Ένα ανέκδοτο υπόμνημα του Νικολάου Σκούφου προς τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια – © Στέφανος Ι. Παπαδόπουλος, «Δωδώνη», Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων, τομ.6 (1977).
[…] Ο Νικόλαος Σκούφος γεννήθηκε στην Σμύρνη και ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις άλλους αδελφούς του, τους Σπυρίδωνα, Γεώργιο και Πέτρο. Στα 1811 – 1812 έφυγε από την ιδιαίτερη πατρίδα του, για να σπουδάσει νομικά στην Ευρώπη, και έζησε αρκετά χρόνια στην Γαλλία και την Γερμανία. Κατά τη διάρκεια μάλιστα των σπουδών του στην Γοτίγγη της Γερμανίας υπήρξε και υπότροφος της «Φιλομούσου Εταιρείας» της Βιέννης κάτω από την άμεση επίβλεψη της Ρωξάνδρας Στούρτζα, κόμισσας Edling, που διατηρούσε στενούς φιλικούς δεσμούς με τον κόμη Ιωάννη Καποδίστρια. Κατά τους χρόνους των σπουδών του αυτών ο Σκούφος δημοσίευσε και τα πρώτα έργα του, δύο μεταφράσεις από τα γαλλικά και ένα πρωτότυπο έργο.
Το 1819 ο Σκούφος ήλθε στην Βλαχία, στην αυλή του ηγεμόνα Αλεξάνδρου Σούτσου, όπου και ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα, ιδίως στον τομέα του ελληνικού θεάτρου του Βουκουρεστίου, με το οποίο και συνδέθηκε στενά το όνομά του, γιατί μετείχε στην εποπτική επιτροπή του θεάτρου αυτού και διετέλεσε και διευθυντής του. Επίσης, δίδαξε ως καθηγητής στην ηγεμονική αυλή και χρησιμοποιήθηκε ακόμη, μια και γνώριζε καλά ξένες γλώσσες, και ως συνοδός των διπλωματών και των άλλων επιφανών ξένων πού επισκέπτονταν την αυλή του ηγεμόνα τής Βλαχίας.
Ο Σκούφος, αν και το όνομά του δεν συμπεριλαμβάνεται στους γνωστούς καταλόγους των Φιλικών, είχε αναμφισβήτητα μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία και υπήρξε ένα από τα πιο ενθουσιώδη μέλη της. Μάλιστα είναι εκείνος που επιχείρησε να υλοποίηση την ιδέα των Φιλικών να εκδώσουν στο Βουκουρέστι ένα ελληνικό περιοδικό που θα μπορούσε να προβάλει τα αιτήματα του Ελληνισμού και να υπηρέτηση τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας με περισσότερη ελευθερία από εκείνη που διέθεταν οι ελληνικές εφημερίδες και τα περιοδικά της Βιέννης. Η προσπάθεια όμως αυτή δεν καρποφόρησε τελικά και για οικονομικούς λόγους, άλλα και γιατί συνάντησε αρκετή αντίδραση από τον ηγεμόνα Αλέξανδρο Σούτσο.
Όταν άρχισε η εξέγερση στην Μολδοβλαχία, ο Σκούφος ακλούθησε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στην εκστρατεία του και στην αρχή κέρδισε την εμπιστοσύνη του αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας, ο οποίος τον διόρισε πρώτα γραμματέα του και κατόπιν κυβερνήτη της πόλης Cimpulung. Αργότερα όμως διεφώνησε με ορισμένους Φιλικούς, ιδίως με τον Λασσάνη, και έπεσε στη δυσμένεια του Υψηλάντη. Γι’ αυτό και ο τελευταίος στη γνωστή προκήρυξή του της 8ης Ιουνίου 1821 από το Rimnic (της συνταγμένης πιθανόν από τον Λασσάνη), με την οποία αποχαιρετούσε τους συντρόφους που του έμειναν πιστοί και καταριόταν τους προδότες, καταφέρεται και εναντίον του Σκούφου, που τον αποκαλεί «φαυλόβιον». Τότε επίσης ο Σκούφος κατηγορήθηκε, αλλά άδικα, ότι είχε κλέψει το ταμείο της Εταιρείας και έφυγε μ’ αυτό στο Brasov, όπου και κατασπατάλησε τα χρήματα. Πάντως, μαζί μ’ άλλους πρόσφυγες από το στρατό του Υψηλάντη, κατέφυγε και ο Σκούφος στο αυστριακό έδαφος, πρώτα στο Sibiu και υστέρα στο Cluj, και από εκεί κατά τα τέλη Ιουλίου 1821 στάλθηκε με συνοδεία στην κατεχόμενη από τοyς Ρώσους Βεσσαραβία. Κατόπιν πέρασε στην Οδησσό, όπου τον Αύγουστο του ιδίου έτους, μαζί με μερικούς άλλους, προσπάθησε με μια έγγραφη απολογία ν’ αντικρούσει τις κατηγορίες του Υψηλάντη και να ρίξει σ’ εκείνον όλη την ευθύνη της καταστροφής. Επίσης, για ένα χρονικό διάστημα ο Σκούφος έζησε και στο Κισνόβι της Βεσσαραβίας. Εκεί, μαζί με τους Φιλικούς Βασίλειο Καραβιά, Κωνσταντίνο Δούκα και Κωνσταντίνο Πεντεδέκα, σύχναζε στο σπίτι του συνταγματάρχη της υπηρεσίας πληροφοριών Ivan Petrovic Liprandi, όπου γνώρισε πιθανόν και τον μεγάλο Ρώσο ποιητή Αλέξανδρο Πούσκιν.
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς έφθασε ο Σκούφος στην επαναστατημένη Ελλάδα, τον συναντούμε πάντως στο πολίτικο προσκήνιο από το φθινόπωρο του 1825, οπότε και αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Ο Φίλος του Νόμου». Την εποχή αυτή ανήκει πολιτικά στους οπαδούς του Κουντουριούτη, στον οποίο τον είχε συστήσει ο μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος. Αργότερα, στις 28 Αύγουστου 1826 η Επιτροπή της Συνελεύσεως, που μαζί με την Διοικητική Επιτροπή μετά την πτώση του Μεσολογγίου είχαν αντικαταστήσει προσωρινά την Γ’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, εκλέγει τον Σκούφο μέλος μιας πενταμελούς επιτροπής για τη σύνταξη πρόχειρης συλλογής των «αναγκαιοτέρων πολιτικών νόμων» . Ως άλλα μέλη της επιτροπής αυτής είχαν οριστεί οι Νικ. Σπηλιάδης, I. Θεοτόκης, Γ. Γλαράκης και X. Αινιάν. Τον επόμενο χρόνο (Απρίλιος 1827) ο Σκούφος ορίστηκε πάλι μέλος μιας άλλης πολυμελούς επιτροπής που συνέταξε το Σύνταγμα της Τροιζήνος. Μάλιστα ο Σκούφος, μαζί με δύο άλλους γνωστούς νομομαθείς, τον Χριστόδουλο Κλονάρη και τον Γρηγόριο Σούτσο, υπήρξαν και οι εισηγητές του σχεδίου του Συντάγματος στην Εθνοσυνέλευση, όπου αγωνίστηκαν με πάθος, ιδίως ο Σκούφος, για να κάμψουν μερικές αντιρρήσεις, που αναφέρονταν ιδίως στις διατάξεις τις σχετικές με τον Κυβερνήτη Καποδίστρια, και να πείσουν όλους σχεδόν τους αντιπροσώπους του έθνους να δεχτούν το Σύνταγμα της Τροιζήνος.
Με την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα ο Σκούφος τάσσεται στην αρχή ανεπιφύλακτα στο πλευρό του Κυβερνήτη. Tοv πρώτο χρόνο της διακυβερνήσεως της χώρας από τον Καποδίστρια ο Σκούφος παραμένει πιστός οπαδός του Κυβερνήτη, όπως αποδεικνύεται και από το περιεχόμενο ενός εκτενούς υπομνήματός του, για το οποίο θα κάνουμε λόγο παρακάτω και το οποίο υπέβαλε στον Καποδίστρια τον Δεκέμβριο του 1828. Άγνωστο όμως για ποιόν ακριβώς λόγο ο Σκούφος πέρασε αργότερα στην αντιπολίτευση και εξελίχθηκε σ’ έναν από τους σφοδρούς πολέμιους του Κυβερνήτη, διατηρώντας μάλιστα μυστική επαφή και με τον διπλωματικό εκπρόσωπο της Γαλλίας βαρόνο de Rouen. Γι’ αυτό ίσως την ημέρα της δολοφονίας του Καποδίστρια ο αδελφός του Σπυρίδων Σκούφος, που κατά τον Αλέξ. Ραγκαβή δεν διακρινόταν για την ανδρεία του, έτρεξε να κρυφτή στο σπίτι του Ραγκαβή, γιατί φοβόταν για τη ζωή του εξ αιτίας της αντιπολιτευτικής στάσης του αδελφού του.

Ο «Σωτήρ, εφημερίς πολιτική, φιλολογική και εμπορική» του Ν.Σκούφου εκδιδόταν στο Ναύπλιο από τον Ιανουάριο του 1834 έως τον Μάρτιο του 1835, όταν και διέκοψε μετά τη δίκη στην οποία οδηγήθηκε ο συντάκτης του για προσβολή της Αρχής, εξαιτίας πολιτικού άρθρου. Επανεκδόθηκε στην Αθήνα μετά το 1838, με συντάκτη τον Π.Σκούφο, και διέκοψε οριστικά το ίδιο έτος. Διέθετε αντικυβερνητικό πνεύμα, έντονη επικριτική στάση προς την Αντιβασιλεία αλλά φιλοβασιλική διάθεση. Στο 5ο φύλλο, 31 Ιανουαρίου 1835, ο συντάκτης περιγράφει με γλαφυρό ύφος την επίσκεψη του Όθωνα στο Ναύπλιο για την επέτειο της αφίξεώς του στην Ελλάδα μετά από την πρόσκληση των ναυπλιακών αρχών.
Λίγα χρόνια μετά, το θάνατο του Καποδίστρια ο Σκούφος μπόρεσε να ικανοποίηση την επιθυμία του ν’ αποκτήση δική του εφημερίδα. Στις 14 Ιανουάριου 1834 άρχισε να εκδίδεται στο Ναύπλιο «Ο Σωτήρ», μια δισεβδομαδιαία πολιτική, φιλολογική και εμπορική εφημερίδα, τετρασέλιδη και χωρισμένη σε δύο στήλες, από τις όποιες η μία συντασσόταν στα ελληνικά και η άλλη στα γαλλικά. Στην αρχή, για ένα μικρό διάστημα, «Ο Σωτήρ» συμπολιτεύθηκε την Αντιβασιλεία και μάλιστα ως το φ. 69 τυπωνόταν στην «Βασιλικήν Τυπογραφίαν», σύντομα όμως πέρασε στην αντιπολίτευση. Στις 16 Μαΐου 1835 η εφημερίδα μεταφέρθηκε στην Αθήνα και ως τον Ιούλιο του 1837, οπότε διακόπηκε προσωρινά η έκδοσή της, αγωνίστηκε με δύναμη και θάρρος υπέρ των συνταγματικών ελευθεριών και εναντίον του προέδρου της Αντιβασιλείας κόμη Armansperg, που τον θεωρούσε υπεύθυνο για τη δυστυχία της Ελλάδος. Για τη στάση του αυτή ο Σκούφος παραπέμφθηκε αρκετές φορές σε δίκη, άλλα αθωώθηκε. Μόνο μια φορά, στις 12 Αυγούστου 1836, καταδικάστηκε σε «ενός μηνός παύσιν των δικηγορικών χρεών του».
Στις 20 Ιανουάριου 1838, έπειτα από εξάμηνη περίπου διακοπή, «Ο Σωτήρ» επανεκδόθηκε με υπεύθυνο συντάκτη τον Πέτρο Σκούφο. Όμως τώρα, ίσως από φόβο, δεν υποστήριζε πια τις ίδιες αρχές. Το δάφνινο στεφάνι με τη λέξη «Σύνταγμα», που υπήρχε προηγουμένως στην προμετωπίδα της εφημερίδας, είχε αφαιρεθεί και ο αρθρογράφος της δεν επέμενε όπως πρώτα στην άμεση χορήγηση Συντάγματος, άλλα το άφηνε αυτό στην ώριμη κρίση του ’Οθωνα που, με ελεύθερη βούληση, θα αποφάσιζε, όταν θα ερχόταν η κατάλληλη ώρα. Η έκδοση του «Σωτήρος» διακόπηκε οριστικά στις 3 Νοεμβρίου 1838.
Ο Σκούφος διακρινόταν, κατά τον Ραγκαβή, για καλλιέπεια και δεξιότητα στη σύνταξη της εφημερίδας του, ήταν όμως αρκετά φιλόδοξος, όπως φαίνεται και από το εξής χαρακτηριστικό επεισόδιο που αναφέρει πάλι ο Ραγκαβής: «… ότε απήλθεν ο Αρμανσπέργης (δηλαδή τον Φεβρουάριο του 1837), όν επολέμησεν ως τον γαλλορωσικόν σύνδεσμον υποστηρίξας, ωνειρεύθη ότι έφθασεν η στιγμή της εις το υπουργείον ανόδου του (δηλαδή στην κυβέρνηση του Rudhart)̇ και επί του γραφείου του είδον εγώ αυτός στύλον τινά ταλλήρων, όν έμαθον ότι είχε σωρεύσει εκεί διά φιλοδώρημα εις τον κλητήρα, όν περιέμενε φέροντα το τής εις υπουργόν αναγορεύσεώς του δίπλωμα. Αλλ’ ο κλητήρ δεν ήλθε και τα τάλληρα δεν εδόθησαν». Τελικά ο Σκούφος, μια και δεν κατόρθωσε να γίνει υπουργός, αρκέστηκε σε μια θέση εισηγητού στο Υπουργείο Εσωτερικών, όπου διορίστηκε το 1840 από τον Όθωνα. Πέθανε στην Αθήνα το 1842.
Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης του κυρίου Στέφανου Ι. Παπαδόπουλου πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Ένα ανέκδοτο υπόμνημα του Νικολάου Σκούφου προς τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια
Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ψηφιακές Συλλογές Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Εφημερίδες, Ιστορία, Καποδίστριας Ιωάννης, Πολιτισμός, Φιλικός, Ψηφιακές Συλλογές, Kapodistrias
