πολύ σημαντική και σταθερή πηγή εσόδων για το κράτος. Ο εξοπλισμός του ήταν τελευταίας τεχνολογίας, όπως π.χ. οι ζυγαριές του, που ήταν αγγλικής κατασκευής. Το 1830 τα κέρδη του ήταν 50.000 φοίνικες.[55]
Στο έγγραφο της Απογραφής παρατηρείται συγκριτικά μεγάλος αριθμός υπαλλήλων και πολύ υψηλές αμοιβές των διαφόρων ειδικοτήτων. Ως ένα βαθμό, αυτά τα στοιχεία αντικατοπτρίζουν την αυξημένη κίνηση του λιμανιού κι ένα υψηλότερο επίπεδο ζωής που διαμορφώνεται σε συνθήκες οικονομικής ανόδου. Όμως τα έγγραφα και οι επισημάνσεις της Διοίκησης που είδαμε παραπάνω, υποδείκνυαν και αυθαιρεσίες εκ μέρους των τοπικών οικονομικών και διοικητικών παραγόντων που είχαν τελικά διαπλεκόμενα συμφέροντα.
Η Σύρος διαδραμάτισε συμπληρωματικό, αλλά καίριο ρόλο στην όξυνση του αντιπολιτευτικού κλίματος εναντίον του Ιωάννη Καποδίστρια το 1831, που οδήγησε στην ένοπλη εξέγερση της Ύδρας. Στην Ερμούπολη λειτουργούσε «Επαναστατικόν Γραφείον» για την υποστήριξη των αιτημάτων της αντιπολίτευσης. Την ίδια εποχή οι μεγαλέμποροι της Σύρου είχαν πυκνή αλληλογραφία με τους προκρίτους της Ύδρας για την επίτευξη του «μεγάλου σκοπού», δηλαδή την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από τους Υδραίους.[56]
Την 1η Ιουλίου 1831, σε επιστολή του προς τον πρέσβη μας στο Παρίσι Μ. Σούτσο, ο Καποδίστριας χρησιμοποιεί βαρύτατες εκφράσεις για την άρχουσα τάξη του νησιού, όπως: «συσσωρευμένοι τυχοδιώκτες και αχόρταγοι κερδοσκόποι.[57] Στις 24 Αυγούστου χρησιμοποιεί και πάλι καυστικούς χαρακτηρισμούς, σε επιστολή του προς τους εκπροσώπους των Δυνάμεων που συνεδρίαζαν στο Λονδίνο. Εύγλωττος ο σχολιασμός του Α. Βακαλόπουλου για την επιστολή αυτή: «Πρώτη φορά εδώ ο Καποδίστριας κατηγορεί ανοικτά τους μεγαλεμπόρους της Σύρας ως συνεργάτες του εχθρού, κερδοσκόπους, κλεπταποδόχους, κ.λ. Με άλλα λόγια τους θεωρεί δωσίλογους εμπρός στο έθνος» (Βακαλόπουλος Α., σ. 695).[58]
Όταν ξέσπασε η ένοπλη εξέγερση των Υδραίων τον Ιούλιο του 1831, τα χρήματα του τελωνείου παραδόθηκαν από τον Διοικητή του νησιού Αμβροσιάδη στην Ύδρα. Μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα, το Ορφανοτροφείο στην Αίγινα δοκιμαζόταν σκληρά από τις συνέπειες της πράξης αυτής. Όπως αναφέρεται σε επιστολή του Προέδρου του Ανδρέα Μουστοξύδη προς το υπουργείο Εκκλησιαστικών και Παιδείας στις 10 Οκτωβρίου, το ίδρυμα είχε ήδη περιέλθει σε δραματική θέση, αφού οι πόροι του προέρχονταν από το δασμοτελωνείο Σύρου και το Νομισματοκοπείο της Αίγινας (Πετράκος Β., «Ημερολόγιο Αρχαιολογικό-Τα χρόνια του Καποδίστρια», Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, τ.III, 2015, σσ.141-142).[59]
Επίλογος
Από τα ευρήματα της παρούσας έρευνας προκύπτει ότι η «Ελληνική Πολιτεία» της περιόδου 1828-1831 προσπάθησε να υπηρετήσει έννοιες κρίσιμες για τη Διοίκηση, αλλά και για την πορεία του έθνους συνολικά. Η εποπτεία της λειτουργίας της Διοίκησης, η συνεχής αξιολόγηση του ανθρώπινου δυναμικού της και η θεμελίωση Διοίκησης με ορθολογικά/ επιστημονικά κριτήρια, συγκαταλέγονται στις έννοιες αυτές. Εκτός αυτών, ιδιαίτερη σημασία δόθηκε και στην Λογοδοσία της κυβέρνησης προς τους πολίτες, αφού ο σπουδαιότερος θεσμός ελέγχου της λειτουργίας των λιμανιών ιδρύθηκε μετά από λαϊκή απαίτηση, όπως αναφέρθηκε από τον ίδιο τον Καποδίστρια στο υπουργικό συμβούλιο. Επιπροσθέτως, τα οικονομικά στοιχεία της δραστηριότητας των τελωνείων, λιμεναρχείων και υγειονομείων απετέλεσαν τμήμα του Απολογισμού της δημοσιονομικής διαχείρισης που παρουσιάσθηκε από τον Ι. Καποδίστρια ενώπιον της Δ’ Εθνικής Συνέλευσης, τον Ιούλιο του 1829 (και αφορούσε το διάστημα Φεβρουαρίου 1828 – Απριλίου 1829). Από τη στιγμή της παρουσίασης των στοιχείων αυτών, έγινε γνωστή στην πράξη η αρχή της δημοσιότητας της διοικητικής δράσης.
Και δύο ακόμη κρίσιμες παρατηρήσεις:
α) Στα χρόνια της «Ελληνικής Πολιτείας» η αξιολόγηση του προσωπικού γινόταν με άτεγκτο τρόπο και χωρίς διάθεση «προστασίας» των υπαλλήλων, παρά το γεγονός ότι αυτοί είχαν διορισθεί από την ίδια κυβέρνηση που τους αξιολογούσε.
β) Η Απογραφή του ανθρώπινου δυναμικού Υπηρεσιών της Διοίκησης που παρουσιάζεται στην παρούσα εργασία, συνέβη 180 χρόνια πριν από αυτήν της εποχής των Μνημονίων (2010), που χαιρετίσθηκε από πολιτικούς και μερίδα του Τύπου ως η πρώτη που έλαβε χώρα στην Ελλάδα.
Στους δύο αιώνες περίπου που ακολούθησαν, η πορεία για την εδραίωση των εννοιών αυτών στον δημόσιο βίο της χώρας δεν ήταν ούτε συνεχής, ούτε απρόσκοπτη. Οι παρακαταθήκες της κρίσιμης εκείνης εποχής όμως είναι πάντα εδώ, ενθαρρύνοντας το προοδευτικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας στον αγώνα του για τη βελτίωση των θεσμών και της λειτουργίας της κράτους.
Βραχυγραφίες αρχείων και εφημερίδων
ΓΑΚ: Γενικά Αρχεία του Κράτους (Ψηφιακή Συλλογή «Αρχειομνήμων»)
ΓΕΕ: Γενική Εφημερίς της Ελλάδος
ΓΓΚ: Γενική Γραμματεία Κυβερνήσεως
ΕΟ: Επιτροπή Οικονομίας
Συντομογραφίες
τ.: τόμος
φάκ.: φάκελος
φ.: φύλλο
φοίν.: φοίνικες
Υποσημειώσεις
[1] «Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια», επιμ.: Δαφνής Κ., Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, τ.Z’, 1986, σσ. 292-305 (και σε ψηφιακή μορφή).
[2] «Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια», όπ.π.
[3] Δεσποτόπουλος Α., «Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και η Απελευθέρωσις της Ελλάδος», 1954/1996, ΜΙΕΤ, σσ. 94-96.
[4] ΓΕΕ,φ.18/Γ’, 14 Μαρτίου 1828, εκ της Εθνικής Τυπογραφίας, Αναστατικές Εκδόσεις Δ.Ν. Καραβία, Αθήνα, MCMXCVI, σ.76/ βλ. και: ΓΑΚ, ΕΟ, Φάκ.002Β’ / λήψη 179.
[5] ΓΕΕ, φ.22/Γ’, 31 Μαρτίου 1828, όπ.π., σ.90.
[6] «Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια», όπ.π.
[7] «Αρχεία Λ. και Γ. Κουντουριώτου», επιμ.: Διαμάντης Κ., τ.9, Τυπογραφείον Ι. Ροσσολάτου, Εν Αθήναις, 1968, σσ.427-428.
[8] ΓΑΚ,ΕΟ,Φάκ.026/ λήψη 107.
[9] «Επιστολαί Ι..Α. Καποδίστρια, Κυβερνήτου της Ελλάδος», τ. Γ’, εκδότης: Στεφανίτσης Π.Δ., μετάφραση: Σχινάς Μ., Αθήνησιν, Τυπογραφείον Γ.Χαρτοφύλακος, 1842, σ.70, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Παν/μίου Κρήτης: www.anemi.gr.– Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από την εισήγηση Καποδίστρια προς τους υπουργούς: «Καθ΄εκάστην και πανταχόθεν λαμβάνοντες επανειλημμένα παράπονα κατά της παρανόμου πολιτείας των τε λιμεναρχών και των υγειονόμων και των δασμοτελωνών, εκτρεπομένων εις καταχρήσεις πιεστικάς του λαού, των οποίων λαμπρά απόδειξις είναι ο σήμερον ουχί μόνον άνετος βίος, αλλά και η σκανδαλώδης πολυτέλεια αυτών, πρότερον διαγόντων εν μεγίστη πτωχία….».
[10] ΓΕΕ, φ.27/Δ’, 6 Απριλίου 1829, όπ.π., σ.103.
[11] ΓΑΚ, ΓΓΚ, Φάκ.203/ λήψεις 357-358.
[12] ΓΑΚ, ΕΟ, Φάκ.037/ λήψη 519.
[13] ΓΑΚ,ΕΟ, Φάκ.040/λήψεις 324- 325.
[14] ΓΕΕ,φ.41Δ΄, 29 Μαΐου 1829, όπ.π., σ.159.
[15] ΓΑΚ,ΕΟ,Φάκ.043/ λήψεις 380-395.
[16] ΓΑΚ,ΕΟ,Φ.043/λήψεις 359-362.
[17] ΓΑΚ, ΕΟ,Φάκ.044/λήψη 096.
[18] ΓAΚ,ΓΓΚ,Φάκ.208/ λήψεις 703-704.
[19] Βακαλόπουλος Α., «Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας και το πρώτο ελληνικό κράτος» Σταμούλης, 2009, σ. 586.
[20] ΓΑΚ, Έκτακτοι Επίτροποι και Προσωρινοί Διοικητές,Φάκ.084/ λήψη 539.
[21] ΓΑΚ, ΓΓΚ, Φάκ.222/ λήψη 095.
[22] ΓΑΚ, ΓΓΚ, Φάκ.222/ λήψη 333.
[23] ΓΑΚ, ΓΓΚ, Φάκ.222/ λήψη 756.
[24] ΓΑΚ, ΕΟ, Φάκ.068/λήψη 977.
[25] ΓΑΚ, ΓΓΚ,Φάκ.227/λήψεις 394-397.
[26] Σακελλαρίου Μ.Β., «Ένας συνταγματικός δημοκράτης ηγέτης κατά την Επανάσταση του ΄21 – Ο Γεώργιος Λογοθέτης Λυκούργος της Σάμου», ΜΙΕΤ, 2014, σ. 272.
[27] ΓΓΚ,Φ.235Α/ λήψεις 148-150.
[28] ΓΑΚ, ΓΓΚ, Φάκ.236Α/λήψεις 035-040.
[29] ΓΑΚ, ΕΟ, Φάκ.114/ λήψη 581.
[30] ΓΑΚ, ΓΓΚ, Φάκ.240/ λήψη 215.
[31] ΓΑΚ, ΕΟ,Φάκ.124/ λήψη 443.
[32] ΓΑΚ,ΕΟ,Φάκ.127/ λήψη 325.
[33] ΓΑΚ, ΕΟ, Φάκ.136/ λήψη 034.
[34] ΓΑΚ, ΕΟ, Φάκ.137/λήψη 503.
[35] ΓΑΚ, ΕΟ,Φάκ.139/λήψη 538.
[36] ΓΑΚ, ΕΟ, Φάκ.160/ λήψη 542.
[37] ΓΑΚ, ΕΟ, Φάκ.161/ λήψη 515.
[38] ΓΑΚ, ΕΟ, Φάκ.220/λήψη 401.
[39] ΓΑΚ, ΕΟ,Φάκ.220/ λήψη 403.
[40] ΓΑΚ , ΕΟ,Φάκ.222/ λήψη 374.
[41] ΓΑΚ, ΕΟ,Φάκ.207/ λήψη 217.
[42] ΓΑΚ, ΕΟ,Φάκ.097/ λήψη 909.
[43]ΓΑΚ, ΕΟ, Φάκ.099/ λήψη 024.
[44] ΓΑΚ, Συλλογή Βλαχογιάννη, Σειρά 001, Κατάλογος Α’, Υποσειρά 002, Αρχείο Καποδιστριακής Περιόδου, Φάκ.087/λήψεις 013-020, ΓΓΚ.
[45] ΓΑΚ, ΓΓΚ, Φάκ.060/ λήψη 258.
[46] ΓΑΚ, ΕΟ, Φάκ.080 / λήψη 363.
[47] Το μισθολόγιο εκφράζεται σε φοίνικες. Όπως ορίσθηκε τον Ιανουάριο 1830, η ισοτιμία του ελληνικού νομίσματος προς το ισπανικό δίστηλο ήταν 1 προς 6 φοίνικες, και προς το γαλλικό φράγκο ήταν 1 προς 1,2 φοίνικες ΓΕΕ 1830, φ.11/Ε, 5 Φεβρουαρίου 1830, όπ. π., σ.4.
[48] ΓΑΚ,ΕΟ,Φάκ.179 / λήψη 175.jpg {Έγγραφο Καποδίστρια προς Επιτροπή Οικονομίας στις 9/2/1831:’γρόσια 241:20 ή φ. 96,60’}.
[49] Loules D., «The Financial and Economic Policies of the President Ioannis Kapodistrias», 1985, Ioannina, σ.148.
[50] Αμπελάς Τ., «Ράλλης Λ.: «Ιδιόγραφοι αναμνήσεις και αποκαλύψεις επεισοδίων της Ελληνικής Επαναστάσεως»,1893, σ.4, http://www.anemi.gr.
[51] Loules D., όπ.π.
[52] Βακαλόπουλος Α., όπ. π.,σσ.651-653.
[53] Βακαλόπουλος Α. όπ.π., Σπηλιάδης Ν., «Αναίρεσις», Ποταμός, 2019, σ.165, Λούκος Χ., «Η Ερμούπολη της Σύρου», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2022, σσ. 34,36.
[54] Loules D., όπ.π.
[55] Loules D., όπ.π.,σ.160.
[56] Κόκκινος Δ., «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ.6ος, Μέλισσα, 1974, σ.645/ σχετικά: Καρδάσης Β., ‘’Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας αντιμέτωπος με τα παραδοσιακά κοινωνικά στρώματα’’, στο συλλογικό έργο «Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας–Κριτικές Προσεγγίσεις και Επιβεβαιώσεις», επιμ.: Γεωργής Γ., Καστανιώτης, 2011, σσ.117-121/ και: Βακαλόπουλος Α.,όπ.π.,σ.693-695.
[57] «Επιστολαί Κυβερνήτου Ι. Καποδίστρια», τ. Δ’, όπ.π., 1843, σσ. 218-219.
[58] Βακαλόπουλος Α., όπ. π., σ.695.
[59] Πετράκος Β., «Ημερολόγιο Αρχαιολογικό -Τα χρόνια του Καποδίστρια 1828-1832», Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, τ.III, 2015, σσ.143-144.
Θεόδωρος Δεβενές
Ο Θεόδωρος Δεβενές εργάζεται στο Υπουργείο Εσωτερικών, ως Προϊστάμενος Τμήματος της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου. Είναι απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στον κλάδο της Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης (Πάντειο Πανεπιστήμιο). Έχει συγγράψει άρθρα διοικητικού και οικονομικού ενδιαφέροντος, που δημοσιεύθηκαν στα περιοδικά «Διοικητική Ενημέρωση» και «Επιθεώρηση Εργασιακών Σχέσεων».
Ειδικά για την καποδιστριακή περίοδο, συνέγραψε το 2018 την εργασία: «Το Λογιστικό και Ελεγκτικό Συμβούλιο της Καποδιστριακής Πολιτείας: Η πρώτη διοικητική αρχή με σημαντικούς βαθμούς ανεξαρτησίας από την Κεντρική Διοίκηση». Τον Μάρτιο του 2021 παρουσίασε την ανωτέρω εργασία του σε διαδικτυακή εκδήλωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την 200η επέτειο της έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης, κατόπιν πρόσκλησης του τότε προέδρου του Σώματος κ. Ι.Σαρμά (στο you tube: «Το Ελεγκτικό Συνέδριο δημιούργημα της Ελληνικής Επανάστασης»). Είναι μέλος της Εταιρείας Μελέτης Νεότερης και Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας (Ε.ΜΕ.Ν.Σ.Ι.).