Quantcast
Channel: Άρθρα – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all 245 articles
Browse latest View live

Ένας Κωνσταντινουπολίτης μεταξύ Ανατολής και Δύσης: To «Esquisses de Moeurs Turques aux XIXe siècle» (1827) του Γρηγορίου Παλαιολόγου

$
0
0

Ένας Κωνσταντινουπολίτης μεταξύ Ανατολής και Δύσης: To Esquisses de Moeurs Turques aux XIXe siècle (1827) του Γρηγορίου Παλαιολόγου (Ιδεολογικές κατευθύνσεις και διακειμενικές προεκτάσεις)* – Πέρσα Αποστολή


 

 Η ανακοίνωση διερευνά ποικίλες πτυχές της ενδιαφέρουσας «πραγματείας» (Φαρίνου) ή «δοκίμιου» (Tonnet) του Γρ. Παλαιολόγου, Esquisses de Mœurs Turques aux xixe siècle (1827), [Σκίτσα τουρκικών εθίμων τον 19ο αιώνα], όπου περιγράφονται όψεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου των Οθωμανών.

******

Ο Γρηγόριος Παλαιολόγος (1793 – 1844), άφησε ανεξίτηλη την παρουσία του στην ευρύτερη περιοχή του Άργους. Αποτελεί μία από τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητες της Καποδιστριακής περιόδου και των πρώτων ετών της βασιλείας του Όθωνος. Γεωπόνος, γεωργοοικονομολόγος, οικονομολόγος, αλλά και λογοτέχνης, εκδότης περιοδικού, συνέβαλε από τη θέση του και με τις δυνάμεις του στην προαγωγή της γεωργικής οικονομίας της χώρας.

Γεννημένος στα τέλη του 18ου αιώνα – πιθανόν το 1793 – στην Κωνσταντινούπολη, μεγάλωσε στη Βλαχία, αφού ο πατέρας του διετέλεσε επιτετραμμένος του ηγεμόνα της Βλαχίας στην Οθωμανική Πύλη, σπούδασε στην Πατριαρχική Ακαδημία και στη συνέχεια με δαπάνες της «Φιλελληνικής Εταιρείας των Παρισίων» παρακολούθησε θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα Γεωπονικής στην Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και Ελβετία. Τις χώρες αυτές φαίνεται ότι τις γνώρισε πραγματικά, όπως μαρτυρείται από το έργον του «Πολυπαθής». Το γεγονός ότι οι νέοι της εποχής του Παλαιολόγου ακολουθούσαν συνήθως σπουδές Ιατρικής και Νομικής, ενώ αυτός ακολούθησε σπουδές Γεωπονικής, αποδεικνύουν μία διαφορετική, ξεχωριστή προσωπικότητα. Στην Αγγλία μεταβαίνει για να εξασφαλίσει τη μεσολάβηση της αγγλικής κυβερνήσεως για να του αποδοθούν κάποια κτήματά του στη Βλαχία, γεγονός που θα του έδινε την οικονομική δυνατότητα να τελειοποιήσει τις γνώσεις του στην αγγλική γλώσσα και να παρακολουθήσει μαθήματα «πολιτικής». Οι προσπάθειες του αυτές δεν τελεσφόρησαν, προσπάθησε να διδάξει έναντι αμοιβής την ελληνική στο Cambridge, χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα, και τελικά μετέφρασε στην αγγλική το θεατρικό έργο του Ν.Σ. Πίκκολου, «Ο θάνατος του Δημοσθένους», έργο που έχει ως σκοπό να ευαισθητοποιήσει τη συνείδηση των Άγγλων ουμανιστών απέναντι στην ελληνική υπόθεση.

Το 1827 δηλώνει στον πρόλογο του βιβλίου του «Esquisses de moeures turques de XIXe siècle», τυπωμένου στο Παρίσι, ότι έχει περατώσει τις σπουδές του και ετοιμάζεται να αναχωρήσει. Όμως, η αναχώρησή του δεν πραγματοποιήθηκε, επειδή τα δύο επόμενα έτη τον συναντούμε ακόμα στη Γαλλία ως υπότροφο της «Societe Philanthropique en faveur des Grecs» στο Παρίσι και είναι ένας από τους σπουδαστές για τον οποίο γίνονται θερμές συστάσεις προς τον Καποδίστρια, ο οποίος είχε ενδιαφερθεί για νέους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην ανασυγκρότηση της Ελλάδος.

Το 1828 εκδίδει με δαπάνες της «Φιλελληνικής Εταιρείας» το έργον του με τίτλο «Ερμηνεία της καλλιέργειας του γεωμήλου» (Paris: F. Didot). Ο ίδιος ο Παλαιολόγος ομολογεί ότι όσα γράφει για το φυτό, αποτελούν γνώσεις που τις απέκτησε από την μελέτη των καλυτέρων συγγραφέων για το ίδιο θέμα, η διετής διατριβή του σε ένα από τα πλέον γνωστά Γεωργικά Καταστήματα της Ευρώπης, του Ροβελίου, καθώς και το γεγονός ότι γνώρισε την καλλιέργεια του γεωμήλου στην Αγγλία και Γερμανία.

Τον επόμενο χρόνο, το 1829, ολοκληρώνει τις γεωπονικές του σπουδές και επιστρέφει στην Ελλάδα, έτοιμος να προσφέρει στην ανασύνταξη του νεοτεύκτου ελληνικού κράτους. Η οποιαδήποτε συνεισφορά του ως Διευθυντού του Αγροκηπίου της Τίρυνθος πρέπει να αποτιμηθεί μέσα στα πλαίσια της γεωργικής πολιτικής του Καποδίστρια.  [Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού].

 

Το 1827 η Ελληνική Επανάσταση βρίσκεται σε μια κρίσιμη φάση της πορείας της: Έχουν προηγηθεί δύο εμφύλιοι, πόλεμοι, ενώ σημαντικά εδάφη τόσο της Πελοποννήσου όσο και της Στερεάς Ελλάδας έχουν απολεσθεί, εξαιτίας των συντονισμένων ενεργειών Τούρκων και Αιγυπτίων.

Την ίδια περίοδο έχει αρχίσει σταδιακά να κάμπτεται η αρνητική στάση των περισσότερων Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και παράλληλα αναπτύσσεται κλίμα έντονης φιλελληνικής δράσης. Σε αυτό συμβάλλουν αφενός μεν οι επαναστατικές διακηρύξεις ελλήνων στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών που μεταφράζονται και κυκλοφορούν διεθνώς, και αφετέρου πλήθος βιβλίων, φυλλαδίων και μαχητικών άρθρων γραμμένων από Έλληνες λογίους της διασποράς, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Κωνσταντίνος Μηνωίδης Μηνάς, ο Παναγιώτης Κοδρικάς και ο Κωνσταντίνος Πολυχρονιάδης, αλλά και από Ευρωπαίους λογοτέχνες, ανάμεσα στους οποίους ο Choiseul  – Gouffier, ο Chateaubriand, ο Byron και ο Pouqueville. [1]

Μέσα σε αυτό το φορτισμένο κλίμα και διαπνεόμενος από την ίδια πρόθεση να ενημερώσει την κοινή γνώμη για την κατάσταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να την επηρεάσει θετικά υπέρ των Ελλήνων, ο Κωνσταντινουπολίτης Γρηγόριος Παλαιολόγος εκδίδει το 1827 στο Παρίσι μια περιγραφή των Οθωμανικών ηθών, το γαλλόφωνο Esquisses de Moeurs Turques aux XIXe siècle, [Σκίτσα τουρκικών εθίμων τον 19ο αιώνα], με την οικονομική υποστήριξη του εκεί φιλελληνικού κομιτάτου. [2]

 

Esquisses de Moeurs Turques aux XIXe siècle, [Σκίτσα τουρκικών εθίμων τον 19ο αιώνα],

 

Τρία χρόνια νωρίτερα, είχε μεταφράσει στα αγγλικά τη διδακτική τραγωδία του Νικολάου Πίκκολου Ο θάνατος τον Δημοσθένους, την οποία και εξέδωσε στο Λονδίνο, και πάλι με την υποστήριξη των εκεί φιλελληνικών κύκλων. [3] Απευθυνόμενος τότε στον Φιλέλληνα αναγνώστη, που γνώριζε την Ελλάδα μόνο μέσα από τον αρχαίο πολιτισμό της, τον καλούσε να συμμεριστεί το δίκαιο του Αγώνα για τη δημιουργία ενός ελεύθερου και ανεξάρτητου κράτους. Αν αυτό το κράτος εξασφάλιζε τα εχέγγυα για μια σταθερή οικονομική ανάπτυξη, οι Έλληνες θα μπορούσαν κατά την άποψη του να αποκτήσουν και πάλι πνευματική καλλιέργεια αντάξια με εκείνη των αρχαίων προγόνων τους.[4]

Πατριωτικά είναι τα κίνητρα που προβάλλει ο Παλαιολόγος και στον πρόλογο του Esquisses de Mceurs Turques. [5] Εκεί εξομολογείται το ανεξόφλητο χρέος που αισθάνεται ότι έχει απέναντι στην πατρίδα, καθώς λόγω της «ασθενικής» – όπως αναφέρει – «κράσης» του δεν συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα (νίΐ). (Παρενθετικά να σημειωθεί εδώ ότι κατά την έκδοση του βιβλίου ο Παλαιολόγος φέρεται να έχει ήδη ολοκληρώσει τις σπουδές του (νίΐ), η παραμονή του όμως στην Ευρώπη παρατείνεται μέχρι τα τέλη περίπου του 1829).[6]

Προκειμένου να κάμψει τη δυσπιστία του δυτικού αναγνώστη, στον οποίο και απευθύνεται, ο συγγραφέας σπεύδει να τον διαβεβαιώσει για τον αμερόληπτο τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τα Οθωμανικά ήθη (ix-x). Τονίζει δε με έμφαση πως τα όσα καταγράφει είναι έγκυρα και επαρκώς τεκμηριωμένα, καθώς κατά κύριο λόγο αποτελούν προϊόν αυτοψίας: επικαλείται το γεγονός ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, ότι μιλάει την τουρκική γλώσσα και ότι λόγω της Φαναριώτικης καταγωγής του είχε τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με ντόπιους διαφορετικών τάξεων και διαφορετικών εθνοτήτων αποκομίζοντας έτσι από πρώτο χέρι γνώσεις ακόμα και για την ιδιωτική ζωή των Οθωμανών (vii-ix). Η παραπάνω διευκρίνιση αποτελεί έμμεση βολή κατά ορισμένων Ευρωπαίων περιηγητών που μετέφεραν μια αλλοιωμένη εικόνα για τον Οθωμανικό κόσμο, καθώς δεν ήταν επαρκώς εξοικειωμένοι με αυτόν. [7]

 

Oι Οθωμανοί χλευάζουν κι αποκαλούν

ανόητους τους Ευρωπαίους, επειδή

βάζουν τα κλάματα όταν αντικρίζουν

τον Βράχο της Ακρόπολης

 

Ο Παλαιολόγος υιοθετεί το ειδολογικά ανοιχτό σχήμα μιας «πραγματείας» (ο όρος «πραγματεία» είναι της Φαρίνου) ή ενός «δοκιμίου», κατά τον Tonnet, [8] σε μορφή διαλόγων, [9] τείνοντας με αυτόν τον τρόπο στις παρυφές της λογοτεχνίας. Πιο συγκεκριμένα, τo Esquisses de Moeurs Turques αποτελείται από 20 αυτόνομους διαλόγους, 20 διαφορετικές σκηνές, όπου κατά κύριο λόγο Οθωμανοί, προερχόμενοι από διαφορετικές επαγγελματικές και κοινωνικές τάξεις και από διαφορετικές γωνιές της Οθωμανικής επικράτειας, συζητούν για θέματα που συνδέονται με την ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα του βίου.

Ο συγγραφέας εξηγεί την επιλογή του διαλογικού σχήματος στον πρόλογο. Υποστηρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο θέλησε να κινήσει την προσοχή του αναγνώστη και να αμβλύνει τα αισθήματα αγανάκτησης και περιφρόνησης που ενδεχομένως θα του προκαλούσαν τα όσα θα διάβαζε. [10] Πράγματι, η πολυφωνία και η ζωντάνια των διαλόγων, επιτείνουν όχι μόνο το αναγνωστικό ενδιαφέρον του κειμένου αλλά και τη δραστικότητά του. Όπως επισημαίνεται και σε επαινετική βιβλιοκρισία στο περιοδικό Oriental Herald, οι διάλογοι «ενεργοποιούν έναν αριθμό λεπτομερειών που, σε μια απλή εξιστόρηση, θα έμεναν αόριστες και απαρατήρητες ενώ και οι λίγες λέξεις ενός διαλόγου είναι ικανές να καταστήσουν κατανοητό αυτό που μια μακρά έκθεση μόνον ατελώς θα μπορούσε να σκιαγραφήσει».[11]

Επιπλέον, μέσω της χρήσης του διαλογικού σχήματος, δημιουργείται η ψευδαίσθηση μιας αδιαμεσολάβητης και ανεπηρέαστης μεταφοράς της γνώσης, καθώς το συγγραφικό υποκείμενο φαινομενικά αποσύρεται από το κυρίως κείμενο: Οι διάλογοι δεν τιτλοφορούνται, ούτε συνοδεύονται από εισαγωγικά σημειώματα· στην αρχή κάθε κεφαλαίου αναγράφονται μόνο επιγραμματικά και με ουδέτερο ύφος τα θέματα των συζητήσεων και τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτές, σε ορισμένες δε περιπτώσεις και ο τόπος· οι σημειώσεις, στις οποίες θα επανέλθουμε παρακάτω, μεταφέρονται σε ξεχωριστό τμήμα στο τέλος του βιβλίου. Εξαίρεση αποτελούν 1) κάποιες υποσελίδιες σημειώσεις, οι οποίες υποδηλώνονται με αστερίσκους και 2) οι γαλλικές αποδόσεις που συνοδεύουν εντός παρενθέσεως τις πολυάριθμες (γύρω στις διακόσιες) τουρκικές λέξεις.[12]

Πρόκειται όμως μόνο για μια προσεκτικά οικοδομημένη ψευδαίσθηση. Αν εστιάσει κανείς στις συγγραφικές στρατηγικές που υιοθετούνται, θα διαπιστώσει ότι ο Παλαιολόγος, ακόμα κι όταν δεν σχολιάζει, ευθέως, τοποθετείται απέναντι στην Ανατολή ποικιλοτρόπως:[13] μέσα από τα θέματα στα οποία επέλεξε να στρέψει την προσοχή του δυτικού αναγνώστη· μέσα από τον λόγο των προσώπων του που εκείνος κατασκεύασε, ώστε να μεταφέρει όχι μόνο τις θέσεις των Οθωμανών αλλά και τον αντίλογο της Δύσης ή την οπτική του συγγραφέα·[14] μέσα από τις καρικατουρίστικες υπερβολές στις οποίες οδηγεί κάποια από τα πρόσωπά του ή τις ειρωνικές και κωμικές απολήξεις ορισμένων σκηνών. Ενδιαφέρον για την διπλή του στόχευση είναι π.χ. ο 12ος  διάλογος. Εδώ οι Οθωμανοί του διαλόγου χλευάζουν κι αποκαλούν ανόητους τους Ευρωπαίους, επειδή βάζουν τα κλάματα όταν αντικρίζουν τον Βράχο της Ακρόπολης, γεγονός που για τους Ευρωπαίους καταδεικνύει απεναντίας την ανοησία των Οθωμανών: ότι δηλαδή αγνοούν τη σημασία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Παράλληλα όμως μέσα από τις σατιρικά υπονομευτικές σκηνές του διαλόγου, επικυρώνεται ο χαρακτηρισμός των Ευρωπαίων ως ανόητων, καθώς λόγω της αρχαιομανίας τους πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από τους Τούρκους.

 

Esquisses de Moeurs Turques aux XIXe siècle

 

Ας δούμε όμως από πιο κοντά τη θεματική των διαλόγων. Ο συγγραφέας φωτίζει αρκετές πτυχές του Οθωμανικού βίου, αν και, όπως ξεκαθαρίζει, η περιγραφή του περιορίζεται στα βασικά σημεία και δεν είναι εξαντλητική, γι’ αυτό και έδωσε στο έργο του τον τίτλο «Esquisses», δηλαδή σκίτσα: Πιο συγκεκριμένα, ο Παλαιολόγος δίνει λεπτομερείς πληροφορίες για θέματα που αφορούν τη θρησκεία: από τις αντιλήψεις και τις προκαταλήψεις, μέχρι τις συνήθειες και τα καθήκοντα των πιστών ή τον ρόλο των θρησκευτικών λειτουργούν στην οθωμανική κοινωνία.[15]

Παράλληλα αποτυπώνει τον τρόπο οργάνωσης του κράτους (το νομικό και δικαστικό σύστημα, τα αξιώματα και τις ιεραρχίες), ανατέμνει όμως και την ιδιωτική ζωή των Οθωμανών (καθώς περιγράφει π.χ. τα έθιμα, τις οικογενειακές στιγμές, τη μυστική ζωή των οθωμανίδων στο χαρέμι, τις συζητήσεις των ανδρών στα καφενεία, τις καταχρήσεις όπως το όπιο και το ποτό ή τις ομοφυλοφιλικές αποκλίσεις, αποφεύγοντας όμως λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να σκανδαλίσουν.)[16]

Η θεματολογία του Esquisses de Moeurs Turques συγκλίνει σε αρκετά σημεία με εκείνη των περιηγητικών και άλλων κειμένων του ευρωπαϊκού και του νεοελληνικού ανατολισμού της ίδιας περιόδου.[17]

Πιο συγκεκριμένα, ο Παλαιολόγος προβάλλει μια σειρά από χαρακτηριστικά του Οθωμανικού βίου, τα οποία εμφανίζονται τυποποιημένα, όπως ο θρησκευτικός φανατισμός, η μοιρολατρία, η διαφθορά και η δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού, ο δεσποτισμός, η ακαμψία απέναντι σε κάθε είδους μεταρρύθμιση, η προκατάληψη απέναντι στα επιστημονικά και τα τεχνολογικά επιτεύγματα που προέρχονται από τη Δύση.

Το γεγονός ότι επέλεξε να συμπεριλάβει στους διαλόγους του πολλά πρόσωπα και των δύο φύλων, διαφορετικών επαγγελματικών και κοινωνικών θέσεων, του δίνει την ευελιξία να κινηθεί άνετα σε αυτό το ευρύ φάσμα θεμάτων: Επίσης καθώς από διάλογο σε διάλογο μετατοπίζει το βλέμμα του σε διαφορετικές γωνίες της Οθωμανικής επικράτειας (Κωνσταντινούπολη, Βλαχία, Αθήνα, Γιάννενα, Θεσσαλία, Μακεδονία), επιτυγχάνει να καταδείξει πως τα όσα περιγράφει αφορούν μια μεγάλη γεωγραφική έκταση, η οποία μάλιστα δεν περιορίζεται στο Ασιατικό τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά επεκτείνεται και στο Ευρωπαϊκό, και κατά συνέπεια ότι επηρεάζουν μεγάλο όγκο πληθυσμού και μεγάλο αριθμό διαφορετικών εθνών.

 

Παίρνει θέση στο ζήτημα της συνέχειας

του ελληνικού έθνους, απορρίπτοντας

την προσφώνηση «Ρωμιοί» και προκρίνοντας

την ονομασία «Έλληνες»

 

Ένα άλλο μεγάλο θέμα που θίγεται στο Esquisses de Moeurs Turques είναι οι σχέσεις των Οθωμανών με τους άλλους λαούς: αφενός μεν με τους υποτελείς της Πύλης, ιδίως τους Έλληνες, και αφετέρου με τους Ευρωπαίους, γεγονός το οποίο δίνει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να τοποθετηθεί απέναντι στην ελληνική υπόθεση.

Η οπτική του Παλαιολόγου ευθυγραμμίζεται εν πολλοίς με την επιχειρηματολογία αρκετών φιλελληνικών κειμένων της εποχής: Θίγοντας π.χ. το ζήτημα της αρχαιοκαπηλίας και της καταστροφής των αρχαίων μνημείων (12ος  διάλογος) επικαλείται τον θαυμασμό των Ευρωπαίων για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Αποτυπώνοντας το μίσος των Οθωμανών για τους Χριστιανούς [18], τις ωμές σφαγές αθώων πολιτών ιδίως από τους γενίτσαρους, τις υφαρπαγές ξένων περιουσιών και τους βιασμούς γυναικών [19] καταγγέλλει την κατάλυση κάθε νομιμότητας στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προβάλλοντας παράλληλα εμμέσως τα φιλελεύθερα αιτήματα της δικαιοσύνης, της ισότητας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας του λόγου. Επίσης, ενημερώνοντας τους Ευρωπαίους αναγνώστες για τις πολυάριθμες επαναστατικές εστίες των Ελλήνων και την νικηφόρο έκβαση αρκετών μαχών σε στεριά και θάλασσα, [20] επιδιώκει να τους πείσει ότι ο Ελληνικός Αγώνας έχει στερεωθεί για τα καλά και δεν είναι ένα πρόσκαιρο πυροτέχνημα, όπως αρχικά θεωρούσαν. [21] Ενώ πληροφορώντας τους αφενός μεν για τη διείσδυση των μοναρχικών Αυστριακών στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, ιδίως σε σχέση με την αναδιοργάνωση του τουρκικού στρατού (14ος  και 20ος διάλογος), και αφετέρου για τις Ρωσικές διεκδικήσεις (11ος  διάλογος), το Ρωσικό Τελεσίγραφο (20ος διάλογος) και την προφητεία για το ξανθό γένος (171, 383), επιδιώκει να κινητοποιήσει και τα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά κράτη προκειμένου να αναλάβουν ενεργό δράση υπέρ των Ελλήνων.

Κι αν στο πλαίσιο των διαλόγων η προβολή των παραπάνω θέσεων γίνεται με έμμεσο τρόπο, ο συγγραφέας καθιστά σαφέστερες τις προθέσεις του στις σημειώσεις που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου και καταλαμβάνουν έκταση 64 σελίδων. Σε αρκετές από αυτές απλώς μεταφέρονται με αποστασιοποιημένο και ουδέτερο ύφος συμπληρωματικές γεωγραφικές, ιστορικές και γλωσσικές πληροφορίες ή λεπτομέρειες σχετικά με τα έθιμα της Ανατολής, που δεν γινόταν να ενσωματωθούν στο κυρίως σώμα των διαλόγων.

Σε άλλες, παρατίθενται αποσπάσματα από το κοράνι, από νομικούς ή στρατιωτικούς κώδικες, και από γνωστά περιηγητικά ή άλλα κείμενα που ανατέμνουν τα οθωμανικά ήθη, όπως του J. Ε. Beauvoisins, του R. Chandler, του F. Pouqueville, του Du Vigneau, του C. Ε. Savary, του Μ. D’ Ohson κ.ά., προκειμένου να δοθεί στο κείμενο του Παλαιολόγου η αίσθηση της αυθεντικότητας και της αξιοπιστίας. Τα αποσπάσματα τίθενται εντός εισαγωγικών, ενίοτε δε προσδιορίζεται το κεφάλαιο ή η σελίδα από την οποία προέρχεται το παράθεμα. Εδώ προκύπτουν βεβαίως αρκετά ζητήματα που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης: πόσο αξιόπιστες είναι τελικά οι πηγές που επικαλείται ο Παλαιολόγος προς επίρρωσιν της εγκυρότητας των δικών του ισχυρισμών (π.χ. το -σαφών φιλελληνικών προαιρέσεων – άνισο έργο τού Pouqueville). Κατά πόσο στηρίχτηκε ο Παλαιολόγος σε αυτές τις πηγές για την ανεύρεση υλικού; Με ποιον δηλαδή τρόπο και σε ποιο βαθμό τις αξιοποίησε – πέραν των σημειώσεων – και για τη συγκρότηση των ίδιων των διαλόγων του; Σε σχόλιό του ο Παλαιολόγος μας δίνει κάποια ιδέα για τον τρόπο με τον οποίο εργάστηκε: στην προσπάθεια του να αναπτύξει πληρέστερα τα θέματά του παραδέχεται ότι άντλησε στοιχεία που μπορεί να αφορούν διαφορετικές ιστορικές περιόδους ή διαφορετικά ιστορικά πρόσωπα. «Δεν ανέλαβα να γράψω την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», ξεκαθαρίζει, «αλλά μονάχα να γνωστοποιήσω τα ήθη και τα έθιμα των Οθωμανών», γι’ αυτό και ως μόνη και απαρέγκλιτη αρχή του είχε καθετί που γράφει και βασίζεται σε γεγονότα (395).

Ενδιαφέρον έχει, πάντως, να δούμε πώς ο Παλαιολόγος σχολιάζει πλέον εδώ ανοιχτά μια σειρά θεμάτων. Μεταξύ άλλων μιλάει με υπερηφάνεια για τις πολεμικές επιδόσεις του Κανάρη (399) και με αγανάκτηση για τις σφαγές των Ελλήνων (π.χ. 399). Εκφράζει ευθέως τη διαφωνία του με τα φιλοτουρκικά δημοσιεύματα της Quotidienne (395-396) και τις αναξιόπιστες συγγραφικές πρακτικές κάποιων ευρωπαίων ταξιδιωτών (π.χ. 379, 385, 395-96), που στηρίζονται αποκλειστικά στις μονόπλευρες μαρτυρίες των Τούρκων. Παίρνει θέση στο ζήτημα της συνέχειας του ελληνικού έθνους, απορρίπτοντας την προσφώνηση «Ρωμιοί» και προκρίνοντας την ονομασία «Έλληνες» (357). Στρέφεται κατά του θρησκευτικού φανατισμού και της μοιρολατρίας των μουσουλμάνων, την οποία αποκαλεί γελοία (357, 369, 373 κ.ά.).[22]

Σε γενικές γραμμές, όμως, δεν παρασύρεται σε προπαγανδιστικές ακρότητες ή σε υβριστικούς χαρακτηρισμούς εναντίον των Τούρκων, όπως συνέβαινε σε αρκετά φυλλάδια ή μαχητικά άρθρα της δεκαετίας του 1820. Ούτε περιορίζεται σε μια συλλήβδην απόρριψη του Οθωμανικού κόσμου. [23] Ο Παλαιολόγος αποδίδει πολιτικές και ηθικές ευθύνες για το αδιέξοδο της χώρας κυρίως στους κρατούντες: Ασκεί σκληρή αλλά καλοζυγισμένη κριτική στην πολιτική του Σουλτάνου και των υπουργών του, που, όπως υποδεικνύει, έχει ολέθριες επιπτώσεις και στους ίδιους τους Τούρκους. [24] Παρουσιάζει, τέλος, στο κοινό και μια μειοψηφία Οθωμανών η οποία επιζητά μεταρρυθμίσεις (13ος  και 16ος  διάλογος).

Αυτό που αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης διαβάζοντας το Esquisses de Mazurs Turques είναι ότι, κάνοντας λόγο για τα οθωμανικά ήθη, ο Παλαιολόγος επιδιώκει να μιλήσει γενικότερα για την ηθική, όπως υποδεικνύεται και από το απόφθεγμα που παραθέτει στο εξώφυλλο του βιβλίου: «Le vice n’ arrive dans le monde que par l’ ignorance des choses qui constituent la vertu.» Και σε αυτή την περίπτωση η ηθική συνδέεται με τις φιλελεύθερες διαφωτιστικές αντιλήψεις της Δύσης ενώ η ανηθικότητα με τις πρακτικές της Ανατολής. Οι διάλογοι του Esquisses de Moeurs Turques αντικατοπτρίζουν ακριβώς αυτή την αντιπαράθεση του ιδεολογικοί) και πολιτικο-κοινωνικού συστήματος της Ανατολής και της Δύσης. Κι αυτό που κατά ειρωνικό τρόπο προκύπτει είναι ότι λόγω της αδιαλλαξίας των Οθωμανών είναι τελικά αδύνατη η πραγματοποίηση διαλόγου, είναι αδύνατη η επικοινωνία μεταξύ των δύο κόσμων.[25]

Η αντιπαράθεση Δυτικού και Ανατολικού κόσμου επανέρχεται 12 χρόνια αργότερα στον Πολύπαθη (1839), το πρώτο, ηθογραφικών και πάλι προθέσεων, μυθιστόρημα του Παλαιολόγου, όταν βέβαια οι συνθήκες για τους Έλληνες είναι πολύ διαφορετικές. Και εδώ ο συγγραφέας αφιερώνει αρκετές σελίδες για την περιγραφή των Οθωμανικών ηθών, για τις οποίες, όπως αρχικά επισήμανε η Φαρίνου και διεξοδικά κατέδειξε με τις πολυάριθμες συγκριτικές επισημάνσεις του ο Tonnet, μεταφέρθηκαν αρκετές σκηνές και μοτίβα από το Esquisses de Moeurs Turques.[26]

Και στο πλαίσιο του Πολυπαθούς ο Παλαιολόγος επισημαίνει αρκετές αδυναμίες της Οθωμανικής κοινωνίας (π.χ. 22-26, 87-107).[27] Δεν παραλείπει, όμως, να αναφερθεί επίσης στα θετικά βήματα που έχουν αρχίσει πλέον να σημειώνονται στον οθωμανικό χώρο. Προβαίνει μάλιστα κάποτε σε συγκρίσεις με τη Δύση, συχνά δε εις βάρος της δεύτερης. Θίγοντας, π.χ. το θέμα της κρατικής ασυδοσίας, ο συγγραφέας υπογραμμίζει σε υποσημείωση την περιστολή των καταχρήσεων επί Σουλτάν Μαχμούτ και συνεχίζει:

 

«Ο Σουλτάν Απδούλ Μετζίτης, όχι μόνον ακολουθεί τα προοδευτικά ίχνη του πατρός του αλλά δίδει παραδείγματα, άξια να τα μιμηθώσι τινές των Ευρωπαϊκών και Χριστιανικών Δυνάμεων. Όλοι οι επιθυμούντες την πρόοδον του ανθρωπίνου γένους εύχονται την πραγματοποίησιν και την διατήρησιν αυτών των θεσμοθεσιών, διά των οποίων μόνον θα ευτυχήση το οθωμανικόν Κράτος» (104).

Για να καταλήξει: «[…] αν και οι Οθωμανοί έχουν, ένεκα της αμαθείας των, πολλάς προλήψεις και άλλα τινά ελαττώματα, είναι όμως ειλικρινέστεροι εις την φιλίαν των και τιμιώτεροι εις τα συναλλάγματά των από πολλά χριστιανικά έθνη.» (104).

Ενώ σε άλλο σημείο, αναφερόμενος στην ηθική των γυναικών, ο ήρωάς του δηλώνει ότι προτιμά τα «ήθη των Ασιανών» (206). Χαρακτηριστική είναι, όμως, και σχετική σημείωσή του στον Ζωγράφο (1842), το δεύτερο μυθιστόρημά του: Εδώ ο Παλαιολόγος χαρακτηρίζει, με κάποια ίσως υπερβολή, την Οθωμανική Κυβέρνηση «φρονιμωτέρα» έναντι των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων λόγω των απαγορεύσεων που έχει επιβάλει για την περιστολή της χαρτοπαιξίας: «Ίσως τινές ονομάζουν τούτο περιορισμόν της ελευθερίας· [σχολιάζει] αλλ’ ας μάθουν, ότι εις την Τουρκίαν είναι περισσοτέρα ελευθερία, παρά εις πολλά άλλα Ευρωπαϊκά κράτη. Τουλάχιστον, όχι μόνον βιβλία και εφημερίδες παντός είδους αναγινώσκονται δημοσίως, και καθείς ομιλεί ελευθέρως ό,τι φρονεί, αλλ’ ο λαός ψάλλει εις τας οδούς αυτής της Πρωτευούσης άσματα, διά τα οποία η Αστυνομία και αυτών των Παρισίων ήθελε φυλακίσει τους τραγωδιστάς».[28]

 

 

Ερχόμενος στην Ελλάδα, ο ήρωας του

θα διαπιστώσει φατριασμούς

και αναξιοκρατία που εμποδίζουν την πολυπόθητη

αλλά ουδόλως διαφαινόμενη Αναγέννηση του Έθνους.

 

 

Επιπλέον, εκμεταλλευόμενος τις περιπλανήσεις του ήρωά του, που δεν περιορίζονται μόνο στον Ανατολικό χώρο, αλλά επεκτείνονται στη Ρωσία και σε μια σειρά δυτικών κρατών, ο συγγραφέας θα αδράξει την ευκαιρία να αποτυπώσει τα ήθη και τα ελαττώματά της Δύσης.[29] Θα απορρίψει, διά στόματος του ήρωά του, συλλήβδην τα ήθη των Ρώσων (76) και θα διαπιστώσει στο τέλος του ταξιδιού του μελαγχολικά πόσο «σπανία είναι σήμερον η ηθική αύτη! Μάλιστα εις τας πολιτισμένος κοινωνίας» (206). «Φαίνεται ότι ο άνθρωπος είναι παντού ο αυτός και τοιούτος θα μείνη μέχρι της συντέλειας των αιώνων» (232), καταλήγει.

Ερχόμενος εν συνεχεία στην Ελλάδα, ο ήρωας του θα διαπιστώσει φατριασμούς και αναξιοκρατία που εμποδίζουν την πολυπόθητη αλλά ουδόλως διαφαινόμενη Αναγέννηση του Έθνους. Ο Παλαιολόγος, πάντοτε διά στόματος του ήρωά του, σαφώς θα εξακολουθεί, όπως και στο Esquisses de Moeurs Turques, να εκφράζει «το φιλελεύθερο πνεύμα του μετριοπαθούς Διαφωτισμού»,[30] θεωρώντας πως εκεί βρίσκεται η μόνη λύση για τη βιωσιμότητα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους: «Η παιδεία και ο καιρός, με την σύμπραξιν εμφρόνου Κυβερνήσεως, θα βελτιώσουν βαθμηδόν τα ήθη» (228), θέλει να ελπίζει. Από το κείμενο διακρίνεται πάντως η απογοήτευση του από την τρέχουσα κατάσταση του Έθνους, την οποία σκιαγραφεί με ιδιαιτέρως καυστικό τρόπο στα δύο τελευταία κεφάλαια. Στο τέλος του βιβλίου ο Παλαιολόγος παρουσιάζει τον ήρωά του, Φαβίνη, του οποίου ο όψιμος γάμος με τη Ρωξάνδρα δίνει αφορμή στον «φιλόμωμον κόσμον να γελάση» (242) να αποσύρεται στην εξοχή, διατηρώντας όμως την επικοινωνία του με τα τεκταινόμενα στον πολιτικό χώρο.

 

Άποψη των τειχών της αρχαίας Τίρυνθας. Στο πρώτο επίπεδο απεικονίζεται η Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας (σήμερα Αγροτικές Φυλακές), την οποία ίδρυσε ο Ιωάννης Καποδίστριας. Στο βάθος διακρίνονται το Ναύπλιο και το Μπούρτζι.

 

Η στάση του Παλαιολόγου όπως αποτυπώνεται στον Πολύπαθη, ενδεχομένως συνδέεται με τις προσωπικές απογοητεύσεις που βίωσε ο συγγραφέας ερχόμενος στην Ελλάδα: Τα φιλόδοξα γεωπονικά του σχέδια ναυάγησαν, ο ίδιος διώχθηκε από το Αγροκήπιο της Τίρυνθας και έκτοτε δεν χρησιμοποιήθηκε σε τομείς της αρμοδιότητάς του. Επιπλέον, η κριτική εξαπέλυσε εναντίον του δριμεία επίθεση όταν εξέδωσε τον Πολύπαθη, ενώ το δεύτερο μυθιστόρημά του, Ο ζωγράφος, που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη, είχε αποκλειστικά ετερόχθονες συνδρομητές. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Παλαιολόγος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Αρχικά απασχολήθηκε στην εκεί ελληνική πρεσβεία, ενώ σύμφωνα με την νεκρολογία του εργάστηκε για λογαριασμό του τουρκικού κράτους για την ανασυγκρότηση των ταχυδρομείων.

Πολυταξιδεμένος και πολυπαθής ο Κωνσταντινουπολίτης Γρηγόριος Παλαιολόγος θα εμπνέεται από τα φιλελεύθερα ιδανικά της Δύσης, χωρίς να μπορεί να απαρνηθεί τα παράλια του Βοσπόρου, τα οποία τόσο συγκινημένος περιγράφει σε σημείωσή του στο Esquisses de Mοeurs Turques (400).

 

Υποσημειώσεις


  1. Από την εκτεταμένη σχετική βιβλιογραφία, βλ. ενδεικτικά: Κ. Θ. Λημαράς (επιμ.), Περιηγήσεις στον ελληνικό χώρο, Αθήνα 1967· Λ. Δρούλια, «Η δικαίωση του αγώνα στα ξενόγλωσσα ελληνικά κείμενα του 1821», περ. Νέα Εστία, (Χριστούγεννα 1970), σ. 286-93· Droulia, Philhellénisme. Ouvrages inspirés par la guerre de I’indépendance grecque, 1821-1833. Repertoire bibliographique, K.N.E./E.I.E, Αθήνα 1974· Απ. Βακαλόπουλος, «Ο φιλελληνισμός μέσα στο πλαίσιο των μεγάλων ευρωπαϊκών ιδεολογικών ρευμάτων», Ιστορία του νέου ελληνισμού, τόμ. Ε’, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 568-609· Κ. Σιμόπουλος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21: απομνημονεύματα, χρονικά, ημερολόγια, υπομνήματα, αλληλογραφία εθελοντών, διπλωματικών, ειδικών απεσταλμένων, περιηγητών, πρακτόρων κ.ά., 5 τόμοι, Αθήνα2 1984-1990· Βιγγοπούλου, Ρ. Πολυκανδριώτη, «Περιηγητικά κείμενα για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο 15ος—19ος αιώνας. Κατάλογος Συντομευμένων τίτλων», στον τόμο: Περιηγητικά θέματα. Υποδομή και προσεγγίσεις, Τετράδια Εργασίας, τόμ. 17, Κ.Ν.Ε/Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1993, σ. 17-157· S. Moussa, La relation orientate: enquête sur la communication dans les récits de voyage en Orient, 1811-1861, Klincksieck, Παρίσι 1995.
  2. Esquisses de Mceurs Turques au XIXe siècle; ou scènes populates, usages religieia; cérémonies publiques, vie intérieure, habitudes societies., idées politiques des Mahométans, en fotine de dialogues. Paris, Moutardier, 1827, σ. XVI + To κείμενο μεταφράστηκε στα ολλανδικά το 1829. (Βλ. Μ. X. Χατζηιωάννου, «Ο θάνατος τον Δημοσθένους του Ν. Σ. Πίκκολου και ο Γρ. Παλαιολόγος», Μνημών 9 (1984), σ. 248, σημ. 4 και Γ. Φαρίνου, «Γρηγόριος Παλαιολόγος», στο: Η παλαιότερη πεζογραφία μας, Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τόμ, Γ, Σοκόλης, Αθήνα 1996, σ. 359.) Να αναφερθεί εδώ ότι το φιλελληνικό κομιτάτο είχε συνδράμει οικονομικά προκειμένου ο Παλαιολόγος να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του στο Παρίσι. Τον βοήθησε επίσης αργότερα προχειμένου να εκδώσει κάποια γεωπονικά του συγγράμματα και να εφαρμόσει τα γεωπονικά του προγράμματα στην ελληνική επικράτεια. (Βλ. Γ, Φαρίνου, «Γρηγόριος Παλαιολόγος», ό.π., σ. 156).
  3. The Death of Demosthenes. A Tragedy in Four Acts in Prose. Translated from the Modern Greek by Gregorios Paleologos, of Constantinople. Cambridge. Printed for the Author and Sold by Richard Newby, Trinity Street, 1824, σ. X + Βλ. Μ. X. Χατζηιωάννου, ό.π., σ. 247-54, όπου και στοιχεία για τις διασυνδέσεις του Παλαιολόγου με το αγγλικό φιλελληνικό κομιτάτο.
  4. Βλ. Μ. X. Χατζηιωάννου, ό.π., σ. 249.
  5. Βλ. και την αφιέρωση στον Lieutenant – Général Alexandre Lameth, ο οποίος, όπως σημειώνει ο Παλαιολόγος, είναι «un des premiers, avez tendu unemain secourable à la Grèce abandonnée, el qut avez été un des plus zéJés et des plus constants défenseurs de notre sainte cause».
  6. Βλ. την επιστολή του Κόμη Lasteyrie με ημερομηνία 8 Σεπτεμβρίου 1829, στην οποία ο Παλαιολόγος φέρεται να μην έχει αποχωρήσει ακόμη για την Ελλάδα. Η επιστολή παρατίθεται στο: Ελένη Κούκκου, Ιωάννης Καποδίστριας. Ο άνθρωπος – ο διπλωμάτης, Εστία, Αθήνα2 1984, σ. 316, 406, (Πληροφορία από: Gr, Palaiologue, L’ Homme aux mille mésaventures, μτφρ., εισαγ., επιμ., H. Tonnet, L’ Harmattan, Παρίσι 2000, σ. 14).
  1. Βλ. και Γ. Φαρίνου, «Γρηγόριος Παλαιολόγος», ό.π., σ. 161. Στις πρακτικές των ξένων περιηγητών επανέρχεται και στο κυρίως κείμενο του Esquisses de Moeurs Turques (π.χ. σ, 143-44) αλλά και στις σημειώσεις του (Βλ, παρακάτω).
  2. Βλ. αντιστοίχως Γ. Φαρίνου, «“Ελληνικός Ζιλβλάσιος;” Ο Πολνπαθής του Γρ. Παλαιολόγου», ΕΕΦΣΑΠΘ 1 (1991), σ. 311 και Η. Tonnet, «Κωνσταντίνος Ράμφος», στο: Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τόμ. Δ’, Σοκόλης, Αθήνα 1996, σ. 298.
  3. Ο διάλογος, έμμετρος ή πεζός, αυτόνομος ή ενσωματωμένος σε διάφορα λογοτεχνικά είδη, έχει μια μακρά ιστορία, με ποικίλες ειδολογικές διακλαδώσεις, τόσο στις δυτικοευρωπαϊκές όσο και στις ανατολικές γραμματείες, και με ιδιαίτερη διάδοση κατά τον 18° αιώνα στον ελληνικό και στον ευρύτερο Βαλκανικό χώρο. Όπως σημειώνει ο Γ. Κεχαγιόγλου: «[…] στιχομυθία, διάλογος και πρόσωπα-χαρακτήρες απαντούν και σε μεγάλο αριθμό πεζών θεατρικοίν έργων, πεζών έργων με δραματικό περιεχόμενο και δοκιμιακών-στοχαστικών έργων, από τα αιγαιοπελαγίτικα «θρησκευτικά δράματα» του Μπαρόκ ως το Κριτήριον ή Διάλεξις του Σοφού με τον Κόσμον του πολυγλώσσου μολδαβοΰ Καντεμίρη (Dimitrie Cantemir) και τους διαλόγους της φαναριώτικης γραμματείας, από τους πρώτους Μαυροκορδάτους ως τον Κοραή, την παρέα του και τους αντιπάλους του, τον Σολωμό.» («Γραμματολογική εισαγωγή. Η αφηγηματική πεζογραφική παραγωγή της “παλαιότερης” γραμματείας μας: δεδομένα, παρεξηγήσεις, προτάσεις. Μερικές πρώτες προϋποθέσεις και σταθμίσεις», στο: Η Παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τόμ. ΒΊ, Σοκόλης, Αθήνα 1999, σ. 1). Το περιορισμένο πλαίσιο της παρούσας ανακοίνωσης δεν επιτρέπει την απαιτούμενη διερεύνηση της σχέσης του Esquisses de Moeurs Turques, με την παράδοση (/παραδόσεις). Για το διαλογικό είδος στον δυτικοευρωπαϊκό χοίρο, βλ. ενδεικτικά S. Guellouz, Le dialogue, Presse Universitaires de France, Παρίσι 1992 (όπου και εκτενής περαιτέρω βιβλιογραφία). Για τον διάλογο κατά τον 18° και κυρίως τον 19ο αιώνα στον νεοελληνικό χοίρο, βλ. Παν, Μουλλάς, «Εισαγωγή», στο: Η Παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσιιιο πόλεμο, τόμ. Α’, Σοκόλης, Αθήνα 1998, σ. 39-49.
  1. Γράφει ο Παλαιολόγος στην εισαγοιγή: «J’ ai préféré cette méthode, parce que je la crois la plus propre â intéresser le lecteur, et â adoucir I’indignation que pourraient lui inspirer les vices, les atrocites el les horreurs du fanatisme.» (ix)
  2. Βλ. «Pictures of Turkish Manners and Opinions», περ. Oriental Herald, τχ. 14 (Ιούλιος 1827), σ. Η μετάφραση είναι της Γ. Φαρίνου («Γρηγόριος Παλαιολόγος», ό.π., α. 161).
  3. Σχετικά με το φωνητικό-ορθογραφικό σύστημα που υιοθετεί ο Παλαιολόγος για την καταγραφή των τουρκικών λέξεων, βλ. τη σχετική σημείωση του Παλαιολόγου (348-349) και Γ. Κεχαγιόγλου, «Εισαγωγή», στο: Βασίλειος-Μιλτιάδης Νικολαΐδης, Αλί-Χουρσίντ Μπέης. Επει- σόόιον της ελληνικής επαναστάσεως, επιμ. Γ. Κεχαγιόγλου, Νεφέλη, Αθήνα 2001, σ. 99-100, σημ. 77.

[13] Όπως σημειώνει και ο Edward Said: «Καθένας που γράφει για την Ανατολή πρέπει να τοποθετηθεί πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι της· μεταφρασμένη σε κείμενο, αυτή του η θέση περικλείνει το είδος της αφηγηματικής φωνής που υιοθετεί, τον τύπο δομής που οικοδομεί, τα είδη των εικόνων, των θεμάτων, των μοτίβων που ανακυκλώνονται μέσα στο κείμενό του – που όλα συνοψίζονται, εντέλει σε εσκεμμένους τρόπους ν’ απευθυνθεί στον αναγνώστη περικλείνοντας την Ανατολή και, τελικά, να την εκπροσωπήσει ή να μιλήσει για λογαριασμό της.» (Οριενταλασμός, μτφρ. Φ. Τερζάκης, Νεφέλη, Αθήνα 1996, σ. 33).

[14] Χαρακτηριστικός από αυτήν την άποψη είναι π.χ. ο δραματικός μονόλογος της Khadidgé, η οποία εκθέτει τη δυστυχία της και τη δυστυχία αρκετών Οθωμανίδων (34-35) ή το καταγγελτικό ξέσπασμα ενός Οθωμανού ναύτη εναντίον της υποκρισίας των ομοθρήσκων του (321-22).

[15] Σχετικά με τα θέματα και τα μοτίβα τα οποία πραγματεύεται ο Παλαιολόγος στο Esquisses de Moeurs Turques, βλ. και Γ. Κεχαγιόγλου, «Εισαγωγή», ό.π., σ. 98-99, σημ. 76.

[16] Όπως δήλωνε και στον πρόλογο: «Je passerai même sous silence mille choses qui auraient pu blesser la pudeur et le sentiment des convenances», (x) Έτσι, π.χ. στη σελ. 200 διακόπτει την αφήγηση ενός επεισοδίου με ομοφυλοφιλικό περιεχόμενο, για λόγους σεμνοπρέπειας.

[17] Σχετικά με τη θεματολογία των περιηγητικών κειμένων και των κειμένων του Ευρωπαϊκού ανατολισμού της περιόδου, βλ. παραπάνω, υποσημείωση αρ. 1. Ένα πρώτο διάγραμμα του νεοελληνικού ανατολισμού δίνεται στο: Γ. Κεχαγιόγλου, «Νεοελληνικός ανατολισμός: Συνέχεια και ασυνέχεια στις γραμματειακές προσεγγίσεις του Αραβικού κόσμου», στο: Μνήμη Λίνου Πολίτη. Φιλολογικό μνημόσυνο και επιστημονική συνάντηση, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 157-65. Ειδικότερα όσον αφορά το Esquisses de Moeurs Turques και τη σχέση του με άλλα κείμενα του νεοελληνικού ανατολισμού, θα περιοριστώ εδώ στην περίπτωση του Αλί-Χονρσίντ Μπέη, του Β. Μ. Νικολάιδη που όπως επισημαίνει ο Γ. Κεχαγιόγλου, παρουσιάζει αρκετές θεματικές και άλλες ομοιότητες με το κείμενο του Παλαιολόγου. (Βλ. Γ. Κεχαγιόγλου, «Εισαγωγή», ό.π., σ. 97-100).

[18] Π.χ. σ. 100, 114, 132, 284, 298 και σε πολλά άλλα σημεία. Επίσης, συχνά παρουσιάζονται οι Τούρκοι να βρίζουν τους Χριστιανούς, αποκαλώντας τους «chiens» (σκυλιά).

[19] Π.χ. τρίτος, πέμπτος, δέκατος και δέκατος πέμπτος διάλογος.

[20] Π.χ. σ. 54,169,177, 299, 311-15, 338, 339.

[21] Χαρακτηριστική είναι επίσης η αναφορά κάποιων Οθωμανών σε προφητικά βιβλία που προβλέπουν ότι οι Έλληνες θα νικήσουν τους Τούρκους κι ότι επίκειται το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (235-236) όπως και η πληροφορία ότι πολλές αρχοντικές οικογένειες Τούρκων επιλέγουν να θάβουν τους δικούς τους στο Σκούταρι, στο Ασιατικό τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι τάφοι δεν θα πέσουν κάποτε στα χέρια των Χριστιανών (388).

[22] Να σημειωθεί ότι ο Παλαιολόγος στρέφεται συλλήβδην κατά του θρησκευτικού φανατισμού, επισημαίνοντας ότι το φαινόμενο δεν εντοπίζεται μονάχα στο Ισλάμ, αλλά και στους κόλπους του Χριστιανισμού (357).

[23] Π.χ. εντοπίζει μεν στο Κοράνι αντιφάσεις και παραλογισμούς, υποστηρίζει όμως ότι περιέχει και αρκετά λογικά πράγματα και ωραία γνωμικά. Κατά την άποψή του, το πρόβλημα είναι ότι οι διδαχές από το Κοράνι ερμηνεύονται και μεταφράζονται σχεδόν πάντοτε σύμφωνα με το συμφέρον του φανατισμένου κλήρου ή του διεφθαρμένου και βάναυσου κράτους (373).

[24] Γράφει χαρακτηριστικά: «Les injustices et les cruautés de la politique du sultan et des ses ministres ne pèsent pas seulement sur les sujets tributaires, elles se font sentir sur les Turcs eux- memes. Musulmans ou chrétiens, pauvres ou riches, petits ou grands, tous partagent les malheurs et les vexations auxquels donne naissance ce gouvernement absurde et sanguinaire» (365).

[25] Την αδυναμία πραγματοποίησης διαλόγου μεταξύ των δυο κόσμων αντικατοπτρίζει με ιδιαίτερα εύγλωττο τρόπο ο 16ος διάλογος.

[26] Βλ. Γ. Φαρίνου, «Γρηγόριος Παλαιολόγος», ό.π., σ. 161, σημ. 6 και Gr. Palaiologue, ό.π., passim. Συμπληρωματικές επισημάνσεις γίνονται και στο Π. Αποστολή, Το πικαρικό μυθιστόρημα και η παρουσία του στον ελληνικό 190 αιώνα (Από τον Ερμήλο ως την Πάπισσα Ιωάννα), αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2003, σ. 170-71.

[27] Οι παραπομπές στον Πολύπαθη αφορούν την έκδοση: Γρ. Παλαιολόγος, Ο πολυπαθής, εισαγ.- επιμ. Ά. Αγγέλου, Ερμής, Αθήνα 1989. Για το θέμα βλ. Και Π. Αποστολή, ό.π., σ. 174-76.

[28] Βλ. Γρ. Παλαιολόγος, Ο ζωγράφος, εισαγ.-επιμ. Ά. Αγγέλου, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1989, σ. 226-27.

[29] Βλ. Γ. Φαρίνου, «“Ελληνικός Ζιλβλάσιος;” Ο Πολύπαθης του Γρ. Παλαιολόγου», ό.π., σ. 311- 12 και Π. Αποστολή, ό.π., σ. 177-80,187.

[30] Γ. Φαρίνου, «“Ελληνικός Ζιλβλάσιος;” Ο Πολυπαθής του Γρ. Παλαιολόγου», ό.π., σ. 315.

 

* Η ανακοίνωση αυτή αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης μελέτης που ετοιμάζω για το θέμα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω και από εδώ τη Ράνια Πολυκανδριώτη, τη Στέση Αθήνη και τον Λάμπρο Βαρελά για τις χρήσιμες υποδείξεις τους.

Πέρσα Αποστολή*

Διδάκτωρ Φιλολογίας, Διδάσκουσα στο ΕΑΠ

«Ο ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα», Πρακτικά του Γ’ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (Βουκουρέστι, 2-4 Ιουνίου 2006), επιμ. Κ. Α. Δημάδης, Ελληνικά Γράμματα, 2007.

 

* Η Πέρσα Αποστολή είναι απόφοιτη Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (Β.Α., Ph.D.) και του King’sCollegeτου Πανεπιστημίου του Λονδίνου (M.A.). Η διδακτορική της διατριβή είχε θέμα: «Το πικαρικό μυθιστόρημα και η παρουσία του στον ελληνικό 19ο αιώνα». Από το 2003 εργάζεται ως μέλος Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας και Νεοελληνική Φιλολογία, 19ος-20ός αι.), ενώ έχει διδάξει ως Ειδική Επιστήμονας με βάση το Π.Δ. 407/80 στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Έχει επίσης συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας («Μεταπολιτευτικά περιοδικά, 1974 έως σήμερα») και της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών («Η γυναικεία λογοτεχνική και εικαστική παρουσία σε περιοδικά λόγου και τέχνης, 1900-1940»). Υπήρξε μέλος της ομάδας φιλολογικής επιμέλειας του Λεξικού Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2007), ενώ το 2011 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Περίπλους ο τόμος: Μαριέττα Γιαννοπούλου-Μινώτου, Η αυθεντική ιστορία τις πάπισσας Ιωάννας, που επιμελήθηκε φιλολογικά. Έχει λάβει μέρος σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια, ενώ μελέτες της έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά περιοδικά και σύμμικτους τόμους. Ερευνητικά ενδιαφέροντα: Πεζογραφία του 19ου και του 20ού αιώνα, περιοδικός τύπος (19ος-20ός αι.), συγκριτική φιλολογία, γυναικεία συγγραφική δραστηριότητα. Είναι τακτικό μέλος της Ελληνικής και της Διεθνούς Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 

 

 


Παλαιών Πατρών Γερμανός: Οδεύοντας προς το θρύλο

$
0
0

Παλαιών Πατρών Γερμανός: Οδεύοντας προς το θρύλο – Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης


 

Με αφορμή την εκδοτική σειρά «Οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας», [1] ήλθαν και πάλι στο προσκήνιο, με μεγαλύτερη ίσως ένταση, ορισμένα από τα πρόσωπα που προετοίμασαν ή υπηρέτησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το μεγαλύτερο γεγονός της ελληνικής ιστορίας, την Επανάσταση του 1821. Ανάμεσα στις προσωπικότητες αυτές μία από τις πιο ενδιαφέρουσες, μολονότι δεν έζησε όλη την διαδρομή της επαναστατικής δράσης και βέβαια την κορύφωσή της, δηλαδή την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1830), είναι ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός (1771-1826) [2] και μάλιστα για λόγους τελείως διαφορετικούς από αυτούς που, κατά τρόπο πλέον γνωστό σε όλη την έκτασή του, μία ιστορική αφήγηση επιχείρησε και εν πολλοίς κατάφερε να αναδείξει.

Συγκεκριμένα, ο Π. Πατρών Γερμανός γίνεται πρόσωπο οικείο σχεδόν στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού από τα πρώτα μαθητικά του χρόνια στην ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, σχεδόν βεβαιότητα, που τον θέλει να ευλογεί τα όπλα του Αγώνα στην Αγία Λαύρα Καλαβρύτων την 25η Μαρτίου 1821, σε αντίθεση με την κατάθεση των πηγών που προσδιορίζουν με σαφήνεια ότι ο Γερμανός τη μέρα αυτή πρωταγωνιστούσε στα επαναστατικά γεγονότα που διαδραματίζονταν, όμως, στην έδρα της μητρόπολής του, την Πάτρα. [3] Και αν αυτό στα προηγούμενα χρόνια ήταν απλώς μια διαπίστωση μεταξύ ειδικών και λιγότερο ειδικών, που συχνά αποτυπωνόταν και ως γραπτή παραγωγή, τώρα πια στις μέρες μας αρκεί μια απλή πληκτρολόγηση στο διαδίκτυο για να διαπιστώσει κανείς ότι η διάσταση αυτή συνεχίζεται και τα πάθη εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα, και βέβαια να εκφράζονται σε ένα άλλο ίσως επίπεδο.

Και όμως, ο Παλαιών Πατρών, ο οποίος βρέθηκε να είναι το κεντρικό πρόσωπο μιας αφήγησης την οποία φαίνεται να μην οργάνωσε ούτε καν στο αφετηριακό της μέρος, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα για άλλους λόγους, όπως κιόλας αναφέραμε, οι οποίοι σπάνια συναριθμούνται στις πράξεις του. Σκέπτομαι λ.χ. την εμπλοκή του στα αμέσως προεπαναστατικά γεγονότα και κυρίως τη σύμπραξή του με την ομάδα προυχόντων που συνεργάστηκαν με τον Βελή πασά, όταν ο τελευταίος διορίστηκε στο πασαλίκιο του Μοριά (1806-1812), σύμπραξη που η δημοσίευση του Αρχείου Αλή πασά[4] ενισχύει αποφασιστικά. Και ακόμα σκέπτομαι τον σχεδόν διετή εγκλωβισμό του στην Αγκώνα της Ιταλίας[5] – όπου είχε αποσταλεί εκ μέρους των επαναστατημένων Ελλήνων για να προβάλλει το ελληνικό πρόβλημα – και την επιστολική δραστηριότητα που από την πόλη αυτή πραγματοποιεί προς δεκάδες πρόσωπα για την ευόδωση των σκοπών της Επανάστασης, στοιχεία που μαζί με άλλα αναμένουν ακόμα τον συστηματικό μελετητή.

 

Γερμανός, ο Αρχιεπίσκοπος Παλαιών Πατρών. Λιθογραφία, A. Friedel. Λονδίνο, Ιανουάριος 1826.

 

Ας είναι. Όποιος άτυχε να ξεφυλλίσει τις σελίδες της τελευταίας βιογραφικής απόπειρας για τον Γερμανό [6] θα διαπίστωσε ότι για τον Γερμανό και το ταλαιπωρημένο αφήγημα για την Αγία Λαύρα, την ευλογία των όπλων και το λάβαρό της, και κυρίως για τον προσδιορισμό της μυθοπλασίας [7] αυτής ως αφετηρία του Αγώνα, κάνουμε μια σύντομη αναφορά απλώς για να το προσπεράσουμε, επειδή πιστεύουμε ότι η συζήτηση αυτή δεν έχει νόημα να συνεχίζεται, τουλάχιστον στην πραγματολογική της εκδοχή.

Επειδή όμως, όπως καλά γνωρίζουμε, ιστορία είναι και οι μύθοι και τα μυθολογικά της κενά, ακόμα και η πλαστογράφησή της, η λίγο πιο συστηματική ματιά στα πράγματα που οργανώθηκαν γύρω από τον Γερμανό προσκομίζει, αν όχι άγνωστα, πάντως ενδιαφέροντα στοιχεία. Δηλαδή φαίνεται ότι στη γραμμή καθιέρωσης της μορφής του Γερμανού στην πρώτη – πρώτη γραμμή των ηρώων του Αγώνα, υπάρχουν ορισμένα παράπλευρα αλλά πολύ ενδεικτικά έως γοητευτικά, θα έλεγα, στην αφέλειά τους στοιχεία, τα οποία είναι σκόπιμο να επαναφέρουμε στο προσκήνιο, στο πλαίσιο του ωραίου θέματος «Με τα μάτια των άλλων», γύρω από το οποίο κινήθηκε η συζήτηση ενός από τους τελευταίους κύκλους παρουσιάσεων των Σεμιναρίων της Ερμούπολης.[8]

Και τούτο, επειδή μπορεί να υποστηριχθεί ότι η επίσημη καθιέρωση [9] της 25ης Μαρτίου ως ημέρα έκρηξης της Επανάστασης στη συνάφειά της με την Αγία Λαύρα και τον Γερμανό, και βέβαια με τον ισχυρό συμβολισμό που εκπέμπει η γιορτή του Ευαγγελισμού, αποτέλεσε πράξη τέτοιας εμβέλειας ώστε η επίκληση των άλλων στοιχείων πέραν, ίσως, μιας αρκετά διευρυμένης αναπαραγωγής βιβλιογραφικού τύπου με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δεν κρίθηκε απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν ως ενισχυτικά επιχειρήματα. Φυσικά συγκροτούσαν ένα εν δυνάμει καλό οπλοστάσιο, στο οποίο η προσφυγή ήταν εύκολη, αλλά έως ένα μεγάλο βαθμό αυτό μάλλον δεν πραγματοποιήθηκε ή τουλάχιστον παρέμεινε στενά περιορισμένο· ή μήπως τα πράγματα έγιναν αλλιώς και όλα αυτά τα παράπλευρα μυθοπλαστικά στοιχεία συνέβαλλαν ώστε να καθιερωθεί η ηρωική προσωπικότητα του Γερμανού και, κυρίως, να συνδεθεί με αυτόν το μεγάλο γεγονός της έκρηξης του Αγώνα;

 

Μαρμάρινη προτομή του Παλαιών Πατρών Γερμανού στο Πεδίον του Άρεως, η οποία κατασκευάστηκε το 1937. Δημιουργός της προτομής ήταν ο Γεώργιος Συννέφας ο οποίος γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα (1880-1941). Η μαρμάρινη προτομή παρουσιάζει τον Παλαιών Πατρών Γερμανό σε μεγάλη ηλικία, με πλούσια γενειάδα και μακριά μαλλιά. Στη δεξιά πλευρά της προτομής βρίσκεται η υπογραφή του γλύπτη: «ΓΕΩΡ. Ι. ΣΥΝΝΕΦΑΣ. Στην πρόσοψη του βάθρου αναγράφεται: «ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΣ 1771-1826. Πρόκειται για ένα εκ των αγαλμάτων που «κοσμούν» τη «Λεωφόρο των Ηρώων» στο Πεδίον του Άρεως. Συγκεκριμένα, είναι γνωστό ότι από το 1918 ξεκίνησαν ενέργειες για την ανέγερση Πανελλήνιου Ηρώου στο Πεδίο του Άρεως. Τη δαπάνη θ’ αναλάμβανε η τότε κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός (με έρανο)! Το μεγαλόπνοο όμως σχέδιο περιορίστηκε απλά στη δημιουργία μιας «λεωφόρου» από ήρωες. Γι’ αυτό, ο τότε αρμόδιος υπουργός απευθύνθηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών ώστε η τελευταία ν’ αναθέσει στους καλύτερους Έλληνες γλύπτες τη φιλοτέχνηση μαρμάρινων προτομών, σε ακαδημαϊκό, ρεαλιστικό ιδίωμα. Στις 25 Μάρτη 1937 έγιναν τ’ αποκαλυπτήρια προτομών σε σχηματοποιημένες βάσεις των 2 μέτρων που στην πρόσοψή τους γράφεται το όνομα, η ημερομηνία γέννησης και θανάτου του ήρωα. (Φώτο και λεζάντα από τον ιστότοπο «Γλυπτά της Αθήνας»).

 

Ας δούμε όμως περί τίνος πρόκειται, με άλλα λόγια ας δούμε ποια μυθοπλαστικά, υπερβολικά ή μη τεκμηριωμένα στοιχεία συνδέθηκαν με τον βίο και τη δράση του Γερμανού, από την παιδική του ηλικία ακόμα, με άλλα λόγια πώς παρουσιάζεται στα μάτια των άλλων, πώς προσλαμβάνεται η προσωπικότητα του μητροπολίτη Π. Πατρών.

Αρχικά, όπως συμβαίνει συχνά με τους απανταχού ήρωες, υπάρχει η θαυματουργική επιβίωση από τους κινδύνους των πρώτων χρόνων της ζωής, δηλαδή η σύνδεση της γέννησης και των πρώτων παιδικών χρόνων με ορισμένες εμφατικές εκδηλώσεις, που αποτελούν τα σημεία, [10] που προκαθορίζουν τις εξελίξεις.

Στην περίπτωση του Γερμανού ο κίνδυνος και η αποσόβησή του προέρχεται από ένα φίδι που απειλεί τη ζωή του νηπίου, υπό δύο εκδοχές:

α) στην πρώτη βρίσκεται με τον πατέρα του στα χωράφια, παιδί στην κούνια, όταν δέχεται την επίθεση μεγάλου φιδιού, το οποίο αρχικά το νήπιο καθηλώνει με τα χέρια του και παράλληλα με τις φωνές του ειδοποιεί τον πατέρα του που σπεύδει, αντικρίζει τα καθέκαστα και τρέχει για να αρπάξει το ψαλίδι ενός βοσκού που κούρευε τα πρόβατά του εκεί κοντά, και με αυτό να κόψει στα δυο, το ήδη εξουδετερωμένο από τον μικρό Γεώργιο (έπειτα Γερμανό) φίδι.[11]

β) στη δεύτερη εκδοχή, το γεγονός διαδραματίζεται στην αυλή του σπιτιού τους και η εξουδετέρωση γίνεται τώρα από τη μάνα, με τη συνεργία βέβαια και πάλι του νηπίου. Μόνο που στη δεύτερη αυτή περίπτωση το φίδι ήταν το στοιχειό του σπιτιού, γεγονός που εκτιμήθηκε ως κακός οιωνός, [12] χωρίς ωστόσο κάποια μελλοντική κακοτυχία να το επαληθεύσει, το αντίθετο μάλιστα. Φυσικά οι αναλογίες με το πασίγνωστο επεισόδιο που έχει ως επίκεντρο τον αρχαίο ήρωα Ηρακλή που εξουδετερώνει τα φίδια, χωρίς να αναφέρονται, είναι προφανείς.

Πέρα από αυτά όμως τα προδήλως μυθολογικά γεγονότα, ένα πραγματικό γεγονός, δηλαδή η ημερομηνία της γέννησής του, γίνεται ένα καλό αφετηριακό γεγονός θεοσημίας, πάνω στο οποίο εύκολα θα μπορούσε να συντονιστεί και η παρουσία του μητροπολίτη κατά την 25η Μαρτίου 1821 στην Αγία Λαύρα. Συγκεκριμένα, και εκκινώντας ανάποδα, όπως πολλές φορές για τα χρόνια αυτά τα χωρίς ληξιαρχεία, συμβαίνει, εκκινώντας δηλαδή από την ημερομηνία του θανάτου, που ξέρουμε ότι είναι η 30ή Μαΐου 1826, και με βάση διάφορες εκτιμήσεις ότι όταν πέθανε ο Γερμανός ήταν 56 χρονών, κάποιοι τοποθετούν την γέννησή του στο 1771 – άλλοι στα 1777 – και ειδικότερα στο μήνα Μάρτιο του έτους αυτού και ακόμη ειδικότερα στην 25η Μαρτίου, η οποία ήταν και Μ. Παρασκευή, [13] με τον προφανή και πάλι συμβολισμό της μέρας αυτής. Αλλά, επιπλέον, ο Αν. Γούδας [14] θα εντοπίσει και μια τρίτη 25η Μαρτίου, η οποία θα ταυτισθεί με την ημέρα της εκλογής του, το έτος 1806, στον μητροπολιτικό θρόνο της Πάτρας. Το τελευταίο ήταν άλλωστε και αρκετά πιο εύκολο να γίνει δεδομένου ότι στα Πρακτικά εκλογών του Οικουμενικού Πατριαρχείου όντως καταχωρίζεται η εκλογή αυτή ως πράξη, αλλά χωρίς να προσδιορίζεται η ακριβής ημέρα του Μαρτίου του 1806. [15]

 

Βρυζάκης Θεόδωρος, «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης», Λάδι σε μουσαμά ,164 x 126 εκ., 1865, Εθνική Πινακοθήκη.
Ο ευσεβής και συγκινητικός θρύλος για την κήρυξη του Αγώνα στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου 1821, εκφράζει βαθύτατα το πνεύμα του Αγώνα. Θρησκεία και Πατρίδα γυρεύουν τη λύτρωση, τη λευτεριά.

 

Ο Μανουήλ Γεδεών [16] προσδιορίζει ότι αυτό έγινε το πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα αυτού, την επομένη δηλαδή της μετάθεσης του πρώην μητροπολίτη Παλαιών Πατρών στη μητρόπολη Κυζίκου, παρέχοντας μάλιστα τις σχετικές πληροφορίες στον Δημήτριο Καμπούρογλου, ο οποίος όμως, αφού το σημειώσει, προτιμά, και αυτός, να ακολουθήσει τον ασφαλέστερο… δρόμο της σύμπλευσης με την θεοσημία. Με άλλα λόγια η μετακίνηση κατά λίγες μέρες δεν είναι δύσκολο πράγμα αλλά πολύ χαρακτηριστικό και ενισχυτικό της θεοσημίας, καθώς η εμφατική ημέρα της 25ης Μαρτίου, αποτελεί για τον Γερμανό εκδήλωση της θείας αποστολής από κάθε άποψη, καθώς σημαδεύει διαδοχικά τη ζωή του, αποτελώντας σημείο αναφοράς για σημαντικά γεγονότα (γέννηση, εκλογή του ως μητροπολίτης), τα οποία θα επιστέψει, λίγο αργότερα, ως φυσική συνέπεια, το μεγάλο γεγονός της 25ης Μαρτίου 1821.

Αλλά τα εμφατικά για τον Παλαιών Πατρών Γερμανό γεγονότα, που θα πλαισιώσουν την μυθοπλασία της Αγίας Λαύρας, έχουν και συνέχεια. Συγκεκριμένα, και το γεγονός της μύησής του στη Φιλική Εταιρεία θα αποκλίνει, και αυτό, από τη συνήθη διαδικασία. Οι περισσότεροι, βέβαια, από τους βιογράφους του, θα συνδέσουν τη μύηση αυτή με τον προβληματισμό που δημιούργησε, σε ανύποπτο χρόνο, στον Γερμανό μια φράση σε ένα γράμμα προς αυτόν, του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, όπου ο τελευταίος ανέφερε ότι ήλπιζε κάποια στιγμή να του φιλήσει το χέρι επ’ αγαθώ της Ελλάδος. [17] Ο προβληματισμός αυτός του Γερμανού, κατά τις πηγές, διαλύθηκε με την εμφάνιση του γνωστού φιλικού Αντώνη Πελοπίδα στην Πάτρα, στα τέλη του 1818. Ο τελευταίος επιχειρώντας να μυήσει τον γνωστό προύχοντα Ανδρέα Καλαμογδάρτη βρέθηκε σε δύσκολη θέση καθώς, κατά την εξέλιξη της διαδικασίας, ο Καλαμογδάρτης πρόβαλε κάποιες αντιρρήσεις που οδήγησαν στη διακοπή της μύησής του. Τότε, και μπροστά στον κίνδυνο της ενδεχόμενης αποκάλυψης της συνωμοτικής δράσης των Φιλικών, η παρέμβαση μέσω της μάλλον εκτός προγράμματος, μύησης του Γερμανού, κρίθηκε απολύτως απαραίτητη, καθώς ο Καλαμογδάρτης ήταν γαμπρός του.

Αλλά και εδώ τα πράγματα δεν έγιναν με τον τρόπο των Φιλικών, ο Πελοπίδας όταν παρουσιάστηκε στον Γερμανό τον προσφώνησε με τα λόγια: «Παραστάτης Ελλήνων ήλθον προς σε τον ποιμένα των Πατρών», κατά τον Ιω. Φιλήμονα, [18] τον οποίο ο Αμβρόσιος Φραντζής στην Ιστορία του θα τροποποιήσει σε «Γραικών παραστάτης απεστάλην προς σε τον ποιμένα των Πατρών, κομίζων ευαγγέλια: μη με φοβού, σοφώτατε, τον μάλλον σε φοβούμενον, μη ευλαβού δέσποτα, τον σε σεπτώς ευλαβούμενον». [19] Φυσικά, η όλη ατμόσφαιρα ανακαλεί τον Ευαγγελισμό της Παναγίας, όπου στη θέση του αγγέλου στέκεται ο φιλικός Αντώνιος Πελοπίδας και στη θέση της Παναγίας ο Γερμανός, και βέβαια και πάλι η 25η Μαρτίου υποδηλώνεται καταφανώς. Ίσως, μάλιστα, να είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται να δημιουργηθεί η συνάφεια του Γερμανού με την 25η Μαρτίου.

 

Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υψώνει τη σημαία της Ανεξαρτησίας στα Καλάβρυτα, έργο του Ιταλού καλλιτέχνη Λουδοβίκου Λιπαρίνι, (Ludovico Lipparini, 1800-1856), λιθογραφία, μέσα 19ου αιώνα.

 

Εκτός από αυτά τα παράπλευρα, θα έλεγα, μοτίβα που μπορούν εύκολα να πλαισιώσουν και να ενισχύσουν το κεντρικό της Αγίας Λαύρας, υπάρχουν και λιγότερο σημαντικά, τα οποία συναντούμε μελετώντας τις βιογραφίες και άλλων προσώπων αυτής ή άλλων ιστορικών περιόδων και τα οποία αποτελούν τις συνηθισμένες υπερβολές και ανακρίβειες αυτού του είδους. Όσον αφορά λ.χ. την περίπτωσή μας αναφέρεται ότι: ο Γερμανός έμαθε καλά γράμματα και γαλλικά στο Άργος, το οποίο εγκατέλειψε με απροσδόκητο τρόπο, για να βρεθεί στη Σμύρνη, όπου κοντά στον μητροπολίτη αυτής της πόλης, συμπατριώτη του και αργότερα πατριάρχη, Γρηγόριο Ε’ απέκτησε γνώσεις ελληνικής και γαλλικής γραμματείας· ότι ο Γερμανός στάλθηκε με εξαρχική αποστολή γύρω στα 1800, δηλαδή πριν εκλεγεί μητροπολίτης Παλαιών Πατρών, στην Πελοπόννησο για να διενεργήσει έλεγχο στο προνομιακό καθεστώς των σταυροπηγιακών μοναστηριών της περιοχής, γεγονός στο οποίο οφείλεται η γρήγορη ανέλιξή του στον θρόνο της πελοποννησιακής μεγαλούπολης· ότι Γερμανός ακολούθησε τον Γρηγόριο Ε’ στο Άγιο Όρος, όπου αυτός εξορίστηκε μετά την πρώτη απομάκρυνσή του (1798) από τον οικουμενικό θρόνο, και μάλιστα ότι θέλησε να παραμείνει κοντά του υπηρετώντας τον, αλλά ο πρώην πατριάρχης τον απέτρεψε και του επέβαλε να επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη.

Παλαιών Πατρών Γερμανός, «ο Μητροπολίτης Γερμανός ευλογεί την σημαίαν της ελευθερίας».

Κοντά σε αυτά υπάρχουν όμως και κάποια, ήσσονος ενδεχομένως σημασίας, στοιχεία, τα οποία όμως αποτελούν καλή σερμαγιά για την πλαισίωση της προσωπικότητάς του. Αναφέρεται λ.χ. ότι ο Γερμανός το 1809, όταν η περιοχή της Αχαΐας μαστιζόταν από ανομβρία και αφού οι εκπρόσωποι των άλλων δογμάτων (Εβραίοι, μουσουλμάνοι) δεν κατάφεραν να προσελκύσουν τα σύννεφα, εκείνος, επικεφαλής της χριστιανικής λιτανείας, με τις δεήσεις του κατάφερε να φέρει την πολυπόθητη βροχή· [20] ή, όταν επανέκαμψε στην Πάτρα (1818), μετά την τουλάχιστον τριετή παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη ως μέλος της πατριαρχικής συνόδου, έγινε δεκτός από παραληρούντα πλήθη χριστιανών, τα οποία πλαισίωναν Οθωμανοί επίσημοι, από τους οποίους εξάλλου είχαν σταλεί «πολλοί χρυσοστόλιστοι λαμπροί ίπποι… ευτυχής δ’ ελογίζετο ο ιπποκόμος εκείνος ούτινος τον ίππον ήθελε προτιμήσει ο μεγαλόδωρος Γερμανός». [21] Τέλος, αργότερα, το 1825, κατά την εξέλιξη των εμφυλίων συγκρούσεων στο Μοριά, ο Γερμανός ταλαιπωρήθηκε από τον Νικολέτο Σοφιανόπουλο – το απόσπασμά του ανήκε στις δυνάμεις του Γκούρα που λεηλατούσαν τον Μοριά – που τον συνέλαβε και τον φυλάκισε. Ο Σοφιανόπουλος λοιπόν, κατά την περιγραφή των γεγονότων, δέχθηκε την κατάρα του Γερμανού και «ω του θαύματος… ενώ έχαιρεν άκραν υγείαν, εξεκενώθη όλον του το αίμα από λυσεντερίαν και εντός τεσσάρων ημερών απέθανε. Το αιφνίδιον τούτο γεγονός έφερε τον Γκούραν και τους στρατιώτας εις συναίσθησήν και έπαυσαν να τον κακομεταχειρίζωνται, φοβούμενοι μήπως πάθουν τα αυτά και εκείνοι». [22]

Είναι βέβαιο ότι κάποια από αυτά που αναφέραμε είναι στοιχεία φανταστικά, κάποια άλλα δεν τεκμηριώνονται από τη διασταύρωση με τις πηγές ή μπορεί να κινούνται στην ασάφεια και στην υπερβολή, ωστόσο δημιουργούν ένα καλό κλίμα από το οποίο δεν υπήρξε δυνατόν ούτε ο Δημ. Καμπούρογλου που γράφει στα 1915-1916 χρησιμοποιώντας όλες τις πηγές, και με σαφή πρόθεση να παρακάμψει τις υπερβολές, να ξεφύγει: [23] αναφέρει δηλαδή με αναλυτικό τρόπο όλες τις πηγές και τις πληροφορίες τους, έστω και αν αυτές δεν είναι εξακριβωμένες, προσπαθεί να κινηθεί με τρόπο έξυπνο ανάμεσα στις υπερβολές και ασάφειες, αλλά δεν τοποθετείται κριτικά απέναντι τους. Βρισκόμαστε, άλλωστε, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και κάποια πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους.

Ωστόσο, το θέμα παραμένει ανοικτό και ελκυστικό, επειδή με τη σύντομη αυτή αναφορά μας δεν είναι δυνατόν να παραθέσουμε όλο το εύρος της πληροφόρησης, να ανασυνθέσουμε δηλαδή όλο το εύρος της πορείας που ακολουθεί ένα στοιχείο μυθοπλαστικό και τον τρόπο με τον οποίο αυτό αναπαράγεται για να πλαισιώσει το πρόσωπο του Π. Πατρών Γερμανού με όλα τα απαραίτητα στοιχεία της θεοσημίας που προοιωνίζει την κορύφωση. Με άλλα λόγια, η ανάγκη μιας νέας προσέγγισης στη ζωή του Γερμανού και η μελέτη της μετάλλαξης κάποιων σημείων της σε στοιχεία μιας ισχυρής μυθοπλασίας που θα πλαισιώσει την κορυφαία ηρωική πράξη, είναι πρόδηλη και επιτακτική.

Πέρα από αυτά όμως, η πορεία του Γερμανού, δηλαδή η ηρωική αναγωγή, δεν υπήρξε δρόμος χωρίς εμπόδια, επειδή «τα μάτια των άλλων» κοίταξαν και με τον ανάποδο τρόπο. Με άλλα λόγια, η πορεία προς τον θρύλο συνάντησε και εμπόδια, η πρόσληψη του Γερμανού ως κεντρικού προσώπου της ελληνικής εξέγερσης, δηλαδή ως προσώπου που συνδέεται πρωτίστως με το αφετηριακό γεγονός της Λαύρας, αλλά και με άλλες πράξεις, δεν εμπεδώθηκε χωρίς αντιστάσεις. Ας παραθέσουμε ορισμένες.

 

Ο πατριωτικός όρκος των Ελλήνων κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία των R. Bettannier και Morton από ομώνυμο ζωγραφικό έργο του Γάλλου ζωγράφου, Alphonse de Neuville. Παρίσι, 1865.

 

Ο Ιωάννης Φιλήμων, προλογίζοντας μάλιστα την α’ έκδοση των Απομνημονευμάτων του Γερμανού, απορρίπτει την έναρξη της Επανάστασης την 25η Μαρτίου, [24] ταυτόχρονα όμως εγκωμιάζει τον Γερμανό ως πρωτεργάτη του Αγώνα αλλά με άμεση συμμετοχή στην εξέγερση της Πάτρας. Την ίδια ψύχραιμη ματιά θα ρίξει στα γεγονότα και ο Δημήτριος Αινιάν γράφοντας το 1854. [25] Ο Σπυρίδων Τρικούπης, αφού ομολογήσει ότι και ο ίδιος νεκρολογώντας τον Ανδρέα Ζαΐμη υποστήριξε τα σχετικά με την Αγία Λαύρα, ανασκευάζει στην Ιστορία του τα πράγματα, γράφοντας ότι «ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα, ότι εν τη μονή της Αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά πρώτον η σημαία της ελληνικής Επαναστάσεως». [26] Ο ίδιος θα επανέλθει με δριμύτητα για το ίδιο θέμα και άλλες φορές. Και αν ο γάλλος Πουκεβίλ έχει άμεση σχέση με πολλές από τις αβέβαιες έως αβάσιμες πληροφορίες για τον Π. Πατρών, οι οποίες όμως φαίνεται ότι αποτέλεσαν ένα ισχυρό πλαίσιο για την 25η Μαρτίου και τα συναφή, υπήρξαν πολλοί άλλοι ξένοι, επίσης λόγιοι, που έγραψαν αρνητικά για τον Γερμανό και τις ενέργειες του (Μίλλερ, Ζουριέν ντελα Γκραβιέρ, Γκόρντον). [27]

Παράλληλα, μια αντίδραση ισχυρή εναντίον του Γερμανού θα προέλθει από τα γραπτά άλλων απομνημονευματογράφων και πρωταγωνιστών του Αγώνα, όπως ο Φωτάκος, ο Αμβρόσιος Φραντζής που θα προσβάλλουν τα Απομνημονεύματα του Γερμανού ως ανακριβή. [28] Και αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογικό, έως ένα βαθμό, για τα πρόσωπα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έζησαν τα γεγονότα και τα αφηγούνται αργότερα εκτιμώντας τα διαφορετικά, οι κατηγορίες που εκπορεύτηκαν από τον Κανέλλο Δεληγιάννη προσέβαλλαν απευθείας το κύρος και την ηθική υπόσταση τον Γερμανού. Το σχετικό επεισόδιο, με στοιχεία που θα αποτελούσαν την ύλη ενός πολύ καλού αστυνομικού μυθιστορήματος, αποδίδουν στον Γερμανό την ηθική αυτουργία της εξόντωσης Τούρκων αιχμαλώτων με σκοπό την ιδιοποίηση των κοσμημάτων που αυτοί κατείχαν και είχαν εμπιστευθεί στον Γερμανό για να τους τα επιστρέφει υπό καλύτερες συνθήκες. Η όλη ιστορία θα εκτυλιχθεί σε αφήγημα που θα ακολουθήσει τον Γερμανό στην Ιταλία και θα συνδεθεί με τον θάνατό του και τις διενέξεις μεταξύ των συγγενών του. [29] Εξάλλου ο ίδιος ο Κανέλλος Δεληγιάννης αλλά και άλλοι θα αμφισβητήσουν ευθέως το κείμενο των Απομνημονευμάτων του Γερμανού, με τεκμηριωμένη, θα έλεγα, επιχειρηματολογία.

Δεν κρίνουμε σκόπιμο να επεκταθούμε περισσότερο στις πλέον πρόσφατες διενέξεις περί τον Γερμανό, την προσωπικότητά του και κυρίως την Λαύρα και την 25η Μαρτίου, που όλοι γνωρίζουμε. Ας μνημονεύσω μόνο τον Τάκη Σταματόπουλο, ο οποίος στο γνωστό αφήγημά του για τον Γερμανό, [30] δεν θα διστάσει να ισχυριστεί ότι πολλές πράξεις του Γερμανού είχαν την αφετηρία τους στα συμπλεγματικά παιδικά χρόνια του Γερμανού που οφείλονταν στην φοβερή δυσμορφία του, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται με κανένα τρόπο, αλλά δηλώνει, πιστεύουμε, ανάγλυφα την πορεία που μπορεί να πάρει η ιστορική προσέγγιση, όταν επιζητεί απλώς να κατασκευάσει ή να αναιρέσει έναν θρύλο.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Αναφέρομαι στη σειρά Ιστορική Βιβλιοθήκη: Οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας, επιστημονική επιμέλεια: Βασ. Παναγιωτόπουλος, Αθήνα. Τα Νέα. 2010.

[2] Η βιβλιογραφία για τον Γερμανό είναι εκτεταμένη και δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να την παραθέσουμε εδώ· βλ. πάντως, την πρόσφατη βιογραφία του στο: Παν. Μιχαηλάρης – Βασ. Παναγιωτόπουλος. Κληρικοί στον Αγώνα, στη σειρά Οι Ιδρυτές, αρ. 15. Αθήνα 2010. σ. 11-44, όπου και η βασική βιβλιογραφία.

[3] Στο ίδιο, σ. 35-38.

[4] Βασ. Παναγιωτόπουλος, με τη συνεργασία των Δημ. Δημητρόπουλου, Παναγ. Μιχαηλάρη, Αρχείο Αλή πασά Συλλογής I. Χώτζη Γενναδείου Βιβλιοθήκης, τ. Α’ (1747-1808), Αθήνα, ΙΝΕ/ΕΙΕ, 2007, σ. 547, έγγρ. αρ. 295 και τ. Β’ (1809-1817), σ. 250-252, έγγρ. αρ. 589.

[5] Βλ. πρόχειρα, Μιχαηλάρης – Παναγιωτόπουλος, Κληρικοί, σ. 38-42.

[6] Στο ίδιο.

[7] Για το ζήτημα αυτό, για το οποίο έχουν γραφτεί πολλές σελίδες, παραπέμπουμε στο τελευταίο δημοσίευμα: Βασ. Κρεμμυδάς, «Μηχανισμοί παραγωγής ιστορικών μύθων», Μνήμων 18 (1996), σ. 9-21.

[8] Φυσικά αναφέρομαι στο Σεμινάριο του 2010, του οποίου οι εργασίες αποτελούν την ύλη του παρόντος δημοσιεύματος.

[9] Είναι γνωστό ότι η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως εθνική εορτή από τον Όθωνα το 1838, χωρίς αναφορά, όμως, στον Γερμανό και την Αγία Λαύρα· βλ. Χριστίνα Κουλούρη, Μύθοι και σύμβολα μιας εθνικής επετείου, Κομοτηνή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, 1995.

[10] Δημ. Γρ. Καμπούρογλου, «Μελέτη επί του βίου και της δράσεως του Παλαιών Πατρών Γερμανού 1771-1826», Αθηνά 27 (1915), σ. 209-272 και 28 (1916), σ. 205-251 (το πρώτο μέρος της μελέτης με ελαφρώς τροποποιημένο τίτλο δημοσιεύτηκε και αυτοτελώς το 1912)· εδώ η παραπομπή στην Αθηνά 27, σ. 213.

[11] Αναστ. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τ. Α’: Κλήρος Αθήνα 1869, σ. 51-52.

[12] Παραδίδεται από τον Γ. I. Παπούλα, στον πρόλογό του στην τρίτη έκδοση των Απομνημονευμάτων του Γερμανού, Αθήνα 1900, σ. 8· βλ. και Μητροπολίτου Παλ. Πατρών Γερμανού, Απομνημονεύματα, επιμ. Ιωάννα Γιανναροπούλου – Τάσος Γριτσόπουλος, Εκδόσεις της Δημοσίας Βιβλιοθήκης της Σχολής Δημητσάνης, αρ. 2, Αθήνα 1975, σ. 9 (η τελευταία αυτή έκδοση των Απομνημονευμάτων του Γερμανού είναι φωτομηχανική αναπαραγωγή της β’ έκδοσης του 1837, αλλά εκδίδονται χρήσιμα στοιχεία και από τις άλλες εκδόσεις, όπως λ.χ. ο πρόλογος του Γ. Παπούλα).

[13] Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, σ. 9Τ Τάκης Κανδηλώρος, Η Δημητσάνα. Ιστορική μονογραφία μετά βιογραφιών του Πατριάρχου και του Γερμανού, Αθήνα 1897, σ. 89.

[14] Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, σ. 100.

[15] Η μόνη έγκυρη πληροφορία για την εκλογή του Γερμανού ως μητροπολίτη είναι του Καλλίνικου Δεληκάνη, «Επισκοπικοί Κατάλογοι», Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος 28 (1908), σ. 245, ο οποίος αντιγράφοντας τη σχετική πράξη από τον κώδικα εκλογών, παραθέτει: «1806… Παλαιών Πατρών Γερμανού, (Πρωτοσ. Μητρ. Κυζίκου), Μαρτίω».

[16] Ο Μαν. Γεδεών, προσδιορίζει ότι αυτό έγινε την 14η ή 15η Μαρτίου, όταν καλείται να δώσει την σχετική πληροφόρηση στον Καμπούρογλου (σ. 229), αλλά ο τελευταίος δεν θα διστάσει ανεπιφύλακτα να αποδεχτεί ως ημέρα εκλογής την 25η Μαρτίου 1806 (σ. 230), αναφέροντας επί λέξει: «Ιδού λοιπόν ο Γερμανός Μητροπολίτης από της 25ης Μαρτίου (δεχόμεθα τούτο) του έτους 1806»; φυσικά η μετάθεση κατά δέκα ημέρες είναι εύκολο να γίνει – και μάλιστα αναιτιολόγητα – αφού κάλλιστα μπορεί να αιτιολογηθεί χ.χ. και ως τυπογραφικό σφάλμα.

[17] Τις σχετικές πληροφορίες διασώζουν ο Ιωάννης Φιλήμων, στα Προλεγόμενα της πρώτης και δεύτερης έκδοσης των Απομνημονευμάτων του Γερμανού (Αθήνα 1837), ο οποίος (σ. 41) θα υποστηρίξει ότι ο Γερμανός ήταν «άνθρωπος μάλλον της Ελλάδος απάσης, ή της Πελοποννήσου», και ο Σπυρ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, έκδ. β’, τ. Α’, Λονδίνο 1860, σ. 315-316.

[18] Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1834, σ. 206.

[19] Αμβρόσιος Φραντζής, Επίτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. Δ’, Αθήνα 1841, σ. 92-93.

[20] Στέφ. Θωμόπουλος, Ιστορία της πόλεως Πατρών, Πάτρα 1950, σ. 585· Παναγ. Δ. Μιχαηλάρης, «Την γοητείαν του εστερέωσεν ωρισμένον γεγονός», εφ. Πελοπόννησος, 19 Νοεμβρίου 2011.

[21] Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, σ. 104-105.

[22] Βλ. τα σχετικά γεγονότα και την τεκμηρίωσή τους στον Καμπούρογλου, «Μελέτη», Αθηνά 28 (1916), σ. 238-239.

[23] Εκτιμούμε ότι η μελέτη του Καμπούρογλου (βλ. εδώ σημ. 10), μαζί με τη μικρή μελέτη (16 σ.) του Δημ. Αινιάνος, Γερμανός ο Παλαιών Πατρών, Αθήνα 1854, αποτελούν καλές βιογραφικές αποτιμήσεις του Γερμανού· σε αυτές ας προστεθεί και η εκτενής εισαγωγή (σ. III- CXLVI) του Τ. Γριτσόπουλου, στη φωτομηχανική επανέκδοση των Απομνημονευμάτων του Γερμανού (βλ. εδώ σημ. 12).

[24] Βλ. τον πρόλογο του Φιλήμονος στο Γερμανού. Υπομνήματα περί της Επαναστάσεως της Ελλάδος, β’ έκδ., Αθήνα 1837. σ. κστ-κζ.

[25] Αινιάν, Γερμανός, σ. 11.

[26] Τρικούπης. Ιστορία, σ. 312.

[27] Βλ. Κρεμμυδάς. «Μηχανισμοί παραγωγής».

[28] Παν. Μιχαηλάρης. «Γερμανός μητροπολίτης Παλαιών Πατρών», στο Μιχαηλάρης -Παναγιωτόπουλος, Κληρικοί, σ. 25-27.

[29] Στο ίδιο, σ. 41- 42.

[30] Τάκης Αργ. Σταματόπουλος, Ο Π. Π. Γερμανός χωρίς θρύλο, Αθήνα. Κάλβος, 1974 (α’ έκδ. 1958).

 

Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης

Ομότιμος Διευθυντής Ερευνών – Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών

«Η ματιά των άλλων» – Προσλήψεις προσώπων που σφράγισαν τρεις αιώνες (18ος – 20ος). Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Αθήνα, 2012.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

  

Σχετικά θέματα:

 

«Ανώνυμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία» – Μια απόπειρα ερμηνείας |Βασίλης Κρεμμυδάς

$
0
0

«Ανώνυμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία» – Μια απόπειρα ερμηνείας | Βασίλης Κρεμμυδάς


 

Θα αντιγράψω πλήρη τον τίτλο του βιβλίου και την αφιέρωση και κατόπιν θα εξηγήσω γιατί αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτό το κείμενο ή ποια είναι η ερευνητική εκκρεμότητα που με οδήγησε σε αυτή την απόφαση.

Ελληνική Νομαρχία, ήτοι Λόγος περί ελευθερίας, δι’ ού αναδεικνύεται πόσον είναι καληωτέρα η Νομαρχική διοίκησις από τας λοιπάς, ότι εις αυτήν μόνον φυλάττεται η Ελευθερία του ανθρώπου, τι εστί Ελευθερία, οπόσων μεγάλων κατορθωμάτων ήναι πρόξενος, ότι τάχιστα η Ελλάς πρέπει να συντρίψη τας αλύσσους της, ποίαι εστάθησαν αι αιτίαι οπού μέχρι της σήμερον την εφύλαξαν δούλην, και οποίαι είναι εκείναι οπού μέλλει να την ελευθερόσωσι.

Συντεθείς τε και Τύποις εκδωθείς ιδίοις αναλώμασι προς ωφέλειαν των Ελλήνων παρά Ανονίμου του Έλληνος, εν Ιταλία. 1806.

Αυτός είναι ο πλήρης τίτλος. Ακολουθεί, μετά από ένα προλογικό σημείωμα προς τον αναγνώστη, η αφιέρωση:

Εις τον τύμβον του Μεγάλου και Αειμνήτου Έλληνος Ρίγα του υπέρ της σωτηρίας της Ελλάδος εσφαγιασθέντος: χάριν ευγνωμοσύνης ο συγγραφεύς το Πονημάτιον τόδε ως δώρον ανατίθησι.

Εις ποίον άλλον έπρεπε να αναθέσω εγώ το παρόν μου πονημάτιον ώ αξιάγαστε Ήρως, παρά εις εσέ οπού εστάθης ο Πρόδρομος μιας ταχέας ελευθερόσεως της κοινής Πατρίδος μας Ελλάδος, και εθυσίασες την ζωήν σου δι’ αγάπην της; δέξαι το λοιπόν με το συνηθισμένον σου ελληνικόν ιλαρόν και καταδεκτικόν βλέμμα, και δέξαι το προς τούτοις ως αρραβώνα εκδικήσεως του λαμπρού αίματός σου κατά των τυράνων της Ελλάδος. Η δε Ελλάς άπασα θέλει δοξάσει δια παντός το αθάνατον όνομά σου, συναριθμούσα αυτό εις τον κατάλογον των Επαμινόντων, Λεονείδων, Θεμηστοκλέων και Θρασυβούλλων.[1]

 

Η «Ελληνική Νομαρχία» κυκλοφόρησε το 1806 στην Ιταλία από άγνωστο συγγραφέα. Καλούσε τους Έλληνες να εξεγερθούν κατά των Οθωμανών, προκειμένου να αποκαταστήσουν τη «νομαρχία», ένα πολίτευμα δηλαδή στο οποίο θα άρχουν οι νόμοι και όχι η αυθαιρεσία. Ταυτόχρονα σκιαγραφούσε την προεπαναστατική ελληνική κοινωνία και κατήγγελλε με ιδιαίτερη δριμύτητα όσους θεωρούσε υπεύθυνους για την αθλιότητα στην οποία είχε περιέλθει: τους προεστούς, τους Φαναριώτες και τους ιεράρχες.

 

Υπάρχει πράγματι επιστημονική – ερευνητική εκκρεμότητα αυτή τη στιγμή ώστε να ξαναθέσουμε ζήτημα «Ελληνικής Νομαρχίας»; Υπάρχει ζήτημα σε εκκρεμότητα, το οποίο περιγράφεται ως εξής: κατά τη δεκαετία του 1950, νεαρός φοιτητής η αφεντιά μου ακόμη, σε συζητήσεις αριστερών, κυρίως, επιστημονικών κύκλων πρωτάκουσα για την «Ελληνική Νομαρχία» ως το κατεξοχήν επαναστατικό κείμενο, με το επιχείρημα ότι καταγγέλλει τους προεστούς, τους πλούσιους κλπ. και τον ανώτερο κλήρο ως διεφθαρμένους, ανήθικους και εκμεταλλευτές του λαού – ό,τι δηλαδή ώφειλε να μισεί και να πολεμάει κάθε γνήσιος αριστερός εκείνη τη στιγμή.

Το επιχείρημα προέβαλε ο Κ. Θ. Δημαράς, στην πρώτη έκδοση της «Ιστορίας» του «της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» το 1949. [2] Στη δεκαετία του 1950, πολύ νωρίς, ο Γιάννης Κ. Κορδάτος άρχισε να δημοσιεύει, σε φυλλάδια αρχικά, και να κυκλοφορεί τη δική του «Ιστορία της νεότερης Ελλάδας». Εκεί, τονίζεται πολύ η μεταστροφή των υπόδουλων Ελλήνων προς τις δικές τους δυνάμεις, απογοητευμένων από τους Μεγάλους της Ευρώπης, ιδιαίτερα μετά τη γαλλορωσική συνθήκη ειρήνης του 1807. Πιστεύει μάλιστα ότι «ένας απ’ αυτούς που διέδωσε τη σωστή αυτή άποψη» ήταν ο Ανώνυμος της «Ελληνικής Νομαρχίας».[3]

Αν αποφάσισα να συντάξω αυτό το σημείωμα είναι γιατί, καθώς διάβασα, ίσως για δέκατη φορά, πρόσφατα το κείμενο της Ελληνικής Νομαρχίας, έχω οδηγηθεί στο εξής θλιβερό συμπέρασμα, που θα το διατυπώσω κάπως προκλητικά: από όσους έχουν γράψει για την Ελληνική Νομαρχία κανένας δεν την διάβασε· τουλάχιστον κανένας δεν την διάβασε προσεκτικά. Με μια εξαίρεση: Φίλιππος Ηλιού,[4] που μένει στο καταγγελτικό μέρος της κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας του υπόδουλου ελληνισμού ως στοιχείου νεωτερικότητας.

Οι υπόλοιπες παρατηρήσεις όσων έγραψαν, μηδέ του Κ. Θ. Δημαρά εξαιρουμένου, παραμένουν έωλες απέναντι στο ίδιο το κείμενο. Γιατί η Ελληνική Νομαρχία Ανωνύμου του Έλληνος δεν είναι ένα  ανατρεπτικό κείμενο, σε καμία περίπτωση επαναστατικό.

Ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας [5] είναι θαυμαστής του Ρήγα, του αφιερώνει το βιβλίο του και τον θεωρεί ήρωα της ελευθερίας· χωρίς όμως να ασπάζεται το πολιτικό πρόγραμμά του,[6] μολονότι επιθυμεί η μέλλουσα «Ελλάς» να τον ταξινομήσει μαζί με τους ενδόξους «Επαμεινώνδας, Λυκούργους, Θεμιστοκλείς, Θρασυβούλους».

Ο Ανώνυμος θεωρεί ότι έχει έρθει η ώρα της ελευθερίας· ότι είναι επείγον μάλιστα ζήτημα: οι καιροί «βιάζουσιν» (σ. 247). Η ελευθερία γι’ αυτόν είναι ύψιστο αγαθό· ελευθερία, δηλαδή απαλλαγή από τον οθωμανικό ζυγό και συγκρότηση ελληνικού κράτους – η ελευθερία που φέρνει την ατομική ευτυχία.

Να δούμε όμως τι σημαίνουν όλα αυτά. Να δούμε σε ποιο πλαίσιο γίνονται οι προτάσεις του Ανώνυμου και ποιους τρόπους προτείνει για την πραγματοποίησή τους. Το 1806 που κυκλοφόρησε η «Ε.Ν.» στην Ιταλία, στον ευρωπαϊκό χώρο έχουν συμβεί κοσμογονικά γεγονότα. O Διαφωτισμός έχει εκπέμψει παντού τα μηνύματά του και η Γαλλική Επανάσταση έχει ανοίξει τα μάτια του κόσμου, θα πει αργότερα ο Θ. Κολοκοτρώνης· την ίδια ώρα ο Ναπολέων «περιφέρει» την Επανάσταση στην Ευρώπη και έξω απ’ αυτήν.

Εν τούτοις στο κείμενο που έγραψε ο Ανώνυμος δεν αντανακλάται τίποτε από την κοσμογονία. Θα δούμε αναλυτικά, αφού διαβάσουμε πώς περιγράφει ο ίδιος το σκοπό του: «Επροσπάθησα να σας αποδείξω πόσον εύκολος είναι η Επανόρθωσις της Ελλάδος: ο χαρακτήρ μας, η ποσότης μας, τα ήθη μας, το γήρας της Τυρανίας, το πλήθος των συνδρομιτών και η φυγή της αμαθείας, εστάθησαν τα αναντήρητα δικαιολογήματά μου. Εν ενί λόγω έδειξα του καθενός πού ευρίσκεται η ευτυχία του» (σ. 256).

Ο Ανώνυμος γνωρίζει το κήρυγμα του Διαφωτισμού και τα μηνύματα της Γαλλικής Επανάστασης. Δεν τα ασπάζεται· ούτε καν αναφέρεται στα γεγονότα αυτά. Θα τα ήθελε αλλιώτικα: δε θέλει ελευθερία και Δικαιώματα ως παράγωγα κοινωνικής ευδαιμονίας, προτιμάει την ελευθερία ως παράγωγο ατομικής ευτυχίας – ασφαλώς όχι Δικαιώματα· δε θέλει «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη» που είναι το έμβλημα της Γαλλικής Επανάστασης, παρά θέλει «ομοιότητα» αντί για «ισότητα» που δεν είναι το ίδιο.

Μιλάει για επανάσταση και «επανόρθωση του γένους μας» με ίδιες δυνάμεις και για πατρίδα· η πατρίς» η δική του δεν είναι «la patrie» της Γαλλικής Επανάστασης – θα δούμε τι είναι. Από το κείμενο απουσιάζει εντελώς η οικονομία· αυτή η έκρηξη του εμπορίου και της ναυτιλίας των υπόδουλων Ελλήνων δεν έχει υπολογιστεί, μολονότι το 1803 μόλις είχε κυκλοφορήσει το Mémoire του Αδ. Κοραή που προβάλλει αυτήν ακριβώς την έκρηξη ως πολιτιστικό δεδομένο και μολονότι ο ίδιος είναι θαυμαστής του.[7]

Οι προτάσεις της «Ελληνικής Νομαρχίας» για την απελευθέρωση και το μέλλον των Ελλήνων είναι ενδιαφέρουσες.

Εξηγεί καταρχήν ο συντάκτης της γιατί προτιμάει την Νομαρχία ως πολίτευμα του αυριανού ελληνικού κράτους (σ. 24 κ.ε.): «η Νομαρχία, αδελφοί μου, ευρίσκεται τόσον εις την Δημοκρατίαν, καθώς και εις την Αριστοκρατίαν αι οποίαι εις άλλο δεν διαφέρουσι ειμή μόνον ότι η μεν Δημοκρατία κλίνει εις την Αναρχίαν, η δε Αριστοκρατία εις την Ολιγαρχίαν, η οποία πολλάκις είναι χειροτέρα και από την ιδίαν Τυρανίαν» (σ. 14). Και, τελικά, τι είναι ελευθερία; Στην Αναρχία ελεύθεροι είναι μόνον οι ισχυρότεροι, ένας μόνον στην Μοναρχία, κανένας στην Τυρανία και όλοι στη Νομαρχία (σ. 14-15).

Και πώς θα γίνει λοιπόν η Επανάσταση, η ίδρυση ελληνικού κράτους και κατ’ επέκταση η εφαρμογή στην πράξη μιας πολιτείας-νομαρχίας;· με ποιόν τρόπο. Ας μου επιτραπεί να σχηματοποιήσω – το κείμενο της «Ε.Ν.» δεν δίνει συγκεκριμένη εικόνα – χωρίς να παραποιήσω, ούτε στο ελάχιστο: Οι μορφωμένοι  και πλούσιοι Έλληνες των παροικιών να επιστρέψουν στην Ελλάδα, να απαντούν στους, προφανώς σκοταδιστικούς λόγους των ιεροκηρύκων και δημογερόντων στις συνελεύσεις· οι υπόδουλοι Έλληνες που θέλουν να είναι ελεύθεροι, θα πεισθούν από τους λόγους τους και θα πάρουν τα όπλα, που διαθέτουν δύο και τρία καθένας στο σπίτι του!

Θα κάνω εδώ ένα άλμα. Πρέπει να πούμε δυο λόγια γι’ αυτό που ο συντάκτης της «Ε.Ν.» θεωρεί αποτελέσματα της δουλείας, για το περιεχόμενο δηλαδή του βιβλίου. Πρέπει να τονίσουμε πρώτα ότι ο συγγραφέας της «Ε.Ν.» είναι φανατικός υποστηρικτής της ελευθερίας, ως πηγής κάθε ευτυχίας – με προϋποθέσεις ασφαλώς. Γι’ αυτό κατηγορεί και καταγγέλλει την εκκλησιαστική και κοσμική εξουσία του υπόδουλου ελληνισμού ως υπεύθυνους για τη συντήρηση και διατήρηση της δουλείας και της εκμετάλλευσης των υπόδουλων από τον κατακτητή και απ’ αυτούς τους ίδιους.[8]

Μπορεί, παράλληλα, να προκύψει και κάτι άλλο: στις αρχές του 19ου αιώνα είχαν όλοι οι νεοέλληνες, υπόδουλοι και μη, συνειδητοποιήσει ότι η απελευθέρωση δεν έπρεπε να καθυστερήσει. Η περιγραφή των δεινών που υφίστανται οι υπόδουλοι γεωργοί, τεχνίτες, εμπορευόμενοι κλπ. δεν αποκλείεται να τονίζει αυτήν ακριβώς τη συνειδητοποίηση.

Πέραν απ’ αυτό όμως, ο συγγραφέας της «Ε.Ν.» δεν παραλείπει να ψέξει και τους Έλληνες των παροικιών που, αφού πλούτισαν, έκαναν καλές σπουδές και είναι σε θέση να αντιληφθούν, να εκτιμήσουν καταστάσεις, δεν επιστρέφουν στην υπόδουλη πατρίδα να βοηθήσουν στην απελευθέρωσή της (σ. 199-200). Τους ψέγει ακόμη γιατί έχουν παντρευτεί με ξένες («αλλογενείς») γυναίκες, κάτι που το χαρακτηρίζει ως «εντροπήν ανυπόφορον» (σ. 202, 207).

Ας προσέξουμε και κάτι άλλο: «ας ευχαριστήσωμεν τον θεόν, οπού δεν εγεννήθημεν ένα αιώνα προτήτερα, αλλά εγεννήθημεν εις καιρόν επιτηδιότατον εις το να ελευθερόσωμεν την Πατρίδα μας» (σ. 251). Αλλά, αλοίμονο αν το γένος μας «κυριευθή από ετερογενές βασίλειον· τότε οι Έλληνες δεν θέλουν μείνει πλέον Έλληνες» (σ. 252). Αυτές οι φράσεις μιλούν για τις προσπάθειες των Ελλήνων να ελευθερωθούν με τη βοήθεια ξένης δύναμης – της Ρωσίας δηλαδή· και θεωρείται εδώ ότι η βοήθεια των ξένων ισοδυναμεί με μια άλλη υποδούλωση. Και εδώ εκφράζεται μια άλλη συνειδητοποίηση: στήριξη στις δικές μας δυνάμεις.[9]

Ο συγγραφέας της «Ε.Ν.» είναι κάποιος, ένας Έλληνας της Τουρκοκρατίας, με ανεπτυγμένο πατριωτισμό, με πόνο για την απελευθέρωση της πατρίδας, την οποία μάλιστα θεωρεί «εύκολη» στη συγκεκριμένη συγκυρία της εποχής που έγραψε την «Ε.Ν.». Εν τούτοις τα «δικαιολογήματα» του Ανώνυμου δεν έχουν μεγάλη σχέση με τις πραγματικότητες του ελληνισμού, υπόδουλου και παροικιακού, της στιγμής που κυκλοφορούσε το βιβλίο του. Ο Ανώνυμος μοιάζει να μη θεωρεί ως «δικαιολόγημα» τις βαθιές αλλαγές που συντελούνταν στην υπόδουλη ελληνική κοινωνία, εξαιτίας της τεράστιας ανατροπής στις οικονομικές σχέσεις: εμπορική – ναυτιλιακή ανάπτυξη, νέα επαγγέλματα, πλούτος. Δεν έχουν περάσει, όπως είδαμε, παρά μόνον τρία χρόνια από τότε που ο Κοραής, τον οποίον ο Ανώνυμος φαίνεται να σέβεται, είχε προβάλει αυτήν ακριβώς την αλλαγή στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, την τεράστια ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας των Ελλήνων, ως κύριο λόγο πολιτισμικής προόδου.

Ο Ανώνυμος μοιάζει να μην αποδέχεται τα μηνύματα του Διαφωτισμού, ούτε τα κηρύγματα της Γαλλικής Επανάστασης· γι’ αυτά τα δύο μέγιστα γεγονότα της νεώτερης Ιστορίας απουσιάζει οποιοσδήποτε λόγος. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι το κεντρικό σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης «liberté, égalité, fraternité» έχει στην πέννα του Ανώνυμου παραποιηθεί· η δεύτερη λέξη, η μόνη από τις τρεις που αναφέρεται, δεν έχει μεταφραστεί ως ισότητα, αλλά ως «ομοιότητα», που καθόλου δεν είναι το ίδιο.

Γενικότερα, ο συγγραφέας της «Ε.Ν.» μοιάζει να είναι εκτός τόπου και χρόνου ως προς τις πραγματικότητες του υπόδουλου ελληνισμού: περί εταιρισμού, κύριο – και καίριο – χαρακτηριστικό κάθε οικονομικής δραστηριότητας, δε λέγεται ούτε λέξη. Η Επανάσταση δε χρειαζόταν, φαίνεται, ούτε οργάνωση, ούτε προετοιμασία – ο Ανώνυμος της «Ε.Ν.» δεν έχει ακούσει τίποτε για τεκτονικές στοές, ούτε για καρμποναρισμό· ούτε για εταιρεία του Ρήγα που ήταν θαυμαστής του και του έχει αφιερώσει το βιβλίο· ο Ανώνυμος μοιάζει να μη ζει στις πραγματικότητες του ελληνισμού, ούτε της Ευρώπης.

Γενικά, τον Ανώνυμο της «Ε.Ν.» περισσότερο ενδιαφέρουν κάποιες αόριστες, ίσως ουτοπικές ιδέες, παρά ο υλικός βίος που δε μπορεί να μη γνωρίζει ότι αυτός είναι που διαμορφώνει τις κοινωνικές σχέσεις. Γι’ αυτό ίσως δεν κάνει λόγο για οικονομική ανάπτυξη – η λέξη κοινωνία ως αναλυτικό εργαλείο απουσιάζει από το κείμενό του· ο λόγος είναι κυρίως για την ελευθερία που οδηγεί στην ατομική ευτυχία – ο Διαφωτισμός εξισώνει την ελευθερία με την κοινωνική ευδαιμονία.

Δεν κάνει ο Ανώνυμος ούτε λόγο για τα οργανωτικά μιας επανάστασης· ίσως, γιατί αυτό που τον καίει είναι το πολίτευμα του αυριανού ελληνικού κράτους περισσότερο: «…η διοίκησις οπού εγώ θέλω να την ονομάσω ΝΟΜΑΡΧΙΑΝ… είναι η μόνη πρόξενος της Αρετής, της Ομοιότητος και της Ελευθερίας.» (σ. 13).

Το πολίτευμα είναι αυτό που ενδιαφέρει τον Ανώνυμο συγγραφέα μας· αυτό είναι η Νομαρχία του. Όχι όμως οποιοδήποτε πολίτευμα, ούτε οποιαδήποτε «Νομαρχία». Ο Ανώνυμος έχει συγκεκριμένο πολίτευμα και συγκεκριμένη Νομοθεσία που προτείνει. Έχει πρότυπο έτοιμο για εφαρμογή:

Η ανατροφή των νέων είναι ο κυριότερος στοχασμός των Νομοδότων. Ο θαυμασιότερος και νουνεχέστερος Νομοδότης οπού μέχρι της σήμερον εφάνη εις τον κόσμον κατά πάντα τρόπον, εστάθη βέβαια ο μέγας Λυκούργος, ο οποίος δεν ηπατήθη να στοχασθή τους ανθρώπους, καθώς επρεπε να ήτον, αλλά γνωρίζωντάς τους οποίας λογής είναι, τούς αποκατέστησε όσον ήτον το δυνατόν καληοτέρους. Η Ανατροφή δια να ειπώ ούτως, είναι μία δευτέρα φύσις εις τον άνθρωπον (σ. 20-21).

Αυτό το πολίτευμα προκρίνει ο συγγραφέας της «Ε.Ν.» στις αρχές του 19ου αιώνα: δε χωρεί αμφιβολία ότι η Γαλλική Επανάσταση, οι αλλεπάλληλες Συνελεύσεις, Γενικές και μη, η σύνταξη και έγκριση τόσων Συνταγμάτων έχουν απορριφθεί από το συγγραφέα μας ή οφείλονται σε πολιτεύματα που δεν είναι Νομαρχία.

Φανερό είναι επίσης ότι η Νομαρχία δε μπορεί να προβλέπει ούτε Γενικές Συνελεύσεις, ούτε εκλογές, ούτε κυβέρνηση, ούτε Βουλή – όλα όσα κατόπιν προέβλεψε η Επανάσταση.

Αυτό που προτείνει με άλλα λόγια για την ελεύθερη Ελλάδα δεν είναι παρά το πολίτευμα της Αρχαίας Σπάρτης, αυτό με τον Καιάδα και το Μέλανα Ζωμό που όσο και αν είναι μύθοι κάτι σημαίνουν· και αν ψάξουμε βαθύτερα, θα βρούμε ότι επί της ουσίας ο συγγραφέας της «Ε.Ν.» προτείνει πολλά από τα αποτελέσματα που σε άλλα σημεία του βιβλίου έχει απορρίψει, εκτός της Δημοκρατίας.

Ο θαυμασμός του Ανωνύμου για την αρχαία Σπάρτη, για το Λεωνίδα, για την πολεμική τέχνη, την τακτική του πολέμου τον βρίσκουμε σε κάμποσα σημεία του κειμένου· και όλα όμως είναι «θαυμαστά αποτελέσματα των φοβερών Νόμων του Μεγάλου Λυκούργου» (σ. 37).

Ασφαλώς ο λόγος είναι για τους Μανιάτες, που ήταν οπλισμένοι, πολεμιστές, σκληροτράχηλοι, έτοιμοι να εξεγερθούν – μαζί με τους Σουλιώτες αποδεικνύουν ότι η Ελλάς γεννά ακόμη «Λεωνίδας και Θεμιστοκλείς» (σ. 43).

Η «Ελληνική Νομαρχία, ήτοι λόγος περί ελευθερίας… παρά Ανωνύμου του Έλληνος» είναι ένα βιβλίο με περιεχόμενο άκρως συντηρητικό και αντίθετο προς τα κοινωνικά αιτήματα της εποχής του τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και σε, στενότερο, ελληνικό.

Την ώρα που κυκλοφορούσε η «Ελληνική Νομαρχία» όλη η Ευρώπη – και όλος ο ελληνισμός – ζούσε μια κοσμογονία· διανοητική και κοινωνική, δηλαδή και πολιτική κοσμογονία: η Γαλλική Επανάσταση συγκλόνιζε τον κόσμο· οι ιδέες και τα κηρύγματα του Διαφωτισμού συζητούνταν και, όπου ήταν δυνατό, εφαρμόζονταν· ένας νέος όρος, Συνέλευση, κατοπινή Βουλή, ως μέθοδος διακυβέρνησης και κοινωνικών σχέσεων γενικευόταν· το ίδιο και ο όρος Σύνταγμα· μια νέα, τέλος, κοινωνική τάξη εμφανιζόταν παντού και διεκδικούσε με εξεγέρσεις και επαναστάσεις την εξουσία.

Αυτά και άλλα, οι προετοιμασίες, για παράδειγμα, από μυστικές, συνωμοτικές οργανώσεις κινημάτων, εξεγέρσεων, επαναστάσεων, η «Ελληνική Νομαρχία» ούτε τα θίγει ως ερωτήματα της εποχής, ούτε τα συζητάει – ούτε, φυσικά, τα προτείνει ως ενδεχόμενη, έστω, διαδικασία απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό και διακυβέρνησης του ελληνικού κράτους που θα προέκυπτε.

Ο συγγραφέας της «Ε.Ν.» δεν μπορεί να μη γνώριζε και να μην έβλεπε όσα γίνονταν γύρω του – δεν τα πολεμάει, δεν τα καταδικάζει – τα αγνοεί και αναλύει τη δική του πρόταση για τη διακυβέρνηση, κυρίως γι’ αυτήν, του ελληνικού κράτους. Ασφαλώς κάνει εντύπωση που ο Ανώνυμος μας λέει πώς πρέπει να κυβερνηθεί το ελληνικό κράτος, αλλά πώς θα γίνει ελληνικό κράτος δεν τον απασχολεί. Ακόμη μεγαλύτερη βέβαια εντύπωση – και απορία – προκαλεί που παρακάμπτει πλήρως τα γεγονότα και το πνεύμα της εποχής του.

Η «Ελληνική Νομαρχία» δε μοιάζει με κανένα ανάλογο κείμενο της περιόδου από τη Γαλλική στην Ελληνική Επανάσταση· είναι ένα κείμενο που δύσκολα κατηγοριοποιείται· μόνον που δεν μπορεί να αποφύγει το χαρακτηρισμό του συντηρητικού και του εκτός τόπου και χρόνου· καμιά ανατρεπτικότητα δεν υπάρχει σ αυτό.

 

Υποσημειώσεις


[1] Χρησιμοποιώ την «φωτοτυπική επανέκδοση Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας της Ελλάδος», Αθήνα 1976, σ. 5-6.

[2] Αντιγράφω από την έβδομη έκδοση (Ίκαρος, 1983) το χαρακτηρισμό του βιβλίου (σ. 155): «Κι’ αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι μ’ όλον το λιβελλογραφικό χαρακτήρα του, το βιβλίο παρουσιάζει εξαίρετη ωριμότητα της σκέψης και της θεωρίας: παρέχει πολλές και χρήσιμες πληροφορίες, στατιστικές κ.ά. σχετικά με την Ελλάδα και τείνει να συστηματοποιήσει ένα πρόγραμμα για την ανύψωση και την απελευθέρωση του Γένους· φωτεινό βιβλίο, που παρά τις νεανικές του ατέλειες εκφράζει έναν προηγμένο βαθμό εθνικής συνείδησης και κοινωνικής παιδείας». Η πρώτη έκδοση είναι του 1948-1949 – λέγονται και εκεί αυτολεξεί τα ίδια.

[3] Γ. Κ. Κορδάτος, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, τόμος πρώτος (Τουρκοκρατία), Εκδόσεις «20ός αιώνας», σ. 501-502.

[4] Φ. Ηλιού, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός· η νεωτερική πρόκληση», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 2, Αθήνα 2003, σ. 19.

[5] Στο εξής «Ε.Ν.» για συντομία.

[6] Δεν επιθυμεί επανάσταση των χριστιανών της Βαλκανικής, αλλά των Ελλήνων· επιθυμεί ελληνικό κράτος – θα δούμε στα επόμενα. Όχι εθνικό κράτος, πάντως.

[7] «Ακροασθήτε τας συμβουλάς του νέου Ιπποκράτους, του εναρέτου φιλοσόφου Έλληνος, του εν Παρρησίοις, λέγω, κυρίου Κοραή» (σ. 196).

[8] Αυτές οι καταγγελίες και η υπεράσπιση των ταπεινών αγροτών, τεχνιτών, εμπορευόμενων κλπ. είναι που έκαναν τους διανοούμενους της Αριστεράς στη δεκαετία του 1950 να αναδείξουν την «Ε.Ν.» σε επαναστατικό κείμενο.

 [9] Το πλήρες σχετικό απόσπασμα: «Αλοίμονον λοιπόν εις το γένος μας αν κυριευθή από ετερογενές βασίλειον. Τότες οι Έλληνες δεν θέλουν μείνει πλέον Έλληνες, αλλά κατ’ ολίγον ολίγον, θέλουν διαφθαρεί τα ήθη των, και θέλομεν μείνει πάλιν δούλοι […] Μην σας πλανήσουν τα ταξήματα των επιτρόπων, και αποστόλων, των ξένων βασιλειών […] Μην στοχάζεσθε, ώ αδελφοί μου, ότι κανείς από αυτούς θέλει θυσιάσει και χρυσόν και στρατηώτας, δια να διώξη τον Ωθομανόν, και να μας αφήση έπειτα ελευθέρους. Ω, κάλλιον ένας σεισμός, ή ένας κατακλεισμός να μας αφανίση όλους τους Έλληνας, παρά να υποκείψωμεν πλέον εις ξένον σκήπτρον. Διατί ώ Έλληνες αγαπητοί μου να προσμείνωμεν να μας δανίση άλλος εκείνο οπού ημείς έχωμεν; Χίλλιας φοράς περισσότερον αίμα ήθελεν εκχυθή, αν ήθελεν εισέλθη ξένον σπαθί εις την Ελλάδα, παρά αν ηθέλαμεν ελευθερωθή μόνοι μας».

 

Βασίλης Κρεμμυδάς (1935-2017)

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς ήταν ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου των Αθηνών.

Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, «Μνήμων», τομ. 35, Αθήνα, 2016.

Ελληνικός Κινηματογράφος 1955-1965: Κοινωνικές αλλαγές της μεταπολεμικής εποχής στην οθόνη

$
0
0

Ελληνικός Κινηματογράφος 1955-1965: Κοινωνικές αλλαγές της μεταπολεμικής εποχής στην οθόνη | Ελίζα – Άννα Δελβερούδη


 

Τον ελληνικό κινηματογράφο, από το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά, ως τη δεκαετία του 1970, η κριτική τον θεώρησε ενιαίο σύνολο. Το βασικό χαρακτηριστικό στο οποίο στηρίχθηκε αυτή η αντίληψη ήταν η εμπορικότητα, η δηλωμένη πρόθεση των συντελεστών του να κάνουν ταινίες με επιχειρηματική λογική. Η καταδίκη της κινηματογραφικής παραγωγής τριάντα ετών συλλήβδην, με μοναδικές εξαιρέσεις τις ταινίες του Κούνδουρου και του Κακογιάννη, δεν ενθάρρυνε, ως πρόσφατα, την επιμέρους διερεύνησή της, ώστε να μελετηθούν τα συστατικά της στοιχεία [1]. Ωστόσο, η εξέταση των ταινιών μάς δείχνει ότι, παρά την τυποποίηση που επιβάλλουν τα είδη και την ανακύκλωση των σεναριακών ιδεών, οι κοινωνικές εξελίξεις ενσωματώνονται σταδιακά στις ιστορίες, τους χαρακτήρες και τις νοοτροπίες τους [2]. Η κινηματογραφική παραγωγή, ή έστω ένα πρόσφορο μέρος της, μπορεί να μας αποκαλύψει τις αλλαγές που εισχωρούν διατακτικά στο συλλογικό σώμα, καθώς και τη στιγμή της εισαγωγής ή της παγίωσής τους. Εδώ θα διερευνηθούν ορισμένες ταινίες που γυρίσθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60, στις οποίες εμφανίζονται σημάδια των κοινωνικών αλλαγών.

 

Νίκος Κούνδουρος

 

Οι κωμωδίες είναι το είδος που αναδεικνύει, ευκρινέστερα από τα υπόλοιπα, πολλές πλευρές της ζωής, των προβλημάτων και των επιδιώξεων των ανθρώπων της πόλης. Εδώ οι σεναριογράφοι χρησιμοποιούν κατά κανόνα συμβατικές πλοκές και τυποποιημένους χαρακτήρες- ωστόσο, αντλούν ταυτόχρονα από τη σύγχρονή τους καθημερινότητα, είτε για να τοποθετήσουν τους ήρωές τους σε οικείες, επομένως ενδιαφέρουσες για το θεατή καταστάσεις, είτε για να σχολιάσουν νοοτροπίες και συμπεριφορές που παρατηρούνται στον κοινωνικό περίγυρο.

 

Ο Μιχάλης Κακογιάννης με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Άντονι Κουίν.

 

Οι κωμωδίες κατά κανόνα εκτυλίσσονται στην πόλη, και μάλιστα στην πρωτεύουσα, τον τόπο συρροής των επαρχιωτών από το τέλος της δεκαετίας του ’40 και μετά. Οι ήρωές τους είναι συχνά επαρχιώτες που φθάνουν χαμένοι και απελπισμένοι στη μεγάλη πόλη, όμως, σε πολύ μικρό ποσοστό οι ταινίες εκτυλίσσονται στην επαρχία [3]. Ανάμεσα στις λίγες εξαιρέσεις μπορούμε να μετρήσουμε την Αρπαγή της Περσεφόνης (1956) του Γρηγόρη Γρηγορίου, σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη, και τις Διακοπές στην Κολοπετεινίτσα (1959) του Βασίλη Γεωργιάδη, σε σενάριο Ναπολέοντος Ελευθερίου. Και στις δύο αποτυπώνεται μια διαμάχη ανάμεσα σε αυτούς που επιθυμούν τις αλλαγές και σε αυτούς που επιθυμούν να διατηρηθεί η κατάσταση ως έχει – οι φορείς των αλλαγών αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη και δυσπιστία.

 

Ιάκωβος Καμπανέλλης

 

Στην Αρπαγή της Περσεφόνης η αλλαγή συνδέεται με τη δημιουργία μιας βιομηχανικής μονάδας επεξεργασίας τροφίμων, η οποία όμως θα ευνοήσει καταρχήν ένα μόνο μέρος των κατοίκων της περιοχής, ενώ θα αφήσει άνεργους τους υπόλοιπους. Οι εμπνευστές του σχεδίου είναι οι πλούσιοι τσιφλικάδες της περιοχής, οι οποίοι συναντούν τη σθεναρή αντίδραση των εξαθλιωμένων αγροτών. Η ταινία προβάλλει την άποψη ότι η ανάκαμψη θα πρέπει να αφορά όλους και όχι μόνο τη μερίδα που έχει αφενός τα οικονομικά μέσα και αφετέρου την πρόσβαση στην εξουσία. Το πρότυπο είναι ο νεαρός γεωπόνος (Κώστας Καζάκος), του οποίου οι γνώσεις προσφέρονται στο σύνολο και όχι σε κάποιους ευνοούμενους [4]. Εδώ η αντίδραση στην αλλαγή, στον οικονομικό εκσυγχρονισμό, στην εισαγωγή της βιομηχανικής παραγωγής σε ένα παραδοσιακό αγροτικό μικρόκοσμο συμβαδίζει με την περιφρούρηση των δικαιωμάτων των ασθενέστερων ομάδων. Η πρόοδος δεν είναι μια αξία εν κενώ, αλλά συναρτάται με αυτούς τους οποίους αφορά. Η αλλαγή κρίνεται θετικά μόνο αν εξασφαλίζει ίση μεταχείριση και κέρδη για το σύνολο της ομάδας.

Στις Διακοπές στην Κολοπετινίτσα δεν υπάρχουν αντίστοιχοι ιδεολογικοί στόχοι, γι’ αυτό και ο εκπρόσωπος των αλλαγών παρουσιάζεται και κρίνεται διαφορετικά: ο ιδιόρρυθμος πρόεδρος του χωριού (Κώστας Χατζηχρήστος) επιθυμεί την πρόοδο του τόπου του, την οποία στηρίζει «στον εκπολιτισμό και στην τουριστική κι οικονομική ανάπτυξη». Εκπολιτισμός είναι η υιοθέτηση δυτικών ηθών, όπως η μουσική και οι νέοι χοροί, το τσα-τσα, με ταυτόχρονη κατάργηση της δημοτικής μουσικής, η δε «τουριστική ανάπτυξη» προσβλέπει στη δημιουργία ξενοδοχείου για την υποδοχή των τουριστών.

 

Κινηματογραφική αφίσα της ταινίας «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα», 1959.

 

Σύμφωνα με τον πρόεδρο, «ο τουρισμός και ο πολιτισμός ορίζουν να γίνει ο καφές εσπρέσσο, η λεμονάς κόκα-κόλα, το ούζο ουίσκι κ.λπ., κ.λπ.». Μέσα στα σχέδιά του, εκτός από το να φέρει τη θάλασσα στο χωριό, που ειρωνεύεται τις ανέφικτες υποσχέσεις των πολιτευτών, είναι και η δημιουργία καζίνο και κινηματοθέατρου. Ο πρόεδρος είναι αυταρχικός, προσπαθεί να επιβάλει τις αλλαγές βίαια και δεν ενδιαφέρεται να πείσει τους συγχωριανούς του ότι έχει κίνητρα σοβαρότερα από την προσωπική του ιδιορρυθμία και μεγαλομανία. Εντέλει, τέτοιου τύπου αλλαγές θεωρούνται πρώιμες και ανεδαφικές, υπόθεση μεμονωμένων ατόμων, μακρινές και αδιάφορες για την πλειοψηφία των κατοίκων.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, οι κυριότερες κοινωνικές αλλαγές συμβαίνουν στην πόλη. Πολλές από αυτές αποτυπώνονται και στις ταινίες· η εικόνα της σύγχρονης ζωής αρχίζει να διαφοροποιείται στον ελληνικό κινηματογράφο. Τόσο το περιβάλλον όσο και τα πρόσωπα, οι χαρακτήρες, φαίνεται να αλλάζουν. Όχι όλοι, βέβαια· αλλά υπάρχουν τα σημάδια της αλλαγής, που αποκτούν νόημα αν συσχετισθούν με τα κοινωνικά και οικονομικά δρώμενα. Με άλλα λόγια, αποτυπώνονται οι γρήγοροι ρυθμοί ανάπτυξης και εμφανίζεται το κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που έχει αποκτήσει τις οικονομικές προϋποθέσεις, ώστε να αποκολληθεί από τη μεταπολεμική καχεξία και να οδεύσει προς την κατανάλωση [5]. Τα αποτελέσματα της αμερικανικής βοήθειας είναι ορατά όχι μόνο σε ορισμένα πορτοφόλια αλλά και στις νοοτροπίες. Παράλληλα, δεν παύουν να υπάρχουν τα σοβαρά προβλήματα του παρελθόντος, με κυριότερο την ανεργία και τα επακόλουθά της[6].

Αλλαγές εμφανίζονται στο περιβάλλον, στον εξωτερικό και στον εσωτερικό χώρο που πλαισιώνει τους ήρωες, αλλά και στις συμπεριφορές, στους χαρακτήρες και στις μεταξύ τους σχέσεις. Θα εκθέσω αυτά τα ζητήματα με τη βοήθεια ενδεικτικών παραδειγμάτων.

Ορέστης Μακρής

Ως το τέλος της δεκαετίας του 1950, το είδος της κατοικίας χρησιμοποιείται συμβολικά και προσδιορίζει επακριβώς την οικονομική κατάσταση των ηρώων των ταινιών. Οι πλούσιοι ζουν σε νεόδμητες πολυκατοικίες με μοντέρνα επίπλωση [7]· τα μεσαία εισοδήματα σε μονοκατοικίες με προπολεμική επίπλωση· οι άνεργοι και όσοι κάνουν δουλειές του ποδαριού μοιράζονται με φίλους τους ένα δωμάτιο αυλής με στοιχειώδη επίπλωση. Στην Οικογένεια Παπαδοπούλου (1960) του Ροβήρου Μανθούλη, υπάρχουν χαρακτηριστικές σκηνές που παρουσιάζουν τις «ταξικές» αντιλήψεις για την κατοικία. Ο Ορέστης Μακρής, αδιευκρίνιστου επαγγέλματος και εισοδημάτων, μένει σε μια προπολεμική πολυκατοικία, τα έπιπλα του διαμερίσματος του είναι επίσης προπολεμικά. Όμως θεωρεί κοινωνικά κατώτερη την οικογένεια του καταστηματάρχη Παντελή Ζερβού, και μόνο από το γεγονός ότι κατοικεί σε μονοκατοικία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση λανθάνει και μία απαξίωση της πόλης για το χωριό: στην ταράτσα της οικίας Ζερβού διατηρείται κοτέτσι, πράγμα που προκαλεί την οργή του ακατάδεχτου Μακρή. Οι σκηνές του κοτετσιού μάς θυμίζουν, πάντως, πόσο απέχει η πρωτεύουσα του 1960 από την ομογενοποιημένη, μοντέρνα πόλη που έγινε, ίσως, αργότερα.

Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’50, οι αλλαγές στην κινηματογραφική όψη της πόλης παραπέμπουν στις πρώτες συνέπειες του νόμου για την αντιπαροχή, που ψηφίζεται το 1956. Τα παλιά σπίτια γκρεμίζονται, ακόμα και συμβολικά, όπως συμβαίνει στο Θησαυρό του μακαρίτη του Νίκου Τσιφόρου, το 1958. Εδώ, η ιδιοκτήτρια μιας παλιάς μονοκατοικίας (Γεωργία Βασιλειάδου) δεν υποκύπτει αμέσως στην αντιπαροχή, επειδή τα οφέλη της δεν έχουν ακόμα καθιερωθεί στην κοινή συνείδηση· διαδίδει, ωστόσο, ότι κάπου στο σπίτι της υπάρχει κρυμμένος θησαυρός και πετυχαίνει βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο κέρδος: νοικιάζει αμέσως τα άδεια δωμάτια, εξασφαλίζοντας ένα μηνιαίο εισόδημα και τυχαία βρίσκει και το θησαυρό· ο πραγματικός θησαυρός όμως είναι το οικόπεδο και η νέα κατοικία που θα χτιστεί σ’ αυτό.

 

«Θησαυρός του Μακαρίτη» (1959), Αυλωνίτης Βασίλης, Βασιλειάδου Γεωργία. Αρχείο: Ταινιοθήκη της Ελλάδας – Μουσείο κινηματογράφου.

 

«Θησαυρός του Μακαρίτη» (1959), αριστερά Φέρμας Νίκος, κέντρο Ζήλια Άντζελα, δεξιά Ληναίος Στέφανος. Αρχείο: Ταινιοθήκη της Ελλάδας – Μουσείο κινηματογράφου.

 

Τα διαμερίσματα αυξάνονται, προσπαθώντας να καλύψουν τη συνεχή ζήτηση, που δεν περιορίζεται πια στους εύπορους πελάτες. Οι διαχωρισμοί παύουν να είναι τόσο κάθετοι. Ο «εκμοντερνισμός», που έχει ξεκινήσει φυσικά από τους πλούσιους, κατακτά σιγά σιγά τα κατώτερα στρώματα. Μια τέτοια οικονομική και κοινωνική ποικιλία ενοίκων, που ξεκινά από το βουλευτή και καταλήγει στο θυρωρό, συναντάμε στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, Στουρνάρα 288 (1959). Το διαμέρισμα σε πολυκατοικία γίνεται προσιτό στα μεσαία εισοδήματα, ιδιαίτερα αν δεν είναι νεόδμητο, και μολονότι στο εσωτερικό του διατηρείται η προπολεμική επίπλωση.

Η ταινία Θα σε κάνω βασίλισσα (1964) του Αλέκου Σακελλάριου, από το ομώνυμο θεατρικό έργο που έγραψε με το Χρήστο Γιαννακόπουλο, το 1956, για το Λογοθετίδη, περιγράφει την πορεία ενός επιχειρηματία (Θανάσης Βέγγος), που αγοράζοντας και πουλώντας με κέρδος διάφορα είδη, όπως παλιοσίδερα ή καναβάτσο, καταφέρνει να αποκτήσει ένα μικρό κεφάλαιο και να το επενδύσει στην οικοδομή. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα τα κέρδη του πολλαπλασιάζονται τόσο, ώστε να αποκτήσει σημαντικές επενδύσεις, είτε σε διαμερίσματα, είτε σε οικόπεδα. Πρόκειται για το τυπικό πορτρέτο ενός ανθρώπου που μετά τις πρώτες επιτυχημένες εμπορικές του συναλλαγές βρήκε ασφαλές καταφύγιο στο επικερδές πεδίο της οικοδομής. Πάντως η ταινία προτρέπει τους θεατές της, που θα μπορούσαν να αποκομίσουν κέρδη από την εκμετάλλευση διαμερισμάτων, να επωφεληθούν και οι ίδιοι από την άνεση που αυτά προσφέρουν στην καθημερινή ζωή και να μην παραμείνουν, από απληστία, στις υπό κατάρρευση μονοκατοικίες τους.

 

«Θα σε κάνω βασίλισσα», αριστερά Λάμπρος Κωνσταντάρας, δεξιά Θανάσης Βέγγος.

 

Η ανάγκη να εγκαταλειφθεί η παλιά, χωρίς ανέσεις κατοικία επεκτείνεται και στον εξοπλισμό της. Το 1957, στη Θεία από το Σικάγο των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου, υπάρχει μια σκηνή που συμβολίζει με χαρακτηριστικό τρόπο την περιρρέουσα ανάγκη για ανανέωση. Η θεία, την οποία υποδύεται η Γεωργία Βασιλειάδου, έρχεται από την Αμερική, όπου διέμενε τα τελευταία χρόνια και πολύ γρήγορα διαπιστώνει ότι η οικογένεια του αδελφού της (Ορέστης Μακρής) ζει μέσα σε τόσο παραδοσιακό περιβάλλον και διακατέχεται από τόσο παραδοσιακές αντιλήψεις, ώστε κινδυνεύει η πιο βασική λειτουργία της: ο γάμος των νεότερων μελών της, επομένως η αναπαραγωγή της. Με τον αέρα της δραστήριας «Αμερικάνας» και χωρίς να αναλωθεί σε περιττές συζητήσεις προκειμένου να πείσει το δύστροπο αδελφό της, η θεία μεταμορφώνει καταρχήν το περιβάλλον: με ένα μοντάζ που αντιστοιχεί στο ραβδάκι της καλής νεράιδας, τα παλιά έπιπλα εξαφανίζονται και στη θέση τους μπαίνουν μοντέρνοι καναπέδες, μπουφέδες και πικάπ. Η Αμερική προσέφερε στην Ελλάδα την οικονομική βάση της μεταπολεμικής της ανασυγκρότησης και στάθηκε, για όσους επωφελήθηκαν, η αναμφίβολη σωτήρας της χώρας. Η εξ Αμερικής θεία, με τον ανανεωτικό άνεμο που φέρνει, δικαιώνεται οριστικά, όταν επιτυγχάνει την αποκατάσταση των ανηψιών της μέσω του γάμου, δηλαδή του βασικότερου κοινωνικού στόχου που αναδύεται από την κινηματογραφική παραγωγή της τριακονταετίας.

 

«Η Θεία από το Σικάγο» (1957), αριστερά Ζαφειρίου Ελένη, κέντρο Βασιλειάδου Γεωργία, δεξιά Μακρής Ορέστης.

 

Από τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά, αυτό που αποκτά τη μεγαλύτερη σημασία και έχει τη μεγαλύτερη αξία για τα πρόσωπα των ταινιών είναι το αυτοκίνητο [8]. Το τηλέφωνο χρησιμοποιείται δραματουργικά· το ψυγείο αποτελεί μέρος της διακόσμησης και συμβολίζει, το ψυγείο πάγου, το πεπαλαιωμένο και το ηλεκτρικό ψυγείο το μοντέρνο· η ηλεκτρική σκούπα μπαίνει στα σπίτια των βιομηχάνων (Καλημέρα Αθήνα, Γρηγόρης Γρηγορίου, I960)· αλλά το αυτοκίνητο είναι πράγματι μια μηχανή κοινωνικής καταξίωσης. Συνδέεται οπωσδήποτε με την οικονομική ευμάρεια. Όμως, επειδή τα αυτοκίνητα έχουν πληθύνει στους δρόμους της Αθήνας, δεν αποκλείεται κάποιος που χρειάζεται ένα αυτοκίνητο για να εντυπωσιάσει τη νέα του κατάκτηση να το δανειστεί από τον κάτοχό του, φανερά ή κρυφά (Ψιτ! κορίτσια, Ντίμης Δαδήρας, 1959). Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ήταν πολύ δύσκολο να αποκτήσει κανείς έστω και ένα παμπάλαιο σαραβαλάκι, μόνο με την εργασία του (Το σωφεράκι, Γιώργος Τζαβέλλας, 1953). Δέκα χρόνια μετά, οι νέοι κυκλοφορούν πολύ συχνά με αυτοκίνητο, χωρίς να είναι απαραίτητα πλούσιοι. Όπως το διαμέρισμα, έτσι και το αυτοκίνητο γίνεται προσιτό σε μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες.

Η κατοικία και το αυτοκίνητο είναι λοιπόν τα σημαντικότερα τεκμήρια για την πορεία των κατοίκων της πόλης προς τη βελτίωση των όρων ζωής τους. Κοντά σ’ αυτά, αρχίζουν τα ταξίδια με αεροπλάνο[9]· το ουίσκι αντικαθιστά άλλα προσφιλή ποτά και η προτίμηση σ’ αυτό υποδεικνύει τη στροφή σε εισαγόμενες διατροφικές συνήθειες, που πραγματοποιούν τα εύπορα στρώματα[10]· τέλος, η μόδα εμφανίζεται όλο και πιο συχνά να απασχολεί το γυναικείο φύλο. Η εικόνα γίνεται αποκαλυπτικότερη, αποτυπώνει προκλητικά το γυναικείο σώμα, όσο και αν κάτι τέτοιο θεωρείται ανήθικο από τα παραδοσιακά μυαλά (Διαβόλου κάλτσα, Γρηγόρης Γρηγορίου, 1961).

Μία άλλη κατηγορία ευδιάκριτων αλλαγών, όχι πλέον υλικών, αφορά στις συμπεριφορές, στους χαρακτήρες, ιδιαίτερα τους νεανικούς και τους γυναικείους, και κατ’ επέκταση στις σχέσεις των ανθρώπων μέσα στην οικογένεια και στην κοινωνία.

Στις ταινίες της πρώτης μεταπολεμικής εποχής τα πρόσωπα είναι ολιγαρκή, αισιόδοξα και έχουν μια καρτερική στάση απέναντι στις δυσκολίες, που τις θεωρούν δεδομένες. Είναι αποφασισμένα να παλέψουν σκληρά για να ξαναφτιάξουν ό,τι έχουν χάσει. Στο τέλος της δεκαετίας του ’50, μια κοινωνική μερίδα έχει πετύχει αυτούς τους αρχικούς στόχους. Οι δουλειές έχουν πάει καλά, ορισμένοι ελεύθεροι επαγγελματίες, ιδιαίτερα όσοι ασχολήθηκαν με τη διατροφή και, όπως είδαμε, με την οικοδομή, έχουν φτιάξει περιουσίες ενώ ξεκίνησαν από το τίποτα (Ο χρυσός κι ο τενεκές, 1962, σενάριο – σκηνοθεσία Ίωνος Νταϊφά- Κολωνάκι, διαγωγή μηδέν, 1967, Στέλιος Ζωγραφάκης, από τη θεατρική κωμωδία του Χρήστου Γιαννακόπουλου Μια τσουκνίδα στις βιολέτες, 1956). Αφού οι βασικές ανάγκες έχουν καλυφθεί, σημαίνει η ώρα των ανέσεων. Πρόκειται για το φαινόμενο που έχει συνδεθεί με την είσοδο του αμερικανικού τρόπου ζωής και των καταναλωτικών προτύπων στην ελληνική κοινωνία.

Αυτά τα πρότυπα, στον κινηματογράφο, αναλαμβάνει να τα διαδώσει η νέα γενιά που βγαίνει τώρα στο προσκήνιο· τα παιδιά που γεννήθηκαν στην Κατοχή, ή λίγο πριν, ενηλικιώνονται στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και εμφανίζουν διαφοροποιημένους στόχους σε σχέση με τους μεγαλύτερους. Δεν είναι καρτερικά, αλλά απαιτούν, βάζουν τους όρους τους στους γονείς τους και πετυχαίνουν αυτό που θέλουν.

Οι νέοι, από δω και πέρα, δεν είναι ολιγαρκείς, αλλά θέλουν γρήγορα να αποκτήσουν όσο το δυνατό περισσότερες ανέσεις, ιδιαίτερα για τους ίδιους και δευτερευόντως για την πατρική τους οικογένεια, να τις επιβάλουν, αν χρειάζεται, στους πρεσβύτερους, που εξακολουθούν να ευχαριστιούνται με τα απαραίτητα: δουλειά, μικρά κέρδη που επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωση, ένα απλό σπίτι. Για τους νέους τα απαραίτητα είναι, όπως τα αναλύει ο Βουτσάς στο Τέντυ μπόυ αγάπη μου (Γιάννης Δαλιανίδης, 1965, διασκευή από το έργο του Γεράσιμου Σταύρου Ζήτω η ζωή), η μετακόμιση σε διαμέρισμα, η μοντέρνα επίπλωση και ο οικιακός εξοπλισμός, η απόκτηση αυτοκινήτου και η νυκτερινή διασκέδαση.

 

«Τέντυ Μπόυ… Αγάπη μου» (1965). Ζωή Λάσκαρη – Κώστας Βουτσάς.

 

Η αποδοχή αυτών των απόψεων από τους μεγαλύτερους γίνεται ύστερα από καυγάδες και προϋποθέτει ότι τα παιδιά αμφισβητούν την αυθεντία των γονιών, δηλαδή ότι σηκώνουν κεφάλι, ότι έχουν γνώμη που δεν περιορίζονται στο να την εκφράζουν, αλλά επιδιώκουν και να την επιβάλουν. Συχνά τολμούν να αυθαδιάζουν χωρίς να υφίστανται τις συνέπειες· αν κάτι τέτοιο συνέβαινε λίγα χρόνια πριν, θα έπεφταν ηχηρά χαστούκια. Η κοινωνική μαχητικότητα της νεολαίας, που θα ενταθεί με τις διεκδικήσεις για την παιδεία και τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής, δεν περνάει ατόφια στην κινηματογραφική εικόνα, αλλά ως μεταφορά ή, ακόμα, και ως αίσθηση των συντελεστών για τον πρωταγωνιστικό ρόλο που αναλαμβάνει η νεολαία.

Στις ταινίες εμφανίζεται μια σειρά από νέα πρόσωπα, μερικά από τα οποία θα καθιερωθούν ως οι πρωταγωνιστές της επόμενης δεκαετίας. Οι νέοι ηθοποιοί φτιάχνουν σιγά σιγά τον κινηματογραφικό τους τύπο, μέσω του οποίου γίνονται γνωστοί και αγαπητοί στο κοινό. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μπορούμε να μιλάμε για σταρ, στους οποίους ανήκουν, μεταξύ άλλων, ο Ανδρέας Μπάρκουλης, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Τζένη Καρέζη, ο Νίκος Κούρκουλος, η Ζωή Λάσκαρη. Το φαινόμενο των σταρ συντίθεται υπό ορισμένες κοινωνικές και οικονομικές προϋποθέσεις, που δημιουργούνται και στην ελληνική κοινωνία στο τέλος της δεκαετίας του 1950 [11].

Τότε εμφανίζονται και σε ορισμένες ταινίες νέοι που απολαμβάνουν κάποια ανεξαρτησία. Στη Μουσίτσα (1959) του Γιάννη Δαλιανίδη, μια παρέα νέων συγκατοικεί μακριά από την επίβλεψη των κηδεμόνων, χωρίς τα μέλη της, και ιδιαίτερα τα γυναικεία, να θεωρούνται παραστρατημένα. Τα γυναικεία πρότυπα γνωρίζουν μια σταδιακή αλλαγή, που γίνεται ολοφάνερη και κυριαρχεί στις ταινίες της δεκαετίας του 1960.

Σμαρούλα Γιούλη (1934 – 2012).

Αυτή η αλλαγή μπορεί να διερευνηθεί και μέσω των πρωταγωνιστριών που επιλέγονται κάθε φορά για να ενσαρκώσουν τα γυναικεία πρόσωπα. Κατεξοχήν εκπρόσωπος των κυρίαρχων αντιλήψεων για τη γυναίκα, όπως εκφράζονται στις ταινίες του 1950, είναι, πιστεύω, η ηθοποιός Σμαρούλα Γιούλη, η οποία, μέσα από τους πολλούς πρωταγωνιστικούς της ρόλους, έδωσε το πρότυπο αυτής της περιόδου: μια νέα γυναίκα χαμηλών τόνων, σταθερή, μετρημένη, υποταγμένη στους κοινωνικούς κανόνες, που, πάντα μέσα στα κοινώς αποδεκτά πλαίσια, ξέρει τι θέλει και το διεκδικεί (Εκείνες που δεν πρέπει ν’ αγαπούν, Σακελλάριος, 1951, σενάριο Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου από το θεατρικό τους Φτερό στον άνεμο, 1943·  Το σωφεράκι·  Ο μισογύνης, Φίλιππος Φυλακτός, 1958). Οι βλέψεις της δεν είναι ποτέ ιδιαίτερα φιλόδοξες· περιορίζεται σε έναν καλό και εργατικό σύζυγο, που εξασφαλίζει τα απαραίτητα εισοδήματα στο νοικοκυριό και της επιτρέπει να στήσει μια ευτυχισμένη οικογένεια. Αντίστοιχους χαρακτήρες υποδύονται η Ζινέτ Λακάζ (Τα τέσσερα σκαλοπάτια, Γιώργος Ζερβός, 1951), η Γκέλυ Μαυροπούλου (Η ωραία των Αθηνών, Νίκος Τσιφόρος, 1954), η Κάκια Παναγιώτου (Θανασάκης ο πολιτευόμενος, Αλέκος Σακελλάριος, 1954).

Το 1955 εμφανίζεται ένα κλασικό πρόσωπο δυναμικής και ανεξάρτητης γυναίκας, η Στέλλα (Μελίνα Μερκούρη), στην ομώνυμη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη. Δεν μπορεί όμως να λειτουργήσει ως πρότυπο. Πρόκειται για μια γυναίκα που βάζει την ελευθερία της πάνω απ’ όλα και τη διεκδικεί ακόμα και στον έρωτα[12]. Αυτή η αντίληψη, και ιδιαίτερα η ερωτική ελευθερία, είναι πολύ πρώιμη για την κοινωνία της εποχής. Επίσης, και κατά κύριο λόγο, η Στέλλα αντιτίθεται στις κοινωνικές συμβάσεις· αυτό το χαρακτηριστικό της δεν μπορεί να αναπαραχθεί στις ταινίες, που αντιθέτως φροντίζουν να εναρμονισθούν πλήρως με τους ισχύοντες κοινωνικούς κανόνες. Μέσα στην επόμενη πενταετία θα υπάρξει μία αυξανόμενη φιλελευθεροποίηση σε ζητήματα γυναικείας ερωτικής συμπεριφοράς, αλλά οι ηρωίδες πάντα θα έχουν στόχο το γάμο και όχι την προσωπική ελευθερία ή την ισότιμη ερωτική σχέση. Παρά την εισπρακτική επιτυχία της ταινίας, που οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα στην περιέργεια της αθηναϊκής κοινωνίας να δει ένα εξέχον μέλος της, μία εγγονή δημάρχου, να υποδύεται μία κοινή – για τα ήθη της εποχής – γυναίκα, η Στέλλα και η περιφρόνηση των κοινωνικών συμβάσεων δεν θα λειτουργήσουν παραδειγματικά στην κατασκευή δυναμικών γυναικείων χαρακτήρων.

 

«Στέλλα» (1955), Μελίνα Μερκούρη – Γιώργος Φούντας.

 

Η συγκυρία ευνοεί την Αλίκη Βουγιουκλάκη· τη στιγμή που κατακτά την εισπρακτική κορυφή ως πρωταγωνίστρια, το 1958 και το 1959, είναι προφανές ότι τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Από το 1954 η ηθοποιός είχε σταθερή κινηματογραφική παρουσία, αλλά πέρασαν τέσσερα χρόνια ώσπου να φθάσει στην πρώτη γραμμή. Εν τω μεταξύ, στην αναζήτηση και στο χτίσιμο του κινηματογραφικού της προσώπου συνέβαλαν περισσότεροι από ένας σεναριογράφοι και σκηνοθέτες, που ανέλαβαν, από τη μια ταινία στην άλλη, να κρατούν και να επαυξάνουν τα στοιχεία που είχαν τη μεγαλύτερη ανταπόκριση[13].

 

Αλίκη Βουγιουκλάκη (1934-1996).

 

Αφίσα της κινηματογραφικής ταινίας (1959), «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (Φίνος Φιλμ).

Η απελευθέρωση του δυναμισμού της ήταν η πιο σημαντική μεταβολή σε σχέση με ό,τι χαρακτήριζε ως τότε τη γυναικεία παρουσία στον ελληνικό κινηματογράφο. Η επιτυχία της στο Ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο (Αλέκος Σακελλάριος, 1959) αποτελεί σταθμό στα εισπρακτικά δεδομένα του ελληνικού κινηματογράφου. Εδώ υποδύεται ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που επιβάλλει τα καπρίτσια του· δεν είναι το απροστάτευτο αλλά δυναμικό κορίτσι που αντεπεξέρχεται με τα δικά του όπλα στις δυσκολίες της ζωής, όπως, π.χ., συμβαίνει στην επόμενη ταινία της, Το κλωτσοσκούφι (Ντ. Δημόπουλος, 1960). Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον κάπως ενοχλητικό στο θεατή ρόλο της Λίζας Παπασταύρου και σ’ αυτόν που υποδύεται η ίδια ηθοποιός στη Μουσίτσα του Γιάννη Δαλιανίδη [14]· εδώ εμφανίζεται με ένα ασυνήθιστο για γυναίκα επάγγελμα, της δημοσιογράφου, να διεκδικεί με πείσμα και πολλά τερτίπια την παραμονή της στον σκληρά ανταγωνιστικό επαγγελματικό χώρο. Από αυτό το σημείο και μετά, η μαχητικότητα, η διεκδίκηση, το κουράγιο, η επιμονή μέχρις εξαφανίσεως του αντιπάλου, αλλά και η αυθάδεια, το ψέμα, η επινόηση καταστάσεων και ταυτοτήτων, θα είναι βασικά χαρακτηριστικά της, με εξασφαλισμένη την αποδοχή του κοινού. Δε χρειάζεται να είναι πλούσια για να πετυχαίνει τους στόχους της. Και ως φτωχή τα καταφέρνει μια χαρά. Βέβαια, ο τελικός στόχος, ο γάμος, παραμένει αμετάβλητος. Όμως οι τρόποι επίτευξής του έχουν μεταβληθεί. Ανάμεσα στην ταπεινή, άχρωμη δακτυλογράφο της Μπίλλυς Κωνσταντοπούλου στο Μεθύστακα (Γιώργος Τζαβέλλας, 1950) και τη μαχητική, έξυπνη και αστεία δακτυλογράφο (Αλίκη Βουγιουκλάκη) της Μοντέρνας Σταχτοπούτας (Αλέκος Σακελλάριος, 1965), οι συμπεριφορές που εξασφαλίζουν την επιτυχία στη ζωή είναι διαμετρικά αντίθετες[15].

Και άλλες νέες πρωταγωνίστριες, όπως η Τζένη Καρέζη και η Άννα Φόνσου, υιοθετούν αυτά τα χαρακτηριστικά στα κινηματογραφικά τους πρόσωπα και φθάνουν μέσω αυτών στην κορυφή. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ τα καλά και υπάκουα κορίτσια, όπως αυτά που υποδύονται η Χριστίνα Σύλβα ή η Ξένια Καλογεροπούλου, επιβιώνουν, τα δυναμικά έχουν δικαίωμα να σταθούν πλάι τους χωρίς να θεωρούνται ανήθικα. Αν όχι στο σπίτι, τουλάχιστον στην κινηματογραφική αίθουσα, το κοινό επικροτεί τη δράση τους. Οι ταινίες δίνουν έτσι το επιχείρημα για να γίνουν ευρύτερα αποδεκτές αυτές οι συμπεριφορές και στη ζωή. Θα πρέπει, ωστόσο, να τεθεί ως ζήτημα προς διερεύνηση και ερμηνεία ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες από την κωμωδία και το μελόδραμα.

 

Πορτρέτο της Τζένης Καρέζη τη δεκαετία του ’60. © Giancarlo BOTTI / Getty Images / Ideal Image. Πηγή: Lifo

 

Άννα Φόνσου.

 

Ανάμεσα στους κινηματογραφικούς συντελεστές, αυτοί που υποδέχονται τις καινούργιες εικόνες και προβάλλουν τις αλλαγές, είναι, σε επίπεδο παραγωγών, κατά κύριο λόγο η Φίνος φιλμ και σε επίπεδο σεναριογράφων και σκηνοθετών ο Γιάννης Δαλιανίδης. Ο Δαλιανίδης είναι ένα πρόσωπο – κλειδί στη διαμόρφωση της εικόνας της νεολαίας στον κινηματογράφο αυτών των ετών. Σ’ αυτό το σημείο, η σημασία της πρώτης του ταινίας, της Μουσίτσας, έχει περάσει ως σήμερα απαρατήρητη, ενώ είναι γνωστές οι μεταγενέστερες δουλειές του πάνω σε κοινωνικά δράματα νεανικής παραβατικότητας (Ο κατήφορος, 1961) ή στο έγχρωμο μιούζικαλ, με πρωταγωνιστές νεανικές παρέες και τις αισθηματικές τους περιπέτειες (Μερικοί το προτιμούν κρύο, 1962)[16].

 

Αφίσα της ταινίας «Ο Κατήφορος», (1961).

 

Οι αλλαγές που επισημάνθηκαν εδώ αφορούν ασφαλώς στρώματα που κατοικούν στην πρωτεύουσα και που έχουν καταφέρει να επωφεληθούν από τις οικονομικές ανακατατάξεις. Στις ταινίες, η οικονομική άνεση συνδέεται με την ιδιωτική μικροεπιχείρηση και όχι με την οποιαδήποτε υπαλληλία. Δεν καλλιεργείται η έννοια της εξασφάλισης ή της σιγουριάς, αλλά προβάλλεται η άνοδος μέσα από το «δικό μας μαγαζί». Αυτή η επιδίωξη εμφανίζεται σταθερά στην οθόνη καθ’ όλη τη δεκαετία του ’50- στο τέλος της, κάνουν πλέον την εμφάνισή τους τα εύπορα μικροαστικά στρώματα, που πλούτισαν πρόσφατα από την εργασία τους. Όμως, οι λιγότερο προνομιούχες, αλλά πολυπληθέστερες ομάδες, στις οποίες θα μπορούσαμε να κατατάξουμε όχι μόνο τους άνεργους, αλλά και τους υπαλλήλους, συνεχίζουν να αναπαράγονται στον κινηματογράφο, χωρίς αυτές οι αλλαγές να τις αγγίζουν ή να τις επηρεάζουν, τουλάχιστον στα χρόνια που εξετάζουμε εδώ. Κατ’ αναλογία, οι ταινίες που αποτυπώνουν τις αλλαγές καλύπτουν ένα μικρό μέρος της παραγωγής και έχουν θερμή υποδοχή από το κοινό των αιθουσών πρώτης προβολής. Συνυπάρχουν, όμως, με ένα μεγάλο αριθμό ταινιών που απευθύνεται κατευθείαν στη δεύτερη προβολή, στους συνοικιακούς κινηματογράφους ή στην επαρχία, δηλαδή σε λαϊκά και εκτός κέντρου στρώματα και αναπαράγει τα κοινωνικά στερεότυπα της προηγούμενης δεκαετίας.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Τα τελευταία χρόνια ο ελληνικός κινηματογράφος κερδίζει ολοένα και περισσότερο το ερευνητικό ενδιαφέρον. Εδώ θα γίνει μνεία μόνο των μελετών που άπτονται του συγκεκριμένου θέματος.

[2] Elise-Anne Delveroudi, «Les joyaux du défiint: la comédie 1950-1970», Le cinéma grec (εκδ. Michel Demopoulos), Centre Georges Pompidou, Παρίσι 1995, σ. 91 και Ελίζα- Άννα Δελβερούδη, «Ο θησαυρός του μακαρίτη: η κωμωδία, 1950-1970», στο «Ξαναβλέποντας τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», Οπτικοακουστική κουλτούρα τχ. 1 (Φεβρουάριος 2002), σ. 67-70.

[3] Μαρία Στασινοπούλου, «Τι γυρεύει η ιστορία στον κινηματογράφο;» Τα Ιστορικά, τόμ. 12, τχ. 23 (Δεκ. 1995), σ. 421-423, σ. 430.

[4] Ελίζα-Άννα Δελβερούδη, «Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και ο ελληνικός κινηματογράφος», Αριάδνη, τόμ. 7 (1994), σ. 172-174.

[5] Για την οικονομία της εποχής και τις επιδράσεις της στην ελληνική κοινωνία, βλ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η ελληνική τραγωδία, από την απελευθέρωση ως τους συνταγματάρχες, Νέα Σύνορα, 1981, σ. 118-128· Χριστόφορος Βερναρδάκης, Γιάννης Χατζής, Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα: Οι προϋποθέσεις της μεταπολίτευσης. Εξάντας, 1991, σ. 118-135· για τη θεαματική άνοδο των ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας από το 1950 ως το 1961, Πάνος Κοζάκος, «Η ελληνική οικονομία 1949-1967, ανασυγκρότηση και ανάπτυξη». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. 16, Εκδοτική Αθηνών, 2000, σ. 223-233· για την είσοδο στην εποχή της κατανάλωσης και τα καταναλωτικά πρότυπα, Βασίλης Καραποστόλης, Η καταναλωτική συμπεριφορά στην ελληνική κοινωνία, 1960-1975, Ε.Κ.Κ.Ε., β’ έκδ., 1984.

[6] Τσουκαλάς, ό.π., σ. 118· Χατζής-Βερναρδάκης, ό.π., σ. 120.

[7] Στασινοπούλου, ό. π., σ. 431 -432.

[8] Στασινοπούλου, ό. π., σ. 431.

[9] Το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Ελλήνων για τα ταξίδια και τον τουρισμό, που αποτυπώνεται και στον κινηματογράφο, μελετά η Lydia Papadimitriou στο «Travelling on Screen: Tourism and the Greek Film Musical», Journal of Modern Greek Studies, τόμ. 18, τχ. 1 (Μάιος 2000), σ. 95-104.

[10] Τσουκαλάς, ό.π., σ. 119.

[11] Σύμφωνα με τον Francesco Alberoni (στο Richard Dyer, Stars, BFI Publishing, 1992, σ. 7) προϋποθέσεις για τη δημιουργία του φαινομένου των σταρ είναι: κράτος δικαίου, αποτελεσματική γραφειοκρατία, δομημένο κοινωνικό σύστημα, ευρείας κλίμακας κοινωνία, οικονομική ανάπτυξη πάνω από τα όρια της επιβίωσης, κοινωνική κινητικότητα.

[12] Δελβερούδη, «Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και ο ελληνικός κινηματογράφος», ό.π.,σ. 168-170.

[13] Δελβερούδη, ό.π., σ. 72-73· Γιώργος Λαζαρίδης, Φλας μπακ: μια ζωή σινεμά, Νέα σύνορα, 1999, σ. 301-306.

[14] Για την παγίωση του προτύπου της «γατούλας» στην ταινία Το ξύλω βγήκε απ’ τον παράδεισο βλ. Γιάννα Αθανασάτου, Ελληνικός κινηματογράφος (1950-1970): Λαϊκή μνήμη και ιδεολογία, Finatec, 2001, σ. 240-242.

[15] Πβ. την άποψη της Αθανασάτου για τα γυναικεία πρωταγωνιστικά πρόσωπα αυτών των δύο ταινιών. Ελληνικός κινηματογράφος, ό.π., σ. 154, υποσ. 35. Παραδείγματα δυναμικών γυναικείων χαρακτήρων, όπως εξελίσσονται στη δεκαετία του 1960, αναλύονται στο άρθρο της Μαρίας Παραδείση «Η παρουσίαση της γυναίκας στις κομεντί του ελληνικού κινηματογράφου». Το Βήμα των κοινωνικών επιστημών, τόμ. Γ’ τχ. 11 (Ιούλ. 1993), σ. 185-204. Βλ. επίσης Στασινοπούλου, ό.π., σ. 434, και Athena Kartalou, «Gender, Professional, and Class Identities in Miss Director and Modern Cinderella», Journal of Modern Greek Studies, τόμ. 18, τχ. 1 (Μάιος 2000), σ. 105-118.

[16] Μαρία Παραδείση, «Η παρουσίαση της νεολαίας στα κοινωνικά δράματα της δεκαετίας του εξήντα», Τα Ιστορικά, τχ. 22 (Ιούν. 1995), σ. 205-218.

 

Ελίζα – Άννα Δελβερούδη

 

Η Ελίζα – Άννα Δελβερούδη είναι καθηγήτρια ιστορίας του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου στον Τομέα Θεατρολογίας & Μουσικολογίας του Τμήματος Φιλολογίας, στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Επιστημονικό Συμπόσιο, «Η εκρηκτική εικοσαετία 1949-1967», 10-12 Νοεμβρίου 2000. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας [Ιδρυτής Σχολή Μωραΐτη]  – Πρακτικά, Αθήνα, 2002.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

Η πολιτισμική γενοκτονία του ελληνισμού του Πόντου 1908-1923: μία άλλη πτυχή του διωγμού των Ελλήνων

$
0
0

Η πολιτισμική γενοκτονία του ελληνισμού του Πόντου 1908-1923: μία άλλη πτυχή του διωγμού των Ελλήνων – Ευριπίδης Π. Γεωργανόπουλος


 

Ο όρος γενοκτονία είναι ένας όρος αρκετά γνωστός καθώς τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και συχνότερα αναφορά σε αυτόν για εγκλήματα που διενεργηθήκαν κατά εθνών τον 20ο αι. με πιο γνωστά αυτά κατά των Αρμενίων το 1915 από τους νεοτούρκους και κατά των Εβραίων από τους ναζί. Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι είναι σαφές στους περισσότερους το ακριβές περιεχόμενό του. Η συνήθης ερμηνεία που δίνεται είναι ότι γενοκτονία είναι η ολοκληρωτική εξόντωση ενός έθνους ή μίας εθνοτικής ομάδας.

Σύμφωνα όμως με τη «Συνθήκη περί Γενοκτονίας», που υπεγράφη στον ΟΗΕ στις 9 Δεκεμβρίου 1948, ως γενοκτονία νοείται η εφαρμογή ενός οργανωμένου σχεδίου ενεργειών με σκοπό την καταστροφή των θεμελιωδών στοιχείων διαβιώσεως των εθνικών, φυλετικών ή θρησκευτικών ομάδων τα οποία επιφέρουν και την εξόντωσή τους ολική ή μερική. [1] Αυτοί που διενεργούν τη γενοκτονία δεν εξοντώνουν μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι.

Στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, εξοντώθηκαν μαζικά και οργανωμένα επειδή ήταν Έλληνες και Χριστιανοί. Αξιοσημείωτο είναι πως σύμφωνα με τη συνθήκη η απώλεια της ζωής δεν συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τον ορισμό μίας γενοκτονίας. Αυτό μάλιστα αποτελεί τη χαρακτηριστική διαφορά μεταξύ της γενοκτονίας και του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας. Πρόκειται για ένα έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση μόνο με πολεμικές συγκρούσεις αλλά μπορεί να λάβει χώρα και σε καιρό ειρήνης. Η γενοκτονία αποτελεί βαριά προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως το δικαίωμα στη ζωή, στη σωματική ακεραιότητα στην προσωπική ελευθερία και στην οικογενειακή εστία, δηλ. περιλαμβάνονται στη γενοκτονία και ο εκτοπισμός, οι καταστροφές των σπιτιών και η βίαιη αλλαγή της θρησκείας. Οποιαδήποτε παραβίαση των ανωτέρω δικαιωμάτων αποτελεί υπό κάποιες προϋποθέσεις γενοκτονία.[2]

Υπάρχουν όμως και άλλα δικαιώματα που θεωρούνται ζωτικά. Ο Ραφαήλ Λέμκιν, εισηγητής του όρου, αρχικά υποστήριξε ότι υπάρχουν οκτώ είδη γενοκτονίας: η φυσική, η βιολογική, η πολιτιστική, η πολιτική, η κοινωνική, η θρησκευτική, η ηθική και η οικονομική. Αυτές, στη συνέχεια, συνοψίστηκαν σε τρεις: τη φυσική, τη βιολογική και την πολιτιστική, που περιέλαβε την πολιτική, την κοινωνική, την θρησκευτική, την ηθική και την οικονομική.[3]

Στο προσχέδιο της Συνθήκης ως Πολιτιστική Γενοκτονία οριζόταν: α) η αναγκαστική μεταφορά παιδιών σε άλλη ομάδα (έγινε δεκτή η περίπτωση αυτή μετά από αγώνα της ελληνικής αντιπροσωπείας), στην οποία περιλαμβάνεται και η περίπτωση της βίαιης αλλαγής της θρησκείας τους, όπως και η κατήχηση κατά του έθνους τους προκειμένου να το μισήσουν, β) η βίαιη και συστηματική απομάκρυνση των αντιπροσωπευτικών μορφωτικών στοιχείων της ομάδας, όπως οι πνευματικοί, πολιτικοί και οικονομικοί ταγοί της, γ) η απαγόρευση της χρήσης της εθνικής γλώσσας ακόμη και στις ιδιωτικές σχέσεις, δ) η συστηματική καταστροφή βιβλίων στην εθνική γλώσσα ή θρησκευτικών έργων ή απαγόρευσης έκδοσης νέων, όπως και η καταστροφή εγγράφων και ε) η συστηματική καταστροφή ή απαγόρευση χρήσης σχολείων, εκκλησιών, βιβλιοθηκών και ιδρυμάτων, αλλά και θρησκευτικών, ιστορικών, καλλιτεχνικών κ. ά. μνημείων, όπως και αντικειμένων προορισμένων για τη λατρεία και ιστορικών εγγράφων. Ουσιαστικά δηλ. καθορίζονταν όλες εκείνες οι ενέργειες που τείνουν στην καταστροφή των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών μίας ομάδας. Όμως επειδή υπήρχαν διαφωνίες εάν η πολιτιστική γενοκτονία έπρεπε να περιληφθεί στις περιπτώσεις γενοκτονίας, τελικώς απορρίφθηκε η πρόταση αυτή με την επισήμανση ότι θα εξασφαλιζόταν η αναγνώριση της πολιτιστικής γενοκτονίας στην παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.[4]

Η διάσταση αυτή, της πολιτισμικής δηλ. Γενοκτονίας, απουσιάζει γενικώς ως ξεχωριστό αντικείμενο έρευνας από την έρευνα της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου καθώς τις περισσότερες φορές αναφέρονται παρεπιπτόντως και δευτερευόντως στις περιπτώσεις αυτές. Και είναι αναμενόμενο καθώς η μεγάλη σε έκταση και ένταση γενοκτονία των Ποντίων της κύριας περιόδου διώξεώς τους, δηλ. της περιόδου 1916-1923, επισκιάζει την πολιτισμική γενοκτονία που επιτελέσθηκε παράλληλα, αλλά και νωρίτερα αυτής της περιόδου. Αρκετοί ερευνητές πάντως εντάσσουν την περίοδο από την επικράτηση των νεοτούρκων το 1908 έως την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ή έως την έναρξη των μαζικών διωγμών των Ελλήνων στον Πόντο, δηλ. έως το 1916, στην περίοδο της γενοκτονίας θεωρώντας την ως την πρώτη φάση της γενοκτονίας, βασιζόμενοι όμως κυρίως σε στοιχεία που στοιχειοθετούν πολιτισμική γενοκτονία στις περισσότερες περιπτώσεις. Δηλ. στα μέτρα που έλαβε η νεοτουρκική κυβέρνηση κατά των ελληνικών σχολείων, της διοικούσας εκκλησίας και της οικονομικής και πολιτικής υπόστασης των Ελλήνων, καθώς και οι διώξεις Ελλήνων και ο βίαιος εξισλαμισμός, κυρίως Ελληνίδων και παιδιών.

 

Εστίες Ελληνισμού στη Μαύρη θάλασσα. Πηγή: Φωτιάδης Κώστας.

 

Οι νεότουρκοι αμέσως μετά την επικράτηση του κινήματος τους έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο εκτουρκισμού της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρά τα όσα θεωρητικά διακήρυσσαν έως τότε περί ισότητας και αδελφοσύνης των εθνών της Αυτοκρατορίας. Το αρχικό σχέδιο που εφάρμοσαν είχε ως στόχο τον εκτουρκισμό της χώρας με έμμεσο σε ένα βαθμό και όχι τόσο μαζικά βίαιο τρόπο προκειμένου να μην προκαλέσει την αντίδραση και των ίδιων των εθνών της αυτοκρατορίας, αλλά και των ομοεθνών κρατών τους και των Μ. Δυνάμεων.

Η εκτουρκιστική πολιτική, που σε αυτή τη φάση είχε ως κύριο στόχο τους Έλληνες επιδιώκοντας τη συνολική αποδυνάμωσή τους (πολιτική, οικονομική και πληθυσμιακή), επιχειρούνταν να επιτευχθεί και νομιμοφανώς μέσω της κατάργησης των προνομίων πρωτίστως με τη μείωση της δυνατότητας της πολιτικής τους αντιπροσώπευσης, με την υποβάθμιση και εντέλει κατάργηση του πολιτειακού ρόλου του Οικουμενικού Πατριάρχη ως εκπροσώπου των Ρωμιών και κυρίως με τις παρανομίες στις εκλογές που ακύρωσαν την πιθανότητα αναλογικής εκπροσώπευσής τους στην οθωμανική πολιτική ζωή, με τον ανθελληνικό εμπορικό αποκλεισμό και με τη στρατολόγηση και δευτερευόντως με την παρέμβαση στην εκπαίδευση, με την απαγόρευση ίδρυσης εθνικών συλλόγων και με ποικίλες διώξεις και βιαιότητες.[5]

Οι νεότουρκοι πολύ νωρίς, από τον Αύγουστο του 1908, φανέρωσαν τους εκτουρκιστικούς τους σκοπούς όχι μόνο ορίζοντας στο νέο σύνταγμα την τουρκική ως επίσημη γλώσσα, αλλά επιβάλλοντάς την ως υποχρεωτική στην κατώτερη και μέση εκπαίδευση, σε αντίθεση με τις διακηρύξεις τους περί οθωμανικής εθνότητας, την οποία υποτίθεται ότι αυτή η επιβολή υπηρετούσε. [6] Σε αυτή την πρώτη φάση έδωσαν ιδιαίτερη βάση στο ρόλο της εκπαίδευσης στο εκτουρκιστικό τους σχέδιο, καθώς το Σεπτέμβριο του 1908 έλαβαν απόφαση για «εθνική ισοπέδωση», για αφομοίωση δηλ., όλων των λαών κάτω από την «εθνική ιδέα της οθωμανικής (βλ. τουρκικής) πατρίδας έναντι των θρησκευτικών διαφορών», μέσω των σχολείων. [7] Αυτή η πολιτική σύντομα τέθηκε σε σταδιακή εφαρμογή με την κατάργηση των προνομίων στην εκπαίδευση, γεγονός που αποξένωνε το Πατριαρχείο από την εκπαίδευση των Ελλήνων και το οποίο είχε ως συνέπεια την επιβολή της τουρκικής γλώσσας και στα ελληνικά σχολεία, τον απ’ ευθείας έλεγχο των σχολείων από το υπουργείο Παιδείας, παρακάμπτοντας τις κατά τόπους αρμόδιες εκκλησιαστικές αρχές, και την εκδίωξη των δασκάλων Ελληνικής Υπηκοότητας. Η άμεση παρέμβαση των οθωμανικών αρχών στα εκπαιδευτικά ζητήματα σήμαινε και τη συνεχή και αδικαιολόγητη έγερση εμποδίων στη λειτουργία των ελληνικών σχολείων.[8]

 

Ελληνικόν Φροντιστήριον Τραπεζούντος. Φωτογραφία των αρχών του 20ου αιώνα που απεικονίζει το κτήριο που στέγασε το Φροντιστήριο Τραπεζούντας κατά την τελευταία περίοδο λειτουργίας του (1902-1921).

 

Έτσι, από την αρχή του σχολικού έτους 1908-9 το υπουργείο Παιδείας παρακάμπτοντας τις κατά τόπους εκκλησιαστικές αρχές απευθύνθηκε κατ’ ευθείαν στα σχολεία ζητώντας στατιστικά στοιχεία.[9] Παράλληλα άρχισαν να επιθεωρούν τα σχολεία επιθεωρητές του Υπουργείου Παιδείας, δίχως άδεια, απαιτώντας περισσότερες πληροφορίες άμεσα από το διευθυντή, ενώ παράλληλα απαγορεύθηκε η περιοδεία των κοινοτικών επιθεωρητών στα σχολεία. Επειδή όμως οι διευθυντές των σχολείων αρνούνταν να δώσουν πληροφορίες, ψηφίστηκε νόμος το 1910 που προέβλεπε την τιμωρία τους σε τέτοια περίπτωση. Με το νόμο αυτό αφαιρέθηκε ουσιαστικά η δυνατότητα ελέγχου από το Πατριαρχείο και τις εφορείες και δόθηκε στο υπουργείο Παιδείας, στους επιθεωρητές και στα τοπικά εκπαιδευτικά συμβούλια, παραμένοντας μόνο θεωρητικά το δικαίωμα της ίδρυσης και διεύθυνσης των σχολείων από τις εθνικές κοινότητες, σαν να ήταν ιδιωτικά και όχι κοινοτικά. Το Πατριαρχείο περιορίστηκε μόνο στην εποπτεία του μαθήματος των Θρησκευτικών και οι εφορείες επωμίστηκαν την ευθύνη εξεύρεσης οικονομικών πόρων για τη συντήρηση των σχολείων. Οι επιθεωρητές ήλεγχαν τους δασκάλους ως προς την επάρκεια και το ήθος τους και τους τιμωρούσαν μέχρι και με κλείσιμο του σχολείου. Ο νόμος επέβαλλε επιπλέον την υποχρεωτική διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας και ιστορίας στα σχολεία των εθνοτήτων, με την επισήμανση ότι η τουρκική γλώσσα έπρεπε να διδάσκεται όπως στα κυβερνητικά σχολεία, δηλ. ως εθνική γλώσσα και όχι ως ξένη. Παράλληλα προβλεπόταν ότι οι μη Τούρκοι μαθητές, που οι γονείς τους δεν τους είχαν γράψει στα μειονοτικά σχολεία ή ήταν υπεράριθμοι λόγω έλλειψης χώρου στα σχολεία τους, θα στέλνονταν στα κυβερνητικά, όπου όμως δεν θα διδάσκονταν τη μητρική γλώσσα. Μόνο στα χριστιανικά χωριά που δεν είχαν σχολείο θα ιδρύονταν κυβερνητικά και θα γινόταν η διδασκαλία στη μητρική γλώσσα, κατά το πρόγραμμα όμως των κυβερνητικών και με παράλληλη διδασκαλία της τουρκικής.[10] Όλα αυτά τα μέτρα έδειχναν ότι οι νεότουρκοι επιδίωκαν να εφαρμόσουν με αυστηρότητα την απόφασή τους για εξαφάνιση των υπολοίπων γλωσσών προκειμένου έτσι να εκτουρκίσουν τους υπόλοιπους πληθυσμούς.[11]

 

Ελληνικόν Φροντιστήριον Τραπεζούντος, μαθητές και καθηγητές της σχολής, 1911.

 

Η εφαρμογή του εκπαιδευτικού νόμου του 1910, όπως φανερώνουν τα πολυάριθμα προξενικά έγγραφα, ήταν άμεση σε όλα τα σχολεία του Πόντου και αφορούσε όλα τα σημεία του νόμου δηλ. τον έλεγχο των σχολείων με την παράκαμψη εκκλησιαστικών αρχών, τη συλλογή πληροφοριών και στατιστικών στοιχείων και την τιμωρία δασκάλων που αρνούνταν να συμμορφωθούν. Στο πρώτο τρίμηνο του 1911 η επιθεώρηση των ελληνικών σχολείων της Τραπεζούντας από κρατικούς επιθεωρητές προκάλεσε την αντίδραση του μητροπολίτη που υπερασπίστηκε τα εκπαιδευτικά προνόμια τα οποία όμως είχαν παρακαμφθεί με τον νόμο του 1910.[12] Ανάλογη περίπτωση έχουμε την ίδια εποχή και στην Αμισό και στην Πάφρα στις οποίες παρά τις αντιδράσεις, αναγκάστηκαν τελικά να δεχτούν και την επιθεώρηση και να παρέξουν τα στατιστικά στοιχεία που τους ζητήθηκαν.[13] Η προσπάθεια άμεσου ελέγχου της ελληνικής εκπαιδεύσεως παρουσιάστηκε και στην απόφαση για επικύρωση των πτυχίων των ελληνικών σχολείων από το υπουργείο Παιδείας και όχι από το Πατριαρχείο. Έτσι, ουσιαστικά δεν αναγνωρίζονταν ως έγκυρες οι διαδικασίες απόκτησης πτυχίου σε ελληνικά σχολεία ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση ασκούσε άμεσο έλεγχο στην απονομή πτυχίων. Η υποβάθμιση των πτυχίων επιτάθηκε με το νομοσχέδιο του 1912, κατά το οποίο απαιτούνταν εξετάσεις, και μάλιστα στην τουρκική, για την εισαγωγή στο Οθωμανικό Πανεπιστήμιο, τη στιγμή που οι απόφοιτοι των Ελληνικών Γυμνασίων της αυτοκρατορίας γίνονταν δεκτοί στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις.[14]

Απολυτήριο Γυμνασίου του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, 1916.

Σημαντικότερο πρόβλημα προέκυψε με την επικύρωση των διπλωμάτων των δασκάλων των ελληνικών σχολείων, δικαίωμα που μέχρι τότε είχε μόνο το Πατριαρχείο. Η επικύρωση των διπλωμάτων ήταν και ένας τρόπος εκδίωξης των ήδη υπαρχόντων δασκάλων μη οθωμανικής υπηκοότητας καθώς από το 1909 είχαν απαγορέψει την πρόσληψη αλλοδαπών δασκάλων σε όλα τα σχολεία, θεωρώντας ότι θα έπλητταν καίρια τη λειτουργία των ελληνικών σχολείων, αφού δεν υπήρχε ικανοποιητικός αριθμός δασκάλων οθωμανικής υπηκοότητας για να καλύψει τις υπάρχουσες ανάγκες, και ότι παράλληλα θα περιοριζόταν η επαφή των υπόδουλων σχολείων με τα ελλαδικά.

Αρχικά οι οθωμανικές αρχές επέβαλαν την επικύρωση αυτή έμμεσα, ως συμπληρωματική στην κύρια επικύρωση του Πατριαρχείου, προκειμένου να απαλλαγούν οι δάσκαλοι οθωμανικής υπηκοότητας από τη στρατιωτική θητεία. Κατόπιν όμως επέβαλαν την επικύρωση ως υποχρεωτική, προκειμένου να δοθεί άδεια άσκησης του διδασκαλικού λειτουργήματος, επί τη απειλή μάλιστα της διακοπής των μαθημάτων και της αποπομπής των δασκάλων. Καθώς πολλοί μητροπολίτες αρνήθηκαν να υπακούσουν στο νέο καθεστώς πολλοί δάσκαλοι παύθηκαν.[15] Στην Αμισό, όπου εφαρμόσθηκε το μέτρο το 1911, παρά την αρχική αντίδραση και του μητροπολίτη και των κατοίκων, αποδέχτηκαν τελικά τα νέα μέτρα προκειμένου να μην δημιουργηθούν περισσότερα προβλήματα.[16]

Έντονα προβλήματα δημιουργήθηκαν σε σχέση και με τις άδειες ανεγέρσεως και λειτουργίας ελληνικών σχολείων και το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Αρχικά ανεστάλη η έκδοση φιρμανίων για την ανέγερση ή επισκευή σχολείων και ναών, ενώ αργότερα προβάλλονταν πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες, πολύ μεγαλύτερες από αυτές που υπήρχαν παλαιότερα και οι οποίες μπορούσαν, τουλάχιστον, να ξεπεραστούν με την παρέμβαση του Πατριαρχείου ή του ενδιαφερομένου μητροπολίτη.

Όσα σχολεία και ναοί δεν είχαν φιρμάνι ανεγέρσεως και λειτουργίας σταματούσαν τη λειτουργία τους, ενώ αφαιρούνταν και διδακτήρια διά της βίας ή μετατρέπονταν, βάσει του νόμου, σε κυβερνητικά από κοινοτικά, με αίτηση της πλειοψηφίας του χωριού ή της συνοικίας της πόλης. Επιχορήγηση μπορούσαν να λάβουν μόνο όσα σχολεία ιδρύονταν σε μη μουσουλμανικές περιοχές ως κυβερνητικά και όχι ως κοινοτικά. Με το νόμο δε του 1910 επιβλήθηκε η υποχρέωση των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων στη συμμετοχή στα έξοδα για ίδρυση και συντήρηση των κρατικών δηλ. τουρκικών σχολείων. Από το Σεπτέμβριο του 1913 τα κοινοτικά σχολεία θεωρούμενα ως ιδιωτικά, απώλεσαν οριστικά την εποπτεία τους από τις μητροπόλεις και ο έλεγχός τους ανατέθηκε στους κυβερνητικούς επιθεωρητές, ενώ οι δάσκαλοι διορίζονταν απ’ ευθείας από την κυβέρνηση. Επιπλέον αυξήθηκαν οι ώρες διδασκαλίας της τουρκικής, η οποία έγινε υποχρεωτική και στα παρθεναγωγεία, ενώ η ιστορία και η γεωγραφία θα διδάσκονταν στα τουρκικά, μέτρα που θα ίσχυαν και στα Γυμνάσια αρρένων και θηλέων. [17] Οι Έλληνες αντέδρασαν το 1910 και το 1911 μέσω των υπομνημάτων του Πατριαρχείου και των Ελλήνων βουλευτών χωρίς όμως αποτέλεσμα. [18] Ιδιαίτερη κινητικότητα σε σχέση με την υποστήριξη των αιτημάτων του Πατριαρχείου παρουσιάσθηκε στον Πόντο το καλοκαίρι του 1911 με διαδηλώσεις και ψηφίσματα διαμαρτυρίας.[19]

Ανάμεσα στα προνόμια που κατήργησαν οι νεότουρκοι με το πρόσχημα της εκκοσμικεύσεως του οθωμανικού κράτους ήταν και οι αρμοδιότητές των εκκλησιαστικών αρχών σε ζητήματα εκκλησιαστικής δικαιοσύνης των χριστιανών (όπως γάμοι, διαθήκες, διαζύγια) και της συμμετοχής τους στην τοπική αυτοδιοίκηση. [20] Παράλληλα όμως η νεοτουρκική κυβέρνηση άρχισε να αναμιγνύεται και σε εσωτερικά θέματα της εκκλησίας, ενώ παρουσιάστηκαν πολλά φαινόμενα περιφρόνησης του ορθόδοξου κλήρου, παρεμπόδισης του έργου του από τις οθωμανικές αρχές ακόμη και φυλάκιση και προσαγωγή σε δίκη δίχως τη μεσολάβηση των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών και με ανυπόστατες κατηγορίες αλλά και παρεμβάσεις ιεροδικών σε διαθήκες και σε διαφορές συζύγων σε διαζύγια. Επιπλέον το νεοτουρκικό κράτος αμφισβήτησε με ψεύτικους τίτλους εκκλησιαστικές, μοναστηριακές και κοινοτικές ιδιοκτησίες τις οποίες επιχείρησε και πέτυχε σε ορισμένες περιπτώσεις είτε το ίδιο είτε μουσουλμάνοι ιδιώτες να τις κατάσχουν παράνομα ακόμη και μέσω δικαστικών αποφάσεων, [21] ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις καταστροφής εκκλησιών.[22]

Αυτές οι ενέργειες εντάσσονταν σε μία κλιμακούμενη ανθελληνική δράση των νεοτούρκων στον Πόντο σε όλα τα επίπεδα όπως η απαγόρευση εράνων και εισφορών προς την ανέγερση και επισκευή κοινοτικών σχολείων και εκκλησιών, η καταπάτηση ελληνικών περιουσιών [23] και η επιβολή μόνο στους χριστιανούς νέων φόρων, όπως ο φόρος επιτηδεύματος, ελαιοτριβείων ή ο φόρος 2% της αξίας των γεωργικών προϊόντων υπέρ του οθωμανικού στόλου που έως τότε ήταν προαιρετική συνεισφορά και υποχρεωτικών εισφορών κάθε είδους μόνο στους χριστιανούς,[24] και υποχρεωτικές εισφορές κάθε είδους, όπως αυτή για την κατασκευή των στρατιωτικών υποδημάτων. [25] Ιδίως ο φόρος επιτηδεύματος που επιβλήθηκε μόνο στους εμπόρους ελληνικής υπηκοότητας από το 1909 δημιούργησε σοβαρό πρόβλημα, παράλληλα με τον οικονομικό αποκλεισμό που υφίσταντο.

 

Κερασούντα: Οικογένεια Ελλήνων Ποντίων, 1910.

 

Οι Έλληνες έμποροι της Τραπεζούντας για να αποφύγουν τα εναντίον τους μέτρα, δέχτηκαν να καταβάλουν αυτόν τον φόρο αλλά τους ζητήθηκε να πληρώσουν για πολλά χρόνια, ως καθυστερημένους, αυτούς τους φόρους και με ποσά δυσανάλογα σε σχέση με εκείνα που πλήρωναν οι Οθωμανοί υπήκοοι, που έφταναν στο πενταπλάσιο ή και εξαπλάσιο ποσό. [26] Παρά τη δυσχερή οικονομική τους κατάσταση σχεδόν κανένας δεν άλλαξε την ελληνική του υπηκοότητα σύμφωνα με τον πρόξενο Τραπεζούντας και της Αμισού, όπου και εκεί δέχθηκαν να καταβάλλουν τον φόρο μολονότι ήταν εξισωμένοι με τους πολίτες των ευρωπαϊκών δυνάμεων βάσει των υπαρχουσών συνθηκών και πρωτοκόλλων.[27]

Τα οικονομικά αυτά μέτρα εντάσσονταν σε μία συνολικότερη πολιτική διωγμού των Ελλήνων ελληνικής υπηκοότητας. Έτσι, πέρα από τους Έλληνες δασκάλους που είδαμε παραπάνω, προχώρησαν σε απελάσεις και άλλων επαγγελμάτων Ελλήνων, όπως γιατρών, δημοσιογράφων, γαιοκτημόνων, εμπόρων και βιομηχάνων, επειδή δεν δέχθηκαν να αλλάξουν την ελληνική τους υπηκοότητα. Υπήρξαν συλλήψεις, παραπομπές σε δίκες, έρευνες χωρίς δικαιολογίες και χωρίς την ενημέρωση των ελληνικών προξενικών αρχών, κατάσχεση περιουσιών και κάθε είδους δυσχέρειες στο ζήτημα της υπηκοότητας, κυρίως των παιδιών των Ελλήνων υπηκόων. Οι περισσότεροι βέβαια ήταν μόνιμοι κάτοικοι της χώρας, που είχαν πάρει την ελληνική υπηκοότητα για οικονομικούς λόγους. [28] Οι νεότουρκοι ενέτειναν τις πιέσεις το 1911 μην αφήνοντας στα προξενεία περιθώρια προστασίας των Ελλήνων υπηκόων. Έτσι, στην Αμισό οι οθωμανικές αρχές ζήτησαν από το υποπροξενείο, όπως και από όλα τα ελληνικά υποπροξενεία, κατάλογο των Ελλήνων υπηκόων που υπήρχαν στην περιφέρειά του. Ο υποπρόξενος, μολονότι προσπάθησε να καθυστερήσει την έκδοσή του, αναγκάστηκε τελικά να δώσει τον κατάλογο των 500 Ελλήνων υπηκόων. [29] Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών προκειμένου να αντιμετωπίσει σε κάποιο βαθμό την κατάσταση έδωσε οδηγίες στα προξενεία το Σεπτέμβριο του 1911 να κρατήσουν τα ονόματα των Ελλήνων που έχασαν με αυτόν τον τρόπο την υπηκοότητά τους ώστε όταν τελείωνε ο εμπορικός αποκλεισμός να αποκτούσαν και πάλι την ελληνική υπηκοότητά τους.[30]

 

Οικογένεια Ελλήνων Ποντίων στις αρχές του 20ου αιώνα.

 

Ιδιαίτερη περίπτωση πιέσεων αποτελούσαν οι βιασμοί γυναικών, συνήθως με την πρόφαση της έρευνας για λιποτάκτες και φυγόστρατους, [31] και οι περιπτώσεις εξισλαμισμών που αν και δεν είχαν λάβει ακόμη την έκταση που θα έχουν κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο είχαν αυξηθεί σε σχέση με το παρελθόν. [32] Συνήθως αφορούσαν ανήλικες γυναίκες μέσω απαγωγών και εκβιασμών. Χαρακτηριστικό είναι ότι υπήρχε και ειδικό κονδύλι στον προϋπολογισμό του κράτους για τους εξισλαμισμούς. Το Πατριαρχείο, λόγω των αυξανόμενων συμβάντων, προχώρησε σε επανειλημμένες διαμαρτυρίες προς την κυβέρνηση με αποτέλεσμα την έκδοση διατάγματος στις 25 Μαΐου 1913 που καθόριζε ως κατώτατο όριο εξισλαμισμού μιας γυναίκας το εικοστό έτος της ηλικίας της. Η απόφαση αυτή όμως δεν υλοποιήθηκε και το Πατριαρχείο συνέχισε τις διαμαρτυρίες.[33]

Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους στον Πόντο το νεοτουρκικό καθεστώς προχώρησε, βάσει του σχεδίου οικονομικής αποδυνάμωσης των Ελλήνων, σε επιτάξεις μόνο από αυτούς ζώων, τροφίμων, ενδυμάτων και ό,τι άλλο ήταν ωφέλιμο για το στρατό, αλλά και σε αρπαγή χρημάτων. Όσοι αντιστέκονταν, ξυλοκοπούνταν και φυλακίζονταν. [34] Κατ’ εντολή του νομάρχη Τραπεζούντας επιτάχθηκαν το ελληνικό παρθεναγωγείο, εκκλησίες και ενορίες. [35] Παράλληλα το ζήτημα των εράνων, όπως είχε γίνει και πριν από τους Βαλκανικούς, εξελίχθηκε σε ένα ακόμη μέτρο οικονομικής αφαίμαξης των Ελλήνων καθώς προσέλαβε μόνο για αυτούς υποχρεωτικό χαρακτήρα. Αφορούσε κυρίως την ενίσχυση του οθωμανικού στόλου και μαρτυρούνται περιπτώσεις εράνων και στην Τραπεζούντα και στην Αμισό.[36]

Μεγάλο πρόβλημα δημιουργήθηκε με την υποχρεωτική εγκατάσταση μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια σε ελληνικά χωριά στον Πόντο και την αρπαγή ελληνικών κτημάτων σε μία προσπάθεια αλλοίωσης της πληθυσμιακής σύνθεσης της περιοχής. [37] Σε μία τέτοια περίπτωση δημιουργήθηκε σοβαρό επεισόδιο το Μάιο του 1913 σε χριστιανικά χωριά γύρω από την Αμισό, όπου με κυβερνητική διαταγή επιχειρήθηκε να εγκατασταθούν περίπου 2.500 Τουρκαλβανοί, που προέρχονταν από τη Βόρεια Ήπειρο, στους οποίους διατάχθηκε να δώσουν τροφή και να παραχωρήσουν χωράφια. Η βίαιη αντίδραση των κατοίκων και η παρέμβαση του μητροπολίτη Γερμανού στο νομάρχη, είχε μόνο πρόσκαιρα αποτελέσματα καθώς δεν αποτράπηκε η εγκατάσταση ενώ συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν οι επικεφαλής των Ελλήνων. [38] Το σχέδιο αφελληνισμού της περιοχής περιελάμβανε και προτάσεις για αλλαγή των ελληνικών ονομάτων περιοχών, πόλεων και χωριών.[39]

Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η ήδη δυσχερής θέση των Ελλήνων στον Πόντο επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο. Έχοντας ως στόχο την παραπέρα οικονομική αποδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου οι νεότουρκοι προχώρησαν σε καθολικές επιτάξεις κάθε είδους από τα ελληνικά καταστήματα και σπίτια πολλές φορές άσχετων με οποιαδήποτε στρατιωτική χρήση, όπως οικιακά έπιπλα, κοσμήματα ακόμη και γυναικεία ενδύματα, καπέλα και εσώρουχα! Αντιθέτως από τους μουσουλμάνους επίτασαν ελάχιστα, τα οποία μάλιστα πολλές φορές τα επέστρεφαν ύστερα από λίγο. Επιπλέον έγιναν επιτάξεις εμπορικών οίκων κοινοτικών κτιρίων, σχολείων, ορφανοτροφείων, βιβλιοθηκών, φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, ακόμη και εκκλησιών. [40] Τον ίδιο σκοπό είχε και η Επιτροπή κατά της αισχροκέρδειας, που δημιουργήθηκε για να προστατέψει, υποτίθεται, τους πολίτες από τυχόν αισχροκέρδεια των εμπόρων, αλλά κατ’ ουσίαν ήταν ένα ακόμη μέτρο κατά των Ελλήνων εμπόρων καθώς τους επιβάλλονταν για υποτιθέμενες παρανομίες υπέρογκα πρόστιμα και προχωρούσαν σε κατασχέσεις εμπορευμάτων ή κλείσιμο των καταστημάτων τους. Ο έλεγχος των τιμών περιοριζόταν μόνο στους Έλληνες εμπόρους, ενώ οι μουσουλμάνοι μπορούσαν να πωλούν σε όποιες τιμές ήθελαν. Απαγορεύονταν στους μουσουλμάνους να συναλλάσσονται με Έλληνες, στην περίπτωση δε που το έκαναν κινδύνευαν με ξυλοδαρμό και καταστροφή του προϊόντος που αγόραζαν. Επιπλέον οι κατά τόπους αρχές ζήτησαν από τις ξένες επιχειρήσεις να απολύσουν τους Έλληνες και να τους αντικαταστήσουν με μουσουλμάνους. Νέοι αναγκαστικοί έρανοι για τον οθωμανικό στόλο, τους μουσουλμάνους πρόσφυγες κ. ά. αλλά και φόροι επιβλήθηκαν μόνο στους Έλληνες και στους Αρμενίους, ενώ αυξήθηκαν οι απελάσεις Ελλήνων με ελληνική υπηκοότητα με παράλληλη δήμευση των περιουσιών τους.[41]

Στην εκπαίδευση προχώρησαν τον Ιούλιο του 1915 σε οριστική κατάργηση των προνομίων και στον πλήρη εκτουρκισμό της καθώς επέβαλαν το πρόγραμμα των τουρκικών σχολείων, απαγορεύοντας τη διδασκαλία της ελληνικής ιστορίας και περιορίζοντας τη χρήση της ελληνικής γλώσσας μόνο στα γλωσσικά μαθήματα. Επιπλέον καταργήθηκαν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια όπως και η κοινοτική αυτοδιοίκηση, ενώ όλα τα ιδρύματά της δημεύτηκαν με νόμο στις 14 Αυγούστου 1916. Σημαντική εξέλιξη αποτέλεσε και η απαγόρευση παρέμβασης του Πατριαρχείου σε περιπτώσεις εξισλαμισμού με νόμο στις 28 Ιουλίου 1915 σε μία περίοδο που όλο και συχνότερα υπήρχαν καταγγελίες για βίαιο εξισλαμισμό. Οι εξισλαμισμοί έγιναν πιο οργανωμένοι με την ίδρυση ειδικών ορφανοτροφείων για ελληνόπουλα που οι γονείς τους είτε είχαν δολοφονηθεί είτε εκτοπισθεί ή απελαθεί ή είχαν απαχθεί διά της βίας. Στα παιδιά αυτά παρεχόταν μόνο μουσουλμανική εκπαίδευση στην τουρκική γλώσσα με στόχο τον εξισλαμισμό και παράλληλα ή εκ των υστέρων τον εκτουρκισμό τους.[42]

Ο Αντισυνταγματάρχης Τουρκικής πολιτοφυλακής Topal Osman.

Κατά την υποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων μπροστά στη ρωσική προέλαση την άνοιξη του 1916 υπήρξαν πολλά έκτροπα στον ανατολικό Πόντο, ανάμεσα στα οποία λεηλασίες και καταστροφές σπιτιών, εκκλησιών και σχολείων, όπως στην περίπτωση των χωριών της Αργυρούπολης,[43] και κυρίως στοχευμένες καταστροφές μοναστηριών. Έτσι, αρχικά λεηλατήθηκε στις 19 Απριλίου η Παναγία Σουμελά χωρίς να καταστραφεί μετά από παρέμβαση Οθωμανού αξιωματικού αραβικής καταγωγής και στις 23 Απριλίου καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Τούρκους η I. Μ.  Βαζελώνος, ένα από τα τρία μεγάλα μοναστήρια του Πόντου, ενώ λίγο αργότερα καταστράφηκαν και δύο γυναικεία μοναστήρια. Παράλληλα υπήρξαν και πολλές περιπτώσεις βιασμών Ελληνίδων όπως στην περιοχή της Αργυρούπολης, όπου κάποιες προκειμένου να μην ατιμασθούν προτίμησαν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στο ποτάμι, και μάλιστα γυναικών μοναχών όπως στην περίπτωση της μονής Σιμικλή. Μετά την πτώση της Τραπεζούντας ο Τοπάλ Οσμάν στην Κερασούντα προχώρησε σε διώξεις πλουσίων Ελλήνων, βιασμούς γυναικών και δολοφονίες ιερέων. [44] Όλα αυτά αποτέλεσαν το «προανάκρουσμα» των καθολικών διωγμών που ακολούθησαν στον δυτικό Πόντο το επόμενο διάστημα.

 

Η Παναγία Σουμελά.

 

Άγιος Ιωάννης Βαζελώνος. (Φωτ.: IHA)

 

Η κατάσταση βέβαια έγινε πραγματικά δραματική με την έναρξη των εκτοπισμών των ελληνικών πληθυσμών του δυτικού Πόντου που ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1916[45] και έλαβαν χώρα κυρίως από τον Νοέμβριο του 1916 έως την άνοιξη του 1917. Αρχικά στράφηκαν κατά των προκρίτων, των δασκάλων, των ιερέων, των εύπορων και των μορφωμένων της κάθε ελληνικής κοινότητας τους οποίους κατά περίπτωση τους εκτόπιζαν ή τους εκτελούσαν λεηλατώντας στη συνέχεια την περιουσία τους. Παράλληλα προχώρησαν σε δηώσεις και καταστροφές πολλών σχολείων και εκκλησιών των περιοχών αυτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την επιστροφή τους οι επιζήσαντες εκτοπισμένοι κατά το τέλος του πολέμου βρήκαν σε αρκετές περιπτώσεις κατεστραμμένα μόνο το σχολείο και την εκκλησία του χωριού τους. Πέρα από τις καταστροφές οι βεβηλώσεις των ιερών ναών αποτελούσαν συχνό φαινόμενο όπως και η διαπόμπευση ιερέων με ξυλοδαρμό, ξύρισμα και διάφορους άλλους εξευτελισμούς.[46]

 

Αμισός. Η Αμισός ή Σαμισός (σήμερα Σαμψούντα) ήταν ο αμέσως μετά την Σινώπη ακμαιότερος ελληνικός λιμένας στη νότια ακτή του Ευξείνου Πόντου.

 

Ο εκτοπισμός αρχικά μόνο των ανδρών άφηνε απροστάτευτα τα παιδιά και τις γυναίκες με αποτέλεσμα οι περιπτώσεις απαγωγών και βίαιων εξισλαμισμών να πολλαπλασιαστούν. Κυρίως όμως κατά την περίοδο των καθολικών εκτοπισμών οι μαρτυρίες βιασμών, βίαιων εξισλαμισμών και απαγωγής μικρών παιδιών ακόμη και βρεφών υπό το πρόσχημα της προστασίας αυτών είναι πάρα πολλές και αφορούν όλες τις περιοχές του δυτικού Πόντου. Δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις γυναικών που προτίμησαν να αυτοκτονήσουν παρά να αλλαξοπιστήσουν. Αρκετά από τα ελληνόπουλα που είχαν απαχθεί με τη μέθοδο του παιδομαζώματος μέσω της Εταιρείας της Ερυθράς Ημισελήνου εντάχθηκαν σε ειδικά ορφανοτροφεία που είχε ιδρύσει ο Ταλαάτ με σκοπό να τα εκτουρκίσει.[47]

Με την ανακατάληψη του ανατολικού Πόντου από τον οθωμανικό στρατό τον Φεβρουάριο του 1918 οι δύο γυναικείες μονές που είχαν επαναλειτουργήσει ερημώθηκαν και πάλι ενώ στην Παναγία Σουμελά και στον Αγ. Γεώργιο Βαζελώνος απέμειναν ελάχιστοι μοναχοί. Οι μουσουλμάνοι προχώρησαν και πάλι σε καταστροφές εκκλησιών και σχολείων, όπως στην περιοχή της Ριζούντας, ενώ κατασχέθηκαν από την κυβέρνηση ή από ιδιώτες μουσουλμάνους μοναστηριακά, εκκλησιαστικά και κοινοτικά κτήματα σχεδόν εξ ολοκλήρου πέρα από ιδιωτικά κτήματα και οικίες που μετά πωλήθηκαν σε μουσουλμάνους.[48]

 

Άποψη της Ριζούντας, λιμάνι 60 χιλιόμετρα ανατολικά της Τραπεζούντας, πρωτεύουσα της επαρχίας του Λαζιστάν. Φωτογραφία των Αδελφών Κακούλη, δεκαετία 1890. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Ο Παπα-Ευθύμ Καραχισαρίδης. Φωτογραφία του 1919. Ο Παπα-Ευθύμ (κατά κόσμον Παύλος Καραχισαρίδης) πρωτοστάτησε στην προσπάθεια δημιουργίας αυτοκέφαλης τουρκορθόδοξης Εκκλησίας, σε σύγκρουση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο – το οποίο μετά το 1919 είχε ταχθεί πλέον καθαρά στο πλευρό του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού. Συνεργάστηκε στενά με τους κεμαλικούς και κατάφερε να σώσει αρκετά μέλη της κοινότητάς του από διωγμούς κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτό φαίνεται ότι τον βοήθησε να πετύχει κάποια λαϊκή στήριξη για το εγχείρημά του, το οποίο πάντως με το τέλος του πολέμου δεν είχε πολλή τύχη.

Μία μικρή ανάπαυλα μερικών μηνών υπήρξε μεταξύ του τέλους του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της έναρξης του κεμαλικού κινήματος που σήμανε μία νέα περίοδο μαζικών και ολοκληρωτικών διωγμών από το καλοκαίρι του 1919 έως την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αρχικά οι διώξεις δεν ήταν μαζικές σε όλο τον Πόντο αλλά εντοπίζονταν σε κάποιες περιοχές.[49] Μέσα στο πλαίσιο της ανθελληνικής του πολιτικής ο Κεμάλ ως ένα ακόμη μέσο έμμεσης εξόντωσης των Ελλήνων με σκοπό την αφαίρεση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων ορθοδόξων ίδρυσε τη λεγάμενη «τουρκοορθόδοξη εκκλησία» στην οποία έθεσε ως επικεφαλής της τον Παπαευθύμ. Το εγχείρημα παρά τις προσπάθειες του Κεμάλ απέτυχε ολοκληρωτικά μολονότι συνέχισε να υφίσταται αυτή η «εκκλησία» και μετά την Καταστροφή.[50]

Η κύρια περίοδος των μαζικών εκτοπισμών και εξόντωσης ήταν το καλοκαίρι του 1921 αν και κλιμακώνονταν συν τω χρόνω οι σφαγές των Ελλήνων σε όλο τον Πόντο. Και σε αυτή την περίπτωση επαναλήφθηκαν οι ίδιες πρακτικές με καταστροφές εκκλησιών και σχολείων,[51] καταλήστευση ελληνικών περιουσιών, βίαιους εξισλαμισμούς που έφτασαν να αφορούν ολόκληρα χωριά, απαγωγή ελληνόπουλων και βιασμούς γυναικών, παιδιών αλλά ακόμη και νέων αγοριών. Πολλά κορίτσια και παιδιά αυτοκτόνησαν μετά από την τραυματική αυτή εμπειρία, όπως στην Οινόη, ή τρελάθηκαν όπως στην περίπτωση του Καβάκ ή ακόμη οι ίδιοι οι γονείς τους τα σκότωσαν.[52]

Των εκτοπισμών αυτών είχε προηγηθεί η απέλαση των Ελλήνων υπηκόων της Αμισού το Νοέμβριο του 1920 και η φυλάκιση στην Αμάσεια τον Ιανουάριο του 1921 επιφανών Ελλήνων της Αμισού, της Πάφρας και του Αλάτζαμ. Η σύλληψη και άλλων Ελλήνων της θρησκευτικής, πνευματικής και πολιτικής ηγεσίας του ελληνισμού του Πόντου με την κατηγορία ότι ενέχονται στο ζήτημα της Δημοκρατίας του Πόντου και η καταδίκη τους σε θάνατο τον Σεπτέμβριο του 1921 από το «Δικαστήριο Ανεξαρτησίας» φανέρωσε την απόφαση της κεμαλικής ηγεσίας για ολοκληρωτική εξόντωση του ελληνισμού.[53]

 

Χάρτης που επισημάνει τη Ριζούντα, την Τραπεζούντα και το Βατούμ.

 

Η ίδια πρακτική συνεχίστηκε και το 1922 όπως φανερώνουν οι πολλές, αμερικανικές κυρίως, μαρτυρίες. Η Ethel Thompson, μέλος αμερικανικής ιεραποστολής περίθαλψης προσφύγων, ήταν μάρτυρας ύπαρξης ειδικού ορφανοτροφείου στη νοτιοανατολική Μ. Ασία που είχε περισσότερα από 300 ελληνόπουλα συγκεντρωμένα.

Η ίδια αναφέρει ότι κατά τον εκτόπισμά των Ελλήνων μουσουλμάνοι άρπαζαν στη διαδρομή ανενόχλητοι τα ωραιότερα κορίτσια και τα έβαζαν σε χαρέμια. Κάποιες από τις κοπέλες μάλιστα είχαν παραμορφώσει το πρόσωπό τους με την ελπίδα να μην τις πάρουν.[54] Άλλη αμερικανική μαρτυρία αναφέρει την πυρπόληση εκκλησιών στην περιοχή της Μερζιφούντας και το κάψιμο ιερέων των οποίων πρώτα είχαν βουτήξει τα ράσα σε κηροζίνη.[55] Σύμφωνα με τον Γκίμπονς στην Τραπεζούντα τον Μάιο του 1922 όλα τα παιδιά 2 έως 14 ετών είχαν απομακρυνθεί από τις οικογένειές τους και είχαν συγκεντρωθεί σε ειδικό χώρο από τις κεμαλικές αρχές. Τα δε ελληνικά σχολεία σε όλο τον Πόντο είχαν κλείσει από τον Ιούνιο του 1921.[56]

Ακόμη και μετά την Μικρασιατική Καταστροφή όταν ήταν προδιαγεγραμμένο το τέλος της παρουσίας του ελληνισμού εκεί υπήρξε νέος γύρος δολοφονιών και βιαιοτήτων στον Πόντο με νέες περιπτώσεις εξισλαμισμών γυναικών και παιδιών αλλά και καταστροφής εκκλησιών και μοναστηριών με χαρακτηριστικότερο ίσως αυτό της Παναγίας Σουμελά. Ο κίνδυνος εξισλαμισμού ακόμη και μετά το τέλος του πολέμου παρέμενε μεγάλος καθώς στην έκθεση που συνέταξε η επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών στην Πόλη για το ζήτημα αναφέρεται ότι 300.000 γυναίκες και παιδιά, από όλο τον ελληνισμό της Μικρός Ασίας είχαν εκτοπιστεί και κρατούνταν από μουσουλμάνους. Χιλιάδες Ελληνίδες που τις είχαν πάρει οι Τούρκοι στα χαρέμια τους όλο αυτό το διάστημα και τις εξισλάμισαν παρέμειναν εκεί.[57] Η πολιτισμική γενοκτονία όμως συνεχίστηκε και μετά τη φυγή των Ελλήνων του Πόντου. Ο Νηλ Άσερσον στο βιβλίο του Μαύρη Θάλασσα. Λίκνο πολιτισμού και βαρβαρότητας επισημαίνει για την Παναγία Σουμελά: «Παντού υπάρχουν ερείπια. Αλλά τα ερείπια αυτά είναι ερείπια μίσους κι όχι ερείπια του χρόνου. Επαγγελματίες κλέφτες χρησιμοποίησαν ειδικά εργαλεία για να αποσπάσουν τμήματα του μωσαϊκού, τα οποία κατέληξαν σε δημοπρατήρια του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης».[58]

 

Summary

  

Immediately after the successful conclusion of the Young Turks movement in 1908, their Committee of Union and Progress (CUP) put in practice a plan for the transformation of the multinational Ottoman Empire into a Turkish national state. The plan of turcification at the beginning included mainly measures for not violated attack against the no Turkish nations and especially the Christians. So in August of 1908, using as a pretext the strengthening of Ottomanism, they started taking away the privileges of the millets. By this way they tried with indirect methods to destroy the education of the Greeks and to restrict the role of the orthodox bishops upon the Greeks. In Pontus the Young Turk government interfere with the internal issues of the orthodox church, in which the government always took the side of the opponents of the topical bishop, and in the ecclesiastical justice of the orthodox such as in matters of marriages, testaments, and divorces, obstructed the ecclesiastical act of the Greek priests, persecuted and imprisoned priests with unfounded accusations, obstructed the travel of the bishops in their area etc. Also later, Kemal interfere with internal affairs of the Oikoumenical Patriarchate with the establishment of the pseudo Turkish-orthodox patriarchate putting as a head of it the Greek orthodox priest from Pontus papa-Efthym.

In the area of education the Young Turks imposed the Turkish language in all schools as obligatory despite their declarations and they decided from September 1908 to impose the ottoman idea through the schools. The main goal was the weakening and the control of the powerful Greek education through the abolition of this responsibility from the patriarchate. So they imposed the teaching of the Turkish language as metrical and of the Turkish history in the Greek schools, they restricted the Greek Schools, they tried, especially in the hinterland of Pontus where the muslims were more from the Greeks, to enlist the Greek pupils to the Turkish schools, which established in great nmnbers from the Young Turks since 1908, they closed Greek schools with different pretexts for supposed irregularities, they restrained the permits for building or repair for the Greek Schools, they deported Greek teachers, scientists and journalists, etc.

During the period of the genocide of the Pontian Greeks (1914-1923) the muslims advanced to destructions of Greek churches and seizures of Greek schools without reasons, which they did not return even after the end of the 1st WW. Especially during the second period of genocide (1919-1923) the attack against the elite of the Pontian Greeks was total as in September of 1921 the verdict of the so-called “Independence Courts”, that Kemal had created in an attempt to have a legal pretext for the execution of noted Greeks (bishops, teachers, journalists, doctors, traders) in Pontus through a parody of trials, sent to death 450 Greeks. The violent islamization of Greeks, especially women and orphans, which have been increased after 1908, became major problem for the Greeks, besides the others, during the period 1914-1924. Even after the Asia Minor destruction and in spite of the Lausanne Agreement (January 30, 1923) the kemalists continued the islamizations of Greeks and the attacks against the church. But even after the expulsion of Greeks the Turks tried to destroy characteristic monuments which reminded the Greek presence in Pontus (for example monaster of Panagia Soumela), suppressed the possibility of the revealing of the islamized Greeks and cryptochrisitans and put in pursuing Greek-speaking Muslims in Pontus.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ήδη με τις συμβάσεις της Χάγης του 1907 είχαν τεθεί οι βάσεις για τη νομική αντιμετώπιση των εγκλημάτων πολέμων. Η εξόντωση των Αρμενίων το 1915 από τους νεοτούρκους προκάλεσε μεγάλη αντίδραση και την προειδοποίηση από την πλευρά της Αντάντ ότι θα τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι της οθωμανικής κυβερνήσεως και όσοι αναμίχθηκαν στην εξόντωση. Επισήμους τότε έγινε για πρώτη φορά χρήση του όρου εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Στη Συνθήκη των Βερσαλλιών κατόπιν γίνεται λόγος για τα εγκλήματα πολέμου, αλλά δεν ελήφθησαν μέτρα είτε τιμωρίας είτε ποινικός καθορισμός των εγκλημάτων αυτών. Πρώτη φορά ο όρος genocide (από την ελληνική λέξη «γένος» και την λατινική caedere (= αποκτείνω, σκοτώνω) εισήχθη από τον Αμερικανό πολωνοεβραϊκής καταγωγής Ραφαήλ Λέμκιν (R. Lemkin), καθηγητή της Νομικής του Πανεπιστημίου του Γέιλ, στο έργο του Axis rule in occupied Europe, Law of Occupation. Analysis of Government proposals for readers, Washington 1944. Η Ελλάδα από την αρχή υπέγραψε τη διεθνή σύμβαση περί γενοκτονίας ενώ η Τουρκία το 1965. Για το ιστορικό του όρου βλ. Απόστολος I. Παπασλιώτης, Το έγκλημα της Γενοκτονίας, Θεσσαλονίκη 1966, σ. 9, 15, 31, 136.

[2] Γενοκτονία θεωρείται και ο Αργός Θάνατος, δηλ. οι τελέσεις ενεργειών που διά εσκεμμένων παραλείψεων συνεπάγονται την έμμεση εξόντωση της ομάδας, όπως η περίπτωση των εκτοπίσεων των Ελλήνων του Πόντου. Παπασλιώτης, ά π., σ. 30, 32-3, 39- 40.

[3] Στη βιολογική γενοκτονία εμπίπτει και η υποχρεωτική διαμονή και εργασία σε απομακρυσμένα μέρη συνδυαζόμενη με χωρισμό των μελών της οικογένειας. Παπασλιώτης, o. π., σ. 32, 41, 53.

[4] Παπασλιώτης, ό. π., σ. 35, 42-3, 54-8.

[5] Ν. Βλάχος Ιστορία των κρατών της Χερσονήσου του Αίμου 1908-1914, Ο.Ε.Δ.Β., τ. 1, Αθήνα 1954, σ. 152-3, A. X. Χαμουδόπουλος, Ελληνισμός και Νεότουρκοι. Εθνική Δράσις του υποδούλου Ελληνισμού κατά την νεοτουρκικήν περίοδον 1908-1912, Θεσσαλονίκη 1926, σ. 9-10.

[6] F. Ahmad, «Unionist Relations with the Greek, .Armenian and Jewish Communities of the Ottoman Empire, 1908-1914», Christians and Jews in the Ottoman Empire, τ. 1, επιμ. B. Braude-B .Lewis, Νέα Υόρκη-Λονδίνο 1982, σ. 403-6.

[7] Μ. Ροδάς, Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον ελληνισμόν της Τουρκίας, Αθήνα 1978 (1η εκδ. 1916), σ. 25, 27, συνέντευξη Ναζήμ Μπέη, όπου και υπόσχεση για προσωρινή διατήρηση των προνομίων.

[8] Σία Αναγνωστοπούλου, Μικρά Ασία. 19ος αχ.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος, Αθήνα 1997, σ. 462-3, Βλάχος, ό.π., σ. 112, 114.

[9] ΑΥΕ/1911/ΒΓ/39, Έντυπο στατιστικής του υπουργείου Παιδείας του σχολικού έτους 1909 -10.

[10] Αναγνωστοπούλου, ό.π., σ. 463 – 464, 506, σημ. 30, Βλάχος, ό.π., σ. 118 – 127.

[11] Οι Times του Λονδίνου στις 3 Οκτωβρίου 1911 δημοσίευσαν το νεοτουρκικό πρόγραμμα σύμφωνα με το οποίο οι υπόλοιπες εθνότητες μπορούσαν να τη θρησκεία αλλά όχι τις γλώσσες τους. Βλάσης Αγτζίδης, «Η γενοκτονία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας», εφ. Η Καθημερινή, 18 Φεβρουάριου 2001, σ. 37.

[12] ΑΥΕ/1911/Β 39, αρ. πρ. 227, προξ. Τραπεζούντος προς υπουργείο Εξωτερικών (ΥΠΕΞ), Τραπεζούς, 24 Μαρτίου 1911.

[13] ΑΥΕ/1911/Β 39, αρ. πρ. 89, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 9 Μαρτίου 1911.

[14] Βλάχος, ό.π., σ. 118-9, 124.

[15] Ο Γολγοθάς του εν Τουρκία ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη 1919, σ. 26, X. Σολδάτος, Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του ελληνισμού της Μ. Ασίας 1800-1922, τ. 3, Αθήνα 1991 σ. 81, 107, 114-5, 119.

[16] ΑΥΕ/1911/Β 39, αρ. πρ. 397, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 12 Σεπτεμβρίου 1911.

[17] Πανάρετος, Αρχιμανδρίτης Τοπαλίδης Ο Πόντος ανά τους αιώνας, Δράμα 1927 και 1929, σ. 146, 165, Σολδάτος, ό. π., τ. 3, σ. 111, 114-5.

[18] Βλάχος, ό. π., σ. 118-123, 204, 209-211, 213-4, Χαμουδόπουλος, ό.π., σ. 34, 36-9.

[19] ΑΥΕ/1911/Β 39, αρ. πρ. 358 υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 17 Αυγούστου 1911.

[20] Αναγνωστοπούλου, ό.π., 457, 461, 465, Γολγοθάς, ό.π., σ. 21-7 και Βλάχος, ό.π., σ. 116-7, 126-7.

[21] Πανάρετος, ό. π. , σ. 145-6.

[22] ΑΥΕ/1911/Β 53, αρ. πρ. 503, προξ. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 4 Νοεμβρίου 1911.

[23] ΑΥΕ/1912/25.3, αρ. πρ. 476, προξ. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 31 Αυγούστου 1912.

[24] ΑΥΕ/1912/25.3, αρ. πρ. 123, προξ. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 12 Μαρτίου 1912, όπου ο πρόξενος τονίζει ότι ούτε επί τουρκοκρατίας (!) δεν γίνονταν αυτά.

[25] Αναγνωστοπούλου, ό. π., σ. 496, Βλάχος, ό. π., σ. 133, 134.

[26] ΑΥΕ/1909/Κωνσταντινουπόλεως Πρεσβεία, αρ.πρ. 158, προξ. Τραπεζ. Προς πρεσβ. Κων/πόλεως, Τραπεζούς, 28 Νοεμβρίου 1909, όπου αίτημά τους για παρέμβαση της πρεσβείας στην οθωμανική κυβέρνηση.

[27] ΑΥΕ/1910/Α 21, αρ. πρ. 238, προξεν. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 26 Νοεμβρίου 1910, αρ. πρ. 443, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 9 Νοεμβρίου 1910.

[28] Βλάχος, ό. π., σ. 257-8.

[29] ΑΥΕ/1911/Β 43, αρ. πρ. 82, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 2 Μαρτίου 1911.

[30] ΑΥΕ/1911/Α 21, αρ. πρ. 16012, ΥΠΕΞ προς πρεσβ. Κων/πόλεως, Αθήνα, 8 Σεπτεμβρίου 1911.

[31] ΑΥΕ/1911/Β/53, αρ. πρ. 236, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός 30 Μαΐου 1911, για βιασμούς Ελληνίδων στην Έρμπαα, Κωσταντίνος Εμμ. Φωτιάδης, Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, τ. 5, (Θεσσαλονίκη 2002), σ. 50, 55-6, Θ. Παπαθεοδωρίδης, Μαρτυρολόγιον του εν Πόντω Ελληνισμού, σ. 7-8, σ. 572.

[32] ΑΥΕ/1912/25.3, αρ. πρ. 207 και 473, προξ. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 27 Απριλίου και 28 Αυγούστου 1912 αντίστοιχα, Φωτιάδης, Γενοκτονία, τ. 1, σ. 389 από εφ. Φάρος της Ανατολής, Τραπεζούντα, 6 Ιουλίου 1911.

[33] Βλάχος, ό.π., σ. 133, Γολγοθάς, ό.π., σ. 46-50, Χαμουδόπουλος, ό.π., σ. 45.

[34] Χρήστος Σαμουηλίδης, Μαύρη Θάλασσα. Χρονικό από την τραγωδία του Πόντου, Αθήνα 19943, σ. 29-30.

[35] ΑΥΕ/1912/25.3, χ. αρ. πρ., προξ. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Βατούμ, 15 Οκτωβρίου 1912.

[36] ΑΥΕ/1911/Β 53, αρ. πρ. 577, προξεν. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 30 Νοεμβρίου 1911, /1912/25.3, αρ. πρ. 446, ό. π., 10 Αυγούστου 1912, /1912/24.3, αρ. πρ. 110, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 5 Μαρτίου 1912.

[37] Γ. Κ. Σκαλιέρης, Πολιτικαί σελίδες. Τα δίκαια των εθνοτήτων εν Τουρκία (1453-1921), Τροχαλία, Αθήνα 1997, σ. 23.

[38] ΚΜΣ, Χρήστος Γεωργιάδης, Παράλιος Πόντος 32, Αμισός, σ. 6-17, Σαμουηλίδης, Μαύρη, σ. 35-43.

[39] Αναφορά εγγράφου Αυστριακού προξένου Τραπεζούντας Μόριτς το Νοέμβριο του 1913 όπου λόγος μουσουλμάνου κατά Ελλήνων και ελληνικών ονομάτων: Πολύχρονης Ενεπεκίδης, «Το ολοκαύτωμα, του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Οι πρώτοι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου, όπως αποκαλύπτονται από τα αρχεία Βιέννης-Βερολίνου», Λ’ Παγκόσμιο Ποντιακό Συνέδριο, Θεσσαλονίκη 7-14 Ιουλίου 1985, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 276.

[40] ΑΥΕ/1915/Α/4/15, αρ. πρ. 1, υποπροξ. Αποστολόπουλος προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 11 Ιανουάριου 1915 και /1917/Β/38, χ. στ., 15 Δεκεμβρίου 1916, για επιτάξεις στην Κερασούντα στις αρχές του πολέμου. Βλ. και Γ. Κ. Βαλαβάνης, Σύγχρονος γενική ιστορία του Πόντου, Θεσσαλονίκη 1986 (1η εκδ. 1925), σ. 60-62, 65-66, Γολγοθάς, ό. π., σ. 68-70, 92, 123-126, Σ. Ιοοακειμίδης, Συμβολή εις την γενικήν ιστορίαν του Πόντου, Αθήνα 1970, σ. 64-9, Πανάρετος, ό. π., σ. 175, Φιοτιάδης, Γενοκτονία, σ. 9, σ. 143-144, 148-149, 176-177.

[41] Αναγνωστοπούλου, ό.π., σ. 528-530, Οι ανθελληνικοί διωγμοί εν Τουρκία από της κηρύξεως του Ευρωπαϊκού Πολέμου (κατά τας επισήμους εκθέσεις των πρεσβειών και προξενικών αρχών), Αθήνα 1917, σ. 27-30, Γολγοθάς, ό. π., σ. 92-3,1. Σαλτσής, «Χρονικά Κοτυώρων», Χρονικά του Πόντου, 14 (1945), 325-6 και Ahmad, ά π., σ. 418.

[42] Ανθελληνικοί, ά. π., σ. 16-20, 31, Ιωακειμίδης, ά. π., 62, Πανάρετος, ά π., σ. 174-5, Στάθης Πελαγίδης, Ο ηρωικός Πόντος. Αλησμόνητες πατρίδες του Ελληνισμού, τ. 9, Θεσσαλονίκη (1999), σ . 100-103 και Σαλτσής, ό.π. σ. 325-6.

[43] ΑΥΕ/1917/35, 38, 45, 59, αρ. πρ. 1573, Πανάς προς ΥΠΕΞ, Πετρούπολη, 30 Αυγούστου 1916 από

έκθεση μητροπολίτη Ροδοπόλεως Κυρίλλου 10 Αυγούστου 1916 για λεηλασίες σπιτιών, καταστροφές εκκλησιών, βιασμούς και εξισλαμισμούς από τον Μάρτιο του 1916 κατά την οπισθοχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων.

[44] ΑΥΕ/1917/35, 38, 45, 59, αρ. πρ. 11848, ΥΠΕΞ προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης από τηλεγρ. Πετρούπολης για απαγωγή Ελλήνων Βαζελώνος και εντολή να μεριμνήσει ο Πατριαρχείο, Απρίλιος 1916, αρ. πρ. 824 Πανάς προς ΥΠΕΞ, Πετρούπολη, Μάιος 1916, για εγκατάλειψη Μονών Σουμελάς και Βαζελώνος και απαγωγή 150 Ελλήνων από Τούρκους, αρ. πρ. 1573, Πανάς προς ΥΠΕΞ, Πετρούπολη, 30 Αυγούστου 1916, Έκθεση περί της θέσεως των Ελλήνων της Τραπεζούντος και της περιφερείας αυτής κατά τους τελευταίους μήνες της τουρκοκρατίας υπό του Αρχιμανδρίτου Βαζελώνος Παναρέτου, Πετρούπολη 28/8/1916 προς πρεσβεία Πετρούπολης, Πανάρετος, ό. π., σ. 186-7 για Βαζελώνος: διαρπαγή κινητής περιουσίας και θησαυροφυλακίου, αποτέφρωση αρχειοφυλακείου με όλα τα κειμήλια, χρυσόβουλα, κώδικες και βιβλία, διαρπαγή βιβλιοθηκών, σύληση ναού, βιασμούς εντός της μονής και μετά αποκεφαλισμός, και εξευτελισμός μοναχών που εδάρησαν και τους έβαλαν σε πορεία γυμνούς, Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918), Κωνσταντινούπολη 1919, σ. 224, 242-5, 253-5, 266-7, 269-270, 271-2.

[45] ΑΥΕ/1917/35, 38, 45, 59, αρ. πρ. 7100, ΥΠΕΞ προς πρεσβεία Kωv/πολης, Αθήνα, 4 Αυγούστου 1916 για εκκένωση Αμάσειας και Ινέμπολης και εξισλαμισμούς Ελλήνων.

[46] Μαύρη, ό. π., σ. 239, σ. 392, 300-304, 310-316, όπου έκθεση του μητροπολίτη Νεοκαισαρείας Πολυκάρπου, Πελαγίδης, ό. π., σ. 105, Σαμουηλίδης, Θάλασσα, σ. 90 και ΑΥΕ/1917/35, 38, 45, 59, αρ. πρ. 5153, Κακλαμάνος προς ΥΠΕΞ, Πετρούπολη 23 Ιουλίου 1917, για δολοφονία 40 προκρίτων των Κοτυώρων.

[47] Ανθελληνικοί, ό. π., σ. 49, 51, Ιωακειμίδης, ό. π., σ. 83, Μαύρη, ό. π., σ. 236, 238-240.

[48] Πανάρετος, ό. π., σ. 189, 225, Μαύρη, ό. π., σ. 276-7.

[49] Βλ. ενδεικτικά Γεώργιος Ανδρεάδης, «Πώς έζησα τη σφαγή», εφ. Αγγελιοφόρος, 16 Μαΐου 2010 για βιασμό Ελληνίδων στα Σούρμενα και δολοφονίας τους στη συνέχεια με βασανιστήρια και για δήωση του σχολείου με αποτέλεσμα να καούν όλοι όσοι, ήταν μέσα τον Ιούνιο του 1920.

[50] Αλέξης Αλεξανδρής, «Η απόπειρα δημιουργίας Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας στην Καππαδοκία, 1921-1923», ΔΚΜΣ, 4 (1983), 172, Γεώργιος Ανδρεάδης, Από το μύθο στην έξοδο. Ο ελληνισμός της Μαύρης Θάλασσας, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 87-91 και Νίκος Φωτιάδης, Στο Κεσκίν-Μαδέν με τον Παπαευθύμ, το Ρασπουτίν του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, Αθήνα 1982, σ. 74-5, 100-112, 115.

[51] ΑΥΕ/1921/6.7, αρ. πρ. 196, Πρόεδρος της εν Αθήναις Εθνικής Συνελεύσεως προς ΥΠΕΞ, Αθήνα

20 Φεβρουάριου 1921 για καταστροφή εκκλησίας στην Αμισό.

[52] Black Book, The Tragedy of Pontus 1914-1922, Αθήνα 1922, σ. 21-2, 26, William H. King, Turkish Atrocities in Asia Minor, Ουάσιγκτον 1922, σ. 5-6, Βαλαβάνης, ό. π., σ. 214-5, Αντώνιος I. Γαβριηλίδης,, Σελίδες έκτης μαύρης εθνικής συμφοράς του Πόντου, (Θεσσαλονίκη 1992) (=1η έκδ. Αθήνα 1924), σ. 52-53, Χάρης Τσιρκινίδης, Επιτέλους τους ξεριζώσαμε…Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, της Θράκης και της Μικράς Ασίας, μέσα από τα γαλλικά αρχεία, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 203., Δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας «Daily Telegraph» της 6ης Ιουνίου του 1921, που περιλαμβάνει μαρτυρίες του Αμερικανού Murray, κυβερνήτη του USS Overton.

[53] Βαλαβάνης, ό. π., σ. 232, 254, Γαβριηλίδης, ό. π., σ. 46-9, 80-84, 182-192, Ιωακειμίδης, ό. π., σ. 108, 112-3.

[54] Φωτιάδης, Γενοκτονία, τ. 11, σ. 542-3, King, ό. π., σ. 8, ΕΛΙΑ/Αρχείο Γ. Στρέιτ/ 18.5/Rapport Officiel du Capitaine F. D. Yowell, σ. 1, 22-25 και/18.5/Rapport du Docteur Mark H. Ward, σ. 30-32.

[55] TNA/FO 371/7877, Report of G. W. Rendel, 17 Μαΐου 1922.

[56] Άδαμς Χέμπερτ Γκίμπωνς, «Από την τραγωδίαν του Πόντου», κατά μετάφρασιν εκ της εφημερίδος «Μόνιτορ», εφ. Αθηναϊκή, 26 Ιουνίου 1922 (το πρωτότυπο άρθρο στην εφημερίδα The Christian Science Monitor, 3 Μαΐου 1922 Boston), TNA/FO 371/7877, Herbert Gibbons, Τραπεζούντα, 7/20 και 21 Μαΐου 1922. Βλ. και Σαλτσής, ό. π., 19-20 (1946), 457-8: όταν έκλεισαν όλα τα σχολεία, ένας χότζας Κρητικός πήγε στον διευθυντή των σχολείων της Τραπεζούντας και του είπε ότι ξέρει ελληνικά και πως μπορεί να διδάξει τα ελληνόπουλα.. Τότε αυτός του απάντησε: «Εμείς θέλουμε να τους καταστρέψουμε και εσύ θέλεις να τους σώσεις;».

[57]Everett P. Wheeler, “The Expelled Greeks”, The New York Times, 9 Δεκεμβρίου 1922, Ιωακειμίδης, ό. π., σ. 186-9, 205.

[58] Νηλ Άσερσον, Μαύρη Θάλασσα. Λίκνο πολιτισμού και βαρβαρότητας, μετ. Λεωνίδας Καρατζάς, Αθήνα 2003, σ. 351-2.

 

Ευριπίδης Π. Γεωργανόπουλος*

ΛΑ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, 28-30 Μαΐου 2010, Θεσσαλονίκη. Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη, 2011.  

*Ο Ευριπίδης Γεωργανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1969 και είναι παντρεμένος με δύο παιδιά. Αποφοίτησε από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α. Π. Θ. και στη συνέχεια έλαβε μεταπτυχιακό και διδακτορικό τίτλο σπουδών από το ίδιο πανεπιστήμιο με ειδίκευση στη Νεώτερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία. Η μεταπτυχιακή του εργασία είχε θέμα «Το νεοτουρκικό κίνημα και οι επιπτώσεις του στον ελληνισμό του Πόντου 1908-1914», ενώ η διδακτορική του διατριβή είχε τίτλο «Οι προσπάθειες των Ελλήνων του Πόντου για αυτοδιάθεση 1916-1921». Έχει κάνει ανακοινώσεις σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια και έχει γράψει άρθρα κυρίως για την ιστορία των Ελλήνων του Πόντου κατά τον 19ο και 20ο αι. Παράλληλα έχει συμμετάσχει στη δημιουργία λογισμικών ιστορίας για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Εργάζεται ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 

Η ατελέσφορη αναζήτηση του χαρισματικού ηγέτη της Ελληνικής Επανάστασης: Η Φιλική Εταιρεία, οι αυτόχθονες αρχηγοί και οι συσχετισμοί δυνάμεων

$
0
0

Η ατελέσφορη αναζήτηση του χαρισματικού ηγέτη της Ελληνικής Επανάστασης: Η Φιλική Εταιρεία, οι αυτόχθονες αρχηγοί και οι συσχετισμοί δυνάμεων – Ελπίδα Κ. Βόγλη


 

Δημήτριος Υψηλάντης (1793-1832) – Έργο του Σπυρίδωνος Προσαλέντη, Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα.

Τον Ιούνιο του 1821 ο πληρεξούσιος της Ανωτάτης Αρχής της Εταιρείας, πρίγκηπας Δημήτριος Υψηλάντης, υπήρξε ο πρώτος άνδρας που έγινε δεκτός στην υπό τα όπλα Ελλάδα με τιμές αρχηγού, σωτήρα και λυτρωτή. Χρειάστηκε, βέβαια, να παραμείνει αρκετές ώρες στο πλοίο που τον μετέφερε από την Τεργέστη στην Ύδρα, μέχρι να προετοιμαστεί η τελετή της υποδοχής. Αλλά η στιγμή που εμφανίστηκε ενώπιον των Υδραίων και των άλλων νησιωτών που είχαν συγκεντρωθεί στο λιμάνι υπήρξε από κάθε άποψη εντυπωσιακή. Μόλις εξήλθε από το πλοίο, οι απλοί νησιώτες εστίασαν την προσοχή τους στην εντυπωσιακή στολή του, παρόμοια της οποίας δεν είχαν δει ποτέ άλλοτε, και επίσης στο χρυσό σπαθί, που ίσως δεν γνώριζαν ότι είχε χαρίσει στον πατέρα του κάποιος σουλτάνος, αλλά προφανώς όλοι πίστευαν ότι με αυτό θα κατατροπώσει τώρα τους εχθρούς. Μικρά και μεγάλα καράβια, αγκυροβολημένα στο λιμάνι, ύψωσαν τις σημαίες τους, «αδιάκοπος ήρξατο τηλεβολισμός παρά πάντων», και παντού ακούγονταν επευφημίες. Οι εκκλησιαστικοί, με τα επίσημα ενδύματά τους, προσέδιδαν επισημότητα στην τελετή, στην προετοιμασία της οποίας είχαν πρωτοστατήσει, όπως ήταν φυσικό, οι κατά παράδοση τοπικοί πολιτικοί, και κυρίως οι ισχυρότεροι όλων, οι Κουντουριώτηδες. [1] Λίγες μέρες αργότερα ο Υψηλάντης αποθεώθηκε στην Πελοπόννησο, όπου αυτήν τη φορά, με τη συναίνεση των πελοποννησίων πολιτικών και στρατιωτικών, είχε την ευκαιρία, έστω γι’ αυτές τις λίγες ώρες της υποδοχής του, να διεκδικήσει όχι μόνο μερίδιο στη διαχείριση των κοινών υποθέσεων και τη λήψη των αποφάσεων, αλλά και τον υπέρτατο ρόλο του εθνάρχη, όπως τον είχαν πλάσει οι προφητείες και οι παρηγορητικές θεωρίες του μεσσιανισμού.

Η παρατήρηση του Ιωάννη Φιλήμονα, του θερμότερου υμνητή των Υψηλάντηδων και της Εταιρείας, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα καμία άλλη τελετή υποδοχής πολιτικού ηγέτη δεν υπήρξε τόσο σημαντική από συμβολική άποψη, παρουσιάζεται πράγματι αρκετά πειστική. Τις προϋποθέσεις είχαν προετοιμάσει οι απεσταλμένοι της Εταιρείας οι οποίοι, με τη στήριξη κυρίως των αυτοχθόνων στρατιωτικών, είχαν διαδώσει στα στρατόπεδα της Πελοποννήσου τη φήμη ότι σε αυτήν την επανάσταση υπήρχε αρχηγός, και μάλιστα Έλληνας του εξωτερικού. Αρκετά εύκολα μάλλον κατάφεραν να εντυπωσιάσουν τους πολλούς, τους απλούς στρατιώτες και τον λαό, για τους οποίους η ύπαρξη της Εταιρείας αποτελούσε πρόσφατη αποκάλυψη. Ο επίδοξος ηγεμών καταγόταν από ένδοξη και πλούσια ελληνική οικογένεια, που ήταν λογικό να παράγει ηγέτες του έθνους αλλά και να διατηρεί ισχυρούς ξένους φίλους σε καίριες θέσεις.[2]

Το γεγονός, επίσης, ότι ο νέος ηγέτης ερχόταν από το εξωτερικό για να πραγματοποιήσει το εθνικό όνειρο που, όπως είχε αποδειχθεί, ήταν αδύνατο να επιτευχθεί με τις δυνάμεις και την πρωτοβουλία των παραδοσιακών τοπικών ηγετών, είναι πιθανό να ενίσχυε ακόμη περισσότερο την εικόνα του ως λυτρωτή και πατριώτη. Τέλος, ο Δημήτριος Υψηλάντης δεν είχε αναλάβει ρόλους στο παλαιό καθεστώς των υπό τα όπλα κοινωνιών και έτσι απαλλασσόταν από ευθύνες, δυσαρέσκειες, τοπικές συγκρούσεις, αντιπαλότητες ή αντιπάθειες.[3]

Αλλά δεν διαθέτουμε στοιχεία που να αποκαλύπτουν τις πολιτικές αντιλήψεις των «πολλών» πριν το 1821 ή αμέσως μετά την έναρξη των εχθροπραξιών. Ακόμη και αν στη συντριπτική πλειονότητά τους πείστηκαν ότι, αντίθετα από τους προγόνους τους, συμμετείχαν τώρα σε μια οργανωμένη επανάσταση, είναι εξαιρετικά δύσκολο να υποθέσουμε με ποιους τρόπους ερμήνευαν τα γεγονότα. Οι αντιλήψεις των «πολλών» είναι αδύνατον να ανιχνευθούν παρά μόνο μέσω λογικών υποθέσεων που μπορούν να στηριχθούν σε όσες περιγραφές της συμπεριφοράς, και σπανιότερα των προσδοκιών τους, έκριναν σκόπιμο να παρέχουν στον μεταγενέστερο ιστορικό οι «λίγοι» απομνημονευματογράφοι ή ιστοριογράφοι των γεγονότων της επαναστατικής δεκαετίας.

Αντιθέτως, υπάρχουν πολλές πληροφορίες για τις απόψεις, τις προτιμήσεις ή τις πρωτοβουλίες των «λίγων», αυτών που συνήθως λαμβάνουν τις καίριες αποφάσεις. Αλλά και πάλι πρόκειται για αντιλήψεις που οι ίδιοι φρόντισαν να καταγράψουν, μετά τα γεγονότα, για να τονίσουν τον ρόλο τους, είτε για εκείνες που πρόβαλαν εξ ονόματος τους οι ομοϊδεάτες συνεργάτες και οπαδοί τους και άλλοτε οι ανταγωνιστές και εχθροί τους που θέλησαν να διασώσουν με τον δικό τους τρόπο την «αλήθεια». Άλλοτε, τέλος, διαθέτουμε τις απόψεις που ενσωμάτωσαν στις ερμηνείες τους οι πρώτοι ιστοριογράφοι του Αγώνα, που επίσης συμμετείχαν στα γεγονότα και αποπειράθηκαν να καταθέσουν τη δική τους «αλήθεια».

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι οι σωζόμενες μαρτυρίες της εποχής φανερώνουν εκ των υστέρων κατασκευασμένες «αλήθειες», που αλληλοσυμπληρώνονται, ή συγκρούονται και αλληλοαναιρούνται, και αποτυπώνουν εναργώς τον προφορικό χαρακτήρα της επαναστατικής κοινωνίας, παρά το γεγονός ότι συνήθως προβάλλονται για να στηρίξουν τον εξής συχνά επαναλαμβανόμενο κανόνα: ότι κάθε επανάσταση χρειάζεται την πολιτική ηγεσία που αναλαμβάνει την ευθύνη τόσο για την πλήρωση του κενού εξουσίας που προκάλεσε η έναρξή της, όσο και για την αποτελεσματική διεξαγωγή της. Κατά την εξέλιξη όμως μιας επανάστασης, ακόμη κι αν αποδεχθούμε έναν διαχρονικό ορισμό της επανάστασης, δεν υπάρχουν κανόνες, όπως εξηγεί ο Τσαρλς Τίλι. [4] Με άλλα λόγια, το σημαντικότερο πρόβλημα του ιστορικού που αναζητά τους προτεινόμενους και ενίοτε συγκρουόμενους «μηχανισμούς μεταβολής» – αυτούς που διαμορφώνονται σταδιακά και εκείνους που, τελικά, επικρατούν στο πλαίσιο μιας επανάστασης – είναι η υποχρέωσή του να απομονώσει τις προθέσεις, τα κίνητρα ή τις προτιμήσεις των προσώπων που πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα και να απομακρύνει τόσο τις μεταγενέστερες πολιτικές, ιδεολογικές ή άλλες επιρροές, όσο και τους ενδεχόμενους κανόνες που είθισται να παράγονται εκ των υστέρων στις μετεπαναστατικές κοινωνίες.

Αυτοί προκύπτουν ως απόρροια της έντονης επιθυμίας των μετεπαναστατικών κοινωνιών να μελετήσουν τι συνέβη στο πρόσφατο παρελθόν τους, να επιλέξουν τι πρέπει να διασώσουν στη συλλογική τους μνήμη και τι να διαγράψουν και, εν κατακλείδι, να επαναπροσδιορίσουν μετά την εμπειρία της επαναστατικής ρήξης τη σχέση τους με τον χρόνο. Το πώς θα έπρεπε να έχουν γίνει τα πράγματα διαφέρει από το πώς έγιναν, αλλά το σπουδαιότερο ερώτημα είναι το πώς θα πρέπει να γίνονται στο εξής. Η απάντηση του τελευταίου ερωτήματος συνήθως αναγκάζει απομνημονευματογράφους και ιστοριογράφους να επινοήσουν τρόπους ή και να αναζητήσουν κανόνες, συγκρίνοντας τη δική τους εμπειρία με εκείνες άλλων επαναστάσεων ή πολιτειακών μεταβολών.

Το πρώτο ζήτημα, λοιπόν, που εξετάζεται στο άρθρο αυτό είναι αν πράγματι υπήρξε ομοφωνία ή ίσως κάποια άτυπη συμφωνία στο αρχικό στάδιο για την αναγνώριση του αρχηγού της Εταιρείας ως ηγέτη του κινήματος. Χωρίς αμφιβολία, οι προαναφερόμενες περιγραφές του εθνικού πανηγυρισμού κατά την υποδοχή του δεν αρκούν για την απάντηση του ερωτήματος. Για την εξέταση των διεργασιών μέσα από τις οποίες διαμορφώθηκαν οι «μηχανισμοί» μετάβασης της ελληνικής κοινωνίας από το παλαιό στο νέο καθεστώς είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη μας ότι η περίπλοκη διαδικασία συγκρότησης της ελληνικής εξουσίας ήταν αποτέλεσμα της συνάντησης, για πρώτη φορά στις υπό τα όπλα επαρχίες αυτοχθόνων, ετεροχθόνων από οθωμανικές επαρχίες, Φιλικών και άλλων Ελλήνων της διασποράς, κάποιοι από τους οποίους επιζήτησαν ηγετικούς ρόλους ως εκπρόσωποι ομάδων ή έχοντας ήδη διασφαλίσει την υποστήριξη δεδομένων ομάδων.

Διερευνώνται επίσης, στον βαθμό που είναι δυνατό, οι προθέσεις και τα κίνητρα των ανδρών που αποδέχθηκαν ή απέρριψαν τη σύνδεσή τους με τους Φιλικούς πριν από την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, προκειμένου να φανεί αν πράγματι η διαμορφούμενη σχέση τους με την Εταιρεία αποδείκνυε και τη στάση τους στο ενδεχόμενο μιας επαναστατικής κινητοποίησης, είτε την προθυμία ή απροθυμία τους να πειθαρχήσουν στις εντολές και την εξουσία του «αρχηγού» της.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, Σχέδιο εκ του φυσικού του Louis Letronne.
Λιθογραφία του Institut Lithographie της Βιέννης, 1829

Άραγε η ύπαρξη της Εταιρείας και η στρατολόγηση νέων μελών μετά το 1818 αποδείκνυαν τον σχεδιασμό  μιας επανάστασης, όπως τονίζεται σε τμήμα της μετεπαναστατικής ιστοριογραφίας; Πώς εξηγείται επίσης το γεγονός ότι όχι μόνον η αποδοχή του ηγετικού ρόλου του Δημήτριου Υψηλάντη αποδείχθηκε προσωρινή, αλλά ακόμη και μετά τη σύγκληση των δύο πρώτων εθνοσυνελεύσεων, ή και την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως κυβερνήτη, το αίτημα ή το παράπονο ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν είχε αναδείξει τον «πολυπόθητο» ηγέτη της εξακολούθησε να επαναλαμβάνεται από διάφορες πλευρές; Θα πρέπει, τέλος, να διευκρινιστεί εδώ ότι η έννοια της ομάδας χρησιμοποιείται με φειδώ, κυρίως με γνώμονα τη γεωγραφική προέλευση και, συνεπώς, τις κοινές πολιτικές και κοινωνικές εμπειρίες που, ως έναν βαθμό, συνέδεαν κάποιους από τους επαναστάτες, παρά με βάση τις ιδεολογικές προτιμήσεις ή προθέσεις τους που, όπως αποδεικνύεται, δεν μπορούν να θεωρηθούν συλλογικές σε κανένα στάδιο της προετοιμασίας ή της εξέλιξης του πολέμου.

Τον Αύγουστο του 1818 ο Παναγιώτης Παπαγεωργίου ή Αναγνωσταράς ξεκίνησε το έργο της στρατολόγησης νέων Φιλικών στην Ύδρα. Αλλά όταν ο Γεώργιος Κουντουριώτης αξίωσε γραπτές εγγυήσεις για τον ηγετικό ρόλο του Καποδίστρια στην Εταιρεία, προκειμένου να αποδεχθεί τη μύησή του,[5] δεν είναι βέβαιο ότι προσπαθούσε να εξακριβώσει την αλήθεια ή τους μύθους του μυστηρίου των Φιλικών. Είναι πολύ πιθανό ότι αυτό που αναζητούσε τότε ήταν μια αφορμή για να δικαιολογήσει την άρνησή του να συνδεθεί με την Εταιρεία. Ένας έμπειρος υδραίος πολιτικός, το νησί του οποίου είχε επωφεληθεί από την υπαγωγή του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, προφανώς θα γνώριζε ότι, ακόμη και αν πράγματι ο Καποδίστριας ήταν ηγέτης της Εταιρείας, ήταν μάλλον απίθανο να είχε εφοδιάσει με γραπτές αποδείξεις έναν απεσταλμένο του που ταξίδευε σε διάφορες περιοχές του οθωμανοκρατούμενου χώρου. Εξάλλου, ο Καποδίστριας υπηρετούσε τη δεδομένη στιγμή στη ρωσική κυβέρνηση, ώστε οποιαδήποτε απερίσκεπτη κίνησή του θα τον εξέθετε ανεπανόρθωτα απέναντι στον Τσάρο.

Αν υποτεθεί ότι γενικότερα οι Έλληνες του οθωμανοκρατούμενου χώρου εύχονταν να κρύβεται πίσω από την Εταιρεία η Ρωσία, οι Υδραίοι είχαν πολλούς λόγους να μην ενθουσιάζονται. Άλλωστε, η ναυτιλιακή και εμπορική ανάπτυξη του νησιού τους μετά τα Ορλωφικά δεν ήταν αποτέλεσμα μόνον των ευνοϊκών όρων που είχαν περιληφθεί στη γνωστή συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, αλλά κυρίως της απόφασής τους να προτιμήσουν την ουδετερότητα παρά την εμπλοκή τους σε εκείνο τον πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου συνέχισαν με αμείωτους ρυθμούς τις εμπορικές δράστηριότητές τους ενώ, μετά το τέλος του, παρακολούθησαν ως απλοί θεατές τις καταστροφές και τα οθωμανικά αντίποινα που υπέστησαν τα λιμάνια και τα εμπορικά κέντρα της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, όπως και τα περισσότερα από τα άλλα νησιά του Αιγαίου πελάγους.

Οι Πελοποννήσιοι που αναζήτησαν ασφαλές καταφύγιο στην ουδέτερη Ύδρα προσέφεραν ένα έτοιμο ανθρώπινο δυναμικό για την επάνδρωση των πλοίων της αλλά και την ανάπτυξη των ναυπηγείων της. Οι εξελίξεις ήταν αλληλένδετες: η εντυπωσιακή αύξηση των υδραιϊκών πλοίων, που έκτοτε ήταν μεγαλύτερης χωρητικότητας και σύγχρονων προδιαγραφών, προορισμένα να καλύπτουν ταξίδια μεγάλων αποστάσεων, και η συσσώρευση εμπορικών κεφαλαίων είχαν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της θέσης του νησιού στο διαμετακομιστικό εμπόριο της Μεσογείου. Υπό αυτές τις συνθήκες οι Υδραίοι, όπως και μερικοί άλλοι έλληνες πλοιοκτήτες, κατάφεραν να αναδειχθούν στους κυριότερους μεσολαβητές του «κρυφού» εμπορίου της Μεσογείου κατά τον αποκλεισμό των βρετανικών προϊόντων από τη Γαλλία του Ναπολέοντα, στο πλαίσιο του λεγόμενου «ηπειρωτικού συστήματος», μετά το 1806.[6]

Γιατί λοιπόν οι Υδραίοι ή οι άλλοι νησιώτες συνιδιοκτήτες πλοίων, των οποίων οι κοινές προτεραιότητες (δηλαδή το εμπορικό κέρδος και η αποσόβηση του κινδύνου οικονομικής καταστροφής) δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις της αγαστής συνεργασίας τους και τους ενθάρρυναν να αναζητούν την προστασία ή και την υπηκοότητα ξένων δυνάμεων, να διακινδυνεύσουν τη σύνδεσή τους με μια μυστική οργάνωση, σε μια εποχή μάλιστα που η Ευρώπη καταδίκαζε απερίφραστα κάθε οργάνωση αυτής της μορφής; Τον Δεκέμβριο του 1820 οι Υδραίοι προφασίστηκαν σε απεσταλμένο της Εταιρείας ότι δεν θα εμπλέκονταν στους κύκλους καμιάς μυστικής οργάνωσης που οραματιζόταν εξεγέρσεις, μέχρις ότου καταστρεφόταν ολοσχερώς ο οθωμανικός στόλος.[7]

Όπως φαίνεται, ήταν απόλυτα ειλικρινείς τόσο ως προς το φανερό επιχείρημά τους, ότι δηλαδή δεν προτίθεντο να θέσουν σε κίνδυνο τον εμπορικό στόλο τους, όσο και ως προς εκείνο που υπαινίσσονταν: ότι δηλαδή δεν εμπιστεύονταν μια μυστική συνωμοτική εταιρεία, αλλά και ότι δεν εντυπωσιάζονταν από τις μεγαλόστομες διακηρύξεις που διένειμε όλο και συχνότερα ο πρόσφατα αναγνωρισμένος αρχηγός της, Αλέξανδρος Υψηλάντης. Δεν αποκλείεται, άλλωστε, να επιθυμούσαν και πάλι την ουδετερότητα του νησιού σε περίπτωση μιας εξέγερσης που κανείς δεν γνώριζε πόσο θα διέφερε από εκείνη των Ορλωφικών. Δεν είναι τυχαίο ότι παρόμοια στάση με αυτήν του Κουντουριώτη κράτησαν και οι άλλοι εύποροι πλοιοκτήτες και πρόκριτοι όχι μόνο στην Ύδρα αλλά επίσης στις Σπέτσες και τα Ψαρά, ενώ πρόθυμοι να μυηθούν αποδείχθηκαν μόνον ορισμένοι από τους μικρομεσαίους εμπόρους των τριών νησιών.

Στα νησιά του Αιγαίου πελάγους, συγκεκριμένα στη Χίο και την Πάτμο, μυήθηκαν μόλις έξι άνδρες, αλλά οι μετανάστες από αυτά τα νησιά έδειξαν μεγαλύτερη προθυμία, όταν οι κατηχητές της Εταιρείας τους πλησίασαν στους τόπους κατοικίας και δραστηριοποίησής τους. Εξίσου περιορισμένη ήταν η επιτυχία των Αποστόλων της Εταιρείας στους εμπορικούς κύκλους των πόλεων της Μακεδονίας ή και της Μικρός Ασίας, παρότι και πάλι αρκετοί από τους αυτόχθονες κατοίκους τους, που είχαν μεταναστεύσει σε άλλους τόπους, παρουσιάζονταν αρκετά πιο πρόθυμοι να συνδεθούν με την οργάνωση. Μπορεί λοιπόν να υποτεθεί ότι η Εταιρεία είχε αποτύχει να επεκτείνει τις στρατολογήσεις της στους ευπορότερους κύκλους των νησιών και των εμπορικών κέντρων του οθωμανοκρατούμενου χώρου, όπως δεν είχε καταφέρει νωρίτερα να πείσει τους πλουσιότερους και πιο επιτυχημένους από τους έμπορους της διασποράς.

Αντιθέτως, όμως, σημαντικές επιτυχίες σημείωσαν οι κατηχητές της στην Πελοπόννησο. Οι τρεις από τους τέσσερις προεστούς και δημογέροντες, που μετά το 1818 αναδείχθηκαν στη δεύτερη πιο πολυάριθμη «επαγγελματική» ομάδα των Φιλικών, δήλωναν ως τόπο καταγωγής και δραστηριοποίησής τους την Πελοπόννησο. Εξίσου σημαντική ήταν η αντιπροσώπευση των πελοποννήσιων «εκκλησιαστών ηγετών» (με αυτή την ιδιότητα καταγράφονταν στους καταλόγους της Εταιρείας), της τρίτης δηλαδή μεγαλύτερης «επαγγελματικής» ομάδας των Φιλικών.[8]

Ο Σπυρίδων Τρικούπης ήταν ο μοναδικός από τους μετέπειτα ιστοριογράφους της Επανάστασης που προσπάθησε να εξηγήσει γιατί αρκετοί Πελοποννήσιοι που κατείχαν εξουσία, αξιώματα, επιρροή ή και περιουσίες με τη συναίνεση της οθωμανικής διοίκησης φάνηκαν πρόθυμοι να συνδεθούν με μια μυστική οργάνωση, τις στρατηγικές τακτικές και τους στόχους της οποίας αγνοούσαν. Από τις πληροφορίες που συνέλεξε από αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων, πείστηκε ότι εξαιρετικά αποκαλυπτική ήταν η τελετή μύησης του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Ο φιλόδοξος ιερέας που, όπως τον περιέγραφαν οι σύγχρονοί του, αναζητούσε ευκαιρίες για να ενισχύσει τη θέση του στην τοπική κοινωνία, δεν έδωσε απαραίτητα μεγάλη προσοχή στις υποσχέσεις του κατηχητή του. Αντίθετα, όμως, από κάποιους ισχυρούς προεστούς της Πάτρας, οι οποίοι λίγο νωρίτερα είχαν διώξει τον ίδιο κατηχητή, απειλώντας τον ότι θα τον καταδώσουν στις οθωμανικές αρχές, ο Γερμανός δέχθηκε να μυηθεί, επειδή συσχέτισε μια επιστολή που είχε λάβει νωρίτερα από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο με την προσπάθεια της Εταιρείας να αποκτήσει μέλη στον οθωμανοκρατούμενο χώρο.

 

Γερμανός, ο Αρχιεπίσκοπος Παλαιών Πατρών. Λιθογραφία, A. Friedel. Λονδίνο, Ιανουάριος 1826.

 

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα όσα μετέφεραν στον Τρικούπη οι συνομιλητές του μετά τα γεγονότα, ο Γερμανός είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «οι σημαντικώτεροι και οι συνετώτεροι του έθνους ήσαν μέλη της Εταιρίας». [9] Βέβαια, ο ίδιος στα απομνημονεύματά του δεν ανέφερε ότι η απόφασή του επηρεάστηκε από τη μύηση επιφανών Ελλήνων της διασποράς, αλλά τόνιζε ότι η Εταιρεία είχε μυήσει «άπαντας σχεδόν τους προκρίτους και αρίστους των Ελλήνων», [10] κυρίως στην Πελοπόννησο. Είναι απίθανο όμως να επέλεξε τη μύησή του μόνον προσωρινά, προκειμένου να κερδίσει χρόνο και να εξετάσει ποια οφέλη θα μπορούσε ενδεχομένως να αποκομίσει;

Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ένας Φιλικός ήταν αδύνατο να θεωρεί προσωρινή ή ακόμη και ασήμαντη απόφαση τη μύησή του. Ακόμη και ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος είχε αποδεχθεί τη σύνδεσή του με την Εταιρεία, αλλά δεν έγινε ποτέ ενεργό μέλος, ενώ ο Νέγρης που, όπως αναφέρεται, αξίωσε και την ανάληψη υψηλού αξιώματος στους κόλπους της, στη συνέχεια έπαψε να ασχολείται με τις υποθέσεις της.[11] Εξάλλου, η ιδιότητα του μέλους της Εταιρείας δεν συνεπαγόταν απαραίτητα δεσμεύσεις ή σαφείς υποχρεώσεις. Ακόμη και από τους ισχυρότερους και ευπορότερους προκρίτους που αποδέχθηκαν τη σύνδεσή τους με την Εταιρεία, ελάχιστοι κατέβαλαν χρήματα στο ταμείο της – όπως προσδοκούσαν, δηλαδή, οι ηγέτες της. Ο Γερμανός, μάλιστα, τονίζει στην αφήγησή του ότι αυτός είχε προτρέψει τους πελοποννήσιους ηγέτες να κρατήσουν τα χρήματά τους για τις ανάγκες του τόπου τους.[12] Υπάρχουν επίσης πληροφορίες ότι ήταν τελικά η Εταιρεία που έστειλε χρήματα στον ισχυρό Μανιάτη Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη για να τον πείσει πως η οργάνωση είχε ισχυρά ερείσματα και εξασφαλισμένη χρηματοδότηση για την προετοιμασία και τη διεξαγωγή ενός κινήματος και έτσι να πετύχει την υποστήριξη της Μάνης.[13]

 

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ο τελευταίος Μπέης της Μάνης, και βασικός εκφραστής της αντίληψης για τοπική αυτονομία των απελευθερωμένων περιοχών της Ελλάδας (ιδιαίτερα της Μάνης) σε αντίθεση με το όραμα του Καποδίστρια που επιθυμούσε τη δημιουργία ενός ομογενοποιημένου εθνικού κράτους.

Πορτρέτο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (1765 ή 1773 -1848). Υδατογραφία σε φίλντισι, διαστάσεις 16 x 12 εκ. Έργο του Χένρι Τζον Τζορτζ Χέρμπερτ (Henry John George Herbert 1800 -1849).

 

Η περίπτωση της μύησης του Μαυρομιχάλη παρουσιάζει, και για άλλους λόγους, ενδιαφέρον. Παρά τις αρχικές αμφιβολίες του, ο ισχυρός άνδρας της Μάνης αποδέχθηκε τη σύνδεσή του με την Εταιρεία, έλαβε διαβεβαιώσεις και χρήματα, αλλά, όπως φαίνεται, με την επίκληση του επιχειρήματος ότι δεν πείστηκε από τις υποσχέσεις των εκπροσώπων της, θεώρησε σκόπιμο να διαπραγματευτεί απευθείας με αρχηγούς.

Στις αρχές, λοιπόν, του 1820 έστειλε με δικό του άνθρωπο στην Πετρούπουλη επιστολή στον Καποδίστρια και, κατ’ άλλη εκδοχή, μια δεύτερη επιστολή στον ίδιο τον Τσάρο. Επομένως, ένας Φιλικός δεν ήταν απίθανο να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που αποδείκνυαν την αμφισβήτησή του προς την Εταιρεία ή ήταν καταδικαστέες από την ηγεσία της. Ωστόσο, ο απεσταλμένος του δολοφονήθηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στο ταξίδι της επιστροφής και πριν ενεχειρίσει στον ίδιο απαντητικές επιστολές. [14] Περιέργως ο Μαυρομιχάλης δεν αντέδρασε. Δεν υπάρχουν πληροφορίες που να τον παρουσιάζουν να ζητά εξηγήσεις ή να απειλεί ότι θα απομακρυνθεί από την Εταιρεία, όπως θα ήταν αναμενόμενο. Οι προθέσεις του στην περίπτωση αυτή είναι μάλλον αδύνατο να διερευνηθούν. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι ο κανονισμός της Εταιρείας δεν είχε προβλέψει ούτε το ενδεχόμενο παραίτησης, ούτε τη διαδικασία διαγραφής κάποιου μέλους, σε όποιο παράπτωμα κι αν υπέπιπτε.

Από την άλλη πλευρά, όμως, γιατί η Εταιρεία έδωσε τόσο μεγάλη έμφαση στην εξασφάλιση της υποστήριξης του Μαυρομιχάλη; Πόσο πιθανό είναι να φιλοδοξούσε να παρακινήσει μέσω της Μάνης τη μύηση πολλών άλλων πολιτικά και οικονομικά ισχυρών προεστών της Πελοποννήσου; Είναι αδύνατο επίσης να εξακριβωθεί σε ποιον βαθμό ήταν πιθανό να τηρείται η μυστικότητα των επιτυχημένων μυήσεων της Εταιρείας ή ποιες τυχόν εντυπώσεις για το έργο της ήταν δυνατό να διαδίδονται στους κόλπους των ήδη μυημένων προεστών και δημογερόντων, που ως γνωστό συνεργάζονταν σε τακτά διαστήματα μεταξύ τους υπό τις εντολές ακόμη της οθωμανικής διοίκησης. Μέσω ποιων μηχανισμών άραγε ο Γερμανός γνώριζε την ταυτότητα των προεστών που είχαν ήδη μυηθεί στην Εταιρεία, ώστε να τους δίνει συμβουλές για την οργάνωσή τους σε τοπικό επίπεδο και οι ίδιοι να συμμετέχουν στις αρχές του 1820 σε μια πρώτη μυστική συνάντηση στην Τριπολιτσά; [15] Και, τέλος, σε ποιους κύκλους διαδίδονταν οι φήμες για τον ηγετικό ρόλο του Καποδίστρια ή την υποστήριξη της Εταιρείας από την Ρωσία, που είχαν φτάσει μέχρι και την Αυλή του Αλή Τεπενλή των Ιωαννίνων;

Αυτό πάντως που μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο είναι πως η φήμη της ρωσικής υποστήριξης, σε συνδυασμό με τις ειδήσεις που είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν για την επικείμενη σύγκρουση του Αλή Πασά με την Πύλη, επηρέασαν καθοριστικά τη στάση των πελοποννησίων πολιτικών και εκκλησιαστικών ηγετών απέναντι στην Εταιρεία. Συγκεκριμένα, οι μυήσεις νέων μελών στην Πελοπόννησο πολλαπλασιάστηκαν μετά την άνοιξη του 1819, όταν άλλες φήμες παρουσίαζαν την επίσκεψη τότε του Καποδίστρια στη γενέτειρά του, την Κέρκυρα, ως απόδειξη της ανάμειξής του στα σχέδια των Φιλικών.[16]

Φυσικά, τη δεδομένη στιγμή το ενδεχόμενο εξέγερσης ή πολέμου ήταν απίθανο και προφανώς απευκταίο για τους περισσότερους. Σε περίπτωση όμως αναταραχής, η παρέμβαση μιας ξένης δύναμης που θα προωθούσε κάποια μεταβολή, προσφέροντας έτσι ευκαιρίες στους προνοητικότερους, ήταν πάντοτε πιθανή. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και η έγκαιρη πρόβλεψη μιας αλλαγής που θα μπορούσε να ανατρέψει τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των πελοποννήσιων προεστών ήταν μάλλον αρκετή για να εξάρει τον ανταγωνισμό τους. [17] Παραμένει άγνωστο, ωστόσο, τι ακριβώς γνώριζαν οι προεστοί για τα σχέδια του Αλή Πασά, που την ίδια εποχή επιχείρησε να προσεγγίσει στην Κέρκυρα τον Καποδίστρια διά του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, του διερμηνέα του προξένου της Ρωσίας στην Πάτρα, προκειμένου να διερευνήσει τις προθέσεις του Τσάρου απέναντι σε ένα ενδεχόμενο ελληνικό κίνημα που θα ήταν πιθανό να συνδεθεί με τον αγώνα του ίδιου εναντίον της Πύλης.[18]

Δυσερμήνευτος είναι και ο ρόλος του Παπαρρηγόπουλου που, πέρα από τις ισχυρές διασυνδέσεις στη Ρωσία, διατηρούσε στενές επαφές τόσο με τον Αλή Πασά όσο και με τους πελοποννήσιους προεστούς. Αμφότεροι τον θεωρούσαν άνθρωπο εμπιστοσύνης και οι τελευταίοι που, όπως ισχυρίζονταν, γνώριζαν τις σχέσεις του με τον ισχυρό πασά των Ιωαννίνων, «τόσην έδοσαν (sic) πίστιν εις τον χαρακτήρα του ανδρός», ώστε κατά τη συνέλευσή τους στην Τριπολιτσά του ανέθεσαν την αποστολή να συνομιλήσει εξ ονόματος τους με την Ανωτάτη Αρχή και του ενεχείρισαν ακόμη και άγραφα φύλλα με τις υπογραφές τους, προκειμένου να συμπληρώσει ο ίδιος τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά με τα δίκτυα της Εταιρείας στην Πελοπόννησο, όταν θα έφτανε στον προορισμό του.[19]

Πορτραίτου του Αλέξανδρου Υψηλάντη με στολή ουσάρου, 1810.

Η αποστολή του Παπαρρηγόπουλου υπήρξε η πρώτη σημαντική κινητοποίηση των Φιλικών προεστών της Πελοποννήσου. Ενθαρρυμένοι προφανώς από την επικείμενη ενδο-οθωμανική σύρραξη αποφάσισαν να παρακάμψουν τους Απόστολους της Εταιρείας και να διαπραγματευτούν επί ίσοις όροις την εξέλιξη των πραγμάτων με τον ηγέτη της, την ταυτότητα του οποίου ακόμη δεν γνώριζαν. Αναφέρεται μάλιστα ότι εξουσιοδότησαν τον απεσταλμένο τους να υποβάλει τα αιτήματά τους, τα οποία τελικά δέχθηκε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης: τη συγκρότηση δηλαδή μιας πελοποννησιακής εφορίας, απαρτιζόμενης από τους ίδιους και εξουσιοδοτημένης να ασκεί απόλυτο έλεγχο στις κινήσεις της Εταιρείας στην Πελοπόννησο και να διαχειρίζεται το ταμείο της.[20] Την ίδια στιγμή, όμως, με δεύτερο απεσταλμένο τους επεδίωξαν να διευρύνουν τους εξωτερικούς συμμάχους τους, προσεγγίζοντας αυτήν τη φορά τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο, προφανώς για να διασταυρώσουν τις πληροφορίες τους και ίσως για να διερευνήσουν τις προθέσεις των Ελλήνων της διασποράς.[21] Από την άποψη αυτή η συνάντησή τους στην Τριπολιτσά μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη ουσιαστική προσπάθεια άμεσης συνεργασίας τους, προκειμένου να αξιοποιήσουν το πλεονέκτημα της μύησής τους και να επωφεληθούν από απρόοπτες πιθανές εξελίξεις.

Η δεύτερη και τελευταία πρωτοβουλία τους πριν από την έναρξη των κατά τόπους μαχών ήταν η συνάντησή τους στη Βοστίτσα τον Ιανουάριο του 1821. Στη συνάντηση αυτή δεν έλειψαν οι αντιπαραθέσεις, αφού οι προεστοί θεώρησαν άνευ σημασίας τις «οδηγίες» εξέγερσης που τους έστειλε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μέσω του εκπροσώπου του Γρηγορίου Δικαίου, του γνωστού Παπαφλέσσα. Προφανώς οι ίδιοι δεν θεωρούσαν πως χρειάζονταν υποδείξεις για τη διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων του τόπου τους, αλλά αποδείξεις ότι είχε προηγηθεί η αποτελεσματική προετοιμασία της εξέγερσης, ότι υπήρχαν εξωτερικοί χρηματοδότες και υποστηρικτές που θα παρενέβαιναν υπέρ της υπόθεσής τους σε περίπτωση που αποτολμούσαν μια κινητοποίηση και, τέλος, ότι είχε σχεδιαστεί κάποιο πρόγραμμα για την επιδιωκόμενη μεταβολή στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Αναφέρεται μάλιστα ότι στη συνάντηση αυτή ο Σωτήρης Χαραλάμπης περιέγραψε με τον εξής ξεκάθαρο τρόπο στον Παπαφλέσσα τις ανησυχίες των πελοποννησίων προεστών: «Ο ραγιάς ευθύς αφού πάρει τα όπλα, δεν θα μας ακούη και δεν θα μας σέβεται και θα πέσωμεν εις τα χέρια εκείνου», όπως του είπε δείχνοντας τον αδελφό του, Νικήτα, «ο οποίος προ ολίγου δεν ημπορούσε να κρατήση το περούνι να φάγη».[22]

Ούτε ο Παπαφλέσσας προσβλήθηκε από το υποτιμητικό σχόλιο κατά του αδελφού του, ούτε όμως κάποιος από τους προεστούς πείστηκε από τις υποσχέσεις του ότι είχε ήδη μεταφερθεί στην Ύδρα επαρκής ποσότητα πολεμικού υλικού για τη διεξαγωγή του πολέμου ή ότι υπήρχε πολιτικό σχέδιο της Εταιρείας, το οποίο προέβλεπε τη διατήρηση της τοπικής αυτοδιοίκησης του οθωμανικού συστήματος και, αυτομάτως, την ενίσχυση της δύναμης των ίδιων μέσω της ανάθεσης της ανώτερης μόνο πολιτικής εξουσίας σε έλληνα ανώτατο άρχοντα – δηλαδή στον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας. Στο τέλος «ηγανάκτισε η συνέλευσις» εναντίον του Παπαφλέσσα, «τον επέπληξεν αυστηρώς και τον εφοβέρισεν ότι θα τον εφυλάκιζεν, αν δεν έπαυεν ερεθίζων τα πνεύματα, διαδίδων τόσω ψευδείς φήμαις (sic) και ριψοκινδυνεύουν την ύπαρξιν του έθνους». Κατά τη λήξη της, οι προεστοί αποφάσισαν να μην λάβουν καμία πρωτοβουλία μέχρι την άφιξη του πληρεξουσίου της Εταιρείας, αλλά να στείλουν εκ νέου έμπιστο άνθρωπό τους, αφενός στη Ρωσία για να διερευνήσουν τις προθέσεις του Τσάρου και, αφετέρου, στην Πίζα για να λάβουν τις συμβουλές του Μητροπολίτη Ιγνάτιου,[23] ο οποίος ήδη παρουσιαζόταν, όπως και μερικοί άλλοι από τους μετριοπαθείς «φωτισμένους» Έλληνες της διασποράς, ως εναλλακτικός, ισχυρός και αντίθετος προς την Εταιρεία εξωτερικός σύμμαχος. Ακόμη και ο Ιωάννης Φιλήμων παραδεχόταν ότι κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει «την πολλήν επί της ενάρξεως του αγώνος χρησιμότητα του Ιγνατίου εν τη Ευρώπη», όχι μόνον γιατί «ο ιεράρχης ούτος είχε νουν φυσικόν, μελέτην ικανήν των του κόσμου και σχέσεις διαφόρους μετά πολιτικών και πεπαιδευμένων», αλλά κυρίως χάρη στη φήμη «ην έχαιρεν, ως θεωρούμενος […] εν υπολήψει παρά της ρωσσικής (sic) αυτοκρατορίας».

Σύμφωνα με την αρκετά απλοϊκή ερμηνεία του Φιλήμονα, ο ισχυρός Μητροπολίτης στράφηκε νωρίς ενάντια στην Εταιρεία και μάλιστα κατηγόρησε προσωπικά τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, διότι εκείνος δεν τον ρώτησε «περί της ενάρξεως, ή μη, του κινήματος», και επίσης επειδή μετά την άφιξη του Δημήτριου Υψηλάντη στην Ύδρα, ο ίδιος θεωρούσε πια «αδύνατον […] ‘την γενικήν πρόσκλησιν εαυτού’». Κατά τον Φιλήμονα, άλλωστε, η Εταιρεία αποτελούσε εκ των προτέρων τη «νόμιμη κυβέρνηση» της υπό τα όπλα Ελλάδας, ώστε όλοι οι αυτόχθονες ή οι άνδρες της διασποράς που στράφηκαν εναντίον των αδελφών Υψηλάντη επιθυμούσαν να αναδειχθούν οι ίδιοι σε ηγέτες.[24]

 

Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης συνάντησε τους αυτόχθονες κατά παράδοση Πολιτικούς

 

Ένας επτανήσιος «αρχηγός» και Φιλικός, όπως ο Κωνσταντίνος Μεταξάς, παραδεχόταν ότι μετά τις πρώτες μάχες υπήρχε ενθουσιασμός για τον ηγετικό ρόλο του Υψηλάντη, κυρίως επειδή η ύπαρξη ενός «αφέντη» ασκούσε ακαταμάχητη γοητεία τόσο στους έλληνες πολεμιστές όσο και στους εχθρούς τους στα πεδία των μαχών. Ήδη ο ίδιος μαζί με άλλους αρχηγούς των πρώτων στρατοπέδων χρησιμοποιούσαν την υπογραφή ενός Υψηλάντη, πριν από την άφιξη ακόμη του Δημήτριου στην Ύδρα, για να προσδίδουν «μεγαλειτέραν (sic) σπουδαιότητα» στις πολεμικές επιχειρήσεις τους.[25] Με βάση την ερμηνεία του, επομένως, η ύπαρξη μιας κεντρικής ηγεσίας αποτελούσε ανάγκη για την εκπροσώπηση του κινήματος απέναντι στους εχθρούς ή και γενικότερα ίσως στις ευρωπαϊκές αυλές· όχι απαραίτητα όμως και για τη διαχείριση των επαναστατικών υποθέσεων, αφού οι παραδοσιακοί αρχηγοί της Πελοποννήσου διοικούσαν τον τόπο όπως ακριβώς και στο παρελθόν. Με την κατάλυση δηλαδή της οθωμανικής διοίκησης είχε μεν καταστραφεί «όλη η δημόσια υπηρεσία», αλλά διά «της επιρροής των προκρίτων των επαρχιών ανεπληρούντο τα ελλείποντα […] η ευταξία διετηρείτο εν ταις επαρχίαις, τα συμφέροντα των πολιτών δεν έπασχαν και η υπηρεσία ενηργείτο».[26]

 

Κωνσταντίνος Μεταξάς (1793 – 1870). Ελαιογραφία, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Σαν να μην υπήρξε ποτέ ουσιαστικό κενό εξουσίας, αφού με την έναρξη των εχθροπραξιών ανατράπηκαν μόνον οι οθωμανικές αρχές, όπως προσέθετε ο Γερμανός, οι Έλληνες κατά παράδοση αρχηγοί θεώρησαν ότι ανέλαβαν αυτοδικαίως τις αρμοδιότητές τους, όπως και την ηγεσία των πρώτων πολεμικών επιχειρήσεων. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, κατά την πολιορκία της Πάτρας, της οποίας οι αρχηγοί ενημέρωσαν άλλους κατά τόπους ισχυρούς, όπως τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τον Κανέλλο Δεληγιάννη.

Στη συνέχεια οι ίδιοι, προεστοί και εκκλησιαστικοί ηγέτες, μεταξύ των οποίων και ο Γερμανός, «εσχημα- τίσθησαν και εις επαναστατικόν διευθυντήριον», το Αχαϊκό Διευθυντήριο. Υπό την προεδρία του Μαυρομιχάλη συστήθηκε η Μεσσηνιακή Γερουσία και γύρω από τον Δεληγιάννη η Εφορεία της Καρύταινας.[27] Τις επόμενες μέρες σε όλες σχεδόν τις υπό τα όπλα επαρχίες συστάθηκαν με παρόμοιο τρόπο τοπικές αρχές, γερουσίες, δημογεροντίες, εφορείες, διευθυντήρια ή καγκελαρίες, όπως ονόμασαν τις περισσότερες από αυτές οι ιδρυτές τους. Απαρτιζόμενες συνήθως από τρία ή πέντε μέλη, οι νέες διοικήσεις διαχειρίζονταν με αρκετή επιτυχία τις στρατιωτικές και οικονομικές υποθέσεις στις μικρές περιφέρειες της δικαιοδοσίας τους. Οι ηγέτες τους, αυτόχθονες στη συντριπτική πλειονότητά τους, είχαν απόλυτη επίγνωση των παραγωγικών πηγών και του προϊσχύσαντος φορολογικού συστήματος και, όντας εξοικειωμένοι με τις νοοτροπίες των συντοπιτών τους, κατόρθωναν να φέρνουν σε πέρας το σπουδαιότερο έργο τους: να συγκεντρώνουν δηλαδή «τα διά τας στρατολογίας αναγκαιούντα».[28]

Το επόμενο βήμα ήταν ο διορισμός στρατιωτικών αρχηγών. Τότε όμως εκδηλώθηκε η πρώτη σοβαρή αντιπαράθεση μεταξύ των κατά παράδοση τοπικών πολιτικών και των εκπροσώπων της Εταιρείας. Στην ουσία επρόκειτο για μια σύγκρουση μεταξύ Φιλικών αφού, όπως φάνηκε, αρκετοί από τους γηγενείς πολιτικούς ήταν ήδη μέλη της Εταιρείας. Πρωταγωνιστής αναδείχθηκε στην περίπτωση αυτή ο Παπαφλέσσας, που αντέδρασε έντονα όταν η Εφορεία της Καρύταινας διόρισε με εντολή του ισχυρότερου πολιτικού της, του Δεληγιάννη, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη αρχιστράτηγο των δυνάμεών της.[29]

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, 1830.

 

Η αξίωση να διατηρεί η Εταιρεία το αποκλειστικό δικαίωμα στην απονομή στρατιωτικών αξιωμάτων δεν κατέλυε μόνον την προεπαναστατική συνήθεια των προεστών να διαθέτουν και να συντηρούν ένοπλα σώματα, αλλά στην ουσία προμήνυε την πλήρη αποδυνάμωσή τους: εάν δηλαδή χρηματοδοτούσαν τα στρατόπεδα αλλά δεν ασκούσαν επιρροή στους οπλαρχηγούς, δεν θα ήλεγχαν ούτε τους στρατιώτες. Έτσι, αφού ήταν αδύνατο πια να διακόψουν τη χρηματοδότηση, στην ουσία θα δημιουργούσαν οι ίδιοι τις προϋποθέσεις για την εδραίωση ενός νέου συστήματος που θα επέφερε την απόλυτη εξάρτησή τους από τους αρχηγούς των ενόπλων, όσο και από τους νεοφερμένους πολιτικούς που πλέον θα ήλεγχαν τους τελευταίους. Αν μάλιστα η αντίδραση του Παπαφλέσσα θεωρηθεί ενδεικτική των προθέσεων του Υψηλάντη, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ήδη από τα τέλη του Απριλίου διαφαινόταν ο κίνδυνος της αμφισβήτησης των τοπικών αρχών που είχαν ήδη ιδρύσει οι αυτόχθονες πολιτικοί στις περισσότερες υπό τα όπλα επαρχίες, από ανάγκη για τη διαχείριση του πολέμου αλλά και για τη διασφάλιση της συνέχειας του παραδοσιακού συσχετισμού δυνάμεων. Από την άποψη αυτή η κυριότερη διαφωνία πελοποννησίων προεστών και Φιλικών εστιαζόταν, πριν ακόμη φτάσει στην Ύδρα ο Δημήτριος Υψηλάντης, στις μεταβολές που θα επέφερε η Επανάσταση στο υφιστάμενο έως τότε διοικητικό σύστημα των υπό τα όπλα επαρχιών.

Προφανώς έτσι εξηγείται γιατί τόσο οι προεστοί όσο και ο Υψηλάντης άρχισαν να προετοιμάζονται για τη συνάντησή τους αρκετές μέρες νωρίτερα. Από τις 9 Μαΐου 1821 οι προεστοί του Μιστρά προσκαλούσαν εξ ονόματος του Μαυρομιχάλη πελοποννήσιους, υδραίους και σπετσιώτες άρχοντες σε γενική συνέλευση, επικαλούμενοι την ανάγκη «να έμβη η υπόθεσις εις ένα διαφορετικόν δρόμον», αφού στην Πελοπόννησο «τα πράγματα δεν υπάγουν καλά από την αναρχίαν και ακαταστασίαν του γένους».[30] Με τους όρους αναρχία ή ακαταστασία περιέγραφαν προφανώς την απροθυμία πολλών χωρικών να επανδρώσουν τα στρατόπεδα της Επανάστασης. Αυτό ήταν τουλάχιστο ένα βολικό επιχείρημα για να δικαιολογήσουν την αναγκαιότητα μιας γενικής συνέλευσης αυτοχθόνων και τη συγκρότηση με τη λήξη των εργασιών (26 Μαΐου) της Γερουσίας, που επρόκειτο να παρουσιαστεί στον Υψηλάντη ως η ισχυρή και νόμιμη «κυβέρνηση» της υπό τα όπλα Ελλάδας. Αυτή η συνέλευση, όμως και η νεοσυσταθείσα διοικητική αρχή, παρέμειναν προληπτικές κινήσεις αποκλειστικά των Πελοποννησίων, αφού οι νησιώτες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, κατανοώντας ότι η πρόσκλησή τους είχε στόχο την επίτευξη μιας αυτοχθονικής συμμαχίας, την οποία οι ίδιοι δεν χρειάζονταν τη δεδομένη στιγμή.[31] Έτσι και η αντιπαράθεση με τη Φιλική Εταιρεία παρέμεινε πελοποννησιακή υπόθεση.

Φυσικά δεν διενεργήθηκαν εκλογές ούτε για την ανάδειξη των αντιπρόσωπων των επαρχιών της Πελοποννήσου σε αυτήν τη συνέλευση, ούτε για την επιλογή των μελών της Γερουσίας, τα οποία παρουσιάστηκαν ως προσωρινοί μεν αλλά συνάμα ως απόλυτοι άρχοντες, που θα αποφάσιζαν «καθ’ οποίον τρόπον η θεία Πρόνοια τους φωτίσει», και χωρίς κανείς να μπορεί να αμφισβητήσει τις πράξεις τους ή να παρακούσει τις διαταγές τους.[32] Ούτε ο Υψηλάντης όμως προκήρυξε εκλογές για τη συγκρότηση των νησιωτικών «εφορειών», που ίδρυσε αμέσως μετά την άφιξή του στην Ύδρα, αφού προηγουμένως κατήργησε τις τοπικές διοικητικές αρχές που είχαν συσταθεί εν αγνοία του. Βέβαια, ακολουθώντας τις παραδοσιακές πρακτικές, όρισε ως εφόρους τους παλαιούς άρχοντες, αλλά τώρα όλα τα διοικητικά σώματα υπάγονταν απευθείας στην Εταιρεία: συγκεκριμένα στους δύο πληρεξουσίους του Υψηλάντη που στελέχωσαν την ανώτερη Αρχή των νησιών, τη Γενική Επιτροπή. Παρά το γεγονός ότι το νέο σύστημα άλλαζε μόνο το όνομα των προηγούμενων επαναστατικών αρχών, είναι φανερό ότι μετέβαλε ριζικά τον υφιστάμενο συσχετισμό δυνάμεων. Η παραχώρηση επίσης προνομίων στην Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά[33] ήταν ένα ευφυές τέχνασμα με στόχο την εξασφάλιση της υποστήριξής τους σε περίπτωση εσωτερικής αντιπαράθεσης – την οποία, κατά μια πληροφορία, ήδη σχεδίαζαν οι σύμβουλοι του Υψηλάντη. Αναφέρεται, δηλαδή, ότι λίγες ώρες μετά την τελετή της υποδοχής του στο Άργος οι άνθρωποί του αποκάλυψαν στον Μεταξά την πρόθεσή τους να συγκρουστούν με τους πελοποννήσιους προεστούς, «διότι ούτοι κακάς λαβόντες έξεις επί Τουρκοκρατίας, πλήρεις δε παθών και αλαζονείας, ήθελον επιφέρει μεγάλα προσκόμματα εις την πρόοδον της Επαναστάσεως», και ζήτησαν την υποστήριξη των Επτανησίων.[34]

Επιβεβαιώνοντας το σχέδιό τους, ο Υψηλάντης αξίωσε άμεσα τη διάλυση του «αριστοκρατικού» και, κατά άλλη εκδοχή, «ολιγαρχικού» οργανισμού της Πελοποννησιακής Γερουσίας και την υποκατάστασή του από ένα δημοκρατικότερο σύστημα, απαρτιζόμενο από «εφορείες», «υπο-εφορείες» και μια «βουλή» υπό την προεδρία του ίδιου, που θα αποτελούσε το ανώτερο σώμα στη θέση της Γερουσίας.

Όπως αποδεικνύεται, οι όροι της πολιτικής έκφρασης «δημοκρατικός» ή «φιλελεύθερος», «συντηρητικός» ή «ολιγαρχικός» προσλαμβάνουν το ειδικό περιεχόμενό τους ανάλογα με τις συνθήκες της κοινωνίας στην οποία χρησιμοποιούνται. Έτσι, στον «οργανισμό» που σχεδίασαν οι «ολιγαρχικοί» προεστοί εξ ονόματος του «λαού» αλλά στην ουσία ερήμην του, προέβλεπαν τη διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη των εφόρων, αφού θεωρούσαν ότι ήταν σε θέση να ελέγχουν, όπως και στο παρελθόν, τις ψήφους των «πολλών». Παράλληλα επέμειναν στη διατήρηση της «απολυταρχικής» Γερουσίας, προβαίνοντας ακόμη και στη φαινομενικά «φιλελεύθερη» χειρονομία να παραχωρήσουν τον τίτλο του προέδρου της στον Υψηλάντη, που ούτως ή άλλως θα ήταν αδύνατο να ελέγχει ένα σώμα απαρτιζόμενο από ισχυρούς προεστούς.

Στον δεύτερο κύκλο της αντιπαράθεσής τους όμως στη Ζαράκοβα, αμφότεροι λησμόνησαν τη βούληση των «πολλών» και διαπραγματεύτηκαν σχεδόν αποκλειστικά το ζήτημα της Γερουσίας. Ο νέος «οργανισμός», που προτάθηκε από τους αυτόχθονες αλλά αυτή τη φορά συντάχθηκε από τον Μαυροκορδάτο και τον Νέγρη – παρότι και πάλι δεν εφαρμόστηκε -, αποτέλεσε όπως φαίνεται το πρότυπο του «μηχανισμού μεταβολής» στην ελληνική περίπτωση: τη σύσταση δηλαδή μιας «διοίκησης» που θα απαρτιζόταν από πολλά ανώτερα σώματα, που προφανώς δεν θα διέθεταν ίση πολιτική δύναμη και επιρροή, αλλά έτσι θα δημιουργούνταν πολλά φαινομενικά «υψηλά» αξιώματα προς διανομή, με σκοπό την ικανοποίηση όσο το δυνατό περισσότερων διεκδικητών της εξουσίας.[35]

Πολύ συχνά οι επαναστάσεις, όσο ρηξικέλευθες κι αν είναι οι μεταβολές που διακηρύσσουν, δεν απομακρύνονται μονομιάς από τις δομές ή τις πρακτικές του παλαιού καθεστώτος που ανατρέπουν. Το συγκεντρωτικό σύστημα που προσπάθησε να προωθήσει ο Υψηλάντης μέσω των Φιλικών τους οποίους εμπιστευόταν, αλλά και εναντίον πολλών άλλων μελών της Εταιρείας, κυρίως αυτοχθόνων, ήταν καταφανώς διαφορετικό από το προκάτοχο σύστημα των υπό τα όπλα επαρχιών, είτε ο ίδιος επιθυμούσε και ενέκρινε μια μεταβολή που θα συνέπιπτε με την «αποκατάσταση» της εξουσίας της ηγεμονικής οικογένειας που εκπροσωπούσε, είτε όχι. Στη μετεπαναστατική ιστοριογραφία υποστηρίζεται ότι, εξαιτίας των περιορισμένων ηγετικών ικανοτήτων του, έχασε την ευκαιρία το καλοκαίρι του 1821, όταν δηλαδή διέθετε την υποστήριξη των στρατιωτικών και διά αυτών, κατά μια εκδοχή, και του «λαού», και έτσι χρεώθηκε την πρώτη και καθοριστική «ήττα» του απέναντι στους «ολιγαρχικούς» προεστούς, οι οποίοι επιθυμούσαν τη διατήρηση ενός συστήματος που δεν διέφερε ριζικά από το παλαιό. Στην πραγματικότητα όμως στο στάδιο αυτό δεν υπήρξαν ούτε «νικητές» ούτε «ηττημένοι».

 

Αντί Επιλόγου

 

Κατά κοινή παραδοχή, η Εταιρεία προσέφερε για πρώτη φορά πριν το 1821 ένα «φαντασιακό τόπο» συνάντησης μικρών τμημάτων, όχι απαραίτητα αντιπροσωπευτικών, από όλες τις ελληνικές ομάδες. Όπως ήδη φάνηκε, συνένωσε εμπόρους και άλλους επαγγελματίες από τις διάφορες κοινότητες της διασποράς αλλά και από τη Μακεδονία, τις ακτές της Μικράς Ασίας και άλλες οθωμανοκρατούμενες περιοχές που δεν συμμετείχαν αργότερα στον πόλεμο. Με την Εταιρεία συνδέθηκαν επίσης αυτόχθονες, κατά παράδοση πολιτικοί, γαιοκτήμονες και φοροεισπράκτορες ή πλοιοκτήτες και έμποροι, εκκλησιαστικοί και στρατιωτικοί ηγέτες από τις ηπειρωτικές και νησιωτικές κοινωνίες της μετέπειτα υπό τα όπλα Ελλάδας καθώς επίσης και Επτανήσιοι.

Στους κόλπους αυτού του μικρόκοσμου δεν έλειψαν οι διαφωνίες και οι αντιπαραθέσεις, που συνεχίστηκαν και κορυφώθηκαν μετά την έναρξη του πολέμου. Σχεδόν εξ αρχής, όμως, ήταν φανερό πως οι απαντήσεις των εκπροσώπων των διάφορων ομάδων στα ερωτήματα ποια ήταν η κατάλληλη ηγεσία του Αγώνα και ποια η ιδεατή μορφή της υπό συγκρότηση κεντρικής διοίκησης  ήταν αλληλένδετες. Ως αποτέλεσμα, η διεκδίκηση της εξουσίας δεν φανέρωνε μόνον τη φιλοδοξία έκαστου άνδρα για τον ρόλο του στη διαχείριση των κοινών, αλλά μετέφερε στην ελληνική πολιτική σκηνή ιδέες και θεωρίες σχετικά με τη διαδικασία πολιτειακής συγκρότησης που είχαν διαμορφωθεί με βάση διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές εμπειρίες, και οι οποίες ήταν λογικό να μεταβάλλονται και να αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τις εκάστοτε εξελίξεις του πολέμου και του παράλληλου διπλωματικού αγώνα.

Η περίπλοκη διαδικασία, επομένως, συγκρότησης ηγεσίας και πολιτείας στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης αποτυπώνει τη σταδιακή μετάβαση από ένα μη δυτικό καθεστώς – που είχε αναδείξει για την επιβίωση του και μια ελληνική ηγεσία υπαγόμενη στην οθωμανική (και τώρα εχθρική)-, ενώ παράλληλα είχε ευνοήσει τη δημιουργία μιας απομονωμένης από τις εσωτερικές εξελίξεις του και ισχυρής αριθμητικά διασποράς. Στους κόλπους της τελευταίας, που αναπτύχθηκε σε δυτικού τύπου καθεστώτα, αναδείχθηκαν τόσο ο επαναστατικός συνασπισμός της Εταιρείας όσο και άλλοι προβαλλόμενοι ηγέτες. Η συνάντηση όλων αυτών των ελληνικών ηγετικών ομάδων στις υπό τα όπλα επαρχίες μπορεί να θεωρηθεί η κορυφαία στιγμή για τη σταδιακή μετατόπιση από τα επαναστατικά αιτήματα που στρέφονταν ενάντια στα προβλήματα του παλαιού καθεστώτος, στην εθνικιστική ιδεολογία που συνήθως παράγουν οι επαναστάσεις[36] και ενισχύουν οι μετεπαναστατικές ιστοριογραφίες. Και είναι γεγονός ότι οι επαναστάσεις προκαλούν μετά το τέλος τους, σε όλες σχεδόν τις ομάδες μιας κοινωνίας, εντυπωσιακά έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία· πρωτίστως τη σύγχρονη ιστορία.

Αλλά «όστις γράφει την Ιστορίαν των συγχρόνων του, δυσκόλως δύναται να ήναι ελεύθερος από συμπάθειας και αντιπάθειας αισθήματα», όπως παραδεχόταν στον πρόλογο του δοκιμίου του για τη Φιλική Εταιρεία ο Φιλήμων. Ο ίδιος εξηγούσε ότι η μεροληψία είναι το αναπόδραστο αποτέλεσμα των διαφορετικών τρόπων «του συλλογίζεσθαι», αλλά και του γεγονότος ότι κάθε άνθρωπος «λαμβάνει πολλάκις οδηγόν την πρόληψιν», ώστε επιδιώκει να μεταμορφώσει σε συλλογική μνήμη εκείνες τις περασμένες στιγμές που θεωρεί ένδοξες, γιατί έτσι αντιλαμβάνεται την προσωπική του ευθύνη τόσο απέναντι στο παρελθόν, του οποίου τις «ζημιές» επιθυμεί να αποκαταστήσει, όσο και απέναντι στο παρόν, που επιθυμεί να προφυλάξει από μελλοντικές «ζημιές».[37]

Προσφέροντας με την παραδοχή αυτή ένα εξαίρετο δείγμα συγχρονικής κατανόησης των «τάξεων του χρόνου», δηλαδή των συνειδητών ή ασύνειδων επιταγών «των καιρών» όσον αφορά τις αδιαπραγμάτευτες σχέσεις μιας κοινωνίας με τον χρόνο,[38] ο Φιλήμων αποκαλύπτει εκ των προτέρων στον μεταγενέστερο ιστορικό τις δεσμεύσεις του και έτσι τις «αδυναμίες» των ιστορικών έργων που του προσφέρει. Ίσως γι’ αυτό επεδίωκε τον εμπλουτισμό τους με παραρτήματα εγγράφων. Για να ενισχύσει δηλαδή την «αλήθεια» των σκέψεων και ερμηνειών του, αν και σε τελευταία ανάλυση θεωρούσε πως ήταν αυταπόδεικτη: «ομιλούσι τα πράγματα, ουδεμίαν έχοντα ανάγκην συνηγορίας και υποστηρίξεως».[39]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Βλ. τη διεξοδικότερη περιγραφή της τελετής υποδοχής στην Ύδρα στο Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 3, Αθήνα 1860, σ. 389-391 και 462.

[2] Προς απογοήτευση ίσως κάποιων στενών συνεργατών του, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν εξ αρχής αποφασισμένος να επιλέξει μεταξύ των αδελφών του τον άνδρα που θα μετέβαινε ως πληρεξούσιός του στην Πελοπόννησο. Βλ. Ιωάννης Φιλήμων, ό.π., σ. 384-385 και 388-389.

[3] Στα απομνημονεύματα διάφορων αγωνιστών εντοπίζονται αρκετές αντιφατικές περιγραφές της υποδοχής του Υψηλάντη στο Άργος. Κατά μια εκδοχή, μόνο μερικοί Επτανήσιοι ήταν επιφυλακτικοί. Βλ. σχετικά Κωνσταντίνος Μεταξάς, «Ιστορικά Απομνημονεύματα εκ της Ελληνικής Επαναστάσεως», Εμμανουήλ Γ. Πρωτοψάλτης (επιμ.), Απομνημονεύματα Αγωνιστών του 21, Αθήνα, οίκος Γ. Τσουκαλά, 1957» σ· 33· Γενικότερα για την υποδοχή του Υψηλάντη βλ. Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Αθήνα 1846, σ. 74-75. Φώτιος Χρυσανθόπουλος [Φωτάκος], Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1858, σ. 82-83· Νικόλαος Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα δια να χρησιμεύσωσην εις την Νέαν Ιστορίαν της Ελλάδος, τόμ. 1, Αθήνα 1851, σ. 206-207. Περιγραφές της υποδοχής του σώζονται και σε ιστορίες που συνέγραψαν ευρωπαίοι παρατηρητές των εξελίξεων· βλ. ενδεικτικά Samuel G. Howe, An I lislorical Sketch of the Greek Revolution, Νέα Υόρκη 1828, σ. 28-30. Ωστόσο, η αναλυτικότερη αφήγηση της αποθέωσής του περιλαμβάνεται στο I. Φιλήμων, ό.π., σ. 396-399.

[4] Charles Tilly, Οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις, 1492-1992, μτφρ. Κώστας Θεολόγου, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1998, σ. 443.

[5] Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Ναύπλιο 1834, σ. 201-202.

[6] Αναλυτικότερα για την Ύδρα, βλ. Ελπίδα Κ. Βόγλη, Έργα και ημέραι ελληνικών οικογενειών, 1750-1940, Αθήνα, ΕΛΙΑ, 2005, σ· 23-29 (βλ. στο ίδιο αναλυτικότερη βιβλιογραφία).

[7] Τη μαρτυρία αυτή μετέφερε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη ο τότε απεσταλμένος της Εταιρείας στην Ύδρα, Χριστόφορος Περραιβός· βλ. την επιστολή του, με ημ. 15 Δεκεμβρίου 1820, στο Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 1, Αθήνα 1859, σ. 120 και 318.

[8] George Demetrios Frangos, The Philike Etaireia, 1814-1821: A Social and Historical Analysis, διδακτορική διατριβή, Faculty of Political Sciences, Columbia University, 1971, o. 140-165,167-171, 185-192 και 289-291.

[9] Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 1, Λονδίνο ²1860, σ. 316-316 Με παρόμοιο τρόπο περιγράφει και ο Ιωάννης Φιλήμων στην εισαγωγή της πρώτης έκδοσης των απομνημονευμάτων του Παλαιών Πατρών Γερμανού την απόφαση του να μυηθεί στην Εταιρεία αλλά καταλήγει στην εξύμνηση του πατριωτισμού και της προνοητικότητα του αρχιμανδρίτη· βλ. Παλαιών Πατρών Γερμανός, Υπομνήματα περί της Επαναστάσεως της Ελλάδος από το 1820 μέχρι τον 1823, Αθήνα 1837, σ. δ’-στ’.

[10] Στο ίδιο, σ. 8.

[11] Ο Νέγρης διαφώνησε με την τακτική της Εταιρείας και συγκεκριμένα επέκρινε τους Αποστόλους της· βλ. σχετικά Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Ναύπλιο 1834, ο. 12-13 και 140-152 (όπου δημοσιεύει το σχετικό υπόμνημα του Νέγρη, με ημ. 12 Απριλίου 1819) και G. Frangos, ό.π., σ. 123-127.

[12] Π. Π. Γερμανός, ό.π., σ. 4-5.

[13] Αναλυτικότερα για τη μύηση του Μαυρομιχάλη, G. Frangos, ό.π., σ. 144-158.

[14] Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Ναύπλιο 1834» σ. 262-267· G. Frangos, ό.π., σ. 157.

[15] Η συνάντηση αυτή μνημονεύεται από αρκετούς απομνημονευματογράφους και ιστοριογράφους των γεγονότων· βλ. ενδεικτικά Π. Π. Γερμανός, ό.π., σ. 4-5, Σ. Τρικούπης, ό.π., σ. 14.

[16] G. Frangos, ό.π., σ. 163.

[17] Για τους ρόλους, τις αρμοδιότητες αλλά και τους ανταγωνισμούς των Πελοποννησίων προεστών, βλ. John Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), τόμ. 1, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1985, σ. 35-39 και Στέφανος Π. Παπαγεωργίου, Από το γένος στο έθνος. Η θεμελίωση τον ελληνικού κράτους, 1821-1862, Αθήνα, Παπαζήση, 2004, σ. 60-68.

[18] Για τις προσπάθειες του Αλή Πασά να προσεγγίσει την Εταιρεία και τον Καποδίστρια, βλ. Douglas Dakin, Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία, 1821-1833, μτφρ. Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1989, σ. 72-81.

[19] Αναλυτικότερα για τη σχέση του Παπαρρηγόπουλου με τους πελοποννησίους προεστούς, βλ. την εισαγωγή του Φιλήμονα στο Π. Π. Γερμανός, ό.π., σ. ιστ’ κ.ε.

[20] Βλ. αναλυτικότερα τα αιτήματά τους, I. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Ναύπλιο 1834, σ. 336-345, όπου παρατίθεται και η απάντηση του Αλέξανδρου Υψηλάντη· Σ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λονδίνο ²1860, τόμ. 1, σ. 16.

[21] Π. Π. Γερμανός, Υπομνήματα περί της Επαναστάσεως της Ελλάδος από το 1820 μέχρι τον 1823, Αθήνα 1837, σ. 12.

[22] Φωτάκος, Βίος του Παπαφλέσσα, Αθήνα 1868, σ. 21.

[23] Τα παραθέματα από την αναλυτικότερη περιγραφή της συνάντησης στη Βοστίτσα, Σπυρίδων Τρικούπης, ό.π., σ. 27-31.

[24] Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 4, Αθήνα 1860, σ. 346.

[25] Κωνσταντίνος Μεταξάς, «Ιστορικά Απομνημονεύματα εκ της Ελληνικής Επαναστάσεως», Εμμανουήλ Γ. Πρωτοψάλτης (επιμ.), Απομνημονεύματα Αγωνιστών του 21, Αθήνα, οίκος Γ. Τσουκαλά, 1957, σ. 26.

[26] Σ. Τρικούπης, ό.π., σ. 301.

[27] Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 3, Αθήνα 1860, σ. 22.

[28] Για την αναλυτική περιγραφή του τρόπου είσπραξης φόρων, βλ. Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος, αρχομένη από τον έτους 1715 και λήγουσα το 1835, τόμ. 2, Αθήνα 1839, σ. 241-242.

[29] Για το περιστατικό αυτό βλ. Ν. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα διά να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ιστορίαν της Ελλάδος, ό.π., σ. 122.

[30] Βλ. σχετικά επιστολή τους με ημερομηνία 9 Μαΐου 1821, δημοσιευμένη από το Αρχείο της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Δημήτριος Α. Πετρακάκος, Κοινοβουλευτική Ιστορία της Ελλάδος, τόμ. 1, Αθήνα 1935» σ· 251· Πρβλ. την περιγραφή της συνέλευσης στο Ν. Σπηλιάδης, ό.π., σ. 143-145.

[31] Νικηφόρος Διαμαντούρος, Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2002, σ. 111-112.

[32] Ανδρέας Ζ. Μάμουκας, Τα κατά την Αναγέννησιν της Ελλάδος, ήτοι Συλλογή των περί την Αναγεννόμενην Ελλάδα συνταχθέντων πολιτευμάτων, νόμων και άλλων επισήμων πράξεων, από του 1821 μέχρι τέλους του 1832, τόμ. 1, Πειραιάς 1839, σ. 3-5.

[33] Γεώργιος Δ. Δημακόπουλος, Η διοικητική οργάνωσις κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν, 1821-1827. Συμβολή εις την ιστορίαν της ελληνικής διοικήσεως, Αθήνα 1966, σ. 39-61.

[34] Κ. Μεταξάς, ό.π., σ. 33-34.

[35] Για τη σύνοδο και τον οργανισμό της Ζαράκοβας, βλ. Γ. Δ. Δημακόπουλος, ό.π., σ. 55-59 (όπου παρατίθεται και αναλυτικότερη βιβλιογραφία).

[36] Charles Tilly, Οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις, 1492-1992, μτφρ. Κώστας Θεολόγου, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1998, σ. 443.

[37] Φιλήμων, Δοκίμισν ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Αθήνα 1834, σ. ιστ’-κ’.

[38] Για τον ορισμό των «τάξεων του χρόνου», την ευρύτητα των «παραδειγμάτων» και τη γενικότερη σημασία τους, βλ. François  Hartog, Καθεστώτα ιστορικότητας. Παροντισμός και εμπειρίες του χρόνου, μτφρ. Δημήτρης Κουσουρής, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2014.

[39] Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 3, Αθήνα 1860, σ. κδ’. Βλ. στο ίδιο περισσότερες πληροφορίες για το «αρχείο» της Φιλικής Εταιρείας, στο οποίο στήριξε το σχετικό Δοκίμιό του το 1834 και το οποίο συνέχισε να συγκεντρώνει μέχρι την έκδοση του Δοκιμίου του για την Ελληνική Επανάσταση · βλ. στον πρόλογο του τελευταίου, τόμ. 1, σ. ιστ’ -κδ’.

 

Ελπίδα Βόγλη

 Αναπληρώτρια Καθηγήτρια

Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας

του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

Η Φιλική Εταιρεία: Επαναστατική δράση και μυστικές Εταιρείες στη Νεότερη Ευρώπη, Αθήνα: εκδ. Ασίνη και Δήμος Σκουφά, Αθήνα 2017.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 

Το «Κρυφό Σχολειό» και η ρητορική της εικόνας

$
0
0

Το «Κρυφό Σχολειό» και η ρητορική της εικόνας – Γιάννης Παπαθεοδώρου


 

Ο μύθος εξαφανίζεται, μένει όμως, πολύ πιο δόλιο, το μυθικό.

Ρολάν Μπαρτ, Μυθολογίες

 

Ένα «εθνικό σύμβολο»

 

«Χάσαμε το Κρυφό Σχολειό» έγραφε με μεγάλα γράμματα το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Καθημερινή, στις 14 Δεκεμβρίου 1993. [1] Το «Κρυφό Σχολειό», το περίφημο έργο του Νικολάου Γύζη, είχε αγοραστεί από ανώνυμο συλλέκτη κατά τη διάρκεια της πρώτης δημοπρασίας του οίκου Christie’s, έναντι της τιμής των 170 εκατ. δρχ. Το πλαφόν που είχε ορίσει η ελληνική Πολιτεία για να μπορέσει να προσθέσει το έργο στην Εθνική Πινακοθήκη ήταν 80 εκατ. δρχ. Τα αλλεπάλληλα «χτυπήματα», ωστόσο, εκτόξευσαν την τιμή σε δυσθεώρητα ύψη, καθιστώντας τον Γύζη (αλλά και τον συγκεκριμένο πίνακα) πρώτο στο ιδιότυπο χρηματιστήριο αξιών των έργων τέχνης.

Η πολιτεία αμήχανη προσπάθησε να δικαιολογήσει την αδυναμία της να αποκτήσει ένα τόσο σημαντικό πίνακα με «εθνικό θέμα», ενώ παράλληλα οι φήμες για τον «ανώνυμο αγοραστή» φούντωναν. Ποιος ήταν εκείνος που τολμούσε να πάρει το «Κρυφό Σχολειό» μακριά από τους φυσικούς και αυτονόητους ιδιοκτήτες του; Σε ποια ιδιωτική συλλογή θα κατέληγε ένα έργο που φλόγισε τον νου και την καρδιά των Ελλήνων για περίπου εκατό χρόνια; Στην ειδησεογραφία των ημερών εκείνων μπορεί κανείς να διακρίνει ότι το αίσθημα της απώλειας συνοδεύεται από μια κριτική για την ίδια την αναποτελεσματικότητα του κράτους. Το «Κρυφό Σχολειό», αίφνης γινόταν αφορμή για να εκφραστεί η δυσαρέσκεια απέναντι σε θεσμούς όπως η Πινακοθήκη αλλά και το ΥΠΠΟ, που δεν μπόρεσαν να κρατήσουν το έργο στην Ελλάδα.

Ευτυχώς η «εθνική» αγωνία δεν κράτησε πολύ. Λίγες μέρες αργότερα, ο μεγαλοεργολάβος κατασκευαστικών έργων κ. Πρόδρομος Εμφιετζόγλου, σε συγκέντρωση οικονομικών συντακτών, αποκάλυψε ότι αυτός ήταν ο αγοραστής του πίνακα. «Το Κρυφό Σχολειό», δήλωνε ο Π.Ε., «θα το έπαιρνα ακόμα και αν έπρεπε να ξεπουλήσω ό,τι είχα και δεν είχα. Θα θυμίσει, σε πάρα πολλούς αυτό που έχουν ξεχάσει. Ότι πάνω από τα ταπεινά, υπάρχουν ιδανικά για τα οποία πολέμησαν περήφανα οι πατέρες μας. Αυτή η περηφάνια μάς λείπει». [2] Ο κάτοχος του πίνακα διευκρίνισε επίσης πως δεν θα τον δωρίσει στην Εθνική Πινακοθήκη αλλά θα δανείζει το έργο, όποτε του ζητείται, «για να το δουν όλοι, από τη Μακεδονία και τη Θράκη μέχρι την άλλη άκρη της Ελλάδας». Πράγματι, λίγο καιρό αργότερα, ο πίνακας παρουσιάστηκε στην έκθεση «Το παιδί στη Νεοελληνική Τέχνη, 19ος-20ός αιώνας», στην Εθνική Πινακοθήκη. Αποτέλεσε την «ατραξιόν» της έκθεσης και συγκέντρωσε το ενδιαφέρον της εικαστικής κριτικής αλλά και της δημοσιογραφίας. Δεν χρειάζεται να σημειωθεί, βέβαια, η υψηλή επισκεψιμότητα της έκθεσης από σχολεία και συλλόγους, ανά την Ελλάδα. Το «Κρυφό Σχολειό» είχε επιτέλους «επαναπατριστεί», κατοχυρώνοντας, δίπλα στην υψηλή αγοραστική του αξία, τη συμβολική του υπεραξία στη δημόσια σφαίρα.

 

Η μάχη των συμβόλων

 

Λίγο καιρό μετά τον πρώτο δημοσιογραφικό θόρυβο για το «Κρυφό Σχολειό», ο Αλέξης Πολίτης δημοσίευε στην Αυγή της 25ης Μαρτίου 1994 ένα μικρό άρθρο με τίτλο «Φεγγαράκι μου λαμπρό…». [3] Εκεί επιχειρούσε να εντοπίσει τα ίχνη της πρώτης φάσης του μύθου του Κρυφού Σχολειού, εστιάζοντας παράλληλα «στην κατανόηση των μηχανισμών που τον τροφοδότησαν». Τρία χρόνια αργότερα, το 1997, το βιβλίο του Αλκή Αγγέλου, Το χρονικό ενός μύθου [4] άνοιγε ξανά τη συζήτηση για την ύπαρξη – ορθότερα, για τη μη ύπαρξη – του Κρυφού Σχολειού στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, προκαλώντας πλήθος αντιδράσεων· και δεν αναφέρομαι μόνο στα επικριτικά άρθρα και φυλλάδια, για τον «αρνητή». Το θέμα της αμφισβήτησης του Κρυφού Σχολειού απασχόλησε ακόμη και την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία, σε συνεδρίασή της (7-10 Ιουλίου 1998), αποφάσισε να εκδοθεί ειδική πραγματεία, που όχι μόνο θα αναιρούσε τις ενστάσεις των ιστορικών και των φιλολόγων, αλλά θα συνεισέφερε στην έρευνα με νέα ισχυρά τεκμήρια για την ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού. Και πράγματι, λίγο καιρό αργότερα, εκδόθηκε από την Αποστολική Διακονία φυλλάδιο (και όχι βιβλίο) με τίτλο Το Κρυφό Σχολειό: Μύθος ή πραγματικότητα; Αθήνα 1999. [5]

 

Νικόλαος Γύζης, «Σχολείον κρυπτόν», Λάδι σε ξύλο, 1885-86. Ιδιωτική συλλογή.

 

Δεν είναι της ώρας να σχολιάσουμε τα επιχειρήματα αυτής της βιβλιογραφίας. [6] Τα περισσότερα, άλλωστε, επαναλαμβάνουν κοινούς τόπους της «επινοημένης παράδοσης», γνώριμες στρεβλώσεις της ιστορικής και φιλολογικής μεθοδολογίας, επικίνδυνες μεταβάσεις από την περιοχή της επιστημονικής δεοντολογίας στις ανάγκες της εθνικής σκοπιμότητας. [7] Αυτό που με ενδιαφέρει, για την ώρα, είναι να επιστρέψω στην καταστατική σημασία που έχει το ποίημα «Το Κρυφό Σχολειό» του Ιωάννη Πολέμη (1899), καθώς και η ταυτόχρονη δημοσίευσή του μαζί με τον πίνακα του Γύζη στο περιοδικό Εθνική Αγωγή. Εκκινώντας από μια παρατήρηση του Αλέξη Πολίτη, που νομίζω πως δεν προσέχτηκε τόσο πολύ στον καιρό της, θα επιχειρήσω να εξετάσω τη λειτουργία της σύνδεσης του ποιήματος με τον πίνακα. Πρόκειται για ένα «δίπτυχο που αλληλοσχολιάζεται και αλληλοσυμπληρώνεται», σημείωνε σχετικά ο Πολίτης στο άρθρο του· ένα δίπτυχο που «ακτινοβόλησε σ’ ολόκληρον τον εκπαιδευτικό κόσμο, που έκανε κάθε ελληνική καρδιά να ριγήσει από τα πάθη των προγόνων – αλλά κι από το πείσμα – τους να αντισταθούν. Η αξία των γραμμάτων, κεντρικό μοτίβο της ιδεολογικής υπεροχής των Ελλήνων, ολοκλήρωσε τον πρώτο της κύκλο».[8]

Βασική αφετηρία της εργασίας μου είναι ότι τόσο το ποίημα του Πολέμη όσο και ο πίνακας του Γύζη δεν πρέπει να εξετάζονται βέβαια ως τεκμήρια για την ύπαρξη ή μη του «Κρυφού Σχολειού», αλλά ως υλικά μιας πολιτισμικής κατασκευής και ως καλλιτεχνικές μορφές κοινωνικής διευθέτησης και διαχείρισης της ιστορίας και της κουλτούρας. Ειδικά ετούτη την τελευταία παράμετρο την θεωρώ σημαντική, ακριβώς γιατί συνδέει τη φιλολογία με ένα ορισμένο είδος πολιτισμικής ανάλυσης, την οποία με τον δικό του τρόπο υπηρέτησε πρακτικά ο Αλέξης Πολίτης στη μακρόχρονη ενασχόλησή του με τους μύθους και τα στερεότυπα του Νέου Ελληνισμού.

Ξαναδιαβάζοντας, σήμερα, είκοσι χρόνια μετά το άρθρο του για το Κρυφό Σχολειό, την ανάλυση του Αλέξη Πολίτη για το «Φεγγαράκι μου λαμπρό», ο ερευνητής μπορεί να διευρύνει τα ερωτήματα που άρρητα ενυπάρχουν στο άρθρο. Θα μπορούσα να τα συνοψίσω ως εξής: πώς μελετάει ένας φιλόλογος φαινόμενα «ειδολογικού υβριδισμού» σε ό,τι αφορά την παραγωγή πολιτισμικών νοημάτων (π.χ. «το δίπτυχο» ποιήματος και πίνακα); Πώς αντιμετωπίζει την πρόκληση να ασχοληθεί με ρητορικές επιτελέσεις που προϋποθέτουν τη διαπλοκή και τη μείξη διαφορετικών πολιτισμικών αντικειμένων, ειδών και καθιερωμένων ιεραρχιών (υψηλό/χαμηλό); Και τέλος, πώς μελετάει κανείς σήμερα το «μυθολογικό κενό» της νεοελληνικής πολιτισμικής συνείδησης, με μια πολιτική εγρήγορση που δεν θυσιάζει ωστόσο τις επιστημονικές της αξιώσεις;

Η παρούσα εργασία αποτελεί περισσότερο μια δοκιμή αναστοχασμού γύρω από αυτά τα ερωτήματα· δοκιμή που φέρει τα ίχνη της θητείας στον λόγο του Αλέξη Πολίτη. Για πολλούς από εμάς τους νεότερους φιλολόγους, η ιστορική του ματιά και ο καθαρός του λόγος στάθηκαν ισχυρά αντίβαρα τόσο απέναντι στην «έκρηξη της θεωρίας» όσο και απέναντι στον ιμπρεσιονισμό της «παραδοσιακής» φιλολογίας. Κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’90, άλλωστε, δίπλα στη «μάχη των εθνικών συμβόλων», μια άλλη παράλληλη μάχη διεξαγόταν στα αμφιθέατρα, στις ταβέρνες και στα μπαράκια. Η «εισαγωγή της θεωρίας» – για να χρησιμοποιήσω μια μάλλον άκομψη έκφραση εκείνης της εποχής – στις νεοελληνικές φιλολογικές και ιστορικές σπουδές δημιουργούσε αναπόφευκτες συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις, που αδικούσαν συχνά τα ίδια τα επιχειρήματα. Οι σχετικές εργασίες του Αλέξη Πολίτη, ιδίως αυτές που περιλαμβάνονται τώρα στο βιβλίο του Το μυθολογικό κενό, υπερασπίζονταν ένα μοντέλο έρευνας, το οποίο διαφοροποιούνταν από την άκριτη υποδοχή της θεωρίας, [9] διεκδικώντας ταυτόχρονα έναν άλλο δρόμο για τη διεπιστημονική σύνδεση της φιλολογίας με την ιστορία και την ανθρωπολογία. Από τη σημερινή σκοπιά, θα μπορούσε κανείς να πει πως ο Αλέξης Πολίτης «έφτανε» έτσι από τα δικά του μονοπάτια σε εξίσου θεωρητικές ζητήσεις, που είχαν απασχολήσει μόνο περιθωριακά ώς τότε τη νεοελληνική φιλολογία.

Επιλέγοντας σήμερα, σε μια εποχή «μετά τη θεωρία», να επισκεφτώ εκ νέου το θέμα του «Κρυφού Σχολειού», θα ήθελα επομένως να σχολιάσω και αυτά τα μονοπάτια του Αλέξη Πολίτη: τις «νεοελληνικές μυθοπλασίες». [10] Αν με τον όρο αυτόν εννοούμε μια ορισμένη πολιτισμική συνθήκη, στην οποία ο μύθος υποκαθιστά και ταυτόχρονα ανακαθορίζει τη νεοελληνική ιστορική πραγματικότητα, τότε η ίδια η διαδικασία της μυθοποίησης προβάλλεται όχι ως παρένθετο αλλά ως υποχρεωτικό ερευνητικό έδαφος για τη γνώση του αντικειμένου. Και είναι ακριβώς αυτό το είδος των ερευνητικών ερωτημάτων που υποχρεώνουν τον φιλόλογο να συναντηθεί με τα εργαλεία της πολιτισμικής ιστορίας, για να κατανοήσει τους περίπλοκους τρόπους με τους οποίους η λογοτεχνία συμμετέχει στην ευρύτερη «πολιτισμική ποιητική».[11]

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα ζητήματα των ιδεολογικών χρήσεων[12] του Εικοσιένα, καταλαβαίνουμε πως η λογοτεχνία έπαιξε καταστατικό ρόλο στην καθιέρωση, την εδραίωση και τη διάχυση του μύθου του Κρυφού Σχολειού, τόσο μέσα από τις μυθοπλαστικές εκδοχές εξιστόρησης του Εικοσιένα όσο και μέσα από τις θεσμικές χρήσεις των σχετικών κειμένων (π.χ. Το «Κρυφό Σχολειό» του Ιωάννη Πολέμη στην εκπαίδευση). Με άλλα λόγια, η μελέτη των «νεοελληνικών μυθοπλασιών» εντάσσεται οργανικά μέσα στο σύγχρονο πεδίο έρευνας του εθνοσυμβολισμού,[13] και μπορεί να τροφοδοτήσει τις νεότερες εργασίες με ένα γόνιμο πεδίο προβληματισμού.

Αναμφισβήτητα, το «Κρυφό Σχολειό» – εννοώ τον πίνακα του Νικολάου Γύζη, συνοδευμένο βέβαια από το γνωστό ποίημα του Ιωάννη Πολέμη, αποτελεί ίσως την πιο χαρακτηριστική στιγμή των «νεοελληνικών μυθοπλασιών». Δεν είναι μόνο η στιγμή της κατοχύρωσης του σχετικού μύθου·[14] είναι η στιγμή της επινόησης ενός νέου τρόπου κυκλοφορίας του μύθου: με λόγο και εικόνα. Στο πλαίσιο του νεοελληνικού εθνοσυμβολισμού ίσως να μην υπάρχει κανένα άλλο έργο τέχνης που να συναγωνίζεται την αίγλη αυτού του δίπτυχου·[15] τις χρήσεις και τις καταχρήσεις της πολιτισμικής του σημασίας, τις αντιπαραθέσεις γύρω από την τεκμηριωτική του αξία, τον απόηχό του στη σύγχρονη νεοελληνική κουλτούρα. Στο άρθρο μου αυτό, λοιπόν, επιχειρώ να «ξαναδιαβάσω» το συγκεκριμένο δίπτυχο, εξετάζοντας ταυτόχρονα την καταστατική στιγμή του μύθου.

 

Ο ζωγράφος και ο ποιητής

 

Ας ξεκινήσουμε, όμως, από μερικά γνωστά πραγματολογικά δεδομένα. Ο πίνακας του Νικολάου Γύζη, που είναι σήμερα γνωστός ως «Το Κρυφό Σχολειό», εκτέθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1888. Στην αφετηρία της ενασχόλησης του ζωγράφου, η σύλληψη του «κρυφού σχολειού» συνυπάρχει με τη βεβαιότητα της απαγόρευσης των σχολείων στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Συγκεκριμένα, σε επιστολή προς τον πεθερό του, κατά την περίοδο της δημιουργίας του πίνακα (24.1.1886), ο Γύζης περιγράφει τις προθέσεις του ως εξής: «Διά του υπογείου, της κλειστής θύρας και παραθύρου και διά του ωπλισμένου νέου, εσκέφθην να παραστήσω την εποχήν εκείνην της Ελλάδος, ότε επί Τουρκοκρατίας ήσαν αυστηρώς απηγορευμένα τα σχολεία και μόνον εν κρυπτώ ελειτούργουν». Και συνεχίζει: «ηθέλησα να παραστήσω μυστηριώδη πράξιν εις σκοτεινόν υπόγειον μόνον διά μιας ακτίνος ηλίου εισερχόμενης εντός».[16] Ξέρουμε βέβαια πως οι προθέσεις των δημιουργών δεν είναι δεσμευτικές για την πρόσληψη του έργου τους. Πόσο μάλλον όταν το έργο προσφέρεται για ποικίλες ιδεολογικές χρήσεις. Ο πίνακας με τον αρχικό τίτλο Σχολείον κρυπτόν ολοκληρώνεται πάντως τους αμέσως επόμενους μήνες, και ο Γύζης τον στέλνει με φωτογραφία στον φίλο του Νικηφόρο Λύτρα.

Όταν αργότερα το έργο εκτέθηκε στην Αθήνα δεν φαίνεται να έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στο πλατύ κοινό. Η λαϊκή διάδοση του μύθου μέσα από το «Φεγγαράκι μου λαμπρό» έβρισκε πάντως ένα αξιοσημείωτο συμπλήρωμα, που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση της αληθοφάνειας μέσω του ηθογραφικού ρεαλισμού.

Ο προσεκτικός βιογράφος του Γύζη Μαρίνος Καλλιγάς, αφού εντάξει το έργο στη γενική κατηγορία της ηθογραφίας – η σχολή του Μονάχου ήταν γνωστή ανάμεσα σε άλλα και για τις οριενταλιστικές ηθογραφίες της – σημειώνει πως, σε μια σειρά έργων του Γύζη αυτής της περιόδου, η θεματογραφία της ελληνικής παράδοσης αναδύει μια «παλαιότητα», που εδώ βέβαια δεν είναι άλλη από την αναπαράσταση της προεπαναστατικής περιόδου. «Όλοι οι Έλληνες, εξάλλου», γράφει ο Καλλιγάς, «θα αναγνώριζαν ως γνήσια την απεικόνιση του “Κρυφού Σχολειού”, ενώ βέβαια κανείς δεν θα είχε δει ποτέ μια τέτοια σκηνή στην πραγματικότητα». [17] Το σίγουρο είναι ένα: «η εικονογράφηση του θέματος του Κρυφού Σχολειού, από έναν αναγνωρισμένο μάλιστα ζωγράφο, δεν μπορεί να έμενε χωρίς επιπτώσεις στην εξέλιξη του μύθου για το Κρυφό Σχολειό, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί στα τέλη του αιώνα».[18]

Το 1899, ο Ιωάννης Πολέμης, εμπνεόμενος από τον πίνακα του Γύζη, δημοσίευσε στο περιοδικό Εθνική Αγωγή  το ποίημά του «Το Κρυφό Σχολειό», που μεταγενέστερα γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία ιδίως μέσα στον χώρο των νεοελληνικών αναγνωσμάτων της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Ο τίτλος του ποιήματος αντικατέστησε τον αρχικό τίτλο του έργου του Γύζη, κατοχυρώνοντας, επιπλέον και εφεξής, την κοινή πρακτική τιτλοφόρησης τόσο για τον πίνακα όσο και για το ποίημα. Ήδη με τον πρώτο στίχο, ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να καταλάβει τις διαφορές:

 

Απ’ έξω μαυροφόρ’ απελπισιά,

πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι

 

Ας σημειώσουμε πρόχειρα τις μετατοπίσεις. Η «ακτίνα του ήλιου» (Γύζης) έγινε «χειροπιαστό σκοτάδι» (Πολέμης), η καθαρεύουσα (Σχολείον κρυπτόν) έγινε δημοτική (Το Κρυφό Σχολειό), και κυρίως, η τεχνική παρουσίασης του ποιήματος και του πίνακα απέκτησε πλέον ενιαίο και συνδυαστικό χαρακτήρα. [19] Όπως είναι γνωστό, το ποίημα του Πολέμη εκδόθηκε μαζί με την τσιγκογραφία του Γύζη, στο πρωτοσέλιδο του περιοδικού Εθνική Αγωγή που εξέδιδε ο Γεώργιος Δροσίνης, την πρωτοχρονιά του 1899. Αν δεν κάνω λάθος, πρόκειται για το πρώτο νεοελληνικό ποίημα που εκδίδεται όχι απλώς με αφορμή την εικαστική απεικόνιση του μύθου αλλά ως ερμηνεία του ίδιου του πίνακα. Κι είναι, επίσης, η πρώτη φορά που ο νεοελληνικός πολιτισμικός εθνικισμός γνωρίζει ένα σημαντικό εκσυγχρονισμό σε ό,τι αφορά υλικά του μύθου του Κρυφού Σχολειού. Από το δημώδες παιδικό τραγούδι «Φεγγαράκι μου λαμπρό» έχουμε περάσει στο λόγιο δίπτυχο που «αλληλοσχολιάζεται και αλληλοσυμπληρώνεται», όπως παρατηρεί ο Πολίτης, κερδίζοντας, μέσω της «δημοτικιστικής θερμότητας», μεγάλη αποδοχή στον νου και στην καρδιά των δασκάλων και των μαθητών. «Ο μύθος απέκτησε πια στην αυγή του δικού μας αιώνα σχεδόν, και ονομασία, ή ίσως απλά την κατοχύρωσε».[20]

 

«Κρυφό Σχολειό», ο πίνακας του Νικολάου Γύζη και το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη, πρωτοσέλιδο στο περιοδικό του Γ. Δροσίνη «Εθνική Αγωγή», 1η Ιανουαρίου 1899.

 

Θα ήταν καλό πριν προχωρήσουμε, να γνωρίσουμε τη θέση των προσώπων «σε καιρό και σε τόπο». Ο Πολέμης είχε επιστρέφει από το Παρίσι, στα τέλη του 1890, και περιφερόταν σε πνευματιστικές συγκεντρώσεις της Αθήνας ως το απόλυτο «υπνωτιστικό υποκείμενο». [21] Ο ποιητής, πέφτοντας σε κατάσταση ύπνωσης ζωγράφιζε ιχνογραφήματα και, σύμφωνα με τον παριστάμενο νευρολόγο Σίμωνα Αποστολίδη, οι σφυγμοί του έφταναν από τους 80 στους 140, ανάλογα με την ένταση του καλέσματος των πνευμάτων: του Βούδα, της Σαπφούς, του Γκαίτε και του Ουγκώ, τα οποία του υπαγόρευαν και ποιήματα. (Μερικά από αυτά, μάλιστα, δημοσιεύτηκαν ως «ντοκουμέντα» υπνωτιστικής εναίσθησης στο Άστυ). Ο Πολέμης πίστευε στον πνευματισμό και τον αποκρυφισμό, στον οποίο είχε μυηθεί όταν σπούδαζε στη Γερμανία.

 

Ιωάννης Πολέμης (1862-1924), δημοσιεύεται στο «Ημερολόγιον Σκόκου», 1889.

 

Στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας λειτουργούσε σαν ένα αυθεντικό μέντιουμ, με ικανότητες τηλαισθησίας, διόρασης και αυτόματης καταγραφής ποιημάτων σε διάφορες γλώσσες. (Η Σαπφώ του τα υπαγόρευε στα αρχαία ελληνικά και ο Ουγκώ – κατά έναν παράδοξο τρόπο – του υπαγόρευε ποιήματα στα νέα ελληνικά). [22] Σε ό,τι αφορά τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα, είχε διαφοροποιηθεί από τον λόγιο και κάποτε «σκοτεινό» Παλαμά, υιοθετώντας μια ποίηση με ρομαντικές αφετηρίες, έντονο διδακτισμό, ονειροπόλα διάθεση και εύκολα νοήματα.[23]

Ο Γύζης είχε ήδη γίνει καθηγητής στην περίφημη σχολή του Μονάχου και, εκτός από τις ηθογραφικές παραστάσεις του, τα έργα του είχαν ήδη έντονο και συμβολιστικό χαρακτήρα. Επηρεασμένος κι αυτός από το πνευματικό κλίμα των Γερμανών νεορομαντικών είχε στραφεί στον μυστικιστικό συμβολισμό, που μάλλον δεν άρεσε στο ευρύ αθηναϊκό κοινό. Είναι σχεδόν βέβαιο πως στην ίδια όψιμη περίοδο έχει στραφεί στον θεοσοφισμό και γι’ αυτό η ζωγραφική του υποβάλλει έντονα την εξίσωση αισθητικής και θρησκείας. Παρ’ όλα αυτά, ο Γύζης ήταν ένας «ζωγράφος για πολλούς» κι ένας «καλλιτέχνης για λίγους».[24]

 

Νικόλαος Γύζης, περιοδικό «Εστία», τ. 470, 1885.

 

Οι αλληγορικές μορφές και τα αλλόκοτα πλάσματα που είχε κατά καιρούς εκθέσει στην πρωτεύουσα δεν ήταν μόνο «δύσκολα» για το πλατύ κοινό αλλά ίσως και προκλητικά. Ένα μόνο παράδειγμα. Όταν το 1899 εκθέτει τη «Δόξα των Ψαρών» στην Καλλιτεχνική Έκθεση Αθηνών, εμπνευσμένη από το ομώνυμο ποίημα του Σολωμού, κάποιοι θα μιλήσουν για έργο «παράτολμον υψιπέτιδος φαντασίας». «Μου την είπαν ζουρλοκαμπέρω», γράφει ο Γύζης χολωμένος από το Μόναχο, απειλώντας να την κάψει. «Η Δόξα του», θα γράψει ο Μποέμ, «μας φαίνεται ως ποίημα λουστραρισμένον αγαθού στιχοπλόκου συγκινούντος τας απλοϊκάς αισθήσεις». Η «Δόξα δεν εννοήθη» σημείωνε σχετικά ο Ξενόπουλος, προσπαθώντας να διαφοροποιηθεί από τους απλοϊκούς θεατές και τους βλοσυρούς κριτικούς, για να διασώσει τον Γύζη.[25]

Ας συνοψίσουμε με ένα πρόχειρο πρώτο συμπέρασμα. Η ποίηση του Πολέμη και η ζωγραφική του Γύζη ήταν ώς τότε, δηλαδή στη συγχρονία του τέλους του 19ου αιώνα, αρκετά συμβατές με τις προσδοκίες και τις διανοητικές ροπές των αποκρυφιστών νεορομαντικών. Σπεύδω, ωστόσο, να προλάβω το διαφαινόμενο ερώτημα: θα μπορούσε άραγε να είναι το «Κρυφό Σχολειό» ένας αποκρυφιστικός πίνακας; Ας μην προτρέχουμε. Η «μυστηριώδης πράξη» που ήθελε να ζωγραφίσει ο Γύζης και πήρε το όνομα «Κρυφό Σχολειό» από τους στίχους του Πολέμη δεν είναι απαραίτητο να παραπέμπει σε κάποιο αποκρυφιστικό κώδικα. Τους δύο καλλιτέχνες τους ένωνε, βέβαια (όπως και τους περισσότερους νεορομαντικούς του τέλους του 19ου αιώνα), η κοινή πεποίθηση για τη «συμπολιτεία του ωραίου»: μια οργανική αντίληψη για τη συνολική αρμονία της τέχνης, στην οποία ποίηση, μουσική και ζωγραφική αποτελούσαν τα κοινά, συμπληρωματικά και ενιαία μέσα μιας συναισθητικής εμπειρίας. [26]  Οι παραλληλισμοί μεταξύ ποίησης και ζωγραφικής δεν ήταν απλώς νόμιμοι αλλά ίσως και επιβεβλημένοι. Ο Γύζης, στα τελευταία του χρόνια, δήλωνε πως αν άλλαζε τέχνη, θα ’θελε να γίνει ποιητής και ο Πολέμης έγραφε ήδη επικαιρικά ποιήματα εμπνευσμένα από λευκώματα και επίκαιρες σκηνές της καθημερινότητας.

Περισσότερο όμως από τον Γύζη ο Πολέμης είχε προσαρμοστεί στις αναγνωστικές προσδοκίες των πιο πλατιών στρωμάτων. Είχε, όπως ήδη ειπώθηκε, εγκαίρως διαφοροποιηθεί από τον Παλαμά (1893) κατηγορώντας τον για στίχους «αδικαιολογήτως ασαφείς» [27] και είχε προσαρμόσει την ποίησή του στα γούστα του ευρύτερου κοινού. «Αυτή η αντίληψη φαίνεται να καθορίζει ολόκληρο το έργο του: η διάθεση να ανταποκριθεί σε προσδοκίες, να διερμηνεύσει αισθήματα, να νουθετήσει σύμφωνα με τις καθιερωμένες κοινωνικές προδιαγραφές».[28] Και βέβαια η αντίληψη δεν ήταν άσχετη από την επαγγελματική του θέση μέσα στο νεοσύστατο λογοτεχνικό πεδίο. «Ο κ. Πολέμης ανήκει εις την αρτιπαγή εκείνην εν Αθήναις σχολήν των δημοσιογράφων-ποιητών», θα γράψει ο Νιρβάνας για την πρώτη του ποιητική συλλογή (τους Χειμωνανθούς), το 1888.[29]

 

Στον απόηχο του ’97

 

Νομίζω, επομένως, πως αλλού πρέπει να αναζητήσουμε τον μίτο που ένωσε τον πίνακα με το ποίημα, σφραγίζοντας ανεξίτηλα το φαντασιακό του Εικοσιένα στη νεότερη ελληνική πολιτισμική συνείδηση. Περισσότερο από τον νεορομαντικό αποκρυφισμό, άλλωστε, τους δύο καλλιτέχνες τους ένωνε η πατριδολατρία, καθώς και η ανάδυση μιας νέας καλλιτεχνικής συνείδησης που σφραγιζόταν από τη ματαίωση των συλλογικών ελπίδων. [30] Αυτή οδήγησε άλλωστε και τον Γεώργιο Δροσίνη να συμπεριλάβει τον πίνακα και το ποίημα στο πρωτοσέλιδο του περιοδικού του. Αξίζει να μείνουμε λίγο στα ιστορικά συμφραζόμενα της παρουσίασης του «διπτύχου». Ας μην ξεχνάμε πως το περιοδικό Εθνική Αγωγή εκδίδεται στον απόηχο της ταπεινωτικής ήττας του 1897, και, χωρίς να έχει άμεση σχέση με τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια του Ευταξία (1899), «που συνδέουν τον πόλεμο με τις αλλαγές στην εκπαίδευση», στα επιχειρήματα της έκδοσής του μπορεί κανείς να διακρίνει τις νέες προτεραιότητες της παιδείας. Παραθέτω:

 

Αλλ’ ό,τι εγένετο πολύ υπολείπεται εκείνου, το οποίον ώφειλε να γείνη, τούτο δε κατέδειξε και η τελευταία εκ του πολέμου συμφορά, η αποκαλύψασα ως κυριωτάτην αφορμήν του ολέθρου την έλλειψιν εθνικής αγωγής. Τα σοφά ταύτα διδάγματα, κυρωθέντα δυστυχώς και υπό των τελευταίων παθημάτων ημών επιβάλλουσιν ως ιεράν υποχρέωσιν ουχί μόνον εις την επίσημον του Κράτους Αρχήν, αλλ’ εις πάντα δυνάμενον οπωσδήποτε να συμπράξη εις το μέγα έργον της εθνικής αγωγής, επείγουσαν και σοβαράν την μέριμναν, ταχείαν και αποτελεσματικήν την ενέργειαν. Προς τον Οίκον, προς το Σχολείον, προς την Κοινωνίαν, προς τους τρεις τούτους μεγάλους εθνικούς παράγοντας ας στραφή η όλη ημών προσοχή.[31]

 

Είναι φανερό πως βρισκόμαστε στην περιοχή της εθνικής παιδαγωγίας. Στην ίδια σκοπιμότητα εγγράφεται και η κοινή δημοσίευση του ποιήματος μαζί με τον πίνακα, που συν τοις άλλοις αντλούν τη θεματολογία τους από ένα εντέλει «εκπαιδευτικό θέμα».

Ο Γύζης ήταν ήδη συνδρομητής της Εθνικής Αγωγής και ο Πολέμης τακτικός συνεργάτης της. Έτσι, όταν ο Δροσίνης παρήγγειλε στον Γύζη να του στείλει το Σχολείον Κρυπτόν σε τσιγκογραφική αναπαραγωγή, ο ζωγράφος συμφώνησε αμέσως, αν και πιθανώς να γνώριζε πως η ασπρόμαυρη εκδοχή του πίνακα αδικούσε καταφανώς το αρχικό έργο. Δεν ξέρουμε αν ο Γύζης ήταν ενήμερος για το ποίημα του Πολέμη, ή αν ο Δροσίνης απευθύνθηκε ξεχωριστά στον καθένα. Το σίγουρο όμως είναι πως ο Πολέμης ήταν ο πλέον ταιριαστός από τη Νέα Αθηναϊκή Σχολή για να γράψει ένα τέτοιο ποίημα. Η πατριδολατρική του στάση ήταν αναμφισβήτητη, η θρησκευτικότητα των ποιημάτων του αναγνωρίσιμη, οι εθνικοί θρύλοι πανταχού παρόντες και ο διδακτισμός του (κυρίως με απεύθυνση στο πλατύ κοινό) ήταν έντονος. Τόσο ο ζωγράφος όσο και ο ποιητής συμφωνούσαν επιπλέον και. σε τούτο: κάθε απόπειρα αναμόρφωσης της κοινωνίας περνούσε πλέον υποχρεωτικά από την παιδεία και την «εθνική αγωγή». Κάθε άλλο λοιπόν παρά τυχαία συνάντηση ήταν αυτή που έγινε στο πρωτοσέλιδο εκείνης της Πρωτοχρονιάς του 1899.

 

Κάτωθι εικόνος Γύζη

 

Νικόλαος Γύζης (Σκλαβοχώρι Τήνου, 1842 – Μόναχο, 1901).

Στο περιοδικό Εθνική Αγωγή, κάτω από τον πίνακα του Γύζη υπάρχει ο τίτλος «Το Κρυφό Σχολειό», ακολουθεί ο μεσότιτλος «Εικών Ν. Γύζη» και έπεται το ποίημα του Πολέμη. Είναι σαν ο πίνακας και το ποίημα να μοιράζονται τον ίδιο τίτλο, ή μάλλον σα να ήταν το ποίημα προέκταση του πίνακα. Αυτό φαίνεται άλλωστε και από τη «γεωμετρία» της σελίδας. Ένα χρόνο μετά, στην έκδοση του ποιήματος (συλλογή Αλάβαστρα, 1900), ο τίτλος θα εντείνει αυτήν την ακολουθία της εικόνας και του λόγου, έστω και μετωνυμικά – δηλαδή διά της απουσίας. Ο τίτλος θα παραμείνει βέβαια ο ίδιος («Το Κρυφό Σχολειό»), και αμέσως μετά – ελλείψει εικονογράφησης – ο συγγραφέας θα σημειώσει ανάμεσα σε αγκύλες: [«κάτωθι εικόνος Γύζη»]. Ας προσέξουμε τόσο το «κάτωθι» όσο και τη γενική αναφορά στην «εικόνα» του Γύζη, για να διαπιστώσουμε μια διπλή κίνηση οικειοποίησης του πίνακα, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τον τίτλο. Είναι μάλλον βέβαιο ότι ο Πολέμης «ξαναγράφει» τον πίνακα, χαρίζοντάς του πλέον μια νέα ερμηνεία, που ήδη φαίνεται από τον νέο τίτλο. Αν ήθελε να κρατήσει τον αρχικό τίτλο του πίνακα θα το είχε κάνει. Αρκεί να συγκρίνουμε τις επιλογές του, με βάση μια αντίστοιχη συγγραφική στρατηγική, εφαρμοσμένη σε άλλο πίνακα του Γύζη: «Το παραμύθι της Γιαγιάς», στη συλλογή Το παλιό βιολί, 1909. Εκεί το παρακειμενικό σχόλιο είναι σαφώς διαφορετικό. «Κάτω από την συνώνυμον εικόνα του Γύζη», γράφει ο Πολέμης, μέσα σε αγκύλες. Γνωρίζει, λοιπόν, πολύ καλά πότε η εικόνα είναι συνώνυμη και πότε όχι.

Στο «Κρυφό Σχολειό», επομένως, οι προτεραιότητες ήταν διαφορετικές. Το δίπτυχο εικόνας και κειμένου δεν δημιουργούσε απλώς νέες συνδηλώσεις αλλά έφτιαχνε νέες μορφικές σχέσεις για την παραγωγή του νοήματος. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια μοναδική περίπτωση «νεοελληνικής μυθοπλασίας», όπου η ποίηση «συναντήθηκε» με τη ζωγραφική μέσα από έναν κοινό ορίζοντα νοοτροπιακής ταύτισης. «Ο Πολέμης, δηλαδή», γράφει ο Αλκής Αγγέλου, «ως γνήσιος τυπικός εκπρόσωπος του αστικού ρομαντισμού ελκύσθηκε από τον πίνακα του ζωγράφου, ακριβώς επειδή διέκρινε στον πίνακα τα στοιχεία εκείνα που τροφοδοτούσαν τη δική του έμπνευση». [32] Και η «έμπνευση» του Πολέμη δεν μπορεί παρά να ανταποκρίνεται στη «νοητικότητα του μέσου αναγνώστη» της εποχής· οι περίφημοι «μέσοι όροι», όπως θα έλεγε ο Κ. Θ. Δημαράς, κατασκευάζουν, και στην περίπτωση αυτή, το ευνοϊκό περιβάλλον αλλά και τις κατάλληλες δεκτικότητες για την κυκλοφορία του μύθου μέσα από το δίπτυχο εικόνας και λόγου.

Σε αυτό το σημείο, το ερώτημα που προκύπτει είναι εύλογο. Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε το συγκεκριμένο δίπτυχο ως πυρήνα της «εικονολογίας» του «Κρυφού Σχολειού»; Αν το «Κρυφό Σχολειό» είναι μια ιστορία με λόγια και εικόνες, τότε μάλλον μια απλοϊκή φιλολογική προσέγγιση που θα έδινε έμφαση στην έμπνευση του ποιητή από τον πίνακα του ζωγράφου, θα αδικούσε και το κείμενο και την εικόνα. Είναι προφανές πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια μάλλον πιο πολύπλοκη στρατηγική, και αυτήν καλούμαστε να μελετήσουμε με τα αντίστοιχα διανοητικά εργαλεία.

 

Στοιχεία για μια θεωρία της ανάγνωσης των εικόνων

 

Παρόλο που η χρήση της εικόνας ως ιστορικού τεκμηρίου έχει μπολιάσει εδώ και χρόνια την πολιτισμική ιστορία, [33] για τους ιστορικούς της λογοτεχνίας και των ιδεών η στροφή προς τη μελέτη της εικόνας, ή ακριβέστερα, προς τη μελέτη των οπτικών αφηγήσεων, αποτελεί ένα μάλλον πρόσφατο ερευνητικό πεδίο. Η ιδέα, πάντως, για μια «ανάγνωση των εικόνων» είναι αρκετά παλιά στις λογοτεχνικές σπουδές, ήδη από τότε που ο Ρολάν Μπαρτ στις Μυθολογίες [34] του πρότεινε τη δική του «εικονογραφική μέθοδο» για τη μελέτη του μύθου και των στερεοτύπων. Στον Μπαρτ, άλλωστε, χρωστάμε και την ανάλυση για τη «ρητορική της εικόνας»: την ανάλυση, δηλαδή, μιας ειδικής και παραπληρωματικής σχέσης μεταξύ εικονικών και λεκτικών σημείων, στην οποία τόσο ο λόγος όσο και η εικόνα αποτελούν αποσπάσματα μιας κοινής αφήγησης, μιας ενιαίας ρητορικής στρατηγικής, «ενός γενικότερου “συντάγματος”», [35] με συνδηλώσεις που παράγονται από το πεδίο της ιδεολογίας και αναπαράγουν σημαίνουσες όψεις της ιδεολογίας.[36]

Από τη δεκαετία του ’80 και έπειτα, στους όμορους χώρους της θεωρίας της λογοτεχνίας, της ιστορίας της τέχνης αλλά και των «σπουδών του πολιτισμού της εικόνας» (visual culture studies), έγινε ολοένα και περισσότερο φανερό πως η συνύπαρξη και αλληλεπίδραση μεταξύ οπτικών και κειμενικών μορφών αναπαράστασης αποτελεί συστατικό στοιχείο των πολιτισμικών τεχνολογιών της νεωτερικότητας. Η πειθαρχία του βλέμματος σε συνδυασμό με την οργάνωση της γραφής λειτούργησαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της νεωτερικής ιδεολογίας και κουλτούρας, επηρεάζοντας τα ίδια τα κοινωνικά υποκείμενα σε ό,τι αφορά την εικόνα του εαυτού τους αλλά και του κόσμου. Κανείς δεν μπορεί, σήμερα, να φανταστεί τον 19ο αιώνα χωρίς την έννοια της «εθνικής ζωγραφικής» ούτε τον 20ό αιώνα χωρίς την ανάδυση αυτού που ο Γκι Ντεμπόρ ονόμασε «κοινωνία του θεάματος». Τα τελευταία χρόνια, εγκαινιάζοντας τη λεγάμενη «εικονιστική στροφή» (pictorial turn), οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας και οι ιστορικοί της τέχνης έχουν προεκτείνει αυτή την προσέγγιση, καλλιεργώντας πλέον το πεδίο της πολιτισμικής «εικονολογίας» [37] ως τον κατεξοχήν χώρο μεθοδολογικού προβληματισμού αλλά και διεπιστημονικής συνάντησης [38] για τη μελέτη των «εικονο/κειμένων», διευρύνοντας, παράλληλα, και το πεδίο των συγκριτικών σπουδών.

Σε αυτή τη νέα «διαγραμματολογία», [39] σύμφωνα με την εύστοχη έκφραση του W. J. Τ. Mitchell, η εικόνα και ο λόγος μελετώνται ως ένας υβριδικός τρόπος παραγωγής συμβολικού νοήματος, που εντάσσει τους αντιληπτικούς καταναγκασμούς της όρασης μέσα σε έναν συγκεκριμένο διηγητικό ορίζοντα, οδηγώντας τον θεατή/αναγνώστη σε συχνά χειραγωγούμενα, και πάντως ιδεολογικά προσανατολισμένα ερμηνευτικά εγχειρήματα. Εξειδικεύοντας αυτή την προβληματική, η «οπτική ρητορική» [40] ανέδειξε τη σημασία και τη συμβολική αξία των «οπτικών αφηγήσεων», ιδίως εκείνων που εγγράφονται οργανικά, και πολύπλοκους τρόπους στην «τέχνη της πειθούς»: στην εμπρόθετη, δηλαδή, δημιουργία, παρουσίαση, έκθεση και χρήση μιας εικόνας ή ενός «εικονοκειμένου», προκειμένου να επηρεαστούν οι αντιλήψεις, οι ιδέες αλλά και συμπεριφορές του κοινού, στη δημόσια σφαίρα.

 

«Το Κρυφό Σχολειό»: ένα εικονοκείμενο;

 

Μετά από αυτές τις σύντομες θεωρητικές επεξηγήσεις επιστρέφω ξανά στο κύριο θέμα μου, διευκρινίζοντας ότι στην ανάλυσή μου ο πίνακας του Γύζη και το ποίημα του Πολέμη δεν νοούνται πλέον ως αυτόνομα καλλιτεχνικά είδη (ποίηση και ζωγραφική) αλλά ως ένα ενιαίο πολιτισμικό εικονοκείμενο. (Αυτή άλλωστε δεν είναι μόνο δική μου επιλογή αλλά και επιλογή του Γεωργίου Δροσίνη, που καταχώρισε με αυτόν τον τρόπο το «Κρυφό Σχολειό» στο πρωτοσέλιδο της πρωτοχρονιάτικης Εθνικής Αγωγής). Αν είναι έτσι, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η «ρητορική της εικόνας»: ο τρόπος, δηλαδή, που υποτάσσονται οι φυσικοί καταναγκασμοί της όρασης σε έναν συγκεκριμένο τύπο ερμηνείας και αποκωδικοποίησης των σημασιών της εικόνας. Το συνοδευτικό κείμενο, με άλλα λόγια, «οδηγεί τον αναγνώστη ανάμεσα στα σημαινόμενα της εικόνας, τον κάνει να αποφεύγει ορισμένα από αυτά και να δέχεται άλλα». [41] Το ποίημα του Πολέμη λειτουργεί, με άλλα λόγια, σαν ένας «κατανομέας νοημάτων», που μέσα από μια παραπληρωματική ποιητική αφήγηση κατασκευάζει μια επιλεγμένη έννοια «κρυφού σχολειού» και της αποδίδει συγκεκριμένες ιδιότητες.

Αν θέλαμε να ορίσουμε αυτούς τους ερμηνευτικούς κόμβους του ποιήματος που κατοχυρώνουν την αναδιηγητική αξία αναμετάδοσης των σημασιών του πίνακα, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις ρητορικούς τόπους. Αναμφισβήτητα, η έννοια της «σκλαβιάς» είναι αυτή που κατέχει τη δεσπόζουσα σημασία. Ήδη από την πρώτη στροφή, η «πικρή σκλαβιά», το «φοβισμένο φως του καντηλιού» και τα «σκλαβόπουλα» σηματοδοτούν μια ορισμένη αντίληψη για τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Το κρυφό σχολειό δεν είναι μόνον ο τόπος μιας παράνομης εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά και ο τόπος που «κατοικεί του σκλάβου η αλυσόδετη πατρίδα» (β’ στροφή). «Εκεί η ψυχή πιότερο αγροικά/τον πόνο της σκλαβιάς της», μες «τη σιγαλιά που δένει στο λαιμό πνιγμού θηλειά». Η πύκνωση της έννοιας – μιας έννοιας, ας σημειωθεί, δύσκολα απεικονίσιμης σε έναν τέτοιο πίνακα – δεν μεταφράζει μόνο επί το «θυμικότερο» και το «δημοτικότερο» την αρχική σύλληψη του Γύζη για το «Σχολείον κρυπτόν». Στην πραγματικότητα, επιτείνει μια αρκετά διαδεδομένη αντίληψη για το ίδιο το σχήμα της οθωμανικής κυριαρχίας ως, ήδη και πάντα, «σκλαβιάς». Δε χρειάζεται νομίζω να θυμίσω πως η έννοια της «σκλαβιάς» θα ακουγόταν μάλλον φορτισμένα μετά την ταπεινωτική ήττα του ’97 και το ανολοκλήρωτο (αλλά πάντως ακόμη γοητευτικό) πρόγραμμα της Μεγάλης Ιδέας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τοποθετείται και ο δεύτερος ερμηνευτικός κόμβος, που σχετίζεται άμεσα με την αξία των γραμμάτων και το αγαθό της μόρφωσης. Εδώ ο Πολέμης δεν πρωτοτυπεί, βέβαια. Ακόμα και το «Φεγγαράκι μου λαμπρό» τόνιζε αυτή την αξία, χωρίς απαραίτητα να τη συνδέει με οποιοδήποτε εθνικο-απελευθερωτικό ή άλλο πρόταγμα. Η διαφορά με το ποίημα του Πολέμη είναι πως εδώ η ίδια η παιδευτική πράξη έχει αποκτήσει μυστικιστικό περιεχόμενο. Ο παπαδάσκαλος μιλάει με «λόγια μαγικά» και «προφητικά», μέσα σε τρεμάμενα κεριά, όνειρα, ψαλμούς και μελωδίες «ενός κόσμου άλλου». Τα βιβλία είναι μάλλον προσχηματικός διάκοσμος: η άφθαρτη γνώση που μεταφέρουν δείχνει τα πανάρχαια μεγαλεία. Η διδασκαλία έχει κι αυτή αντικατασταθεί από τη μυστικιστική μέθεξη («ανατριχιάζει ακούοντας καθείς»). Η ψυχή – και όχι ο νους – «βλέπει τι έχασε, τι έχει, τι της πρέπει».

Φτάνουμε, έτσι, στο τρίτο ερμηνευτικό κλειδί: τα εθνικά πεπρωμένα, και βέβαια το αίτημα της ελευθερίας, έτσι όπως επιτακτικά ακούγεται στο τελευταίο τρίστιχο: «Η λευθεριά/σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι/της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρη». Το μοτίβο, ασφαλώς, δεν μας ξενίζει. Αμφιβάλλω αν υπάρχει κάποιο ποίημα της λεγόμενης πατριωτικής ποίησης που να μην υποβάλλει άμεσα ή έμμεσα κάποια ιδέα ποθητής απελευθέρωσης, συνδέοντας το Εικοσιένα με τις μελλοντικές πολεμικές επιχειρήσεις του έθνους. Η προφητική φωνή του παπαδάσκαλου θα ήταν οπωσδήποτε μια παρηγορητική λύση σε μια εποχή που η εθνική αναδίπλωση, σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, ήταν επιβεβλημένη.

Άφησα ασχολίαστο ένα σημείο του ποιήματος που είναι ίσως και το πιο προφανές: την ανάδυση της θρησκευτικότητας ως κρίσιμου διαμεσολαβητή, από την αρχή ώς το τέλος, των επιμέρους νοημάτων που «προβάλλονται» στον πίνακα. Δεν είναι μόνον η φιγούρα του παπαδάσκαλου που επικυρώνει αυτόν τον κρίκο. Είναι βέβαια η «εκκλησιά που παίρνει κάθε βράδυ την όψι του σχολειού», αλλά και «το φως του καντηλιού», η «εικόνα του Χριστού ψηλά, που εβούβανε τα στόματα των πλάνων», ο ψαλμός που «ακούγεται βαθύς» κλπ.

Μίλησα παραπάνω για προβολή νοημάτων στον πίνακα· έτσι κι αλλιώς η «ρητορική της εικόνας» έχει ασταθή, ασυνεχή και πάντως «προσθετικό» χαρακτήρα. Πουθενά, π.χ., στον πίνακα του Γύζη δεν υπάρχει ένδειξη ότι ο χώρος είναι εκκλησία, πουθενά δεν υπάρχει εικόνα του Χριστού, πουθενά δεν υπάρχει καντήλι, και βέβαια πουθενά δεν απεικονίζεται κάποιος που ψέλνει. Ας θυμηθούμε και πάλι πώς περιγράφει ο ίδιος ο Γύζης τη «σκηνογραφία» του πίνακα: «Διά του υπογείου, της κλειστής θύρας και παραθύρου και διά του ωπλισμένου νέου, εσκέφθην να παραστήσω την εποχήν εκείνην της Ελλάδος, ότε επί Τουρκοκρατίας ήσαν αυστηρώς απηγορευμένα τα σχολεία και μόνον εν κρύπτω ελειτούργουν».

Δεν μας ενδιαφέρουν, ωστόσο, οι αρχικές προθέσεις του ζωγράφου για να τις αντιπαραβάλλουμε στις υστερόχρονες αλλοιώσεις τους από τον ποιητή. Σημασία έχει ότι ο Πολέμης «είδε» στον πίνακα και την εκκλησία και το καντήλι και την εικόνα του Χριστού· και «άκουσε» την ψαλμωδία. Αυτή είναι, άλλωστε, και η κατεξοχήν λειτουργία ενός εικονοκειμένου. Αναλαμβάνει να μετατρέψει τα σημεία ενός συστήματος σε ένα νέο σύστημα συμπαραδήλωσης, δημιουργώντας έτσι μια νέα πληροφοριακή δομή. Σε αυτή τη νέα δομή το ποίημα αποκτά την αξία μιας υποκατάστασης/συμπλήρωσης του ίδιου του πίνακα μέσα από μια σειρά καθορισμένων μεταφορών. Το «Κρυφό Σχολειό» ως ενιαίο εικονοκείμενο έχει πολύ περισσότερα λεξιλόγια και υποκώδικες από όσα έχει ξεχωριστά ο πίνακας και το ποίημα.

 

Μια «αντιπνευματική κοινωνία»;

 

Ελπίζω να είναι φανερό πως οι μεταφορές αυτές δεν προέρχονται μόνον από την ποιητική ιδιόλεκτο του Πολέμη, αλλά και από τους κοινούς τόπους της εποχής του και της συγκυρίας μέσα στην οποία γράφτηκε το ποίημα. «Μήπως ο κ. Πολέμης», αναρωτιόταν στα 1918 ο Ρήγας Γκόλφης, «για την ώρα έγινε η πνευματική ανάγκη της κοινωνίας μας;».[42]

 

Ιωάννης Πολέμης, ελαιογραφία του Γ. Ν. Ροϊλού.

 

Πράγματι, ας θυμηθούμε κι εδώ τις κρίσιμες παρατηρήσεις του Κ. Θ. Δημαρά για την εποχή. Η κοινωνία του Πολέμη «δεν ήταν η κοινωνία που βγήκε από το ’97 αλλά η κοινωνία που το προκάλεσε και το δέχθηκε».[43] Ήταν η κοινωνία που τίμησε τον Παράσχο και αγάπησε τον Πολέμη, ακριβώς γιατί της εξασφάλιζε ένα καταφύγιο στην παράδοση, και στις ηθικές αξίες της φυλής, χωρίς καινούργια προβλήματα, «αναζητήσεις και αγωνίες». «Άνθρωποι που αγαπούσαν να αποκοιμίζονται με λόγια»,[44] γράφει ο Δημαράς, για να χαρακτηρίσει με τον δικό του τρόπο την οριοθέτηση των αναγνωστικών προσδοκιών και την «αντιπνευματική κοινωνία» της εποχής. Το εύκολο γούστο, οι κοινοί τόποι, οι εύληπτοι τρόποι, ο κραυγαλέος διδακτισμός, οι δραματοποιημένες επαναλήψεις του εθνικού αφηγήματος και οι μεγαλοϊδεατικές φαντασιώσεις ήταν αρκετές για να θρέψουν τις λογοτεχνικές προτιμήσεις ενός νέου κοινού, που εκπαιδευόταν καθημερινά μέσα από τον εφήμερο λόγο των εφημερίδων και των περιοδικών, προσανατολισμένο προς την εθνική παιδαγωγία. Δεν θα ήταν υπερβολή νομίζω να υποστηρίξει κανείς πως το Κρυφό Σχολειό – αυτό το «Κρυφό Σχολειό», του 1899 – είναι, σε πρώτη φάση, μια «παραλογοτεχνική» κατασκευή που απέκτησε, με τον καιρό, αυτόνομη παιδευτική αξία μέσα στα σχολικά εγχειρίδια.

Μπορούμε να αποτιμήσουμε και ποσοτικά τα αποτελέσματα τούτης της «ευχάριστης διδασκαλίας» στη «μακρά διάρκεια». Μέχρι και το 1976, το ποίημα του Πολέμη για το Κρυφό Σχολειό ήταν το πιο συχνά ανθολογημένο ποίημα ολόκληρης της νεοελληνικής ποίησης στα Νεοελληνικά Αναγνώσματα,[45] στη σύνταξη των οποίων είχε άλλωστε παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο και ο ίδιος ο ποιητής ήδη από τη δεκαετία του 1910. Ξεπερνάει στις επανεκδόσεις ακόμα και το άλλο περίφημο ποίημά του, με τον τίτλο «Τι είναι η πατρίδα μας». Ας μη βιαστούμε, ωστόσο, να κατατάξουμε τον Πολέμη στους «σχολικούς ποιητές». Το σωστό ερώτημα είναι να δούμε τι επέτρεψε στον Πολέμη να εξελιχθεί σε «σχολικό ποιητή», αφού πρώτα είχε ανταποκριθεί στον ορίζοντα προσδοκίας του μεγάλου κοινού της εποχής του. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρω το σταδιακό πέρασμά του από τα νεωτεριστικά λογοτεχνικά έντυπα στα οικογενειακά περιοδικά ποικίλης ύλης, και βέβαια την άμεση απόκρισή του στη «δομή της αίσθησης» της κοινωνίας, μετά το ’97.

Ο λόγος στον Καραντώνη, που, με τη δική του πάντα οπτική γωνία, μας εξηγεί τα αιτούμενα των, κατά βάση, συντηρητικών νοοτροπιών.

 

Ο Πολέμης ένοιωθε την ανάγκη να εξυπηρετήσει με τον τρόπο του, τα γενικώτερα παιδευτικά ιδανικά της μετά το 1897 Ελλάδας: την τόνωση του πατριωτικού συναισθήματος, τη διδασκαλία της πολεμικής αρετής, την υποστήριξη των αξιών που λέγονται τιμή, συνέπεια, αξιοπρέπεια, φιλότιμο, ταπεινοφροσύνη, τη μεγάλη χριστιανική αρετή της καλοσύνης, και την αγάπη στην ελληνική φύση, παρουσιασμένη μέσα από την απλή ζωή του λαού. […] Ακόμα και την αγάπη την τραγούδησε περιτυλιγμένη σε πέπλους ελληνικής αιδούς, απαλλαγμένη από κάθε χυδαιότητα και προκλητικό αισθησιασμό, ντροπαλή συνεσταλμένη, μια αγάπη που της αρέσουν περισσότερο οι εκκλησίες, που της αρέσουν τα στεφανώματα, παρά τα κρυφά και πονηρά μέρη της αντικοινωνικής ενοχής.[46]

 

Θα άξιζε μια εκτενέστερη μελέτη για την «κοινωνιολογία του φιλολογικού γούστου» προκειμένου να καταλάβουμε τη θέση του Πολέμη μέσα στο λογοτεχνικό πεδίο του καιρού του και την κατοπινή του ενσωμάτωση στην εκπαίδευση. Όμως, εδώ, δεν μάς απασχολεί αυτό το θέμα. Παρακολουθήσαμε απλώς την ιδρυτική πράξη ενός λογοτεχνικού μύθου που διαχειρίστηκε έναν άλλο, ευρύτερο «εθνικό μύθο». Τη σημασία της ιδρυτικής στιγμής αυτής μπορούμε να την διαπιστώσουμε άμεσα, στα συγχρονικά της τεκμήρια.

Αμέσως μετά τον θάνατο του Γύζη, ο Κίμων Μιχαηλίδης γράφει στα Παναθήναια (1901) μια εκτενή νεκρολογία στην οποία παρουσιάζει και ερμηνεύει τα κύρια έργα του Γύζη. Δεν είναι τυχαίο ότι κι εκεί το ποίημα του Πολέμη προτείνεται ως «κυριολεκτική» ερμηνεία του πίνακα. Ένας πρώτος κύκλος μνημείωσης του έργου διά του ποιήματος μόλις είχε ανοίξει, δημιουργώντας μια πολιτισμική «συνήχηση», που έφτασε ώς τις μέρες μας. Λίγο αργότερα, ο ίδιος ο Παλαμάς στο ποίημά του για τον Γύζη θα ακολουθήσει κι αυτός το δρόμο που είχε ανοίξει ο Πολέμης: αναφερόμενος στα έργα του ζωγράφου, θα βρει μια καλή αφορμή για να συστοιχίσει ποιητικά τη θεματολογία με την ηθική αξία και τα ιδανικά της φυλής. Για άλλη μια φορά ο «εθνοσυμβολισμός» έβρισκε νέες ρητορικές επιτελέσεις για να μεταφέρει τα ιδεολογικά του προτάγματα στο πεδίο της τέχνης.

Ας μείνουμε λίγο ακόμη στο γύρισμα του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Στα 1910, ο Πολέμης εξέδωσε μια σημαντική ανθολογία με τον τίτλο Λύρα. Ανθολογία της νεωτέρας ελληνικής ποιήσεως. Είναι σαφέστατα η ώρα της εσωτερικής σύγκρουσης μέσα στο λογοτεχνικό πεδίο ανάμεσα στους «παλιούς» και στους «νέους». Εκεί ανάμεσα σε άλλους παρουσιάζει και τον νέο ποιητή, τον Γιάννη Βλαχογιάννη. Δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να μην υπενθυμίσω την ιστορική ειρωνεία που κρύβεται πίσω από αυτήν τη χειρονομία. Ο ίδιος ο Πολέμης ήταν ο πρώτος ανθολόγος του σημαντικότερου αρνητή του μύθου του Κρυφού Σχολείου. Πολλά χρόνια αργότερα, ο γέρος πια Γιάννης Βλαχογιάννης, ο σημαντικότερος ίσως ιστοριοδίφης του Εικοσιένα, έγραφε στο περιοδικό Νέα Εστία:

 

Ανάμεσα σ’ όσες διατριβές έτυχε να διαβάσω γραμμένες από παιδαγωγικούς άντρες ή γυναίκες, δεν είδα καμιάν ιστορική μαρτυρία, που να βεβαιώνη την ύπαρξη κρυφού σκολειού, όμως ούτ’ εγώ μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σκολειά, που έχω συναγμένο, δεν απάντησα τίποτε που να κάνη λόγο για το σκολειό έξω από το τραγούδι. […]. Όλο αυτό το φανταχτερό και κούφιο και χωρίς θεμέλιο χτίσμα πέφτει σε μια στιγμή σωρός μ’ ένα λόγο μοναχά: Ποτέ ο Τούρκος, ο αγράμματος δε μπόδισε το Χριστιανό γράμματα να μαθαίνη, και μονάχα πολύ σπάνια έμπαινε στη μέση να χωρίζη τους δασκάλους άμα πιάνονταν από τα μαλλιά και γίνονταν σκάνταλο με τα μεγάλα τους σκολειά.[47]

 

Ο Πολέμης δεν ζούσε πια. Χάρη στην ποίησή του όμως το Κρυφό Σχολειό εξακολούθησε να ζει στα σχολικά αναγνώσματα, στις εθνικές επετείους, στους πανηγυρικούς λόγους, στο διαδίκτυο και κυρίως στις συνειδήσεις των Νεοελλήνων, που ακόμη και σήμερα πιστεύουν πως το Κρυφό Σχολειό είναι πρωτίστως ένα εθνικό θέμα.

 

Το μυθολογικό κενό

 

«Κάθε μυθολογική θεώρηση ενός ζητήματος δημιουργεί στο μυαλό μας ένα κενό: στη θέση της γνώσης έρχεται να εισχωρήσει ένα ασαφές μόρφωμα που την αντικαθιστά», σημειώνει ο Αλέξης Πολίτης. [48] Τι σημαίνει ακριβώς ετούτη η έννοια του «κενού» την ώρα της μελέτης ενός πολιτισμικού φαινομένου; Αν θέλουμε κατ’ αρχάς να ιστορικοποιούμε τα ερωτήματά μας, θα πρέπει να αντιστοιχίσουμε την οπτική γωνία του Αλέξη Πολίτη με άλλες περιπτώσεις της μεταδημαρικής παράδοσης που επέμειναν στην κριτική της «εθνικής ρητορείας».

Σημειώνω πρόχειρα: την «αποσχηματοποίηση» (Αλκής Αγγέλου), την κριτική στη «δικανική ιστορία» (Σπύρος Ασδραχάς), «τις ιδεολογικές χρήσεις της ιστορίας» (Φίλιππος Ηλιού). Θα μας πήγαινε μακριά ετούτη η συζήτηση για τον τρόπο εργασίας του νεοελληνιστή απέναντι στην «εθνωφελή» λειτουργία της επιστήμης. Αρκούμαι μόνο στο να σημειώσω ότι το «απέναντι» έχει κυριολεκτικά πολιτική σημασία, αφού αυτή η γενιά έδωσε τη μάχη της «απομυθοποίησης», έχοντας στον νου της τόσο την παραμορφωμένη πρόσληψη της ιστορικής πραγματικότητας όσο και τους κινδύνους μιας εξίσου ιδεολογικοποιημένης επιστήμης. Πάνε είκοσι χρόνια από τότε που ο Αλέξης Πολίτης πρότεινε τον χώρο των «Νεοελληνικών Μυθοπλασιών» ως προνομιακό πεδίο για μια πολιτική παρέμβαση των νεοελληνιστών στο πεδίο της λογοτεχνίας και της κουλτούρας. Η απόπειρα αξίζει να έχει τη δική της συνέχεια από τους συνομιλητές και μαθητές του.

Για την ώρα ας μείνουμε στο «πρώτο σκαλί»: το Κρυφό Σχολειό. Αποκομμένο από οποιονδήποτε ερευνητικό και επιστημονικό έλεγχο, το Κρυφό Σχολειό απέκτησε μια νέα, δεύτερη ζωή μέσα στη νεοελληνική κουλτούρα, σε σημείο μάλιστα, που το ίδιο το ποίημα και ο πίνακας έφτασαν να θεωρούνται αυθεντική και αδιαμεσολάβητη πηγή για την ιστορία. «Την πραγματικότητα δεν την αποδομεί η λήθη, την αποδομεί ο μύθος», διαπίστωνε με άλλη αφορμή ο Αλέξης Πολίτης. [49] Δεν έχει κανείς παρά να «σερφάρει» σε μερικές συναφείς σελίδες του διαδικτύου για να διαπιστώσει πως ο πίνακας του Γύζη και το ποίημα του Πολέμη αναφέρονται ακόμη ως τεκμήρια για την ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού. Στον αντίποδα αυτής της χρήσης το Κρυφό Σχολειό επιβιώνει ακόμη και στις πιο παρωδιακές εκφορές του ως ισχυρό διακείμενο της νεοελληνικής αντικουλτούρας (εικ. 3). Το εντυπωσιακό, σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι τα ανθεκτικά υλικά του μύθου αλλά η δύναμη του μυθικού, έτσι όπως το περιέγραφε ο Ρολάν Μπαρτ στις δικές του Μυθολογίες: «ο μύθος εξαφανίζεται, μένει όμως, πολύ πιο δόλιο, το μυθικό». Το μυθικό είναι πλέον εκείνο που εκδιπλώνεται μπροστά μας, πριμοδοτώντας διαρκώς τον οικείο, τον γνωστό μας, τον τετριμμένο· τον μπανάλ εθνικισμό που μας περιβάλλει. Αυτό το τόσο δικό μας «μυθολογικό κενό».

 

Υποσημειώσεις


 

[1] http://www.kathimerini.gr/4dcg/_w_articles_kathuseful_1_28/12/2011_1286717

[2] http://imenos.blogspot.gr/2009/03/hellenicrevenge.html

[3] Το άρθρο είναι τώρα ενταγμένο στη συλλογή δοκιμίων του Αλέξη Πολίτη, Το μυθολογικό κενό. Δοκίμια για την ιστορία, τη φιλολογία, την ανθρωπολογία και άλλα, Αθήνα 2000, σ. 25-39.

[4] Βλ. Άλκης Αγγέλου, Το Κρυφό Σχολειό. Χρονικό ενός μύθου, Αθήνα 1997.

[5] Η έκδοση έγινε με την ευθύνη και επιμέλεια της Επιτροπής Εθνικής Κληρονομιάς της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών». Βλ. http://www.antibaro.gr/node/85G

[6] Τελευταία βιβλιογραφική κατάθεση σε αυτή την κατεύθυνση είναι το βιβλίο του Γιώργου Κεκαυμένου, Κρυφό Σχολειό. Το χρονικό μιας ιστορίας, Αθήνα 2012.

[7] Στην κατεύθυνση αυτή, βλ. τη διεισδυτική ανάλυση του Παναγιώτη Στάθη, «Ιστορική κουλτούρα και κατασκευασμένη μνήμη. Τα κρυφά σχολειά», στον συλλογικό τόμο Μύθοι και Ιδεολογήματα στη σύγχρονη Ελλάδα, Αθήνα 2005, σ. 225-243.

[8] Βλ. Πολίτης, Το μυθολογικό κενό, ό.π., σ. 39.

[9] Βλ. π.χ. το άρθρο του «για τη μυθοποίηση του οριενταλισμού» στις εργασίες του Edward Said, Το μυθολογικό κενό, ό.π., σ. 116. Ας καταγραφεί και εδώ η παλιά μου διαφωνία με αυτό το άρθρο. Το βιβλίο του Said, κλασικό πλέον στις λογοτεχνικές σπουδές, υπερβαίνει κατά πολύ την κατηγορία για «ενοχοποίηση» της Δύσης.

[10] Υπενθυμίζω πως το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου Το μυθολογικό κενό φέρει τον τίτλο «Νεοελληνικές μυθοπλασίες». Υπενθυμίζω επίσης πως πάλι με αφορμή το θέμα του Κρυφού Σχολειού, ο Αλκής Αγγέλου προτείνει τη μεθοδολογική μετατόπιση της έρευνας από «τον χώρο της ιστορικής έρευνας στην περιοχή των συμβόλων που διαμορφώνουν την ιστορική συνείδηση», ονομάζοντας συμβατικά το πεδίο αυτό «Νεοελληνική Μυθολογία». Βλ. Α. Αγγέλου, Το Κρυφό Σχολειό, ό.π., σ. 70.

[11] Βλ. ενδεικτικά, Peter Burke, Τι είναι πολιτισμική ιστορία;, μτφρ. Σπύρος Σηφάκης, Αθήνα 2009.

[12] Για την έννοια των ιδεολογικών χρήσεων ως μηχανισμού πρόληψης, ανακατασκευής και εμπρόθετης αλλοίωσης του παρελθόντος, προκειμένου να εξυπηρετηθούν μεταγενέστερες ανάγκες και σκοπιμότητες, βλ. Φίλιππος Ηλιού, Ιδεολογικές χρήσεις τον κοραϊσμού στον 20ό αιώνα, Αθήνα 2003 (α’ εκδ. 1989, από τις εκδόσεις Ο Πολίτης), σ. 22.

[13] Η ερμηνευτική της «εθνοσυμβολικής προσέγγισης» εισάγεται στις μελέτες του έθνους και του εθνικισμού από τον Anthony D, Smith, και αφορά τη μελέτη της χρήσης των εθνικών μύθων, των μνημονικών ιχνών, των συμβόλων και των κληρονομημένων παραδόσεων, που διαμορφώνουν μέσα από την αίσθηση του ζωντανού και βιωμένου παρελθόντος την εθνική ταυτότητα. Βλ. ενδεικτικά Anthony Smith, Myths and Memories of the Nation, Oxford University Press 1999, ιδίως σ. 9-18. Για μια συνθετική και κριτική ανάλυση της «εθνοσυμβολικής προσέγγισης», βλ. Montserrat Guibernau -John Hutchinson (επιμ.), History and National Destiny: Ethnosymbolism and its Critics, Οξφόρδη 2004. Στη σχετικά πρόσφατη βιβλιογραφία για τον ρόλο της τέχνης στις εθνοσυμβολικές πρακτικές, σημαντική συμβολή αποτελεί ο συλλογικός τόμος Athena S. Leoussi – Steven Grosby (επιμ.), Nationalism and Ethnosymbolism: History, Culture and Ethnicity on the formation of nations, Εδιμβούργο 2006, σ. 55-98. Για την αξιοποίηση αυτής της προσέγγισης στη μελέτη της εθνορομαντικής ποίησης, βλ. Γιάννης Παπαθεοδώρου, Ρομαντικά Πεπρωμένα. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ως «εθνικός ποιητής», Αθήνα 2009.

[14] Βλ. Πολίτης, Το μυθολογικό κενό, ό.π., σ. 39.

[15] Για τη λειτουργία της ζωγραφικής ως «εθνικής τέχνης» στο πλαίσιο του «εθνοσυμβολισμού», βλ. Athina S. Leoussi, «The ethno-cultural roots of national art», στον συλλογικό τόμο M. Guibernau – J. Hutchinson (επιμ.), History and National Destiny, ό.π., σ. 143-159.

[16] Βλ. Επιστολαί τον Νικολάου Γύζη  (επιμ. Γεωργίου Δροσίνη και Λάμπρου Κορόμηλά), Αθήνα 1953, σ. 139. Βλ. και Πολίτης, Το μυθολογικό κενό, ό.π., σ. 35.

[17] Βλ. Μαρίνος Καλλιγάς, Νικόλας Γύζης. Η ζωή και το έργο του, Αθήνα ²1995, σ. 112 (η υπογράμμιση δική μου).

[18] Βλ. Α. Αγγέλου, Το Κρυφό Σχολειό, ό.π., σ. 58.

[19] Οι παλαιότεροι μαθητές – και πάντως σίγουρα οι συμμαθητές μου – θυμούνται ακόμη τους τοίχους των αιθουσών των ελληνικών σχολείων να διακοσμούνται από τη σχετική αναπαραγωγή του πίνακα του Γύζη. Κατά την ώρα της ανάγνωσης του ποιήματος, η «κορνίζα» ήταν η αυτονόητη απόδειξη για την «αλήθεια» των στίχων. Σύμφωνα, ωστόσο, με προφορική μαρτυρία του Τριαντάφυλλου Σκλαβενίτη, στη μεταπολεμική Λευκάδα η ένδεια του σχολικού «εποπτικού υλικού» δεν επέτρεπε τέτοιες ταυτίσεις. Το ποίημα αρκούσε από μόνο του για να    πετύχει την απαραίτητη θερμοκρασία της «εθνικής συγκίνησης». Δεν πρόλαβα σε αυτή τη φάση της έρευνας να εξακριβώσω πότε αρχίζει η πολλαπλασιαστική αναπαραγωγή του πίνακα του Γύζη με στόχο τη διακόσμηση των σχολικών αιθουσών.

[20] Βλ. Πολίτης, Το μυθολογικό κενό, ό.π., σ. 39.

[21] Βλ. Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, Η τέχνη πτεροφυεί εν οδύνη. Η πρόσληψη τον νεορομαντισμού στο πεδίο της ιδεολογίας, της θεωρίας της τέχνης και της τεχνοκριτικής στην Ελλάδα, Αθήνα 2005, σ. 206.

[22] Βλ. Ματθιόπουλος, ό.π., σ. 207.

[23] Βλ. σχετικά την αναλυτική και «ακριβοδίκαιη» εισαγωγή της Έρης Σταυροπούλου στην ανθολογία Ιωάννης Πολέμης. Επιλογή Ποιημάτων, εισαγωγή, ανθολόγηση, επιμέλεια Έρη Σταυροπούλου, Αθήνα 2005, σ. 13-59.

[24] Βλ. Ματθιόπουλος, ό.π., σ. 537.

[25] Ό.π., σ. 537-541. Αντλώ όλες τις πληροφορίες από το οικείο κεφάλαιο του Ματθιόπουλου στο οποίο γίνεται λόγος για την υποδοχή του έργου του Γύζη στην Ελλάδα. Για μια άλλη προσέγγιση με έμφαση στην εικαστική ανάλυση, βλ. Νέλλη Μισιρλή, Γύζης, Αθήνα 1996.

[26] Βλ. τις καίριες επισημάνσεις του Ματθιόπουλου, Η τέχνη πτεροφυεί εν οδύνη, ό.π., σ. 354-358.

[27] Βλ. Έρη Σταυροπούλου, Ιωάννης Πολέμης, ό.π., σ. 25.

[28] Ό.π., σ. 25.

[29] Ό.π., σ. 29.

[30] Βλ. Αγγέλα Καστρινάκη, «Ο ποιητής είν’ ο μεγάλος πατριώτης!», στον συλλογικό τόμο Ο πόλεμος τον 1897. Διήμερο με την ευκαιρία των 100 χρόνων (4 και 5 Δεκεμβρίου 1997), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1999, σ. 193-204.

[31] Βλ. Αλέξης Δημαράς, «Ο πόλεμος του 1897 και τα εκπαιδευτικά», στο Ο πόλεμος του 1897, ό.π., σ. 139. Ειδικότερα για το περιοδικό Εθνική Αγωγή, βλ. Κ. Π. Δεμερτζής, Το περιοδικό «Εθνική Αγωγή» του Γ. Δροσίνη. Βιβλιογραφική παρουσίαση, Αθήνα χ.χ.

[32] Βλ. Α. Αγγέλου, Το Κρυφό Σχολειό, ό.π., σ. 62.

[33] Βλ. ενδεικτικά Peter Burke, Αυτοψία. Οι χρήσεις των εικόνων ως ιστορικών μαρτυριών, μτφρ. Αντρέας Π. Ανδρέου, Αθήνα 2003.

[34] Βλ. Ρολάν Μπαρτ, Μυθολογίες. Μάθημα, μτφρ. Καίτη Χατζή δήμου – Ιουλιέττα Ράλλη, επιμ. μτφρ. Γιάννης Κρητικός, Αθήνα 1973.

[35] Βλ. Μπαρτ, Εικόνα – μουσική – κείμενο, μτφρ. Γιώργος Σπανός, πρόλ. Γιώργος Βέλτσος, Αθήνα 1988, σ. 49.

[36] Γράφει σχετικά ο Μπαρτ: «Ο κοινός αυτός χώρος των σημαινομένων συμπαραδήλωσης είναι ο χώρος της ιδεολογίας, η οποία δεν θα μπορούσε παρά να είναι μοναδική για μια δεδομένη κοινωνία και ιστορία, όποια κι αν είναι τα σημαίνοντα συμπαραδήλωσης στα οποία προσφεύγει»: ό.π., σ. 56.

[37] Για την έννοια της «εικονολογίας», βλ. την κλασική μελέτη του W. J. Τ. Mitchell, Iconology: Image, text, ideology, Σικάγο 1986, σ. 1- 46.

[38] Βλ. W. J. Τ. Mitchell, «Interdisciplinarity and Visual Culture», Art Bulletin, 70, τχ. 4 (1995), 540-544. Του ίδιου, «Showing seeing: a critique of visual culture», Journal of Visual Culture, Ι,τχ. 2 (2002), 165-181.

[39] Βλ. W. J. T. Mitchell, «Diagrammatology», Critical Inquiry, 7, τχ. 3 (άνοιξη 1981), 622-633.

[40] Για την προσέγγιση αυτή, βλ. Charles A. Hill – Marguerite Helmes, Defining Visual Rhetorics, Λονδίνο 2004, σ. 1-24. Ειδικότερα για τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να αποτελεί μια οπτική αφήγηση αντικείμενο της Ρητορικής, αλλά και για τη θεωρητική πρόκληση των οπτικών συμβόλων, βλ. το άρθρο της Sonja Κ. Foss, «Framing the Study of Visual Rhetoric: Toward a transformation of Rhetorical Theory», στον ίδιο τόμο, σ. 303-313.

[41] Βλ. Μπαρτ, Εικόνα – μουσική – κείμενο, ό.π., σ. 48.

[42] Βλ. Σταυροπούλου, Ιωάννης Πολέμης, ό.π., σ. 37.

[43] Βλ. Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ώς την εποχή μας, Αθήνα 1985, σ. 407.

[44] Ό.π.

[45] Βλ. Χρυσάνθη Κουμπάρου-Χανιώτη, Τα Νεοελληνικά Αναγνώσματα στη Μέση Εκπαίδευση. Συγγραφείς και ανθολογημένα κείμενα, Αθήνα 2003, σ. 141.

[46] Βλ. Σταυροπούλου, Ιωάννης Πολέμης, ό.π., σ. 41.

[47] Γ. Βλαχογιάννης, «Το κρυφό σκολειό», Νέα Εστία, 38, τχ. 436 (1945), 678, 679.

[48] Το μυθολογικό κενό, ό.π., σ. 211.

[49] Ό.π., σ. 17.

 

*Γιάννης Παπαθεοδώρου

Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών, «Λόγος και χρόνος στη νεοελληνική λογοτεχνία (18ος – 19ος αι.)». Ρέθυμνο 12-14 Απριλίου 2013. Πρακτικά συνεδρίου προς τιμήν του Αλέξη Πολίτη. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2015.

Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη. 

*Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου είναι επίκουρος καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

  

Διαβάστε ακόμη:

  

 

Κυπρο-Αργολικά

$
0
0

ΚυπροΑργολικά | Χαράλαμπος Β. Κριτζάς2013, Epigraphy, Numismatics, Prosopography and History of Ancient Cyprus. Papers in Honour of Ino Nicolaou, (Demetrios Michaelides, ed.), Uppsala (2013), 213-225.


 

Κατά τα έτη 2000–2001 η Δ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων διενήργησε σωστική ανασκαφή στο μικρό οικόπεδο ιδιοκτησίας Ευαγγέλου Σμυρναίου, στην οδό Κορίνθου 48 στο Άργος, περίπου 200 μ. βορείως της κεντρικής πλατείας του Αγίου Πέτρου…

Epigraphy, Numismatics, Prosopography and History of Ancient Cyprus.

[…]   Η ανασκαφή αποκάλυψε, σε βάθος περίπου 3 μ. και κάτω από ποτάμιες προσχώσεις, τα πενιχρά λείψανα ενός δωματίου (για τοπογραφικό και κάτοψη της ανασκαφής. Κατά μήκος του κυρίου άξονά του υπήρχε μια σειρά από λίθινες θήκες, μεγάλα πήλινα αγγεία, καθώς και ένας χάλκινος λέβης (ή κρατήρας). Στα ίδια τα κείμενα οι λίθινες θήκες αποκαλούνται πέτροι (στον ενικό ὁ πέτρος) και τα αγγεία (ενδεχομένως μόνο το χάλκινο) λέκεα ( εν. τὸ λέκος). Όλα ήταν καλυμμένα με βαριές λίθινες πλάκες, που σε ορισμένες περιπτώσεις ζύγιζαν 1,5 τόννο. Μέσα περιείχαν χάλκινους ενεπίγραφους πίνακες, με οικονομικούς απολογισμούς και δοσοληψίες διαφόρων σωμάτων αρχόντων και επιτροπών. Βρέθηκαν περί τους 136 πίνακες, αλλά είναι βέβαιο ότι υπάρχουν και άλλες θήκες στα όμορα οικόπεδα…

Φαίνεται ότι οι θαμμένες στη γη θήκες και τα αγγεία αποτελούσαν ένα είδος πρωτόγονων θησαυροφυλακίων (θησαυρών). Μέσα εκεί φυλάσσονταν χρήματα και πολύτιμα μέταλλα και σκεύη του θησαυρού της Παλλάδος (Αθηνάς), παλιάς πολιούχου του Άργους, καθώς και της Ήρας, που την υποκατέστησε ως πολιούχος τον 5ο π.Χ. αιώνα. Εκτός από ρητές αναφορές στα ίδια τα κείμενα, ένα κομμάτι χρυσού σύρματος που βρέθηκε μέσα στον χάλκινο λέβητα, καθώς και πολυάριθμα ψηγμάτια χρυσού, υπό μορφή μικροσκοπικών κόκκων, συσσωματωμένων στην οξείδωση των χαλκών πινάκων, δεν αφήνουν αμφιβολία για τον χαρακτήρα των θηκών…

Εκτός από τις άφθονες πληροφορίες για την ιστορία, την τοπογραφία και τους θεσμούς του Άργους που παρέχουν τα νέα κείμενα, ιδιαίτερης σημασίας είναι και τα στοιχεία που μας δίνουν για το κύριο ιερό της Ήρας, το φημισμένο Ἡραῖον. Υπάρχουν απολογισμοί για την οικοδόμηση και τη διακόσμηση του νέου ναού της Ήρας, μετά την καταστροφή του παλιού ναού από φωτιά το 423 π.Χ., καθώς και για την κατασκευή του χρυσελεφάντινου αγάλματος της θεάς, που η παράδοση απέδιδε στον Αργείο γλύπτη Πολύκλειτο. Τα νέα κείμενα ενίσχυσαν μια παλιά πρόταση, να αποδοθεί το άγαλμα στον Πολύκλειτο τον Νεώτερο, που ήκμασε στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα.

Παράλληλα γίνεται λόγος για διάφορες δαπάνες που σχετίζονται με τους αγώνες προς τιμήν της Ήρας. Πρόκειται για τους πεντετηρικούς αγώνες με πανελλήνια φήμη, που από τον 5ο έως τον 3ο π.Χ αιώνα απεκαλούντο Ἑκατόμβουα (και με αυτή την ονομασία αναφέρονται στις νέες επιγραφές), από τον 3ο έως τον 1ο π.Χ. αιώνα Ἡραῖα και από τον 1ο π.Χ. έως τον 3ο μ.Χ. αιώνα Ἡ ἐξ Ἄργους ἀσπίς (Amandry 1980 και 1983). Η τελευταία ονομασία υποδηλώνει και τα βραβεία που δίνονταν στους νικητές. Στην τελευταία φάση ήταν οι περιζήτητες χάλκινες στρογγυλές αργειακές ασπίδες. Πριν όμως τα βραβεία ήταν διάφορα χάλκινα χρηστικά σκεύη, όπως υδρίες, λέβητες ή τρίποδες, όμοιοι με αυτόν που βρέθηκε στον λεγόμενο «τάφο του Φιλίππου» της Βεργίνας…

[…] Στο Άργος και γενικά στην κυρίως Ελλάδα δεν υπάρχουν μεταλλεία χαλκού και η εισαγωγή του γινόταν κυρίως από την Κύπρο. Είναι γνωστό το επίγραμμα στη βάση χαλκού τιμητικού ανδριάντα του βασιλιά της Σαλαμίνος της Κύπρου Νικοκρέοντος (βασ. 332–311 π.Χ.), που βρέθηκε στο Άργος.  Ο ανδριάντας είχε στηθεί από τους Αργείους σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τον χαλκό που έστειλε από τα πλούσια μεταλλεία του βασιλείου του ο Νικοκρέων, προκειμένου να κατασκευασθούν τα χάλκινα βραβεία, κυρίως ασπίδες, που θα δινόταν ως έπαθλα στους νικητές…

[…] Στο επίγραμμα η λέξη ἄεθλα, στην οποία θα αναφερθούμε εκτενέστερα, σημαίνει τα έπαθλα, τα βραβεία που έδιναν στους νικητές. Η ίδια όμως λέξη στον πληθυντικό σημαίνει και αυτούς καθ᾽ εαυτούς τους αγώνες. Πρόκειται φυσικά για ασυναίρετους τύπους των λέξεων ἆθλον, ἆθλα, που στις διαλεκτικές επιγραφές αναγράφονται ως hάFεθλον, hάFεθλα, με πλεοναστική δάσυνση και δίγαμμα μεταξύ των φωνηέντων. Οι τύποι των επιγραφών που φέρουν τα χάλκινα βραβεία είναι: Παρ᾿ Ηέρας Ἀργείας ἐμὶ τõν hαFέθλον (Είμαι από τους αγώνες της Ήρας του Άργους) ή Παρ᾿ Ηέρας Ἀργείας ἐμὶ hάFεθλον (Είμαι βραβείο από την Ήρα του Άργους).

Στα νέα κείμενα υπάρχουν πολλές αναφορές στους αγώνες της Ήρας του Άργους, που πλουτίζουν το σχετικό λεξιλόγιο και μας δίνουν ενδεικτικές πληροφορίες για το κόστος της προετοιμασίας των αγώνων και των βραβείων. Μπορούμε έτσι έμμεσα να εκτιμήσομε περίπου το ύψος της δωρεάς του Νικοκρέοντος.

Η κρατική αρχή που είχε την ευθύνη της προετοιμασίας των αγώνων και της διεξαγωγής τους ήταν οι τέσσερεις hαFεθλοθέται (= ἀθλοθέται), ένας από κάθε φυλή του Άργους, που ήταν ως γνωστόν οι Ὑλλέες, οι Παμφύλαι Πάμφυλοι), οι Δυμᾶνες και οι Ὑρνάθιοι. Τους hαFεθλοθέτας πλαισίωναν δύο γροφεῖς (= γραμματεῖς).

Τα έξοδα των αγώνων καλύπτονταν από το ταμείο του ιερού, στο οποίο συγκεντρώνονταν χρήματα από διάφορες πηγές. Ενδεικτικά αναφέρομε τα έσοδα από την ενοικίαση των ιερών και δημοσίων γαιών, τους τόκους από χρήματα που δάνειζε το ιερό, τη δεκάτη που ανετίθετο στην Ήρα από διάφορα προϊόντα ή λάφυρα πολέμου, τα χρήματα από την πώληση περιουσιών που κατασχέθηκαν, τα έσοδα από τα ιερά κοπάδια, τα ποσά από πάσης φύσεως πρόστιμα, καθώς και χρήματα από προσφορές των πιστών…

 

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον σύνδεσμο: Κυπρο-Αργολικά

 

Διαβάστε ακόμη:


«Περιμένοντας τους Γερμανούς…» – Φόβοι και ελπίδες στην Ελλάδα του Διχασμού

$
0
0

«Περιμένοντας τους Γερμανούς…» – Φόβοι και ελπίδες στην Ελλάδα του Διχασμού | Δημήτρης Μπαχαράς


 

Η ιστορία του Εθνικού Διχασμού και η δημιουργία της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης είναι λίγο-πολύ γνωστές: η σύγκρουση μεταξύ Βενιζέλου και βασιλιά Κωνσταντίνου το 1915, σχετικά με τη συμμετοχή ή όχι στον πόλεμο, οδήγησε τον Βενιζέλο, ύστερα από διπλές εκλογές το ίδιο έτος, σε αποχώρηση από την πρωτεύουσα και ύστερα από ένα διάστημα λίγων μηνών στη Θεσσαλονίκη (τον Σεπτέμβριο του 1916), όπου ανέλαβε την αρχηγία του κινήματος της Εθνικής Αμύνης και τη δημιουργία κυβέρνησης θετικά διακείμενης στους συμμάχους. Υπό τη δεύτερη αυτή κυβέρνηση τέθηκαν όλες οι βενιζελικές περιοχές, σε άμεση συνεργασία με τη Στρατιά της Ανατολής, που είχε αποβιβαστεί στη Μακεδονία ήδη από το 1915. Η Παλαιά Ελλάδα παρέμεινε υπό την επίσημη κυβέρνηση των Αθηνών, θεωρητικά ουδέτερη, πρακτικά διοικούμενη από τη φιλοβασιλική κυβέρνηση του συζύγου της αδερφής του Κάιζερ, Κωνσταντίνου, η οποία άφηνε ευλόγως υπόνοιες δυνητικής συνεργασίας με τη Γερμανία στους βενιζελικούς – άποψη που διατρέχει και τη μετέπειτα ιστοριογραφία του Διχασμού.

Έτσι είχαμε δύο αντίπαλα στρατόπεδα: τους βενιζελικούς και τους συμμάχους στις Νέες Χώρες από τη μία, και τη βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών από την άλλη. Εκ πρώτης όψεως μάλιστα, η αντιμαχία μοιάζει εκ των υστέρων άνιση για την εποχή, τόσο σε επίπεδο δυνάμεων όσο και σε επίπεδο φόβων και ελπίδων. Οι βενιζελικοί είχαν τη στήριξη του τεράστιου στρατού των συμμάχων στη Μακεδονία και την ελπίδα ότι μετά τον πόλεμο θα έπαιρναν είτε τη Μικρά Ασία, είτε την Κωνσταντινούπολη, είτε την Κύπρο, [1] ενώ οι βασιλικοί είχαν μόνο τα δικά τους στρατεύματα και την ελπίδα ότι στην καλύτερη περίπτωση η Ελλάδα θα παρέμενε ουδέτερη και δεν θα είχε πρόβλημα με τις γείτονες χώρες. Οι βενιζελικοί ήλπιζαν ότι θα επέστρεφαν θριαμβευτικά στην Αθήνα κάποια στιγμή, και θα έβαζαν ολόκληρη τη χώρα στον πόλεμο στην πλευρά των συμμάχων, ενώ οι βασιλικοί φοβούνταν ότι μπορεί να έχαναν τα πάντα ανά πάσα στιγμή. [2] Οι ελπίδες λοιπόν των βενιζελικών αποτελούσαν ταυτοχρόνως τον φόβο των αντιβενιζελικών: ποιος θα τους σταματούσε σε περίπτωση που οι βενιζελικοί και οι σύμμαχοι αποφάσιζαν να κατέβουν προς τον νότο; Είχαν εναλλακτικές λύσεις και πού μπορεί να στηρίζονταν οι ελπίδες τους;

 

Πορτρέτο του Βενιζέλου στο εξώφυλλο του «Le Petit Journal», 29 Οκτωβρίου 1916.

 

Στη συνέχεια αυτού του άρθρου παρουσιάζονται στοιχεία που αφορούν αυτά τα ερωτήματα και ρίχνουν φως σε μία σχετικά άγνωστη πτυχή που πήρε μικρή δημοσιότητα στον Τύπο εκείνα τα χρόνια: το ενδεχόμενο μιας μεγάλης στρατιωτικής επέμβασης της Γερμανίας στη Μακεδονία και τη Θράκη για να βοηθήσει τον βασιλιά και την κυβέρνησή του εναντίον της Στρατιάς της Ανατολής. Αυτό θα αποτελούσε την κρυφή ελπίδα και προσδοκία των βασιλέων για ένα σύντομο, αλλά κρίσιμο, χρονικό διάστημα.

Τα δεδομένα που παρατίθενται στη συνέχεια προέρχονται κυρίως από το προσωπικό ημερολόγιο του Γεωργίου Στρέιτ και την απόρρητη αλληλογραφία των βασιλικών πρεσβευτών κυρίως στο Βερολίνο και στη Ρώμη (Γ. Θεοτόκης και Ε. Ζαλοκώστας αντίστοιχα) με το παλάτι, ενώ η ιστορία εκτυλίσσεται κυρίως από το καλοκαίρι του 1916 – πριν τον σχηματισμό της Προσωρινής Κυβέρνησης – έως τους πρώτους μήνες του 1917. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι δεν επρόκειτο απλώς για φόβους που καλλιέργησαν οι σύμμαχοι και οι βενιζελικοί, όπως έχει υποστηριχτεί, [3] αλλά για πραγματικά σχέδια που είχαν βάση και δυνατότητες πραγματοποίησης.

 

Γεώργιος Στρέιτ (1868-1948) καθηγητής νομικής, πολιτικός. Στενός φίλος του βασιλιά Κωνσταντίνου, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως σύμβουλός του στα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού.

 

Πρώτα από όλα πρέπει να καταστεί σαφές ότι τα σχέδια στα οποία θα αναφερθούμε εντάσσονταν απολύτως στο ευρύτερο πλαίσιο των στρατιωτικών σχεδιασμών και επιχειρήσεων της Γερμανίας στο Ανατολικό μέτωπο εκείνης της εποχής. Συγκεκριμένα, ξεκίνησαν ως σκέψεις από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του καλοκαιριού του 1916, όταν οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι αντεπιτέθηκαν ύστερα από την αγγλογαλλική επίθεση κατά της λίμνης Δοϊράνης τον Αύγουστο (9-18), και συνεχίστηκαν με συγκεκριμένες προτάσεις μετά τη δημιουργία της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης από τον Βενιζέλο.

 

Κωνσταντίνος Α΄, έργο του Philip de László (1868-1937) φιλοτεχνημένο τον Απρίλιο του 1914. Επιλογή εικόνας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

 

Η αντεπίθεση της Γερμανίας και της Βουλγαρίας στα Βαλκάνια[4] πυροδότησε παρασκηνιακά μια συζήτηση που ξέφευγε από την μέχρι τότε ανοιχτά διατυπωμένη άποψη των αντιβενιζελικών και των βασιλέων περί ουδετερότητας. Και η συζήτηση αυτή αφορούσε την ένταξη της Ελλάδας στον πόλεμο με την πλευρά της Γερμανίας. Οι Γερμανοί είδαν ότι με τη βοήθεια των Βούλγαρων είχαν καταφέρει να κερδίσουν σημαντικές μάχες στα ανατολικά της Μακεδονίας εναντίον των συμμάχων, και ότι είχαν σοβαρές πιθανότητες να τους κερδίσουν και στα δυτικά, ειδικά αν κατάφερναν να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή της βασιλικής ελληνικής κυβέρνησης και του στρατού στο πλευρό τους. Έτσι ξεκίνησαν τις διαπραγματεύσεις.[5] Κύριος μοχλός και μέσο των διαπραγματεύσεων αυτών ήταν ο στρατιωτικός ακόλουθος της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα ταγματάρχης Falkenhausen (Φαλκενχάουζεν).

Συγκεκριμένα, από τα μέσα Αυγούστου και ύστερα ο ταγματάρχης πύκνωσε τις επαφές του με το παλάτι. Οι προτάσεις του Falkenhausen όμως, δεν ήταν αρκετά πειστικές για τους βασιλείς (Κωνσταντίνο και Σοφία). Ουσιαστικά τους ζητούσε να ξεκινήσουν προετοιμασίες πολέμου, καλώντας 2-3 κλάσεις στρατού,[6] χωρίς κανένα αντάλλαγμα και χωρίς καμία εγγύηση ότι θα τους βοηθούσε άμεσα και από κοντά η Γερμανία, δηλαδή ουσιαστικά στηριζόταν μόνο στα φιλογερμανικά αισθήματα του Κωνσταντίνου και στη σχέση της γυναίκας του με τον αδερφό της.

Έτσι, σε συνεργασία με τους κοντινούς τους ανθρώπους, απέρριψαν, αρχικά τουλάχιστον, τις προτάσεις, παρ’ όλο που οι φόβοι, ειδικά της Σοφίας, ότι οι σύμμαχοι μπορεί να επέβαλλαν τελικά τον Βενιζέλο συλλαμβάνοντας τους βασιλείς, εκφράζονταν στο κοντινό τους περιβάλλον,[7] – άλλωστε η χώρα δεν είχε ακόμη διαιρεθεί. Παρ’ όλα αυτά οι συναντήσεις δεν σταμάτησαν. Αντιθέτως, τον Σεπτέμβρη του 1916 πύκνωσαν τόσο, που δικαίως προκάλεσαν διάφορα σχόλια στον Τύπο και την κοινή γνώμη, αλλά και διαμαρτυρίες ξένων πρεσβευτών που εύλογα πίστευαν ότι οι βασιλείς συνεννοούνταν έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας,[8] – ειδικά αν λάμβανε κανείς υπόψη του και την πρόσφατη (Μάιος 1916) παράδοση του Ρούπελ στη Βουλγαρία.

Η στάση των βασιλικών απέναντι στις γερμανικές προτάσεις φάνηκε να αλλάζει με την άφιξη του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, τον Σεπτέμβριο του 1916, όταν την ημέρα που έμαθαν ότι ο Βενιζέλος πάει στη Θεσσαλονίκη, ο Στρέιτ έγραφε ότι «ο Πρωθυπουργός και ο υπουργός των εξωτερικών, λέγει, ήσαν το πρωί πανικόβλητοι, συνεβούλευον δ’ ότι πρέπει να εξέλθωμεν αμέσως της ουδετερότητος».[9] Αυτό βέβαια δεν έγινε, όμως η ταυτόχρονη σκλήρυνση της στάσης των συμμάχων και η ανοιχτή συμμαχία τους με τον Βενιζέλο, οδήγησε σε σοβαρές σκέψεις ακόμη και για δημοψήφισμα για την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο – σχέδιο το οποίο εγκρίθηκε από το συμβούλιο του στέμματος και ανατέθηκε στους Γούναρη και Ζαΐμη.[10]

 

Εθνικός Διχασμός: Πρωτοσέλιδο με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και το βασιλιά Κωνσταντίνο, με τον τίτλο «Η Ελλάδα δεν είναι πια ουδέτερη». Εφημερίδα The New York Times: Mid-week pictorial, Σεπτέμβριος 1916.

 

Παρ’ όλα αυτά, όμως, και παρά τις συνεχιζόμενες πιέσεις του Φαλκενχάουζεν, οι βασιλικοί παρέμεναν αναποφάσιστοι. Καταλύτης στον τρόπο που έβλεπαν τα πράγματα υπήρξαν τα Νοεμβριανά, τα οποία τους ανάγκασαν να στρέψουν τις όποιες ελπίδες τους πλέον αποκλειστικά σε μια επέμβαση της Γερμανίας. Άλλωστε οι Γερμανοί τούς είχαν εγγυηθεί από νωρίτερα ότι σε ενδεχόμενη σύγκρουση με τους συμμάχους στον βορρά, θα νικούσαν.[11] Και η πρότασή τους αυτή τη φορά δεν αφορούσε απλώς μια μετριοπαθή στάση – όπως ουδετερότητα, επιστράτευση, κ.λπ.-, αλλά ένα σχέδιο αντεπίθεσης: οι βασιλικές στρατιωτικές δυνάμεις θα επιτίθονταν από τον νότο και οι Γερμανοί θα εισέβαλλαν από τον βορρά, δημιουργώντας ένα διπλό μέτωπο που δύσκολα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει η Στρατιά της Ανατολής.

Το πρόβλημα, βέβαια, ήταν ότι οι σύμμαχοι ζητούσαν πλέον (Δεκέμβρης 1916) την αποχώρηση των βασιλικών στρατευμάτων από τη Θεσσαλία, πράγμα που θα δυσκόλευε εξαιρετικά τους βασιλικούς στο κοινό σχέδιο με τους Γερμανούς. Γι’ αυτό τον λόγο είχαν ξεκινήσει τη συγκρότηση ομάδων ατάκτων που θα δρούσαν στα βόρεια της Θεσσαλίας, με στόχο να βοηθήσουν στην αναχαίτιση ενδεχόμενης προέλασης της Στρατιάς της Ανατολής προς τα νότια, αλλά και την αναμενόμενη γερμανική επίθεση από τον βορρά.

Τις άτακτες αυτές ομάδες, τις οργάνωνε ο ταγματάρχης Φαλκενχάουζεν,[12] με βασικό βοηθό του τον επίστρατο Φραγκίσκο[13] και τον Καραβίτη. Για τον εξοπλισμό τους είχαν προβλεφθεί 5.000 τυφέκια, 6 μυδραλιοφόρα και 11 κανόνια, με τα παρελκόμενά τους, και τις προμήθειες.[14] Μάλιστα, στη δημιουργία αυτών των ομάδων ενεργό ρόλο φαίνεται πως είχε παίξει η βασίλισσα Σοφία, η οποία εκτός των συναντήσεων που προαναφέρθηκαν στην Αθήνα με τον Φαλκενχάουζεν, είχε και μυστική αλληλογραφία μαζί του, με τηλεγραφήματα μέσω Βερολίνου. Η δράση της (μέσω αλληλογραφίας) πρέπει να έγινε πιο έντονη μετά τα Νοεμβριανά του 1916, οπότε τρομοκρατημένη έγραφε: «Από θαύμα σωθήκαμε μετά τον τρίωρο βομβαρδισμό εναντίον του παλατιού […] σωθήκαμε κατεβαίνοντας στα υπόγεια […] περιμένουμε τα πάντα τώρα […] σας παρακαλώ να μας πληροφορήσετε πότε ο στρατός της Μακεδονίας θα είναι έτοιμος με ενισχύσεις ώστε να περάσει στην αντεπίθεση. Πείτε στον Φαλκενχάουζεν να επικοινωνήσει μαζί μας πριν φύγει για τη Μακεδονία. Σοφία».[15]

 

Η βασίλισσα Σοφία της Ελλάδας. Στην φωτογραφία το 1887 ως πριγκίπισσα της Πρωσίας και της Γερμανίας. National Portrait Gallery, London.

 

Η βασίλισσα Σοφία της Ελλάδας (1870-1932) αδελφή του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄. Στην φωτογραφία το 1887 ως πριγκίπισσα της Πρωσίας και της Γερμανίας. National Portrait Gallery, London.

 

Το σχέδιο λοιπόν ήταν να λειτουργήσουν οι άτακτες ομάδες συμπληρωματικά στην κινητοποίηση των βασιλικών στρατευμάτων, σε περίπτωση που υποχωρούσαν στα βόρεια της Πελοποννήσου. Ακόμη όμως και σε αυτή την περίπτωση, οι βασιλικοί είχαν έτοιμο σχέδιο να επαναφέρουν άμεσα τα στρατεύματά τους στη Στερεά – πράγμα που δικαιολογεί και την πρωθύστερη ανησυχία των βενιζελικών και των συμμάχων.[16] Αν ο γερμανικός στρατός κατέβαινε προς τον νότο, οι βασιλικοί θα προέλαυναν προς βορρά, έχοντας έτοιμα τα αντάρτικα σώματα που θα καθυστερούσαν τη Στρατιά της Ανατολής μέχρι να φτάσουν.

 

Ο Βενιζέλος μετακινείται από τα Χανιά στη Θεσσαλονίκη, όπου δημιουργεί την Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Η πρώτη σελίδα του «Exelsior» που απεικονίζει την άφιξη του Βενιζέλου και την υποδοχή του από τον στρατηγό Sarrail, διοικητή του Armée d’ Orient. «Exelsior», Οκτώβριος 1916.

 

Το δεύτερο όμως, και μεγαλύτερο, πρόβλημα των βασιλικών ήταν ότι οι Γερμανοί δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να αναλάβουν την πρωτοβουλία της επίθεσης. Άφηναν μεν να κυκλοφορούν φήμες πως θα επέμβουν, αλλά υποδείκνυαν στα τηλεγραφήματά τους στους βασιλείς να ενεργήσουν πρώτοι. Οι γερμανοί στρατηγοί έβλεπαν ότι το θέατρο των επιχειρήσεων στα Βαλκάνια είχε αλλάξει σε σχέση με το καλοκαίρι και ότι η Στρατιά της Ανατολής είχε δυναμώσει κι άλλο. Ταυτοχρόνως, είχαν να αντιμετωπίσουν το πολύ σοβαρό πρόβλημα της Ρουμανίας. Δεν ήταν λοιπόν έτοιμοι να αναλάβουν ένα καινούργιο μέτωπο, αν δεν είχαν ενδείξεις ότι υπάρχει σοβαρή στρατιωτική δύναμη που θα βοηθούσε. Αν οι συρράξεις ξεκινούσαν και οι συμμαχικές δυνάμεις βρίσκονταν απασχολημένες στον νότο, θα ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για αυτούς να χτυπήσουν από τον βορρά. Στις 3 Δεκεμβρίου, ο Κάιζερ έγραφε σχεδόν εκβιαστικά στη Σοφία:

 

Είδα τους κινδύνους που εσύ και ο Τίνο περάσατε […] Η Αντάντ έδειξε ποιος είναι πλέον ο σκοπός της […] O Τίνο δεν έχει πλέον άλλη επιλογή παρά να στραφεί ανοιχτά εναντίον των σφαγέων του. Η παρέμβαση του Τίνου με τις συνεργαζόμενες δυνάμεις του εναντίον της δυτικής πτέρυγας του Σαράιγ θα φέρει τη λύση για την απόφαση σχετικά με τη Μακεδονία και την απελευθέρωση της φτωχής Ελλάδος. Ο Τίνο το ξέρει. Σκεφτόμενος εσένα και τον Τίνο, Βίλχελμ.[17]

 

Για τους βασιλικούς όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αν δεν ερχόταν σε βοήθειά τους η Γερμανία, θεωρούσαν πως ήταν χαμένοι και ότι οι βασιλείς θα βρίσκονταν σε κίνδυνο. Πώς θα αναλάμβαναν πρώτοι την πρωτοβουλία μιας επίθεσης, χωρίς να γνωρίζουν αν τελικά θα τους βοηθήσουν εγγυημένα οι Γερμανοί; Θα ήταν σαν άλμα στο κενό. Επιβεβαιώνοντας λοιπόν την πρόθεσή τους να υλοποιήσουν το κοινό σχέδιο, προσπαθούσαν να πείσουν τους Γερμανούς να επιτεθούν αυτοί πρώτοι. Γι’ αυτόν τον λόγο και η Σοφία απαντούσε έξυπνα στις 26 Δεκεμβρίου στον αδελφό της πως, δεδομένης της κατάστασης για τους γερμανόφιλους στην Ελλάδα:

 

[…] η λύση που προτείνεις είναι η μόνη πιθανή, καθώς εάν επιτεθείτε εσείς στον Σαράιγ από βόρεια, θα αναγκαστεί να υποχωρήσει προς τα νοτιοανατολικά, όπου θα τον περιμένει ο δικός μας στρατός. Αυτή τη στιγμή όμως η απόσταση είναι μεγάλη, οι επικοινωνίες αποκομμένες και οι προμήθειες ελάχιστες. Μια δική σας αποφασιστική και άμεση επίθεση θα δημιουργούσε για την Ελλάδα τις προϋποθέσεις για επέμβαση και για έξοδο από τη φρικτή κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Σε φιλώ, Σοφία.[18]

 

Ουσιαστικά, δηλαδή, προσπαθούσε να ερμηνεύσει την απάντηση του Κάιζερ ως πρωτοβουλία επίθεσης πρώτα από μέρους τους. Ταυτόχρονα, και οι υπόλοιποι βασιλικοί αποφάσισαν να πιέσουν. Στις 31 Δεκεμβρίου ο Ζαλοκώστας τηλεγραφούσε στον Θεοτόκη, στο Βερολίνο, τα αιτήματα των συμμάχων μετά τα Νοεμβριανά, περί εκκένωσης της Θεσσαλίας και απομάκρυνσης του στρατού στη βόρεια Πελοπόννησο, και ζητούσε να μάθει αν η επίθεση των Γερμανών στη Θράκη θα ξεκινούσε και πότε, ώστε να οργανώσουν την απάντησή τους στους συμμάχους. Δύο μέρες αργότερα, μετέφερε τηλεγράφημα της Σοφίας που προσπαθούσε να πιέσει να ξεκινήσει η επίθεση όσο το δυνατόν πιο γρήγορα (2.1.1917).[19] Παράλληλα με τον Ζαλοκώστα, και ο Θεοτόκης τηλεγραφούσε στον Κωνσταντίνο στις 30 Δεκεμβρίου 1916, λέγοντάς του ότι είδε τον Ζίμερμαν που συμφωνούσε μεν με τη γερμανική αντεπίθεση από τον βορρά, ωστόσο έπρεπε να πάρει την έγκριση του Χίντεμπουργκ. Ο Θεοτόκης ζητούσε να λάβει σαφή απάντηση αν θα γίνει η επίθεση. Αν αυτό δεν γινόταν, τότε το βασιλικό συμβούλιο, – «αν και θα ήθελε πάρα πολύ» [sic] -, δεν μπορούσε να αναλάβει καμία δράση.[20]

 

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ της Ελλάδας στο γραφείο του, με τη βασίλισσα Σόφια την 1η Φεβρουαρίου 1921. Bibliothèque nationale de France.

 

Γεώργιος Θεοτόκης (1844 – 1916). Πολιτικός, διετέλεσε τέσσερις φορές πρωθυπουργός της χώρας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού υποστήριξε την ουδετερότητα και την ελληνογερμανική προσέγγιση, συνταχθείς με τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τις αντιβενιζελικές δυνάμεις.

Σε αυτές τις πιέσεις οι Γερμανοί απάντησαν ζητώντας ξανά την εγκατάλειψη της θέσης ουδετερότητας και την ένταξη στον πόλεμο φανερά, με το πλευρό της Γερμανίας. Μάλιστα, σε τηλεγραφήματα του Θεοτόκη αναφέρονταν τα οφέλη που θα υπήρχαν για τη χώρα από τη συνεργασία με Βουλγαρία και Τουρκία. Επίσης ρωτούσαν αν τα στρατιωτικά σώματα, που βρίσκονταν πίσω από τη συμφωνηθείσα με τους συμμάχους γραμμή, θα προχωρούσαν πάνω από τη γραμμή ουδετερότητας, ώστε τη στιγμή που θα ερχόταν ο γερμανικός στρατός να τους συναντούσε ευκολότερα στην Καβάλα. Αυτή όμως η λύση δεν ήταν δυνατή, όπως αρχικά ανέφεραν οι έλληνες αξιωματούχοι και στη συνέχεια και ο ίδιος Φαλκενχάουζεν.

Ένα από τα προβλήματα του σχεδίου ήταν η διάσπαση των αντιβενιζελικών δυνάμεων σε διαφορετικά σημεία. Στη μεταξύ τους αλληλογραφία για το παραπάνω σχέδιο, ο γερμανός στρατηγός πρότεινε στον Κωνσταντίνο να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στην Καβάλα, τη Δράμα και τις Σέρρες, και να τις θέσει υπό τις διαταγές του Makheuser, ενώ ο ίδιος (ο Κωνσταντίνος) θα συγκέντρωνε υπό τις διαταγές του τους στρατιώτες που είχαν αποχωρήσει από τη Θεσσαλονίκη και αυτούς που βρίσκονταν ακόμη εκεί και όλες τις υπόλοιπες δυνάμεις της Παλαιάς Ελλάδας που βρίσκονταν διασκορπισμένες. Τότε θα έρχονταν οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι στο Μοναστήρι και θα άρχιζε η επίθεση.

Όμως, τα Νοεμβριανά, οι απαιτήσεις των συμμάχων που ήταν ασφυκτικές, ο αποκλεισμός, η δημιουργία της ουδέτερης ζώνης στη Θεσσαλία, η επικείμενη αποχώρηση των βασιλικών στρατευμάτων από την περιοχή και η συγκέντρωσή τους στο βόρειο μέρος της Πελοποννήσου, είχαν δημιουργήσει ένα κλίμα που, όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν όλο και πιο δύσκολο για τους βασιλικούς. Οι περιορισμοί στις επικοινωνίες, η εξάντληση των αποθεματικών συντήρησης των υπαρχόντων στρατευμάτων λόγω του αποκλεισμού και η σταδιακή ενδυνάμωση της Στρατιάς της Ανατολής, είχαν φτάσει στα όριά τους τους βασιλικούς, τη στιγμή μάλιστα που οι φόβοι ότι οι σύμμαχοι θα κατέβαιναν προς τον νότο ανά πάσα στιγμή, με τελικό στόχο τη σύλληψη του βασιλιά και την επιβολή του Βενιζέλου, αυξάνονταν. Έτσι η ανάγκη επέμβασης του γερμανικού στρατού ήταν περισσότερο επιτακτική από ποτέ, και όσο καθυστερούσε, τόσο αυξάνονταν οι φόβοι και οι ανασφάλειες των βασιλικών. Εκείνη την περίοδο η βασίλισσα έγραφε: «αν η επίθεση δεν γίνει γρήγορα, θα είναι πολύ αργά».[21]

Ευγένιος Ζαλοκώστας (1855-1919 ). Διπλωμάτης, υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας στην κυβέρνηση Σπυρίδωνος Λάμπρου στα χρόνια 1916-1977.

Τη στιγμή λοιπόν, που ακόμη και η διατήρηση των ομάδων ατάκτων του Φαλκενχάουζεν είχε καταστεί δυσχερής, καθώς οι προμήθειες είχαν σχεδόν τελειώσει – όπως τηλεγραφούσε η Σοφία στις 2 Ιανουάριου 1917 – και που ο Ζαλοκώστας απευθυνόταν με αγωνία στον Θεοτόκη στο Βερολίνο, ζητώντας του να μάθει πότε επιτέλους θα ξεκινούσε η γερμανική επίθεση,[22] οι Γερμανοί φαίνεται ότι είχαν εγκαταλείψει πια οριστικά το σχέδιο της επίθεσης στη Στρατιά της Ανατολής. Και δεν ήταν μόνο οι καθυστερήσεις που οδηγούσαν σε αυτό το συμπέρασμα, αλλά και η επικέντρωση σε έναν άλλο στόχο: αυτόν της σωτηρίας των βασιλικών όπλων από τα χέρια των βενιζελικών και των συμμάχων.

Στις αρχές Ιανουάριου ο Θεοτόκης τηλεγραφούσε από το Βερολίνο (5.1.1917) ότι οι Γερμανοί ζητούσαν διαβεβαίωση πως η Αθήνα θα φροντίσει ώστε τα όπλα τους να μην πέσουν στα χέρια των συμμάχων και, σε περίπτωση που χρειαζόταν, να τα καταστρέψουν – θα τους αποζημίωναν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Οι προσπάθειες μεταφοράς των όπλων αυτών στην Πελοπόννησο μετά τις 19 Ιανουάριου έβαζαν στην ουσία τέλος στις ελπίδες των βασιλικών,[23] παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις των Γερμανών στον Ζαλοκώστα ότι η επίθεση θα γίνει τελικά, αλλά μετά το τέλος της επίθεσης στη Ρουμανία.[24]

Η μόνη δραστηριότητα που μάλλον διατηρήθηκε για κάποιον καιρό ακόμη ήταν οι ομάδες των Φαλκενχάουζεν και Φραγκίσκου, για τη μεγάλη σημασία των οποίων τηλεγραφούσε η Σοφία στις 14 Ιανουάριου 1917. Φαίνεται ότι οι ομάδες αυτές ήταν ακόμη χρήσιμες για την απόκρυψη των όπλων και για τις απαραίτητες μικροσυμπλοκές που χρειάζονταν στη ζώνη ουδετερότητας για να δείξουν ότι οι βασιλικοί δεν θα παραδίδονταν αμαχητί.

Από τα παραπάνω φαίνεται πως το πρόβλημα ήταν ότι καμιά από τις δυο πλευρές δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει το πρώτο βήμα χωρίς τις απαραίτητες εξασφαλίσεις. Οι Γερμανοί του Κάιζερ δεν μπορούσαν να στείλουν πρώτοι στρατό να αντιπαρατεθεί σε μια τεράστια στρατιά, όπως αυτή του Σαράιγ, χωρίς να είναι σίγουροι ότι τους ευνοούσαν οι συνθήκες. Και αν οι συνθήκες έμοιαζαν ευνοϊκές για αυτούς μετά το καλοκαίρι του 1916, η είσοδος της Ρουμανίας στον πόλεμο, το φθινόπωρο, με την πλευρά των συμμάχων, σίγουρα άλλαξε άρδην τα δεδομένα. Αυτό εξηγεί και την αναποφασιστικότητα του Χίντεμπουργκ – την οποία θεωρούσαν υπεύθυνη για τη συνεχή αναβολή της γερμανικής επίθεσης τόσο ο Ζαλοκώστας, όσο και ο Θεοτόκης.[25] Ο επικεφαλής του γερμανικού στρατού παρ’ όλα αυτά δεν ήθελε να αποκλείσει το ενδεχόμενο ανοίγματος ενός νέου μετώπου για τους συμμάχους στον νότο, τη στιγμή που ήταν απασχολημένοι στον βορρά. Ούτε όμως και ο Κωνσταντίνος και η Σοφία μπορούσαν να αρχίσουν πρώτοι τις διαδικασίες σύγκρουσης με τους συμμάχους, καθώς θα διακινδύνευαν την απόλυτη καταστροφή των δυνάμεών τους, σε περίπτωση που οι Γερμανοί αποφάσιζαν τελικά να μην έρθουν σε βοήθεια. Έτσι, η όλη προσπάθεια διακόπηκε ουσιαστικά στις αρχές του 1917, βάζοντας τέλος στις βασιλικές ελπίδες, παρ’ όλο που τα αντάρτικα σώματα του Φαλκενχάουζεν συνέχισαν να δρουν τουλάχιστον έως τον Μάιο του 1917.[26]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Νικ. Πετσάλης – Διομήδης, «Τη Σμύρνη ή την Πόλη; Μια εναλλακτική λύση που ο Βενιζέλος απέρριψε μάλλον βεβιασμένα» και Γ. Πικρός, «Ο Βενιζέλος και το κυπριακό ζήτημα», Θ. Βερέμης, Οδ. Δημητρακόπουλος (επιμ.), Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του, Αθήνα, Φιλιππότης, 1980, σ. 101-118.

[2] Στο επίπεδο των φόβων μάλιστα, παρατηρείται το εξής παράδοξο: οι αντιβενιζελικοί φαίνεται ότι φοβούνταν οποιαδήποτε ανάμιξη στον πόλεμο, υπολογίζοντας σοβαρά και την περίπτωση νίκης των Κεντρικών Δυνάμεων – πράγμα διόλου απίθανο το 1915 ως πιθανότητα -, ενώ οι βενιζελικοί, όπως φαίνεται και από τη μετέπειτα ιστοριογραφία του Διχασμού, δεν φαίνεται να φοβούνταν καθόλου ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

[3] Για να απαιτήσουν την αποστράτευση και μεταφορά των βασιλικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο και την παράδοση του πολεμικού υλικού και του στόλου, βλ. Πετσάλη- Διομήδη, Η Ελλάδα των δύο κυβερνήσεων, σ. 39-40.

[4] Η οποία ήταν γνωστή εκ των προτέρων στο παλάτι – ο Θεοτόκης είχε τηλεγραφήσει για αυτήν από το Βερολίνο από τις 4 Αυγούστου – χωρίς όμως να είναι γνωστή και η έκτασή της («Δεν γνωρίζω αν αυτή η επίθεση θα είναι αποφασιστική και γρήγορη, υποθέτω ότι θα είναι περιστασιακή»), ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, Θεοτόκης προς βασιλιά Κωνσταντίνο, 4.8.1916.

[5] Παρασκηνιακά βέβαια οι Γερμανοί είχαν προσπαθήσει και νωρίτερα να προσεγγίσουν τη βασιλική κυβέρνηση, για παράδειγμα υποσχόμενοι χρηματική βοήθεια για να κερδίσουν τις εκλογές – πρόταση την οποία απέρριψαν οι Σκουλούδης και Γούναρης – αλλά και μέσω παραινέσεων του αυτοκράτορα της Γερμανίας προς τον Κωνσταντίνο. ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Στρέιτ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 6 και 7.7.1916.

[6] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Στρέιτ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 31.8.1916.

[7] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 4.7.1916. Αυτοί οι φόβοι του παλατιού πάντως δεν φαίνεται να ήταν γνωστοί στον Φαλκενχάουζεν, αφού δεν τους χρησιμοποίησε καθόλου ως μέσο πίεσης.

[8] Βλ. διαμαρτυρίες Guillemin, ο οποίος κατηγορούσε τους βασιλείς ότι έκαναν σαφείς διακρίσεις («Ημερολόγιο Στρέιτ», 13.8.1916). Ειδικά με τη Σοφία υπήρχε πιο συχνή επαφή. Ο Στρέιτ έγραφε στο προσωπικό του ημερολόγιο «Αληθώς εις την Βασίλισσαν έρχονται συχνάκις την Κυριακήν, λέγει ο Βασιλεύς, αλλ’ αυτός (ο Βασιλιάς) δεν τους είδεν ή σπανιώτατα ακριβώς κατερχόμενος την ώραν εκείνη, ανά πάσαν Κυριακήν εις της Πριγκηπίσσης Ελένης» («Ημερολόγιο Στρέιτ», 6.9.1916).

[9] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 12.9.1916.

[10] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 8.11.1916.

[11] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 31.8.1916.

[12] Πετσάλη-Διομήδη, Η Ελλάδα των δύο κυβερνήσεων, σ. 70. Για την οργάνωση βλ. και τηλεγράφημα Ζαλοκώστα, 17.12.1916, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 5, υπ. 2.

[13] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς Θεοτόκη, 14.1.1917.

[14] Θεωρούσε μάλιστα πως ένα περιστατικό στην Κορυτσά θα έδινε πάτημα για την ανάπτυξη αυτών των δυνάμεων ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Τηλεγράφημα Ζαλοκώστα, 17.12.1916.

[15] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, Τηλεγράφημα Θεοτόκη, 23.11.1916.

[16] Οι σύμμαχοι και οι βενιζελικοί ανησυχούσαν αμέσως μετά τα Νοεμβριανά για το ενδεχόμενο ένοπλης σύρραξης στη Θεσσαλία. Γι’ αυτό και είχαν επιμείνει τόσο στη μεταφορά του βασιλικού στρατού στην Πελοπόννησο· βλ. Γιάνν. Μουρέλος, Τα «Νοεμβριανά» του 1916, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 313.

[17] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, Τηλεγράφημα Θεοτόκη 3.12.1916.

[18] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, Τηλεγράφημα Θεοτόκη 26.12.1916.

[19] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς Θεοτόκη 31.12.1916 και 2.1.1917.

[20] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς Θεοτόκη 30.12.1916.

[21] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς Θεοτόκη 2.1.1917.

[22] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς Θεοτόκη 6.1.1917.

[23] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς πρέσβη στο Βερολίνο (20.1.1917), όπου του αναφέρει ότι όπλα και πυρομαχικά θα μεταφερθούν στην Πελοπόννησο.

[24] Στο ίδιο.

[25] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, cp. 4, υπ. 2, Αλληλογραφία Ζαλοκώστα-Θεοτόκη 30.12.1916 και 13.1.1917.

[26] Βλ. συγκρούσεις με βενιζελικές και συμμαχικές δυνάμεις τον Μάιο του 1917 στην ουδέτερη ζώνη· ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 5, Έκθεση του διοικητή του Γ’ Σώματος Στρατού.

 

Δημήτρης Μπαχαράς

Ο Δημήτρης Μπαχάρας είναι ιστορικός και εργάζεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ).  Έχει σπουδάσει στο Λονδίνο (MA, King’s College) και το Παρίσι (διδακτορικό, EHESS) και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε θέματα δημοκρατίας, φασισμού και αντικομμουνισμού την περίοδο του Μεσοπολέμου, καθώς και στην ιστορία των προκρίτων της Πελοποννήσου του 19ου αιώνα. Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια στο εξωτερικό και την Ελλάδα και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και επιστημονικά περιοδικά στη Γαλλία και την Ελλάδα.

«Φόβοι και ελπίδες στα νεότερα χρόνια», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.). Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα, 2017.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Η δίωξη της Εφημερίδας «Ο Απόλλων»

$
0
0

Η δίωξη της Εφημερίδας «Ο Απόλλων»


 

Το καλοκαίρι του 1830 ο Αναστάσιος Πολυζωίδης επέστρεψε στην Ελλάδα, υστέρα από συμπληρωματικές σπουδές δύο χρόνων περίπου στο εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης είχε διαδραματίσει δευτερεύοντα ρόλο, τώρα όμως ένοιωθε αρκετά ικανός για ουσιαστικότερη παρουσία στο ελεύθερο πια κράτος. Η πολιτική κατάσταση στο μεταξύ είχε αλλάξει: το σύνταγμα της Τροιζήνας, στη σύνταξη του όποιου και ο ίδιος συνέβαλε, είχε ανασταλεί και όλη η εξουσία βρισκόταν στα χέρια του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.

Αναστάσιος Πολυζωίδης

Ο Πολυζωίδης, σαν φιλελεύθερος, ανήκε ιδεολογικά στην αντιπολίτευση. Παρόλα αυτά θέλησε να υπηρετήσει κάτω από τις διαταγές του Κυβερνήτη, τον όποιο σεβόταν και ευγνωμονούσε για τη χρηματική ενίσχυση των σπουδών του. Στην αρχή προσπάθησε να καταλάβει υπεύθυνη θέση στον κρατικό μηχανισμό, αλλά οι ελπίδες του διαψεύστηκαν. Οι θέσεις που του πρόσφερε η Κυβέρνηση έθιγαν, κατά τη γνώμη του, τη φιλοτιμία του και, το σπουδαιότερο, δεν του παρείχαν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει γόνιμα όσα έμαθε σπουδάζοντας τόσα χρόνια. Η πεποίθηση ότι σαν πνευματικός άνθρωπος είχε υψηλότερη αποστολή τον ώθησε στην απόρριψή τους. Συγχρόνως άλλη απογοήτευση περίμενε τον νεαρό διανοούμενο: η επιθυμία του να εκδώσει μετάφραση της Πολιτικής Οικονομίας του Ιωσήφ Δροζίου δεν έγινε ευνοϊκά δεχτή από τον Κυβερνήτη, ο όποιος θεώρησε τους Έλληνες ανώριμους ακόμη για να ωφεληθούν από το έργο αυτό. Η δημοσιογραφία πρόβαλε τότε στον Πολυζωίδη σαν το μόνο μέσο αξιόλογης προσφοράς στους συμπολίτες του. Στην απόφασή του αυτή θα παρακινήθηκε ασφαλώς από τους αντιπολιτευόμενους την Κυβέρνηση φίλους του και ιδιαίτερα από τον παλιό του προστάτη Αλ. Μαυροκορδάτο. Οι τελευταίοι επιθυμούσαν να καλύψουν το κενό που άφησε, ύστερα από τη δίωξή της, η ανεξάρτητη εφημερίδα «Η Ηώς» του Εμμ. Άντωνιάδη.

Ο Πολυζωίδης γνωστοποίησε την έκδοση της εφημερίδας του «Ο Απόλλων» με την προκήρυξη της 13 Δεκεμβρίου 1830. Σ’ αυτή τόνιζε την ιερή αποστολή του τύπου: ότι είναι φύλακας όλων των ελευθεριών και ότι συμβάλλει ουσιαστικά στο φωτισμό του έθνους. Υποσχέθηκε την καταχώριση ειδήσεων από το εξωτερικό και διακήρυξε την αμετάτρεπτη απόφασή του να υπηρετήσει, μέσα στα όρια του νόμου και χωρίς καμιά παρέκκλιση η συγκατάβαση, την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.

Τα πρώτα αντίτυπα της προκήρυξης στάλθηκαν στον Γραμματέα της Δημόσιας Παιδείας Ν. Χρυσόγελο για να παραδοθούν στον Κυβερνήτη, ο όποιος ετοιμαζόταν τότε να αναχωρήσει από το Ναύπλιο. Η ενέργεια αυτή δεν σήμαινε αίτηση επίσημης άδειας για την έκδοση, αλλά αποτελούσε απλή γνωστοποίηση και πρόσκληση συνδρομής.

Ο Πολυζωίδης γνώριζε καλά ότι σύμφωνα με τις αρχές των επαναστατικών Εθνοσυνελεύσεων, οι όποιες αποτέλεσαν τις συνταγματικές βάσεις της Κυβέρνησης Ιω. Καποδίστρια και τις όποιες αναγνώρισε χωρίς τροποποιήσεις η Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829), ο εκδότης ενός εντύπου δεν υπέκειτο σε κανένα περιορισμό παρά μόνο στην τήρηση των έξης όρων: να σεβαστή τη χριστιανική θρησκεία και τις αρχές της ηθικής· να αποφύγει κάθε προσωπική ύβρη και συκοφαντία. Κατά συνέπεια η άδεια ήταν περιττή και αν τυχόν η Κυβέρνηση διεκδικούσε το δικαίωμα συγκατάθεσης ή άρνησης στην έκδοση μιας εφημερίδας, θα ενεργούσε αντίθετα προς τη συνταγματική διάταξη που όριζε τον τύπο ανεξάρτητο. Εξ άλλου είχε ήδη εκδοθεί η «Ηώς» χωρίς να χρειαστεί κυβερνητική άδεια.

Ο Κυβερνήτης έλαβε την προκήρυξη του «Απόλλωνα» μετά την αναχώρησή του από το Ναύπλιο (20 Δεκ. 1830) και ενώ βρισκόταν στην Αίγινα. Ερμηνεύοντας την αποστολή της προκήρυξης σαν αίτηση άδειας για την έκδοση και μη θέλοντας να συγκατατεθεί στην έκδοση νέας εφημερίδας πριν γνωρίσει «περί της ύλης και τον σκοπού αυτής», διέταξε τον Γραμματέα της Επικράτειας να πληροφορήσει τον Πολυζωίδη ότι θα λάβει απάντηση στο αίτημά του μόλις ο ίδιος θα επέστρεφε στο Ναύπλιο. Μέχρι τότε όμως απαγορευόταν η έκδοση και ο αρμόδιος Πολιτικός Διοικητής Ναυπλίας θα έπρεπε να λάβει τις σχετικές οδηγίες.

Καποδίστριας Βιάρος

Το πρώτο φύλλο του «Απόλλωνα» θα κυκλοφορούσε, σύμφωνα με την προκήρυξη, την 1 Ιανουαρίου 1831. Τρεις ημέρες ενωρίτερα ο Διοικητής Ναυπλίας κάλεσε τον Πολυζωίδη και μάταια προσπάθησε να τον πείσει ή να παραιτηθεί από το εγχείρημα ή να αναβάλει την έκδοση ως την επιστροφή του Κυβερνήτη. Ούτε η επέμβαση του Βιάρου Καποδίστρια, Γραμματέα των Ναυτικών και προσωρινά της Δικαιοσύνης, υπήρξε περισσότερο επιτυχής.

Ο Πολυζωίδης απάντησε αποστομωτικά σ’ όλα τα επιχειρήματα που ο Βιάρος πρόβαλε για να αποτρέψει την έκδοση του «Απόλλωνα». Συγχρόνως δεν παρέλειψε να υπενθύμιση τα δικαιώματα που του παρείχαν οι νόμοι, καθώς και το χρέος που ανέλαβε προς το κοινό, αφού οι συνδρομητές της εφημερίδας ξεπερνούσαν ήδη τους εξακόσιους. Χωρίς αποτέλεσμα στάθηκε και η μεσολάβηση του γερουσιαστή Γ. Αΐνιάνα.

Την 1 Ιανουαρίου 1831 ο Διοικητής Ναυπλίας έστειλε τον αστυνόμο και στρατιώτες στο τυπογραφείο Εμμ. Αντωνιάδη, όπου θα τυπωνόταν η νέα εφημερίδα. Στην ερώτηση του αστυνόμου αν έχει κυβερνητική άδεια για την έκδοση, ο Πολυζωίδης απάντησε ότι «το Σύνταγμα του Έθνους μας μοι δίδει την άδειαν». Τότε ο αστυνόμος διέταξε να ανασταλεί η εκτύπωση ωσότου υπάρξει νεώτερη διαταγή, ενώ ο Τοποτηρητής της Εθν. Τυπογραφίας μέτρησε 608 φύλλα μισοτυπωμένα. Ο Πολυζωίδης πείστηκε να θεωρήσει προσωρινή την αναστολή, γιατί, όπως τον διαβεβαίωσε πρώτα ο αστυνόμος και στη συνέχεια ο Διοικητής, ο ταχυδρόμος που στάλθηκε ακριβώς για την υπόθεση αυτή δεν θα αργούσε να φέρει τις εντολές του Κυβερνήτη.

Συμφωνήθηκε λοιπόν, μέχρι να φτάσει ο ταχυδρόμος, ο Διοικητής να μην ενοχλήσει πλέον το τυπογραφείο και ο Πολυζωίδης να μην προχωρήσει στην εκτύπωση. Όμως την επομένη ο Διοικητής διέταξε την κατάσχεση της εφημερίδας. Ο αστυνόμος με δυο μάρτυρες και τον γραμματέα του ήλθε και πάλι στο τυπογραφείο Αντωνιάδη και ενώ απουσίαζε ο Πολυζωίδης, ο όποιος αρνήθηκε να παρευρεθεί, προχώρησε στην κατάσχεση 608  φύλλων μισοτυπωμένων και 3 με διορθώσεις. Αφού τυπώθηκε ένα ολόκληρο φύλλο, ο αστυνόμος διέταξε τη διάλυση των στοιχείων τα υπόλοιπα φύλλα σφραγίστηκαν και μεταφέρθηκαν στην άστυνομία. Το φύλλο που κατασχέθηκε περιείχε έκθεση των πολιτικών γεγονότων στην Ευρώπη από τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση ως τα τελευταία γεγονότα της Πολωνίας, καθώς και λόγους επίσημων ανδρών που εκφωνήθηκαν στα κοινοβούλια της Γαλλίας και της Αγγλίας τους τελευταίους μήνες του 1830.

Με δύο επιστολές του, στις 4 και 8 Ιανουαρίου 1831, ο Πολυζωίδης διαμαρτυρήθηκε στον Βιάρο Καποδίστρια για την ενέργεια του Διοικητή, ο όποιος αθέτησε την υπόσχεσή του, καθώς και για την καταπάτηση των συνταγματικών δικαιωμάτων του. Παράλληλα ζήτησε από την Κυβέρνηση να αποσαφηνίσει τη θέση της στο θέμα που προέκυψε, άλλα μάταια περίμενε απάντηση. Δεν γνώριζε βέβαια ο συντάκτης ότι ο ίδιος ο Κυβερνήτης είχε διατάξει το διωγμό του. Αντίθετα στις διαμαρτυρίες του υπάρχει διάχυτη η ελπίδα ότι η σύνεση του αρχηγού του κράτους δεν θα επιτρέψει την παράβαση θεμελιωδών διατάξεων, τις όποιες εψήφισαν οι Εθνοσυνελεύσεις.

Στις 10 Ιανουαρίου 1831 ο Πολυζωίδης διαμαρτυρήθηκε στη Γερουσία και υπενθύμισε το χρέος που με όρκο είχαν αναλάβει οι περισσότεροι Γερουσιαστές, όταν έλαβαν μέρος στις Εθνοσυνελεύσεις, να υπερασπίζουν τις συνταγματικές αρχές και μάλιστα την ελευθεροτυπία, «τον στοιχειωδέστερον Νόμον, την ψυχήν τον Συντάγματος . . .». Στέλνοντας αντίγραφα της παραπάνω διαμαρτυρίας στον Γραμματέα της Επικρατείας και στον Προσωρινό Γραμματέα της Δικαιοσύνης, ο Πολυζωίδης δεν παρέλειψε να τονίσει την αδιαφορία την οποία σαν μέλη της Κυβέρνησης έδειξαν κατά την παράνομη αυτή άσκηση βίας. Στις διαμαρτυρίες αυτές απάντησε μόνο ο Γραμματέας της Επικράτειας Ν. Σπηλιάδης: προσκάλεσε τον Πολυζωίδη και του συνέστησε υπομονή ως την επιστροφή του Κυβερνήτη.

Στο μεταξύ ο Καποδίστριας πληροφορήθηκε στην Αίγινα τα όσα συνέβησαν από αναφορά του Διοικητή Ναυπλίας. Επειδή ο Διοικητής ζήτησε έγκριση των ενεργειών του, ο Κυβερνήτης διαβίβασε την αναφορά του στη Γραμματεία της Επικρατείας, αφού στο νώτο, με ημερομηνία 5 Ιανουαρίου 1831, υπαγόρευσε και υπέγραψε τα ακόλουθα: «εγκρίνονται τα πραχθέντα του Δ(ιοικητου) και ο Γραμ(ματεύς) της Επικράτειας να τον ειδοποίηση αυτό τούτο».

Προσωπογραφία Ιωάννη Καποδίστρια, Γεράσιμος Πιτζαμάνος, Ελαιογραφία σε χαρτόνι, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Η απόφαση του Ιω. Καποδίστρια να απαγορεύσει την έκδοση του «Απόλλωνα» δεν θεμελιωνόταν σε κανένα νόμο. Γι’ αυτό θεωρήθηκε σαν προσβολή κατά του «Παλλαδίου τον Έθνους, της ελευθεροτυπίας» και συγκίνησε την κοινή γνώμη, η όποια, αν και βρισκόταν στη διαμόρφωσή της τότε, είχε την ικανότητα να διακρίνει ότι διακυβεύονταν θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις. Οι πολιτικές απόψεις του Κυβερνήτη δεν συμφωνούσαν ασφαλώς με τις δημοκρατικές αρχές των επαναστατικών συνταγμάτων. Οι πεποιθήσεις του αυτές ενισχύθηκαν, όταν, φθάνοντας στην Ελλάδα, αντίκρισε την οδυνηρή κατάσταση της χώρας. Από την αρχή τόνισε ότι μόνο μια κυβέρνηση με ευρύτερες δικαιοδοσίες θα μπορούσε να προχωρήσει στην αναδιοργάνωση του κράτους. Αν και επέτυχε, με τη διάλυση της Βουλής, να συγκέντρωση όλη την εξουσία στα χέρια του, λόγοι πολιτικής τον ανάγκασαν να στηρίξει το προσωρινό του καθεστώς στο σύνταγμα της Τροιζήνας και πάντοτε κατέβαλε ιδιαίτερες φροντίδες για να δικαιολογεί τις παραβάσεις ή παρεκκλίσεις από τις συνταγματικές διατάξεις.

Με κατάλληλες ενέργειες, αμέσως μετά την άφιξή του, είχε επιτύχει να καταστήσει τον τύπο μονοπώλιο της Κυβέρνησης. Όταν, στις αρχές του 1830, κυκλοφόρησε η «Ηώς» η ανεξάρτητη και με φιλελεύθερες αρχές εφημερίδα του Εμμ. Αντωνιάδη, κινήθηκε εναντίον της ο δικαστικός μηχανισμός, που δε διακρινόταν πάντα για την ανεξαρτησία της γνώμης του. Η απροκάλυπτη όμως, στην περίπτωση του Πολυζωίδη, παραβίαση των σχετικών με την ελευθεροτυπία συνταγματικών διατάξεων, αποδεικνύει τον εκνευρισμό στον όποιο βρισκόταν ο Κυβερνήτης από την εποχή της Ιουλιανής επανάστασης.

Οι Γάλλοι είχαν και πάλι δείξει στους λαούς πως να διεκδικούν τα νόμιμα δικαιώματά τους: αλυσιδωτές υπήρξαν οι επαναστάσεις σε πολλά μέρη της Ευρώπης. Η ανανέωση αυτή του επαναστατικού πνεύματος δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει και τους Έλληνες.

Κατανοώντας τούτο ο Κυβερνήτης θέλησε με τον περιορισμό της ελευθερίας του τύπου όχι μόνο να αποφύγει τον έλεγχο των πράξεων του, αφού οι αρχές του εκδότη και ο σύνδεσμός του με την αντιπολίτευση δεν άφηναν καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, άλλα και να αποκλείσει τη διάδοση ειδήσεων που αναφέρονταν στη γενική τότε εναντίον των αυταρχικών καθεστώτων εξέγερση των λαών της Ευρώπης. Οι ειδήσεις αυτές θα ενίσχυαν ιδεολογικά την αντιπολίτευση, ενώ συγχρόνως θα δυσαρεστούσαν τον Ρώσο αντιπρόσωπο στην Ελλάδα, αφού η ίδια η Ρωσία αγωνιζόταν τότε να καταπνίξει την επανάσταση των Πολωνών.

Η σύγχρονη εξ άλλου εξέγερση των Μανιατών στην Τζίμοβα και το Λιμένι ενίσχυσε τους φόβους του Κυβερνήτη, ο όποιος έβλεπε τον όλεθρο της Ελλάδας, αν συνέβαινε αναταραχή στο εσωτερικό. Φαίνεται όμως ότι οι αρχικοί του φόβοι ήταν υπερβολικοί, ενώ η τακτική που ακολουθούσε δεν απέτρεπε, αλλά, αντίθετα, έκανε αναπόφευκτη τη βίαιη σύγκρουση με την αντιπολίτευση.

Ήταν οπωσδήποτε υπερβολικά όσα ο Κυβερνήτης έγραφε στις 27 Ιανουαρίου 1831 προς τον πρίγκιπα Σούτσο, ότι δηλ. απαγόρευσε την έκδοση της νέας εφημερίδας, επειδή «έμελλε να κηρύξει την αποστασία  εις όλας τας επαρχίας». Την εποχή αυτή ο Πολυζωίδης δεν είχε καμιά πρόθεση να κηρύξει επανάσταση, αλλά σαν ελεύθερος πολίτης διεκδικούσε το αναφαίρετο δικαίωμα να συντέλεση νόμιμα και όσο μπορούσε στην επίλυση των μεγάλων προβλημάτων του έθνους. Ο Ιω. Καποδίστριας, προσηλωμένος μόνο στο δικό του όραμα για το μέλλον της Ελλάδας και κατανοώντας καλά τις μεγάλες του υπηρεσίες στην ανόρθωση της χώρας, αρνιόταν επίμονα να συμμεριστεί τις ανησυχίες ανθρώπων όπως ο Πολυζωίδης – γι’ αυτόν ήταν απλώς «φυλλαδιογράφοι ή ερασταί της εφημεριδογραφίας» και νέοι «ερχόμενοι εις την Ελλάδα με τα εξωτερικά μαθήματα».

Αλλά ο Πολυζωίδης ανησυχούσε, γιατί νόμιζε ότι ο Κυβερνήτης κινιόταν σ’ ένα κόσμο ιδεών τελείως διαφορετικό από τους δημοκρατικούς στόχους που έθεσε η Επανάσταση του 1821. Από πεποίθηση συνταγματικός πίστευε ότι μόνο ένα πολίτευμα σαν της Γαλλίας ή της Αγγλίας, δηλ. η συνταγματική μοναρχία, παρείχε ασφαλείς εγγυήσεις για την απρόσκοπτη ανέλιξη των ελεύθερων Ελλήνων. Αντίθετα η επάνοδος σε οποιαδήποτε μορφή αυθαίρετης διακυβέρνησης θα έπνιγε τη γνήσια επαναστατικότατα του λαού και έτσι θα εμπόδιζε τη δημιουργική συμμετοχή του στην οικοδόμηση του νέου κράτους. Για τον Πολυζωίδη, όπως και για πολλούς άλλους Έλληνες, το «ρωσικό» καθεστώς που δημιούργησε ο Ιω. Καποδίστριας δεν αποτελούσε πια προσωρινή λύση, αλλά καθημερινά δημιουργούσε μόνιμη κατάσταση και απειλούσε να εμποδίσει την ένταξη των Ελλήνων στον όμιλο των πολιτισμένων ευρωπαϊκών λαών.

Ευγενή συνεπώς ήταν τα κίνητρα της αντιπολιτευτικής διάθεσης του νεαρού δημοσιογράφου και την εποχή που κατασχέθηκε ο «Απόλλων» δεν τον διέκρινε η γνωστή βιαιότητα των επόμενων μηνών, προϊόν ασφαλώς των γεγονότων που μεσολάβησαν. Τρέφοντας σεβασμό στο πρόσωπο του Κυβερνήτη φιλοδοξούσε, παράλληλα με το φωτισμό των ομογενών, να υπόδειξη τις ανησυχίες ορισμένων πολιτών για το μέλλον της Ελλάδας. Αλλά η βία ήλθε να διαλύσει τις ελπίδες του. Η Κυβέρνηση, μη επιτρέποντας να ακουστή διαφορετική από την ιδική της γνώμη, ακόμη και αν εκφραζόταν νόμιμα, εξωθούσε τους διωκομένους σε ριζοσπαστικότερες αποφάσεις. Συγχρόνως στερούσε τα μέλη της από την απαραίτητη εκείνη κριτική που εμποδίζει την δημιουργία αγεφύρωτου χάσματος ανάμεσα στους κυβερνήτες και κυβερνωμένους.

Λάζαρος Κουντουριώτης

Η αντιπολίτευση, που τρεφόταν συνεχώς από τα σφάλματα της Κυβέρνησης, εκμεταλλεύτηκε κατάλληλα τη νέα παραβίαση των συνταγματικών διατάξεων. Ενώ στην αρχή είχε περιοριστή στην ηθική και με συνδρομές υποστήριξη του εγχειρήματος του Πολυζωίδη, τώρα εγκολπώθηκε την υπόθεση και εμφάνισε τον «Απόλλωνα» σαν σύμβολο της διωκόμενης πολιτικής ελευθερίας. Εξ άλλου τα γεγονότα της Ευρώπης είχαν ενισχύσει σημαντικά την ιδεολογική της θέση: Στη Γαλλία η Ιουλιανή επανάσταση είχε ανεβάσει στην εξουσία φιλελεύθερη Κυβέρνηση, η οποία δεν βρισκόταν πλέον κάτω από την κηδεμονία της Ρωσίας. Η πεποίθηση ότι εκτός από την Αγγλία, της οποίας η έχθρα εναντίον του Κυβερνήτη υπήρξε πάντοτε σταθερή, η Γαλλία θα έδινε τώρα την ηθική της τουλάχιστον επιδοκιμασία στην προσπάθεια για την αποκατάσταση των πολιτικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα, ενθάρρυνε όσο τίποτε άλλο τους αντιπολιτευόμενους και τους οδήγησε σε γενναιότερες σκέψεις. Τότε αποφασίστηκε να αναζητηθεί άλλο, με μεγαλύτερη ασφάλεια, καταφύγιο για το διωκόμενο τύπο. Η Ύδρα παρείχε τις περισσότερες εγγυήσεις, αλλά χωρίς τη συγκατάθεση των Κουντουριωτών, που ήταν η ισχυρότερη οικογένεια στο νησί, τίποτε δεν μπορούσε να επιχειρηθεί. Η περίσταση εμφανιζόταν ευνοϊκή, γιατί οι διαπραγματεύσεις της Κυβέρνησης με τα ναυτικά νησιά για το θέμα των αποζημιώσεων είχαν φθάσει σε αδιέξοδο και βάραιναν την άτμόσφαιρα.

Μια από τις πρώτες ενέργειες προς την κατεύθυνση αυτή έγινε στις 15 Ιανουαρίου 1831. Ο Δ. Α. Μιαούλης, γιος του ναυάρχου, γράφοντας από το Ναύπλιο στον Γ. Κουντουριώτη, εμφάνιζε την πρόσκληση της διωκόμενης τυπογραφίας στην Ύδρα σαν «επισφράγισιν όλων των ενδόξων κατορθωμάτων» του νησιού. Αλλά και ο Αλ. Μαυροκορδάτος, που βρέθηκε τις ημέρες εκείνες στην Ύδρα,  δεν θα παρέλειψε να προτείνει παρόμοια. Οι Κουντουριώτες είχαν λόγους να είναι δυσαρεστημένοι με τον Κυβερνήτη, αφού και τα συμφέροντά τους είχε πλήξει και οι απόψεις του για το μέλλον της Ελλάδας δεν τους εύρισκαν πάντοτε σύμφωνους. Παρόλα αυτά δίσταζαν να δώσουν προστασία στον «Απόλλωνα» γνωρίζοντας ότι η πράξη αυτή θα τους έφερνε σε ανοιχτή ρήξη με την Κυβέρνηση.

Οι αρχηγοί της αντιπολίτευσης στο Ναύπλιο και το Άργος  διασκέδασαν και τους τελευταίους δισταγμούς των Κουντουριωτών. Όχι μόνον εμφάνισαν την κατάσταση στην Ευρώπη ευνοϊκή για τη διεκδίκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων, αλλά επιδέξια υπέθαλψαν τον πατριωτισμό που τόσο εύκολα καλύπτει άλλα κίνητρα. Χαρακτηριστικοί, στην περίπτωση αυτή, είναι οι λόγοι του Κ. Καρατζά. Σε επιστολή του προς τον Γ. Κουντουριώτη παρακινούσε τους Υδραίους προκρίτους να μη μείνουν απαθείς, απλοί θεατές των κατορθωμάτων των ευρωπαϊκών λαών, ούτε να ανεχτούν, ύστερα από τόσες υπηρεσίες στην πατρίδα, να τυραννιούνται, αλλά με μια ακόμη θυσία να κερδίσουν «τον στέφανον της δόξης» ως «σωτήρες τον έθνους και στηρίγματα της ελευθερίας της φιλτάτης πατρίδας». Έτσι την επιθυμία του Πολυζωίδη να εκδώσει και πάλι την εφημερίδα του, έσπευσαν να ενθαρρύνουν οι ίδιοι οι Υδραίοι προσκαλώντας τον να μεταφέρει την τυπογραφία του στο νησί τους, κάτω από την άμεση προστασία τους. Το δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουάριου 1831, το τυπογραφικό υλικό του Πολυζωίδη βρισκόταν στην Ύδρα.

Στις 6 Μαρτίου 1831 ο Πολυζωίδης με νέα προκήρυξη γνωστοποίησε την επανέκδοση του «Απόλλωνα». Αφού αναφέρθηκε πρώτα στη βίαιη παύση της εφημερίδας του στο Ναύπλιο, στη συνέχεια έπλεξε το εγκώμιο των Υδραίων, οι όποιοι, θέλοντας να προστατεύσουν τα δικαιώματα των ομογενών από την αυθαιρεσία, έδωσαν άσυλο και προστασία στο διωκόμενο τύπο. Συγχρόνως υποσχέθηκε να τηρήσει τις ίδιες αρχές που διατύπωσε στην πρώτη του προκήρυξη.

Μέσα στην ανομοιογένεια της αντικαποδιστριακής παράταξης ο Πολυζωίδης αγωνίστηκε, όχι πάντοτε με επιτυχία, να διατηρήσει την ανεξαρτησία των φρονημάτων του. Η μετέπειτα πάντως στάση του απέδειξε ότι αντιμαχόμενος τον Κυβερνήτη ήταν ειλικρινής στις επιδιώξεις του και δεν χρησιμοποίησε, όπως άλλοι, τις λέξεις «σύνταγμα» και «συνελεύσις» ως «μηχανήν πολέμου».

 

Ο ανδριάντας του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο. Ντιάνα Αντωνακάτου.

 

Όταν ο Κυβερνήτης πληροφορήθηκε τη νέα προκήρυξη, παράγγειλε στο Διοικητή Ύδρας και Σπετσών να εξακριβώσει αν πράγματι ο Πολυζωίδης τύπωσε στην Ύδρα το ανωτέρω πρόγραμμα· έπειτα να διαπίστωση εάν οι δημογέροντες της Ύδρας δέχονταν, με γνώση των συνεπειών, όσα ο εφημεριδογράφος διακήρυξε, ότι δηλαδή «ασφαλίζει την δημοσίευσιν της εφημερίδος του, απαγορευθείσης εις την καθέδραν της Κυβερνήσεως, υπό την προστασίαν της Κοινότητος». Έπρεπε, συγχρόνως, να γίνει σαφές στη δημογεροντία ότι η Κυβέρνηση απαγόρευε την έκδοση της εφημερίδας και στην Ύδρα, μέχρις ότου ο Πολυζωίδης, στέλνοντας το πρόγραμμά του, ζητήσει κυβερνητική άδεια.

Ο Διοικητής, πριν ακόμα λάβει τις παραπάνω διαταγές του Κυβερνήτη, είχε ενεργήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Είχε μάλιστα ρητώς προσκαλέσει τη δημογεροντία να χρησιμοποιήσει την αστυνομική δύναμη σε περίπτωση που ο Πολυζωίδης θα επιχειρούσε την έκδοση της εφημερίδας του χωρίς κυβερνητική άδεια, «διότι το επιχείρημά του υπήρχε εναντίον των καθεστώτων και της πολιτικής κοινωνίας».

Στις 11 Μαρτίου 1831 η δημογεροντία της Ύδρας του ανέφερε ότι ο Πολυζωίδης εγκατέστησε στο νησί τυπογραφείο, εξέδωσε προκήρυξη και σε λίγο θα κυκλοφορούσε το πρώτο φύλλο του «Απόλλωνα»· ότι δεν είχε τη συγκατάθεση της Κυβέρνησης και ότι, για να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο νέας δίωξης, συγκρότησε φρουρά, στην όποια κατατάχτηκαν για τον αδρό μισθό και μερικοί από τους άνδρες της τοπικής φρουράς.  Με την τελευταία παρατήρηση η δημογεροντία τόνιζε την αδυναμία της να εμποδίσει το τόλμημα του δημοσιογράφου. Ο Διοικητής, γνωστοποιώντας όλα αυτά στον Κυβερνήτη, υπέδειξε την ανάγκη να ληφθούν γρήγορα τα αναγκαία μέτρα για την κατάπαυση της «στασιώδους τούτης πράξεως».

 

Το πρώτο φύλλο – 11 Μαρτίου 1831 – της αντιπολιτευόμενης τον Καποδίστρια εφημερίδας «Απόλλων».

 

Ο Ιω. Καποδίστριας δεν θέλησε να λάβει αμέσως αυστηρά μέτρα, αν και η προστασία που χορηγήθηκε από τους Υδραίους στον τύπο θεωρήθηκε σαν αντικυβερνητική πράξη και πρώτη εναντίον του καθεστώτος φανερή ενέργεια της αντιπολίτευσης.

Όπως ο ίδιος έγραφε, τα μέτρα αυτά όχι μόνο «ήθελον περιπλέξει εις τα αυτά δεινά, τόσον τους ενόχους, ως και τους αθώους, άλλα και δεν ήθελον έχει βάσιν ακριβώς νόμιμον. Διότι δεν υπάρχει πράξις της Κυβερνήσεως ψηφίζουσα περί των καταχρήσεων της ελευθερίας του τύπου, και περί του, το όποιον είναι το μεγαλύτερον απ’ όλο, εις όσα κατέστη ένοχος ο Κύριος Πολυζωίδης, δημοσιεύων εφημερίδα, χωρίς να λάβη άδειαν της Κυβερνήσεως». Με αυτά όμως τα λόγια εκείνος ακριβώς που διέταξε την παύση του «Απόλλωνα», ομολογούσε ότι η εφημερίδα κατασχέθηκε παράνομα στο Ναύπλιο. Στο μεταξύ ο Κυβερνήτης, επιθυμώντας το νομότυπο περιορισμό της ελευθεροτυπίας, είχε ζητήσει από τη Γερουσία να ρυθμίσει με ιδιαίτερο νόμο τη συνταγματική αρχή που όριζε τον τύπο ανεξάρτητο.

Συγχρόνως ο «Απόλλων», που άρχισε να κυκλοφορεί κανονικά από τις 11 Μαρτίου 1831, εμφανίστηκε σαν όργανο της κακοβουλίας και της ιδιοτέλειας, με μοναδικό του σκοπό «να ενίσχυση την επαναστατικήν πλάνην εν μέσω των Ελλήνων».

Οι προσπάθειες της Κυβέρνησης να στέρηση τον «Απόλλωνα» από την προστασία των νησιωτών δεν κατέληξαν σε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Μόλις 40 Υδραίοι υπέγραψαν την αναφορά που προσκόμισε ειδικός κυβερνητικός εκπρόσωπος. Μ’ αυτή στιγματιζόταν η έκδοση της εφημερίδας στο νησί και τονιζόταν η ανησυχία των «φιλήσυχων και άκακων πολιτών» για τον επαπειλούμενο εμφύλιο σπαραγμό.

Επίσης οι αναφερόμενοι ζητούσαν τη μεσολάβηση της Κυβέρνησης, γιατί η ένοπλη φρουρά του Πολυζωίδη ήταν ανώτερη από τη δύναμη που διέθετε η δημογεροντία. Την ίδια τύχη είχε και η αναφορά που συνέταξε ο Διοικητής Ύδρας και Σπετσών: οι περισσότεροι Σπετσιώτες αρνήθηκαν να την υπογράψουν μη θέλοντας να καταδικάσουν τους Υδραίους για την τόλμη τους να υπερασπίσουν την ελευθεροτυπία. Δεν έλλειπαν, για εκφοβισμό, και οι φήμες ότι η Κυβέρνηση σκόπευε να λάβει μέτρα αυστηρά, αν οι Υδραίοι δεν δέχονταν να υπακούσουν στο νέο νόμο περί τύπου που θα ψηφιζόταν. Στα μέτρα αυτά δεν αποκλειόταν και η άρνηση της Κυβέρνησης να χορηγήσει ναυτιλιακά διπλώματα.

Η διαδικασία στο μεταξύ για το νομότυπο περιορισμό της ελευθεροτυπίας προχωρούσε. Ύστερα από επανειλημμένες συνεδριάσεις και παρά τη σθεναρή αντίσταση λίγων Γερουσιαστών, η πλειοψηφία της Γερουσίας ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις της Κυβέρνησης. Το ύπ’  άριθμ. 2085 ψήφισμα της 26 Απριλίου 1831 έπληττε καίρια την ελευθεροτυπία που θεμελίωσαν τόσες Εθνοσυνελεύσεις. Παρά το γεγονός ότι δεν επιτρεπόταν η προληπτική λογοκρισία, η δεύτερη παράγραφος του παραπάνω ψηφίσματος περιείχε τόσες δεσμεύσεις, ώστε να φαίνεται αδύνατη η ύπαρξη πραγματικής αντικυβερνητικής δημοσιογραφίας: Απαγορευόταν η εκτύπωση κάθε συγγράμματος το όποιο «καθήπτετο τας ευεργέτιδας της Ελλάδος δυνάμεις» ή «εκίνει εις ανατροπήν των καθεστώτων προσωρινώς της Επικράτειας πραγμάτων» ή «προεκάλει εις απείθειαν προς τους νόμους», ενώ οποίος παρέβαινε τις διατάξεις αυτές υποβαλλόταν σε αυστηρές χρηματικές ποινές και φυλάκιση.

Δεν μένει αμφιβολία ότι με τον πρώτο αυτό ελληνικό νόμο κατά του τύπου δεσμευόταν η ελευθερία της γνώμης, αφού, στην τότε ένταση των πολιτικών παθών, και η πιο αθώα κριτική μπορούσε να περιληφθεί στις απαγορευτικές του διατάξεις.

Ύστερα από την γνωστοποίηση του νέου νόμου, η Κυβέρνηση διέταξε όλα τα διοικητικά της όργανα να απαγορεύσουν την κυκλοφορία του «Απόλλωνα» και να προειδοποιήσουν τους τυχόν συνδρομητές αυτής της εφημερίδας «ότι τον λοιπόν δεν δύνανται να την λαμβάνουν ούτε να την διαδίδουν χωρίς να βλάψουν εαυτούς καθυποβαλλομένους εις αστυνομικά μέτρα». Οι απαγορευτικές διατάξεις κοινοποιήθηκαν στους πολίτες των επαρχιών, ενώ οι υγειονομολιμενάρχες, που επιστατούσαν στις αποστολές του ταχυδρομείου, και οι αστυνόμοι επιφορτίστηκαν να κρατούν όσα αντίτυπα της «στασιώδους εφημερίδος» περιέρχονταν στα χέρια τους και να επισημάνουν όσους τα προμηθεύονταν με οποιοδήποτε τρόπο. Σε μερικούς γνωστούς συνδρομητές του «Απόλλωνα» έγινε ιδιαίτερη υπόμνηση των νέων μέτρων που έλαβε η Κυβέρνηση για τον τύπο. Μερικά πάντως όργανα της επαρχιακής διοίκησης είχαν, από υπερβολικό ζήλο, απαγορεύσει την κυκλοφορία της εφημερίδας με δική τους πρωτοβουλία, πριν ψηφιστεί ο νέος νόμος.

Ο νέος νόμος περί τύπου έδειχνε την απόφαση της Κυβέρνησης να μην έλθει, προβαίνοντας σε μερικές παραχωρήσεις, σε συνδιαλλαγή με τους Υδραίους. Ο Πολυζωίδης και οι λοιποί στην Ύδρα αντιπολιτευόμενοι αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν αυτό το νόμο, γιατί εμπόδιζε την ελεύθερη εξέταση των δημοσίων πράξεων. Κατά τη γνώμη τους ούτε η Γερουσία, η οποία σαν υπάκουο όργανο του Κυβερνήτη δεν μπορούσε πια να εκπροσωπεί το έθνος, ούτε η Κυβέρνηση είχαν το δικαίωμα να ακυρώσουν ή τροποποιήσουν θεμελιώδεις (δηλ. συνταγματικούς) νόμους παρά μόνο μια νέα Εθνοσυνέλευση. Συγχρόνως διακήρυξαν ότι «εις παρανόμους πράξεις κάνεις πολίτης γνήσιος δεν χρεωστεί ευπείθειαν». Η αντιπολίτευση ωθούνταν στην παρανομία και ο εμφύλιος πόλεμος διαγραφόταν στον ορίζοντα, για την έκρηξη του οποίου σε λίγο δεν ήταν ασφαλώς μόνοι υπαίτιοι οι αντιπολιτευόμενοι τον Ιωάννη Καποδίστρια.

 

Χρήστος Κ. Λούκος

Ιστορικός – Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης

Ο Ερανιστής, τ. 9 (1971), Έκδοση του «Ομίλου Μελέτης του Ελληνισμού Διαφωτισμού».

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Το πλήρες κείμενο με παραπομπές, σε μορφή Portable Document Format (PDF), στον σύνδεσμο: Η δίωξη της Εφημερίδας «Ο Απόλλων»

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Ανάλυση της στρατηγικής των Ιταλών στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-41) βάσει των στρατηγικών αναλυτών Σουν Τσου, Κλαούζεβιτς, Ζομινί και Φούλερ

$
0
0

Ανάλυση της στρατηγικής των Ιταλών στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-41) βάσει των στρατηγικών αναλυτών Σουν Τσου, Κλαούζεβιτς, Ζομινί και Φούλερ | Αντιπλοίαρχος Θεόφιλος Νικολαΐδης


 

Μπενίτο Μουσολίνι (1883-1945).

Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος εντάσσεται στα πλαίσια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και του ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού της πολιτικής του Μουσολίνι, στο χώρο της Μεσογείου. Ο Μουσολίνι στα μέσα του 1940 έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους συμμάχους του ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες και να αναδειχθεί σε ρυθμιστική δύναμη της Νότιας Βαλκανικής. Αποτελεί δε, προϊόν της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος, η οποία διαφάνηκε με την κατάληψη της Αλβανίας (Άνοιξη 1939), διαταράσσοντας την έως τότε πολιτική και στρατιωτική ισορροπία στα Βαλκάνια [1] ενώ την ίδια χρονική περίοδο Αγγλία και Γαλλία εγγυούνταν την ανεξαρτησία της Ελλάδας, σχηματοποιώντας έμμεσα τις συμμαχίες που διαμορφώνονταν στην περιοχή.

Ο σκοπός του άρθρου είναι να αναλύσει τη στρατηγική των Ιταλών στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, υπό το πρίσμα των βασικών εννοιών που αναπτύχθηκαν από τους κορυφαίους διανοητές και στρατηγικούς αναλυτές, με σκοπό την εξαγωγή χρήσιμων και επωφελών συμπερασμάτων για την άσκηση της σύγχρονης στρατηγικής σκέψης και της επιχειρησιακής τέχνης.

 

Διεθνές Περιβάλλον

  

Ο Χίτλερ με προσωπικές του ενέργειες, για τις οποίες δεν είχε ενημερώσει το σύμμαχό του, Μουσολίνι:

– Εξασφάλισε συμμαχία με Ουγγαρία, Ρουμανία και Βουλγαρία, (Μάιος – Ιούλιος 1939).

– Επιτέθηκε στην Πολωνία, (1 Σεπτέμβριο 1939).

– Κατέλαβε τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας, (12 Οκτώβριο 1940).

Οι ανωτέρω επεκτατικές ενέργειες, εξόργισαν το Μουσολίνι και έδρασαν καταλυτικά στην απόφασή του για επίθεση στην Ελλάδα [2], με σκοπό την απόκτηση ηγεμονικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια. Αντίθετα η Μ. Βρετανία και η Γαλλία, παρέμεναν επίσημα θεατές εν ονόματι της φιλειρηνικότητας. [3]

 

Πολιτικός Αντικειμενικός Σκοπός (ΑΝΣΚ) Ιταλών

 

Ο πολιτικός Αντικειμενικός Σκοπός (ΑΝΣΚ)  που είχε τεθεί, ήταν η κατάληψη της Ελλάδας, όπως προκύπτει κι από το τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου. Για την επίτευξή του, χρησιμοποιήθηκε αρχικά διπλωματία εξαναγκασμού, με μεθοδευμένη κλιμάκωση των προκλητικών ενεργειών με απειλή χρήσης βίας (πειθαναγκασμός) και στη συνέχεια, από 28 Οκτωβρίου 1940, με την ανάληψη επιθετικών επιχειρήσεων, επιδιώκοντας αποφασιστικό αποτέλεσμα με τη χρήση βίας.

 

Αίτια Πολέμου

 

Τα αίτια του πολέμου προσδιορίζονται σε 3 επίπεδα [4] και αποτελούν απόρροια τόσο των προσωπικών επιδιώξεων του δικτάτορα, (ατομικό επίπεδο) όσο και των κρατικών δομών αλλά και του διεθνούς συστήματος, όπως αυτά αναλύονται παρακάτω:

Συστημικό Επίπεδο: Επιδίωξη ηγεμονικής κυριαρχίας της Ιταλίας στην περιοχή των Βαλκανίων, υπό την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού. Ο δικτάτορας αντιλαμβανόμενος την ανισοκατανομή ισχύος που θα δημιουργούνταν στην περιοχή ενδιαφέροντός του, με την πρόσκτηση των πετρελαιοπηγών της Ρουμανίας από τη Γερμανία, αναλαμβάνει επιθετικές επιχειρήσεις για να αποκτήσει μερίδιο στη διακυβέρνηση του διεθνούς συστήματος.

Κρατικό επίπεδο: Η καλλιέργεια στο εσωτερικό της χώρας και στη συνείδηση του ιταλικού λαού, μέσω προπαγανδιστικών ενεργειών, του κινήτρου προσφυγής στον πόλεμο, με την αναβίωση του αισθήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Ατομικό επίπεδο: Βιολογικά ορμέμφυτα του Μουσολίνι. Η ιδιοσυγκρασία [5] και η αλαζονεία του δικτάτορα για εξομοίωση στα μάτια του ιταλικού λαού με τον Χίτλερ καθώς και οι οραματισμοί του για αναβίωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επέδρασαν καταλυτικά στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και στην κήρυξη του πολέμου στην Ελλάδα. [6] Επιπλέον δε, επιζητούσε και τη στρατιωτική δόξα, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Τσιάνο, «το ασύλληπτο όνειρο της ζωής του, η δόξα επί του πεδίου της μάχης».[7]

 

Υψηλή Στρατηγική Ιταλών

 

Σε επίπεδο υψηλής στρατηγικής, ο Μουσολίνι αν και αρχικά επιδίωξε την κατάκτηση της Ελλάδας άνευ κόστους ή με το ελάχιστο δυνατό κόστος, (προσέγγιση θεωρίας Σουν Τσου) [8] μετέβαλε στην πορεία την πολιτική του και εφάρμοσε την «άμεση προσέγγιση» [9], (θεωρία Κλαούζεβιτς) με χρήση όλων των διατιθέμενων μέσων στρατιωτικά – διπλωματικά – ψυχολογικά, τόσο στο φυσικό όσο και στο ηθικό πεδίο[10], ειδικότερα:

 

Καρλ Φίλιππ Γκότλιμπ φον Κλάουζεβιτς (Carl Philipp Gottlieb von Clausewitz, 1780-1831). Πρώσος στρατιωτικός και συγγραφέας περί της θεωρίας και πρακτικής του πολέμου. Έργο του Γερμανού ζωγράφου Karl Wilhelm Wach (1787-1845).

 

Στρατιωτικά: Πριν την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων εκτελέστηκαν επιχειρήσεις προπαγάνδας και προκλητικές – επιθετικές ενέργειες με αποκορύφωμα τη βύθιση του καταδρομικού «Έλλη» [11]. Σκοπός, των ανωτέρω ενεργειών ήταν αφενός η ψυχολογική πίεση της ελληνικής πλευράς, για μείωση της θέλησης των ελλήνων για πόλεμο και αφετέρου η ενδυνάμωση του ηθικού του ιταλικού λαού, μεθόδευση όμως που δεν επέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, στο ηθικό των ελλήνων [12]. Επιπλέον, ο Μουσολίνι, υπό τον φόβο της απώλειας ισχύος στην περιοχή των Βαλκανίων, μετά την προσάρτηση της Ρουμανίας από τον Χίτλερ, αποφάσισε εσπευσμένα και παρά τις αρχικές αντιρρήσεις των επιτελών του, την επίθεση εναντίον της Ελλάδας [13], για την οποία είχε εκδώσει και σχετικές κατευθύνσεις.[14]

Διπλωματικά: Η επίδοση τελεσιγράφου, με το οποίο ζητείτο να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων, τα οποία θα κατελάμβαναν απροσδιόριστα «στρατηγικά σημεία» εντός της ελληνικής επικράτειας.

Ψυχολογικά Μέσα: Πριν την έναρξη αλλά και κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων η ιταλική ηγεσία, προσπάθησε να δημιουργήσει στον ιταλικό λαό το κίνητρο προσφυγής στον πόλεμο αλλά και να επηρεάσει το ηθικό τους κατασκευάζοντας ψευδείς ειδήσεις και καλλιεργώντας την εντύπωση περί ενός εύκολου αγώνα, όπως π.χ. ότι η επιτυχία της επιχείρησης θα ήταν κεραυνοβόλα και απολύτως σύμφωνη με τα σχέδια. Ταυτόχρονα, επεδίωκαν την καταρράκωση του ηθικού της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας και των Ελλήνων. Έτσι πραγματοποιήθηκαν παρελάσεις και προεόρτιοι εορτασμοί για τη νίκη, (που τελικά δεν ήρθε), με κύριο σύνθημα ότι ο εχθρός, που βρισκόταν σε δεινή θέση, θα ηττηθεί. Γενικότερα, το φρόνημα των Ιταλών στρατιωτών υπερτονιζόταν δυσανάλογα σε σχέση με τις πραγματικές διαθέσεις τους και τη νομιμοφροσύνη τους απέναντι στο φασιστικό καθεστώς.[15]

 

Στρατιωτική Στρατηγική Ιταλών

 

Η Ιταλία σε επίπεδο στρατιωτικής στρατηγικής εφάρμοσε τη «Στρατηγική Εκμηδένισης», εστιάζοντας στην εξουδετέρωση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ) μέσω μάχης, σύμφωνα με αυτά που πρεσβεύει ο Ντέλμπρυκ.[16]

 

Επιχειρησιακή Τέχνη (Operational Art)

 

Για την επίτευξη του τεθέντος πολιτικού ΑΝΣΚ, σχεδιάστηκε σε στρατιωτικό στρατηγικό επίπεδο επιθετική ενέργεια στον τομέα Ηπείρου με εισβολή ταχυκίνητων μέσων, υποστηριζόμενες από πυροβολικό, μηχανικό και αεροπορία καθώς και προκαταρτική ή συγχρόνως κατάληψη των νήσων Κέρκυρας, Κεφαλονιάς και Ζακύνθου με αμυντική στάση στον τομέα της Μακεδονίας, υπό την προϋπόθεση της ουδετερότητας της Γιουγκοσλαβίας.[17] Το γενικό σχέδιο των Ιταλών ήταν καλό ως προς τη σύλληψή του, αλλά όμως πολύ αισιόδοξο, ως προς τη δυνατότητα επιτυχίας του.

Ο Μουσολίνι επηρεασμένος από το μεγαλοϊδεατισμό που τον κατείχε αλλά και από τις εισηγήσεις των επιτελών του, είχε την αίσθηση ότι θα αιφνιδίαζε τους έλληνες και η κατάκτηση της Ελλάδας θα ήταν αποτέλεσμα λίγων ημερών. Η πραγματικότητα όμως τον διέψευσε με αποτέλεσμα να επιρρίπτει παντού ευθύνες, χαρακτηριστικά δε για την Ιταλική φυλή έλεγε ότι είναι «φυλή προβάτων».[18]

 

Δυνάμεις – Μέσα

  

Για την εφαρμογή του σχεδίου επίθεσης, αν και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου στρατηγός Πιέτρο Μπαντόλιο, είχε εκτιμήσει ότι απαιτούνταν 20 μεραρχίες, ο Διοικητής των δυνάμεων στην Αλβανία, Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, υποστήριζε ότι μόνο 3 μεραρχίες αρκούσαν, και αυτές μάλιστα αφού θα είχε ήδη ολοκληρωθεί η πρώτη φάση του σχεδίου, δηλαδή η κατάληψη της Ηπείρου.[19] Σύμφωνα με το σχέδιο, τελικά διατέθηκαν 9 Μεραρχίες.[20]

 

Πιέτρο Μπαντόλιο (Pietro Badoglio, 1871 – 1956), Ιταλός στρατάρχης, διπλωμάτης, αντιβασιλέας και πολιτικός. Ιούνιος 1940.

 

Υποβοηθητικές – Υποστηρικτικές Επιχειρήσεις

 

Το σχέδιο θα υποστηριζόταν από την πολεμική αεροπορία [21] και από το πολεμικό ναυτικό, με αποβατικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις ναυτικής υποστήριξης. Από την εφαρμογή του όμως η συνεισφορά τους ήταν υποδεέστερη των αναμενομένων και όλη η προσπάθεια εστιάστηκε στο χερσαίο αγώνα.

Χαρακτηριστικά Θεάτρου Επιχειρήσεων (Γεωγραφία – Μετεωρολογικές Συνθήκες – Μεταφορές)

Τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής των επιχειρήσεων (ορεινή, δύσβατη με φτωχό οδικό δίκτυο) σε συνδυασμό με τα δυσμενή καιρικά φαινόμενα (συνεχείς βροχοπτώσεις), δημιούργησαν μη αναμενόμενες καταστροφές στις οδικές αρτηρίες – γέφυρες και επέφεραν φυσικές, μη επιθυμητές, επιδράσεις [22], στην εφαρμογή του Ιταλικού σχεδίου. Η εικόνα στο ναυτικό αγώνα ήταν ανάλογη, καθώς οι αντίξοες καιρικές συνθήκες δεν επέτρεψαν την προσχεδιασμένη απόβαση στην Κέρκυρα.

Εκτίμηση Προθέσεων Αντιπάλου (Ελλάδας) – Διοίκηση και Έλεγχος – Εναλλακτικά Σχέδια

Οι Ιταλοί αν και κατά τη σχεδίαση εκτίμησαν ορθά την αντίσταση των Ελλήνων [23], αιφνιδιάστηκαν από την προβαλλόμενη αντίσταση στο πεδίο της μάχης, ματαιώνοντας τα αρχικά τους σχέδια για ανάληψη επιθετικών ενεργειών στα ελληνικά νησιά.

Ουμπάλντο Σοντού (Ubaldo Soddu 1883-1949). Τον Νοέμβριο του 1940 αντικατέστησε στη διοίκηση των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία τον Βισκόντι Πράσκα. Λίγο αργότερα, όμως, παραιτήθηκε.

Τα τακτικά αποτελέσματα στο πεδίο της μάχης, εξόργισαν το Μουσολίνι, ο οποίος ανασχημάτισε τη Διοίκηση Αλβανίας, αντικαθιστώντας τον Πράσκα (9 Νοεμβρίου ’40) με τον Ουμπάλντο Σόντου, ο οποίος στη συνέχεια αντικαταστάθηκε (μέσα Δεκεμβρίου ’40) από τον Ούγκο Καβαλλέρο.[24]

Επίσης, σε στρατηγικό επίπεδο δεν εκτελέστηκε κάποιο εναλλακτικό σχέδιο σε κάποιο άλλο Θέατρο Επιχειρήσεων [25] (π.χ. Ιόνια νησιά ή Κρήτη), ως αντίδραση στο αδιέξοδο που επέφεραν οι επιχειρήσεις στο Θέατρο της Αλβανίας. Ο Μουσολίνι επέμεινε στη συνέχιση των επιχειρήσεων στο Αλβανικό μέτωπο [26] και συγκεκριμένα στην «εαρινή επίθεση», χωρίς όμως επιτυχία.[27]

 

Ούγκο Καβαλλέρο (1880-1943). Αρχές Δεκεμβρίου του 1940, ο Καβαλλέρο ορίστηκε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων της Ιταλίας. Στα τέλη του ίδιου μήνα, ανέλαβε να αναστρέψει την δυσμενή τροπή του πολέμου κατά της Ελλάδας, αντικαθιστώντας τον Σοντού, χωρίς όμως επιτυχία

 

Τα συμπεράσματα που εξάγονται από την κριτική ανάλυση των ιστορικών γεγονότων που παρατέθηκαν και τη συγκριτική τους ανάλυση με βάση τις θεωρίες και τους στρατηγικούς αναλυτές, παρουσιάζονται παρακάτω:

  1. Η περίφημη «Τριάδα» (Λαός – Στρατός – Κυβέρνηση) του Κλαούζεβιτς [28], αν και δεν αγνοήθηκε επί της αρχής, καθόσον επιδιώχθηκε ο επηρεασμός του «Λαού» και του «Στρατού», παρ’ όλα αυτά διαφαίνεται ότι η «Κυβέρνηση» και συγκεκριμένα ο δικτάτορας Μουσολίνι, στον οποίο ανήκε και η πολιτική καθοδήγηση του πολέμου, απέτυχε στη συγκριτική αξιολόγηση των συστατικών στοιχείων της «τριάδας». Ειδικότερα, κατεχόμενος από προσωπικά πάθη και εμμονές, δεν έλαβε υπόψη του τη μεταβαλλόμενη αξία των στοιχείων που τη συνθέτουν, προκειμένου να τη διατηρεί σε ισορροπία, ανάλογα με τη διαμορφωθείσα κατάσταση από την εξέλιξη στο μέτωπο του πολέμου και στο εσωτερικό της χώρας.
  2. Δεν ελήφθη υπόψη αυτό που ο Κλαούζεβιτς ονομάζει «γενικευμένη τριβή» [29], καθώς οι ιταλικές Ενοπλές Δυνάμεις δεν διέθεταν σχετική πολεμική εμπειρία, κάτι που συνιστά ο Κλαούζεβιτς ως το καλύτερο «λιπαντικό» για τη αντιμετώπιση της «τριβής». Αποτέλεσμα της ανωτέρω απειρίας, ήταν να μην μπορούν να διαχειριστούν προβλήματα τακτικής στο πεδίο της μάχης αλλά και να μην εκμεταλλευτούν το πυροβολικό και την αεροπορία τους. [30] Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ζομινί, «Δεν είναι ο τρόπος του σχηματισμού μάχης που θα εξασφαλίσει τη νίκη, όσο η σωστή συνδυαστική χρήση των διαφορετικών όπλων». [31] Η δράση δε των μηχανοκινήτων, επί των οποίων βασιζόταν ο αιφνιδιασμός, ήταν αναποτελεσματική λόγω της μη ορθής εκτίμησης των φυσικών κινδύνων.[32]

 

Πορτρέτο του Antoine-Henri Jomini (1779-1869). Ο βαρόνος Αντουάν-Ανρί Ζομινί συγγραφέας του βιβλίου «Η Τέχνη του Πολέμου», ήταν Γάλλος-Ελβετός αξιωματικός που έλαβε μέρος στις εκστρατείες του Ναπολέοντα, έχοντας υπηρετήσει ως επιτελής αξιωματικός και στη συνέχεια ως Επιτελάρχης του Ney, ενός εκ των Στραταρχών του Ναπολέοντα και, έχοντας λάβει μέρος σε μια σειρά από μεγάλες μάχες που άλλαξαν τη ροή των στρατιωτικών πραγμάτων όπως αυτή στο Ουλμ, στην Ιένα και στο Eylau. Έργο του Άγγλου ζωγράφου George Dawe (1781-1829), συλλογή Hermitage Museum.

 

  1. Ο Μουσολίνι αν και ενήργησε αρχικά με βάση την «εχθρική πρόθεση», προκάλεσε, με τον τορπιλισμό της «Έλλη», το «εχθρικό συναίσθημα» του Ελληνικού λαού, έννοιες με τις οποίες ασχολήθηκε ο Κλαούζεβιτς [33]. Συγκεκριμένα, ο τορπιλισμός του πλοίου ανήμερα των εορταστικών εκδηλώσεων της θρησκευτικής εορτής, επέδρασε στο ηθικό του Έλληνα κατά τρόπο μη αναμενόμενο από τον δικτάτορα (μη φυσική και μη επιθυμητή επίδραση) [34], δημιουργώντας στη συνείδηση του ελληνικού λαού, ισχυρό κίνητρο για εκδίκηση και απονομή δικαιοσύνης.
  2. Σύμφωνα με τον Κλαούζεβιτς, «ο πόλεμος είναι μια πολιτική πράξη» και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «η πολιτική είναι η μήτρα από την οποία γεννιέται ο πόλεμος» [35], για την επίτευξη πολιτικών ΑΝΣΚ. Ο Μουσολίνι αν και γνώριζε τι επιδιώκει μέσω του πολέμου θέτοντας σαφή πολιτικό ΑΝΣΚ, δεν είχε συλλάβει τη γενική ιδέα του πώς θα το πετύχει, δηλ. τη «θεωρία νίκης».
  1. Εσωτερική Νομιμοποίηση: Σύμφωνα με τον Σουν Τσου για την επίτευξη των πολιτικών σκοπών του πολέμου, η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι σε αρμονία με το λαό «Περί αρμονίας ηγεμόνα και λαού». Το όραμα του Μουσολίνι για αναβίωση της ιταλικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο, άφηνε εν πολλοίς αδιάφορο τον ιταλικό λαό, με αποτέλεσμα τις θλιβερές επιδόσεις των ιταλικών ΕΔ στο αλβανικό μέτωπο και την κατάρρευση της υψηλής στρατηγικής του Μουσολίνι, λόγω έλλειψης εσωτερικής νομιμοποίησης.[36]
  1. Ο Μουσολίνι υπό την πίεση του διεθνή ανταγωνισμού και εξοργισμένος από τις ενέργειες του Χίτλερ, αγνόησε τη συμβουλή του Θουκυδίδη: «Δύο πράγματα είναι αντίθετα στη λήψη της σωστής απόφασης: η βιασύνη και ο θυμός», έτσι δεν αξιολόγησε σωστά τους φυσικούς κινδύνους του πεδίου της μάχης, υπολογίζοντας την έκβαση της ιταλικής επίθεσης με βάση καθαρά στρατιωτικά κριτήρια. Αποτέλεσμα ήταν να επιτεθεί τη χειμερινή περίοδο, εισπράττοντας τη μειωμένη απόδοση τόσο της αεροπορίας όσο και των αρμάτων μάχης, μέσω των οποίων στήριζε κυρίως την επιτυχία του σχεδίου του. Ουσιαστικά δεν έλαβε υπόψη του αυτό που αναφέρει ο Σουν Τσου στα αποφθέγματά του: «Ουρανός σημαίνει σκοτάδι και φώς, κρύο και ζέστη, αλλαγές των εποχών» και «το Έδαφος θα πρέπει ν’ αποτιμάται ως προς την απόσταση, την δυσκολία ή την άνεση της μετακίνησης, τις διαστάσεις και την ασφάλεια».[37]
  1. Οι ιταλικές δυνάμεις δεν ήταν ηθικά προετοιμασμένες να ανταποκριθούν στις συνθήκες που αντίκρισαν στο μέτωπο καθώς η εικόνα που είχαν διαμορφώσει από την ιταλική προπαγάνδα ήταν τελείως διαφορετική από αυτή που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν στο πεδίο της μάχης, επιβεβαιώνοντας την άποψη του Ζομινί ότι: «Τόσο οι αξιωματικοί όσο και οι στρατιώτες πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για εκείνες τις ξαφνικές κρίσεις πανικού που συχνά καταλαμβάνουν ακόμη και τον γενναιότερο στρατό …».[38]
  1. Αν και οι ιταλικές ΕΔ υπερτερούσαν στο αεροπορικό όπλο, το οποίο σύμφωνα με τη θεωρητική ανάλυση του Φούλερ μπορεί να χαρακτηριστεί ως «Κυρίαρχο όπλο»[39] σε αυτή την περίπτωση, δεν το εκμεταλλεύτηκαν αποτελεσματικά.
  1. Παραβιάστηκαν ή αγνοήθηκαν οι βασικές Αρχές του Πολέμου, όπως τις προσδιόρισε αρχικά ο Ζομινί και τις επεξεργάστηκε στη συνέχεια ο Φούλερ, ο οποίος συγκεκριμένα αναφέρει σχετικά μ’ αυτές ότι: «Δεν είναι ανέκκλητες και ενίοτε μπορεί να αγνοηθούν δίχως συνέπειες, αλλά καλό είναι να σκεφτεί καλά κάποιος πριν τις αγνοήσει».[40]

 

Ειδικότερα αγνοήθηκαν:

  

  • Ασφάλεια – Αιφνιδιασμός: Αποτέλεσμα της μη τήρησης των αυστηρών κανόνων ασφαλείας, ήταν οι Ελληνικές ΕΔ να είναι πολύ καλά πληροφορημένες από τη βρετανική κατασκοπεία για τις ιταλικές προθέσεις, με αποτέλεσμα να μην αιφνιδιαστούν.
  • Συγκέντρωση: Η ιταλική επίθεση στον τομέα Ηπείρου, δεν υποστηρίχθηκε με επαρκείς δυνάμεις τόσο κατά την έναρξη της εισβολής, όσο και μετά τις πρώτες επιτυχίες της, μη επιφέροντας το επιθυμητό αποφασιστικό αποτέλεσμα.
  • Ενότητα Διοίκησης: Η αντικατάσταση του Ιταλού Αρχιστράτηγου, 3 φορές εντός 3μηνών από την έναρξη των επιχειρήσεων, αναδεικνύει περίτρανα τα προβλήματα διοίκησης που υπήρχαν στην Ιταλική Ηγεσία.[41]
  • Ηθικό: Οι ιταλικές ΕΔ εμφανίστηκαν απροετοίμαστες, με αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό τους και τη διστακτικότητα εκπλήρωσης των αποστολών τους.
  • Ευκαμψία: Οι ιταλικές ΕΔ εφάρμοσαν το αρχικό σχέδιο κατά τρόπο άκαμπτο, δηλ. εστίαση στην κύρια προσπάθεια (προς Καλπάκι) χωρίς να εκμεταλλευτούν τις επιτυχίες στις δευτερεύουσες κατευθύνσεις (παραλιακός τομέας – κατεύθυνση προς το Μέτσοβο), με συνέπεια τη φθορά. Επιπλέον, δεν εκμεταλλεύτηκαν τα Ιόνια νησιά ή την Κρήτη, τα οποία αποτελούσαν αυτονόητους και σχετικά ανυπεράσπιστους στόχους, με αποτέλεσμα τη μη δημιουργία προωθημένων «Βάσεων Επιχειρήσεων», για το ναυτικό και την αεροπορία, αναγκαιότητα την οποία επισημαίνει και ο Ζομινί. [42]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Για το «Βαλκανικό Σύμφωνο Φιλίας» μεταξύ των χωρών τις περιοχής, βλ. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, «ο Βαλκανικό Σύμφωνο Φιλίας», http://www.fhw.gr/chronos/14/gr/1923_1940/foreign_policy/institutions/07.html, (έγινε πρόσβαση 16 Δεκ 17).

[2] Είναι χαρακτηριστική η φράση που είπε ο Μουσολίνι για τον Χίτλερ, «…Θα μάθει από τις εφημερίδες ότι κατέλαβα την Ελλάδα», βλ. Ι.Ε. Γκίκας, Ο Μουσολίνι και η Ελλάδα, (Αθήνα: Εστία,1982), σελ. 110.

[3] Για την πολιτικοστρατιωτική κατάσταση της Ευρώπης κατά την 28η Οκτώβριου 1940, βλ. ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Η Ιταλική Εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 17 Νοεμβρίου 1940), ανάτυπο (Αθήνα: ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1986 [1960]), σ. 1-2.

[4] Για τη θεωρητική ανάλυση των αιτιών του πολέμου, βλ. Κωνσταντίνος Σολκίδης, «Ο ρόλος του Πολέμου στην Ιστορία των Διεθνών Σχέσεων», Στρατιωτική Επιθεώρηση, Τεύχος 3 (Μάιος – Ιούνιος 2011), (Αθήνα: ΓΕΣ, 2011), σ. 28-31.

[5] Για τη μελέτη της προσωπικότητας του Μουσολίνι, βλ. Γκίκας, Ο Μουσολίνι και η Ελλάδα, σ. 97-106.

[6] Για την εξέταση των γεγονότων που διαδραματίστηκαν τις πρώτες ώρες της επίθεσης, βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, 1940: Οι τελευταίες μέρες του Οκτωβρίου, (Αθήνα: Πατάκη, 2016).

[7] Πρβλ. Γκίκας, Ο Μουσολίνι και η Ελλάδα, σ. 100 -101.

[8] Σχετικά με την ανωτέρω προσέγγιση ένα απόφθεγμα του Σουν Τσου είναι ότι: «Ο στρατηγικός θρίαμβος είναι να υποτάσσεις τον εχθρό χωρίς μάχη», βλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 90.

[9] Για την κατανόηση των εννοιών, βλ. Κωνσταντίνος Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη, από την Αρχαιότητα έως Σήμερα (Αθήνα: Ποιότητα, 2008), σ. 19, 51-52, 155.

[10] Για την κατανόηση των εννοιών, βλ. ΓΕΕΘΑ, Διακλαδικός Κανονισμός Επιχειρησιακής Σχεδίασης Ενόπλων Δυνάμεων (ΔΚ 2-1/2012/ΓΕΕΘΑ) (Αθήνα: ΓΕΣ, 2012), σ. 13.

[11] Για την Ιταλική προκλητικότητα, βλ. «Ελληνοϊταλικός Πόλεμος: Η Έναρξη του Β’.Π.Π. Οι Ιταλικές Προκλήσεις και ο Τορπιλισμός του εύδρομου Καταδρομικού »ΕΛΛΗ»», http://greekworldhistory.blogspot.gr/2014/10/blog-post.html, 6 Οκτωβρίου 2014, (έγινε πρόσβαση στις 16 Δεκ. 17).

[12] Η επιλογή του τόπου (ιερό νησί της Τήνου) και του χρόνου (εορτασμός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου) ήταν εξαιρετικά ατυχείς, προκάλεσε αίσθημα εκδίκησης και απονομής δικαιοσύνης.

[13] Σχετικά με τις πολιτικές και στρατιωτικές κατευθύνσεις του Μουσολίνι καθώς και την απόφαση επίθεσης που ελήφθη στη σύσκεψη της 15ης Οκτωβρίου 1940, βλ. Γκίκας, Ο Μουσολίνι και η Ελλάδα, σ. 109-110.

[14] Για τη μελέτη των Κατευθύνσεων της Επιχείρησης, σύμφωνα με το Απόρρητο σχέδιο των Ιταλών, «Κατευθύνσεις δια την Επιχείρησιν (EMMERGENZZA G)», από 16 Σεπ. 1940 βλ. ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941, Η Ιταλική Εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 17 Νοεμβρίου 1940, σ. 278-280.

[15] Ενδεικτική είναι η φράση του Πράσκα ≪Εμείς πολεμούσαμε ωθούμενη από το αίσθημα του καθήκοντος. Ο εχθρός μας πολεμούσε για την άμυνα της δικής τους πατρίδας» Ε. Τσίρκα, «28η Οκτωβρίου 1940», Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 53 (Ιουλ – Οκτ 2002), (Αθήνα: Λάμπρος Καζάκος, 2002), σ. 30.

[16] Πρβλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 31.

[17] ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Η Ιταλική Εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 13 Νοεμβρίου 1940), σ. 278-279.

[18] Για τη στάση του Μουσολίνι σχετικά με τα αποτελέσματα των πολεμικών επιχειρήσεων στο Αλβανικό μέτωπο, βλ. Γκίκας, Ο Μουσολίνι και η Ελλάδα, σ. 112 -113.

[19] Για τη μελέτη των ημερολογίων του πολέμου, σχετικά με τις δικαιολογίες που προέβαλλαν οι ιθύνοντες της Ανώτατης Ιταλικής Ηγεσίας για την αποτυχία των επιχειρήσεων, βλ. ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941 – Η Ιταλική Εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 13 Νοεμβρίου 1940), σ. 260-272.

[20] Αναλυτικότερα αναφέρονται τα ακόλουθα: 2 Μεραρχίες για προκάλυψη προς την Γιουγκοσλαβία, 2 στην περιοχή της Κορυτσάς για ενεργητική άμυνα, 3ης  για την κύρια ενέργεια κατά της Ηπείρου και 2 για την κάλυψη της κύριας ενέργειας. Οι δυνάμεις της κύριας ενέργειας ήταν ισχυρότερες έναντι των ελληνικών, σε πυροβολικό, πεζικό και τεθωρακισμένα, όμως το ορεινό έδαφος της Ηπείρου, οι αντιαρματικές οχυρώσεις και οι στενοί δρόμοι μείωναν την ιταλική υπεροχή. Σε τακτικό επίπεδο οι κατευθύνσεις ενεργείας του ιταλικού στρατού, ιδιαίτερα προς τον τομέα Ηπείρου, ήταν ορθές αλλά οι δυνάμεις που διατέθηκαν για το σκοπό αυτό ήταν ανεπαρκείς. Πιθανόν, δύο παράγοντες συνέβαλαν σε αυτό, η υποτίμηση του αντιπάλου από απόψεως υλικής ισχύος και ηθικού καθώς και η υπερτίμηση της ικανότητας της Ιταλικής αεροπορίας και των αρμάτων μάχης.

[21] Για τη δράση της Ιταλικής αεροπορίας, όπως την παρουσιάζει ο Στρατηγός Πράσκα στο βιβλίο του «Εγώ επετέθην κατά της Ελλάδος», βλ. ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941…, σ. 260-261.

[22] Για την ανάλυση των επιδράσεων, βλ. ΓΕΕΘΑ, Διακλαδικός Κανονισμός Επιχειρησιακής Σχεδίασης Ενόπλων Δυνάμεων (ΔΚ 2-1/2012/ΓΕΕΘΑ), σ. 35-36.

[23] Σύμφωνα με τις «Κατευθύνσεις δια την Επιχείρησιν (EMMERGENZZA G)», βλ. ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941, Η Ιταλική Εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 17 Νοεμβρίου 1940, σ. 278-280.

[24] «Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος (1940-41)», schooltime.gr: Ιστορία, σ. 1, 11-12.

[25] Για την κατανόηση της έννοιας, βλ. Antoine Henri Jomini, Η Τέχνη του Πολέμου, [μετάφραση – επιμέλεια – σχολιασμός Αντιστράτηγος ε.α. Ανδρέας Ματζάκος] (Αθήνα: ΓΕΕΘΑ, 2015), σ. 61.

[26] Για την κατανόηση της έννοιας του μετώπου, βλ. Antoine Henri Jomini, Η Τέχνη του Πολέμου, σ. 77.

[27] Για την εικόνα του Μουσολίνι από τα αποτελέσματα της «εαρινής επίθεσης», βλ. Γκίκας, Ο Μουσολίνι και η Ελλάδα, σ. 114-115.

[28] Πρβλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 154-155.

[29] Πρβλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 151.

[30] Η δράση της αεροπορίας δεν υπήρξε συγκεντρωτική αλλά ήταν γενικά κατά κύματα και ασυντόνιστη προς την ενέργεια του ιταλικού πεζικού, το οποίο δεν μπόρεσε να εκμεταλλευθεί τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς.

[31] ΓΕΕΘΑ, Αποφθέγματα (Αθήνα: ΓΕΣ, χ.χ. [γύρω στο 2015]), σ. 13.

[32] Το Πυροβολικό έβαλλε μεγάλο αριθμό βλημάτων, κατένεμε τα πυρά του σε όλα τα ορατά αμυντικά έργα και διέσπειρε την βολή του κατά πλάτος και βάθος ώστε σπάνια να επιτυγχάνει πυκνές συγκεντρώσεις επί των φίλιων θέσεων. Επιπλέον δεν κατόρθωσε να προσβάλλει τις θέσεις των ελληνικών πυροβολαρχιών.

[33] Πρβλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη, από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 141-142.

[34] Για την κατανόηση της έννοιας, βλ. Διακλαδικός Κανονισμός Επιχειρησιακής Σχεδίασης Ενόπλων Δυνάμεων (ΔΚ 2-1/2012/ΓΕΕΘΑ), σ. 36.

[35] Πρβλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη, από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 144-145.

[36] Πρβλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη, από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 77-78.

[37] Πρβλ. Σουν Τσου, Η τέχνη του πολέμου, [μετάφραση – επιμέλεια Έφη Καλλιφατίδου – Χάιδω Παπαβασιλείου] (Αθήνα: Ελευθερουδάκης Α.Ε., Οξύ Α.Ε., 2008), σ. 18.

[38] ΓΕΕΘΑ, Αποφθέγματα, σ.13.

[39] Πρβλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη, από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 215-216.

[40] Πρβλ. Κολιόπουλος, Η Στρατηγική Σκέψη, από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 27-29, 134-135, 217.

[41] Για τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν στο εσωτερικό της ιταλικής διοίκηση, βλ. ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Η Ιταλική Εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 13 Νοεμβρίου

1940), σελ. 260-271.

 [42] Για την ανάλυση των βάσεων επιχειρήσεων, βλ. Antoine Henri Jomini, Η Τέχνη του Πολέμου, σελ. 64-65.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Antoine Henri Jomini, Η Τέχνη του Πολέμου, [μετάφραση – επιμέλεια – σχολιασμός Αντιστράτηγος ε.α. Ανδρέας Ματζάκος] (Αθήνα: ΓΕΕΘΑ, 2015).
  • Σουν Τσου, Η τέχνη του πολέμου, [μετάφραση – επιμέλεια Έφη Καλλιφατίδου – Χάιδω Παπαβασιλείου] (Αθήνα: Ελευθερουδάκης Α.Ε., Οξύ Α.Ε., 2008).
  • ΓΕΕΘΑ, Αποφθέγματα (Αθήνα: ΓΕΣ, χ.χ. [γύρω στο 2015]).
  • ΓΕΕΘΑ, Διακλαδικός Κανονισμός Επιχειρησιακής Σχεδίασης Ενόπλων Δυνάμεων (ΔΚ 2-1/2012/ΓΕΕΘΑ) (Αθήνα: ΓΕΣ, 2012).
  • ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Η Ιταλική Εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 13 Νοεμβρίου 1940), ανάτυπο (Αθήνα: ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1986 [1960]).
  • ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Η ελληνική αντεπίθεσις (14 Νοεμβρίου 1940 – 6 Ιανουαρίου 1941), ανάτυπο (Αθήνα: ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1986 [1960]).
  • Γκίκας Ι.Ε., Ο Μουσολίνι και η Ελλάδα, (Αθήνα: Εστία,1982).
  • Κολιόπουλος Κωνσταντίνος, Η Στρατηγική Σκέψη από την Αρχαιότητα έως Σήμερα (Αθήνα: Ποιότητα, 2008).
  • Παπαρρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 25, (Αθήνα: National Geographic, 2009).
  • Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, 1940: Οι τελευταίες μέρες του Οκτωβρίου, (Αθήνα: Πατάκη, 2016).
  • Σολκίδης Κωνσταντίνος, «Ο ρόλος του Πολέμου στην Ιστορία των Διεθνών Σχέσεων», Στρατιωτική Επιθεώρηση, τεύχος 3 (Μαϊ – Ιουν 2011), (Αθήνα: ΓΕΣ, 2011).
  • Τσίρκας Ε., «28η Οκτωβρίου 1940», Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 53 (Ιουλ. – Οκτ. 2002), (Αθήνα: Λάμπρος Καζάκος, 2002).

 

Διαδίκτυο

 

 

Αντιπλοίαρχος Θεόφιλος Νικολαΐδης ΠΝ, Εκπαιδευτής ΑΔΙΣΠΟ

«Διακλαδική Επιθεώρηση», περιοδικό Ανωτάτης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου, έτος 16ο, τεύχος 42, Ιούλιος- Οκτώβριος 2018.  

Ο Αντιπλοίαρχος Θεόφιλος Νικολαΐδης ΠΝ αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1992. Έχει υπηρετήσει σε πλοία επιφανείας καθώς και σε επιτελικές θέσεις με πιο σημαντικές αυτές του Κυβερνήτη στο Π/Φ ΥΠΕΡΙΩΝ, του Υποδιευθυντή Σπουδών ΣΜΥΝ και του Επιστολέα ΝΔΒΕ. Η τελευταία του τοποθέτηση είναι στο επιτελείο της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ) με προσανατολισμό τον τομέα της Διακλαδικής Εκπαίδευσης και Επιχειρησιακής σχεδίασης. Είναι απόφοιτος ΣEAN, ΑΔΙΣΠΟ, ΣΕΘΑ και επιπλέον κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Έχει τιμηθεί με όλα τα παράσημα και τις διαμνημονεύσεις για το βαθμό του. Είναι παντρεμένος και έχει μια κόρη.

  

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας της Εθνικής Παλιγγενεσίας στο Κρανίδι και την Ερμιόνη

$
0
0

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας της Εθνικής Παλιγγενεσίας στο Κρανίδι και την  Ερμιόνη | Γιάννης Σπετσιώτης – Τζένη Ντεστάκου


 

Ιστορικά στοιχεία

 

Σπυρίδων Λάμπρος (1851-1919). Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης και ιστορικός, διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας (27 Σεπτεμβρίου 1916 – 21 Απριλίου 1917). Τσιγκογραφία, «Νέα Ελλάς», 2 (1896) σ. 345.

Ο πρώτος που εισηγήθηκε το θέμα του μεγαλοπρεπούς εορτασμού της 100/ετηρίδας της Ελληνικής Επανάστασης ήταν ο Σπύρος Λάμπρου το 1899. Όταν το 1916 ανέλαβε Υπουργός Παιδείας σύστησε Επιτροπή για την προετοιμασία του εορτασμού του 1821. Ωστόσο, οι δύσκολες περιστάσεις εκείνων των χρόνων δεν επέτρεψαν τη λειτουργία της. Το θέμα επανήλθε δύο χρόνια αργότερα και τότε η Βουλή ομόφωνα «ψήφισε τον Νόμο 1375/1 Απριλίου 1918 που προέβλεπε λαμπρό εορτασμό καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους 1921.

Με το Β.Δ. της 11ης Μαΐου 1918 συστάθηκε η Κεντρική Επιτροπή του εορτασμού. Πρόεδρός της ανέλαβε ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, Πρόεδρος της Βουλής, Αντιπρόεδροι ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος, ο Παύλος Κουντουριώτης, Αντιναύαρχος και Υπουργός των Ναυτικών και ο Παναγιώτης Δαγκλής, Αντιστράτηγος και Γενικός Αρχηγός του Στρατού. Ως μέλη της Επιτροπής τοποθετήθηκαν πέντε βουλευτές, τέσσερις πρώην υπουργοί, ένας πρώην βουλευτής, τέσσερις καθηγητές Πανεπιστημίου, ο δημοσιογράφος Άδωνις Κύρου και ο λογογράφος Ιωάννης Δαμβέργης.

Θεμιστοκλής Σοφούλης (1860-1949). Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, υφηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρωθυπουργός της Ελλάδας.

Για τις ανάγκες του εορτασμού, με το ίδιο Β.Δ., συστάθηκαν, μεταξύ των άλλων, είκοσι ειδικές επιτροπές. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε Πρόεδρος της «Επιτροπής Μεγάλου Μνημείου», ενώ ο Εμμανουήλ Ρέπουλης Πρόεδρος της «Επιτροπής πνευματικών αγωνισμάτων». Η παραπάνω Επιτροπή καταργήθηκε μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1920. Την επόμενη χρονιά καταρτίστηκε νέα πολυμελής Επιτροπή με επίτιμο Πρόεδρο τον διάδοχο Γεώργιο και Πρόεδρο τον πρίγκιπα Νικόλαο, σύμφωνα με το Β.Δ. της 20ης Φεβρουαρίου 1921.

Η Μικρασιατική εκστρατεία δεν επέτρεψε να πραγματοποιηθούν οι εκδηλώσεις του εορτασμού, όπως είχε προβλεφθεί. Στις 17 Μαρτίου 1921 συστάθηκε Εκτελεστική Επιτροπή η οποία, μεταξύ άλλων, καθόρισε ιωβηλαίο το έτος 1930. Έτσι στο διάστημα που θα μεσολαβούσε η Κεντρική Επιτροπή θα μπορούσε να προετοιμάσει τις όποιες εκδηλώσεις.

Η Μικρασιατική καταστροφή και τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν, όπως ήταν φυσικό, δεν επέτρεψαν να γίνουν οι εορταστικές εκδηλώσεις, χωρίς όμως και να ματαιωθούν οριστικά. Στις 28 Δεκεμβρίου 1928 με Π.Δ. ανασυστάθηκε η Κεντρική Επιτροπή εορτασμού. Πρόεδρος ανέλαβε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, πρώην Πρωθυπουργός και Αντιπρόεδροι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος και ο Πρόεδρος της Βουλής Ιωάννης Τσιριμώκος. Στην Κεντρική Επιτροπή συμμετείχαν τριάντα οκτώ μέλη, προσωπικότητες των Γραμμάτων και των Τεχνών. Με το Π.Δ. της 22ας Αυγούστου του 1829 συστάθηκαν δέκα πέντε ειδικές επιτροπές, οι οποίες αποτελούνταν από οκτώ έως είκοσι εννέα επιτροπές που ανέλαβαν ισάριθμες δράσεις του εορτασμού.

 

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας στο Κρανίδι

 

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1930 ημέρα Δευτέρα τελέσθηκε με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια αλλά και συγκίνηση ο εορτασμός της 100/ετηρίδας στο Κρανίδι. Πρόεδρος της Κοινότητας ήταν τότε ο Εμμανουήλ Σκλαβούνος, ενώ Πρόεδρος της Επιτροπής εορτασμού ανέλαβε ο Ιωάννης Κοκκίνης, Πρόεδρος του Συνδέσμου Κρανιδιωτών «Ο Προφήτης Ελισσαίος». Μέλη της Επιτροπής ήσαν οι Γεώργιος Παρασκευόπουλος, Θεόδωρος Χαρακόπουλος, Δημήτριος Μπαστούνης και Άγγελος Στυλιάτης.

Σύμφωνα με το πρόγραμμα των εορταστικών εκδηλώσεων στις 28 Σεπτεμβρίου 1930 ημέρα Κυριακή θα αναχωρούσε από τον Πειραιά το ατμόπλοιο «Ιωάννα» κατευθείαν για το Πόρτο Χέλι. Όσοι Κρανιδιώτες επιθυμούσαν μπορούσαν να ταξιδεύσουν δωρεάν, για να παρακολουθήσουν και να τιμήσουν με την παρουσία τους τις εκδηλώσεις.

 

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας στο Κρανίδι

 

Την επομένη, 29 Σεπτεμβρίου 1930, αναχώρησε από το Φάληρο για το Πόρτο Χέλι το αντιτορπιλικό «ΛΕΩΝ», στο οποίο επέβαιναν οι επίσημοι. Στην είσοδο του Ιερού Ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, τους έγινε η καθιερωμένη υποδοχή και ακολούθησε δοξολογία. Τον πανηγυρικό εκφώνησε ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Μεσολωράς.

Στη συνέχεια εψάλη επιμνημόσυνη δέηση, έγιναν τα αποκαλυπτήρια του Ηρώου των πεσόντων και κατάθεση των στεφάνων. Ακολούθησε δεξίωση των επισήμων στο Κοινοτικό κατάστημα και στις 1:00 μ.μ. γεύμα «εις την πλατείαν του Αγίου Χαραλάμπους υπό σκιάδαν» προς τιμή των επισήμων και των καλεσμένων. Το γεύμα περιλάμβανε ορεκτικά Κοιλάδας, μπαρμπούνια Πορτοχελίου, τυρόπιττα Διδύμων, κοτόπουλα Φούρνων, δίπλες Κρανιδίου, φρούτα Ερμιόνης και ρετσινάτο απ’ τα Φλάμπουρα. Την κυβέρνηση εκπροσώπησε ο Ερμιονίτης Υπουργός Οικονομικών Βασίλειος Δεληγιάννης.[1]

Στις 15 Οκτωβρίου 1930 η Επιτροπή των εκδηλώσεων συνέταξε τον οικονομικό απολογισμό του εορτασμού. Τα έσοδα ήσαν 91.554 δραχμές, τα έξοδα 131.443,30 δραχμές, ενώ το «έλλειμμα» ανερχόταν στις 39.894,70 δραχμές. Για να καλυφθεί το έλλειμμα η Επιτροπή απευθυνόμενη «προς τους απανταχού εκ της επαρχίας καταγομένους», σημείωνε στο κάτω μέρος της 4ης σελίδας του εντύπου απολογισμού «να συνεισφέρουν τον οβολόν των».

Επίσης με το από 20 Νοεμβρίου 1930 έγγραφό της ενημέρωνε την Κεντρική Επιτροπή ότι με τους εράνους που έκαμε μεταξύ των Κρανιδιωτών δεν κατάφερε να καλύψει τα έξοδα της ανέγερσης του μνημείου και της διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου. Ως εκ τούτου ζητούσε από την Κεντρική Επιτροπή των εκδηλώσεων 15.000 δραχμές, ενώ τις 25.000 δραχμές που υπολείπονταν «θέλομεν εξεύρει αλλαχόθεν». Πάντως από τα σχετικά έγγραφα (έντυπο απολογισμού προς Κ.Ε.) διαπιστώνεται ότι τα μέλη της Επιτροπής εκδηλώσεων Κρανιδίου «έβαλαν βαθιά το χέρι στην τσέπη τους» για τον επετειακό εορτασμό.

 

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας στην Ερμιόνη

 

Με ιδιαίτερη λαμπρότητα αλλά και σεμνότητα η Ερμιόνη απέδωσε τον φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης σ’ εκείνους που με τη θυσία τους κράτησαν ζωντανό το δέντρο της λευτεριάς.[2]

Με το υπ’ αριθμ. 3/9 Μαρτίου 1930 ψήφισμά του το Κοινοτικό Συμβούλιο της Ερμιόνης που το αποτελούσαν ο Απόστολος Παπαβασιλείου ως Πρόεδρος, ο Αντώνιος Τσαούσης ως Αντιπρόεδρος και τα μέλη Γεώργιος Φραγκούλης, Δημήτριος Παναγιώτου, Σπύρος Γκάτσος, Δημήτριος Μερτύρης, Εμμανουήλ Σκούρτης και Ιωσήφ Μερτύρης αποφάσιζε η Ερμιόνη, ως ιστορική πόλη, να μετέχει του εορτασμού της 100/ετηρίδας.

 

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας στην Ερμιόνη

 

Πρότεινε δε να κατασκευαστούν, με δαπάνες της Κοινότητας, δύο αναμνηστικές πλάκες της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης «εκ Πεντελισίου μαρμάρου» με τα σχετικά επιγράμματα και να εντοιχιστούν η μία στην (ανατολική) πρόσοψη του Ι.Ν. των Ταξιαρχών, όπου ορκίστηκαν οι πληρεξούσιοι της Συνέλευσης και η άλλη στη (βορεινή) πρόσοψη της οικίας κληρονόμων Κοσμά Δ. Οικονόμου, όπου συνήλθε η Γ΄ Εθνοσυνέλευση. Η πίστωση που καταγράφηκε στον κοινοτικό προϋπολογισμό για την αξία της κατασκευής ανερχόταν στις 20.000 δραχμές. Τα αποκαλυπτήρια των δύο μαρμάρινων επιγραφών θα γίνονταν την ημέρα του εορτασμού της 100/ετηρίδας που πρότειναν να είναι η 8η Νοεμβρίου, ημέρα που πανηγυρίζει ο ιστορικός Ι.Ν. των Ταξιαρχών.

Κατόπιν αυτών με την από 20 Μαρτίου 1930 αναφορά του προς την Κεντρική Επιτροπή του εορτασμού της 100/ετηρίδας ο Πρόεδρος της Κοινότητας Απόστολος Παπαβασιλείου παρακαλεί να συμπεριληφθεί η Ερμιόνη στο πρόγραμμα των εκδηλώσεων, οι οποίες θα διεξαχθούν όπως ακριβώς περιγράφονται στο ψήφισμα του Κοινοτικού Συμβουλίου, το οποίο και τους κοινοποιεί.

Επίσης αναφέρει ότι όλοι οι επίσημοι θα τύχουν «αξιοπρεπούς υποδοχής». Για τον σκοπό αυτό με δεύτερο έγγραφό του την ίδια ημερομηνία, 20 Μαρτίου 1930, ζήτησε τη μεσολάβηση του αρχηγού της Αντιπολίτευσης Παναγή Τσαλδάρη στην Κεντρική Επιτροπή, για να συμπεριληφθεί η Ερμιόνη στο πρόγραμμα του εορτασμού της 100/ετηρίδας.

Ζήτησε επίσης και τη μεσολάβηση του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος έστειλε το έγγραφο απευθείας στην Κ.Ε. του εορτασμού ζητώντας ενημέρωση. Ενώ γίνονταν οι παραπάνω διεργασίες και καθώς αναφέρει ο Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης στο βιβλίο του «Η εν Ερμιόνη Γ΄ Εθνοσυνέλευσις», η Κοινοτική αρχή Ερμιόνης αποφάσισε «να υψώση εις την κεντρικήν πλατείαν της πόλεως εις την του λιμένος εκ λευκού Πεντελησίου μαρμάρου Ηρώον» για εκείνους τους συμπολίτες μας που έπεσαν στους ένδοξους πολέμους 1912-1913 και να χαράξει επ’ αυτού τα ονόματά τους με χρυσά γράμματα.

Όταν η Κ.Ε. απάντησε θετικά στις προτάσεις της Κοινοτικής Αρχής ξεκίνησαν οι προετοιμασίες. Πρόεδρος της τοπικής επιτροπής του εορτασμού ορίστηκε ο πρώην δήμαρχος Ερμιόνης Κωνσταντίνος Κυρ. Γκολεμάς ο οποίος εκπροσωπούσε και τον δήμαρχο Άργους. Παράλληλα εκλέχτηκε 25μελής επιτροπή αποτελούμενη από ευυπόληπτα μέλη της ερμιονίτικης κοινωνίας, για να βοηθήσει στην οργάνωση του τοπικού εορτασμού.

Οι εορτές της 100/ετηρίδας διεξήχθησαν το Σάββατο 8 Νοεμβρίου 1930 με περισσή μεγαλοπρέπεια και τη συμμετοχή πλήθους κόσμου σύμφωνα με το πρόγραμμα, αντίγραφο του οποίου βρίσκεται στο αρχείο μας. Το Υπουργείο των Ναυτικών εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 95/10530/7 Νοεμβρίου 1930 διαταγή του σύμφωνα με την οποία: «Δι’ ατμοπλοίου «Ιωάννα» διερχομένου αύριον Σάββατον εκ Πόρου αποστείλατε εις Ερμιόνη μουσικήν Πόρου όπως παραστή εις τα εκεί εορτάς της 100/ετηρίδας.

Επιπροσθέτως από την Κ.Ε. ο Ιωάννης Δαμβέργης έστειλε το υπ’ αριθμ. 2235/7-11-1930 τηλεγράφημα προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής εορτασμού της 100/ετηρίδας Κωνσταντίνο Γκολεμά γνωρίζοντάς του ότι:

«Πολεμικόν φέρον επισήμους αποπλεύσει δεκάτην πρωϊνήν Σάββατον. Κ.Ε. 100/ετηρίδας αντιπροσωπεύσει Στρατηγός Πετρίδης, καταθέσει στέφανον, αναμνηστικήν πλάκα οικία, Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως.

 

Πρόγραμμα Εορτών

 

Α΄

Ώρα 8:00 π.μ. αναχώρηση από τον Πειραιά του ατμόπλοιου της γραμμής «Ιωάννα», για να μεταβούν στην Ερμιόνη οι προσκεκλημένοι και όσοι επιθυμούν να παρευρίσκονται στις εορτές.

Ώρα 10:00 π.μ. αναχώρηση από το Ν. Φάληρο πολεμικού του Στόλου για να μεταβούν στην Ερμιόνη οι επίσημοι.

Β΄

Ώρα 2:00 μ.μ. άφιξη των επισήμων και των προσκαλεσμένων στην Ερμιόνη.

Γ΄

Προσφώνηση του Προέδρου της Κοινότητας, μετάβαση στον Ι.Ν. των Ταξιαρχών, Δοξολογία χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Ύδρας κ. Προκοπίου και αποκαλυπτήρια των δύο επιγραφών.

Δ΄

Επιμνημόσυνη δέηση στο Ηρώον, αποκαλυπτήρια του Ηρώου και κατάθεση στεφάνου.

Ε΄

Μετάβαση στα Μαντράκια και αποκάλυψη της αναμνηστικής μαρμάρινης επιγραφής που εντοιχίστηκε στο σπίτι των Μητσαίων από τον εγγονό τους στρατηγό Σταμάτη Αντ. Μήτσα. Δεξίωση των επισήμων. Λήξη των εορτών.

Την Κεντρική Επιτροπή 100/ετηρίδας εκπροσώπησε ο υποστράτηγος Ιωάννης Πετρίδης, τη δε Κυβέρνηση ο Ερμιονίτης Υφυπουργός Οικονομικών Βασίλειος Δεληγιάννης.

 

Υποσημειώσεις


[1] Λεπτομερής περιγραφή των εκδηλώσεων υπάρχει στο βιβλίο του Γ. Π. Παρασκευόπουλου: «Ακτίνες και Νέφη», Αθήνα 1932.

[2] Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας περιγράφεται στο βιβλίο του Ιωάννη Ηρ. Μάλλωση: «Η εν Ερμιόνη Γ΄ Εθνοσυνέλευσις», Αθήναι 1930.

 

Πηγή


Γ.Α.Κ. «Αρχείο Ιωάννη Δαμβέργη»

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης Τζένη Δ. Ντεστάκου

 

Διαβάστε ακόμη:

Η Παναγιά Πορτοκαλούσα, η Ήρα Ακραία και το «κρυφό σχολειό»

$
0
0

Η Παναγιά Πορτοκαλούσα, η Ήρα Ακραία και το «κρυφό σχολειό» | Χρήστος Πιτερός


 

Στα βορειοανατολικά του λόφου της Λάρισας στο απότομο πρανές και σε προεξέχουσα άκρα (=προεξοχή, κορυφή λόφου ή βουνού), είναι κτισμένος ο μνημειακός ολόλευκος εμβληματικός ναός της Παναγίας της Πορτοκαλούσας με το χαρακτηριστικό καμπαναριό, προστάτις της πόλης του Άργους. Ο ναός αυτός προβάλλεται στον φωτεινό ορίζοντα του Αργολικού πεδίου και αποτελεί από μακριά χαρακτηριστικό τοπόσημο αναγνώρισης της πόλης του Άργους και προσανατολισμού και για τους πιλότους της πολεμικής αεροπορίας, που κυριαρχούν στον ελληνικό ουρανό.

Ο ναός πανηγυρίζει στις 21 Νοεμβρίου εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου. Η Παναγία διαδέχθηκε στην Αργολίδα την λατρεία της Ήρας που έχει βαθιές ρίζες από τα προϊστορικά χρόνια, κυρίαρχη θεότητα της φύσης και σύζυγος του Δία στη συνέχεια, προστάτης της οικογένειας «κρατούσε τα κλείδας του γάμου» και ήταν αμείλικτη τιμωρός των επίορκων γυναικών.

 

Ο Ιερός Ναός της Παναγίας Πορτοκαλούσας ή Κατακεκρυμμένης. Λήψη από το λόφο της Δειράδας – Προφήτη Ηλία. Φωτογραφία Ηλίας Αντωνάκος.

 

Η παλαιότερη χριστιανική λατρεία στην επιφανέστερη αυτή θέση της Πορτοκαλούσας ανάγεται γύρω στον δέκατο αι. μ. Χ., όπως έχει επισημανθεί από την αρχαιολογική έρευνα. Ανάλογη λατρεία υπήρχε και στο χαμηλότερο ορατό σπήλαιο, όπου διατηρούνται στους βράχους υπολείμματα τοιχογραφιών. Αλλά η λατρεία αυτή εγκαταλείφθηκε το πιθανότερο για λόγους ανασφάλειας σε δύσκολους καιρούς.

 

Ο Ιερός Ναός της Παναγίας Πορτοκαλούσας, ακριβώς κάτω το σπήλαιο.

 

Το σπήλαιο που βρίσκεται κάτω από την Παναγιά την Κατακεκρυμμένη.

Η Παναγία της Λάρισας είναι γνωστή και ως Παναγία του Βράχου και ως Κατακεκρυμμένη. Το δεύτερο αυτό όνομα αυστηρώς αρχαϊστικό είναι το πιθανότερο δημιούργημα των λόγιων εκπροσώπων της Εκκλησίας. Ωστόσο από τους περιηγητές η εκκλησία αυτή αναφέρεται και ως Κατηχουμένη. Το όνομα αυτό προφανώς αποτελεί παραφθορά του παλαιότερου ονόματος Καταχωμένη και έλαβε το όνομα το πιθανότερο από την εικόνα που βρέθηκε χωμένη στο σπήλαιο κάτω από την εκκλησία, στη θέση που είναι γνωστή ως Εύρεση. (Για την ιστορία της εκκλησίας αυτής, Α.Π. Τσακόπουλος, Ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου, συμβουλαί εις την ιστορίαν της εκκλησίας της Αργολίδος, Αθήναι 1953, 17-30). Ωστόσο το κυρίαρχο όνομα της εκκλησίας στην εποχή μας είναι Πορτοκαλούσα.

Σύμφωνα με την κρατούσα παράδοση έλαβε το όνομα λόγω παλαιού εθίμου, σύμφωνα με το οποίο οι Αργείοι έριχναν πορτοκάλια στα νεόνυμφα ζευγάρια, που επισκέπτονταν την εκκλησία κατά την πανήγυρι (21η Νοεμβρίου). Ωστόσο το έθιμο αυτό που απηχεί παλιά παράδοση ανταλλαγής μηνυμάτων μεταξύ των νέων όπως αναφέρεται και σήμερα π.χ. σε λαϊκό άσμα: «Σου στέλνω μήλο μου στέλνεις πορτοκάλι».

Όπως γράφει ο Τσακόπουλος το 1953, το έθιμο αυτό το ενθυμούνται όσοι  έχουν ηλικία άνω των πενήντα ετών και άνω. Επίσης κατά την εορτή στόλιζαν την εικόνα της Παναγίας με πορτοκάλια και στα προσκυνητάρια. Αλλά το όνομα Πορτοκαλούσα προφανώς έλαβε η Παναγία διότι η εορτή και πανήγυρις στις 21 Νοεμβρίου συμπίπτει με την ωρίμανση των πορτοκαλιών, το χαρακτηριστικό χρυσό προϊόν του αργολικού κάμπου. Άλλο ανάλογο όνομα της Παναγίας την εποχή αυτή σε άλλες περιοχές είναι γνωστό ως Παναγία η Μεσοσπορίτισσα, διότι οι αγρότες βρίσκονται στο μέσο της σποράς των σιτηρών κατά το φθινόπωρο. Το επίθετο Πορτοκαλούσα είναι σαφώς νεότερο. Επίσης τα χρυσάνθεμα που ανθίζουν του Αγίου Δημητρίου (26 Οκτωβρίου) ο λαός τα αποκαλεί αγιοδημήτριδες. Αλλά και στα αρχαία χρόνια, όταν κατά την Άνοιξη με την ανθοφορία τελούνταν εορτές της Ήρας, η θεά του Άργους είχε λάβει το χαρακτηριστικό όνομα ως Ήρα Άνθεια και λατρευόταν σε αρχαίο ναό στην Αγορά του Άργους και η Ήρα, όπως και η Παναγία είχαν πολλά ονόματα.

Στην Αργολίδα εκτός από το μεγάλο ιερό στο Ηραίο του Άργους αλλά και στην Τίρυνθα και στην Άρια, την αρχαία Άνθεια στην Κάναθο πηγή τελούνταν μυστικές τελετές της Ήρας όπως αναφέρει ο Παυσανίας. Η Ήρα λατρευόταν με τελετές κυρίως στις κορυφές των βουνών και των λόφων μαζί με τον Δία, ως Ήρα Ακραία, χαρακτηριστικές θεότητες της βροχής στο πολυδίψιον Άργος. Και στην εποχή μας, σε περιόδους ξηρασίας γίνονταν θρησκευτικές τελετές, λιτανείες.

Με βάση τη σχετική αναφορά του Παυσανία για το Ιερό της Ήρας Ακραίας καθώς ανέβαινε προς τη Λάρισα είχε εκφρασθεί η υποθετική άποψη ότι στο Ιερό της Παναγίας Κατακρυμμένης του Άργους, λατρευόταν η Ήρα Ακραία. Η άποψη αυτή χωρίς αρχαιολογικά τεκμήρια είχε γίνει αποδεκτή από τους αρχαιολόγους. Ωστόσο από τις πρόσφατες έρευνες έχει γίνει φανερό ότι το Ιερό της Ήρας Ακραίας βρίσκεται στο λόφο της Δειράδας – Προφήτη Ηλία (Χ. Πιτερός, ΑΔ Χρονικά 2009), όπου έχουν αποκαλυφθεί από τις αρχές του περασμένου αιώνα τα Ιερά του Απόλλωνα Δειραδιώτη και της Αθηνάς Οξυδερκούς στα δυτικά του λόφου.

Αρχαϊκό ειδώλιο ανδρικής μορφής.

Ωστόσο ένα αρχαϊκό ιερό και ναός που βρέθηκε κοντά στην κορυφή στην ανατολική πλευρά του λόφου του Προφήτη Ηλία, δεν ταυτίσθηκε από τον ανασκαφέα μελετητή W. Vollgraff, διότι ένα σημαντικό αρχαϊκό ειδώλιο ανδρικής μορφής, μεταξύ των άλλων στο χώρο αυτό, 220 μ. ανατολικότερα από το Ιερό του Απόλλωνα Δειραδιώτη, ταυτίσθηκε λανθασμένα ως Απόλλωνας, ενώ πρόκειται για ειδώλιο του Δία, που συλλατρευόταν στη θέση αυτή με την Ήρα Ακραία, όπως έχουμε επισημάνει σε υπό έκδοση σχετική μελέτη μας. Την άποψη ότι το Ιερό της Ήρας Ακραίας βρισκόταν στον Προφήτη Ηλία έχουν επισημάνει και άλλοι ερευνητές.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, λόγω λειψυδρίας, η Ήρα Ακραία είχε τα περισσότερα Ιερά στην Αργολίδα, όπως διαπιστώσαμε από την πρόσφατη αρχαιολογική έρευνα. Στο Αραχναίο, στον Προφήτη Ηλία Αγίου Αδριανού, στην κορυφή του όρους Εύβοια, πάνω από Ηραίο, στον Προφήτη Ηλία του Άργους, στην Ασίνη στο θεωρούμενο ναό του Απόλλωνα, όπως έχουμε επισημάνει (ΑΔ χρονικά 2010), διότι ένα αρχαϊκό ανάλογο ειδώλιο θεωρήθηκε και αυτό ως Απόλλωνας από τους Σουηδούς αρχαιολόγους ενώ απεικονίζει των Δία. Επίσης το πιθανότερο η Ήρα Ακραία λατρευόταν και στην κορυφή της ακρόπολης των Μυκηνών.

 

Άργος, σε πρώτο πλάνο Γεωργοί στις καθημερινές ασχολίες τους, στο βάθος το φρούριο Λάρισα του Άργους και κάτω η Ιερά Μονή Παναγίας της Κατακεκρυμμένης ή Πορτοκαλούσας. Φωτογραφία του Ελβετού Φρεντερίκ Μπουασονά (Frederic Boissonnas), περίπου το 1903.

 

Η εκκλησία της Παναγίας της Κατακρυμμένης – Πορτοκαλούσας είναι στενά συνδεμένη με την πόλη του Άργους και έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την Επανάσταση του 1821, όπου κατάφυγαν τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες τον Απρίλιο του 1821 κατά την εισβολή του Κεχαγιάμπεη. Στο χώρο αυτό λειτούργησε προεπαναστατικά από το 1798 περίπου σχολείο από την Δημογεροντία του Άργους και τον άρχοντα κοτζαμπάση του Άργους Νικ. Περούκα.

Το σχολείο αυτό λίγα χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στην πόλη, στον τούρκικο Μπεκίρ Μαχαλά και λειτουργούσε στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής και του Αγιάννη στη συνέχεια. Στο σχολείο αυτό είχε μαθητεύσει και ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός. Η εντοιχισμένη μαρμάρινη πινακίδα στην είσοδο κάτω από την εκκλησία της Παναγίας που αναφέρει ότι στο χώρο αυτό λειτούργησε κρυφό σχολείο: « Ενταύθα το έτος 1798 συνεστήθη/ και ελειτούργει ελληνικό κρυφό/ σχολείο./ Εις τούτο εφοίτησε και ο επίσκοπος/ Παλαιών Πατρών Γερμανός ο υψώσας/ την σημαία της Επαναστάσεως του 1821» δεν έχει καμία ιστορική βάση.

 

Η εντοιχισμένη μαρμάρινη πινακίδα στην είσοδο κάτω από την εκκλησία της Παναγίας.

 

Λειτούργησε ανοιχτό σχολείο και όχι κρυφό σχολείο. Η επιγραφή αυτή το πιθανότερο τοποθετήθηκε στα χρόνια της Δικτατορίας από τους αρμόδιους της εκκλησίας. Ο μύθος για τη λειτουργία κρυφών σχολείων κατά την Τουρκοκρατία δημιουργήθηκε για πρώτη φορά κατά την επέτειο του εορτασμού της πεντηκονταετίας της Ελληνικής Επανάστασης, γύρω στα 1870, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία και ιστορικές μαρτυρίες. Κατά τον εορτασμό της συμπλήρωσης 150 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση το 1971, κατά τη Δικτατορία, επανήλθε η άποψη αυτή δριμύτερη περί κρυφών σχολείων από τους κύκλους της Εκκλησίας. Έκτοτε η μυθολογική αυτή άποψη είχε ως αποτέλεσμα κάθε εξωκκλήσι να είναι υποψήφιο «κρυφό σχολειό». Την άποψη αυτή υποστηρίζουν συνήθως όσοι δεν έχουν από την πλευρά τους ασχοληθεί με την ιστορική έρευνα και αγνοούν κορυφαίους ιστορικούς μελετητές της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας.

Στη σχετική παραπάνω εντοιχισμένη επιγραφή στην Παναγία της Λάρισας πρέπει να διαγραφεί η λέξη «κρυφό» σχολείο. Διότι η άποψη αυτή είναι ανιστόρητη και παραπληροφορεί τους επισκέπτες. Για να γίνει πλήρως κατανοητή η μυθολογία περί κρυφού σχολείου θα παραθέσω απόσπασμα από συνέντευξη της παγκοσμίως γνωστής βυζαντινολόγου Ελένης Γλύκατζη – Αρβελέρ, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών (31 Οκτωβρίου – 1 Νοεμβρίου 2020).

«Το θέμα είναι ότι η Ελλάδα δεν γνώρισε Διαφωτισμό. Ποιος φταίει; Θα το πω, η Εκκλησία. Αφόρισαν σχεδόν τον Βολταίρο και όλους αυτούς. Ο μόνος διαφωτιστής στην Ελλάδα ήταν ο Ρήγας Φεραίος. Όταν τον σκότωσαν και αυτόν… να μη τα λέω, η Εκκλησία δεν θρήνησε το Ρήγα…  Αλλά κατάφερε η Εκκλησία δύο πράγματα: πρώτον να πει αυτό που σας έλεγα για τον Διαφωτισμό και δεύτερον να μιλήσει για κρυφά σχολειά. Ποια κρυφά σχολειά; Όταν έχουμε τόσες βιβλιοθήκες, τόσους σοφούς, όταν έχουμε έγγραφα της εποχής που λένε για τα σχολεία που υπήρχαν, αν τα βάλουμε κάτω, θα δούμε ότι δεν είναι τα σχολεία της Πόλης και της Σμύρνης μονάχα, αλλά είναι τα ρουμελιώτικα σχολεία και πολλά άλλα. Ποια κρυφά σχολειά;»

Με τον εορτασμό της διακοσιοστής επετείου της Ελληνικής Επανάστασης (2021) καιρός είναι να ξεκαθαριστούν και να διορθωθούν πλάνες και ανιστόρητες απόψεις περί «κρυφού» σχολειού. Άλλωστε η μελέτη της ιστορικής έρευνας δεν έχει τέλος. «Το Έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ότι είναι αληθές». Διονύσιος Σολωμός. Για το σημαντικό προεπαναστατικό σχολείο της Τουρκοκρατίας στο Άργος, το οποίο συνέχισε ο Ι. Καποδίστριας με το γνωστό καποδιστριακό σχολείο, θα αναφερθούμε διεξοδικά σε άλλο χώρο.

 

Χρήστος Πιτερός

Αρχαιολόγος

 

Οι Τελώνες των Ευαγγελίων – Συμβολή στην ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης

$
0
0

Οι Τελώνες των Ευαγγελίων – Συμβολή στην ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης


 

Στην εποχή του Ιησού, τον 1ο αι. μ.Χ., έργο των Τελωνών ήταν κυρίως η είσπραξη των τελών, δηλ. των έμμεσων φόρων. Όπως είναι γνωστό πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους ήταν άδικοι και άπληστοι, ενώ αυτά που συνέλεγαν έπρεπε να ικανοποιούν την κρατική εξουσία που τους είχε παραχωρήσει αυτό το έργο, αλλά και τους ίδιους. Εξ αιτίας αυτών, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, [1] θεωρούνταν από την κοινωνία της Παλαιστίνης μισητοί και ξένα σώματα, που δεν ανήκαν στους «υιούς του Αβραάμ» κάτι που κυρίως ισχυρίζονταν οι ιουδαϊκές θρησκευτικές παρατάξεις, [2] ενώ εξισώνονταν με τους αμαρτωλούς, τους εθνικούς και τις πόρνες.

Πιο αναλυτικά, ο Π. Ν. Τρεμπέλας, [3] συνδέει την δυσμενή αντιμετώπιση των τελωνών από τους ευσεβείς Ιουδαίους, με την αργία του Σαββάτου και την επαφή τους με Έλληνες (δηλ. ειδωλολάτρες) εμπόρους την ιερή ημέρα. Όπως γράφει «αι απαιτήσεις του επαγγέλματος των (των τελωνών) καθίστων πρακτικός αδύνατον την τήρησιν του Σαββάτου (Έλληνες έμποροι διέσχιζον τα σύνορα κατά το Σάββατον και συνεπώς οι τελώναι ώφειλον να ευρίσκονται εκεί κατά την ημέραν ταύτην). Ούτω δε ήσαν εν διαρκεί επαφή μετά του εθνικού κόσμου. Ουδείς ευσεβής Ιουδαίος θα εξέλεγε τοιούτον επάγγελμα».

Παραπλήσια, χωρίς να είναι ακριβώς ίδια, φαίνεται να είναι η θέση του G. B. Caird, ο οποίος συναρτά το κοινωνικό στίγμα των τελωνών με την συνεργασία που είχαν – εξ αιτίας του επαγγέλματός τους – με εθνικούς ανώτερους υπάλληλους και εμπόρους. Παράλληλα και αυτός υπογραμμίζει πως οι άδικοι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν εξασκώντας το επάγγελμά τους (εκβιασμοί) τους οδηγούσαν στην κοινωνική περιθωριοποίηση.[4]

 

Συλλογή φόρων από τελώνες. (Ανάγλυφο του 2ου αι. μ. Χ.)

 

Πράγματι το επάγγελμα – και πιθανόν η καταγωγή τους, όπως θα φανεί παρακάτω – τοποθετούσε τους τελώνες πολύ χαμηλά στην κοινωνική κλίμακα της Παλαιστίνης. Είναι γνωστό πως ο λαός παρόλη την προφανή οικονομική τους επιφάνεια δεν τους εκτιμούσε, ενώ οι νομοδιδάσκαλοι και οι Φαρισαίοι τους χρησιμοποιούσαν ως παραδείγματα προς αποφυγή. Θεωρούνταν αδιανόητο, όπως συμπεραίνεται από αρκετά χωρία της Καινής Διαθήκης, να τρώει κάποιος μαζί τους στο ίδιο τραπέζι ή να πηγαίνει σπίτι τους, ενώ σε καμία περίπτωση οι ραβίνοι δεν θα δέχονταν έναν τελώνη για μαθητή τους, [5] γιατί τότε, εφόσον είχαν τέτοιες συναναστροφές, θα γίνονταν υπαινιγμοί σε βάρος τους, κάτι που συνέβη στον Ιησού, και θα κινδύνευαν να χαρακτηριστούν και αυτοί αμαρτωλοί που δεν τηρούσαν τα καθιερωμένα.

Αυτές οι ενδεικτικές ακραίες εκδηλώσεις σε βάρος των τελωνών είναι δύσκολο να ερμηνευτούν μόνο ως αποτέλεσμα της απληστίας τους και του σκληρού τρόπου με τον οποίο συγκέντρωναν τα οφειλόμενα στην εξουσία. Άραγε στην ιουδαϊκή κοινωνία των χρόνων του Ιησού δεν θα υπήρχαν και άλλες επαγγελματικές ομάδες, οι οποίες εξαιτίας της εργασίας τους, θα φέρονταν με σκληρότητα προκαλώντας το μίσος των πολιτών;

Για παράδειγμα οι στρατιώτες της φρουράς των Ηρωδών, (μεταξύ των οποίων υπήρχαν και άτομα ιουδαϊκής καταγωγής) που συνεργάζονταν με τους Ρωμαίους και έπαιρναν μέρος σε αντιδημοφιλείς ενέργειες, σαν τη σύλληψη του Ιωάννη του Βαπτιστή, γιατί να ήταν περισσότερο αποδεκτοί, κοινωνικά και θρησκευτικά απ’ ότι οι τελώνες. Ή γιατί να μην εξισώνονται με τους εθνικούς και τις πόρνες αυτοί που ασκούσαν επονείδιστα επαγγέλματα στην Παλαιστίνη,[6] όπως π. χ. οι κάπηλοι και οι έμποροι των καρπών του Σαββατικού έτους. Και τέλος, γιατί να μην θεωρούνται άνθρωποι του Θεού, άτομα όπως ο αρχιτελώνης Ζακχαίος, που η συμπεριφορά του φανέρωνε και τις θρησκευτικές του ανησυχίες και την συμπάθειά του, σε λανθάνουσα ίσως μορφή, για τους αναξιοπαθούντες συμπολίτες του.

 

Ιωάννης ο Βαπτιστής. Αρχείο: Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου Τμήμα εκτυπώσεων και φωτογραφιών Washington, 1872.

 

Βεβαίως είναι σοβαροί λόγοι, εφόσον ισχύουν, η μη τήρηση της αργίας του Σαββάτου και η συναναστροφή με ειδωλολάτρες υπαλλήλους και εμπόρους ώστε να θεωρηθούν οι τελώνες θρησκευτικά και κοινωνικά απόβλητοι. Τίθεται όμως το ερώτημα, εφόσον οι ίδιοι ήταν υπεύθυνοι των τελωνείων, δεν θα μπορούσαν, αν το ήθελαν, να σταματούν την εργασία τους αυτή την ημέρα και να ζητούν από τους εμπόρους να περιμένουν την επόμενη για να πληρώσουν τους δασμούς και να περάσουν; Άλλωστε κανένας δεν θα τους ανάγκαζε να εργαστούν το Σάββατο, αφού οι ίδιοι ως επιχειρηματίες είχαν ενοικιάσει τους φόρους και τους εισέπρατταν πλέον για δικό τους όφελος.

Ταυτόχρονα είναι γνωστή η ανοχή που έδειχναν στις θρησκευτικές ευαισθησίες των Ιουδαίων οι Ρωμαίοι επίτροποι και οι Ηρώδες.[7] Έτσι είναι δύσκολο να δεχτεί κάποιος πως θα διέταζαν τους εισπράκτορες των τελών να συναλλάσσονται την ημέρα της θρησκευτικής αργίας. Τέλος οι τελώνες δεν θα ήταν οι μοναδικοί Ιουδαίοι που θα είχαν συνεργασία με εθνικούς. Οπότε και πάλι αυτοί οι λόγοι δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν την δεινή θρησκευτική τους θέση που περιγράφουν τα Ευαγγέλια.

Ιώσηπος Φλάβιος ή Γιοσέφ μπεν Μαθιά, Εβραίος λόγιος, ιστορικός και αγιολόγος.

Άρα συνθετότερα φαίνονται να είναι τα αίτια της κοινωνικής απόρριψης, της απέχθειας και του μίσους που έτρεφαν οι κάτοικοι της Παλαιστίνης για τους τελώνες. Το πιθανότερο – και αυτή η θέση θα υποστηριχτεί στη συνεχεία – είναι πως η αντίδραση εναντίον τους οφείλονταν κυρίως στη θρησκευτική φόρτιση που είχε ο φόρος για τους κατοίκους της Παλαιστίνης. Είναι γνωστό πως για τους Ιουδαίους η απόδοση του φόρου ήταν καθαρά μία θρησκευτική πράξη, που, εκτός των άλλων, ξεκαθάριζε το ζήτημα της κυριαρχίας της άγιας γης. Άλλωστε ένας από τους κύριους λόγους για τον οποίο ξεσηκώθηκαν οι Ζηλωτές, ήταν η αντίδρασή τους στην προσφορά φόρου στον κατακτητή, πράγμα που φανερώνει τη θρησκευτική ιδιαιτερότητά του.

Τέλος, πρέπει να τονιστεί πως οι τελώνες δεν ήταν απαραίτητα αποξενωμένοι από το Θεό και το λαό, όπως τους παρουσίαζαν κυρίως οι Φαρισαίοι. Αυτό το γεγονός αντανακλάται στις μαρτυρίες των Ευαγγελίων και ενισχύεται από την μαρτυρία του Ιώσηπου, ο οποίος στο δεύτερο βιβλίο του «Ιουδαϊκού πολέμου» αναφέρεται στην βοήθεια που προσέφερε ο τελώνης Ιωάννης στην ιουδαϊκή κοινότητα της Καισάρειας, την εποχή του Νέρωνα. Συγκεκριμένα έδωσε μαζί με άλλους επιφανείς Ιουδαίους οκτώ τάλαντα στο ρωμαίο επίτροπο Φλώρο (64-66), ώστε αυτός να ευνοήσει τους συμπατριώτες του Ιουδαίους σε διένεξη που είχαν με τους Έλληνες κατοίκους της πόλης.[8]

 

Η θέση των τελωνών στο φορολογικό σύστημα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας

 

Για να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι επαγγελματικές δραστηριότητες των τελωνών και οι λόγοι που ο λαός της Παλαιστίνης τους θεωρούσε παραδείγματα προς αποφυγήν θα πρέπει εδώ, δι’ ολίγων, να γίνει αναφορά στο φορολογικό σύστημα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.[9]

Η φορολογία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν μία υπόθεση που αφορούσε αποκλειστικά τις επαρχίες. [10] Από αυτές εισπράττονταν οι φόροι του κράτους, που ήταν ή σε χρήμα [11] ή σε είδος (σιτάρι, άλλα τρόφιμα κ. α.).[12] Κάθε μία από αυτές έπρεπε να δίνει ή το ένα ή το άλλο. Υπήρχαν όμως και επαρχίες, όπως η Αίγυπτος, που υποχρεώνονταν να δίνουν και τα δύο.

Ηρώδης Αρχέλαος. εθνάρχης της Ιουδαίας της Σαμάρειας και της Ιδουμαίας (4 π.Χ.-6). Γιος του Ηρώδη του Μεγάλου.

Για να πληρώνει μία επαρχία μόνο χρηματικό φόρο στον κατακτητή θα έπρεπε στο έδαφός της να μην υπάρχουν στρατιωτικές μονάδες [13] στις οποίες θα καταβάλλονταν ο ανεφοδιασμός τους ή να υπάρχουν ελάχιστες. Η Παλαιστίνη ανήκε σ’ αυτή την κατηγορία. Όπως είναι γνωστό, την εξουσία εδώ την ασκούσαν οι φόρου υποτελείς ηγεμόνες – άνθρωποι των Ρωμαίων, ο εθνάρχης Αρχέλαος και οι τετράρχες που όλοι ανήκαν στην οικογένεια των Ηρωδών, ενώ την Ιουδαία την κυβερνούσε ο ρωμαίος επίτροπος που είχε την έδρα του στην Καισάρεια. Οι Ηρώδες, προφανώς φρόντιζαν για τους δικούς τους στρατιώτες, ενώ στην Ιουδαία υπήρχε ουσιαστικά μόνο η ρωμαϊκή φρουρά που έδρευε στο φρούριο Αντωνία της Ιερουσαλήμ σαν μόνιμη στρατιωτική εγκατάσταση.[14]

Οι επαρχίες έπρεπε να φροντίζουν για τον εφοδιασμό της Ρώμης με σιτάρι, και να παρέχουν τροφή στους αξιωματούχους και τους στρατιώτες. Ταυτόχρονα έπρεπε να δίνουν και μετρητά στα όργανα της αυτοκρατορίας, ενώ μπορούσαν να υπάρξουν και φόροι με ειδική έγκριση του αυτοκράτορα, όπως για παράδειγμα ο φόρος στο Ναό που έδιναν οι κάτοικοι της Παλαιστίνης.

Εκτός από τους άμεσους φόρους σημαντικοί ήταν και οι έμμεσοι που εισπράττονταν υπό τη μορφή δασμών για τα εμπορεύματα που διακινούνταν από μία επαρχία ή περιοχή της αυτοκρατορίας σε μία άλλη. Ειδικοί χώροι, τα τελωνεία, υπήρχαν γι’ αυτό το σκοπό. Ένα τέτοιο, όπως πληροφορούν οι συνοπτικοί Ευαγγελιστές, βρίσκονταν στην περιοχή της Καπερναούμ, στο οποίο έγινε η κλήση του Ματθαίου. Στη Γαλιλαία φαίνεται να είναι άμεση η εξάρτηση του φόρου από τις παραγωγικές διαδικασίες που σχετιζόταν με τη λίμνη Γεννησαρέτ (αλιεία, συντήρηση αλιευμάτων κοκ.).

Συνηθισμένο φαινόμενο ήταν η ενοικίαση των φόρων της αυτοκρατορίας από μεγάλους επιχειρηματίες, τους δημοσιώνες, ή από όμιλο, που τον αποτελούσαν οι τελώνες, αν επρόκειτο για τέλη, των οποίων ήταν χαρακτηριστική η ποικιλία στο ρωμαϊκο κράτος.[15] Επικεφαλής τέτοιου ομίλου, που δημιουργούσε μία εταιρεία, ήταν ο αρχιτελώνης. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο Ζακχαίος, που, όπως φαίνεται στο ευαγγέλιο του Λουκά, είχε ενοικιάσει με άλλους συναδέλφους του, τους δασμούς του τελωνείου της Ιεριχώς.

Ο Ματθαίος προτού γίνει μαθητής του Χριστού ήταν τελώνης που ανήκε στον όμιλο επιχειρηματιών που είχαν μισθώσει το τελωνείο της Καπερναούμ. Δουλειά του ήταν η είσπραξη των δασμών για τα εμπορεύματα που διακινούνταν από την περιοχή του Ηρώδη Αντίπα σ’ αυτή του Φιλίππου.

Ζητούμενο είναι από ποια αρχή οι τελώνες της Παλαιστίνης ενοικίαζαν τους φόρους. Από τους Ρωμαίους ή από τους τοπικούς υποτελείς ηγεμονίσκους; Φυσικά για την περιοχή της Ιουδαίας δεν τίθεται θέμα. Εφόσον εδώ την εξουσία την ασκούσαν οι ρωμαίοι επίτροποι, θα είχαν στην δικαιοδοσία τους και τους φόρους, οπότε αυτοί θα τους ενοικίαζαν στους ομίλους των επιχειρηματιών. Όσο για τις άλλες περιοχές οι φόροι ενοικιάζονταν από τους Ηρώδες, οι οποίοι ασκούσαν την εξουσία στο εσωτερικό τους. Άρα οι τελώνες της Γαλιλαίας, και μεταξύ αυτών και ο Ματθαίος, εισέπρατταν τα τέλη, που ενοικίαζαν από τον Ηρώδη Αντίπα.

Ανακεφαλαιώνοντας, φαίνεται πως οι τελώνες συγκροτούσαν εταιρείες με σκοπό την είσπραξη των τελών μιας ορισμένης περιοχής. Τα είχαν ενοικιάσει είτε από τη ρωμαϊκή αρχή ή από τους ανθρώπους που ασκούσαν μια «ανεξάρτητη» εξουσία σε μία περιοχή υπό την κηδεμονία του αυτοκράτορα. Μπορεί ο τρόπος που συγκέντρωναν τους φόρους να ήταν σκληρός και απάνθρωπος, δεν σημαίνει όμως πως υποχρεωτικά μόνο γι’ αυτό θα έπρεπε να τοποθετηθούν στο ίδιο επίπεδο με τους αμαρτωλούς και τους εθνικούς και να θεωρηθούν παραβάτες του νόμου του Θεού.

 

Οι αντιλήψεις των Ιουδαίων της εποχής του Ιησού για τη φορολογία

 

Γράφοντας ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος για την επανάσταση του Ιούδα του Γαλιλαίου τονίζει μεταξύ των άλλων: «(Όταν έγινε επίτροπος ο Κωπώνιος)…τις ανήρ Γαλιλαίος Ιούδας όνομα εις απόστασιν ενήγε τους επιχωρίους, κακίζων ει φόρον τε Ρωμαίοις τελείν υπομένουσιν και μετά τον Θεόν οίσουσι θνητούς δεσπότας» (Ιουδ. Πόλεμος ΙΙ 118). Δηλαδή ο βασικός λόγος που ξεκίνησε ο αγώνας του Ιούδα και των Ζηλωτών εναντίον των Ρωμαίων ήταν η φορολογία που υποχρεωνόταν να δίνει ο λαός του Θεού στους κατακτητές.

Αυτή η ιδιαίτερη ευαισθησία των Ιουδαίων για τη φορολογία [16] είχε καθαρά θρησκευτικό κίνητρο. Σύμφωνα με τις κρατούσες αντιλήψεις που αντικατοπτρίζονται στην παραπάνω μαρτυρία του Ιώσηπου η απόδοση φόρου σε κάποιον σήμαινε πως αυτός αναγνωρίζονταν ως αφέντης και κυρίαρχος. Για το μωσαϊκό νόμο όμως και τους κατοίκους της Παλαιστίνης τέτοιος ήταν μόνο ο Θεός. Σύμφωνα με το Λευιτικόν (25,23) «και η γη ου πραθήσεται εις βεβαίωσιν, εμή γαρ έστιν η γη, διότι προσήλυτοι και πάροικοι υμείς εστέ εναντίον μου».

Δίνοντας λοιπόν εισφορές στο Ναό του Θεού και αυτοί που κατοικούσαν στην Παλαιστίνη και αυτοί που βρίσκονταν στη διασπορά αυτόματα έδειχναν ποιος είναι ο κυρίαρχος: Μόνο ο Θεός και μόνο στο Ναό Του έπρεπε να αποδίδεται ο φόρος που αποκτούσε έτσι έναν θρησκευτικό συμβολισμό. Βεβαίως, μετά από όλα αυτά, είναι αυτονόητη η αντίθεση των παραπάνω θέσεων του Ιουδαϊσμού με την επαχθή φορολογία, που επέβαλλαν οι ρωμαίοι κατακτητές και οι συνεργάτες τους Ηρώδες, την οποία εισέπρατταν έμμεσα μέσω των τελωνών, που ήταν ουσιαστικά τα εκτελεστικά όργανά τους.

Σε τελική ανάλυση το μεγάλο ζήτημα που έθετε ο φόρος ήταν ποιος θεωρείται δεσπότης της Παλαιστίνης ο Θεός ή οι Ρωμαίοι; Αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης το δίλημμα της θεοκρατικής ιουδαϊκής κοινωνίας: Αν πλήρωναν αυτά που ζητούσαν οι κατακτητές αμέσως αναγνώριζαν τους «θνητούς δεσπότας» όπως γράφει ο Ιώσηπος. Κάτι φοβερό για τους ευσεβείς Ιουδαίους που ήταν σχεδόν αδύνατο να αποδεχτούν. Όπως βέβαια δε θα αποδέχονταν με τίποτα και τους εισπράκτορες των οφειλόμενων στη Ρώμη, τους τελώνες, κάτι απόλυτα φυσικό για τη νοοτροπία τους. Ήταν όμως και αδύνατο, όπως είναι φυσικό, να μη πληρώσουν τους φόρους ή τα τέλη στα όργανα – άμεσα ή έμμεσα – της Αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό το ερώτημα που τίθεται είναι σε ποιον θα ξεσπούσε η οργή και ο θρησκευτικός αποτροπιασμός. Η απάντηση είναι στους τελώνες που ήταν τα εύκολα θύματα, εφόσον – είτε το ήθελαν είτε όχι οι Φαρισαίοι – ανήκαν και αυτοί στην ιουδαϊκή κοινωνία.

Χαρακτηριστικό της ιδιάζουσας θέσης που είχε ο φόρος είναι ο τρόπος με τον οποίο προσπάθησαν να παγιδέψουν τον Ιησού μέλη των θρησκευτικοκοινωνικών παρατάξεων. Με σκοπό να τον παραδώσουν στους ρωμαίους τον ρώτησαν αν επιτρέπεται να πληρώνουν φόρο στον αυτοκράτορα. Όπως είναι γνωστό ο Κύριος με την απάντησή του, τους άφησε κατάπληκτους και τους ανάγκασε να φύγουν.[17]

Τώρα, όσον αφορά το φόρο στο Ναό, ενδιαφέρον παρουσιάζει το χωρίο Ματθ. 17,24-27. Εδώ οι ειδικοί εισπράκτορες του («οι τα δίδραχμα λαμβάνοντες») φτάνουν στην Καπερναούμ και ζητούν από τον Πέτρο να τους πληροφορήσει αν ο Χριστός πληρώνει το φόρο. Μετά από στιχομυθία του αποστόλου με τον Ιησού αυτός δέχεται να δώσει το συγκεκριμένο ποσόν «ίνα δε μη σκανδαλίσωμεν αυτούς» (17,27). Δηλαδή η μη απόδοση του ήταν αιτία σκανδαλισμού και είναι γνωστό από τις μωσαϊκές διατάξεις,[18] πόση βαρύτητα είχε ένα τέτοιο παράπτωμα, στο οποίο και ο Ιησούς έδινε μεγάλη σημασία (πρβλ. από την επί του Όρους ομιλία: «ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου» Ματθ. 5,29).

 

Οι μαρτυρίες των Ευαγγελίων για τους τελώνες

 

Είναι γνωστό πως οι ευαγγελικές αναφορές στους τελώνες περιορίζονται στην αφήγηση των τριών Συνοπτικών. Και εδώ όμως μόνο ο Ματθαίος και ο Λουκάς κάνουν λόγο γι’ αυτούς πάνω από μία φορά. Ο Μάρκος ασχολείται μαζί τους μόνο στο επεισόδιο της κλήσης του Λευί και στο τραπέζι που ακολουθεί.

 

Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος.

 

Η αρχική τοποθέτηση των ευαγγελικών χωρίων που αναφέρονται στους τελώνες δεν φαίνεται να είναι διαφορετική από την αντίληψη που είχαν οι Φαρισαίοι και η ιουδαϊκή κοινωνία γι’ αυτούς. Και εδώ οι εισπράκτορες των φόρων παρουσιάζονται ως άνθρωποι αμαρτωλοί, μακριά από το Θεό και το νόμο του. Στην εξέλιξη όμως των περισσότερων επεισοδίων φαίνεται η διαφορετική αντιμετώπισή τους από τα Ευαγγέλια: ενώ για τους Φαρισαίους δεν υπάρχει καμία περίπτωση σωτηρίας των τελωνών, εδώ όχι μόνο περιγράφονται οι πιθανότητες να σωθούν, αλλά πολλές φορές έχουν ήδη σωθεί.

Δύο φαίνεται να είναι οι βασικές ομάδες χωρίων στα οποία συμμετέχουν τελώνες: στην πρώτη, κυρίως μέσα από λόγια του Ιησού, απηχείται η αντίληψη των ανθρώπων της Παλαιστίνης γι’ αυτούς, διαφαίνεται όμως ταυτόχρονα και θρησκευτική δικαίωση αυτής της επαγγελματικής ομάδας. Στη δεύτερη, μέσα από σειρά επεισοδίων παρουσιάζεται η συναναστροφή τους με τον Ιησού και οι συνέπειες που φέρνει αυτή. Είναι γνωστό πως γίνεται αφορμή ώστε να του αποδοθούν κατηγορίες από τις θρησκευτικές παρατάξεις της Παλαιστίνης. Τέλος η διήγηση για τους τελώνες που πηγαίνουν να βαπτισθούν από τον Ιωάννη και ο τελώνης της γνωστής παραβολής του Λουκά θα πρέπει να τοποθετηθούν ξεχωριστά από τις παραπάνω ομάδες.

Στη συνέχεια παρατίθενται τα σχετικά με τους τελώνες ευαγγελικά χωρία ανά ευαγγελιστή και ομάδα.

Για διευκόλυνση η πρώτη ομάδα συμβολίζεται με το Α, η δεύτερη με το Β και οι δύο μεμονωμένες περιπτώσεις με το Γ.

 

Ματθαίος

  • 5,43-48. Οι τελώνες αγαπούν μόνο όσους τους αγαπούν Α.
  • 9,9-13. Η κλήση του Ματθαίου και το φαγητό με τους τελώνες Β.
  • 10,3. Ένας από τους μαθητές: Ματθαίος ο τελώνης Β.
  • 11,19. Ο Υιός του Ανθρώπου κατηγορείται πως συναναστρέφεται με τελώνες Β.
  • 18,17. Ο τελώνης είναι εξομοιωμένος με τους ειδωλολάτρες Α.
  • 21,31-32. Οι τελώνες και οι πόρνες θα εισέλθουν πριν από τους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους του λαού, στη Βασιλεία του Θεού, γιατί πίστεψαν στον Ιωάννη το Βαπτιστή Α.

Μάρκος

  • 2,13-17. Η κλήση του Λευί και το τραπέζι με τους τελώνες Β.

Λουκάς

  • 3,12-13. Οι τελώνες στον Ιωάννη Γ.
  • 5,27-32. Η κλήση του Λευί και το τραπέζι με τους τελώνες Β.
  • 7,29-30. Ακόμη και οι τελώνες – σε αντίθεση με τους Φαρισαίους και τους Νομοδιδασκάλους -βαπτίζονται από τον Ιωάννη Α.
  • 7,34. Ο Υιός του Ανθρώπου κατηγορείται για συναναστροφή με τελώνες Β.
  • 15,1 κ.ε. Οι τελώνες και οι αμαρτωλοί που πλησιάζουν και ακούνε τον Ιησού γίνονται αφορμή για τις παραβολές του χαμένου προβάτου, της χαμένης δραχμής και του ασώτου υιού (ή του Πατέρα που αγαπάει εξίσου τα παιδιά του ) Β.
  • 18,10-13. Παραβολή Τελώνη και Φαρισαίου Γ.
  • 19,1-10. Η συνάντηση του Ιησού με τον αρχιτελώνη Ζακχαίο Β.

 

Στη συνέχεια θα δοθούν κάποια στοιχεία, απαραίτητα για την ορθή κατανόηση των παραπάνω ευαγγελικών εδαφίων. Έτσι, παράλληλα χωρία – με την στενή έννοια και μόνον σε ότι αφορά τους τελώνες – είναι τα εξής:

Η κλήση του Ματθαίου – εφόσον δεχόμαστε την ταύτισή του με τον Λευί – και το τραπέζι που γίνεται κατόπιν. (Ματθ. 9,9-13 = Μαρκ. 2,13-17 =Λουκ. 5,27-32).

Ο Υιός του Ανθρώπου κατηγορείται για συναναστροφή με τελώνες ( Ματθ. 11,19 = Λουκ. 7,34).

Αυτοί οι στίχοι (Ματθ. 11,19 = Λουκ.7,34 ) ανήκουν στην ομάδα Β των χωρίων που αναφέρονται στους τελώνες. Μπορεί να φαίνεται εδώ η άποψη της ιουδαϊκής κοινωνίας γι’ αυτή την συναναστροφή, στηρίζεται όμως σε πραγματικό γεγονός. Δεν είναι ούτε αντίληψη κάποιων ούτε έκφραση που χρησιμοποιούνταν γι’ αυτή την επαγγελματική τάξη.

Το χωρίο Ματθ. 21,31- 32 είναι ουσιαστικά παράλληλο με το Λουκ. 7,29-30, έχοντας ως βάση το ίδιο λόγιο του Ιησού. Αντικαθίστανται όμως οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού με τους Φαρισαίους και τους Νομοδιδασκάλους. Ενώ το χωρίο Ματθ. 5,43-48 ανήκει στο μέρος της επί του Όρους ομιλίας που αναφέρεται στην αγάπη για το συνάνθρωπο. Έχει ως παράλληλό του το εδάφιο Λουκ. 6,27-28‘ 32-36. Εδώ όμως οι τελώνες αντικαθίστανται με τους αμαρτωλούς.

Το επάγγελμα του Ματθαίου παρατίθεται μόνο στον κατάλογο του στενού κύκλου των μαθητών (Ματθαίος ο τελώνης). Ενώ στο ευαγγέλιο του Λουκά αρκετές από τις αναφορές στους τελώνες ανήκουν στο ιδιαίτερο υλικό του ευαγγελιστή.

 

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς ζωγραφίζει εικόνα της Θεοτόκου.
O απόστολος Λουκάς ζωγραφίζει την Παναγία Oδηγήτρια, ενυπόγραφη δημιουργία του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου (1541-1614), χρονολογημένη ανάμεσα στα 1560-1567. H μορφή του αποστόλου, προστάτη των ζωγράφων, έχει υποστεί σοβαρές φθορές. Aπό τα σωζόμενα ωστόσο στοιχεία, και παρά την εικονογραφική προσήλωση του έργου στη βυζαντινή παράδοση, διακρίνεται καθαρά ο προσανατολισμός του Θεοτοκόπουλου προς τη δυτική τέχνη, προτού ακόμη ο καλλιτέχνης εγκαταλείψει την Kρήτη. 0,41×0,33 μ. Δωρεά Δημητρίου Σισιλιάνου (11296). Μουσείο Μπενακη.

 

Σ’ αυτό το σημείο είναι απαραίτητη αυτή η γενική παρατήρηση: παντού λοιπόν, όπου γίνεται λόγος για τους τελώνες, σ’ όλα τα ευαγγελικά εδάφια, – εκτός από εκείνα που απηχούν αντιλήψεις της ιουδαϊκής κοινωνίας – αυτοί χρησιμοποιούνται για ν’ αποτελέσουν το «αντίπαλον δέος» στους Φαρισαίους και τους νομοδιδασκάλους και να δικαιώσουν τις επιλογές του Ιησού και την διδασκαλία του περί φανέρωσης των μυστικών της Βασιλείας του Θεού στα «νήπια» (Ματθ. 11,25= Λουκ.10,21 ). Αν μάλιστα στον όρο «νήπια» συμπεριληφθούν και τα άτομα, τα οποία η ιουδαϊκή κοινωνία τα αντιλαμβάνονταν ως πνευματικά ανώριμα, που, επειδή δεν μπορούσαν να πλησιάσουν το Θεό οδηγούνταν σε «ασεβή» επαγγέλματα μη αποδεκτά (τελώνες, πόρνες κ. α.), τότε φαίνεται η άμεση σχέση των «νηπίων» με αυτούς που ασκούσαν επονείδιστα επαγγέλματα.

Στην πρώτη ομάδα χωρίων που αναφέρθηκαν παραπάνω αποκαλύπτονται αντιλήψεις της ιουδαϊκής κοινωνίας της εποχής του Ιησού για τους τελώνες: αυτοί λοιπόν αγαπούν μόνο όσους τους αγαπούν και είναι όμοιοι με τους ειδωλολάτρες. Αυτές οι απόψεις μάλλον χρησιμοποιούνται από τον Ιησού για να χρωματίσουν το λόγο του και να κάνουν πιο κατανοητό το κήρυγμά του από το πλήθος που ασφαλώς θα τις γνώριζε. Όλη η δράση του Χριστού δεν επιτρέπει να θεωρηθεί πως Αυτός υιοθετούσε αυτές τις εκφράσεις. Άλλωστε είναι γνωστός ο πρωτοποριακός ρόλος που επιφύλασσε για τους τελώνες.

 

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς ζωγραφίζει εικόνα της Θεοτόκου. Χαρακτικό, Raphael Sadeler (Ράφαελ Σάντελερ Δε Έλντερ), (1560 – 1628).

 

Το πρόβλημα που ξεπηδάει από την ανάγνωση των χωρίων της δεύτερης ομάδας είναι η λαχτάρα των τελωνών να πλησιάσουν τον Ιησού, να Τον ακούσουν και να καθίσουν να φάνε μαζί Του. Φανερώνει άραγε αυτή τους η συμπεριφορά γνήσιο ενδιαφέρον για το λόγο και το έργο του Χριστού ή απλά δείχνει τον πόθο τους να γίνουν αποδεκτοί από μια σημαίνουσα θρησκευτική προσωπικότητα και έτσι να καταξιωθούν και να δικαιωθούν – αν βέβαια μπορούσε να γίνει αυτό στ’ αλήθεια ή ήταν μόνο μία μύχια ελπίδα τους που δεν θα πραγματοποιούνταν ποτέ – από τη θεοκρατική ιουδαϊκή κοινωνία στην οποία θρησκεία και κοινωνικός σεβασμός συμβάδιζαν; Για ν’ απαντηθεί το ερώτημα νομίζουμε πως πρέπει να ερευνηθούν τα κίνητρα των τελωνών.

Υπάρχουν λοιπόν περιπτώσεις όπως ο Ζακχαίος, του οποίου η λαχτάρα για συνάντηση με τον Ιησού τον κάνει να παραβλέψει και την ιλαρότητα που θα μπορούσε να προκαλέσει η συμπεριφορά του αλλά και τον πιθανό κίνδυνο που δημιουργούσε η ανάμειξή του με το πλήθος, εφ’ όσον θεωρούνταν άτομο που ασκεί αντιδημοφιλές επάγγελμα. Εδώ φανερώνεται ένας άνθρωπος με γνήσια αγάπη για τον Ιησού και το κήρυγμά του. Το ίδιο συμβαίνει και με το Ματθαίο – και μάλιστα σε πολύ πιο έντονο βαθμό – ο οποίος για να ακολουθήσει τον Ιησού και να γίνει μαθητής του εγκαταλείπει τα πάντα και προσχωρεί στον αποστολικό όμιλο. Πάντως, ενδείξεις για άλλα κίνητρα των τελωνών δεν υπάρχουν στα ευαγγέλια. Δεν είναι όμως απίθανο, αν ληφθεί υπόψη και η κακή γνώμη που είχε η ιουδαϊκή κοινωνία γι’ αυτούς, κάποιους τελώνες να τους ενδιέφερε και το κύρος που θα αποκτούσαν από τη συντροφιά του Ιησού ή ακόμη και να αισθάνονταν δικαιωμένοι για τις επιλογές τους, όταν άκουγαν στο κήρυγμα, πως θα εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού πριν από τους Φαρισαίους και τους Γραμματείς.

Χαρακτηριστικός είναι ο αρνητικός σχολιασμός που κάνουν οι Φαρισαίοι για το κοινό δείπνο του Ιησού με τους τελώνες. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να μη μιλήσουν μαζί του αλλά να κάνουν έλεγχο στους μαθητές του, όχι μόνο για τη δική τους συμμετοχή αλλά και για τη συμμετοχή του δασκάλου τους σ’ αυτό το τραπέζι. Γιατί το κάνουν αυτό; Είναι γνωστό πως η τροφή εκτός των άλλων «καθόριζε τις σχέσεις των Ισραηλιτών μεταξύ τους και με το Θεό. Έτσι η τροφή μπορούσε να συμβολίζει ευλογία ή κρίση, αποδοχή ή απόρριψη ή αμφιβολία ….[19]

 

Ο Χριστός και οι Φαρισαίοι. Έργο του Γερμανού Ζωγράφου Ernst Zimmerman (1852-1901).

 

Άρα, σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές, τρώγοντας μαζί τους ο Ιησούς σημαίνει πως τους αποδέχεται και τους θεωρεί ανθρώπους του Θεού. Έτσι όμως, για τη θρησκευτική παράταξη των Φαρισαίων, εξισώνεται με τους τελώνες και θεωρείται ένας από αυτούς. Ενώ οι μαθητές κάθονται και τρώνε με αυτούς που θεωρούνται αμαρτωλοί ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του δασκάλου τους. Δεν φαίνεται να έχουν λοιπόν άμεση ευθύνη, μιας και όφειλαν υπακοή σ’ αυτόν. Ταυτόχρονα με αυτή την κίνηση των Φαρισαίων φανερώνεται η προσπάθειά τους να τους τραβήξουν μακριά από τον Ιησού. Ενώ δείχνουν να ελέγχουν, μέσω των μαθητών τον Ιησού, φανερώνουν και το δήθεν «ενδιαφέρον» τους για την αποστολική ομάδα, έχοντας βέβαια ως σκοπό να απομακρύνουν τους μαθητές από το Χριστό, παρουσιάζοντας την «παρακοή» Του στις καθιερωμένες αρχές του Ιουδαϊσμού.

Σημαντικό είναι να ερευνηθεί σε ποιο σκαλοπάτι της ιουδαϊκής κοινωνικής και θρησκευτικής κλίμακας βρίσκονταν οι τελώνες. Έπαιζαν κάποιο ρόλο τα χρήματα που σίγουρα είχαν, στην καταξίωσή τους; Η απάντηση, πιστεύουμε, είναι όχι. Γνωρίζουμε πως την εποχή του Ιησού οι κάτοικοι της Παλαιστίνης κατατάσσονταν στις εξής επτά κατηγορίες: α) Ιερείς, β) Λευίτες γ) ο λαός των Ισραηλιτών δ) τα παράνομα παιδιά των ιερέων, οι προσήλυτοι, οι πρώην ειδωλολάτρες που μεταστράφηκαν στον ιουδαϊσμό, οι απελεύθεροι ε) οι ευνούχοι, τα έκθετα βρέφη και όσοι είχαν γεννηθεί με παράνομο τρόπο στ) οι εκ γενετής ευνούχοι, οι παραμορφωμένοι σεξουαλικά και οι ερμαφρόδιτοι ζ) οι εθνικοί.[20] Δηλαδή οι ειδωλολάτρες βρίσκονταν στην τελευταία θέση και με το λόγιο του Ιησού «…ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης» (Ματθ.18,17), που απηχούσε την αντίληψη των Ιουδαίων, φαίνεται πως εδώ ανήκαν και οι τελώνες: Θεωρούνταν δηλαδή άνθρωποι χωρίς καμία κοινωνική ή θρησκευτική υπόληψη, παρόλη την προφανή οικονομική τους επιφάνεια ή τη λαχτάρα που εκδηλώνουν για θρησκευτικά ζητήματα. Το επάγγελμά τους λοιπόν είναι τόσο καθοριστικό που παραμερίζει όλα τα υπόλοιπα και δημιουργεί την περιφρόνηση των θρησκευτικών παρατάξεων και του λαού.

 

Τελώνες και Am- Haarez[21]

 

Στο γνωστό γεύμα που παρατίθεται στο σπίτι του Λευί, μετά την κλήση του, παρακάθησαν μαζί με τον Ιησού και τους μαθητές του στο τραπέζι πολλοί τελώνες και αμαρτωλοί. Σίγουρα γεννιέται το ερώτημα τι εννοείται με τον όρο «αμαρτωλοί». Είναι άραγε ένας τεχνικός όρος που αναφέρεται σε άτομα ύποπτης ηθικής ή αφορά μία ειδική κοινωνική ομάδα; Προφανώς συμβαίνει το δεύτερο γιατί δεν μπορεί, μετά τη συγκεκριμένη αναφορά στους τελώνες να ακολουθεί κάποια αφηρημένη και γενική μνεία σε αμαρτωλούς. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για τους am- haarez, δηλαδή τους ανάμεικτους πληθυσμούς από Σαμαρείτες, Αραμαίους, Φιλισταίους, Μεσοποτάμιους που κατοικούσαν κυρίως στη Γαλιλαία, αδιαφορούσαν για την τήρηση των διατάξεων του νόμου και θεωρούνταν προσκολλημένοι σε δεισιδαιμονίες και προλήψεις.[22]

 

Το Ισραήλ στα χρόνια της Παλιάς Διαθήκης.

 

Επειδή δεν γνώριζαν το νόμο θεωρούνταν καταραμένοι και στο πρόσωπο τους συγκέντρωναν την περιφρόνηση των προνομιούχων θρησκευτικών ομάδων της Παλαιστίνης. Ειδικά για τους Φαρισαίους ήταν ο όχλος που δεν είχε καμμία σχέση με τις θρησκευτικές παραδόσεις («ο όχλος ούτος ο μη γινώσκων τον νόμον» Ιωάν. 7,49), και ο ραββίνος Χιλλέλ έλεγε γι’ αυτούς. «Δεν έχουν συνείδηση και είναι κάτι λιγότερο από άνθρωποι», ενώ ο ραβίνος Ελεάζαρ κήρυττε. «Επιτρέπεται να διαμελίζουν έναν αμ- χάαρεζ την μέρα του Σαββάτου, ακόμη και κατά την γιορτή του εξιλασμού».[23]

Γίνεται φανερή λοιπόν η δεινή θρησκευτική τους θέση που συμβάδιζε και με την κοινωνική τους κατάσταση: ποτέ δε θα γίνονταν αποδεκτοί και η περιθωριοποίησή τους ήταν δεδομένη, Εφόσον θεωρούνταν πως δεν τηρούν τις εντολές του Νόμου ήταν και εθνικά και κοινωνικά απόβλητοι. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η περιφρόνηση των Ιουδαίων για την Γαλιλαία, τον κατεξοχήν τόπο των am- haarez . Θεωρούνταν χώρα ειδωλολατρών, γη εθνών[24] που οι κάτοικοί της μισούσαν το νόμο.

Όμως αυτή η θρησκευτική και κοινωνική μειονεκτική θέση των am- haarez δε φαίνεται να συμβαδίζει υποχρεωτικά και με την οικονομική τους κατάσταση. Είναι γνωστό πως ένα μέρος τους ήταν πλούσιοι Χαναναίοι και ισραηλίτες γαιοκτήμονες.[25] Δεν φαίνεται όμως ο πλούτος τους να τους βοηθούσε στην κοινωνική τους εξέλιξη. Μεγαλύτερη βαρύτητα είχε – χαρακτηριστικό άλλωστε της θεοκρατικής ιουδαϊκής κοινωνίας του 1ου αι. μ. Χ. – η προέλευσή τους.

Σίγουρα οι τελώνες θα προέρχονταν από τους am- haarez. Δεν είναι δυνατό άτομα από άλλη κοινωνική ομάδα να δέχονταν να αναλάβουν τέτοιο επονείδιστο έργο που θα τους έφερνε σε σύγκρουση με τον υπόλοιπο ιουδαϊκό πληθυσμό και θα δημιουργούσε τέτοιον εθνικό και κοινωνικό αποκλεισμό εναντίον τους, ενώ θα τους εξίσωνε με τους εθνικούς και τις πόρνες. Προς αυτή την άποψη συνηγορεί και η ιδιαίτερη συμπάθεια που έδειχναν στον Κύριο και τη διδασκαλία του οι τελώνες. Είναι γνωστό πως μόνο Αυτός απ’ όλους τους διδασκάλους αποδέχονταν και τους am- haarez και τους εισπράκτορες των τελών.[26]

Επομένως η προέλευση των τελωνών από τους am- haarez αποτελούσε έναν ακόμη παράγοντα που οδηγούσε τους Φαρισαίους, τους Γραμματείς και όλη την ιουδαϊκή κοινωνία να καταφέρεται εναντίον τους και να μην επιθυμεί την καταξίωσή τους.

 

Χάρτης της Οθωμανικής Παλαιστίνης το 1851, από τον εικονογραφημένο άτλαντα και τη σύγχρονη ιστορία του κόσμου. Γεωγραφικά, πολιτικά, εμπορικά και στατιστικά, επιμέλεια R. R. Montgomery Martin

 

Η αιτία του θρησκευτικού και κοινωνικού αποκλεισμού των τελωνών

 

Οι τελώνες λοιπόν τοποθετούνταν στην ίδια θρησκευτική και κοινωνική θέση με τους αμαρτωλούς, τους εθνικούς και τις πόρνες. Αιτία γι’ αυτό, όπως ειπώθηκε παραπάνω, δεν ήταν οι πράξεις τους αλλά κυρίως η άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος.

Από τις διηγήσεις των Ευαγγελίων όμως δεν φαίνεται να ήταν περισσότερο ή λιγότερο θεοσεβούμενοι από άλλα μέλη της ιουδαϊκής κοινωνίας. Αντίθετα σε πολλές από τις διηγήσεις που τους αφορούν, φαίνεται ο πόθος τους να γίνουν και αυτοί αποδεκτοί από τη θεοκρατική κοινωνία που ζούσαν. Έτσι, θέλουν να προσεύχονται στο Ναό (όπως συμπεραίνεται από την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου), και επισκέπτονται θρησκευτικές προσωπικότητες με ευρύτερη αποδοχή σαν τον Ιωάννη το Βαπτιστή.

Επίσης πουθενά δεν φαίνεται ότι δεν τηρούσαν τις βασικές διατάξεις του νόμου, εκτός βέβαια από το κοινό φαγητό με τους θεωρούμενους αμαρτωλούς, κάτι για το οποίο όμως φαίνεται πως αναγκάζονταν από τις συνθήκες και την κοινωνική τους καταγωγή. Ταυτόχρονα δεν αποδεικνύεται πως δεν τηρούσαν την αργία του Σαββάτου συναλλασσόμενοι με εθνικούς εμπόρους. Άρα, είναι περίεργο να θεωρούνται αμαρτωλοί από μία κοινωνία, η οποία κατεξοχήν στηριζόταν σε μία θρησκεία τήρησης τυπικού και τελετουργικών διατάξεων, μόνο και μόνο γιατί εισέπρατταν το φόρο με σκληρό τρόπο, από τη στιγμή που η αγωνία τους για θρησκευτική ένταξη, τους οδηγούσε σε πράξεις ευλάβειας.

 

Χριστός και οι Ψαράδες (1888). Έργο του Γερμανού Ζωγράφου Ernst Zimmerman (1852-1901).

 

Σε προηγούμενο κεφάλαιο τονίστηκε πως η ιουδαϊκή κοινωνία φανέρωνε το θρησκευτικό της αποτροπιασμό για τους τελώνες, εξαιτίας του φόρου, εφόσον αυτή, ήταν αδύνατο να σταματούσε να τον πληρώνει χωρίς οδυνηρές συνέπειες. Επομένως εδώ πρέπει να αναζητηθεί η αιτία της άσχημης θρησκευτικής και κοινωνικής θέσης των τελωνών: Η λύση του προβλήματος έχει να κάνει με τα οφειλόμενα που εισέπρατταν. Αυτοί τα έπαιρναν όχι για το Ναό – δηλαδή για το Θεό – όπως έκαναν οι τα «δίδραχμα λαμβάνοντες» αλλά ενεργούσαν στο όνομα των κατακτητών και των ανθρώπων τους στην Παλαιστίνη, εισπράττοντας τους φόρους αντ’ αυτών. Δηλαδή οι τελώνες θεωρούνταν βλάσφημοι που δεν είχαν ούτε εθνική ούτε και θρησκευτική συνείδηση, αφού συνεργάζονταν με τον κατακτητή και τους ηγεμονίσκους της Παλαιστίνης σ’ ένα τόσο λεπτό ζήτημα που έθιγε τις ευαισθησίες των συμπατριωτών τους.

Άρα οι κατηγορίες που τους αποδίδονταν και τους είχαν οδηγήσει στο τελευταίο σκαλί της θρησκευτικής και κοινωνικής κλίμακας, ήταν η βλασφημία εναντίον του Θεού και η συνεργασία με τον κατακτητή. Έτσι, θα θεωρούνταν εκτός των άλλων, από τους Ιουδαίους, πως δεν αποδέχονταν τον Θεό ως κυρίαρχο της άγιας γης αλλά τους ρωμαίους, μιας και αυτή η αντίληψη είχε συνδεθεί με την εισφορά του φόρου.

Κατανοείται λοιπόν η απέχθεια που ένοιωθαν γι’ αυτούς οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι: Αφού τα μέλη των θρησκευτικοκοινωνικών παρατάξεων ήταν τηρητές των παραδόσεων και ήθελαν μέσω αυτών να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα,[27] πως θα μπορούσαν να κάνουν αποδεκτούς τους τελώνες, οι οποίοι με την εργασία τους, φαίνονταν ν’ αναγνωρίζουν ως κυρίαρχους της Παλαιστίνης τους ρωμαίους και όχι το Θεό, όπως δίδασκε ο μωσαϊκός νόμος; Είναι λοιπόν απόλυτα φυσικό να τους εξισώνουν με τους εθνικούς  -άποψη που είχε περάσει και στο λαό – μιας και θεωρούνταν, πως, αφού εισέπρατταν φόρους, όχι για το Θεό αλλά για τους κατακτητές, υπέσκαπταν την προσπάθεια για τήρηση των πατρώων αρχών, που εκτός των άλλων θα οδηγούσαν στην αναγέννηση του ιουδαϊκού έθνους, μετά την απαλλαγή από τους κατακτητές, σύμφωνα με τις αποκαλυπτικές αντιλήψεις. Αυτά οδηγούσαν, εκτός των άλλων και να μη γίνονται δεκτές οι εκδηλώσεις ευσέβειας των τελωνών.

Βεβαίως και στους υπόλοιπους κατακτημένους λαούς δεν ήταν δημοφιλείς οι συλλέκτες των φόρων, ούτε προκαλεί εντύπωση ο βίαιος τρόπος συλλογής των οφειλομένων. Πουθενά όμως δεν εντοπίζεται θρησκευτικός αποκλεισμός τους και κοινωνική απαξίωση στο βαθμό που αυτά συνέβαιναν στον ιουδαϊσμό. Φαίνονται λοιπόν ξεκάθαρα οι επιπτώσεις της θρησκευτικής σημασίας που είχε προσλάβει ο φόρος στην ιουδαϊκή κοινωνία.

Αλλά και η άμεση σχέση των τελωνών με τους am-haarez ήταν βασική αιτία για τη δημιουργία του αρνητικού κλίματος που επικρατούσε σε βάρος των εισπρακτόρων των έμμεσων φόρων. Και μόνο γι’ αυτό ήταν αδύνατο να γίνουν αποδεκτοί από τις θρησκευτικές παρατάξεις. Και η προσπάθειά τους όμως για θρησκευτική και κοινωνική καταξίωση, που θα τους έκανε να ξεφύγουν από το επίπεδο των ανθρώπων της γης (am-haarez), αποκλείεται να γίνονταν δεκτή, και έτσι υπήρχε κάθε λόγος να συντηρείται η δυσμενής θέση που τους απέκλειε από τα ανώτερα πνευματικά σκαλοπάτια της ιουδαϊκής κοινωνίας.

 

Συμπεράσματα

 

Η θρησκευτικά δεινή θέση των Τελωνών μέσα στο θεοκρατικό περιβάλλον της Παλαιστίνης του 1ου αι. μ. Χ. δεν μπορεί να οφειλόταν ούτε στον τρόπο είσπραξης των φόρων με βίαιο τρόπο ούτε στο συγχρωτισμό τους με τους Ρωμαίους. Τα παραπάνω ήταν μία πρακτική που τελικά δεν αφορούσε μόνο αυτούς. Η αρνητική λοιπόν εικόνα που είχε σχηματίσει γι’ αυτούς η ιουδαϊκή κοινωνία του 1ου αιώνα μ. Χ. ήταν αποτέλεσμα της αντίληψης, ότι αυτοί, εξ αιτίας της εργασίας τους, αναγνώριζαν ως κυρίαρχους της Αγίας Γης τους Ρωμαίους και όχι το Θεό. Μάλιστα αυτό τεκμηριωνόταν από τη θέση ότι η καταβολή του φόρου σε κάποιον, σήμαινε και αυτόματη αναγνώρισή του ως κυριάρχου, που είχε όμως και την αποδοχή των φορολογουμένων. Οι κάτοικοι της Παλαιστίνης μπορεί να έδιναν αυτά που ζητούσαν οι κατακτητές και τα ντόπια όργανά τους, οι Ηρώδες Αυτό όμως ήταν, όπως είναι φυσικό, πράξη αναγκασμού κάτι που μαρτυρούν οι εξεγέρσεις, που γίνονται με αφορμή τη φορολογία.

Παράλληλα ήταν αδύνατο, ένας ευσεβής Ιουδαίος, ενταγμένος στο σύστημα της ιουδαϊκής θεοκρατίας, να δεχόταν να γίνει τελώνης. Έτσι, είναι φυσικό αυτοί να προερχόταν από τους am- haarez. που δε φαίνεται να είχαν ούτε τις αντιλήψεις ούτε τους ενδοιασμούς των θρησκευτικοκοινωνικών ομάδων της Παλαιστίνης. Άλλωστε, εφόσον ανήκαν στο θρησκευτικό περιθώριο του Ιουδαϊσμού, μπορούσαν εύκολα να υποδυθούν ρόλους αδιανόητους για έναν ευσεβή.

Πάντως, τουλάχιστο από τις διηγήσεις των Ευαγγελίων, συνεχής φαίνεται να είναι η προσπάθεια των Τελωνών για αναγνώριση (και συνεπώς κοινωνική καταξίωση) από μία θρησκευτική προσωπικότητα. Επιζητούν λοιπόν τη συναναστροφή με χαρισματικές μορφές, συχνάζουν στο Ναό κάνουν αγαθοεργίες. Τα παραπάνω όμως δεν επιτυγχάνουν μία γενική αναστροφή του αρνητικού κλίματος που έχει δημιουργηθεί εναντίον τους ούτε βοηθούν στην αποδοχή τους, τουλάχιστο με τον τρόπο που αυτοί θα επιθυμούσαν.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Βλ. Στέργιου Ν. Σάκκου: Οι Τελώναι. Συμβολή εις την ιστορίαν των χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1968, ιδίως το κεφ. Δ «Το ήθος των τελωνών» σελ. 115-116 και σελ. 161 όπου σημειώνεται: «ο λαός, όστις εμίσει τους τελώνας μόνον διά λόγους ουσιαστικούς (αδικία, βιαιοπραγία, αρπαγή, καταπίεσις…». Στο  ίδιο έργο αναφέρονται και οι εξής ακόμη αιτίες για την απέχθεια εναντίον των τελωνών: «Αλλ’ οι εγκρατείς του νόμου και τηρηταί των εντολών των πρεσβυτέρων νομοδιδάσκαλοι και φαρισαίοι είχον και άλλους λόγους να απεχθάνονται αυτούς. α) Εγνώριζον ότι ο μωσαϊκός νόμος δεν προέβλεπε φόρους κρατικούς οίοι ήσαν οι εις τους Ρωμαίους αποδιδόμενοι. Εμφορούμενοι υπό στρεβλού θεοκρατικού φρονήματος επεζήτουν μόνον τα προνόμια της θεοκρατίας, χωρίς να ενδιαφέρονται διά τας υποχρεώσεις. Είνε πλέον ή βέβαιον ότι δεν εθεώρουν εαυτούς ως αιτίους της εις Ρωμαίους και τους Ηρώδας δουλείας… β) Οι τελώναι ήσαν όργανα των τετραρχών και των Ρωμαίων, έστιν ότε δε και θέσει Ρωμαίοι πολίται… γ) Διά τον συγχρωτισμόν και την αναστροφήν των μετά των προϊσταμένων ρωμαϊκών αρχών εθεωρούντο ως μεμολυσμένοι και σχεδόν εθνικοί..» (σελ. 161).

Στο γλωσσάριο της νεοελληνικής δημοτικής μετάφρασης της Καινής Διαθήκης «Η Καινή Διαθήκη». Το πρωτότυπο κείμενο με νεοελληνική δημοτική μετάφραση, Αθήνα 1985) των καθηγητών Σ. Αγουρίδη, Π. Βασιλειάδη, Γ. Γαλάνη, Γ. Γαλίτη, Ι. Καραβιδόπουλου και Β. Στογιάννου (+) σημειώνεται για τους τελώνες: «Τελώνης, Ο επιφορτισμένος με την είσπραξη των φόρων. Στα χρόνια του Χριστού οι φόροι ήταν επαχθείς και οι τελώνες συνήθως ήταν άδικοι και άρπαγες, ώστε όχι μόνο ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις των άπληστων ρωμαϊκών αρχών αλλά και οι ίδιοι ικανοποιούνταν. Για το λόγο αυτό, στην κοινωνία της εποχής θεωρούνταν μισητοί και τοποθετούνταν στο ίδιο επίπεδο με τους αμαρτωλούς και τις πόρνες» (σελ. 526). Τα ίδια ακριβώς γράφονται και στη νεότερη μετάφραση της Καινής Διαθήκης των καθηγητών Π. Βασιλειάδη, Γ. Γαλάνη, Γ. Γαλίτη, Ι. Καραβιδόπουλου, Αθήνα 1989.

Αλλά και ο Ντ. Ροπς (« Η καθημερινή ζωή στην Παλαιστίνη στους χρόνους του Ιησού», μετ. Έλλης Αγγέλου, Αθήνα 1988) τονίζει πως οι φόροι εισπράττονταν άσχημα από τους τελώνες, που πλούτιζαν σε βάρος των φορολογούμενων (σελ. 178).

Τέλος ο Ε. Π. Σάντερς στο έργο του «Το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού» μετ. Γ. Βλάχος, Αθήνα 1998, σημειώνει: «Ωστόσο είναι αρκετό να πούμε πως οι φοροεισπράκτορες ήταν ύποπτοι για υπερβολικές χρεώσεις και επομένως για συστηματική εκμετάλλευση του πληθυσμού, Ζούσαν λοιπόν σαν να μην υπήρχε Θεός ή σαν να μην μπορούσε να τους εκδικηθεί, με άλλα λόγια ήταν “άνομοι’”». (σελ. 374).

[2] Για τις ιουδαϊκές θρησκευτικές και πολιτικές παρατάξεις βλ, Σ. Αγουρίδη: Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1980, σελ,326 -359 και Γ. Γαλίτη:    Ιστορία εποχής της Καινής Διαθήκης Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 107-122.

[3] Βλ. Π. Ν. Τρεμπέλα (†): Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Αθήναι 1989, σελ. 170.

[4] Βλ. G. B. Caird: Saint Luke, Middlesex, England, 1965, σελ. 95-96.

[5] Βλ. Ματθ. 9,9-13 = Μαρκ. 2,13-17=Λουκ. 5,27-32 ‘Ματθ. 11,19 «Λουκ, 7,34.

[6] Κατάλογο των επονείδιστων επαγγελμάτων βλ. Στ. Σάκκος, οπ. παρ. σελ. 136-141, όπου και σχετική βιβλιογραφία.

[7] Βλ. Ντ. Ροπς, τα κεφάλαια: «Οι κληρονόμοι του Ηρώδη κι οι επίτροποι» και «Κατακτητές και κατακτημένοι» σελ. 78-93.

[8] «Ως δε τούτους είργεν της βίας Φλώρος, αμηχανούντες οι δυνατοί των Ιουδαίων, συν οις Ιωάννης ο τελώνης, πείθουσι τον Φλώρον αργυρίου ταλάντοις οκτώ διακωλύσαι το έργον», Ιώσηπου «Περί του Ιουδαϊκού πολέμου» ΙΙ 287.

[9] Πολλαπλά χρήσιμη για την συγγραφή αυτού του κεφαλαίου ήταν η μελέτη των Peter Garnsey και Richard Saller: «Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, Οικονομία, κοινωνία και πολιτισμός», μετ. Β. Ι. Αναστασιάδης, Ηράκλειο 1995.

[10] όπ. παρ. σελ. 274.

[11] Για το φόρο σε χρήμα, όπ. π. αρ. σελ. 67 κ. ε.

[12] «…οι πόλεις καλούνταν επιπρόσθετα να ανταποκριθούν σε απαιτήσεις παροχής ζώων για μεταφορές, φιλοξενίας σε διερχόμενους αξιωματούχους ή καταλυμάτων και εφοδίων στους στρατιώτες», όπ. παρ. σελ. 42 και σελ.66 και 111.

[13] Είναι γνωστό πως οι κατακτημένες περιοχές είχαν υποχρέωση να παρέχουν τροφή και εξοπλισμό, φόρο υποτέλειας και συνεισφορές. Όπ. παρ. σελ. 128-­129.

[14] «Τα στρατεύματα,… που στάθμευαν στην Παλαιστίνη ήταν λιγοστά. Οι λεγεώνες, που απαρτίζονταν από ρωμαίους, γαλάτες και, ιδιαίτερα από Ισπανούς πολίτες, βρίσκονταν στη Συρία, σε κάποια απόσταση…». Ντ. Ροπς, όπ. παρ. σελ. 88.

[15] Βλ. Στ, Σάκκου σελ. 38. Πάντως μετά τους πρώϊμους αυτοκρατορικούς χρόνους φαίνεται να εγκαταλείπεται το σύστημα της συγκέντρωσης φόρων από τις ιδιωτικές εταιρείες. Βλ. Garnsey…, όπ. παρ. σελ. 26.

[16] Για τα τέλη και τους φόρους στο αρχαίο Ισραήλ, βλ. Σάκκος, όπ. παρ. το κεφάλαιο «Η τελωνία εν τω Ισραήλ», σελ. 82-114.

[17] Ματθ. 22,15-22=Μαρκ.12,13-17=Λουκ. 20,20-26

[18] Εξοδ. 20,17 Ιωβ 31,1.

[19] Βλ. Δημ. Πασσάκου: «Μετά των εθνών συνίσθιεν…» (Γαλ. 2,12). Ο συμβολισμός της τροφής στην ιουδαϊκή και στην πρωτοχριστιανική παράδοση. Η συνδρομή της πολιτιστικής ανθρωπολογίας», στο συλλογικό έργο: Η προς Γαλάτας επιστολή του Απ. Παύλου, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 292.

[20] Όπ. παρ.

[21] Για τους am- haarez, κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη βλ. Ιωάννη Μούρτζιου: Ο λαός της γης και η πολιτικο-θρησκευτική κατάσταση στο βασίλειο του Ιούδα, στο «Γρηγόριος Παλαμάς» 762 (1996), σελ. 293 – 308.

[22] Βλ. Ντ. Ροπς, όπ. παρ. σελ.178. Πρβλ. και Χρ. Βούλγαρη: «Εσκυλμένοι και ερριμμένοι» Παρακμή και κατάπτωσις του Ιουδαϊσμού κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης. Εν Επιστημονική Επετηρίς της Θεολ. Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΕΘΣΠΑ), τόμος ΚΔ, εν Αθήναις 1979-80, σελ. 533-534.

[23] Βλ. Ροπς, όπ. παρ.

[24] Ματθ. 4,15-16.

[25] Ροπς, όπ. παρ.

[26] Σύμφωνα με την άποψη του ραβίνου Ignatz Ziegler που παραθέτει ο καθηγητής Μάρκος Σιώτης «ο Ιησούς Χριστός προκάλεσε το μίσος των πολιτικών αρχόντων του Ισραήλ ένεκα της εκπεφρασμένης συμπάθειάς Του προς τους Am-Haarez». Στο Μ. Α. Σιώτου: Ο πολιτικός χαρακτήρ των αντιπάλων του Απ. Παύλου (μαζί με την μελέτη του ιδίου καθηγητή: Προλεγόμενα εις την ερμηνείαν της προς Γαλάτας επιστολής) Αθήναι 1972, σελ. 109.

[27] Όπως τονίζει ο Σ. Αγουρίδης: «(οι Φαρισαίοι) χρησιμοποιούσαν τη θρησκεία και το Θεό σαν μέσο επιβιώσεως και διασώσεως του έθνους» όπ. παρ. σελ. 332.

 

Νίκος Παύλου

Θεολόγος – Ιστορικός, PhD, MA, MTh

Πρωτοδημοσιεύτηκε το 2001 στην ιστοσελίδα του «Μικρού Απόπλου».

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Σχέσεις μοναχών και χριστιανών λαϊκών κατά την Οθωμανική περίοδο (15ος- αρχές 19ου αι.)

$
0
0

Σχέσεις μοναχών και χριστιανών λαϊκών κατά την Οθωμανική περίοδο (15ος- αρχές 19ου αι.) | Σοφία ΛαΐουΙόνιο Πανεπιστήμιο – Τμήμα Ιστορίας


 

Στη μνήμη της αγαπημένης φίλης Εύης Ολυμπίτου

  

Η ανάλυση των σχέσεων των μοναχών και των ορθοδόξων λαϊκών κατά την οθωμανική περίοδο οφείλει να λάβει υπόψη δύο αυτονόητες για την εποχή αλήθειες: α) την κατίσχυση των θρησκευτικών συναισθημάτων στους ανθρώπους της πρώιμης νεώτερης περιόδου, τουλάχιστον στην συντριπτική πλειονότητά τους και β) τις συνθήκες που διαμόρφωσε η οθωμανική κατάκτηση, θέτοντας μοναχούς και λαϊκούς σε ένα νέο πο­λιτικό και αλλόθρησκο περιβάλλον στο οποίο καλούνταν να προσαρμο­στούν. Πέρα ωστόσο από τις αλήθειες αυτές, η διερεύνηση των εν λόγω σχέσεων περιπλέκεται.

Το εξώφυλλο του τόμου: «Μοναστήρια, οικονομία και πολιτική. Από τους μεσαιωνικούς στους νεώτερους χρόνους».

Ο πλούτος των πληροφοριών που προέρχονται από τα μοναστηριακά αρχεία σε συνδυασμό με ευρύτερα ζητήματα, όπως τα διαφορετικά οικονομικά μεγέθη των μονών, οι αλλαγές στην κοινωνι­κή διαστρωμάτωση των χριστιανών οθωμανών υπηκόων και ο ρόλος του κράτους ως θεματοφύλακα της νομιμότητας, ζητήματα που με τη σειρά τους καθόριζαν την εν λόγω σχέση και την μετάλλασσαν στην πορεία του χρόνου, καταδεικνύουν και την πολυπλοκότητά της. Σπεύδω, ωστόσο, να υπογραμμίσω εξαρχής ότι οι σχέσεις αυτές τη συγκεκριμένη περίοδο είχαν πρόδηλη οικονομική διάσταση, ακόμα και σε πράξεις με κυρίαρχη τη θρησκευτική χροιά, όπως θα φανεί παρακάτω, γεγονός αναπόφευκτο εξαιτίας της ανάγκης επιβίωσης τόσο των χριστιανών οθωμανών υπηκό­ων όσο και των ίδιων των μονών (όχι πάντως στον ίδιο βαθμό).

Κρατώντας ως δεδομένα την πολυπλοκότητα των σχέσεων καθώς και την αναγκαιότητα αποφυγής των όποιων γενικεύσεων, θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω τις σχέσεις μοναχών και λαϊκών κατά το μεγαλύτερο μέρος της οθωμανικής περιόδου (έως τις αρχές του 19ου αιώνα).

Στό­χος μου είναι η διερεύνηση της κοινωνικής θέσης των μονών σε σύγκριση με τους χριστιανούς ραγιάδες και αφετέρου η κατάδειξη της ισχύς του «μονοπωλίου» των μοναχών ως διαμεσολαβητών μεταξύ Θεού/Αγίων και λαϊκών, που καθόριζε με τη σειρά του την ποιότητα των σχέσεων αυτών.

Το αρχειακό δείγμα πάνω στο οποίο κυρίως βασίστηκα είναι: το οθω­μανικό αρχείο της μονής Βαρλαάμ Μετεώρων, το οθωμανικό αρχείο της μονής Λειμώνος Μυτιλήνης για τον 17ο αιώνα, τα οθωμανικά και ελληνικά αρχεία των μονών της Σάμου, δημοσιευμένα μοναστηριακά οθωμανικά έγγραφα από την Άνδρο, το δημοσιευμένο τμήμα του ελλη­νικού αρχείου της μονής Αγίου Ιωάννη Θεολόγου Πάτμου και τα επίσης δημοσιευμένα ελληνικά αρχεία των μονών Σταυρονικήτα, Εσφιγμένου, Χιλανδαρίου και Καρακάλλου του Αγίου Όρους, που αναφέρονται στην οθωμανική περίοδο. Το δείγμα επομένως περιλαμβάνει ηπειρωτικά και νησιωτικά μοναστήρια με ποικίλο οικονομικό και πνευματικό εκτόπι­σμα. Ωστόσο, στον μικρόκοσμο των τοπικών κοινωνιών στις οποίες δραστηριοποιούνταν όλα είχαν – κατά τη γνώμη μου – κυρίαρχη θέση, έστω και υπό διαρκή διαπραγμάτευση, ιδιαίτερα τον 18ο αιώνα, όταν ισχυροποιήθηκαν ομάδες λαϊκών και αναδείχθηκαν ισχυροί οικονομικοί παράγοντες μεταξύ αυτών.

Η σημαντικότερη σχέση μονών και λαϊκών είναι αυτή του ιδιοκτήτη και ενοικιαστή, του γαιοκτήμονα και του απλού χωρικού, του εργοδότη και εργαζομένου.

Είναι γνωστή και έχει μελετηθεί διεξοδικά η πολιτική των μοναστηριών για διατήρηση αρχικώς και επαύξηση στη συνέχεια της ακίνητης περιουσίας τους, παράλληλα με τη συνεχή και συχνά επιτυχή διαπραγμά­τευση με την οθωμανική εξουσία για την αναγνώριση των παλαιότερων από τη βυζαντινή περίοδο φοροαπαλλαγών και προνομίων ή την παρα­χώρηση νέων, όπως ήταν η κατ’ αποκοπή πληρωμή των φόρων (maktu) ή η κατ’ αποκοπή πληρωμή της δεκάτης (bedel-i ο§τ).[1]

Η συγκρότηση μιας μεγάλης – στην κυριολεξία ή για τα δεδομένα της τοπικής κοινωνίας – περιουσίας, η οποία έπρεπε κατά το δυνατόν να είναι ενιαία, γινόταν με αγορές του ιδιοκτησιακού δικαιώματος ή του δικαιώματος εξουσίασης (ταπού) γαιών και κτισμάτων από χριστιανούς αλλά και μουσουλμάνους της περιοχής καθώς και με αφιερώσεις και δωρεές ακινήτων στη μονή. Ας σημειωθεί ότι, εάν δεν υφίστατο το ιδιοκτησιακό δικαίωμα επί των γαιών, οι μονές ήλεγχαν τις εκτάσεις τους στο πλαίσιο πολύπλοκων νομικών σχέσεων, δημιουργώντας έτσι μοναστηριακά βακούφια εντός ευρύτερου ισλαμικού βακουφίου, ή τσιφλίκια εδραιωμένα σε δημόσιες ή βακουφικές γαίες.

Η συνεχής επέκταση της μοναστηριακής ακίνητης περιουσίας οδηγούσε συνήθως στη συρρίκνωση του ζωτικού χώρου των απλών καλ­λιεργητών, οι οποίοι εγκλωβίζονταν στα στενά όρια των λιγοστών γαιών τους. Στο πλαίσιο αυτό, η διαφορά μοναστηριού και λαϊκού δεν έγκειτο απλώς στη δυνατότητα κατοχής περισσότερων του ενός «ςίβ» από την πλευρά της μονής αλλά και στην κατοχή ρευστού, που επέτρεπε στους μοναχούς να μπορούν να εμφανίζονται ως αγοραστές του ταπού των γαι­ών που κατείχαν οι αγρότες. Ας σημειωθεί ότι η κατοχή ρευστού ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την επέκταση της μοναστηριακής περιουσίας τον 16ο αιώνα, σε μια εποχή που η ύπαρξη χρηματικού αποθέματος για τους αγρότες σπάνιζε.[2]

Η εκμετάλλευση της εκτεταμένης ακίνητης περιουσίας απαιτούσε την απασχόληση εργατικού δυναμικού, που προερχόταν, όπως είναι φυ­σικό, από τους λαϊκούς των γειτονικών περιοχών. Στο θέμα αυτό ορισμέ­να μοναστήρια συνέχισαν στο βαθμό που μπορούσαν και εντός ενός νέου νομικού πλαισίου το θεσμό των βυζαντινών παροίκων, των εξαρτημένων δηλαδή αγροτών. Έτσι, στο απογραφικό κατάστιχο του 1569/70 κάτω από την εγγραφή του χωριού Κόπραινα (σημ. Αύρα) της δυτικής Θεσ­σαλίας και την καταχώρηση των τσιφλικιών των μονών των Μετεώρων στα όρια του οικισμού, η μονή του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά Μετεώρων κατέχει δύο τσιφλίκια (συνολικής έκτασης πέντε «ςέή»), στα οποία ήταν εγκατεστημένοι συνολικά τριάντα ένας φορολογούμενοι ραγιάδες που καλλιεργούσαν τις γαίες και των οποίων οι καταγραφόμενες φορολογικές υποχρεώσεις στο κράτος συνυπολογίζονταν με αυτές της μονής.[3]

Ακόμα όμως κι αν ξεφύγει κανείς από την εξαρτημένη εργασία, οι μοναστηρια­κές γαίες απασχολούσαν εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα για την καλλιέρ­γεια των απομακρυσμένων μετοχίων, με ποικιλία εργασιακών σχέσεων, οι οποίες καθορίζονταν από το τοπικό εθιμικό δίκαιο και περιγράφονταν σε ιδιωτικά συμφωνητικά. Γι’ αυτό και ενώ είναι κατανοητό το ευρύτερο πλαίσιο απασχόλησης και οι σχέσεις εξουσίας που ενέχονται σ’ αυτό, το ακριβές περιεχόμενο των όρων ως προς το καθεστώς και τις συνθήκες εργασίας παραμένει άγνωστο εάν δεν εντοπιστούν τα σχετικά έγγραφα, λαμβάνοντας υπόψη και τις τοπικές ιδιαιτερότητες.

Έτσι, συναντά κα­νείς στα ελληνικά έγγραφα του 18ου αιώνα όρους όπως «κολλήγοι», «τσιφτσήδες», «ορτακτσήδες» και «περακεντέδες», όροι που παραπέμπουν σε ενοικιαστές μοναστηριακών ζευγαρίων, μισακάρηδες αγρότες, ανει­δίκευτους εργάτες που πληρώνονται με ημερομίσθιο, ή συνδυασμό των παραπάνω.[4] Όπως και να έχει και ανεξάρτητα του πραγματικού βαθμού εξάρτησης των χωρικών από τη μονή, ο οποίος καθοριζόταν από την κα­τοχή ή όχι γαιών εκτός των μοναστηριακών εκτάσεων και από το βαθμό συμμετοχής της μονής στην εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων του αγρότη,[5] το μοναστήρι αποτελούσε για τον τελευταίο τον άμεσο γαι­οκτήμονα, ακόμα και εάν υπήρχε υπεράνω της μονής άλλος δικαιούχος των προσόδων, είτε αυτός ήταν κάποιος τιμαριώτης ή άλλος κρατικός αξιωματούχος είτε κάποιο βακούφι.

Ας σημειωθεί ότι η συγκρότηση των μοναστηριακών τσιφλικιών-μετοχίων συχνά γινόταν εις βάρος του απλού καλλιεργητή, ο οποίος ωθούμενος από την καταχρέωσή του απέναντι στο κράτος ή σε ιδιώτες ή ακόμα υφιστάμενος πιέσεις από την πλευρά των μοναχών που θα ήθελαν να ενοποιήσουν τις κατακερματισμένες εκτάσεις τους, πωλούσε το δικαίωμα ταπού που είχε στη μονή – ή μερικές φο­ρές παραχωρούσε τα ιδιοκτησιακά του δικαιώματα.[6]

Το ίδιο αποτέλεσμα είχε για τον ραγιά και η συνεχής υπενοικίαση των φόρων μιας περιοχής από ένα μοναστήρι, που με τον τρόπο αυτό εδραίωνε στο χώρο γαιοκτητικά συμφέροντα. Η σύνθλιψη του ραγιά καλλιεργητή μεταξύ μονής και κράτους, του άμεσου και έμμεσου φορέα εξουσίας αντίστοιχα, θυμίζει την υπαγωγή σε μουσουλμανικά τσιφλίκια, με τη διαφορά ότι η θέση της μονής στον ιδεολογικό κόσμο του χριστιανού καλλιεργητή λείαινε τις διαφορές και απάλυνε τις εντυπώσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η ενέργεια το 1757/8 της μονής της Ολυμπιώτισσας Ελασσόνας να εξοφλήσει το χρέ­ος των 3.000 γροσίων που βάρυνε το χωριό Αίγανη, εξαιτίας του οποίου πουλήθηκε σε «χαίρεια εξοτερηκά», χαρακτηρίσθηκε από τον επίσκοπο Ελασσόνας ως «τοσαύτη καλοσύνη και καλοκαγαθία». Ας σημειωθεί ότι η μονή σε αντάλλαγμα μετέτρεψε την Αίγανη σε μοναστηριακό τσιφλίκι, κατέχοντας το σύνολο της ακίνητης περιουσίας που βρισκόταν στα όρια του οικισμού, με εξαίρεση τα αμπέλια τα οποία οι χωρικοί συνέχιζαν να «εξουσιάζουν», και μετατρέποντας τους κατοίκους σε μισακάρηδες των γαιών που παλαιότερα κατείχαν.[7]

Η επέκταση της μοναστηριακής περιουσίας σε συνδυασμό με τον προνομιακό τρόπο αντιμετώπισης αρκετών μονών από την οθωμανική κεντρική εξουσία προκαλούσε συχνά τριβές με τον άμεσο κοινωνικό περί­γυρο. Τα οθωμανικά ή ελληνικά μοναστηριακά αρχεία βρίθουν εγγράφων στα οποία διαφαίνεται η κοινωνική δυσαρέσκεια, εκφραζόμενη με καταπατήσεις μοναστηριακών εκτάσεων,[8] συχνά βοσκοτοπίων, αμφισβήτηση της κατοχής της μοναστηριακής περιουσίας[9] και καταπατήσεις βακουφικών περιουσιών.[10]

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι συλλογικές διαμαρτυρίες χωρικών εναντίον μονών, γιατί οι τελευταίες δεν κατέβαλλαν τους φόρους που ισχυρίζονταν οι κάτοικοι ότι τους αναλογούσαν για τις εκτάσεις που εξουσίαζαν εντός των ορίων των οικισμών. Στην περίπτωση της μονής της Αγίας Άνδρου, τα επιχειρήματα των μοναχών εδράζονταν στο δικαί­ωμα της κατ’ αποκοπή καταβολής των φόρων ή στην απαλλαγή από την πληρωμή ορισμένων φόρων όπως ο κεφαλικός.[11]

Σε γενικές γραμμές, η επιχειρηματολογία των μοναχών βασιζόταν στο διαφορετικό καθεστώς τους από αυτό του κοινού ραγιά, καθώς τμήμα των γαιών τους ήταν «βακουφικές» και έχαιραν φοροαπαλλαγών ή υπόκεινταν στην προνομιακή κατ’ αποκοπή φορολόγηση και επομένως δεν ήταν «ραγιάδικες», δεν επι­βαρύνονταν δηλαδή με το σύνολο των φόρων που θα πλήρωνε ένας απλός καλλιεργητής ούτε υπόκειντο στον ανά φόρο υπολογισμό της συνολικής επιβάρυνσης. Από την πλευρά των χωρικών, η αδυναμία εξόφλησης στο κράτος του συνόλου του οφειλόμενου φόρου και η απαίτηση συμμετοχής των μοναχών στην πληρωμή είναι ενδεικτική της δεινής οικονομικής κα­τάστασής τους, που τους ωθούσε στη λύση της συλλογικής διαμαρτυρίας στο τοπικό ιεροδικείο εις βάρος των μοναχών.

Αναφέρω ενδεικτικά την περίπτωση των κατοίκων του χωριού Κόπραινα, ενός χωριού στο οποίο, όπως αναφέρθηκε, πολλές μονές των Μετεώρων κατείχαν τσιφλίκια, πε­ριορίζοντας έτσι κατά πολύ τη δυνατότητα των κατοίκων να κατέχουν οι ίδιοι ικανή ποσότητα γης για να τους συντηρήσει. Το 1598 οι κάτοι­κοι δήλωσαν ότι κατέλαβαν ένα τσιφλίκι που κατείχε η μονή Βαρλαάμ και παράλληλα ζητούσαν τη βοήθεια της μονής για να πληρώσουν τα χαράτσια τους.[12] Στην πραγματικότητα θέλησαν να διαπραγματευτούν με τους μοναχούς όχι για να τους παραχωρηθεί το τσιφλίκι, αλλά για να εργαστούν σε αυτό και να συμβάλει με τον τρόπο αυτό η μονή στην πλη­ρωμή των φόρων τους. Παράλληλα, το 1636 οι μοναχοί της ίδιας μονής προκάλεσαν την έκδοση ενός φιρμανιού, προκειμένου να προστατευθούν από τις διεκδικήσεις των κατοίκων πέντε χωριών, στα όρια των οποίων κατείχαν γαίες και οι οποίοι απαιτούσαν τη συμμετοχή της μονής στην καταβολή των φόρων. Τα επιχειρήματα των μοναχών εστιάζονταν στο ότι κανείς εξ αυτών δεν ήταν καταγεγραμμένος στο κατάστιχο ως ραγιάς και επίσης ότι στις γαίες που κατείχαν εντός των παραπάνω οικισμών δεν υπήρχε καταγεγραμμένη εστία «αβαρίζ».[13] Κατά τον ίδιο τρόπο οι κάτοικοι της Ιερισσού στην Χαλκιδική κατηγόρησαν το 1798 τους Χιλανδαρινούς ότι άρπαζαν και καταπατούσαν δικούς τους τόπους και τους στερούσαν πόρους επιβίωσης.[14]

 

Η μονή Χιλανδαρίου. Στο βάθος η σκήτη της Αγίας Τριάδας. Χαλκογραφία αγνώστου, περ. 1810.

 

Μία άλλη θεματική ενότητα που αναφέρεται στις σχέσεις μοναχών και λαϊκών είναι αυτή της διακίνησης του χρήματος, των δοσοληψιών με γνώ­μονα το κέρδος και την παροχή εντόκων δανείων. Η κατοχή ρευστού από την πλευρά των μονών, που προερχόταν από την επιχειρηματική εκμε­τάλλευση της μοναστηριακής αγροτικής παραγωγής και της λοιπής ακίνητης περιουσίας αλλά και τις αφιερώσεις χρηματικών ποσών, επέτρεπε στις μονές -ιδιαίτερα στον πρώιμο 16ο αιώνα – να δραστηριοποιούνται στον χώρο της οικονομίας δυναμικά και με τάσεις συνεχούς προσαύξησης των οικονομικών τους δεδομένων. Το ρευστό όμως δεν επενδυόταν πάντα στην απόκτηση ακίνητης περιουσίας αλλά και σε παραχωρήσεις εντόκων δανείων προς τους λαϊκούς, ενώ ανάλογες πρακτικές ήταν ιδι­αιτέρως συχνές και μεταξύ των ίδιων των μοναχών και γενικότερα των κληρικών μέσα στο πλαίσιο του ιδιόρρυθμου συστήματος.

Σε μια επο­χή που δεν υπήρχε οργανωμένο πιστοληπτικό σύστημα, τα μοναστήρια, όπως και τα μουσουλμανικά βακούφια, παραχωρούσαν έντοκα δάνεια, βοηθώντας στην κίνηση της αγοράς και στην εξυπηρέτηση των χρημα­τικών αναγκών των ιδιωτών, συχνά με ευνοϊκότερους όρους απ’ ό,τι εάν οι ενδιαφερόμενοι προσέτρεχαν σε λαϊκούς ή οθωμανούς αξιωματούχους. Έτσι, η μονή Ταξιαρχών Σερίφου στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα δάνειζε τους κατοίκους του νησιού με τόκο 8-10%, ενώ ο τόκος ανέβαινε σε 15-20% για δάνεια εκτός νησιού. Αντίστοιχα, δανει­ζόταν με τόκο 8-10%.[15]

Ο κώδικας ληψοδοσιών της μονής Ολυμπιώτισσσας στην Ελασσόνα των ετών 1814-1843 είναι επίσης ενδεικτικός της επιχειρηματικής νοοτροπίας των μοναχών ως προς τις επενδύσεις των κεφαλαίων τους. Στον κώδικα αυτό η μονή εμφανίζεται περισσότερο να δανείζει μουσουλμάνους και χριστιανούς της περιοχής παρά να δανείζε­ται, και με τόκο από 8 έως 15%, ο οποίος καθοριζόταν με κριτήριο το θρή­σκευμα του δανειολήπτη και το αν ήταν κληρικός ή λαϊκός. Αναφέρω μια χαρακτηριστική εγγραφή από τον κώδικα, σύμφωνα με την οποία η μονή δάνεισε εντόκως μουσουλμάνους της περιοχής, οι οποίοι δεν εξόφλησαν το χρέος, με αποτέλεσμα το υποθηκευμένο «ζευγάρι» (βλ. τσιφλίκι) να περιέλθει στην κατοχή τους: «1816 15 νοεμβρίου με τα πεδιά του φεζάγα χασάνην και μουσταφάν μέβαλαν: το ζευγάρι στακιόσκια με το μαντρη με τον μπαχτζέν με το χανη: ης αμανέτη με ταπή του ταηρμπέγι βόϊβοντα και με ομολογίαν τους: χρεοστηκή και ης διορίαν έναν ημησι χρόνον.,.και τους εδοσα γρ. 4900». Στο τέλος καταλήγει: «1817 ιουνήου 20: εξεμπερδευσάμε από τον άνοθεν λογαριασμόν: πίραμεν τα ζευγάρια ης τα κιόσκια.»[16]

Αυτή η αμφίρροπη σχέση των μοναχών με το χρήμα, δανειστές αλλά και δανειζόμενοι, συχνά αντανακλούσε την οικονομική συγκυρία, όπως τα δάνεια που έλαβε η μονή Βαρλαάμ κυρίως από βακούφια των Τρικά­λων στα τέλη του 16ου και τον 17ο αιώνα προκειμένου να αντιμετωπί­σει τις έκτακτες φοροδοτικές υποχρεώσεις[17] ή τα δάνεια που έλαβαν στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα οι μονές του Αγίου Όρους από πλούσιους Οθωμανούς και ορθόδοξους λαϊκούς προκειμένου να ανταπεξέλθουν στα συσσωρευμένα χρέη των μοναστηριών τους. Στη δεύτερη, μάλιστα, πε­ρίπτωση αναδεικνύεται ο ρόλος των «τζελέπηδων», των πλούσιων εμπό­ρων και των συζύγων τους, καθώς και άλλων λαϊκών που ενίοτε δάνει­ζαν τους Αγιορείτες με υπέρογκο τόκο, όπως στην περίπτωση των δύο «μπακάληδων» του μετοχίου της Εσφιγμένου στον Αχινό Σερρών, που δάνεισαν τους μοναχούς με τόκο 15% για 5 μήνες.[18] Η συχνή χρήση των συναλλαγματικών και η εμπλοκή κεφαλαιούχων της εποχής, όπως οι τζελέπηδες,[19] μαρτυρά τον προχωρημένο εκχρηματισμό της οικονομί­ας και την ανάδειξη νέων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία στην πράξη έθεταν υπό αμφισβήτηση την κυρίαρχη οικονομική θέση των μονών σε σχέση με τους χριστιανούς Οθωμανούς υπηκόους.

 

Η Iερά Μονή του Εσφιγμένου. Άποψη από βορειοανατολικά. Κarl Girardet, 1870.

 

Πέρα όμως από την εκάστοτε οικονομική συγκυρία και την παροχή δανείων σε ανθρώπους που αδυνατούσαν να καλύψουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, όταν υπήρχε η δυνατότητα, οι μονές ως σύνολο ή οι μοναχοί προσωπικά επένδυαν τα κεφάλαιά τους στην παροχή εντόκων δανείων σε επιχειρηματίες που αναζητούσαν κεφάλαια, στοχεύοντας στην απόκτηση κέρδους. Ενδεικτικά, στο δεύτερο μισό του 18ου αι. η μονή Ταξιαρχών επενδύει μεταξύ άλλων και σε ναυτιλιακές επιχειρή­σεις,[20] ενώ αντίστοιχες επενδύσεις έκαναν και οι μονές του Αγίου Όρους, οι οποίες συνεταιρίζονταν με ιδιώτες για την κατασκευή πλοίων που θα μετέφεραν προς πώληση την πλεονάζουσα συγκομιδή.[21] Τέτοιου είδους συνεταιρισμοί με ιδιώτες, είτε για την εμπορευματοποίηση της μοναστη­ριακής αγροτικής παραγωγής είτε με τη μορφή επενδύσεων σε εμπορικά κεφάλαια αναδεικνύονται κυρίως μέσα από τα ελληνικά έγγραφα των μο­ναστηριακών αρχείων του 18ου αι. και υπογραμμίζουν την ενίοτε έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα των μονών μέσα σ’ ένα πλαίσιο στρατη­γικής οικονομικής ανάπτυξης και όχι απλά επιβίωσης.

Λειτουργώντας με επιχειρηματικά κριτήρια οι μονές συχνά διαχειρίζονταν σημαντικά χρηματικά ποσά, προερχόμενα από ενοίκια γαιών, την εμπορευματοποί­ηση της σοδειάς, δωρεές ή και από δάνεια, τα οποία επαναπροωθούσαν στις τοπικές οικονομίες με τη μορφή δανείων, επενδύσεων – ακόμα και με τη μορφή ανάληψης ενός μουκατά –[22] μπαίνοντας έτσι σε έναν κύ­κλο χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων στον οποίο η βασική επιδίωξη ήταν το κέρδος.

Στο σημείο αυτό η περίπτωση της μονής Ταξιαρχών εί­ναι διαφωτιστική. Σύμφωνα με την έρευνα της Ευτυχίας Λιάτα, το μονα­στήρι δέσποζε οικονομικά και κοινωνικά στο νησί, διοχέτευε ρευστό στην τοπική κοινωνία, δανειζόμενο εντόκως από ιδιώτες άλλων νησιών των Κυκλάδων αλλά και δανείζοντας – επενδύοντας χρηματικά αποθέματα εκτός Σερίφου, και με τον τρόπο αυτό διασφάλιζε στο νησί μια κοινωνική ισορροπία. Παράλληλα, το μοναστήρι επέβαλε στην τοπική κοινωνία τα δικά του οικονομικά συμφέροντα με ποικίλους τρόπους.[23]

Η ιδιαίτερη σχέση των μοναχών με το ρευστό διαφαίνεται και στην τραπεζιτική λειτουργία του μοναστηριού, όχι πια ως φορέα παροχής δα­νείων αλλά ως φορέα που παρείχε τη δυνατότητα φύλαξης και έντοκης κατάθεσης περιουσιακών στοιχείων και χρηματικών ποσών. Αναφέρο­μαι στο θεσμό του «emanet»[24] με την έννοια της παρακαταθήκης (βλ. και «ντεπόζιτο») και όχι του ενέχυρου ή της υποθήκης, που πολύ συχνά εμ­φανίζεται στα μοναστηριακά αρχεία, το γνωστό «αμανέτι». Καταρχήν οι μονές γίνονταν αποδέκτες περιουσιακών στοιχείων χριστιανών και μουσουλμάνων, τα οποία αναλάμβαναν να τα διαφυλάξουν «ber vech-i emanet» για ορισμένο χρονικό διάστημα, και αυτό στο πλαίσιο ιδιωτι­κών συμφωνιών.

Στα οθωμανικά αρχεία σώζονται οι ιεροδικαστικές αποφάσεις των αντιδικιών που προέκυψαν μεταξύ μουσουλμάνων και μη και από την άλλη μοναχών για την τύχη των περιουσιακών στοιχείων, αποφάσεις που συνήθως αθώωναν τους μοναχούς από την κατηγορία ότι δεν επέστρεψαν το σύνολο ή τίποτε από τα περιουσιακά στοιχεία ή κατέ­γραφαν τον συμβιβασμό των διαδίκων. Τα αίτια κατάθεσης σεντουκιών με πολύτιμα και άλλα αντικείμενα ή και ρευστό θα μπορούσε να ήταν η μακροχρόνια απουσία του καταθέτη, συνθήκες πολέμου ή επιθέσεων από πειρατές ή ληστές καθώς και η ανάγκη διαφύλαξης των περιουσιακών στοιχείων που κληρονομούσαν ανήλικα τέκνα έως την ενηλικίωσή τους.[25]

Λαμβάνοντας υπόψη την οχυρή θέση πολλών μοναστηριών ή την ύπαρξη ισχυρού περίβολου σε συνδυασμό με τον σεβασμό που μπορεί να ενέπνεε η μονή ως θρησκευτικό ευαγές ίδρυμα στο σύνολο της τοπικής κοινωνίας, αντιλαμβάνεται κανείς τους λόγους που μουσουλμάνοι και μη επέλεγαν τα μοναστήρια για την ασφαλή κατάθεση των περιουσιακών τους στοι­χείων.

Συχνά, ωστόσο, οι μονές αναλάμβαναν την έντοκη φύλαξη χρημα­τικών ποσών και πάλι βάσει ιδιωτικών συμφωνιών· για το λόγο αυτό, άλλωστε, οι πληροφορίες για αυτή τη δεύτερη λειτουργία της παρακατα­θήκης – γνωστή στους νομικούς ως ανώμαλη παρακαταθήκη –[26] είναι αποσπασματικές και συνήθως προκύπτουν εμμέσως από τις αρχειακές πηγές.[27] Πρόκειται για πρακτική που απαντά ήδη στον 15ο αιώνα: ανα­φέρομαι στη γνωστή από τη βιβλιογραφία περίπτωση της κατάθεσης στη μονή Κασταμονίτου ενός μεγάλου για την εποχή χρηματικού ποσού και την αντιδικία που ανέκυψε στη συνέχεια σχετικά με την επιπλέον πλη­ρωμή του ποσού των 1.000 φλορινιών, πιθανότατα του τόκου.[28] Αναφέρω επίσης την επιστολή ενός λαϊκού το 1798, που απευθύνεται στον επίτρο­πο της μονής Χιλανδαρίου και στην οποία εκφράζει την επιθυμία να κα­ταθέσει εντόκως στο μοναστήρι το ποσό των 1.000 γροσίων.[29]

Κατά τα άλλα, και η κατάθεση στη μονή των χρηματικών κληρονομιών ανήλικων ορφανών προέβλεπε την πληρωμή τόκου από την πλευρά των μοναχών. Αυτό, άλλωστε, αναφέρεται ρητά στον κώδικα ληψοδοσιών της μονής Ολυμπιώτισσας και πιστεύω ότι δεν είναι αβάσιμη ανάλογη υπόθεση και για άλλα μοναστήρια.[30] Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις ήταν μια μορ­φή έντοκου δανεισμού εκ μέρους της μονής, η οποία είχε τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του κατατιθέμενου χρηματικού ποσού για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα είτε για την κάλυψη δικών της χρηματικών αναγκών είτε προχωρώντας στην επένδυσή του σε κάποια κερδοφόρα οικονομική δραστηριότητα. Αναφέρω χαρακτηριστική εγγραφή από τον παραπάνω κώδικα: «1817 6:δεκ: αποβιένα από κυρδιμήτρι χ:χαμζά μόστιλεν 300 ασλάνια δια να τα δόσο της εξαδέλφι του: βασιλικής χ:γιαννακού γινή:τα οπία με ηκονομήαν τα κρατήσαμε ης κερόν χρίας της ουτε αυτή τα ηξεύρι, μόνον να δόσομεν το χρονηκόν διάφορον.»[31]

Ακόμα όμως κι αν δεν αναφέρεται η λήψη τόκου ή άλλων οικονομι­κών ανταλλαγμάτων στις συμβάσεις «emanet», είτε αυτές αφορούσαν την κατάθεση χρηματικού ποσού ή και τη φύλαξη περιουσιακών στοιχείων, αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο οι μοναχοί να μην επιδίωκαν να εξαρ­γυρώσουν σε χρήμα ή ενδεχομένως και σε σχέσεις προστασίας, στην περίπτωση που εμπλέκονταν οθωμανοί του άμεσου κοινωνικού περίγυρου, την παροχή υπηρεσίας φύλαξης των πολύτιμων για τον καταθέτη περι­ουσιακών στοιχείων.

Κατά παρόμοιο τρόπο, σε άλλο όμως θεσμικό πλαίσιο, λειτουργούσε και η αφιέρωση χρηματικών ποσών στο μοναστήρι με όρους που έθετε ο αφιερωτής, θεσμός που θυμίζει ως ένα βαθμό τα μουσουλμανικά χρημα­τικά βακούφια.[32] Έτσι, το 1766 ο επίσκοπος Τυρνόβου αφιέρωσε στην κοινότητα του Αγίου Όρους και στη μονή Χιλανδαρίου δέκα και τέσσερα πουγγιά αντίστοιχα, με τον όρο ότι το κεφάλαιο θα παρέμενε αμείωτο και ότι η μητέρα του θα συντηρούνταν από τους τόκους του κεφαλαίου. Μετά το θάνατο της τελευταίας το κεφάλαιο θα παρέμενε στην κοινότητα και στη μονή Χιλανδαρίου. Εξυπακούεται ότι και σ’ αυτή την περίπτωση οι αποδέκτες της αφιέρωσης θα μπορούσαν να κάνουν χρήση του κεφαλαίου κατά το δοκούν, αρκεί να πληρούνταν οι παραπάνω όροι.[33] Παράλληλα, οι αφιερώσεις ακίνητης περιουσίας ή ρευστού με όρους όπως η παροχή ζωοτροφίας στον αφιερωτή ή σε συγγενείς του, η δυνατότητα ισόβιας εκ­μετάλλευσης του αφιερωθέντος ακινήτου πάλι από τον αφιερωτή ή η εξό­φληση χρέους του αφιερωτή από τη μονή,[34] καθώς και οι ιδιαίτερα συχνές (και προσοδοφόρες για τις μονές) καταγραφές στην «πρόθεση» και «παρ­ρησία» μιας μονής των ονομάτων χριστιανών για την «ψυχική τους σω­τηρία» έναντι -χρηματικού συνήθως – ανταλλάγματος[35] αναδεικνύουν, όπως και οι προαναφερθείσες οικονομικές δοσοληψίες, την έντονα δια­λεκτική σχέση μεταξύ θρησκευτικής πίστης και ανάγκης εξυπηρέτησης βιοτικών αναγκών ή οικονομικών συμφερόντων από την οποία μοναχοί και λαϊκοί αποκόμιζαν κέρδη σε πνευματικό και οικονομικό επίπεδο.[36]

 

Καθολικό Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου.

 

Με οικονομική δραστηριότητα που αποσκοπούσε στην αποκόμιση κέρ­δους και η οποία, βοηθούντων των εξω-οικονομικών συνθηκών (π.χ. απουσία συνεχών ενοχλήσεων από τους τοπικούς Οθωμανούς αξιωματούχους, κρατική συνδρομή, απουσία γειτνιάζοντος ανταγωνιστικού μοναστηριού, σωστή διαχείριση των οικονομικών από τους ίδιους τους μοναχούς), θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έντονα επιχειρηματική, οι μονές σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας διαφοροποιούνταν από το χριστεπώνυμο πλήρωμα.

Προσπαθώντας να αποφύγω την παγίδα των γενικεύσεων, θα έλεγα ότι στο κυρίαρχο οικονομικό επίπεδο οι σχέσεις μοναχών και λαϊκών κυμαίνονταν μεταξύ της εξυπηρέτησης αμοιβαίων οικονομικών συμφερόντων, ιδιαίτερα όταν τα μοναστήρια κατέληξαν να διαπραγμα­τεύονται με νέες και οικονομικά ισχυρές κοινωνικές δυνάμεις, έως την μετατροπή των σχέσεων αυτών από την πλευρά των μονών σε εξουσια­στικές, ιδιαίτερα όταν αυτές αφορούσαν θέματα ιδιοκτησιακά. Εάν όμως εξαιρέσει κανείς τις περιπτώσεις των λαϊκών που είχαν την οικονομική και κοινωνική ισχύ να συνδιαλέγονται με τα μοναστήρια επί ίσοις όροις (βλ. δανειστές), το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι ποια η θέση της μονής στην τοπική κοινωνική ιεραρχία από τη σκοπιά του απλού και θρησκευόμενου λαϊκού.

Στην προσπάθεια να απαντηθεί αυτό το ερώτη­μα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στην πλειονότητά τους και σε βάθος χρόνου οι λαϊκοί υπήρξαν οι κατεξοχήν συνομιλητές των μονών, με τους οποίους συναλλάσσονταν σε οικονομικό επίπεδο και μάλιστα με όρους συνήθως προς το συμφέρον των μοναχών, όπως φάνηκε παραπάνω, και αυτοί στους οποίους οι μοναχοί απευθύνονταν για να εκφράσουν την απο­κλειστική σχέση τους με το θείο και να εδραιώσουν έτσι στη συλλογική συνείδηση την κυρίαρχη θέση τους και σε πνευματικό επίπεδο. Η σωστή διαχείριση αυτού του συμβολικού κεφαλαίου διευκόλυνε την οικονομική τους στρατηγική και, αντιστρόφως, η οικονομική ανάπτυξη μιας μονής καθιστούσε ευκολότερη την εδραίωσή της ως πνευματικού κέντρου ανα­φοράς των ορθοδόξων.

Τριβές στις σχέσεις των απλών λαϊκών και των μονών σαφώς υπήρξαν, και παραδείγματα αναφέρθηκαν προηγουμένως. Σε περιόδους, ωστόσο, κρίσιμες, όπως π.χ. ήταν οι επιδημίες πανώλης που ερμηνεύονταν και ως θεία δίκη, οι λαϊκοί αναζητούσαν τη θεία βοήθεια μέσω των μοναχών, αφιερώνοντας περιουσία στη μονή ή ακόμα και ολόκληρα χωριά και ζητώντας από τα μοναστήρια την αποστολή ιερών λειψάνων.[37]

Χαρακτηρι­στικές είναι οι ομολογίες που συντάσσουν χωριά της Άρτας προς τη μονή Δουσίκου στα τέλη του 18ου αιώνα, με τις οποίες υπόσχονταν την ετήσια καταβολή ποσότητας σιταριού «εις τον Μέγα και Θαυματουργό Βησσα­ρίωνα» είτε ως αντάλλαγμα της βοήθειας του αγίου είτε σε αναμονή της βοήθειάς του, ενώ παράλληλα δήλωναν ότι θα ζητούσαν από τη μονή την σε τακτική βάση αποστολή των λειψάνων του στο χωριό.[38] Άλλοτε πάλι οι λαϊκοί έστελναν χρήματα προκειμένου να γίνουν οι απαραίτητες παρα­κλήσεις, ζητώντας παράλληλα συγχώρεση για τα προβλήματα που προκάλεσαν στους μοναχούς, όπως έκαναν το 1799 οι κάτοικοι του Νοβόσελο της Ιερισσού στους Χιλανδαρινούς.[39]

 

Μονή Αγ. Βησσαρίωνος (Μονή Δουσίκου). Φωτογραφία: 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

 

Ιδιαίτερα το ζήτημα των λειψάνων και ο τρόπος με τον οποίο οι μοναχοί προσπορίζονταν οικονομικά οφέλη με την περιφορά τους στις επαρχίες αλλά και το πώς οι λαϊκοί εναπό­θεταν τις ελπίδες τους για την επίλυση των προσωπικών ή συλλογικών προβλημάτων στη μεσολάβηση του αγίου μέσω της παρέμβασης των μοναχών, καταδεικνύουν τη σημασία του διαμεσολαβητικού ρόλου των τελευταίων πάνω στον οποίο δομήθηκε, σε τελευταία ανάλυση, ο πυρήνας της σχέσης των μοναχών με τους λαϊκούς χριστιανούς.[40] Το ρόλο αυτό άλλωστε γνώριζαν πολύ καλά τόσο ο αφιερωτής Παναγιώτης Πετράκης όσο και οι μοναχοί της μονής Ντίμιοβας στην Μεσσηνία, όταν ο πρώτος αφιέρωνε το 1756 το χωράφι «όσο και αν είναι δια την υγείαν του παιδίου μου να το βοηθά η Χάρη της και να είναι Κυρία νοικοκυρά να το κάνη ως θέλει και βούλεται με τους ευρισκομένους Πατέρες»,[41] αλλά και οι κάτοι­κοι του χωριού Μίγερι της Άρτας, όταν δήλωναν «…και εσυμφωνήσαμεν όλη η χώρα ομού να τον δίδωμεν τον κάθε χρόνον από ένα λουτζέκι σιτά­ρι εις τον Άγιον [Βησσαρίωνα] έως οπού να χαλάση ο κόσμος όλος, και ημείς έχομεν χρέος να τον προσκαλούμεν, και να στέλλωμεν ένα άνθρωπο χωριανόν να μας τον στέλνουν ο Ηγούμενος και ο Σκευοφύλαξ, ετούτον τον καιρόν οπού μας ηκολούθησεν η αστένια, και αν δεν λάχει ο Άγιος εις το Μοναστήριον, να καθήση ο άνθρωπος έως ου να έλθη».[42]

Πέρα, επομέ­νως, από τις διακυμάνσεις των σχέσεων μοναχών και λαϊκών αναλόγως με τη συγκυρία και το πνευματικό και οικονομικό βάρος των μονών και το οικονομικό εκτόπισμα των λαϊκών, είναι αυτός ο διαμεσολαβητικός ρόλος των μοναχών που σε τελευταία ανάλυση απλοποιούσε τη μεταξύ τους σχέση, γέρνοντας την πλάστιγγα προς την πλευρά των μοναχών.

 

Υποσημειώσεις


 

[1]   Βλ. ενδεικτικά Ι. Χ. Αλεξανδρόπουλος, «Τα μοναστήρια των Μετεώρων στους δύο πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας», Τρικαλινά 4 (1984), σ. 84· E. Zachariadou, «Some Remarks about Dedications to Monasteries in the Late 14th Century», Ο Άθως στους 14″-16″ αιώνες, Αθήνα 1997, σ. 27-31· E. Kolovos, «Negotiating for State Protec­tion: Qiftlik-Holding by the Athonite Monasteries (Xeropotamou Monastery, Fifteenth- Sixteenth C.)», Frontiers of Ottoman Studies: State, Province, and the West, επιμ. C. Imber, K. Kiyotaki και R. Murphey, Λονδίνο 2005, σ. 197-209· Φ. Π. Κοτζαγεώργης, Η αθωνική μονή Αγίου Παύλου κατά την οθωμανική περίοδο, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 43-48, όπου αναφέρεται ότι το πλήρες προνομιακό φορολογικό καθεστώς των αγιο- ρείτικων μονών διήρκεσε έως τα τέλη του 16ου αι. Στη συνέχεια αυξήθηκαν οι φο­ρολογικές υποχρεώσεις των μοναχών κυρίως μέσω της πληρωμής των έκτακτων φόρων και του κεφαλικού, χωρίς ωστόσο να αναστέλλονται διατάξεις του προνο­μιακού καθεστώτος όπως η κατ’ αποκοπή πληρωμή των βασικών φόρων. Για μια ενδιαφέρουσα ανάλυση της οικονομικής δραστηριότητας των μοναστηριών στην με­σαιωνική Ευρώπη χρησιμοποιώντας μοντέρνες οικονομικές θεωρίες βλ. R. Ekelund et al. (επιμ.), Sacred Trust: The Medieval Church as an Economic Firm, Οξφόρδη 1996, σ. 42-59.

[2]   Για παράδειγμα, τη δεκαετία 1550-1560 και μόνο με βάση τα οθωμανικά έγγραφα του αρχείου της, η μονή Βαρλαάμ Μετεώρων δαπάνησε για αγορές ακίνητης περι­ουσίας 12.217 άσπρα. Βλ. Σοφία Λαίου, Τα οθωμανικά έγγραφα της μονής Βαρλαάμ Μετεώρων, 16ος-19ος αι., Αθήνα 2011.

[3]   Κωνσταντινούπολη, Οθωμανικό Αρχείο της Πρωθυπουργίας (Ba$bakanlik Osmanli Arfivi), ΤΤ 695, σ. 52. Για ραγιάδες που ανήκαν στη μονή Προδρόμου Σερρών στις αρχές του 15ου αιώνα βλ. E. Zachariadou, «Early Ottoman Documents of the Prodro- mos Monastery (Serres)», Sudost Forschungen 28 (1969), σ. 3-7.

[4]   Για παράδειγμα, στα τέλη του 18ου αιώνα η μονή Εσφιγμένου απασχολούσε στα τσιφλίκια της στην περιοχή των Σερρών «τζεφιτζήδες» και «ορτακτζήδες», ενώ, σύμφωνα με τον εκδότη του αρχείου, οι τελευταίοι λάμβαναν μισθό από τον επιστά­τη του μετοχίου της Εσφιγμένου, βλ. Αρχείο της Ι. Μ. Εσφιγμένου, έκδ. Ζ. Μελισσά- κης, Αθωνικά Σύμμεικτα 11, Αθήνα 2008, σ. 106-108. Για κολλήγους που εργάζο­νταν σε μετόχι της Χιλανδαρίου το 1774 και των οποίων τον κεφαλικό φόρο πλήρωνε η μονή βλ. Αρχείο της Ι. Μ. Χιλανδαρίου, έκδ. Β. Αναστασιάδης, Αθωνικά Σύμμεικτα 9, Αθήνα 2002, σ. 131. Για καλλιεργητές μοναστηριακών εκτάσεων το 1772 έναντι ετήσιου «αντίσπορου» (ετήσιας ποσότητας τροφίμων) βλ. Αρχείο της Ι. Μ. Σταυρο­νικήτα, έκδ. Α. Γιαννακόπουλος, Αθήνα 2001, σ. 107. Βλ. επίσης την περιγραφή του Δ. Τσοποτού για το «αντίσπορο», Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκο­κρατίαν, Αθήνα 1974, σ. 147-148. Για «ζευγίτες» (τσιφτσήδες) και «περακεντέδες» γίνεται λόγος στον κώδικα 226 της μονής Βαρλαάμ, βλ. Β. Σπανός, «Οι οικισμοί της Καλαμπάκας στο κατάστιχο 226 της μονής Βαρλαάμ (1756)», Α Ιστορικό Συνέδριο Καλαμπάκας: Η Καλαμπάκα μέσα από την ιστορία της, επιμ. Γ. Σταγέας, Καλαμπάκα 2001, σ. 230-235.

[5]   Π.χ. το 1774 η μονή Χιλανδαρίου κατέβαλε 100 γρόσια για τα «χαρτιά» των κολλήγων ενός (αδιευκρίνιστου) μετοχίου. Με τον όρο «χαρτιά» εννοείται ο κεφαλικός φόρος. Αρχείο της Ι. Μ. Χιλανδαρίου, ό.π., σ. 131.

[6] Στο αρχείο της μονής Αγίας στην Άνδρο σώζεται έγγραφο του 1588 στο οποίο ιδι­ώτης αναφέρει ότι παλαιότερα είχε αντιδικήσει με τους μοναχούς για ένα χωράφι. Στη συνέχεια όμως συμβιβάσθηκε μαζί τους και τους «έδωσά τους δικαίωμα πλει-ότερο να μνημονεύου τον πατέρα μου», βλ. Δ. Πολέμης, Ανέκδοτα ανδριακά έγγραφα του δεκάτου έκτου αιώνος, Άνδρος 1999, σ. 48-49. Βλ. επίσης Α. Ι. Μ. Καρακάλλου. Κατάλογος του αρχείου, έκδ. Κ. Χρυσοχοίδης-Π. Γουναρίδης, Αθωνικά Σύμμεικτα 1, Αθήνα 1985, σ. 31-32, 43 για πωλήσεις ακίνητης περιουσίας στη μονή λόγω αδυνα­μίας εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων.

[7] Ε. Σκουβαράς, Ολυμπιώτισσα, Αθήνα 1967, σ. 108-109, 532-533.

[8] Οθωμανικό Αρχείο μονής Λειμώνος (στο εξής: ΟΑΛ), μικροταινία αρ. 5, φάκ. ΛΔ, 33, μικροταινία αρ. 6, φάκ. ΛΔ, 99. Σ. Λαίου, Μονή Βαρλαάμ…, ό.π., αρ. 88. Βλ. επί­σης Αρχείο της Ι. Μ. Καρακάλλου, ό.π., σ. 32 και Η. Κολοβός, Η νησιωτική κοινωνία της Άνδρου στο οθωμανικό πλαίσιο, Άνδρος 2006, σ. 231, 334-336, 431-432 .

[9]   ΟΑΛ, μικροταινία αρ.5, φάκ. ΛΓ, αρ. 289.

[10] Η. Κολοβός, Η νησιωτική κοινωνία…, ό.π., σ. 217-218, 227-228, 235, 241· ΟΑΛ, μι­κροταινία αρ. 3, φάκ. ΛΒ’, αρ. 87, 82, 91· Σ. Λαίου, Η Σάμος κατά την οθωμανική περίοδο, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 166-167· της ιδίας, Η μονή Βαρλαάμ…, ό.π., έγγρ. 96.

[11] Η. Κολοβός, Η νησιωτική κοινωνία…, ό.π., σ. 192, 264-265, 308.

[12] Σ. Λαΐου, Μονή Βαρλαάμ…, ό.π., αρ. 115.

[13] Ό.π., αρ. 175.

[14] Αρχείο Ι. Μ. Χιλανδαρίου, ό.π., σ. 280.

[15] Ε. Λιάτα, Η Σέριφος κατά την Τουρκοκρατία, Αθήνα 1987, σ. 78-83.

[16] Β. Σπανός, «Το κατάστιχο 219 της Ολυμπιώτισσας. Γλωσσική και ιστορική επε­ξεργασία, 1.4.1814-10.8.1843», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 30 (1996), σ. 161. Αντίστοι­χα βλ. Η. Κολοβός, Η νησιωτική κοινωνία…, ό.π., σ. 257-258, όπου σε χοτζέτι πώλη­σης κρύβεται η κατάσχεση εκ μέρους των μοναχών ενός πιθανότατα υποθηκευμένου χωραφιού λόγω της αδυναμίας του «πωλητή» να εξοφλήσει το χρέος του προς «το βακούφι του μοναστηριού» ύψους 6.000 άσπρων.

[17] Σ. Λαίου, Μονή Βαρλαάμ…, ό.π. Βλ. και ΟΑΛ, μικροταινία αρ. 5, φάκ. ΛΓ, 277, 288. Δάνεια για τους ίδιους λόγους έλαβε και η μονή του Αγίου Παύλου στο Άγιο Όρος, Φ. Κοτζαγεώργης, Η μονή Αγίου Παύλου…, ό.π., σ. 208-209.

[18] Αρχείο της Ι. Μ. Εσφιγμένου, ό.π., σ. 67. Βλ. επίσης Φ. Κοτζαγεώργης, Η μονή Αγίου Παύλου…, ό.π., σ. 52-54.

[19] Βλ. Αρχείο Ι. Μ. Χιλανδαρίου, ό.π., σ. 183-184, 265, 268, 270, 290. Ενδιαφέρον θα είχε η διερεύνηση της σημασίας του τίτλου «τζελέμπης». Από τις εκδιδόμενες επι­τομές των μεταβυζαντινών εγγράφων των αρχείων των μονών του Αγίου Όρους φαίνεται ότι πρόκειται για άτομα με μεγάλη οικονομική και κοινωνική επιφάνεια, που κινούνταν μεταξύ της Κωνσταντινούπολης και των βόρειων Βαλκανίων, και με­ρικοί λειτουργούσαν και ως επίτροποι των μονών. Μπορεί να διατυπωθεί ως υπόθε­ση ότι η αρχική προέλευση των κεφαλαίων τους – τόσο των ίδιων όσο και σε βάθος χρόνου – σχετιζόταν με τη λειτουργία του «celep», δηλαδή των προμηθευτών με κρέας των μεγάλων αστικών κέντρων, ανθρώπων που ήδη από τον 16ο αιώνα εμ­φανίζονται να προέρχονται από τα εύπορα κοινωνικά στρώματα των πόλεων της βόρειας Βαλκανικής και Θράκης. Βλ. σχετικά B. Cvetkova, «Les Celeps et leur role dans la vie economique des Balkans a l’ Europe Ottomane (XVe-XVIIIe s.)», Studies in the Economic History of the Middle East, επιμ. M. Cook, Οξφόρδη 1978, σ.172-191.

[20] Ε. Λιάτα, Η Σέριφος…, ό.π., σ. 81-82.

[21] Βλ. χαρακτηριστικά Αρχείο Ι. Μ. Χιλανδαρίου, ό.π., σ. 152-153. Βλ. επίσης E. Zacha- riadou, «Monks and Sailors under the Ottoman Sultans», Oriente Moderno 81 (2001), σ. 139-147.

[22] Στο πρώτο μισό του 17ου αι. η μονή Λειμώνος ανέλαβε τον μουκατά του μοναστη­ριού. Για το λόγο αυτό εμφανίζεται να έχει δανειστεί 80.000 άσπρα από ζιμμή του νησιού και άλλα 56.000 άσπρα ο συνεργαζόμενος με τους μοναχούς μουσουλμάνος αγιάνης της Λέσβου. Το 1651 οι μοναχοί συμβιβάστηκαν με την απόγονο του αποθανόντος ζιμμή και κατεγράφη σε χοτζέτι η εξόφληση του δανείου. ΟΑΛ, μικροται- νία αρ. 5, φάκ. ΛΓ’, 277.

[23] Ε. Λιάτα, Η Σέριφος…, ό.π., σ. 63-84.

[24] «Emanet-Amana»: κατάθεση περιουσίας από τον ιδιοκτήτη σε τρίτο πρόσωπο προκειμένου αυτή να διαφυλαχθεί. Η παρακαταθήκη βασίζεται στη σχέση εμπιστοσύ­νης μεταξύ του ιδιοκτήτη της περιουσίας και αυτού που αναλαμβάνει να τη φυλάξει. Άρνηση εκ μέρους του τελευταίου να επιστρέψει την περιουσία, άρνηση ότι υπάρχει τέτοια παρακαταθήκη ή εκμετάλλευσή της τον καθιστούσαν νομικά υπόλογο. Βλ. J. Schacht, An Introduction to Islamic Law, Οξφόρδη 1964, σ. 157. Για την παρακα­ταθήκη βλ. επίσης Μιχαήλ Φωτεινόπουλου Νομικόν Πρόχειρον (Βουκουρέστιον 1765), έκδ. Π. Ζέπος, Αθήνα 1959, σ.118-121 και Νομικόν Θεοφίλου του εξ Ιωαννίνων (1788), έκδ. Δ. Γκίνης, Θεσσαλονίκη 1960, σ. 188-194.

[25] Οθωμανικά έγγραφα που αναφέρονται σε αντιδικίες σχετικά με το «emanet» είναι από τη μονή Λειμώνος, ΟΑΛ, μικροταινία αρ. 2, φάκ. ΛΑ, 213, 210 και μικροται- νία αρ. 5, φάκ. ΛΓ, 334, 338α, 338β, 350· από τη μονή Βαρλαάμ το υπ. αρ. 171, από τη μονή Αγίας Ζώνης Σάμου το Τ5.46 και από τη μονή Αγίας Άνδρου βλ. Η. Κολοβός, Η νησιωτική κοινωνία…, ό.π., αρ. 133, 136, 149. Στα τέλη του 18ου αι. η μονή Ολυμπιώτισσας στην Ελασσόνα ενεπλάκη σε αντιδικία σχετικά με την ύπαρξη ή όχι εμανέτ, βλ. Ευ. Σκουβαράς, Ολυμπιώτισσα, ό.π., σ. 123-124. Στις αρχές του 19ου αιώνα η συνήθεια της κατάθεσης πολύτιμων περιουσιακών στοιχείων στη μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου της Πάτμου ήταν τόσο διαδεδομένη ώστε το 1808 να εκδοθεί πατριαρχικό γράμμα που απαγόρευε την κατάθεση σε κελλιά της μονής ξένων περιουσιακών στοιχείων λόγω κλοπών που σημειώθηκαν εντός του μοναστηριού. Βλ. Σ. Παπαδόπουλος – Διάκ. Χ. Φλωρεντής, Νεοελληνικό αρχείο της Ι. Μονής Ιωάν- νου Θεολόγου Πάτμου, Αθήνα 1990, αρ. 269.

[26] Ε. Παπαγιάννη, Η νομολογία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου σε θέματα περιουσιακού δικαίου, τ. Α’, Αθήνα 1992, σ. 108-109.

[27] Η συσχέτιση παρακαταθήκης και δανεισμού προκύπτει από το νομοκάνονα του Μι­χαήλ Φωτεινόπουλου, όπου σε σχετικό άρθρο αναφέρεται ότι όποιος κάτοχος παρα­καταθήκης πτωχεύσει και διανέμεται η περιουσία του στους δανειστές, «προτιμάται από όλους τους δανειστάς εκείνος οπού έδωκε την παρακαταθήκην εις το να την λάβη σώαν, αν αποδειχθή όμως πως δεν έπερνε διάφορον», Μιχαήλ Φωτεινόπολου Νομικόν Πρόχειρον, ό.π., σ. 119.

[28] E. Zachariadou, «‘A Safe and Holy Mountain’: Early Ottoman Athos», Mount Athos and Byzantine Monasticism, επιμ. A. Bryer – M. Cunningham, Aldershot 1996, σ. 130. Βλ. επίσης της ίδιας, «Mount Athos and the Ottomans c. 1350-1550», The Cambridge History of Christianity, τ. 5: Eastern Christianity, επιμ. Μ. Angold, Καίμπριτζ 2006, σ. 163-165 όπου παρατίθενται και άλλες δύο περιπτώσεις κατάθεσης χρηματικών ποσών στις αγιορείτικες μονές τον 15ο και 16ο αιώνα.

[29] Αρχείο Ι. Μ. Χιλανδαρίου, ό.π., σ. 291.

[30] Β. Σπανός, Το κατάστιχο 219…, ό.π., σ. 134 και Ευ. Σκουβαράς, Ολυμπιώτισσα, ό.π., σ. 156. Βλ. επίσης την απόδειξη εξόφλησης που παραχώρησε το 1773 μια χριστιανή στη μονή Ιωάννου Θεολόγου της Πάτμου, λέγοντας ότι «έλαβαν από τα πατρικά μου άσπρα όπου ήτονε ης το μοναστήρην του μεγα Θεολόγου τις Πάτμο το μαιριδιο μου σοστό, ομου και το δουλευμαίνο διάφορον και εξόφλησαν», Σ. Παπαδόπουλος – Διάκ. Χ. Φλωρεντής, Νεοελληνικό αρχείο…, ό.π., αρ. 197. Το κείμενο δεν είναι σαφές ως προς την αιτία κατάθεσης του ποσού στη μονή. Πιθανόν η εξόφληση να αφορά την επιστροφή του κατατεθέντος ποσού μαζί με τον τόκο στην ενήλικη πλέον δικαι­ούχο και όχι την εξόφληση δανείου στην κληρονόμο του πιστωτή.

[31] Βλ. Ε. Σκουβαράς, Ολυμπιώτισσα, ό.π., σ. 156.

[32]  Για τα μουσουλμανικά χρηματικά βακούφια βλ. M. Qizakfa, A History of Philan­thropic Foundations, Κωνσταντινούπολη 2000, σ. 42-56.

[33] Αρχείο Ι. Μ. Χιλανδαρίου, ό.π., σ. 98-99. Ανάλογα παραδείγματα που προέρχονται επίσης από τον 18ο αι. βλ. στο Αρχείο Ι. Μ. Καρακάλλου, ό.π., σ. 51, 53, 54.

[34] Βλ. P. Odorico, «Le prix du ciel: donations et donateurs a Serres (Macedoine) au XVII siecle», Balcanica 27 (1996), σ. 42-43, ο οποίος αναφέρει τις αφιερώσεις ακίνητης περιουσίας στη μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών και στη συνέχεια την ενοικίασή τους από τους ίδιους τους αφιερωτές, με τη λογική ότι, εφόσον η μονή έχαιρε σημαντικών φοροαπαλλαγών, ο μελλοντικός αφιερωτής θα απαλλασσόταν από την καταβολή φό­ρου, θα είχε όμως τη δυνατότητα να συνεχίσει να εκμεταλλεύεται την περιουσία του και μετά την αφιέρωσή της πληρώνοντας ένα ενοίκιο, το οποίο σε σύγκριση με το φόρο θα ήταν μικρότερο. Για αφιέρωση περιουσίας έναντι της εξόφλησης φόρου βλ. Γ. Αναπλιώτης, «Ανέκδοτος κώδιξ ιεράς μονής Ντίμιοβας», Διδαχή, έτος ΚΒ’, τχ. 218 (Δεκέμβριος 1966), αρ. 35· Αρχείο Ι. Μ. Καρακάλλου, ό.π., σ. 49. Για τους όρους των αφιερώσεων βλ. Σ. Λαίου, «Αφιερωτήρια έγγραφα των μονών της Σάμου, 17ος– 18ος αι.», Πρακτικά ΙΔ’ Πανελλήνιου Ιστορικού Συνεδρίου (Θεσσαλονίκη, 28-30 Μαΐου 1993), Θεσσαλονίκη 1994, σ. 201-212.

[35] Για τους όρους «πρόθεση», «παρρησία» και «φυλλάδα των πατέρων» βλ. σχετικά Γ. Κόκκωνας, «Διά να μνημονεύεται ακαταπαύστως εις τον Πανάγιον Γολγοθάν», Τα Ιστορικά 5 (1986), σ. 225-229.

[36] Ο Σωκράτης Πετμεζάς αναφέρει ότι η έννοια της ανταλλαγής μεταξύ συμβολικών και υλικών αγαθών υπήρξε ουσιώδης παράμετρος των σχέσεων κληρικών και λα­ϊκών, επιβαλλόμενη τόσο από το κυρίαρχο σύστημα ηθικών αξιών όσο και από το κοινωνικό-πολιτικό σύστημα. Σ. Πετμεζάς, «Η εκκλησιαστική οργάνωση υπό τους Οθωμανούς», Αναμνήσεις και συμβουλές του Συναδινού, ιερέα Σερρών στη Μακεδονία (17ος αιώνας), επιμ. P. Odorico, εκδόσεις Association “Pierre Belon” 1996, σ. 516­517.

[37] Ε. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, «Ιερά λείψανα και οικονομικά προβλήματα. Η διάδοση της λατρείας του αγίου Βησσαρίωνα», Τρικαλινά 17 (1997), σ. 202.

[38] Ό.π., σ. 202-203.

[39] Αρχείο Ι. Μ. Χιλανδαρίου, ό.π., σ. 328.

[40] Ε. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, «Ιερά λείψανα…», ό.π., σ. 193-212. Για τον διαμεσολαβητικό ρόλο των αγίων βλ. P. Brown, «Η ανάδειξη και λειτουργία του αγίου στην ύστερη αρχαιότητα», Η κοινωνία και το Άγιο στην ύστερη αρχαιότητα, μετ. Α. Παπαθανασοπούλου, Αθήνα 2000, σ. 111-158.

[41] Γ. Αναπλιώτης, «Ανέκδοτος κώδιξ ιεράς μονής Ντίμιοβας», Διδαχή, έτος ΚΒ’, τχ. 238 (Νοέμβριος 1968), σ. 156.

[42] Βλ. παραπάνω, σημ. 39.

 

Σοφία Λαΐου

Ιόνιο Πανεπιστήμιο – Τμήμα Ιστορίας

Σχέσεις μοναχών και χριστιανών λαϊκών κατά την Οθωμανική περίοδο (15ος- αρχές 19ου αι.), στο Η. Κολοβός (επιμ.), «Μοναστήρια, οικονομία και πολιτική. Από τους μεσαιωνικούς στους νεώτερους χρόνους», Ηράκλειο 2011, 207-223. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης  & Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Κρήτης. 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 


Η συμμετοχή των Σαμίων στην επανάσταση του 1821 και η αντίδραση του Οθωμανικού κράτους

$
0
0

Η συμμετοχή των Σαμίων στην επανάσταση του 1821 και η αντίδραση του Οθωμανικού κράτους. Σοφία Λαΐου, Ιόνιο Πανεπιστήμιο – Τμήμα Ιστορίας


 

Η κήρυξη της επανάστασης τον Μάρτιο του 1821 έφερε αντιμέτωπους τους εκφραστές της ανάγκης δημιουργίας ενός μοντέρνου, εθνικού κρατικού πλαισίου με το παραδοσιακό αυτοκρατορικό οθωμανικό μο­ντέλο· το τελευταίο ήδη έμπαινε στον πέμπτο αιώνα ζωής και είχε υποστεί διαδοχικές φάσεις μετασχηματισμού, με εναλλαγές μεταξύ του συ­γκεντρωτικού και αποκεντρωτικού μοντέλου διοίκησης και αλλαγές στη δημοσιονομική πολιτική που είχαν ευρύτερες κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες.

Ο Mahmud Β’ είναι ο σουλτάνος που ήρθε αντιμέτωπος με διάφορες προκλήσεις, μία εκ των οποίων ήταν η «αποστασία» (fesad) ή «εξέγερση» (Tuğyan) των έως τότε ζιμμήδων Ρωμιών. Παρά το γεγονός ότι η έκβαση του αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία ήταν θετική για αυτούς, έστω και με απώλειες, όπως ο αποκλεισμός της Σάμου από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, η βασιλεία του εν γένει θε­ωρείται καθοριστική. Ο ίδιος ο Mahmud έχει περάσει στην ιστορία ως συγκεντρωτικός σουλτάνος, αφενός γιατί έκανε ουσιαστικές προσπά­θειες για να περιορίσει την ισχύ των επαρχιακών αρχόντων και αφετέ­ρου γιατί κατήργησε το 1826 το παρηκμασμένο πλέον και αναποτελε­σματικό γενιτσαρικό σώμα, ύστερα μάλιστα και από την οδυνηρή για τους Οθωμανούς εμπειρία της ελληνικής επανάστασης. Άλλωστε, το γεγονός ότι ο Mahmud Β’ αναγκάστηκε το 1824 να ζητήσει τη συνδρο­μή του Mehmed Ali της Αιγύπτου για την καταστολή της επανάστα­σης καταδεικνύει τα στρατιωτικά αδιέξοδα που αντιμετώπισε η οθωμα­νική ηγεσία παρά τις μεμονωμένες νίκες.

Μαχμούτ Β΄(1785–1839). 30ός Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το 1808 μέχρι τον θάνατό του το 1839. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση. Λιθογραφία του von Josef Kriehuber (1800 -1876), περίπου το 1825.

Το άρθρο αυτό βασίζεται σε οθωμανικά έγγραφα που απόκεινται στα Πρωθυπουργικά Αρχεία της Κωνσταντινούπολης. Τα περισσότερα προέρχονται από την συλλογή των hatti hümayun και ορισμένα από τη συλλογή Cevdet Dahiliye, και οπωσδήποτε δεν αποτελούν το σύνο­λο των εγγράφων που αναφέρονται στην Σάμο τη συγκεκριμένη περίο­δο[1]. Τα έγγραφα καλύπτουν την περίοδο 1821-1826, κυρίως δε τα τρία πρώτα έτη της επανάστασης, και αφορούν αναφορές στρατιωτικών δι­οικητών, όπως της Χίου και του Κουσάντασι, εκπροσώπων διοικητών του σαντζακιού της Σίγλα, στο οποίο υπαγόταν το Κουσάντασι, καθώς και του γειτονικού Μεντεσέ, αναφορές εκπροσώπων καδήδων (ναΐμπηδων), καθώς και αναφορές του Μεγάλου Βεζίρη προς τον σουλτάνο. Στην περίπτωση των hatt-i humayun, πέρα από την αναφορά προς την Υψηλή Πύλη, καταγράφεται η ιδιόχειρη απάντηση του σουλτάνου, η οποία αρκετές φορές εξέφραζε τα συναισθήματά του τη στιγμή που ενημερώνονταν για τις σοβαρές αδυναμίες ενός δυσκίνητου διοικητικού μηχανισμού. Σε γενικές γραμμές, οι πληροφορίες που παρέχουν οι πα­ραπάνω πηγές είναι αποσπασματικές εξαιτίας του στρατιωτικού περιε­χομένου αρκετών εγγράφων. Παρόλα αυτά δίνουν μία πρώτη εικόνα των αντιδράσεων της οθωμανικής διοίκησης απέναντι στην «ανταρσία» των ραγιάδων της Σάμου.

Σκοπός μου δεν είναι να εξιστορήσω γεγονότα, ορισμένα εξ αυτών ήδη γνωστά, αλλά να εντάξω τις ενέργειες των επαναστατημένων Σαμίων στο ευρύτερο οθωμανικό πλαίσιο και να θέσω ζητήματα που έχουν να κάνουν με το ιδεολογικό πρίσμα μέσα από το οποίο οι Οθωμανοί ιθύ­νοντες αντιλήφθηκαν την επανάσταση, τις μεθόδους καταστολής που επιστράτευσαν και το νομιμοποιητικό πλαίσιο στο οποίο αυτές εντά­χθηκαν, καθώς και τις εγγενείς αδυναμίες του οθωμανικού κρατικού μη­χανισμού, οι οποίες φάνηκαν ακόμα πιο έντονες κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Εν πρώτοις, η ανάγνωση των πηγών καταδεικνύει το διαφορετικό νοηματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι Οθωμανοί ενέταξαν την ελληνική επανάσταση. Είναι γνωστό ότι στην οθωμανική πολιτική ορολογία της εποχής απουσιάζουν οι νεωτερικές έννοιες «έθνος» και «πατρίδα». Η χρήση των όρων «μιλλέτι» και «ταϊφές», προκειμένου να αποδοθεί το «έθνος» και η ομάδα ανθρώπων αντίστοιχα που έχει αποσπαστεί ή επι­διώκει την απόσχιση από την οθωμανική αυτοκρατορία καταργώντας το καθεστώς της υποτέλειας, χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά για τους Σέρβους και στη συνέχεια για τους επαναστατημένους Έλληνες[2].

Ο εθνικιστικός λόγος των επαναστατών μόλις τότε άρχιζε να προκαλεί το ενδιαφέρον των Οθωμανών αξιωματούχων[3]. Άλλωστε, η έναρξη της επίδρασης της Γαλλικής επανάστασης, η οποία οδήγησε στα επανα­στατικά κινήματα των αρχών του 19ου αιώνα, στα οθωμανικά πολιτικά συμφραζόμενα συμπίπτει με την περίοδο των οθωμανικών μεταρρυθμί­σεων στα μέσα του 19ου αιώνα[4].

Έως τότε το ιδεολογικό πεδίο της οθω­μανικής ελίτ στηριζόταν στους κοινωνικούς διαχωρισμούς που επέβαλ­λε η θρησκεία και ειδικότερα στο συμβόλαιο «ζίμμα» βάσει του οποίου η μουσουλμανική κοινότητα αναγνωρίζει ως προστατευόμενα αλλά κα­τώτερα μέλη τους μη μουσουλμάνους υπηκόους. Η έννοια του ζιμμή Οθωμανού υπηκόου είναι θρησκευτικο-πολιτική, εφόσον ο κατώτερος μη μουσουλμάνος υπήκοος οφείλει να αναγνωρίζει την πολιτική εξου­σία του αλλόθρησκου οθωμανικού κράτους. Η επιθυμία για απόσχιση από το κράτος και όχι η απλή εξέγερση ως εναντίωση στην άσκηση τυ­ραννίας εκ μέρους κάποιων Οθωμανών αξιωματούχων σημαίνει απόρρι­ψη του συμβολαίου και την αυτόματη μετατροπή του ζιμμή σε εχθρό του κράτους εναντίον του οποίου επιτρέπεται με βάση τον ισλαμικό ιε­ρό νόμο η κήρυξη του τζιχάντ.

Στο πλαίσιο αυτό οι θρησκευτικοί και ηθικοί χαρακτηρισμοί που συνοδεύουν τους εξεγερμένους Έλληνες στα οθωμανικά κείμενα («οι κακούργοι Ρωμιοί που συνενώθηκαν για να επι­δείξουν δόλο και κακία εις βάρος της μουσουλμανικής θρησκείας και κράτους [din ve devlet]»[5]) αντανακλούν και το αντίστοιχο πλαίσιο στο οποίο οι Οθωμανοί τοποθέτησαν την εξέγερση. Έτσι, η αντιμετώπιση των εξεγερμένων Ελλήνων έγινε στο πλαίσιο του ισλαμικού ιερού νόμου με την ταυτόχρονη ενεργοποίηση των θρησκευτικών αισθημάτων των μουσουλμάνων Οθωμανών, με τον ίδιο τρόπο που και οι επαναστατημένοι Έλληνες χρησιμοποίησαν τη θρησκεία, δίνοντας εθνο-θρησκευτική διάσταση στα επαναστατικά τους μηνύματα[6].

Η άμεση και βίαιη καταστολή της επανάστασης αποτέλεσε την πρώ­τη, αποφασιστική αλλά αναποτελεσματική προσπάθεια αντίδρασης της οθωμανικής κυβέρνησης. Σε φιρμάνι που εκδόθηκε πριν την 20η Μαΐου 1821 γίνεται λόγος για τους «αντάρτες των Μοσχονησίων, Αϊβαλιού και Σάμου και άλλων που συμπράττουν με αυτούς», οι οποίοι εξαπολύουν πειρατικές επιθέσεις εις βάρος πλοίων που μεταφέρουν μουσουλμάνους. Για το λόγο αυτό το φιρμάνι διατάζει τη θανάτωση των ανδρών και τον εξανδραποδισμό των γυναικόπαιδων των παραπάνω περιοχών, σύμφω­να με φετβά που εκδόθηκε για το σκοπό αυτό. Παράλληλα, δηλώνεται ότι «(έως τώρα) δεν υπήρξε παρόμοια θρησκευτική διαμάχη», ενώ υπο­γραμμίζεται η ανάγκη ενότητας και ομοψυχίας των μουσουλμάνων[7]. Η τελευταία παράμετρος ήταν καθοριστική στο γενικότερο σχεδιασμό της Υψηλής Πύλης, η οποία στόχευε με την αποστολή αυτών των φιρμανίων στην αύξηση των αριθμού των εθελοντών μουσουλμάνων που θα συνενώνονταν με τις δυνάμεις του τακτικού στρατού και στη δημιουρ­γία ενός κλίματος θρησκευτικής επαναστατικότητας, η οποία σε συν­δυασμό με την προοπτική των λαφύρων, θα αποτελούσε την απάντηση στην εξέγερση των Ρωμιών.

Στο πλαίσιο αυτό είναι χαρακτηριστική η απάντηση του Mahmud Β’ τον Αύγουστο του 1821 στο αίτημα του μουτεσελλίμη (εκπροσώπου του επαρχιακού διοικητή και φοροεισπράκτο­ρα) του σαντζακιού της Σίγλα İlyas-zade İlyas Ağa να κατανεμηθούν στο κάστρο του Κουσάντασι και στις γύρω ακτές καθώς και να εξοπλισθούν οι 111 από τους μουσουλμάνους της Μονεμβασιάς, οι οποίοι μετά την παράδοση του κάστρου στους Έλληνες μεταφέρθηκαν στο Κουσάντασι, και οι οποίοι κρίθηκαν ικανοί για πόλεμο. Ο σουλτάνος ζητά να μοιραστούν τα όπλα «σε άνδρες και γυναίκες» μέσα σε ένα κλίμα μιας άνωθεν επιβεβλημένης γενικής επιστράτευσης[8].

 

Χάρτης της νήσου Σάμου. Γεωφυσικός χάρτης στον οποίο απεικονίζονται τοποθεσίες και μορφολογικά στοιχεία της Σάμου. Σχεδιαστής: Kauffer, F. Χαράκτης: J.Perrier. Voyage Pittoresque de la Grèce. 1782, Paris.

 

Το ολοκληρωτικό χτύπημα εναντίον της Σάμου θα λειτουργούσε, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Mahmud Β’, αποτρεπτικά και «θα τρόμα­ζε τα μάτια των υπολοίπων», καθώς από μόνη της η έξοδος του αυτοκρατορικού στόλου δεν ήταν αρκετή, κατά την εκτίμηση του ίδιου[9]. Οι φετβάδες που εκδόθηκαν για την περίπτωση της Σάμου δεν είχαν ως αφορμή μόνο τις προαναφερθείσες επιθέσεις εις βάρος των εμπορικών μουσουλμανικών πλοίων καθώς και πλοίων που μετέφεραν μουσουλμά­νους προσκυνητές, αλλά και τη σφαγή των λιγοστών Οθωμανών μου­σουλμάνων που βρίσκονταν στο νησί και τη λεηλασία των περιουσιών τους[10].

Παράλληλα, εστάλησαν φιρμάνια που καλούσαν στην αποστολή στρατιωτικών ενισχύσεων υπό τις διαταγές του προαναφερθέντος İlyas-zade El-hac İlyas Ağa. Αποδέκτες τέτοιων φιρμανίων ήταν ο ναΐμπης της Περγάμου αλλά και των Τρικάλων, οι οποίοι στις αρχές Ιουλίου του 1821 (4 και 6 Ιουλίου αντίστοιχα) ενημέρωσαν την Υψηλή Πύλη για την επικείμενη αποστολή στρατιωτών[11]. Ήταν όμως αργά, καθώς η επίθεση εναντίον της Σάμου είχε ήδη πραγματοποιηθεί, χωρίς αποτέλεσμα.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι τόσο στο χρονικό του επίσημου ιστοριογράφου της βασιλείας του Mahmud Β’, Esad Efendi, όσο και στην ιστορία του Ahmed Cevdet δεν γίνεται αναφορά στην αποτυχημένη επιχείρηση απόβασης στην Σάμο, αλλά στην κατα­στροφή από τον ελληνικό στόλο, που κατέφθασε για την ενίσχυση των Σαμίων, των οκτώ εμπορικών πλοίων που βρίσκονταν στο Τσαγλί, απέναντι από το νησί (9 Ιουλίου 1821). Η ανέξοδη και σχετικά ουδέ­τερη αναφορά στην καταστροφή των εμπορικών και όχι πολεμικών πλοίων, με την επισήμανση μάλιστα ότι τα πλοία καταστράφηκαν από τους ίδιους τους Οθωμανούς για να μην πέσουν στα χέρια των ανταρ­τών, αφού πρώτα αποβιβάστηκαν στη μικρασιατική ακτή οι στρατιώ­τες, συνδέεται από τους συγγραφείς με το γεγονός ότι το κυρίως σώμα του οθωμανικού στόλου πήρε εντολή να αποχωρήσει από το Τσαγλί προκειμένου να μεταβεί στην Πελοπόννησο, όπου η κατάσταση κρίθηκε ως πιο επείγουσα[12].

Το σημαντικότερο σκέλος της επιθετικής δραστηριότητας των Σαμίων κατά τη διάρκεια της επανάστασης[13] ήταν οι καταδρομικές επιθέ­σεις στα απέναντι μικρασιατικά παράλια με στόχο την απομάκρυνση των εκεί χριστιανών και την προμήθεια εφοδίων και μουσουλμάνων αιχ­μαλώτων. Ας σημειωθεί ότι ιδιαίτερα κατά τα πρώτα έτη της επανάστα­σης η Σάμος είχε δεχθεί μεγάλο αριθμό προσφύγων τόσο από την Μι­κρά Ασία όσο από γειτονικά νησιά. Επομένως η παροχή τροφίμων απο­τελούσε σοβαρό πρόβλημα, το οποίο οι Σάμιοι επιχείρησαν να το λύ­σουν με τις επιδρομές εναντίον των μουσουλμανικών χωριών στα δυτι­κά παράλια[14].

Γρήγορα, ωστόσο, οι επιθέσεις τους προσέλαβαν πειρατι­κό χαρακτήρα[15]. Συγκεκριμένα, στα υπό μελέτη έγγραφα αναφέρονται 13 τέτοιες επιθέσεις για την περίοδο 1821-1826, οι οποίες σημειώθηκαν στην περιοχή που εκτείνεται από τον Τσεσμέ (Çeşme) και τα Βουρλά (Vurla) στην περιοχή της Σμύρνης (İzmir) έως νοτιότερα στον κόλπο του Κουλούκιου (Güllük) στην ευρύτερη περιοχή της Αλικαρνασσού (Bodrum). Οι αναφορές των στρατιωτικών διοικητών που αποστέλλονται στην Υψηλή Πύλη και οι οποίες περιγράφουν τις επιθέσεις και τις προσπάθειες αναχαίτισής τους από τις τοπικές στρατιωτικές δυνάμεις, συχνά με εκφράσεις που επιχειρούν να καταδείξουν την ισχύ του στρα­τού και του Ισλάμ αλλά και την ικανότητα των ίδιων των διοικητών, στην πραγματικότητα αναδεικνύουν την ουσιαστική αδυναμία των το­πικών δυνάμεων να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τον ανταρτοπόλεμο που διεξήγαγαν οι Σαμιώτες.

 

Η Σάμος, η μικρασιατική ακτή και η ευρύτερη περιοχή.

 

Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στις καταγεγραμμένες περιπτώσεις ο οθωμανικός στρατός δεν μπόρεσε να αντιμε­τωπίσει με απόλυτη επιτυχία τις επιθέσεις, ενώ ακόμα και στην περί­πτωση που υπήρχαν ανθρώπινες απώλειες μεταξύ των Σαμίων, η συνή­θης κατάληξη ήταν η επιστροφή των υπολοίπων στο νησί τους μαζί με ολόκληρη ή μέρος της λείας και κάποιους τουλάχιστον από τους τραυ­ματίες, ή η διαφυγή στα βουνά των μικρασιατικών παραλίων[16].

Χαρα­κτηριστικό της παράτολμης επιθετικής πολιτικής των Σαμίων και της αδυναμίας των τοπικών αρχών για την οργάνωση ουσιαστικής άμυνας ήταν η επίθεση εναντίον της κωμόπολης (nefs) του Σιβρί-χισάρ (Sivri-hisar), για την οποία δεν γνωρίζουμε πότε έγινε, γνωρίζουμε όμως ότι πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα με την επίθεση εναντίον του γειτονι­κού χωριού Υψηλή (İpsilli), κατά την οποία σκοτώθηκαν και αιχμαλω­τίστηκαν πολλοί μουσουλμάνοι, αναγκάζοντας τον βοεβόδα της παρα­πάνω κωμόπολης μαζί με τμήμα των κατοίκων να μετακινηθεί προς τον οικισμό αυτό για την απώθηση των ανταρτών. Η επίθεση στην κωμό­πολη δεν ήταν επιτυχής, ο στόχος όμως των Σαμίων για την προμήθεια αιχμαλώτων και την τρομοκράτηση των μουσουλμάνων είχε πετύχει[17].

Το γεγονός ότι, σύμφωνα με την ελληνική βιβλιογραφία, οι επιθέσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την ερήμωση της απέναντι από την Σάμο μικρασιατικής ακτής επιβεβαιώνεται από έγγραφα της οθωμανικής δι­οίκησης, στα οποία επισημαίνεται το πρόβλημα και αναζητούνται λύ­σεις. Σε αναφορά του φρουράρχου Σμύρνης Hasan Paşa με ημερομηνία 21 Ιανουαρίου 1825, που εστάλη κατόπιν εντολής του Μεγάλου Βεζίρη, γίνεται λόγος για ερήμωση των ακτών από την περιοχή Τσάι αγζί (Çay ağzı), που απέχει επτά ώρες από το Κουσάντασι, έως το λιμάνι Κοκάρ· από την ερήμωση εξαιρούνταν το ίδιο το κάστρο του Σιγατζίκ. Η κατά­σταση αυτή αποδίδεται στις επιθέσεις των ανταρτών, οι οποίοι κρύβο­νταν στα βουνά και εξαπέλυαν επιθέσεις κατά το δοκούν, ενώ μετακι­νούνταν με ταχύτητα κατά την καταδίωξή τους αλλάζοντας συνεχώς θέσεις, γεγονός που καθιστούσε την πάταξη του φαινομένου δύσκολη, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των βοεβόδων. Για το λόγο αυτό ο φρούραρχος πρότεινε τη δημιουργία δύο δερβενίων στην περιοχή του χωριού Υψηλή καθώς και στο λιμάνι Κοκάρ με 100 στρατιώτες το καθέ­να, προκειμένου να αποτραπούν οι συχνές αποβάσεις των Σαμίων στις περιοχές αυτές[18]. Πράγματι, η κατασκευή των δερβενίων και η εγκατά­σταση μικρής ναυτικής δύναμης κατέστησαν εφικτή την εν μέρει από­κρουση των Σαμίων που αποβιβάστηκαν στο Κοκάρ τον Ιούνιο του 1825[19].

Δεν ήταν ωστόσο μόνο το είδος του πολέμου που διεξήγαγαν οι Σάμιοι στα Μικρασιατικά παράλια, αλλά και οι εγγενείς αδυναμίες στη λει­τουργία του κρατικού μηχανισμού που δεν επέτρεψαν την αντιμετώπιση του προβλήματος από την πλευρά του οθωμανικού κράτους. Το 18ο έως και τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα ένα από τα κεντρικά ζητήματα που απασχολούσαν τους Οθωμανούς ιθύνοντες ήταν η διαμόρφωση των σχέσεων της κεντρικής διοίκησης με τους παράγοντες της περιφέρειας (αγιάνηδες) και η παράλληλη προσπάθεια ελέγχου της διάχυσης της εξουσίας εκτός των κλειστών ορίων της Υψηλής Πύλης. Η ανάδειξή των αγιάνηδων υπήρξε το προϊόν σημαντικών διεργασιών στο οθωμανικό κράτος που ξεκίνησαν ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα και είχαν ως κύ­ρια έκφανση την επέκταση του συστήματος της βραχυπρόθεσμης (iltizam) και από τα τέλη του 17ου αιώνα ισόβιας φοροεκμίσθωσης (malikane).

Το σύστημα της φοροεκμίσθωσης σε συνδυασμό με την κατανομή των φορολογικών βαρών σε επίπεδο επαρχίας και όχι κεντρικά έφερε στο προσκήνιο τους τοπικούς άρχοντες, οι οποίοι ανέλαβαν το ρόλο των εκ­προσώπων – υπεκμισθωτών των αρχικών ενοικιαστών των φόρων και πα­ράλληλα διοικητών των επαρχιών. Επιπλέον οι άρχοντες αυτοί συμμετεί­χαν στην κατανομή των φορολογικών βαρών ανά επαρχία. Έτσι, ορισμέ­νοι εξ αυτών κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν αφενός οικονομική εξουσία μέσα από τη συμμετοχή τους στο σύστημα των φοροενοικιάσεων και αφετέρου πολιτική νομιμοποίηση προερχόμενη από το ρόλο του ενδιάμεσου μεταξύ της τοπικής κοινωνίας και του κράτους. Παράλληλα, η κα­τοχή τσιφλικιών, η διεξαγωγή εμπορίου, οι πιστωτικές δραστηριότητες καθώς και ένα ευρύ φάσμα πελατειακών σχέσεων στις τοπικές κοινωνίες εδραίωνε ακόμα περισσότερο τη θέση τους[20].

Στις αρχές του 19ου αιώνα τα παράλια της Μικράς Ασίας ελέγχονταν από επαρχιακούς τοπάρχες (αγιάνηδες-ντερεμπέηδες), οι σημαντικότεροι εκ των οποίων εγκαθίδρυσαν τις δικές τους τοπικές δυναστείες. Οι υποχρεώσεις τους προς το κρά­τος ήταν η άσκηση διοίκησης σε συνδυασμό με την είσπραξη φόρων, η τήρηση της τάξης και κυρίως η πάταξη της ληστείας, καθώς και η απο­στολή μισθοφόρων από το στρατό που συντηρούσαν, όποτε αυτό ζητού­νταν από την Κωνσταντινούπολη. Στόχος της κρατικής πολιτικής απο­τελούσε η συνεχής επιβεβαίωση της ισχύος της κεντρικής εξουσίας στις περιοχές δράσης των αγιάνηδων με κύρια μέθοδο την πολιτική των κατα­σχέσεων (müsadere) των περιουσιών τους μετά το θάνατό τους, είτε για να αποδυναμωθεί η οικονομική ισχύς της οικογένειας είτε για να χρηματοδοτηθούν κρατικές πολιτικές[21].

Άλλωστε, η απόδοση από το κράτος στους σημαντικότερους αγιάνηδες αξιωμάτων της κεντρικής εξουσίας, όπως καπουτζήμπασης, βοεβόδας και μουτεσελλίμης, που απαντώνται και στα υπό μελέτη έγγραφα, στόχευε ακριβώς στη μεγαλύτερη εξάρτηση των φορέων των αξιωμάτων από την Υψηλή Πύλη και στην νόμιμη πλέον κατάσχεση της περιουσίας τους, εφόσον οι φορείς των αξιωμάτων θεω­ρούνταν «δούλοι της Πύλης» (kapikullari)[22]. Από την άλλη βέβαια, η ανάληψη αξιωμάτων της κεντρικής εξουσίας αποτελούσε στόχο της πο­λιτικής στρατηγικής των αγιάνηδων, καθώς τους καθιστούσε μέλη πλέον της κεντρικής ελίτ[23].

 

Ο Μαχμούτ Β΄ και μονάρχες της Ευρώπης. Γρηγόριος XVI Willem I (Βασιλιάς των Κάτω Χωρών), Ferdinand II (Βασιλιάς των δύο Σικελιών), Mahmud II (Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), Nicholas I Pavlovich (Τσάρος της Ρωσίας), Frederick William III (Βασιλιάς της Πρωσίας), Charles Albert (Βασιλιάς της Σαρδηνίας), Francis II (Γερμανός Αυτοκράτορας). Λιθογραφία, Παρίσι, 1833.

 

Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, ο Mahmud Β’ είχε ήδη δείξει τις προθέσεις του ως προς το ποιος θα έπρεπε να είχε τον τελευταίο λόγο στην άσκηση εξουσίας στην περιφέρεια. Η περίπτωση του Αλή Πασά Τεπελενλή και ο θάνατός του το 1822 είναι η πλέον χαρακτηριστική, ωστό­σο ο Mahmud Β’ είχε ξεκινήσει ήδη μετά το 1812 και τη λήξη του πολέμου με την Ρωσία την πολιτική της αποδυνάμωσης ή εξαφάνισης σημαντικών αγιάνηδων[24].

Ωστόσο, προβλήματα ανυπακοής και διαφθοράς μεταξύ των αγιάνηδων αλλά και των αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης υπέβο­σκαν και όταν παρουσιάστηκε η κρίση της επανάστασης, ο αντίκτυπός τους υπήρξε πολλαπλάσιος. Αναφέρω ενδεικτικά την περίπτωση του φρουράρχου του Κουσάντασι Mustafa Reşid Paşa, ο οποίος τον Ιούνιο του 1823 με αφορμή επίθεση των Σαμίων στην περιοχή του χωριού Τσαγλί, ανέφερε στην Υψηλή Πύλη ότι τον προηγούμενο χρόνο ήταν αδύνα­τη η συγκρότηση σώματος 700 στρατιωτών προερχομένων από όσους υπηρετούσαν στους καζάδες του χασίου του Ντενιζλί (Denizli) και συ­γκροτούσαν το στρατό των αγιάνηδων, καθώς, όπως αναφέρει χαρακτη­ριστικά, προσήλθαν περίπου οι μισοί, παρέμειναν για υπηρεσία 25-30 μέ­ρες και στη συνέχεια έφυγαν. Για το λόγο αυτό είχε ζητήσει παλαιότερα από την Υψηλή Πύλη την άδεια να εισπράξει από τους φορολογούμενους της περιοχής το μπεντέλ (χρηματικό αντιστάθμισμα) προκειμένου να συγκροτήσει μισθοφορικό στρατό. Η άδεια ωστόσο δεν δόθηκε, με αποτέλε­σμα να έχει υποπέσει ο ίδιος σε χρέη 40.000-50.000 γροσίων για την πρό­σληψη μισθοφόρων για τη φύλαξη των περιοχών[25].

Σε σύσκεψη, ωστόσο, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη ύστερα από εντολή του σουλτάνου μεταξύ υψηλών αξιωματούχων με αντικείμενο τη φύλαξη της περιοχής στην οποία αρμόδιος ήταν ο Mustafa Reşid Paşa, προτάθηκε η αντικατά­στασή του εξαιτίας επιβεβαιωμένων αναφορών που έφθαναν στην πρω­τεύουσα από διάφορες πλευρές, κατηγορώντας τον για ολιγωρία και έλ­λειψη ικανότητας στην αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά και για σπατάλη. Ο σουλτάνος έκανε δεκτή την πρόταση και είναι χαρακτηριστι­κή η ιδιόχειρη απάντηση: «δεν είναι ο μόνος άχρηστος βεζίρης· υπάρχουν πολλοί σαν κι αυτόν»[26].

Η αδυναμία συγκρότησης στρατεύματος, είτε γιατί οι αγιάνηδες αρνούνταν να καλύψουν τα έξοδα είτε γιατί ολιγωρούσαν, αποτελούσε καίριο εμπόδιο στην κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού και είχε ως αποτέλεσμα την πλημμελή ή καθόλου φύλαξη των περιοχών. Είναι χαρακτηριστική η καταγγελία εκ μέρους του μουτεσελλίμη του σαντζα­κιού του Μεντεσέ (Menteşe) εναντίον του μουχτάρη του καζά Ντεγέρ (Doger), τον Νοέμβριο του 1823, ότι ενώ ο τελευταίος είχε ορισθεί υπεύ­θυνος με σουλτανικό διάταγμα ήδη από τον προηγούμενο χρόνο για τη φύλαξη της σκάλας του χωριού Καζικλί (Kazikli) με 200 στρατιώτες τους οποίους θα πλήρωνε με δικά του έξοδα, ο μουχτάρης απέκρυψε το φιρμάνι και αδιαφόρησε για τη φύλαξη της περιοχής, ασχολούμενος πε­ρισσότερο με τη μετακίνησή του σε άλλον καζά. Το αποτέλεσμα ήταν η επίθεση των Σαμίων το 1823 στο χωριό Καζικλί, το οποίο υπέστη «ολοκληρωτική ζημία» (küllî hasar).

Ο μουτεσελλίμης αναφέρει επίσης ότι η απροθυμία στην πληρωμή των εξόδων για τη συντήρηση των στρατευ­μάτων είναι γενικευμένη και ότι είναι βέβαιο ότι υπ’ αυτές τις συνθήκες οι επιθέσεις των «κακόβουλων απίστων», οι οποίοι περιμένουν την κα­τάλληλη ευκαιρία, θα συνεχισθούν[27].

Παρόμοια περίπτωση αφορά τον βοεβόδα του Σιβρί-χισάρ Τσεσμέ (Sivrihisar Ģeşme), ο οποίος ενώ είχε οριστεί από τον μουτεσελλίμη της Σίγλα υπεύθυνος για τη φύλαξη του κάστρου του Σιγατζίκ, δήλωσε το καλοκαίρι του 1821 ότι στο εξής δεν θα παρέμενε στο κάστρο και ότι θα μετακινούταν στο Σιβρί-χισάρ, πι­θανόν για να προφυλάξει με τους στρατιώτες του την περιοχή στην οποία είχε οικονομικά συμφέροντα. Το αποτέλεσμα ήταν το κάστρο, που αποτελούσε το κύριο αμυντικό οχυρό στον κόλπο του Σιγατζίκ, να μείνει – για άγνωστο διάστημα – κενό[28]. Τέλος, σε αχρονολόγητη αναφο­ρά του Μεγάλου Βεζίρη προς τον Mahmud Β’ γίνεται λόγος για την ανικανότητα του βοεβόδα των Βουρλών Ahmed Ağa να οργανώσει τη φύλαξη της περιοχής από τα περίχωρα της Σμύρνης έως τα Βουρλά, με αποτέλεσμα κατά μήκος των ακτών να μην υπάρχουν στρατιώτες και οι «αντάρτες» της Σάμου να εξαπολύουν επιθέσεις[29].

Ανυπακοή, έλλειψη πειθαρχίας και συντονισμού, καθυστέρηση στην λήψη και την εφαρμογή των αποφάσεων με χαρακτηριστικό παράδειγ­μα το σχεδιασμό φύλαξης του κόλπου του Σιγατζίκ και την καθυστέρη­ση της οχύρωσής του, είναι μερικά χαρακτηριστικά της στρατιωτικής και επαρχιακής διοίκησης, έτσι όπως αναπαράγονται στα υπό μελέτη έγγραφα. Σε αυτά μπορούν να προστεθούν και τα προβλήματα που προκαλούσαν τα ίδια τα οθωμανικά στρατεύματα, τα οποία συχνά αδυ­νατούσαν να ελέγξουν οι διοικητές τους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η παρουσία τους δεν ήταν αρεστή ούτε στους ίδιους τους μουσουλμά­νους των δυτικών παραλίων. Είναι χαρακτηριστική η αίτηση των κατοί­κων του Τσεσμέ να αναχωρήσουν από το λιμάνι τα πλοία γεμάτα στρα­τό που κατέφθασαν εκεί στα τέλη Ιουλίου 1821 με τη δικαιολογία ότι η παραμονή των πλοίων «θα προκαλούσε κινδύνους και θα έκανε δύσκο­λη την προστασία». Πέρα από την ανυπακοή των στρατιωτών, πολλοί εκ των οποίων ήταν άτακτοι μισθοφόροι, και το βάρος της τροφοδο­σίας τους, οι κάτοικοι του Τσεσμέ πιθανόν να ήθελαν να αποτρέψουν μια ενδεχόμενη επίθεση των Ελλήνων εναντίον της πόλης με αφορμή την παρουσία των πλοίων[30].

Είναι σαφές ότι το μοντέλο επαρχιακής διοίκησης στο οποίο κεντρι­κό ρόλο έπαιζαν οι αγιάνηδες ήταν προβληματικό εξαιτίας της δημι­ουργίας επαρχιακών ελίτ, οι οποίες αντλούσαν μεν τη νομιμοποίηση της εξουσίας τους από το ίδιο το κράτος, η αποστασιοποίησή τους, ωστόσο, από τις κρατικές πολιτικές ήταν συχνή, ιδιαίτερα όταν διακυ­βεύονταν ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και απειλούνταν η βάση της τοπικής τους εξουσίας. Στις περιπτώσεις που περιγράφησαν παραπάνω είναι πρόδηλη ισχύς των επαρχιακών παραγόντων, η οποία εδραζόταν στην παροχή στρατιωτών. Παρόλα αυτά υπήρξαν περιπτώσεις συμπό- ρευσης αγιάνηδων με τις κρατικές εντολές, ιδιαίτερα όταν προσωπικά οικονομικά συμφέροντα ταυτίζονταν με τα κρατικά. Αναφέρομαι στην περίπτωση του μουτεσελλίμη του σαντζακιού της Σίγλα İlyas-zade El-hac İlyas Ağa, ο γνωστός «Ελέζογλου», του οποίου η οικογένεια ήλεγχε το συγκεκριμένο σαντζάκι από τη θέση του αγιάνη ήδη από τη δεκαετία του 1740 και της οποίας οι σχέσεις με την κεντρική εξουσία είχε διάφο­ρες διακυμάνσεις[31].

Ο İlyas-zade υπάκουσε στις εντολές της κεντρικής διοίκησης σχετικά με τη συγκέντρωση στρατού εναντίον της Σάμου και την οργάνωση της άμυνας στο σαντζάκι, παρά το γεγονός ότι αρχικά και αυτός είχε ζητήσει την κρατική συνδρομή όσον αφορά την καταβο­λή των ημερομισθίων στους μισθοφόρους του στρατεύματος που συ­γκέντρωσε. Η απάντηση που του δόθηκε είναι χαρακτηριστική του σκε­πτικού της κεντρικής εξουσίας: ως μουτεσελλίμης του σαντζακιού της Σίγλα όπου υπαγόταν το Κουσάντασι μπορούσε να συγκεντρώσει στρατό από τους «δικούς του ανθρώπους» καθώς και από τους καζάδες του σαντζακιού[32].

Παρόλα αυτά ο İlyaszade İlyas Ağa  αναδείχθηκε σε αγιάνη ο οποίος συνεργάστηκε αρμονικά με την κεντρική κυβέρνηση. Είναι αυτός που, μεταξύ άλλων, επιτυχώς οργάνωσε την άμυνα στο Κουσάντασι κατά την διάρκεια της πολιορκίας του από 50-60 πλοία Σαμίων, όπως αναφέρει, τον Αύγουστο του 1821[33], και είναι αυτός που αντικατέστησε το 1823 τον φρούραρχο του Κουσάντασι Mustafa Reşid Paşa, καθώς, όπως επισημαίνεται, ήταν ικανότερος από αυτόν και είχε μεγαλύτερη επιρροή στους ανθρώπους της περιοχής, καταγόμενος και ίδιος από εκεί[34]. Η επισήμανση αυτή καταδεικνύει τη σημασία που απέ­διδε η κεντρική διοίκηση στο εύρος της κοινωνικής επιρροής που είχαν οι αγιάνηδες στις τοπικές κοινωνίες μέσα από δίκτυα συγγένειας και πε­λατειακών σχέσεων, τα οποία εγγυούνταν την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της κρατικής πολιτικής.

Ο İlyas-zade  διέμενε στο Κουσάντα­σι και είχε εκτεταμένα τσιφλίκια στην περιοχή, άρα εδραιωμένες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις με τους κατοίκους και όσους απασχολούνταν εποχιακά ως εργατικό δυναμικό στα τσιφλίκια, όπως κάτοικοι της Σά­μου. Χωρίς να αμφισβητείται η αξία της συναισθηματικής προσέγγισης που προβάλλει την πραότητα του χαρακτήρα του[35], στόχος του İlyas-zade  ήταν η μικρότερη δυνατή ανατροπή των κοινωνικο-οικονομικών δομών και σχέσεων στην περιοχή του Κουσάντασι στις οποίες εδραζό­ταν η εξουσία του. Με άλλα λόγια, η προστασία της περιοχής σήμαινε προστασία των τσιφλικιών του και οι επιθέσεις των Σαμίων απειλούσαν τα τσιφλίκια του, όπως φάνηκε στην επιχείρηση μεταφοράς των χρι­στιανών των χωριών Ντομάτια (Domanca) και Άκκιοϊ (Akkőy) τον Αύγουστο του 1821, όταν καταστράφηκαν δύο από αυτά[36].

Η περίπτωση του İlyas-zade σε σύγκριση με τους απειθείς αγιάνηδες καταδεικνύει τις διαφορές αντιλήψεων όσον αφορά τον κίνδυνο που έκρυβε η ανταρσία των Ρωμιών μεταξύ των επαρχιακών παραγόντων, αλλά και τις διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές των αγιάνηδων ως προς τις σχέσεις τους με το κράτος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πε­ρίπτωση που μελετάται τα προβλήματα δυσλειτουργίας και ανυπακοής προκλήθηκαν από αγιάνηδες με μικρό εύρος εξουσίας, σε επίπεδο καζά, ενώ ο πλέον σημαντικός από αυτούς ήταν ο φρούραρχος του Κουσάντασι. Αυτή η κάθετη και οριζόντια διάσταση συμφερόντων μαρτυρά σημαντική έλλειψη συνοχής σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Παράλ­ληλα, η αδυναμία εφαρμογής αποφάσεων της κεντρικής εξουσίας σε πε­ριόδους κρίσης κατέστησε φανερή την απουσία ενός κεντρικού ιδεολογικού-πολιτικού μηνύματος που να διαπερνά εξίσου την Υψηλή Πύλη και τις επαρχιακές ελίτ.

Ανεδείχθησαν έτσι τα προβλήματα του υπάρχοντος μοντέλου εξουσίας που στηριζόταν στην ύπαρξη πολλών ελίτ δια­βαθμισμένης σημασίας γύρω από ένα κέντρο, την πολιτική νομιμοποίη­ση του οποίου δεν αμφισβητούσαν, βρίσκονταν όμως σε θέση διαπραγ­μάτευσης με αυτό σε θέματα επέκτασης και διαφύλαξης της οικονομι­κής τους δύναμης. Η διαπίστωση αυτή μαζί με την ανάδειξη των αδυνα­μιών του ευρύτερου οθωμανικού κρατικού μηχανισμού στα μέτωπα ξηράς και θάλασσας κατά την ελληνική επανάσταση αλλά και την ανάγκη εύρεσης ενός – υτοκρατορικού πάντα – πλαισίου που θα συνένωνε τους Οθωμανούς, μουσουλμάνους και μη, σε μία νέα ταυτότητα, ώθησαν καταρχήν στην εφαρμογή πολιτικών που θα έθεταν σε νέα βάση τη σχέση κέντρου και περιφέρειας.

Στο νέο αυτό πλαίσιο δεν θα υπήρχε περιθώριο διαπραγμάτευσης των ελίτ με το κέντρο και η εξουσία θα συγκεντρωνό­ταν γύρω από την Υψηλή Πύλη και το Παλάτι. Η πολιτική αυτή ξεκίνη­σε στην τελευταία κυρίως περίοδο της βασιλείας του Mahmud Β’ (ιδιαί­τερα μετά το 1826 και την διάλυση του γενιτσαρικού σώματος) και παρά τις σοβαρές προκλήσεις της εποχής, όπως η δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και οι αποσχιστικές κινήσεις του Mehmed Ali της Αιγύπτου, έθεσε τις βάσεις για την επιβολή ενός νέου μοντέλου κρατι­κού συγκεντρωτισμού βασισμένου στην λειτουργία εκσυγχρονισμένων κρατικών θεσμών[37]. Μακροπρόθεσμα, οδήγησε στην προσπάθεια δημι­ουργίας ενός «Οθωμανικού έθνους»[38].

 

Υποσημειώσεις


[1] Κατά μία εκτίμηση, υπάρχουν περίπου 20.000 οθωμανικά έγγραφα στο Πρωθυπουργικό Αρχείο της Κωνσταντινούπολης, που αναφέρονται στα γεγονότα των δεκαε­τιών 1820 και 1830, βλ. H. Ş. Ilicak, “The Revolt of Alexandras Ipsilantis and the Fate of the Fanariots in Ottoman Documents”, στο Π. Πιζάνιας (επιμ.-εισ.), Η Ελληνική επανά­σταση του 1821. Ένα ευρωπαϊκό γεγονός, Αθήνα 2009, σ. 320.

[2]     Μ. Ursinus, “Millet”, Encyclopedia ofIslam, 2η έκδοση· Η. Erdem, «Μη λογίζετε τους Έλληνες σκαφτιάδες της γης. Οι αντιδράσεις της οθωμανικής εξουσίας στην ελλη­νική επανάσταση»|, στο Θ. Δραγώνα – Φ. Μπιρτέκ (επιμ.), Ελλάδα και Τουρκία. Πολίτης και έθνος-κράτος, Αθήνα 2006, σ. 159-160. Όταν στα έγγραφα γίνεται λόγος γενικά για τους εξεγερμένους Έλληνες, χρησιμοποιείται κυρίως η φράση «Rum taifesi» (C.D. 349/17452, H.H. 507/24953, C.D. 28/1353). Σε μία περίπτωση γίνεται αναφορά στο «μο­χθηρό μιλλέτι» (millet-i habise), H.H. 875/38789-P.

[3] Η. Erdem, «The Greek Revolt and the End of the Old Ottoman Order», στο Π. Πιζάνιας (επιμ.-εισ.), Η Ελληνική επανάσταση του 1821. Ένα ευρωπαϊκό γεγονός, Αθήνα 2009, σ. 286 και του ίδιου, «Μη λογίζετε τους Έλληνες», σ. 162-163.

[4] Z. Toprak, «Από την πολλαπλότητα στην ενότητα: νομοθεσία και νομολογία στην ύστερη οθωμανική αυτοκρατορία», στο Τσ. Κεϋντέρ – Α. Φραγκουδάκη (επιμ.), Ελ­λάδα και Τουρκία. Πορείες εκσυγχρονισμού, Αθήνα 2008, σ. 48 και Erdem, «Μη λογίζετε τους Έλληνες», σ. 160-161.

[5] C.D. 349/17452. Η ίδια φράση επαναλαμβάνεται στο C.D. 28/1353.

[6] Erdem, «Μη λογίζετε τους Έλληνες, σ. 135-137, 162.

[7] C.D. 349/17452. Το περιεχόμενο του φιρμανιού γίνεται γνωστό μέσα από την απάντηση που έστειλε ο εκπρόσωπος καδή του ιεροδικείου του Rusçuk στην σημερινή Βουλγαρία με ημερομηνία 20 Μαΐου 1821.

[8]     Η.Η. 862/38431. Για τις προσπάθειες κινητοποίησης των μουσουλμάνων υπηκόων βλ. Ilicak, «The Revolt», σ. 325-326.

[9] F. Yaşar, Yunan Bağımsızlık Savaşı’nda Sakız Adası, Άγκυρα 2006, σ. 58

[10]   C.D. 139/6910 (δεν κατέστη δυνατή η πρόσβαση στο συγκεκριμένο έγγραφο). Οι σφραγιασθέντες Οθωμανοί ήταν δεκαοκτώ έμποροι που έτυχε την περίοδο εκείνη να βρίσκονται στο Βαθύ. Βλ. Ν. Σταματιάδης, Σαμιακά, τ.1, σ.31 και Μιχαήλ Οικονόμου, Ιστορικά της ελληνικής παλιγγενεσίας, εν Αθήναις 1873, σ. 170. Ωστόσο, ο Οθωμανός διοικητής του νησιού, ο καδής και λιγοστοί Οθωμανοί που διέμεναν στην πρωτεύουσα του καζά της Σάμου, την Χώρα, φυγαδεύτηκαν από τους εκεί προκρίτους στα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Μιχαήλ Οικονόμου, ό.π., σ.236.

[11]   C.D. 114/5656, C.D. 333/16624.

[12] Tarih-i Cevdet, τ. 6, σ. 2796· Vak’a-nuvis Es’ad Efendi Tarihi, ed. Z. Yilmazer, Istanbul 2000, σ. 31-32· Ν. Σταματιάδης, ό.π., τ. 1, σ. 50. Στο Η.Η. 1319/51390 αναφέρεται ότι ο μουτεσελλίμης της Σίγλα İlyas Ağa πρότεινε στην Υψηλή Πύλη να σταλεί ο στόλος στον Μοριά προκειμένου να καταπνιγεί η επανάσταση και ο ίδιος με το στρατό που είχε συγκεντρωθεί για την επίθεση στην Σάμο θα παρέμεινε στη θέση του. Σύμφωνα με τον πρόξενο της Levant Company στην Σμύρνη, Francis Werry, μόλις ο Οθωμανός αρχιναύαρχος πληροφορήθηκε την άφιξη του ελληνικού στόλου στα νερά της Σάμου, ανέβαλε την απόβαση στο νησί, R. Clogg, «Smyrna in 1821: Documents from the Levant Company Archives in the Public Record Office», Μικρασιατικά Χρονικά 15 (1972), σ. 339.

[13]   Για την εμπλοκή των Σαμίων και των Ψαριανών στην επανάσταση της Χίου βλ.Yasar, Yunan Bagimsizlik Savapi’nda Sakiz adasi, passim.

[14]   Ν. Σταματιάδης, ό.π., τ.1, σ. 66.

[15]   Για τις καταδρομικές επιθέσεις των Σαμίων και τη σταδιακή μετατροπή τους σε πειρατικές βλ. Δεσπ. Θέμελη – Κατηφόρη, Η δίωξις της πειρατείας και το θαλάσσιον δικαστήριον, τ.Α’, εν Αθήναις 1973, σ. 22,40, 43, 81-82, 115. Είναι ενδεικτικό ότι, όταν κα­τά την Καποδιστριακή περίοδο καταβλήθηκαν σοβαρές προσπάθειες από την επανα­στατική κυβέρνηση προκειμένου να παταχθεί η πειρατεία, οι συλληφθέντες για πειρα­τεία πρόσφυγες που διέμεναν στην Σάμο κατηγόρησαν τις τοπικές αρχές ότι προκειμένου να προστατέψουν τους γηγενείς πειρατές συλλάμβαναν μόνο τους πρόσφυγες. Ανέ­φεραν επίσης ότι δύο από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του νησιού και πρωτα­γωνιστές της επανάστασης, ο Λυκούργος Λογοθέτης και ο Κωνσταντής Λαχανάς, είχαν μερίδια σε πλοία που ασκούσαν πειρατεία. Ό.π., σ. 82, 115, 232-233. Για το ίδιο θέμα βλ. Χρ. Λάνδρος, «Η ληστοπειρατεία στην Σάμο περί τα μέσα του 19ου αιώνα», Πρακτικά συνεδρίου «Η Σάμος από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα», τ.Β’, Αθήνα 1998, σ. 182­189. Ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις επιδρομές των Σαμίων στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης βλ. στο Από τη Σμύρνη στην Ελλάδα του 1821. Η αφήγηση του Πέτρου Μέγγου, Ιωάννινα 2009, σ.287, 290

[16] Η πλέον επιτυχημένη αντίδραση των οθωμανικών δυνάμεων σημειώθηκε τον Ιούνιο του 1825 κατά την άφιξη μίας γολέττας, δύο καϊκιών και τριών τράτων με Σάμιους στο λιμάνι Κοκάρ, όταν οι Οθωμανοί βύθισαν δύο καΐκια και μία τράτα, με αποτέλε­σμα να σκοτωθούν 36 Σαμιώτες και να αιχμαλωτισθούν δύο. Στη μία τράτα βρέθηκαν επίσης τέσσερις αιχμάλωτοι μουσουλμάνοι έμποροι, τους οποίους οι επιτιθέμενοι προ­φανώς σκόπευαν να απελευθερώσουν έναντι ανταλλαγμάτων. Η.Η./899/39520. Το λι­μάνι Kokar, το οποίο αναφέρεται ότι βρισκόταν σε τοποθεσία παράλληλη με τα Βουρλά και κοντά στην Σμύρνη (Η.Η. 653/31939), πιθανόν ταυτίζεται με το Κοκάργιαλι (χωριό Μυρακτή), που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από την Σμύρνη, βλ. Σ. Αναγνωστο- πούλου, Μικρά Ασία, 19ος-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες, σ.177 σημ. 15, 248 σημ. 99. Την εποχή αυτή, πάντως, η περιοχή δεν κατοικούταν. Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι υπάρχει και η τοποθεσία Kokar στο δυτικό άκρο του κόλπου του Σιγατζίκ.

[17]   Η.Η. 875/38789-P, αρζουχάλ (αίτηση) χωρίς ημερομηνία. Για την επίθεση είχε χρησιμοποιηθεί αρκετά μεγάλη στρατιωτική δύναμη, καθώς γίνεται λόγος για 30-40 πλοία που έφθασαν στην περιοχή. Επίσης αναφέρεται η ύπαρξη κατασκόπου των Σαμίων στην κωμόπολη για την οργάνωση της επίθεσης.

[18]   Η.Η. 923/40100-Ε. Το ίδιο πρόβλημα αναφέρεται στο Η.Η. 653/31939, όπου γίνε­ται κατανομή στρατιωτικών αρμοδιοτήτων μεταξύ των βοεβόδων του Σιβρί-χισάρ, Βουρλών και φρουράρχου Σμύρνης για τη φύλαξη του κάστρου του Σιγατζίκ και των δερβενίων στο χωριό Υψηλή και το λιμάνι Κοκάρ. Ήδη από τις αρχές του 16ου αι. ο Πιρί Ρεΐς αναφέρει ότι από το λιμάνι του Σιγατζίκ έως νοτιότερα του όρμου της Υψηλής σύχναζαν πειρατικά πλοία, καθώς τα νερά ήταν ρηχά και οι ακτές επίπεδες, κι επομένως η περιοχή ήταν κατάλληλη για αποβάσεις. Βλ. Δ. Λούπης, Ο Πιρί Ρεΐς (1465-1553) χαρ­τογραφεί το Αιγαίο, Αθήνα 1999, σ. 221. Για τον κόλπο του Σιγατζίκ ως μέρος δράσης πειρατών βλ. και Z. Arikan «15. ve 16. Yuzyillarda Seferihisar, Sigacik ve Korsanlik», στο O Kumrular (εκδ.), Turkler ve Deniz, Κωνσταντινούπολη 2007, σ. 88.

[19]   Η.Η. 899/39520. Βλ. και σημ. 16. Στην απάντησή του ο Mahmud Β’ διαπιστώνει ότι οι αντάρτες επιμένουν στην ίδια τακτική, αλλά «εάν το θέλει ο Θεός, θα βρουν τον μπελά τους».

[20]   Για τους αγιάνηδες βλ. Y. Ozkaya, Osmanli Imparatorlugunda Ayanlik, Άγκυρα 1994. Επίσης H. Inalcik, “Centralization and Decentralization in Ottoman Administra­tion”, στο Thomas Naff και Roger Owen (εκδ.), Studies in Eighteenth Century Islamic History, Carbondale 1977, σ. 27-52. Για περιπτώσεις αγιάνηδων των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας βλ. G. Veinstein, “Ayan de la region d’ Izmir et le commerce du Lev­ant (deuxieme moitie du XVIIIe siecle)”, Revue de l’Occident musulman et de la Medit- eranee 20 (1975) 131-147. S. Faroqhi, “Wealth and Power in the Land of Olives: Eco­nomic and Political Activities of Muridzade Haci Mehmed Agha, Notable of Edremit”, Making a Living in the Ottoman Lands, 1480 to 1820, Istanbul 1995, σ. 291-311. Y. Na- gata, “Ayan in Anatolia and the Balkans during the Eighteenth and Nineteenth Cen­turies: A Case Study of the Karaosmanoglu Family”, στο A. Anastasopoulos (επιμ.), Provincial Elites in the Ottoman Empire. Halcyon Days in Crete (10-12 January2003), Ρέθυμνο 2005, σ.269-294. Για μια πρόσφατη θεώρηση της βιβλιογραφίας για το ζήτημα των αγιάνηδων βλ. Canay §ahin, The Rise and Fall of an Ayan Family in Eighteenth Century Anatolia: The Caniklizades (1737-1808), αδημ. διδ. διατριβή, Bilkent University 2003, σ. 23-38.

[21]   Nagata, ό.π., σ. 275-276.

[22]   Nagata, ό.π., σ. 275, 288.

[23] Canay, ό.π., σ. 31-32.

[24]   Βλ. Őzkaya, ό.π., σ. 295-301, Canay, ό.π, σ. 34. Κατά τον Slade, ο οποίος ταξίδε­ψε στην Μικρά Ασία την εποχή της βασιλείας του Mahmud Β’, οι ντερεμπέηδες «had two crimes in the eyes of Mahmoud II: they held their property from their ancestors, and they had riches”. A. Slade, Records of Travels in Turkey, Greece, etc., τ.1, Baltimore 1833, σ. 118. Σύμφωνα όμως με τον Nagata, η συγκεντρωτική πολιτική του Mahmud Β’ επηρέασε περισσότερο τους αγιάνηδες που εμπλέκονταν στο σύστημα των φοροενοικιάσεων και όχι αυτούς που βάσιζαν την κοινωνική και οικονομική ισχύ τους στα τσι­φλίκια και τα βακούφια, Nagata, ό.π., σ. 270.

[25]   Η.Η. 935/40470. Η επίθεση έγινε στις 10 Şevval 1238 (8 Ιουνίου 1823) από μεγάλη, κατά τον φρούραρχο, δύναμη Σαμίων, που έφθανε τα 1.000 άτομα (αριθμός υπερβολι­κός που αποσκοπούσε στο να δικαιολογήσει την ανεπάρκεια του γράφοντα) και οι οποίοι κατέφθασαν με περίπου 30 περάματα και βάρκες, 5 τράτες και 1 μαρτίγο. Η επί­θεση ήταν επιτυχής, καθώς παρά την κινητοποίηση των τοπικών αρχών και τις ενισχύ­σεις που έστειλε ο φρούραρχος, σκοτώθηκαν πέντε μουσουλμάνοι και τέσσερις Σαμιώτες, ενώ αρκετοί από τους τελευταίους τραυματίστηκαν, χωρίς όμως να συλληφθούν, εφόσον οι Σάμιοι κατόρθωσαν και τους φυγάδευσαν στα πλοία.

[26]   Η.Η. 285/17123. Σύμφωνα με τον Esad Efendi, ο Mustafa Reşid Paşa απασχο­λούσε ανίκανους αξιωματούχους, ενώ ο ίδιος δεν μπόρεσε να οργανώσει την προφύλαξη των περιοχών επιδεικνύοντας νωθρότητα και αδιαφορία. Vak’a-nuvis Es’ad Efendi Tarihi, σ. 227. Ο Mustafa Reşid Paşa αντικαταστάθηκε από τον ilyas-zade ilyas Aga (H.H 285/17123).

[27]   C.D.114/5672. Για την επίθεση βλ. και Επ. Σταματιάδης, Σαμιακά, τ. Β’, Αθήνα 1965, σ. 297, όπου γίνεται λόγος για δύναμη 50 Σαμίων.

[28] Η.Η. 938/40524. Βλ. και Ν. Σταματιάδης, ό.π., τ.1, σ. 70.

[29] Η.Η. 653/31939.

[30]   Η.Η. 751/35467. Για τις ταραχές στην Σμύρνη που προκλήθηκαν από τους άτα­κτους στρατιώτες και από χαμηλόβαθμους γενίτσαρους το καλοκαίρι του 1821 βλ. Clogg, ό.π., κυρίως σ. 330, 333-334.

[31]   Őzkaya, Ayanlik, σ.105-106, 109, 121-122, 253-254. Για τον İlyas-zade İlyas Ağa  βλ. επίσης Comte de Forbin, Voyage dansleLevant, en 1817et 1818, Paris 1819, σ. 54-55, ο οποίος σημειώνει ότι η επικράτεια εξουσίας του εκτεινόταν από την περιοχή έξω από την Σμύρνη έως 12 μίλια νότια του ποταμού Μαιάνδρου (Menderes). Βλ. επίσης και Slade, ό.π., τ.1, σ. 117.

[32] Η.Η. 410/21336

[33] Η.Η. 938/40524.

[34] Η.Η. 285/17123 και Vak’a-nuvis Es’ad Efendi Tarihi, σ. 227.

[35]   Επ. Σταματιάδης, ό.π., τ. Β’, σ. 126-128. Για το δίκαιο τρόπο με το οποίο διοικού­σε την περιοχή που εξουσίαζε και την οξυδέρκεια του  İlyas-zade κάνει λόγο και ο Forbin, ό.π.

[36]   Η.Η. 938/40524. Τα υπάρχοντα, οι προμήθειες και τα ζώα που εγκαταλείφθηκαν από τους φυγάδες ραγιάδες μεταφέρθηκαν στα υπόλοιπα τσιφλίκια του İlyas-zade. Η περιουσία του İlyas-zade υπέστη ζημιές και από τις ταραχές που ξέσπασαν στο Κουσάντασι με ευθύνη των ατάκτων του οθωμανικού στρατού μετά την αποτυχημένη απόπει­ρα απόβασής τους στην Σάμο το καλοκαίρι του 1821, βλ. Slade, ό.π., τ. 1, σ. 117. Για τις ταραχές βλ. επίσης Επ. Σταματιάδης, ό.π., τ. Β’, σ. 152-153 και Clogg, ό.π., σ. 339-340.

[37]   Για μια αποτίμηση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του Mahmud Β’ βλ. R. Davison, Reform in the Ottoman Empire, 1836-1876, Princeton 1963, σ. 25-36.

[38] Βλ. Erdem, “The Greek Revolt”, σ. 288.

 

Σοφία Λαΐου

Ιόνιο Πανεπιστήμιο – Τμήμα Ιστορίας

1821, Σάμος και Επανάσταση, ιστορικές προσεγγίσεις, Πρακτικά συνεδρίου, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Ν. Σάμου, Αθήνα 2011. 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Η οργάνωση του ένοπλου αγώνα (1821-1827): Προτεραιότητες και εμφύλιες διαμάχες

$
0
0

Η οργάνωση του ένοπλου αγώνα (1821-1827): Προτεραιότητες και εμφύλιες διαμάχες – Δημήτρης Μαλέσης


 

Η μορφή και ο τρόπος οργάνωσης ενός στρατεύματος κατά τη διάρκεια ενός πολέμου -ιδιαίτερα όταν αυτός είναι πολυετής – συνιστά ένα ουσιώδες ζήτημα, από το όποιο εξαρτάται εν πολλοίς και η αίσια έκβασή του. Για την ελληνική ηγεσία, πολιτική και στρατιωτική, του Αγώνα της ανεξαρτησίας του 1821 το πρόβλημα τέθηκε μετ’ επιτάσεως από την πρώτη στιγμή και αποτέλεσε βασικό αίτιο για να διατυπωθούν διαφορετικές και συγκρουόμενες απόψεις, να εκδηλωθούν έριδες αλλά και να προκαλέσουν εμφύλιες ρήξεις, οι όποιες θα δοκιμάσουν με τη σειρά τους τα όρια και τις αντοχές της επαναστατικής προσπάθειας.

Για τους Έλληνες το πρόπλασμα για τον στρατιωτικό μηχανισμό υπήρξε ασφαλώς η προεπαναστατική κλεφταρματολική παράδοση.[1] Ήταν αναμενόμενο οι άνδρες εκείνοι που στελέχωναν τις συγκεκριμένες ομάδες στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο επί δεκαετίες να επωμισθούν το κύριο βάρος των στρατιωτικών επιχειρήσεων από την πρώτη στιγμή. Και αν το πρώτο διάστημα της Επανάστασης χαρακτηριζόταν περισσότερο από τον ενθουσιασμό και τον αυθορμητισμό, η μακροχρόνια προοπτική των πολεμικών επιχειρήσεων έθετε αναπόφευκτα το ζήτημα της λυσιτελέστερης οργάνωσης του στρατιωτικού μηχανισμού για την αντιμετώπιση ενός αντιπάλου οργανωτικά και αριθμητικά υπέρτερου.

Επικεφαλής των πρώτων ομάδων, των «μπουλουκιών» όπως αποκαλούνταν σε πολλές περιπτώσεις, θα τεθούν εκείνοι που κατείχαν ήδη ηγετικές θέσεις μεταξύ των ενόπλων ομάδων του κλεφταρματολισμού, άνδρες με αδιαμφισβήτητο κύρος και συνακόλουθη αποδοχή μεταξύ των ενόπλων. Οι καπετάνιοι αυτοί θα αποτελέσουν μαζί με τα στελέχη της προυχοντικής παραδοσιακής ολιγαρχίας την ηγέτιδα τάξη του επαναστατικού Αγώνα, με ρόλο πρωταγωνιστικό και συνήθως μεταξύ τους ανταγωνιστικό.

Ο ανταγωνισμός αυτός προέκυψε αναπόφευκτα από τη στιγμή που η διαφαινόμενη εθνική απελευθέρωση έθεσε ισχυρά διλήμματα ως προς τον τρόπο και τη δομή που θα έπαιρνε το υπό διαμόρφωση κράτος. Έτσι το ζήτημα τέθηκε επί του εξής καίριου ζητήματος: άτακτος στρατός ή σύσταση και οργάνωση εξ ύπαρχης τακτικού. Στην πρώτη περίπτωση θα διατηρούνταν τα ένοπλα σώματα, όπως είχαν αποκρυσταλλωθεί σύμφωνα με την κλεφταρματολική παράδοση, με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς που αναγνώριζε κάθε ομάδα, ενώ στη δεύτερη όλοι οι πολεμιστές θα υπάγονταν σε μία κεντρική εξουσιαστική Αρχή, η οποία θα είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο ως προς όλα τα διαδικαστικά που αφορούσαν την ιεραρχία και τον ρόλο των διαφόρων σωμάτων. Κάθε ένα από τα δύο αυτά ενδεχόμενα προϋπέθετε ταυτόχρονα και μία διαφορετική κρατική οντότητα. Το πρώτο ενδεχόμενο ισοδυναμούσε με διατήρηση και αναπαραγωγή των αποκεντρωμένων υφιστάμενων δομών, στην κορυφή των οποίων είχαν εδραιωθεί οι πρόκριτοι, ενώ στο δεύτερο η μία και ενιαία αδιαίρετη εξουσία παρέπεμπε σε συγκεντρωτικό κράτος δυτικοευρωπαϊκού, για την εποχή, τύπου.

Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να σκιαγραφήσει τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τη σύσταση και την οργάνωση τακτικού στρατού, να παρουσιαστούν οι κύριοι εκπρόσωποι αυτής της πολιτικής και, κυρίως, να ερμηνευθούν οι λόγοι για τους οποίους το όλο εγχείρημα ήταν εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να υλοποιηθεί.

Η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας τακτικού στρατού συνδέεται με τον Δημήτριο Υψηλάντη, από την πρώτη στιγμή που αφίχθηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα το καλοκαίρι του 1821. Προερχόμενος από τις τάξεις του ρωσικού στρατού ο Έλληνας πρίγκιπας τη μόνη στρατιωτική οργάνωση που γνώριζε αφορούσε αυτήν του τακτικού, του απολύτως πειθαρχημένου στην εκάστοτε τεταγμένη ηγεσία.

Μάλιστα, η άφιξή του συνοδεύτηκε από ένα σώμα 300 περίπου εθελοντών Ελλήνων, προερχόμενων από περιοχές όπου δεν μπορούσαν να σημειωθούν στρατιωτικές επιτυχίες και να εδραιωθεί επαναστατικό κλίμα, όπως η Μακεδονία, η Θράκη και η Μικρά Ασία. «Θερμός ζηλωτής»[2] του τακτικού στρατού ο Υψηλάντης έδωσε τέτοια χαρακτηριστικά στο συγκεκριμένο σώμα, όπως ομοιόμορφη στολή, ιεραρχία και μισθό, με βάση τα οικονομικά που είχε εξασφαλίσει από τη Ρωσία.[3] Με τη συμμετοχή του σε κάποιες επιχειρήσεις της Πελοποννήσου κατά τους πρώτους μήνες το συγκεκριμένο σώμα εξάντλησε όλη τη δραστηριότητά του.

 

Δημήτριος Υψηλάντης. Ο Υψηλάντης υπερασπίζεται ανδρείως την πόλιν Άργος. Peter Von Hess.

 

Η εκτεταμένη αταξία που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αλλά και της άλωσης της Τριπολιτσάς αποτελούσε ικανή απόδειξη για να κατανοήσει ο Υψηλάντης ότι οι δυσκολίες που είχε να υπερβεί για να υλοποιήσει τα σχέδιά του κάθε άλλο παρά αμελητέες ήταν.

Στην Πελοπόννησο, επίσης, ο Κολοκοτρώνης, μολονότι κύριος εκπρόσωπος των παραδοσιακών στρατιωτικών αντιλήψεων, επιχείρησε για να ξεπεραστούν οι αντιξοότητες των πρώτων επιχειρήσεων να προσδώσει στοιχεία ευταξίας στους άνδρες του, με την έκδοση κανονισμού λειτουργίας των στρατοπέδων ή επιβολή ποινών για απείθαρχη δράση.[4] Η λεπτομερής πρόβλεψη του Οργανισμού που εκπονήθηκε στο πλαίσιο λειτουργίας της Πελοποννησιακής Γερουσίας για την οργάνωση της ιεραρχίας, τη μισθοδοσία και την επιβολή ποινών, αποδεικνύει τη βούληση της ηγεσίας για διεξαγωγή του πολέμου, κατά το δυνατό, με όρους τακτικού στρατού, με αποτελέσματα ωστόσο, όπως θα αποδειχθεί σύντομα, μηδαμινά.[5]

Στη Στερεά Ελλάδα το ίδιο εγχείρημα θα αποδειχθεί ακόμη δυσκολότερο. Κύριος εκφραστής των προσπαθειών εδώ υπήρξε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο όποιος σε επιστολή του εξέφραζε το σκεπτικό του:

 

«δια να βαστάξωμεν στρατεύματα και να τα θρέψωμεν, έχομεν ανάγκην αυτού του συστήματος [ενν. ευρωπαϊκού], διότι άνευ αυτού ούτε έθνη λογιζόμεθα ούτε αναγνωριζόμεθα από τας άλλας δυνάμεις, ούτε δάνεια ευρίσκομεν, ούτε πρεσβείαν ημποροΰμεν να στείλωμεν εις το κογκρέσον, όπου συγκροτείται εις Βιέννην».[6]

 

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ο Μαυροκορδάτος υπερασπίζεται με επιτυχία την πόλη του Μεσολογγίου.

Έχοντας επίγνωση της μεγάλης ισχύος που διέθεταν οι οπλαρχηγοί στη Στερεά ο Φαναριώτης πολιτικός επιχείρησε να τους προσεταιρισθεί και, τελικά, να τους υπαγάγει στην επιρροή του, εγχείρημα το οποίο θα αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολο και οι προσπάθειές του αναποτελεσματικές.[7] Αυτές πάντως θα συνεχιστούν κατά τη διάρκεια των εργασιών της Α’ Εθνοσυνελεύσεως, όπου θα επικρατήσει των αντιπάλων του.

Εκδόθηκε, λοιπόν, Γενικός Στρατιωτικός Οργανισμός, με σκοπό «να ευδοκιμήσωσι τα στρατεύματα και εμποδισθώσιν όσα από την αταξίαν προέρχονται κακά» αλλά και να «γίνωνται γνωστά προς την Διοίκησιν τα ανδραγαθήματα εκάστου, δια να ανταμείβωνται παρ’ αυτής».[8] Για τον Μαυροκορδάτο η υπαγωγή των ενόπλων στην πολιτική εξουσία, στον εκάστοτε Μινίστρο του Πολέμου, αποτελούσε τη μόνη ενδεδειγμένη λύση, εφ’ όσον προέτασσε ως πρότυπο τη δυτικοευρωπαϊκή πραγματικότητα. Ο νόμος που εμπνεύστηκε και εξέδωσε την 1η Απριλίου 1822 αφορούσε μια εξαιρετικά φιλόδοξη προοπτική για συγκρότηση μιας ένοπλης δύναμης, με Βαρύ και Ελαφρύ Πεζικό, Πυροβολικό και Ιππικό, «απαραλλάκτως τοις στρατοΐς των Ευρωπαϊκών Κρατών»,[9] επειδή «η τάξις απανταχού χρήσιμος» και το «Στρατιωτικόν μάλιστα με την τάξιν και ωφελιμότερον και αναγκαιότατον».

Επιπλέον, επειδή ο τοπικισμός συνιστούσε ένα σοβαρό εμπόδιο για την άσκηση μιας συγκεντρωτικής πολιτικής, φρόντισε οι άνδρες των σωμάτων να «διανέμονται μιγάδες […] χωρίς ποτέ να είναι συγκεχωρημένον να σχηματισθή σώμα ξεχωριστόν και συνιστάμενον από κατοίκους ενός μόνον και του αυτού μέρους της Ελλάδος». Ο Μαυροκορδάτος, επίσης, σε μεγάλο βαθμό θα στηρίξει τις προσπάθειές του στους φιλέλληνες που είχαν αφιχθεΐ στην Ελλάδα με σκοπό να πολεμήσουν και οι όποιοι μην έχοντας οποιονδήποτε δεσμό με εγχώριους ενόπλους θα μπορούσαν να υλοποιήσουν με μικρότερη δυσκολία τα σχέδιά του.[10]

Οι απόπειρες για σχηματισμό τακτικού στρατού θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια, παρόλο που οι εμφύλιες διαμάχες μετά το 1823 θα οξύνονται και τα οποιαδήποτε σχέδια γίνονταν παρανάλωμα εκδικητικών πράξεων βίας και, συνεπώς, λιγότερο εφαρμόσιμα. Το 1824 οι εκκλήσεις της «Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος» για «ευνομία» και «ισοτιμία» ακούγονται παράταιρες και μοιάζουν να απευθύνονται σε μερίδα μόνο των επαναστατών.

Παπαφλέσσας. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία. Adam Friedel.

Μάταια, λοιπόν, ο Γρηγόριος Δικαΐος ή Παπαφλέσσας, από τη θέση του υπουργού των Εσωτερικών, πραγματοποιεί την έκκληση, υποδεικνύοντας μάλιστα ως αιτία της διαρκούς αταξίας την «μέχρι τούδε καθυστέρησιν», την οποία προκάλεσε «η αυτογνώμων και ισχυρογνώμων θέλησις των ατάκτων στρατιωτικών». Και οι «συμβουλές» – εντολές που ακολουθούν στη συγκεκριμένη Εγκύκλιο μοιάζουν περισσότερο με ειρωνεία, όταν ζητείται για παράδειγμα από τον «αρχηγόν» των στρατιωτών να τους «οδηγεί εις τας καλάς πράξεις, να φέρωνται ήσυχα, εύτακτα και να μη ενοχλώσι κανένα ποτέ» αλλά «και ν’ απαγορευθώσιν από το να ρίπτουν τουφέκια την νύκτα ματαίως».[11] Και όταν παραβιάζονταν αυτές η άλλες αρχές, όπως περιγράφονταν στην Εγκύκλιο, ο στρατιώτης προβλεπόταν ότι «θέλει παιδεύεσθαι αυστηρότατα».[12] Το ζητούμενο, βέβαια, ήταν πως θα μπορούσε να επιβληθεί η κεντρική διοίκηση στις επιμέρους στρατιωτικές ηγεσίες και αυτές με τη σειρά τους στους ενόπλους ούτως ώστε οι αυστηρές συστάσεις να έχουν πραγματικό νόημα.

Τον ίδιο καιρό, ο γιατρός Παναγιώτης Ρόδιος, από τη θέση του Γενικού Γραμματέα της κυβέρνησης Γεωργίου Κουντουριώτη, πραγματοποίησε έκκληση για επάνοδο των ανδρών που ανήκαν μέχρι προ τινος σε τακτικά σώματα και είχαν αποχωρήσει είτε λόγω των δυσλειτουργιών είτε εξαιτίας των εμφύλιων διενέξεων. Μάλιστα, ως επιπλέον κίνητρο δινόταν η υπόσχεση για διασφαλισμένη διατροφή, έστω και περιορισμένη, με μερίδα 300 δραμίων ημερησίως, «κατά μήνα δε εν δίστηλον».[13] Η προσπάθεια απέδωσε κάποια, πενιχρά έστω, αποτελέσματα, ενώ υπήρξαν και ορισμένοι νεοσύλλεκτοι. Ωστόσο, ο Ρόδιος, επίμονος υποστηρικτής της δημιουργίας τακτικού στρατού, έπρεπε να ξεπεράσει τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς που είχαν αρχίσει να κλιμακώνονται στους κόλπους των επαναστατών.[14] Ένα χρόνο πριν, είχε έρθει σε σύγκρουση με τον Ιταλό φιλέλληνα στρατιωτικό Γκουβερνάντι, όταν απαίτησε να υπαχθεί υπό τις διαταγές του ό,τι συνιστούσε μέχρι τότε τακτικό στράτευμα, πρόταση που έθιξε τον συνάδελφό του, ο οποίος παραιτήθηκε και αποχώρησε από την επαναστατημένη Ελλάδα. Αλλά και ο ίδιος ο Ρόδιος, μολονότι «συνεργεία των πολιτικών φίλων του»,[15] κατάφερε να επικρατήσει σε αυτήν τη διένεξη, δεν θα αργήσει να διαπιστώσει τις ανυπέρβλητες δυσκολίες και, «στερούμενος των προς συντήρησιν μέσων»,[16] θα υποχρεωθεί σε παραίτηση.

Κάρολος Φαβιέρος

Θα υπάρξει και δεύτερη παραίτηση του Ρόδιου, τον επόμενο χρόνο, όταν ανατέθηκε στον Γάλλο Κάρολο Φαβιέρο (Charles Fabvier) η ευθύνη για την οργάνωση και τη διοίκηση του τακτικού, οπότε ο Έλληνας αξιωματικός αισθάνθηκε να θίγεται. Εξάλλου και η τοποθέτηση του Φαβιέρου στηριζόταν στη λογική ενός εσωτερικού ανταγωνισμού, αφού η τοποθέτησή του γινόταν για να υποσκελισθεί ο ανεπιθύμητος από την κυβέρνηση Κουντουριώτη Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Ο Γάλλος στρατηγός ήταν σαφής όταν δημοσιοποίησε την έκκληση για την οργάνωση του τακτικού: η ευρωπαϊκή αναγνώριση και η εμπέδωση κλίματος πειθαρχίας.[17] Η δημιουργία στρατιωτικής μπάντας από τον Γερμανό Μάγγελ απέβλεπε στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για να ευοδωθούν επιτέλους τα σχέδια, ωστόσο τέτοιες πρωτοβουλίες έμοιαζαν με περιττή πολυτέλεια. Οι 3.500 άνδρες που θα προκύψουν θα αποδειχθούν ελάχιστη δύναμη, όχι τόσο αριθμητικά, όσο ουσιαστικά. Το εν λόγω σώμα θα συνυπήρχε, βεβαίως, με τα άτακτα σώματα αλλά ένα βαθύ χάσμα χώριζε τις δύο πλευρές και ακύρωνε στην πράξη κάθε προσπάθεια.

Για παράδειγμα, στην Αθήνα σημειώθηκαν συμπλοκές μεταξύ ανδρών του τακτικού και των ατάκτων, με δύο τραυματίες, με αφορμή τη μέθη ενός ιππέα του τακτικού. Όπως, επίσης, η κλοπή των «προς πλύσιν ενδυμάτων» μιας νοικοκυράς από στρατιώτη του Α’ τάγματος στάθηκε αφορμή να απολυθεί και να διαπομπευθεί.[18]Τα ευτράπελα αυτά επεισόδια αποκαλύπτουν την υπολανθάνουσα διαμάχη αλλά και τις εγγενείς δυσκολίες του εγχειρήματος για τη δημιουργία τακτικού και πειθαρχημένου στρατού, σε μία κοινωνία όπου η παρανομία κατά τη μακραίωνη ξενική υποδούλωση ήταν κατόρθωμα, πράξη αντίστασης, γενναιότητας και αντικείμενο θαυμασμού.

Σε αυτά να προσθέσουμε και την αδιάπτωτη φιλαρχία, αποτέλεσμα των πολιτικών διαγκωνισμών. Ο Γιάννης Γκούρας, ρουμελιώτης καπετάνιος με απήχηση στην περιοχή, τον Δεκέμβριο του 1825 υπογράμμιζε με εγκύκλιό του την αξία που είχε το τακτικό, διότι η έλλειψή του «επροξένησε πολλά κακά και εμπόδισε την πρόοδον και ανεξαρτησίαν του έθνους». Τα άτακτα ήταν χρήσιμα «δια την θέσιν της Ελλάδος και δια τας προλήψεις του εχθρού και δια άλλους λόγους», όμως ο ίδιος – υπογραμμίζοντας τη σημασία του τακτικού – έσπευδε να «γυμνασθή» στο σώμα του τακτικού.[19] Ωστόσο, ο Γκούρας, όταν θέλησε να ορισθεί ως διοικητής ενός τάγματος του τακτικού, συνάντησε την άρνηση του Φαβιέρου. Η αμοιβαία δυσπιστία δηλητηρίαζε τη σχέση των δύο ανδρών για έναν επιπλέον λόγο: ο Γάλλος ήταν προσκείμενος στον Μαυροκορδάτο, ενώ ο Γκούρας στον Κωλέττη, συνεπώς η συνύπαρξη κάθε άλλο παρά αρμονική θα μπορούσε να είναι. Και από τη στιγμή που ο Γκούρας δεν πέτυχε τον στόχο του, εξεδήλωσε απροκάλυπτα την αντίθεσή του. Γράφει ο Μακρυγιάννης:

 

«Βγαίνει ο Γκούρας από το ταχτικόν. Κάνει πλήθος αντενέργειες αυτός και οι σύντροφοί του, Αθηναίγοι και κυβερνήτες, να το διαλύσουν το ταχτικόν. Ο καϊμένος ο Φαβγές έτρεξε εις την προκομμένη Διοίκηση δια να δώση τα μέσα. Εις την Αθήνα ήταν σκουτιά του ταχτικού κι άλλα αναγκαία. Πολεμούσαν να τα κάμουν οι καλοί πατριώτες πλιάτζικα. […] Τότε ο Γκούρας, ο Ζαχαρίτζας, ο Βρανάς, ο Σουρμελής κι άλλοι συντρόφοι τους Αθηναίγοι […] κάνουν χιλιάδες αντενέργειες να χαλάσουν το ταχτικόν και του κόβουν όλα τα μέσα, να διαλυθή χωρίς άλλο».[20]

 

Αλλά το ακόμη χειρότερο επιφυλασσόταν για τα σχέδια του Φαβιέρου στη συνέχεια, όταν η κυβέρνηση του ανακοίνωσε ότι δεν είχε τα υλικά μέσα για τη συντήρηση του σώματος, το όποιο εν τω μεταξύ αναπτυσσόταν, παρά τις δυσχέρειες που συναντούσε. Ο Γάλλος φαινόταν εκτεθειμένος και στη συνέχεια οι προσπάθειές του φαίνονταν καταδικασμένες σε αποτυχία.

 

Ιωάννης Μακρυγιάννης, σχέδιο Benjamin Mary, 30 Απριλίου 1840.

 

Η εκστρατεία που επιχείρησε στην Κάρυστο με σκοπό να καταλάβει την Εύβοια και να την καταστήσει το πρώτο τμήμα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, προσέκρουσε στην αδυναμία να εξευρεθούν τα μέσα για τη συντήρηση των ανδρών του, από τη στιγμή που «επολιορκούντο οι Έλληνες σφαιροβολούμενοι ακαταπαύστως και στερούμενοι πάσης τροφής, ώστε η κατάστασίς των ήτον ελεεινοτάτη ένεκα της απερισκεψίας των διεπόντων».[21]

Κατόπιν διαφώνησε με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη για την οργάνωση του Αγώνα στην Ανατολική Στερεά, επειδή ο Έλληνας οπλαρχηγός θεωρούσε ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για συγκρότηση τακτικού στρατού θα ήταν καταδικασμένη, από τη στιγμή που ο εχθρός είχε αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις και τις όποιες θα μπορούσε «εντός ολίγου να τας αναπληρώση από την ευρείαν και εκτεταμένην αυτοκρατορίαν του», ενώ οι Έλληνες, εάν έχαναν μία σημαντική μάχη, έχαναν τον πόλεμο, αφού δεν είχαν «δυνάμεις διαθεσίμους» για να τις αναπληρώσουν.[22] Η αποτυχημένη εκστρατεία του Γάλλου φιλέλληνα στη Χίο σφράγισε τις ειλικρινείς και σε κάθε περίπτωση ανιδιοτελείς προσπάθειές του.[23]

Γενικότερα, όλες οι λεπτομερείς προβλέψεις τόσο του Γενικού Στρατιωτικού Οργανισμού, όσο και των ρυθμίσεων που θα ακολουθήσουν εν σχέσει με την ιεραρχία, την πειθαρχία και τις αμοιβές, πάντα βάσει των γαλλικών στρατιωτικών προτύπων, θα αποδειχθούν κενά περιεχομένου και απλώς εξέφραζαν τις αισιόδοξες αντιλήψεις των εμπνευστών τους.

Αν θέλαμε να συνοψίσουμε τους λόγους για τους οποίους η διεξαγωγή του πολέμου με άτακτα στρατεύματα αποτελούσε τη μόνη ενδεδειγμένη λύση, θα καταλήγαμε στις έξης σκέψεις.

Το βασικό διακύβευμα ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονταν οι διάφορες πολιτικές και κοινωνικές μερίδες τη συγκρότηση του υπό ανεξαρτησία ελληνικού κράτους και την κατανομή της εξουσίας. Ο Δ. Υψηλάντης, για παράδειγμα, συγκεντρώνοντας στα χέρια του τη στρατιωτική εξουσία, απειλούσε να αφαιρέσει ένα πολύ ισχυρό έρεισμα από τους προκρίτους, κάτι που οι τελευταίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να επιτρέψουν.[24] Ο Κανέλλος Δεληγιάννης υπήρξε ο γνησιότερος και ο οξύτερος επικριτής των προσπαθειών του πρίγκιπα, κατανοεί τον κίνδυνο που διατρέχουν τα παραδοσιακά προνόμιά του και για αυτό δεν φείδεται χαρακτηρισμών, όταν στρέφεται εναντίον του:

 

«[…] απήτει να τον γνωρίσωμεν δικτάτορα και ανώτατον άρχοντα του Έθνους με τον τίτλον του Αρχιστρατήγου, να κινή και να οδηγή τας κατά ξηράν και θάλασσαν στρατιωτικάς δυνάμεις, κατά το δοκοΰν, χωρίς να χρεωστή να δώση λόγον εις κανένα να κυβερνά απολύτως, να διοργανώση τας επαρχίας, να διορίζη όλους τους υπαλλήλους εις όλους τους κλάδους της δημοσίου υπηρεσίας και όλας τας πολιτικάς αρχάς κατ’ αρέσκειαν».[25]

 

Αλλά και μερίδα των στρατιωτικών, ιδιαίτερα εκείνοι που διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με προκρίτους, τον αντιμετώπιζαν με προκατάληψη, θεωρώντας η πολιτική του «εγίνετο επί τω σκοπώ του να καταστρέψωσι δι’ αυτού την δύναμιν των κατ’ επαρχίας προκρίτων»,[26] οπότε, αφού κινδύνευαν να παραγκωνιστούν οι ίδιοι, φρόντισαν να υπονομεύσουν οποιαδήποτε προσπάθεια για τη σύσταση του τακτικού. Από αυτήν τη θεμελιώδη θέση ξεκίνησαν οι διαφορετικές προσεγγίσεις και οι συνακόλουθες έριδες. Ωστόσο, άλλες επιμέρους, κάθε άλλο παρά ήσσονος σημασίας, δυσχέρειες κατέστησαν το ζήτημα του σχηματισμού αξιόλογου σε χρονική διάρκεια και ισχύ τακτικού στρατού εξαιρετικά πολύπλοκο και δυσεπίλυτο. Η μόνιμη οικονομική δυσπραγία στις τάξεις των επαναστατών ακύρωνε εν τοις πράγμασι ό,τι σχεδιαζόταν επί χάρτου. Το όλο εγχείρημα προϋπέθετε σταθερά κυβερνητικά σχήματα και οργάνωση που θα εξασφάλιζε με την κατάλληλη οργάνωση τους αναγκαίους ή έστω τους βασικούς πόρους για τη διεξαγωγή ενός μακροχρόνιου αγώνα. Ακόμη και τα δάνεια που συνάφθηκαν με την Αγγλία το 1824 διασπαθίστηκαν στους εμφυλίους πολέμους.[27] Ακόμη και οι έκτακτες λύσεις, όπως οι έρανοι ή οι εκποιήσεις ιερών σκευών φανέρωναν φιλοπατρία και φιλότιμη διάθεση, ωστόσο περισσότερο πρόδιδαν το οικονομικό αδιέξοδο.[28]

Οι εκκλήσεις του εμβληματικού ηγέτη της Πελοποννήσου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη προς τις διοικητικές Αρχές στην κρίσιμη καμπή του 1825 για εξασφάλιση τροφίμων που θα συντηρούσαν τους άνδρες του στρατοπέδου του είναι μία από τις πάμπολλες που διατυπώθηκαν. Γίνεται αντιληπτό ότι οι δυσκολίες που θα συναντούσαν για το ίδιο ζήτημα άλλοι στρατιωτικοί ηγέτες, με λιγότερο κύρος και ισχύ, θα ήταν αναμφίβολα περισσότερες.

Ο Κολοκοτρώνης, λοιπόν, από τη Στεμνίτσα, απευθυνόμενος στη διοίκηση, τονίζει ότι «ελλείπουν όλα εν γένει τα μέσα τα αναγκαία εις την συντήρησιν του στρατοπέδου», καθώς το μόνο που διέθεταν επί ένα μήνα ήταν «αλεύρι όλον όλον οκάδας επτά ήμισυ χιλιάδες, χωρίς κανέν άλλο προσφάγι».[29] Και το σκώμμα που επιστρατεύει για να διεκτραγωδήσει την κατάσταση, μάλλον υπογραμμίζει τον επείγοντα χαρακτήρα του προβλήματος:

 

«Αν ηξεύρετε καμιά μηχανή να τρέφωνται με τον αέρα τα στρατεύματα, σας παρακαλώ να μου την στείλετε. Αν ηξεύρετε ότι είναι καμιά μηχανή να κάνη το χώμα μπαρούτι και ταις πέτραις μολύβι, στείλετέ μου τον μηχανικόν δια να το κάμωμεν· επειδή και ακόμη τέτοια εφεύρεσι δεν την έκαμαν οι άνθρωποι, σας λέγω στείλετέ μου ολα αυτά».[30]

 

Ακόμη και ο Μαυροκορδάτος βρέθηκε στην ανάγκη να δηλώσει αδυναμία στον Γκουβερνάντι για την παροχή των αναγκαίων: «Ύπαγε με το σώμα σου να ιδιοσυντηρηθής. Η κυβέρνησις της Ελλάδος ουδέν έχει να σοι δώση προς διατήρησιν».[31] Το 1826 πλέον, και ενώ με την πτώση του Μεσολογγίου η επανάσταση ψυχορραγούσε, ο Δημήτριος Ευμορφόπουλος κάνει έκκληση προς τη Διοίκηση για να φροντίσει τη συντήρηση των στρατιωτών – εν προκειμένω αναφέρεται στους Δερβανοχωρίτες – οι οποίοι, όπως έγραφε, «αποθνήσκουσι από την πείναν, αυτοί και οι φαμίλιαις των».[32]

Επιπλέον, η μόνιμη ροπή προς την αταξία, αποτέλεσμα πολυετών βιωματικών εμπειριών, λειτούργησε ασφαλώς αρνητικά προς οποιαδήποτε πρόθεση δημιουργίας πειθαρχημένου σε μία νεοπαγή εξουσία στρατού. Οι στρατιώτες κλήθηκαν στις έκτακτες συνθήκες ενός πολέμου να αποστασιοποιηθούν από μακροχρόνιες έξεις και να προσαρμοσθούν σε κάτι νέο όπως ήταν η πειθαρχία, κάτι όμως που είχε υπερβολικές απαιτήσεις και προϋπέθετε μακρά εξάσκηση και εγχάραξη νέας νοοτροπίας.[33]

Από την πλευρά τους οι οπλαρχηγοί, με αυξημένο ούτως η άλλως κύρος, δρούσαν σαν να είχαν προσωπικό στρατό, με τον όποιο άλλωστε μπορούσαν να διαπραγματευθούν οτιδήποτε ή να προσδεθούν στο άρμα ενός προκρίτου στη βάση αμοιβαίων εξυπηρετήσεων. Εξάλλου, οι νικηφόρες μάχες των πρώτων ετών είχαν δημιουργήσει την ισχυρή πεποίθηση στον λαό ότι οι καπετάνιοι έχουν επωμισθεί τον κύριο ρόλο της εθνικής απελευθέρωσης και, συνεπώς, είχαν την καθολική αποδοχή. Θα ήταν, πράγματι, εξαιρετικά δύσκολο να δεχθούν την υπαγωγή τους στην πολιτική εξουσία ως απλώς μισθοδοτούμενοι υπάλληλοι του υπό διαμόρφωση κράτους, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που δεν είχαν γνωρίσει ή αναγνωρίσει ποτέ μία κεντρική διοίκηση, την οποία ούτως η άλλως την προσελάμβαναν ως κάτι εχθρικό, απόμακρο και αντίθετο προς τα συμφέροντά τους.[34]

Ο Γεώργιος Γλαράκης, Γραμματέας Εξωτερικών και Ναυτικών την περίοδο μεταξύ Μαΐου 1827- Ιουνίου 1828, γνώριζε πολύ καλά το πρόβλημα, όταν απευθυνόταν στον Χάιντεκ, τον Βαυαρό φιλέλληνα αξιωματικό και μετέπειτα αντιβασιλέα:

 

«Δεν αμφιβάλλω ότι πλήθος νέων ζητεί να στρατολογηθή ύφ’ υμών· ούτοι θα στέρξωσι να ενδυθώσι και μάλιστα να εκγυμνασθώσι ταχέως, άλλ’ άμα εξέλθωσι και προσκολληθώσι εις οιονδήποτε τακτικόν σώμα, το πλείστον μέρος αυτών θα δραπέτευση, ίνα ενωθή πάλιν μετά των παλληκαρίων, η άλλως να περιτρέχη την χώραν».[35]

 

Σε όλους αυτούς τους παράγοντες θα πρέπει να προσθέσουμε και εκείνον που αφορά στον ενδεδειγμένο τρόπο διεξαγωγής των επιχειρήσεων από στρατηγικής – στρατιωτικής πλευράς. Εν προκειμένω, αναφερόμαστε σε συγκρούσεις με έναν οργανωτικά και αριθμητικά υπέρτερο αντίπαλο, μία αυτοκρατορία της οποίας οι έμψυχες δυνάμεις θα μπορούσαν να ανανεώνονται οποτεδήποτε, ανάλογα με τις ανάγκες που επέβαλε η περίσταση.

Η κατά παράταξη σύγκρουση, ασφαλώς, δεν ευνοούσε τις ελληνικές δυνάμεις και αυτό το γνώριζαν οι πεπειραμένοι οπλαρχηγοί. Εξάλλου, το πάθημα στη μάχη του Πέτα, όταν το τακτικό που αποτελούσαν κατά κύριο λόγο Φιλέλληνες, «μήπω εκπαιδευθέν αρκούντως, ούδ’ εις αυτάς τας μάλλον αναγκαίας ασκήσεις»,[36]]υπέστη συντριπτική ήττα, ήταν ηχηρό για να παραβλεφθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο Ιμπραήμ πασάς σάρωνε, χωρίς ουσιαστική αντίσταση, την Πελοπόννησο η κυβέρνηση Κουντουριώτη παρείχε χάρη στον μόνο ηγέτη που μπορούσε να οργανώσει αντίσταση στην περιοχή, τον Κολοκοτρώνη. Ο στρατηγός δεν είχε ενδοιασμούς για τον τρόπο που έπρεπε να αντιμετωπιστεί ο ικανότατος Αιγύπτιος εισβολέας:

 

«Ανάγκη να αντιτάττωμεν εις αυτόν ό,τι εξαρτάται από ημάς, ό,τι μας έδωκεν ο Θεός και έχομεν· ταχύτητα εις την ταχύτητά του, επιμονήν εις την επιμονήν του […] ύποχώρησιν έγκαιρον εις τας ακαθέκτους ορμάς του· να τον παρακολουθώμεν δε με άοκνων όχλησιν προσκόμματα παρεμβάλλοντες έμπροσθεν εις τας προσθοπορείας του και παγίδας εις τας ουραγίας του, εκ πλαγίου, δεξιά και αριστερά, νυκτός και ημέρας, ενέδρες, κλοπές, δόλους· να μ’ ευρίσκη, ει δυνατόν, πάντοτε πλησίον του, χωρίς να με βλέπη· καταστροφήν και ματαίωσιν εις όσα κατορθοί, ή νομίζει ότι κατόρθωσε κατά τας περιστάσεις, έως ου κουρασθή, αποκάμη και απελπισθή. Και ο άγιος Θεός, ο την ελευθερίαν αποφασίσας, θέλει μας βοηθήσει. “Προσευχή και πέτρες”».[37]

 

Ο ίδιος, κάνοντας απολογισμό του Αγώνα αργότερα, διαπίστωνε:

 

«Αυτός ήτον ο μόνος τρόπος να κτυπούν τους Τούρκους, επειδή δια να συστήσω γενικόν στρατόπεδον δεν ημπορούσα, α’ διότι δεν είχα ζωοτροφίας, β’ πολεμοφόδια και γ’ διότι ήτο το μόνον αδύνατον να νικήσωμεν τους Τούρκους με παρατεταγμένη μάχη δια το πολυάριθμον του εχθρού, αλλά είχα δώσει οδηγίας να κτυπούν πάντοτε τον εχθρόν, από εμπρός, από πίσω, από τα πλευρά, τη νύκτα να του πέφτουν εις το ορδί, να καίουν οι εδικοί μας ταις ζωοτροφίας όταν δεν ημποροΰσαν να ταις πάρουν δια να μην ταις αφήσουν εις τους Τούρκους και με τούτον τον τρόπον εχαλιώντο πολλοί Τούρκοι, χωρίς να χάσωμεν Έλληνας».[38]

 

Την ίδια άποψη είχε και ο σημαντικότερος ηγέτης της Στερεάς, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο όποιος έτρεφε «ειλικρινή αποστροφήν» προς τον τακτικό στρατό. Και η σταθερή αυτή άποψή του «ου μόνον εξηγείται, αλλά και δικαιολογείται», αφού «ουδεμία υπάρχει σύγκρισις μεταξύ του τακτικού στρατού και του ατάκτου». Κι αυτό, διότι «επί της επαναστάσεως το τακτικόν μας ύπηρξε τοσούτον ευάριθμον και ατελώς ωργανωμένον, ώστε τη αληθεία ως πρόσκομμα μάλλον ηδύνατο να θεωρηθή η ως όργανον πολεμικόν επιτήδειον».[39]

Ιωάννης Καποδίστριας. Χρωμολιθογραφία από το περιοδικό, Νέος Αριστοφάνης, τέλος του 19ου αιώνα.

Οι υποστηρικτές της ιδέας για συγκρότηση τακτικού στρατού δεν στερούνταν επιχειρημάτων και, κυρίως, σχεδίου. Απλώς εκείνο που δεν εκτίμησαν σωστά ήταν οι ιδιομορφίες της ελλαδικής κοινωνίας, οι στρατιωτικές συνθήκες που διεξαγόταν ο πόλεμος και γενικότερα ερχόμενοι από τον εξωελλαδικό χώρο φαίνεται ότι αγνοούσαν ή υποτιμούσαν τις βαθύτατα ριζωμένες νοοτροπίες και αντιλήψεις του χώρου, στον οποίο αυτοβούλως και ανιδιοτελώς προσφέρθηκαν να παράσχουν τις υπηρεσίες τους. Διότι η προηγούμενη εμπειρία του κλεφταρματολισμού παρέπεμπε κυρίως σε «αταξία», σε διαπροσωπικές σχέσεις, η βάση των οποίων ήταν οι οικογενειακοί δεσμοί, διαπροσωπικές και τοπικού χαρακτήρα σχέσεις. Η σφυρηλάτηση επί δεκαετίες τέτοιων νοοτροπιών και σχέσεων ήταν εξαιρετικά δύσκολο – αν όχι αδύνατο – να διαρραγούν, πολύ περισσότερο, διότι το διακύβευμα ήταν η επικείμενη συγκρότηση και ο έλεγχος του κρατικού μηχανισμού.

Όταν θα αφιχθεί στην Ελλάδα ο Καποδίστριας τον Ιανουάριο του 1828, οι συνθήκες ήταν διαφορετικές τόσο ως προς την εξέλιξη του πολέμου, δεδομένου ότι είχε προηγηθεί η ναυμαχία του Ναυαρίνου, όσο και ως προς τον κρατικό φορέα που επιχειρούσε την εφαρμογή της στρατιωτικής πολιτικής. Ο Κυβερνήτης, θέλοντας να δομήσει ένα συγκεντρωτικό κράτος, θα εφαρμόσει ένα σχέδιο σταδιακής δημιουργίας ενός πειθήνιου στην κεντρική εξουσία στρατού. Σε μεγάλο βαθμό θα πετύχει ό,τι είχε σχεδιάσει,[40] ωστόσο οι αντίρροπες δυνάμεις που θα εναντιωθούν στον σχεδιασμό του θα αποδειχθούν πιο ισχυρές και αποτελεσματικές, όπως αποδείχθηκε εκείνο το πρωινό του Σεπτεμβρίου του 1831 στο Ναύπλιο.[41]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Για τον κλεφταρματολισμό, βλ. ενδεικτικά, Σπύρος Ασδραχάς, «Από τη συγκρότηση του αρματολισμού», Επιθεώρηση Τέχνης, σ. 126, 1965· John Alexander, Brigandage and public order in Morea, 1685-1806, Athens, 1986· Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Νέα στοιχεία περί του θεσμου των κάπων εν Πελοποννήσω», στο Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, τ. 11, 1956, σσ. 78-85· John Campbell, Honour, Family, and Patronage: a Study of Institutions and Moral Values in a Greek Mountain Community, Oxford University Press, 1964· Παναγιώτης Στάθης, «Αρματολισμός. Χριστιανοί ένοπλοι στην υπηρεσία των Οθωμανών», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000. Η Οθωμανική κυριαρχία, 1770-1821, Ελλη­νικά Γράμματα, 2003, τ. 2ος, σσ. 339-340.

[2] Κωνσταντίνος Διαμάντης, Δημήτριος Υψηλάντης, 1793-1832. Μέρος Πρώτον: Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της ’Αρχής. Τμήμα Πρώτον: τα μέχρι της αφίξεως εις το στρατόπεδον των Τρικόρφων, 1793-2 Ιουλίου 1821, Αθήναι, 1966, σ. 126· του ιδίου, «Συνεργάται του Δημ. Υψηλάντη κατά τον αγώνα εν Πελοποννήσω», Πελοποννησιακή Πρω­τοχρονιά, Ζ’, 1963, σσ. 191-196.

[3] Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο τακτικός στρατός από του 1821 μέχρι του 1833, επιμ. Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, εκδ. Γ. Τσουκαλά, Αθήναι, 1956, σ. 24· Παναγής Ζούβας, Η οργάνωσις Τακτικού Στρατού κατά τα πρώτα έτη της Επαναστάσεως του 1821, Αθήναι, 1969, σ. 38.

[4] Ιωάννης Κολοκοτρώνης Υπομνήματα, ήτοι Επιστολαί και διάφορα Έγγραφα αφορώντα την Ελληνικήν Επανάστασιν από 1821-1827, συλλεγέντα μεν υπό υποστρατήγου, Ιωάννου Θ. Κολοκοτρώνη, εκδοθέντα υπό Χ. Ν. Φιλαδελφέως, Aθήνησι, 1856, σσ. 36-37.

[5] Απόστολος Βακαλόπουλος, Τα Ελληνικά Στρατεύματα του 1821. Οργάνωση, ηγεσία, τακτική, ήθη, ψυχολογία, Θεσσαλονίκη, 1948, σσ. 74-75.

[6] Μαυροκορδάτος προς Πραΐδη από το Μεσολόγγι τον Οκτώβριο του 1821, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, Αρχείον ’Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, επιμ. Εμμανουήλ Πρωτο­ψάλτη, τ. Α’ Έγγραφα των ετών 1803-1822, Αθήναι, 1963, σ. 73. Το Συνέδριο των Δυνά­μεων συνήλθε πάντως στη Βερόνα το 1822 και όχι στη Βιέννη, όπως μάλλον εκ παραδρομής γράφει ό Φαναριώτης πολιτικός.

[7] Γεώργιος Θεοδωρίδης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ένας Φιλελεύθερος στα χρόνια του Εικοσιένα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2012, σσ. 71-72.

[8] Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, 1821-1832. Αί Εθνικαί Συνελεύσεις, έκδοσις Βι­βλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήναι, 1971, τ. Α’, σσ. 37-38.

[9] Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν…, όπ.π, σ. 32.

[10] Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, οπ. π., τ. Α’, σ. 272. Επίσης, Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος από του έτους 1715 και λήγουσα το 1836, διηρημένη εις τόμους τρεις, εν Αθήναις εκ της τυπογραφίας Κωνστ. Καστόρχη και Συντροφίας, 1839, τ. Δ’, σσ. 79-83. Ο συγγραφέας εξέδωσε συμπληρωματικό τέταρτο τόμο, για να συμπεριλάβει επιπλέον στοιχεία, κυρίως στατιστικά.

[11] Η έλλειψη όχι μόνον πειθαρχίας αλλά και πολεμικής εμπειρίας σε μερίδα των στρατιωτών είχε ως αποτέλεσμα να γίνεται άσκοπη χρήση των όπλων και, συνεπώς, να σπαταλούνται τα περιορισμένα ούτως η άλλως πολεμοφόδια. Το περιστατικό που περιγράφει ο Φωτάκος είναι χαρακτηριστικό: «Μίαν ημέραν μάλιστα, ενώ είχαμεν εμποδισμένους τους στρατιώτας να ρίχνουν τουφέκια, επειδή δεν είχαμεν πολύ μολύβι, έξαφνα ακούομεν κατά το μέρος του Περιθωριού τουφέκια […] Επήγε το απόσπασμα, αλλ’ αντί να εύρη Τούρκους εύρηκεν Έλληνας στρατιώτας καμπίσιους, οι όποιοι είχαν κρεμάσει μίαν καπότα εις ένα μέρος διά σημάδι και την ετουφεκούσαν. Ο σκοπός των ήτον να μάθουν και να ιδούν αν κόβη το βόλι, και αν ημπορούν να εύρουν τον άνθρωπον»· Φώτιος Χρυσανθόπουλος, Απο­μνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, υπό Φωτάκου πρώτου υπασπιστού του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Αθήνησι, 1858, σσ. 79-80.

[12] Απόστολος Βακαλόπουλος, οπ.π., σσ. 296-297.

[13] Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν.., οπ.π., σσ. 57-58.

[14] Για τη σημαντική προσωπικότητα τοy Παναγιώτη Ρόδιου, βλ. Παναγιώτης Σαβοριανάκης, Ο Παναγιώτης Ρόδιος και η εποχή του (1789-1851). «Αποχαιρετήσας τον Ασκληπιόν αφοσιώθη εις τον ’Άρην», Σαββάλας, 2003, ιδιαίτερα δε για την επαναστατική περίοδο, σσ. 47-132.

[15] Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την ’Ελληνικήν., σσ. 54-55· του ίδιου, Ιστορία του τακτικού., σσ. 26-28.

[16] Στο ίδιο, σ. 56.

[17] Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν…, οπ.π., σσ. 73-75.

[18] Στο ίδιο, σ. 76 και 78.

[19] Στο ίδιο, σσ. 79-80, όπου και ολόκληρη η εγκύκλιος.

[20] Ιωάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, εκδ. Πέλλα, χ.χ., τ. Α’, σ. 189.

[21] Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι, 1956, επιμ. Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, σ. 79. Επίσης, βλ. Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Ι. Ν. Σιδέρης, 1925, τ. Γ, σσ. 242-245.

[22] Στο ίδιο, σ. 249.

[23] Οι υπόνοιες και αιτιάσεις που ηγέρθησαν εναντίον του, ότι δηλαδή επιδίωκε να γίνει «δικτάτωρ όλης της Ελλάδος», Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν…, σ. 104, θα πρέπει να ερμηνευθούν ως μέρος των αντιδικιών και των ανταγωνισμών που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.

[24] Για το ζήτημα της σύγκρουσης Υψηλάντη και μερίδας στρατιωτικών με το προυχοντικό κατεστημένο, βλ., Λάμπρος Κουτσονίκας, όπ.π, σσ. 47-48· Νίκος Ροτζώκος, Επανάσταση και Εμφύλιος στο Εικοσιένα, Πλέθρον, 1997· Άντ. Πρόκες- Όστεν, Ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων κατά του Οθωμανικού Κράτους εν έτει 1821 και της ιδρύσεως του Ελληνικού Βασιλείου, διπλωματικώς εξεταζομένη (μτφρ. Γ. Αντωνιάδου), Αθήνησι, εκ του τυπογραφείου της «Αθήνας», 1869, τ. Α’, σ. 59. Για το ίδιο ζήτημα κατά τη διάρ­κεια της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου, Απόστολος Δασκαλάκης, Οι Τοπικοί Οργανι­σμοί Της Επαναστάσεως του 1821 και το πολίτευμα της Επιδαύρου, Αθήναι, 1966.

[25] Κανέλλος Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, εκδόσεις Γ. Τσουκαλάς, 1957, τ. Α’, σσ. 239-240.

[26] Δημήτριος Αινιάν, Απομνημονεύματα, επιμ. Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης. Αθήναι, 1956, σ. 205.

[27] Κάρπος Παπαδόπουλος, Οδυσσεύς Ανδρούτσος και Γ. Βαρνακιώτης, επιμ. Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, εκδ. Γ. Τσουκαλά, Αθηναία, 1957, σ. 84· Νικόλαος Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα συνταχθέντα διά να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ιστορίαν της Ελλάδος, τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, Αθήνησι, 1857, τ. Β’, σσ. 57-61. Για τους, ούτως ή άλλως επαχθείς, ορούς των συγκεκριμένων δανείων, βλ. Ανδρέας Ανδρεάδης, Ιστορία των εθνικών δανείων. Μέρος Α’, Τα δάνεια της ανεξαρτησίας (1824-1825) – Το δημόσιον χρέος επί της Βαυαρικής Δυναστείας, εν Αθήναις, 1904. Αναστατική έκδοση Νότη Καραβία.

[28] «Όθεν διέταξε τότε [η κυβέρνηση] την σύναξιν των αργυρών σκευών των τε εκκλησιών και των μονών απασών. Επέβαλε τον φόρον ή έραναν του κατά ψυχήν γροσίου, εξέδωκε νόμους περί δανείων, εσωτερικού τε και εξωτερικού, και έραναν τινά καταναγκαστικόν, αυτογνωμόνως επέβαλεν εις τους ευκαταστάτους των Πελοποννησίων και τους εύπορους των μοναστηρίων πατέρας […]. Βλ. Μιχαήλ Οικονόμου, όπ.π., τ. Α’, σ. 194.

[29] Ιωάννης Κολοκοτρώνης, Ελληνικά Υπομνήματα, ήτοι Επιστολαί και διάφορα Έγγραφα αφορώντα την ’Ελληνικών Επανάστασιν από 1821 μέχρι 1827, συλλεγέντα μεν υπό υποστρατήγου, Ιωάννου Θ. Κολοκοτρώνη, εκδοθέντα υπό Χ.Ν. Φιλαδελφέως, Αθήνησι, 1856, σ. 268.

[30] Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Διήγησις των συμβάντων της ’Ελληνικής φυλής, από τα 1770 έως τα 1836, Αθήνησιν, Τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, εν Αθήναις 1846, οπ.π., τ. Β’, σ. 200.

[31] Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν.., οπ.π., 45.

[32] Δημήτριος Βακαλόπουλος, οπ.π., σ. 297.

[33] Εύστοχη εν προκειμένω η παρατήρηση του Φωτάκου: «Έλειπεν από το στρατόπεδον αυτό η πειθαρχία, διότι όλοι οι χωρικοί όσοι εμαζώχθησαν δεν είχαν πλέον τον Τούρκον τον αφέντη τους εις το κεφάλι τους. Η έξαφνη αυτή μεταβολή έκαμε τους ανθρώπους τους απλούς περισσότερον μωροθάμαχτους, τους εφαίνετο ότι ήτο παράξενον και απίστευτον, να πάρουν από τους αφεντάδες των τα άρματα και την δόξαν. Οι δε καπετάνιοι εις την αρχήν εμεταχειρίζοντο τους στρατιώτας ως αδελφούς των, επειδή επροσπάθουν να τους μάθουν τι θα ειπή επανάστασις, και ακόμη ουδέ εγνωρίζοντο ποιοι είναι οι ανώτεροι»· Φώτιος Χρυσανθόπουλος, οπ.π, σ. 29.

[34] John Petropoulos, Πολιτική και Συγκρότηση Κράτους στο ’Ελληνικό Βασίλειο (183­3-1843), Μ.Ι.Ε.Τ., 1985, τ. Α’, σ. 52· Νικηφόρος Διαμαντούρος, Οι απαρχές της συγκρό­τησης του σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828, Μ.Ι.Ε.Τ., 2006, σ. 223.

[35] Καρόλου Αϊδεκ, Απομνημονεύματα. Τα των Βαυαρών Φιλελλήνων εν Ελλάδι κατά τα έτη 1826-1829, μτφρ. Ν. Κωστή, περ. Αρμονία, Αθήναι, 1901.

[36] Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν.., όπ.π., σ. 35. Επίσης, Γενναίος Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα.., όπ.π, σ. 72.

[37] Μιχαήλ Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο ιερός των Ελλήνων Αγών, έπιμ. Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, έκδ. Γ. Τσουκαλά, Αθήναι, 1957, τ. Β’, σσ. 77-78.

[38] Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Διήγησις…, όπ.π, τ. Β’, σ. 164. Παρακατιών, σ. 191, ο στρατη­γός παραδέχεται τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει, συνοψίζοντας: «Η αρχηγία ενός στρατεύματος Ελληνικού ήτον μία τυραννία, διότι έκαμνε και τον αρχηγό, και τον κριτή, και τον φροντιστή, και να του φεύγουν καθεημέρα και πάλιν να έρχωνται· να βαστάη ένα στρατόπεδον με ψέμματα, με κολακείες, με παραμύθια· να του λείπουν και ζωοτροφίαις και πολεμοφόδια, και να μην ακούν και να φωνάζη ο αρχηγός· ενώ εις την Ευρώπην ο Αρχιστράτηγος διατάττει τους στρατηγούς, οι στρατηγοί τους συνταγματάρχας, οι συνταγματάρχαι τους ταγματάρχας και ούτω καθ’ έξης· έκανε το σχέδιόν του και εξεμπέρδευε». Βλ. ανάλογες απόψεις και διαπιστώσεις, Δημήτριος Αινιάν, όπ.π, σ. 22.

[39] Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Γεώργιος Καραϊσκάκης κατά τους προτέρους βιο­γράφους, τα επίσημα έγγραφα και άλλας αξιοπίστους ειδήσεις, εν Αθήναις εκ του τυ­πογραφείου Νικήτα Πάσσαρη, 1867, όπ.π., σσ. 139-140.

[40] Στέφανος Παπαγεωργίου, Η Στρατιωτική Πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια. Δομή, οργά­νωση και λειτουργία του στρατού ξηράς της καποδιστριακής περιόδου, Εστία, 1986.

[41] Χρήστος Λούκος, Η Αντιπολίτευση κατά του Κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια, 1828-1831, διδακτορική διατριβή, Αθήνα, 1984, μελέτη που κυκλοφορήθηκε και το 1988, από τις εκδόσεις Θεμέλιο. Επίσης, του ίδιου, «Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και οι Μαυρομιχαλαίοι», Μνήμων, τ. 4ος, 1974, σσ. 1-110.

 

*Δημήτρης Μαλέσης

Διδάκτωρ Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας, διδάσκων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

Πρακτικά Η΄ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου για την επανάσταση του 1821: «Οι μεγάλες προσωπικότητες της Ελληνικής Επαναστάσεως. Ομοψυχία και διχόνοια κατά την Επανάσταση». Αθήνα 2020.

Το κείμενο αποδόθηκε στο μονοτονικό. Οι  επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

* Ο Δημήτρης Μαλέσης είναι πτυχιούχος του Παντείου Πανεπιστημίου (Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας). Μετά τον πενταετή κύκλο των Μεταπτυχιακών Σπουδών ανακηρύχθηκε παμψηφεί με βαθμό «Άριστα» σε διδάκτορα της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας από το ίδιο Πανεπιστήμιο. Τα ερευνητικά και συγγραφικά του ενδιαφέροντα αφορούν κυρίως στη λειτουργία των κοινωνικών θεσμών του Νεοελληνικού Κράτους κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, όπως ο Στρατός και η Εκκλησία. Έχει συγγράψει επτά μονογραφίες και πάνω από είκοσι άρθρα, δημοσιευμένα σε επιστημονικά περιοδικά με κριτές, ενώ έχει συμμετάσχει σε επιστημονικά συνέδρια με ανακοινώσεις. Έχει εργασθεί στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και έχει διδάξει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Από το 2008 έχει εκλεγεί ως διδάσκων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

 

 Σχετικά θέματα:

 

 

Η μετάβαση από το οθωμανικό στο ελληνικό κράτος στη χωρική διάσταση: το τζαμί του Ναυπλίου που μετασκευάστηκε στο «πρώτον εν Ελλάδι Βουλευτήριον» (1825

$
0
0

Η μετάβαση από το οθωμανικό στο ελληνικό κράτος στη χωρική διάσταση: το τζαμί του Ναυπλίου που μετασκευάστηκε στο «πρώτον εν Ελλάδι Βουλευτήριον» (1825)* – Καλλιόπη Αμυγδάλου – Ηλίας Κολοβός


 

Ο χώρος ως «κοινωνική κατασκευή», που αποτυπώνει τους δια­φορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, [1] αλλά και πιο συγκεκρι­μένα τα κτήρια και η αρχιτεκτονική τους ως χώροι επιτελέσεων των κοινωνικών και πολιτικών δράσεων, είναι ένα ιδιαίτερο αντι­κείμενο έρευνας για την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, η οποία αποτελεί μεταξύ άλλων και μια ιστορία μετάβασης από το οθωμανικό στο ελληνικό κράτος. Όπως θα εξετάσουμε εδώ στην περίπτωση της μετασκευής ενός τζαμιού στο Ναύπλιο στο «πρώτον εν Ελλάδι Βουλευτήριον», την πρώτη επίσημα διαμορ­φωμένη Βουλή, μέσα στην επανάσταση, στα 1825, η αναδιαμόρφωση του χώρου υπήρξε ένα απαραίτητο διακύβευμα για να σηματοδοτηθεί η κοινωνική και πολιτική αλλαγή, μέσω συνεχειών, ασυνεχειών και ρήξεων, καθώς και ενδιάμεσων (in-between) κα­ταστάσεων.[2]

Το ίδιο το Ναύπλιο (στα οθωμανικά τουρκικά Anaboli, εξ ου και Ανάπλι), στην αστική του κλίμακα, διαμορφώθηκε από τέ­τοιες συνέχειες κι ασυνέχειες και υπήρξε μια πόλη-παλίμψηστο διαδοχικών βενετικών και οθωμανικών κυριαρχιών. [3] Και αυτή π γενεαλογία των αλλεπάλληλων χωρικών αλλαγών που συνό­δευαν και συνέβαλαν στις αλλαγές κυριαρχίας είναι σημαντικό να επεξηγηθεί περαιτέρω πριν αναλυθεί η περίπτωση του τζαμιού-Βουλευτηρίου.

Οι Βενετοί παρέδωσαν μία πόλη που είχαν διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό [4] στους Οθωμανούς το 1540, εγκαταλείποντάς την. Στον χριστιανικό πληθυσμό που είχε παραμείνει προστέθηκε και μουσουλμανικός πληθυσμός, [5] αλλά οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να την εκκενώσουν το 1686 παραδίδοντάς τη πίσω στους Βενετούς. Οι Βενετοί με τη σειρά τους επενέβησαν εκτεταμένα στον αστικό ιστό, διαγράφοντας κάθε ίχνος της μουσουλμανικής παρουσίας και ενισχύοντας την οχύρωσή της με την ανέγερση του συμπληρωματικού στην Ακροναυπλία φρουρίου του Παλαμηδίου. [6]  Εντούτοις, οι Οθωμανοί κατόρθω­σαν να ανακαταλάβουν το Ναύπλιο και τα φρούριά του πάλι το 1715, αιχμαλωτίζοντας μάλιστα τη βενετική φρουρά.[7]

 

Το Ναύπλιο την εποχή της πολιορκίας του από τους Βενετούς (1686).

 

Χάρη στη μελέτη του Nejat Göyünç, [8] γνωρίζουμε ότι οι Οθω­μανοί, αφού επάνδρωσαν τα φρούρια γύρω από την πόλη (με 760 στρατιώτες στην Ακροναυπλία, 710 στο Παλαμήδι και 60 στο Μπούρτζι), διενέργησαν μια αναλυτική απογραφή των κτη­ρίων της έρημης πόλης. Η οθωμανική απογραφή του 1715 ανασημασιοδοτεί και αναδιοργανώνει τον αστικό ιστό του Ναυπλίου με άξονα τα τζαμιά, ώστε να υποδεχθεί τον μουσουλμανικό πλη­θυσμό που επέστρεφε τότε στην πόλη. [9] Η πόλη απογράφηκε στις συνοικίες του τζαμιού του σουλτάνου Αχμέτ Γ’ (πιθανώς στη θέση του σημερινού Αγίου Γεωργίου, βλ. εικ. 4), [10] του τζαμιού του μεγάλου βεζίρη Αλή Πασά (πιθανώς το σημερινό Τριανόν), [11] της Άνω Πόλης, κοντά στην Ακροναυπλία, της Καμμένης Πλατεί­ας, της Δεξαμενής και του εκτός των τειχών βαροσιού (προαστί­ου) κάτω από το Παλαμήδι, συμπεριλαμβάνοντας 1.321 οικίες (από τις οποίες 314 διώροφες), 51 δώματα, 509 καταστήματα / εργαστήρια, 350 αποθήκες, 26 φούρνους, 2 νερόμυλους, 5 σφα­γεία, 4 λουτρά, 1 μεντρεσέ (ισλαμικό ιεροδιδασκαλείο), [12] 26 εκ­κλησίες και 9 τζαμιά και μεστζίτια (μικρά τζαμιά, συνήθως χωρίς μιναρέ), έξι στην πόλη, ένα στην Ακροναυπλία, ένα στο Μπούρτζι και ένα στο Παλαμήδι. [13] Τα τζαμιά του Ναυπλίου, τα οποία είχαν μετατραπεί σε εκκλησίες στη διάρκεια της βενετικής κυριαρχί­ας, επανήλθαν στην χρήση του επανερχόμενου μουσουλμανικού πληθυσμού.[14]

Η πόλη του Ναυπλίου λειτούργησε για τον επόμενο αιώνα κάτω από τους ήχους του εζανιού, της προσευχής στην οποία καλούσαν οι μουεζίνηδες των τζαμιών από τους μιναρέδες που ανοικοδομήθηκαν εκ νέου, και η αστική ζωή οργανώθηκε με βάση τις υποδομές (σχολεία, μεντρεσέδες, λουτρά και άλλα) που χρηματοδοτούσαν τα μουσουλμανικά βακούφια – τα κοινωφελή ιδρύματα.

Οι Οθωμανοί επισκεύασαν ακόμη την υδροδότηση της πόλης αμέσως μετά την ανάκτησή της και δημιούργησαν και νέες κρήνες, πολλές από τις οποίες σώζονται και σήμερα. [15] Στη διάρκεια του 18ου αι. στο Ναύπλιο οικοδομήθπκαν και νέα θρησκευ­τικά κτήρια, όπως τα τζαμιά του καπουδάν πασά Χατζή Ιμπραήμ [16] και του Χατζή Χουσεΐν Εφέντη, [17] η σημερινή Φραγκοκκλησιά, το τζαμί που παραχώρησε ο ‘Οθωνας στην Καθολική Εκκλησία, [18] κα­θώς και το σημερινό Βουλευτικό, που είναι γνωστό και ως τζαμί του «Αγά Πασά» (εικ. 1).

 

Εικόνα 1. L. Lange, Η πλατεία Πλατάνου (Συντάγματος) με την οικία του Μόρα/Αγά Πασά ψηλά στο βάθος και την οικία «Νικηταρά» πάνω στην πλατεία, και το μεγάλο τζαμί, το Βουλευτικό, 1834, μολύβι και υδατόχρωμα, Μόναχο, Staatliche Graphische Sammlung, inv. No. 35859. Δημοσιευμένο μεταξύ άλλων από Α. Κούρια, Το Ναύπλιο των περιηγητών, ό.π., εικ. αρ.111.

 

Το τζαμί που έγινε Βουλή

 

Χορηγός της ανέγερσης θεωρείται ότι ήταν ο Αγάς πασάς, η οικογένεια τού οποίου αναφέρεται από τον Ιωάννη Φιλήμονα ως οικογένεια με μεγάλη επιρροή και γαιοκτησίες στο Ναύπλιο. [19] Ο Αγάς πασάς αναφέρεται επίσης αλλού ως μουχασίλης (muhassil), στον οποίο παρέδωσε αρμοδιότητες ο Βανί Μεχμέτ πασάς της Πελοποννήσου το 1804. [20] Εντούτοις, η ονομασία αυτή εμπεριέχει τη σοβαρή αντίφαση ότι οι τίτλοι του Αγά και του Πασά δεν ταυτίζονται στην οθωμανική διοίκηση.

Σύμφωνα με μία άλλη πηγή, τα ίδια χρόνια, ακριβώς πριν από την Επανάσταση, στο Ναύπλιο θα χτιζόταν ένα τζαμί από τον Ραγκίπ Πασά, μουχαφούζη (muhafiz: διοικητή) του Αναπλίου. Μια επιστολή του στα ελληνικά προς τους προεστούς της Ύδρας του Μαρτίου 1816 αναφέρει τα εξής:

 

«έχω νιγέτι [niyet: πρόθεση], ισαλά [inşallah: πρώτα ο θεός] να φτιάσω ένα τζαμί εδώ εις την πατρί­δα μου εις το Ανάπλι και μάζους [mahsus: επίτηδες] και ήφερα τους παρόν μαστόρους από την Πόλιν, λοιπόν με το να μην είχε ινταρέ [idare: πρόβλεψη] από κεραστέ [kereste: ξυλεία], πάλι τους στέλνω μαξούς εις βασιλεύουσαν, δια να φέρουν ότι κερεστές χρειάζεται του Τζαμιού, και με το να μην έφτασε καΐκι οκαζιόν να μισεύουν από έδωθεν, τους στέλνω αυτού, όπου μπορεί να τύχη καράβι να μισεύ­σει ή καμμίαν σακολέβαν δια Βασιλεύουσαν, δια τούτο κάνω ριτζά [rica: ζητώ, παρακαλώ] προς τους ακριβούς φίλους μου, όπου δια χατήρι μου, αμέσως όπου τύχη κανένα καΐκι ή καράβι να πρόσταζετε με το μέσον σας να πάρουν και αυτούς τους μαστόρους, δια να πάνε σιγούρως εις την Πάλιν, και είμαι βέβαιος εις την στενήν φιλί­αν όπου έχομεν, καθώς και άλλες φορές μου εκάματε την χάριν και τώρα να επιτύχω της αιτήσεως μάλιστα όπου είναι εδική μου χρεία, και μεγάλως με υποχρεώσεις γράφω, να ακολουθήσετε, και τα κουσούρια (kusur: τις ζημιές, τα έξοδα] αφι [afv: να συγχωρεθουν].»[21]

 

Όπως αναφέρει στην επιστολή του, ο Ραγκίπ πασάς [22] είχε την πρόθεση να χτίσει ένα τζαμί στο Ναύπλιο, που αναφέρει ως «πα­τρίδα» του, με μαστόρους από την Κωνσταντινούπολη, αντιμε­τωπίζοντας όμως έλλειψη ξυλείας, την οποία έστελνε τους μα­στόρους να προμηθευτούν στην Βασιλεύουσα. Το γράμμα αυτό επιβεβαιώνει την κεντρική σημασία που είχε η Κωνσταντινούπο­λη, παρά την απόσταση, για την προμήθεια υλικών και μαστόρων, και για τις αρχιτεκτονικές επιρροές που μπορεί να μετέφεραν τόσο οι χορηγοί των κατασκευών όσο και οι κτίστες.

Η έρευνά μας στα οθωμανικά αρχεία εντόπισε τον Μεχμέτ Ραγκίμπ Μπέη καταρχάς σε έγγραφο του έτους 1802 ως άνδρα του βασιλικού ιππικού (hassa silahşor), με το αξίωμα του αγά της δεξιάς πτέρυγας στο Ναύπλιο, ενώ στα 1811 έχει προαχθεί σε Πασά, με τον τίτλο του στρατηγού (mirimiran). [23] Σύμφωνα με ένα υπόμνημα του βαλή (κυβερνήτη) του Μοριά Αχμέτ Σακίρ Πασά με ημερομηνία 9 Σιαμπάν 1231 (23 Ιουνίου/5 Ιουλίου 1816), οι μουσουλμάνοι του Ναυπλίου, αλλά και οι χριστιανοί ραγιάδες του Κάτω Ναχιγέ (Ερμιόνης) είχαν παραπονεθεί εναντίον του Μιριμιράν Ραγκίπ Πασά, φρούραρχου (muhafiz) του Ναυπλίου: μεταξύ άλλων, διαμαρτύρονταν γιατί ο Ραγκίπ Πασάς είχε αγοράσει με ευτελή αντίτιμα περισσότερα από είκοσι σπίτια γύρω από το κονάκι του, κατεδαφίζοντας μάλιστα ορισμένα από αυτά, «για να χτίσει ένα τζαμί και έναν μεντρεσέ»· ορισμένα τα προσάρτησε στο κονάκι του (kendü konağı cιvarιnda yiğirmiden mütecaviz hane cami ve medrese bina edeceğim diyerek iştira ve hedm ve ekserisini konağma ilave ettiğini).[24]

Ο Αχμέτ Σακίρ Πασάς ζητούσε με το υπόμνημά του τον διορισμό νέου φρουράρχου στο Ναύπλιο του Μουσταφά Μπέη, ως τότε βοεβόδα του Ναυπλίου. [25] Πράγ­ματι, ο Ραγκίπ Πασάς φαίνεται ότι μετατέθηκε από το Ναύπλιο, αλλά σύμφωνα με έγγραφο του 1818 ζητούσε λόγω γηρατειών να παραμείνει εκεί, ώστε να ολοκληρώσει και τα κοινωφελή του έργα. [26]  Γνωρίζουμε ότι πέθανε στο Ναύπλιο πριν τις 12/24 Αυγούστου 1820.[27]

Το τζαμί και ο μεντρεσές του (ιεροδιδασκαλείο), που ταυτίζονται με βάση τα παραπάνω με σχετική ασφάλεια με το σημερινό Βουλευτικό και τις Φυλακές Λεονάρδου, θα πρέ­πει λοιπόν να ολοκληρώθηκαν μεταξύ 1818-1820. Το όνομά του, Ραγκίπ Πασάς, ενδεχομένως λοιπόν να παρερμηνεύτηκε ως Αγά Πασάς, αφού το όνομα «Ραγκίπ» δεν είχε σημασία στα ελληνικά.

 

Εικόνα 2. Το Βουλευτικό σήμερα (φωτογραφία των συγγραφέων, 2017).

 

Αυτή η χρονολόγηση υποδεικνύεται και από την έρευνα σε εξέλιξη του Αργύρη Πετρονώτη, [28] σύμφωνα με τον οποίο το τζα­μί χτίστηκε από τον Λαγκαδινό πρωτομάστορα Αντώνιο Ρηγόπουλο στα τέλη της δεκαετίας του 1810. [29] Επίσης, η αρχιτεκτονική έρευνα έχει επισημάνει την παρόμοια τοιχοποιία των δύο οικοδομών (τεμένους και μεντρεσέ), η οποία αποτελεί ένδειξη ότι χτίστηκαν την ίδια περίοδο.[30]

Αξίζει να ειπωθεί ότι το τζαμί ανήκει σε μία διαδεδομένη σε πυκνά κέντρα πόλεων τυπολογία, αυτή του fevkani, στην οποία ο χώρος λατρείας ανυψώνεται στον πρώτο όροφο ενώ το ισόγειο έχει άλλη χρήση (συνήθως εμπορική). Στη συγκεκριμένη περί­πτωση, η θέση του κτηρίου δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για τη χρήση εμπορίου. Ενδεχομένως λοιπόν η επιλογή αυτής της τυ­πολογίας ενισχύθηκε από την πρόθεση το τζαμί να πιο εμφανές και από άλλα σημεία της πόλης, και να ανταγωνιστεί το μεγα­λοπρεπές βενετικό κτήριο της πλατείας, κερδίζοντας ύψος και αντισταθμίζοντας τη δυσμενή του θέση. Σημειώνεται επίσης ότι το 1834 δεν υπήρχε κτιριακός όγκος μπροστά στο τζαμί, αλλά ερείπια στρατώνα (βλ. χάρτη στην εικ. 4) και το ίδιο φαίνεται να ισχύει και σε μεταγενέστερες φωτογραφίες.

Η Σέμνη Καρούζου έχει επισημάνει ότι ο μεντρεσές φαίνεται να είχε δυο, το λιγότερο, οικοδομικές φάσεις, που διακρίνονται από τη διαφορά στην τοιχοποιία (ισοδομή με πελεκητές πέτρες στην πρώτη φάση, ακατέργαστες στη δεύτερη). [31] Στις πληροφο­ρίες αυτές πρέπει να προσθέσουμε το σχέδιο του Βουλευτικού του 1834 από τον Dillmann, που αποτυπώνει τη μετατροπή του ισογείου του κτηρίου σε φυλακή, μαζί με τον μεντρεσέ. Κατά τη διάρκεια της μετατροπής ο δεύτερος και τρίτος όροφος του μεντρεσέ φαίνεται να ανακατασκευάστηκαν, ενώ στο ισόγειο του τεμένους τα ανοίγματα προς το δρόμο περιορίστηκαν και οι διαμπερείς αποθήκες/καταστήματα χωρίστηκαν στη μέση του μήκους τους ώστε κάθε μία να αποδώσει δύο κελιά στην φυλα­κή (εικ. 3).[32]

 

Εικόνα 3. Κάτοψη του ισογείου του Βουλευτικού και του δεύτερου ορόφου του μεντρεσέ (ο οποίος είναι σχεδιασμένος σε αποσπώμενο κομμάτι χαρτιού που από κάτω αποκαλύπτει τον πρώτο όροφο, επίσης αποσπώμενο, και παρακάτω το ισόγειο), Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Στρατιωτικού Λογιστηρίου.

 

Ακόμα παραμένουν άγνωστα πολλά στοιχεία για το κτήριο. Ενδιαφέρον έχουν οι αναφορές στο ότι στο τζαμί υπάρχουν υλι­κά σε δεύτερη χρήση (πχ. αναφέρεται ότι χρησιμοποιήθηκαν στο μεντρεσέ πωρόλιθοι από την παλιά εκκλησία της Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου Καρακαλά, και ότι στο υπέρθυρο μίας από τις δυτικές πόρτες εισόδου του τζαμιού υπάρχει τμήμα κίονα από τις Μυκή­νες). [33]  Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να απαντηθούν βασικά ερωτήματα σχετικά με το κτήριο.

Η πολιορκία του Ναυπλίου, στο οποίο διέμεναν τότε περίπου 6.000 μουσουλμάνοι, μαζί με τους πρόσφυγες από το Άργος [34] από τις δυνάμεις των επαναστατών ξεκίνησε την άνοιξη του 1821, με αποκλεισμό από στεριά και θάλασσα, με διαλείμματα, για να καταλήξει, στην κατάληψη του Παλαμηδίου και την παράδοση της πόλης το φθινόπωρο του επόμενου έτους. [35]

Η μουσουλμα­νική κοινότητα του Ναυπλίου βίωσε την πολιορκία με δραματικό τρόπο, φτάνοντας σε σφοδρή πείνα, όπως μεταφέρει η ιδιαίτε­ρα ενδιαφέρουσα και σχεδόν μοναδική αφήγηση του Ναυπλιώτη Μιρ Γιουσούφ γιου του Αχμέτ Πασά, ο οποίος μεταφέρει ότι είχαν φτάσει μέχρι και τη σκέψη της εξόδου από την πόλη:

 

«επειδή μέρα με τη μέρα αυξανόταν η σφοδρή πείνα και επιδεινωνόταν η αδυ­ναμία τους, πέθαιναν δέκα – δεκαπέντε άτομα τη μέρα, με τον λιμό που είχε πέσει στους κατοίκους δεν έμεινε σε κανέναν δύναμη να βγει για μάχη. Με την ελπίδα ότι τα χόρτα που φύτρωναν γύρω από το κάστρο θα μπορούσαν να τους συντηρήσουν, με χίλιες δυσκολίες και πολεμώντας με τους απίστους μάζευε ο καθένας μία ποσότητα. Κι επειδή τα έτρωγαν μόνο βρασμένα σε νερό, η όψη τους άλλαξε και τα χαρακτηριστικά τους άλλαξαν χρώμα. Έπαψαν τελείως να περπατούν και εξαιτίας της πλήρους αδυνα­μίας, αρρώσταιναν και πέθαιναν ξαφνικά μέσα στην αγορά και τις συνοικίες. Κάποιοι ξένοι έκαναν, λοιπόν, μεταξύ τους συμβούλιο και είπαν: Δεν είναι δυνατή η προμήθεια τροφίμων και η σφοδρή πείνα μας καταβάλλει, είναι σαφές ότι θα διαταράξει την πίστη μας. Να πάμε μια φορά να εξηγήσουμε την κατάσταση στους προκρίτους και τους αγάδες και, αν δεν βρεθεί μια λύση, δεν μπορούν να σταμα­τήσουν διακόσιους άνδρες. Όπως και να έχει, ανοίγουμε την πύλη του κάστρου και ανακατευόμαστε με τους απίστους τουλάχιστον να δει το μάτι μας ψωμάκι! Αν στη συνέχεια πεθάνουμε όλοι μας στα χέρια των απίστων, χάρη στην ψυχή μας κάνουμε [ba’dehu küffar elinde cumiemiz şehid olursak cânimiza minnetdir]».[36]

 

Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του Mιρ Γιουσούφ, το έγγραφο που περιείχε τους όρους της παράδοσης του Ναυπλίου διαβάστηκε σε γενικό συμβούλιο στο τζαμί του σουλτάνου στο Ναύπλιο. Μετά την παράδοση, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης διέταξε να φυλαχθούν τα κινητά σκεύη και έπιπλα και πολύτιμα αντικείμενα των μουσουλ­μάνων στο τζαμί που βρισκόταν απέναντι από τον μεγάλο στρα­τώνα του Ναυπλίου, όπως προέβλεπε η συνθήκη παράδοσης, για να μοιραστούν στη συνέχεια στους πολιορκητές, αφήνοντας με­ρικά για την επαναστατική διοίκηση.[37]

Μετά την παράδοση του Ναυπλίου, η επαναστατική διοίκηση εξέφρασε την επιθυμία να εγκατασταθεί στην πόλη. [38] Εντούτοις, λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων και των εμφυλίων, αναγκά­στηκε να μετακινείται, μια συναρπαστική ιστορία που αξίζει να μελετηθεί αυτόνομα αλλού, μάλιστα στη χωρική της διάσταση: Νέα Επίδαυρος, Κόρινθος, Άργος, Μύλοι, Κιβέρι, Άγιος Ιωάννης Κυνουρίας, Ερμιόνη, Άστρος, Αγιαννίτικα Καλύβια Άστρους, Τρί­πολη, Σαλαμίνα, Ναύπλιο (το φθινόπωρο του 1823 μόνο το μετέπειτα καθαιρεθέν Εκτελεστικό), Κρανίδι, και επί των πολεμικών πλοίων Πάραλος, Κίμων και Διομήδης στον Αργολικό Κόλπο).

Η Διοίκηση ανακοίνωσε την εγκατάστασή της στο Ναύπλιο στις 2 Μαρτίου 1824[39] και ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού σχεδίασε την εγκατάστασή του στην λεγάμενη κατοικία του Αγά πασά. [40] Το Εκτελεστικό εισήλθε στην πόλη στις 12 Ιουνίου,[41] εγκαταστά­θηκε αρχικά στην εν λόγω κατοικία, τη λεγόμενη του Αγά πασά, και στα τέλη του έτους μετακόμισε στην οικία στην οποία αρχικά είχε εγκατασταθεί ο Νικηταράς, επί της Πλατείας του Πλατάνου (σημ. Συντάγματος).

Και οι δύο κατοικίες, πίσω και μπροστά από το Βουλευτικό, έχουν απεικονιστεί σε σχέδιο του Γερμανού αρχι­τέκτονα Ludwig Lange (1834) (εικ. 1), και σημειώνονται στο χάρ­τη του Stademann του 1834 (εικ. 4).[42]

 

Εικόνα 4. Χάρτης της πόλης του 1834, υπογεγραμμένος από τον Ferdinand Stademann, που δείχνει τη θέση του Βουλευτικού, αναφέρει το διπλανό κτίσμα (μεντρεσέ) ως φυλακές. Σημειώνονται από τους συγγραφείς οι θέσεις των κατοικιών Αγά πασά και Νικηταρά. Ενδιαφέρον είναι ότι ο χάρτης αφορά επέκταση του παραθαλάσσιου μετώπου και δημιουργία νέων οικοπέδων.
Ο χάρτης έχει υποστεί ψηφιακή επεξεργασία από τους συγγραφείς και το πρωτότυπο σκαρίφημα βρίσκεται στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, GT 2253. Ο χάρτης αυτός πιθανόν να βασίστηκε στο ρυμοτομικό σχέδιο του Σταμάτη Βούλγαρη του 1828 (βλ. σημ. 52).

 

Οι παρακάτω διαθέσιμες μαρτυρίες για την επίπλωση και τη χρήση τους από την ελληνική διοίκηση αποτελούν εξαιρετικές συμπληρωματικές πηγές ώστε να κατανοήσουμε την χρήση του χώρου σε αυτήν τη μεταβατική περίοδο και την προσπάθειά αναδιοργάνωσής του ώστε να εκ­φράζει μία νεωτερική ταυτότητα.

Ο James Emerson περιγράφει το 1825 ως εξής την επίσκεψή του στο Εκτελεστικό:

 

«Η έδρα (του Εκτελεστικού) είναι μια πολύ μεγάλη μουσουλμανική κατοικία κοντά στα τείχη. Το ισόγειό της είναι στάβλος, ο πρώτος όροφος χρησιμεύει ως στρατώνας. Στον δεύτερο όροφο, σε ένα μικρό απλό δωμάτιο, περιτριγυρισμένο από ένα ντιβάνι και στολισμένο με ένα μεγάλο γαλλικό χάρτη της Ελλάδας και των νησιών, βρίσκονται τα γραφεία της κυβέρνησης της Ελλάδας. Εκεί, γύρω από ένα ξύλινο τραπέζι, σκεπασμένο με έγγραφα, κάθονταν οι λιγοστοί απόγονοι του Θεμιστοκλή και του Επαμεινώνδα, στους οποίους είχε ανατεθεί η αναγέννηση της χαμένης πατρίδας των θεών και των ημίθεων».[43]

 

Ο Giuseppe Pecchio βρήκε την ίδια χρονιά τα μέλη του Εκτελεστικού «κα­θισμένους, ή μάλλον πλαγιασμένους σε μαξιλάρια, τα οποία σχημάτιζαν ένα είδος σοφά γύρω από το δωμάτιο. Η ενδυμα­σία τους, η κεκλιμένη στάση τους, η ακινησία της φυσιογνωμίας τους, με έκαναν στην αρχή να θεωρήσω ότι ήμουν ενώπιον ενός ντιβανιού. Ο Αντιπρόεδρος Μπότασης από τις Σπέτσες, καθισμέ­νος σταυροπόδι, αναμετρούσε τις χάντρες ενός ανατολίτικου κομπολογιού. Τα άλλη μέρη, με ενδυμασία μισο-ελληνική και μισο-τουρκική, κάπνιζαν τις πίπες τους, ή έπαιζαν και αυτοί με παρόμοια κομπολόγια».[44]

Οι περιγραφές αντικατοπτρίζουν εύ­γλωττα την έκπληξη των ξένων επισκεπτών, που γίνονται μάρτυ­ρες μίας – αναμενόμενης – συνέχειας των οθωμανικών συνηθειών στο υπό διαμόρφωση ελληνικό κράτος. Αλλά και ο φαναριώτικης καταγωγής Νικόλαος Δραγούμης, αναφέρει για την είσοδό του στο Ναύπλιο το 1828: «Το Ναύπλιον, πόλις όλως Τουρκική, τας μεν οδούς είχε στενάς, ανωμάλους και βορβορώδεις, τας δε οικίας ξυλοκτίστους, πολυθύρους, σεσαθρωμένας και πάντη αρρύθμους».[45] Από την άλλη πλευρά, το Βουλευτικό είχε σχεδιαστεί αρχικά να εγκατασταθεί σε μία άλλη κατοικία, αυτήν του Γιουσούφ μπέη.

Μετά την πανηγυρική του είσοδο στο Ναύπλιο, δύο μέρες πριν από το Εκτελεστικό, στις 10 Ιουνίου 1824, στη συνεδρίαση της 15ης Ιουνίου διόρισε όμως μια επιτροπή για την επισκευή του λε­γάμενου τζαμιού του Αγά πασά, ώστε να εγκατασταθεί εκεί. [46] Εί­ναι προφανές ότι οι περίπου σαράντα τότε βουλευτές δεν χωρού­σαν στην κατοικία του Γιουσούφ μπέη, ενώ δεν υπήρχε πρόβλεψη για μια νέα λειτουργία, την ακρόαση των συνεδριάσεων.[47]

Το συμφωνητικό γράμμα για την επισκευή του τζαμιού, που υπογράφτηκε μόλις στις 12 Μαρτίου 1825 και απόκειται σήμερα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, [48] είναι πολύτιμη πηγή για την κατανόηση της μετάβασης του κτηρίου από το οθωμανικό πλαί­σιο στο ελληνικό κράτος (εικ. 5).

 

Εικόνα 5. Η πρώτη σελίδα του συμφωνητικού, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Μικροί Κλάδοι, Βουλευτικόν Σώματα 1822 1827, φάκελος 1, αρ. εγγράφου 134.

 

Καταρχάς, έχουμε αυτή τη φορά ξεκάθαρη εικόνα για τους τεχνίτες και τον υπεύθυνο του σχεδιασμού: συνυπογράφουν οι διορισθέντες εις κατασκευήν του Κοινοβουλευτηρίου παρά του Σεβ. Βουλευτικού επιτροπή, Γκίκας Καρακατζάνης, Σπυρίδων Τρικούπης και Δημάκης Ιερομνήμων, με τους τέκτονας Κ. Ανδριανόν Γεωργίου [49] και Κ. Νικόλαον Ιωάννου, [50] με σκοπό να τελειοποιήσουν αυτό το κτήριον, κατά το σχέδιον του Κ. Θ. Βαλιάνου.

Ο Θεόδωρος Βαλλιάνος (1796-1857) είχε σπου­δάσει στην Πετρούπολη και είχε υπηρετήσει ως αξιωματικός του μηχανικού στον ρωσικό στρατό πριν έλθει το 1822 για να μετέχει στην επανάσταση. [51] Μάλιστα αναφέρεται ότι είχε συνεργαστεί με το Σταμάτη Βούλγαρη για τον σχεδιασμό και την ανοικοδόμηση της πόλης του Ναυπλίου, [52] και επέβλεψε, ενισχύοντας και χρη­ματικά, την επισκευή του Βουλευτικού, των τειχών του Ναυπλίου, την κατασκευή στρατώνων και άλλα.

Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι ο Θεόδωρος Βαλλιάνος είχε αναλάβει και άλλα έργα υποδομής στο Ναύπλιο, στα οποία ερ­γάστηκε ο Μάστρο Ανδριανός. Και οι δύο συνυπογράφουν, μαζί με άλλους, στις 8 Φεβρουάριου 1825, αναφορά προς την Διοί­κηση προτείνοντας μια σειρά έργων υποδομής που θα έπρεπε να γίνουν στην πόλη: την κάθαρσιν των επτά γενικών υπονόμων, την επισκευήν των λιθοστρώτων της πόλεως, το άνοιγμα τριάκοντα κοινών αναγκαίων, το σκέπασμα των υδραγωγείων, την κάθαρσιν των ερειπίων.[53] Ο ανασχεδιασμός λοιπόν του Βουλευτικού γινό­ταν σε συνδυασμό με άλλα έργα, με σκοπό την αναδιαμόρφωση της πόλης σε πρωτεύουσα.

Παράλληλα, αυτό το συμφωνητικό γράμμα σε συνδυασμό με τον κανονισμό της Βουλής μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τον τρόπο που το κτήριο ανασχεδιάστηκε ώστε να δεχτεί την καινούρια χρήση, και τη σημαντική αλλαγή στον τρόπο που βίωναν οι χρήστες του το χώρο. Οι αλλαγές που σχεδιάζονται στο κτήριο από τον Θεόδωρο Βαλλιάνο είναι εξαιρετικά ενδια­φέρουσες και μαρτυρούν τόσο τον τρόπο λειτουργίας του Κοινοβουλευτηρίου, όσο και το όραμα που διατρέχει την επιτροπή σχεδιασμού του.

Καταρχάς, οι μάστορες (α) θα σκέπαζαν όλους τους κουμπέδες (kubbe: τους θόλους της στέγασης) από επάνω (β) θα σοβάτιζαν όλο το κτήριο έσωθεν και έξωθεν διπλώς, ήγουν πρώτον με κορασάνι και έπειτα με δύω χέρια ασβέστην (γ) θα έφτιαχναν την επάνω Γαλαρίαν, που χρησίμευε παλαιότερα ως γυναικωνίτης του τζαμιού και θα χρησιμοποιούνταν ως θεωρείο για τους ακροα­τές των συνεδριάσεων, με όλα τα κάγγελα του γύρου τορνευτά και καλά δεμένα μ’ όλα τάναγκαία, και να το πατώσουν Μπηντιρμέ (bindirme: με ξύλινο πάτωμα δηλαδή) (δ) θα έφτιαχναν και τπν δευτέραν (Γαλαρίαν) δηλαδή τον δεύτερο εξώστη ομοίως με τορ­νευτά κάγκελα, και το πάτωμά της μπηντιρμέ (ε) θα έφτιαχναν τα παράθυρα όλα κοματιαστά ως στην θύραν, και όλους τους τζιαμ τζεριζεβέδες (cam Çerçeve), τους πήχεις δηλαδή για να περαστούν τα Γιαλιά, τα τζάμια των παραθύρων και (η) θα έφτιαχναν τους δύο οντάδες πίσω από τους πεσσούς με τζιατμά (Çatma), με ξύ­λινο δηλαδή τοίχο με επίχρισμα από σοβά, με τάναγκαία αυτών παράθυρα, δολάπια, και ράφια, και λοιπά.

Αυτές οι πληροφορίες μας δίνουν ήδη μία εικόνα για τους βασικούς χρηστικούς χώρους του κτηρίου: τον πρώτο όροφο (ο οποίος ήταν ο κύριος χώρος προσευχής, πάνω από τα εργαστήρια/αποθήκες τα οποία βρίσκο­νται στο επίπεδο του δρόμου), χωρισμένο σε ένα κύριο χώρο και σε δύο οντάδες, και τους δύο εξώστες. Για τη χρήση τους, μας  δίνει πληροφορίες ο κανονισμός. [54]

Στον κύριο χώρο Λειτουργεί η Βουλή, και επιτρέπεται η είσοδος μόνο σε βουλευτές. Στον πρώ­το εξώστη, επιτρέπεται να μπουν ακροατές με γραπτή άδεια και στον δεύτερο επισκέπτες χωρίς άδεια. Οι ακροατές επιτρέπονται μόνο στις ανοιχτές συνεδριάσεις. Έτσι, από τον διαχωρισμό του θρησκευτικού χώρου με βάση το φύλο, σύμφωνα με τον οποίο μόνο οι γυναίκες μπορούσαν να ανεβαίνουν στον εξώστη, περνάμε στο διαχωρισμό με βάσει το είδος της άδειας και το βαθμό της εξουσίας – οι πρωταγωνιστές είναι στο κέντρο, στην αρένα της Βουλής, παρακολουθούμενοι από το κοινό που έχει τη δική του ιεραρχία.

Τα δωμάτια (οντάδες) που δημιουργήθηκαν αποσπώντας επι­φάνεια από τον κύριο χώρο της Βουλής προορίζονταν μάλλον για μελέτη και μικρότερες συναντήσεις, και αυτή η μείξη των χρήσεων θυμίζει τα πολύ παλαιότερα τζαμιά της Προύσας (σχή­ματος Τ), που ήταν κατεξοχήν πολυχρηστικά, περιλαμβάνοντας δωμάτια για συναντήσεις, μελέτη και διαμονή.

Επιστρέφοντας στο συμφωνητικό, διαβάζουμε εν συνεχεία ότι οι κτίστες (ι) θα έστρωναν το κτήριο μέσο και έξω με πέτρες μαλτέζικες τετράγωνες και ισόμετρες (ια) θα έφτιαχναν μία θύρα με γιαλιά έξωθεν της Μεγάλης (ενν. γαλαρίας, αίθουσας) (ιγ) τέλος, θα χώριζαν την έξω Σκάλα εις δύο με κάγκελα, μάλλον την κλί­μακα με την οποία και σήμερα ανεβαίνει κανείς από το δρόμο στο κτήριο, καθώς ήθελεν εγκριθή από τον Βαλιάνον. Η διάταξη αυτή της Σκάλας είχε το πιθανότερο στόχο να οργανώνει την κίνηση των διαφόρων χρηστών.

Η παρέμβαση των μαστόρων είχε λοιπόν ως στόχο όχι απλά μία στεγανοποίηση του κτηρίου (που φαίνεται ότι είχε προβλή­ματα λόγω της εγκατάλειψης στα τρία έτη που είχαν παρέλθει μετά την αποχώρηση των μουσουλμάνων από το Ναύπλιο) αλλά και την πρόβλεψη χώρων ανάλογα με τις διαφορετικές ομάδες χρηστών, και νέων χώρων για νέες χρήσεις.

Το συμφωνητικό δεν κάνει καμία αναφορά στον μιναρέ: είχε πέσει στο σεισμό, ή καθαιρεθεί στο μεταξύ; Επίσης δεν ξέρουμε τι απέγιναν οι επιγραφές που πιθανώς υπήρχαν στο εσωτερικό του τζαμιού, ο άμβωνας ή τα αναλόγια για την ανάγνωση του Κορανίου. Ας σημειώσουμε πάντως ότι η βασική τεχνική ορολο­γία για την τελειοποίηση του κτηρίου είναι οθωμανική. Τα «υλι­κά» και τα «μέσα» για τη σηματοδότηση της μετάβασης στη νέα χρήση του κτηρίου είναι στη ουσία ακόμα αυτά του παλαιού κα­θεστώτος. Από την άλλη πλευρά, όπως έχει επισημάνει η Ελένη Καλαφάτη, «το σχήμα είναι ανατρεπτικό της παραδοσιακής οργάνωσης της κατασκευαστικής διαδικασίας»:…» το παραδοσιακό συμφωνητικό ανάμεσα στο μάστορα και στον ιδιοκτήτη, όπου λίγες λέξεις αρκούσαν για να εκφράσουν τις επιθυμίες του ενός και να προσδιορίσουν την εργασία του άλλου, θα αντικατασταθεί από το σχέδιο και τη λεπτομερή περιγραφή των εργασιών».[55]

Επιπλέον, έχουμε πολύτιμες πληροφορίες και για την επίπλω­ση του χώρου. Το συμφωνητικό αναφέρει τα εξής:

(στ) θα έφτια­χναν τον θρόνον του προέδρου δύω τραπέζια του α’ και β’ Γραμματέως με τα αναγκαία αυτών Σκαμνιά, (ζ) τα τρία καθήσματα των Βουλευτών κυκλοειδή κατά το Σχέδιον, εξέχων το εν από το άλλο, διά να βλέπουν όλοι οι Βουλευτές τον πρόεδρον και τους Γραμματείς. (θ) τέλος, Δύω βιβλιοθήκαις εις ταις Γωνίες έξω των αυτών οντάδων με τζιαμ τζεριζεφέδες και με γιαλιά.

Αυτή η νέα κυκλοειδής διαρρύθμιση του χώρου αποτέλεσε την ουσιαστικότερη παρέμβαση για τη νέα χρήση του κτηρίου. Από τη μία πλευρά, η διαρρύθμιση απομακρυνόταν από την οθωμανική αντίληψη των χώρων που συνεδρίαζαν τα συμβούλια, των ντιβανιών (divan), παρατάσσοντας τους συμμετέχοντες ακτινωτά, με κέντρο το προεδρείο (αντί για την περιμετρική δομή του ντιβανιού). Επι­πλέον δε, όπως αντιλαμβάνονταν και οι σύγχρονοι, [56] τα έπιπλα αποτελούσαν ένα στοιχείο νεωτερικό, που ερχόταν από τη δυτι­κή Ευρώπη. Στην προκειμένη περίπτωση δηλαδή, τα έπιπλα και η διάταξή τους στο χώρο, πέραν της συμβολικής τους αξίας ως νεωτερικών στοιχείων, είχαν και ενεργητικό ρόλο καθώς επέβαλ­λαν συγκεκριμένες σωματικές συμπεριφορές, που προϋπόθεταν πειθαρχία από την πλευρά των υποκειμένων. Αυτό το στοιχείο της πειθαρχημένης σωματικής συμπεριφοράς είναι κεντρικό του νέου αισθητηριακού καθεστώτος που εγκαθιδρύεται με την εν λόγω μετατροπή, η οποία ακολουθεί την πολιτική μετάβαση. [57] Επομένως το τζαμί δεν επισκευάζεται απλά -επανασχεδιάζεται, αναδιοργανώνεται για να υποδεχτεί αλλά και να πειθαρχήσει τους καινούριους του χρήστες.

Το κόστος των εργασιών συμφωνήθηκε να ανέλθει σε 7.000 γρόσια και να καταβληθεί στους μάστορες σε δόσεις, μέχρι τα μέσα Ιουνίου, όταν θα ολοκληρώνονταν· εν τελεί το έργο εξο­φλήθηκε στις 27 Ιουλίου και αποπερατώθηκε λίγες μέρες πριν από τα εγκαίνια. Η επιτροπή θα προμήθευε τους εργολάβους με τα υλικά της κατασκευής.[58]

Τα εγκαίνια της νέας χρήσης του κτηρίου έγιναν την 21 π Σεπτεμβρίου με κοσμοσυρροή από το πρωί. Κατά τη διάρκεια της πανηγυρικής συνεδρίασης του Βουλευτικού δόθηκε από τον πρό­εδρο Πανούτζο Νοταρά χρυσόβουλον τω αρχιτέκτονι Βαλλιάνω δια την καλήν ανασκευήν και εθεσπίσθη να γραφή το όνομά του εις ένα των στύλων του Βουλευτηρίου:[59]

 

«Θεοδώρω τω Βαλλιάνω, καλώ καγαθώ πολίτη, τα τε άλλα τη Πατρίδι φίλα φρονούντι, χρησίμω τε αναδειχθέντι και εις το επισκευασθήναι ο δη πρώτον εν Ελλάδι ίδρυται Βουλευτήριον, πολλά πονήσαντι και εντελώς τα προς είδος και κάλλος σχεδιάσαντι, δέδοκται τη των Ελλή­νων Βουλή τόδε δούναι το επίσημον έγγραφον».[60]

 

Ο Γεώργιος Σταύρος συμπληρώνει χαρακτηριστικά πικρόχολα το παρακάτω σχόλιο σε επιστολή του προς τον Γεώργιο Κουντουριώτη με ημε­ρομηνία 22 Σεπτεμβρίου:[61] Αν αυτός ζωγραφίσας τα καθίσματα αξίζει τόσην τιμήν, τι μένει εις τον τούρκον Μαϊμάρμπασην οπού έκαμε την οικοδομήν;

Για την Γενική Εφημερίδα της Ελλάδας, η έκδοση της οποίας στο Ναύπλιο συνέπεσε με τα εγκαίνια, και γράφει για αυτά στο πρώτο φύλλο της, στις 7 Οκτωβρίου 1825, σημασία φαίνεται ότι είχε η αίσθηση της δημόσιας πρόσβασης στο χώρο:

 

Το κτίριον του νέου βουλευτηρίου έγινε παρά των ποτέ κατοίκων του Ναυπλίου Τούρκων (…) μετεποιήθη δε εις βουλευτήριον, επιστατούντος του κ. Θ. Βαλιάνου. Είναι το λαμπρότερον και ωραιότερον δημόσιον κτίριον την σήμερον εις την Ελλάδα. Έχει ικανήν ευρυχωρίαν δια τους Βουλευτάς, και δύο σειράς καθισμάτων δια τους ακροατάς άνωθεν του εμβαδού. Εις την πρώτην, την κατωτέραν, εισέρχονται οι ακροαταί με έγγραφον άδειαν. Εις την δευτέραν, ητις είναι η υψηλοτέρα, χωρίς άδειαν. Εισέρχονται δε οι ακροαταί τακτικώς κατά πάσαν συνεδρίασιν, εκτός των μυστικών.[62]

 

Ας σημειωθεί επίσης ότι είχε εκδοθεί ειδικός εσωτερικός κα­νονισμός για την πρόσβαση των ακροατών στις συνεδριάσεις. [63] Σύμφωνα με το κείμενο αυτό, που δημοσιεύτηκε στις 23 Σεπτεμ­βρίου, «συγχωρείται εις κάθε Έλληνα η είσοδος εις το υψηλότερον κάθισμα (δηλαδή στον εξώστη) του Βουλευτηρίου εν καιρώ συνελεύσεως· εις τόσους ανθρώπους όμως όση είναι η χωρητικότης των καθισμάτων». Οι ακροατές δεν μπορούσαν να εισέλ­θουν «εις το εμβαδόν κάτω του Βουλευτηρίου». Ας σημειωθεί επιπλέον ότι «εις κανένα από όσους εμβαίνουν εις το Βουλευτήριον δεν συγχωρείται κάθε είδος άρματος, ούτε τζιμπούκι ή ραβδίον». Κανείς από τους ακροατές δεν είχε το δικαίωμα να μιλήσει ή να δείξει ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια, «ούτε να συνδι­αλέγεται με τον πλησίον του». Ο κανονισμός αποτυπώνει με σα­φήνεια το εγχείρημα πειθαρχημένης συμμετοχής στον νέο αυτό δημόσιο θεσμό, των βουλευτικών συνεδριάσεων: «όστις ατακτήσει δεν θέλει είναι πλέον δεκτός εις το Βουλευτήριον, και θέλει δυσφημείται το όνομά του».

 

Κάπως έτσι ήταν οι σκηνές σύσκεψης «α λα τούρκα» που κατέγραψαν οι Ευρωπαίοι περιηγητές στο Εκτελεστικό του 1925. Εδώ, ο πρόκριτος της Λιβαδειάς Ιωάννης Λογοθέτης, σε πίνακα του Λουί Ντιπρέ, 1825.

 

Στη διάρκεια των συνεδριάσεων γινόταν έπαρση σημαίας από έξω, η οποία υποστελλόταν μετά το τέλος τους ή στη διάρκεια των μυστικών συνεδριάσεων. Καθώς το κτήριο βρίσκεται σε υψηλό σημείο της πόλης, η σημαία είχε ιδιαίτερη σημασία στη νέα διαμόρφωση του χώρου στο Ναύπλιο της επανάστασης. Για παράδειγμα η σημαία που κυμάτιζε στο Παλαμήδι απεικονίζεται σταθερά από τους επισκέπτες στο Ναύπλιο εκείνης της εποχής. Τη σημαία στο Παλαμήδι αποθανατίζει, για παράδειγμα, ο Γάλλος λοχαγός Ευγένιος Πεϋτιέ (Ε. Peytier), σε σχέδιο του Ναυπλίου που ζωγράφισε από παράθυρο του δωματίου του, στη βόρεια-ανατολική γωνία του παλαιού μεντρεσέ, όπου είχε καταλύσει το 1829 η Γαλλική Expedition Scientifique. [64] Η σημαία του Βουλευτικού καλεί τελετουργικά την πόλη σε συμμετοχή ή μη στις εργασίες της Βουλής, ταυτόχρονα δίνοντας νέο συμβολισμό στο κτήριο.

Όλα τα παραπάνω τελετουργικά στοιχεία της μετάβασης, εκτός του ότι σηματοδοτούν δημόσια την αλλαγή με ποικίλους τρόπους, αντικαθιστούν τα παλαιό τελετουργικά που συνδέο­νταν με την παλαιό χρήση του κτηρίου (εζάνι, προσευχή, κήρυγ­μα) συμβάλλοντας στην αποϊεροποίηση του κτηρίου. Η σημαία, από την άλλη πλευρά, είναι το κατεξοχήν οπτικό σύμβολο που εκφράζει το νέο αισθητηριακό καθεστώς της λειτουργίας του κτηρίου, το οποίο στο παρελθόν, ως ισλαμικό, προσδιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό βάσει των ηχητικών του πρακτικών. Τη στάση των σωμάτων στην κύρια αίθουσα του πρώην τζαμιού, όπου παλαιότερα εισέρχονταν οι μουσουλμάνοι χωρίς υποδήματα, πατώντας στα χαλιά, για να κάνουν την προσευχή γονυκλινείς, αντικαθι­στά εδώ π επίσκεψη στο χώρο σε όρθια θέση, πατώντας πλέον με υποδήματα πάνω σε μαλτέζικες πλάκες, και το κάθισμα σε σκαμνιά ή καθίσματα. Παράλληλα, το κτήριο όπως είδαμε έγινε λιγότερο προσβάσιμο στις γυναίκες – μάλιστα σε ένα άλλο επει­σόδιο, σύμφωνα με τον Ν. Κ. Κασομούλη, ο Καποδίστριας ήθελε να διοργανώσει χορό προς τιμήν του γάλλου στρατηγού Μαιζόν στο Βουλευτικό, αλλά οι οπλαρχηγοί αρνήθηκαν να εμφανίσουν τις γυναίκες τους μπροστά στον Γάλλο.[65]

Η μετάβαση λοιπόν δεν υπήρξε ενιαία: την ίδια στιγμή που οι βουλευτές κάθονταν σε δυτικά καθίσματα στο Βουλευτικό, όπως είδαμε, τα μέλη της κυβέρνησης συνέχιζαν να διαβουλεύονται καθισμένοι αλά τούρκα, στο παλαιό ντιβάνι ενός οθωμανικού κονακιού. Η μετάβαση όπως τεκμηριώνεται από τη μετατροπή του χώρου και τις ανάλογες πρακτικές των νέων του διαχειριστών που στεγάζει αποτελεί μια ενδιάμεση (in-between) κατάσταση όπου στοιχεία του προηγούμενου πολιτισμικού καθεστώτος συ­νυπάρχουν με αυτά του ευρύτερου αιτήματος της Επανάστασης για νεωτερικότητα.

Το νέο κτήριο του Κοινοβουλευτηρίου, με τπ νεωτερική χρήση του, βρέθηκε στη συνέχεια, όπως και εν γένει ο βουλευτικός θε­σμός, στο επίκεντρο συγκρούσεων. Η τύχη μάλιστα το έφερε στις 2 Ιουλίου 1827, στη διάρκεια της σύγκρουσης μεταξύ των φρουράρχων Παλαμηδίου Θ. Γρίβα και Ακροναυπλίας Ν. Φωτομάρα, μία οβίδα να καταστρέψει τον κουμπέ του κτηρίου, την ώρα της συνεδρίασης, με αποτέλεσμα τον θάνατο μάλιστα του βουλευτή Βάλτου Χρήστου Γεροθανάση. [66] Η κοινοβουλευτική του χρήση φαίνεται ότι διακόπηκε στη συνέχεια. Στην αίθουσα γίνονταν οι δεξιώσεις και οι χοροί της εποχής της Αντιβασιλείας του Όθωνα καθώς και σημαντικές εκδηλώσεις της πόλης. Το κτήριο στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ως δικαστήριο, όπου μάλιστα έγινε μεταξύ 30 Απριλίου – 25 Μαΐου 1834 η δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημητρίου Πλαπούτα.

Η αρχειακή έρευνα δείχνει ότι το ισόγειο του κτηρίου μαζί με τον γειτονικό μεντρεσέ-ιεροσπουδαστήριο, διαμορφώθηκαν σε φυλακή το 1834-1835, όπου τα πρώην κελιά των σπουδαστών του Κορανίου χρησίμευσαν ως κελιά εγκλεισμού. Ο στρατιωτι­κός μηχανικός Dillmann έφτιαξε ένα αναλυτικό σχέδιο των έργων μετασκευής (εικ. 3), με χρονολογία 24 Αυγούστου/5 Σεπτεμβρίου 1835, μαζί με μια γραπτή περιγραφή τους. Το σχέδιο απεικονίζει τα τμήματα του κτηρίου που υπήρχαν ήδη το 1834-35, καθώς και εκείνα που προστέθηκαν κατά τη μετασκευή του σε φυλακή.

Στο ισόγειο του μεντρεσέ δεν έγιναν καθόλου παρεμβάσεις, μόνο επισκευές. Στην περίπτωση αυτή, η αρχική χρήση του κτηρίου ως ιεροδιδασκαλείου, με τα δωμάτια σπουδαστών αρ. 3-9 και 11, επέτρεψε μια εύκολη μετάβαση στη λειτουργία τους ως κελλιών της φυλακής. Το δωμάτιο αρ. 1 πρέπει να ήταν ο χώρος συγκέ­ντρωσης των σπουδαστών και μελέτης, αφού είναι μεγαλύτερο και διαθέτει υποδομή για θέρμανση. Στη νέα χρήση του κτηρίου το δωμάτιο αυτό χρησιμοποιήθηκε για τους δεσμοφύλακες.

Στο ισόγειο του πρώην τζαμιού, οι αλλαγές ήταν περισσότερες. Φαί­νεται ότι το ισόγειο διέθετε αρχικά πέντε μακρόστενα δωμάτια που είχαν πρόσβαση στην αυλή και στον δημόσιο δρόμο, καθώς και στην αυλή του μεντρεσέ στο εσωτερικό. Τα δωμάτια αυτά στο εξής διαχωρίστηκαν στη μέση με έναν νέο τοίχο, διαμορφώνο­ντας επιπλέον δέκα κελιά φυλακής. Τα τέσσερα από τα πέντε αυτά δωμάτια είχαν μάλιστα στην αρχική τους μορφή μεγαλύ­τερα ανοίγματα προς τον δημόσιο δρόμο. Η παρατήρηση αυτή ενισχύει την υπόθεση ότι το ισόγειο του τζαμιού είχε εμπορική χρήση, όπως συνηθιζόταν στα τζαμιά αυτού του είδους (fevkani), προσπορίζοντας εισοδήματα για το τζαμί και το ιεροδιδασκαλείο. Η μετατροπή τους σε κελιά φυλακής μετέτρεψε τους χώρους αυτούς ανταλλαγών και κοινωνικών συναναστροφών σε χώρους εγκλεισμού και σιωπής.

Από το σχέδιο πληροφορούμαστε επίσης ότι τα δύο πανομοι­ότυπα ανώτερα επίπεδα του μεντρεσέ ανακατασκευάστηκαν στα χρόνια αυτά, γεγονός που επιβεβαιώνει και η ανάλυση της τοι­χοποιίας τους, που διακρίνεται από το ισόδομο σύστημα. [67] Αυτοί οι δύο ανώτεροι όροφοι είναι σχεδόν ταυτόσημοι με το ισόγειο, με μικρές αλλαγές. Τα δωμάτια στους ανώτερους ορόφους είναι ελαφρώς μεγαλύτερα, καθώς οι τοίχοι είναι λεπτότεροι. Εν κατακλείδι, το συγκρότημα, για να λειτουργήσει ως φυλακή, περικλείστηκε με τείχο, που προϋπήρχε από την πλευρά του τζαμιού και κατασκευάστηκε εκ νέου από την πλευρά του μεντρεσέ.

Το σχέδιο συνοδεύεται από ένα έγγραφο με ημερομηνία 14/26 Αυγούστου 1835, «επί της παραδόσεως της Δημοσίου Φυλακής, και των φυλακών των υποκάτωθεν του Βουλευτικού προς στην ενταύθα δικαστική Αρχήν». Το έγγραφο υποβλήθη­κε από Επιτροπή με πρόεδρο τον Αρχηγό της Πλατείας κο Χένε και μέλη τον Υπολοχαγό κο Γρόσσμαν και τον Αξιωματικό του Μηχανικού κο Δίλλμαν. Το έγγραφο μας διαφωτίζει ιδιαίτερα για τη χωρική οργάνωση της φυλακής. Φανερώνει ότι όλα τα δωμάτια των σπουδαστών του μεντρεσέ μετασκευάστηκαν σε κελλιά κρατουμένων, μαζί με τα πρώην εργαστήρια/καταστήματα, καθώς και τη μετασκευή των μεγαλύτερων αιθουσών σε  χώρους για τους δεσμοφύλακες ή για ανακρίσεις. Στον ίδιο φά­κελο του αρχείου συμπεριλαμβάνονται αναλυτικά προγράμματα εργασιών, αποδείξεις πληρωμών των επιστατών και των οικο­δόμων που απασχολήθηκαν στις εργασίες, που είχαν ξεκινήσει τον Μάρτιο του 1834.

Μεταγενέστερα το κτήριο του Βουλευτικού χρησίμευσε μετα­ξύ άλλων ως το Αρχαιολογικό Μουσείου του Ναυπλίου, μεταξύ 1915-1932, και ως Ωδείο πιο πρόσφατα, κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο το 1933 (ΦΕΚ 342/Β/1933) και αποκαταστάθηκε μόλις στη δεκαετία του 1990 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων (αποκα­λύφθηκε μάλιστα τότε τοιχογραφία στο μιχράμπ που απεικο­νίζει μια κόκκινη κουρτίνα). Η αποτύπωση του 1992 έδειξε ότι υπήρχαν ακόμα τα διαχωριστικά χωρίσματα στον πρώτο όροφο (άγνωστο εάν ήταν ο τσατμάς της μετατροπής σε Βουλευτήριο ή μεταγενέστερα χωρίσματα), ότι υπήρχε μία ακόμα ξύλινη σκάλα που οδηγούσε από τη νοτιοδυτική εξωτερική θύρα κατευθείαν στο πατάρι, και άλλες προσθήκες που αφαιρέθηκαν. Χρησιμοποι­είται σήμερα ως αίθουσα διαλέξεων, συνεδρίων και συναυλιών του Δήμου Ναυπλίου, με την Δημοτική Πινακοθήκη Τέχνης του Ναυπλίου στο ισόγειο.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Henri Lefebvre, «La production de I’espace», L’Homme et la societe 31- 32 (1974), σ. 25-26· του ιδίου, The Production of Space, μετάφρ. D. Nicholson-Smith, Οξφόρδη 1991, σ. 26-27,33.

[2] Η έρευνα αυτή, για τη χωρική διάσταση της Ελληνικής Επανάστασης, απο­τελεί μέρος ενός ευρύτερου ερευνητικού προγράμματος με τίτλο «Ιστορίες, χώροι και κληρονομιές στη μετάβαση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο Ελληνικό Κράτος», που φιλοξενείται στη Γαλλική Σχολή Αθηνών, υπό τη διεύ­θυνση του Ηλία Κολοβού και του Παναγιώτη Πούλου.

[3] Με την έρευνα αυτή για το Ναύπλιο, επανερχόμαστε σε μια προβληματική που είχε διατυπώσει π Ελένη Καλαφάτη, με το άρθρο της στον πρώτο κιόλας τόμο των Ιστορικών, «Η πολεοδομία της Επανάστασης: Ναύπλιο, 1822-1830», Τα Ιστορικά 1/2 (1984), σ. 265-282. Βλ. ειδικότερα τις σ. 265-268 για την πολεοδομική μορφή του Ναυπλίου πριν από την Επανάσταση.

[4] Για το βενετικό Ναύπλιο πριν από την οθωμανική κατάκτηση του 1540, βλ. τη διατριβή της Diana Gilliland Wright, «Bartolomeo Minio: Venetian Adminis­tration in 15,h-Century Nauplion», δακτ. Διδ. διατριβή, Ουάσιγκτον DC, The Catholic University of America, 1999. To Ναύπλιο των Βενετών απεικονίζε­ται σε χαρακτικό που χρονολογείται γύρω στο 1570 αλλά θεωρείται ότι έχει εκτελεστεί με βάση παλαιότερο σχέδιο. Βλ. Αφροδίτη Κούρια, Το Ναύπλιο των περιηγητών, Αθήνα 2007, εικ. 26 (σ.59). Για την παράδοση της βενετικής Na­poli di Romania στους Οθωμανούς το 1540 βλ. Nejat GöyünĢ, «XVIII. Yiizyilda Turk idaresinde Nauplia (Anabolu) ve Yapilari (6 resimle birlikte}», Ismail Hakki Uzunfarşihya Armagan, Άγκυρα 1976, σ. 462.

[5] Για το οθωμανικό Ναύπλιο μεταξύ 1540-1686, βλ. αναλυτικά Nejat GöyünĢ,  ό.π., σ. 462-465. Πρβλ. Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία, Αθήνα 1898 (β’ έκδ. 1950), σ. 13, για τη μαρτυρία του Ζυγομαλά σχετικά με 150 ιερείς και 4.000 οσπήτια χριστιανών το 1550. Η οθωμανική απογραφή του 1615 κατέ­γραψε στο Ναύπλιο 500 φορολογικά νοικοκυριά χριστιανών, 191 χριστιανούς άγαμους, 30 εβραϊκά νοικοκυριά και 181 μουσουλμανικά (Nejat GöyünĢ, ό.π., σ. 464). Βλ. και τον περιγραφή του Ναυπλίου από τον Εβλιά Τσελεμπή, Evliyâ Celebi Seyahatnâmesi, έκδ. S.A. Kahraman – Y. Dağli – R. Dankoff, Κωνσταντι­νούπολη 2003, τ. Η’, σ. 163-166.

[6] Για την πολιορκία του Ναυπλίου από τους Βενετούς, βλ. τις βενετικές απει­κονίσεις, Α. Κούρια, ό.π., εικ. 28-29, 33-34, 40, 43, 49 – ειδικότερα για την ανέγερση του Παλαμηδιού βλ. εικ. 50-51- επίσης βλ. Ιωάννα Θ. Στεριώτου, «Συμπληρωματικά αμυντικά έργα στις οχυρώσεις της Πελοποννήσου (1684- 1715). Δύο σχέδια του τείχους της πόλης του Ναυπλίου (18ος αι.) από το αρ­χείο της Βενετίας», στο Χάρις Καλλιγά (επιμ.), Η εκστρατεία του Morosini και το “Regno di Morea«, Γ’ Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης – 20-22 Ιουλίου 1990, Αθήνα 1998, σ. 135-154. Για το Ναύπλιο ως πρωτεύουσα του βενετικού Regno di Morea, βλ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας, Αθήνα 1987, σ. 162-164.

[7] Nejat GöyünĢ, ό.π., σ. 466-467.

[8] Στο ίδιο, σ. 467-480.

[9] Βλ. επίσης το κατάστιχο των βακουφιών του Ναυπλίου στα Κρατικά Αρχεία της Προεδρίας της Δημοκρατίας της Τουρκίας, Οθωμανικό Αρχείο, MAD 1360, του έτους 1716.

[10] Ας σημειωθεί ότι ο σουλτάνος Αχμέτ Γ’ (1703-1730) θεωρείται ότι επισκέφτηκε ο ίδιος το Ναύπλιο. Βλ. Μ. Γ. Λαμπρυνίδης, ό.π., σ. 136-156. Σε οθωμανικό έγγραφο του έτους 1784 αναφέρεται ο διορισμός ως μουεζίνη στο τζαμί του σουλτάνου Αχμέτ στο Ναύπλιο του Μουσταφά γιου του Μολλά Βελή στη θέση του αποχωρούντα οικειοθελώς Αμπντουρραχμάν Χαλιφέ γιου Μουσταφά. Κρατικά Αρχεία της Προεδρίας της Δημοκρατίας της Τουρκίας, Οθωμανικό Αρχείο, C.EV.619/31225.

Σε άλλο έγγραφο του έτους 1790 αναφέρεται ο διορισμός ως αναγνώ­στη του Κορανίου στο τζαμί του σουλτάνου Αχμέτ στο Ναύπλιο του Ιμπραήμ γιου του Μολλά Χασάν στη θέση του αποθανόντα χωρίς τέκνα Χαφίζ Χουσεΐν γιου Αλή. Στο ίδιο, AE.SSLM.III. 342/19738. Σε έγγραφο, τέλος, του έτους 1795 γίνεται μνεία των βακουφιών του σουλτάνου Αχμέτ στο Ναύπλιο, που περιλάμβαναν τζαμιά και μεστζίτια, καθώς και έναν μεντρεσέ, Στο ίδιο, C.MF. 60/2963, αίτηση του καδή και των μουσουλμάνων ουλεμάδων του Ναυπλίου για την αντικατάσταση του διαχειριστή των βακουφιών Μουσταφά Εφέντη, ιεροκήρυκα του τζαμιού του Βεζίρη, από τον Μουφτή-ζαντέ Χαφίζ Αμπντουλ-χαλίμ Εφέντη. Βλ. επίσης AE.SMHD.ΙΙ. 112/9579, αυτόγραφο διάταγμα του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ του έτους 1809 για τον διορισμό ως ιεροκήρυκα στο τζαμί του σουλτάνου Αχμέτ του Χαφίζ Σεγήτ Αλή Χαλιφέ.

[11] Ο (Σιλαχντάρ) Αλή Πασάς ήταν γαμπρός (damad) του σουλτάνου Αχμέτ Γ’ και επικεφαλής στην ανακατάκτηση της Πελοποννήσου το 1715. Πέθανε το επόμενο έτος στη μάχη του Πετροβαραντίν με τους Αυστριακούς και έλαβε τον τίτλο του «μάρτυρα» (şehid). Ο τάφος του βρίσκεται και σήμερα στο Βε­λιγράδι. Τα βακούφια του τζαμιού που ίδρυσε στο Ναύπλιο καταγράφονται στα Κρατικά Αρχεία της Προεδρίας της Δημοκρατίας της Τουρκίας, Οθωμα­νικό Αρχείο, MAD 1360, του έτους 1716, σ. 2-11. Βλ. επίσης για το τζαμί του στο ίδιο, C.EV.304/15456 (1769, διορισμός δεύτερου ιμάμη μετά το θάνατο του Αμπντουσουκιούρ γιος Χατζή Ισμαήλ χωρίς κληρονόμους του Χαφίζ Μεχμέτ Εμίν Εφέντη), C.MF.171/8537 (1773). C.EV.98/4885 (1784, μπεράτι του σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ Α’ για τον διορισμό ως νεωκόρου στο τζα­μί του Μεχμέτ, γιου του αποθανόντα πρώην νεωκόρου Αχμέτ Χαλιφέ γιου Ισμαήλ), HAT 1382/54599. HAT 1451/45, C.EV.323/16431 (1792), AE.SSLM. 111.66/4008, C.EV 610/30781 και C.MF. 62/3076 (1793), C.EV.54/2680 (1797), HAT 1361 /53607 (1808), C.EV.12/576 (1813, μετά τον θάνατο του ψάλτη [naathan] Μουσταφά γιου Μεχμέτ αντικαθίσταται από τον γιο του Χαφίζ Αχμέτ).

[12] Πρόκειται για τον μεντρεσέ που ίδρυσε ο σουλτάνος Αχμέτ Γ’. Βλ. παραπάνω, υποσημ.10. Στο κατάστιχο των βακουφιών του Ναυπλίου στα Κρατικά Αρ­χεία της Προεδρίας της Δημοκρατίας της Τουρκίας, Οθωμανικό Αρχείο, MAD 1360, του έτους 1716, σ. 12-15, καταγράφονται τα βακούφια του σχολείου του Ιμπραήμ Αγά, κεχαγιά (υπασπιστή) του μεγάλου βεζίρη Αλή Πασά, που ιδρύθηκε με τη μετατροπή εκκλησίας στην Καμμένη Πλατεία του Ναυπλίου.

[13] Στο κατάστιχο των βακουφιών του Ναυπλίου στα Κρατικά Αρχεία της Προ­εδρίας της Δημοκρατίας της Τουρκίας, Οθωμανικό Αρχείο, MAD 1360, του έτους 1716, σ. 16-18, καταγράφονται τα βακούφια του μεστζιτιού που ίδρυσε ο ρεϊσουλκιουτάπ Χατζή Μουσταφά Εφέντης στο Ναύπλιο με τη μετατροπή μιας εκκλησίας, επί της οδού που οδηγούσε στη μεγάλη δεξαμενή και κοντά στο σαράι του πασά.

[14] Ένας από τους μουσουλμάνους που επανήλθαν ήταν ο Χασάν Εφέντης, ο οποίος είχε μεταναστεύσει στπ Σμύρνη μετά τη βενετική κατάχτηση και επέ­στρεψε το 1714 ως ιμάμης και ιεροκήρυκας του σουλτανικού τζαμιού του Ναυπλίου. Βλ. Nejat GöyünĢ, ό.π., σ. 475. Επίσης βλ. Κρατικά Αρχεία της Προεδρί­ας τπς Δημοκρατίας της Τουρκίας, Οθωμανικό Αρχείο, AE.SAMD.llΙ. 76/7657, κατάστιχο του συνόλου των λειτουργών του σουλτανικού τζαμιού και μεντρεσέ στο Ναύπλιο, με πρώτο αναφερόμενο τον Χασάν Εφέντη.

[15] Στο Ναύπλιο σώζονται σήμερα επτά οθωμανικές κρήνες. Με βάση τις επιγρα­φές τους, η κρήνη στην οδό Τερτσέτη οικοδομήθηκε από τον θησαυροφύλακα του Αχμέτ Πασά το έτος Εγίρας 1129 (1716/17), π κρήνη στην οδό Καποδιστρίου, απέναντι από τον Άγιο Σπυρίδωνα, από τον γενίτσαρο Μαχμούτ Αγά το έτος Εγίρας 1147 (1734/35), η κρήνη στην οδό Σταϊκοπούλου από τον Σεγίτ Αμπντουλλάχ το έτος Εγίρας 1180 (1766/67), η κρήνη τπς οδού Καποδιστρίου στην πλατεία προς βορρά του Αγίου Σπυρίδωνα από τον Αμπντουρραχμάν Αγά γιο του Χατζή Μεχμέτ Αγά το έτος Εγίρας 1217 (1802/3). Οι υπόλοιπες δεν φέ­ρουν επιγραφές. Από τις μη σωζόμενες, η κρήνη του Χασάν Πασά ζωγραφίστηκε από τον M.F. Preaulx, με μια μεγάλη επιγραφή, βλ. Α. Κούρια, ό.π., αρ. 55-56 (σ. 87). Σε οθωμανικό έγγραφο του 1798 αναφέρονται επίσης τα βακούφια των κρηνών του Μουχσίν-ζαντέ στο Ναύπλιο (ο μετέπειτα μεγάλος βεζίρης Μουχσινζαντέ Μεχμέτ Πασάς διατελούσε φρούραρχος του Ναυπλίου στα 1769, όταν κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα Ορλωφικά). Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, τότε επισκευάστηκαν από τον Αλή Αγά, εντόπιο πυροβολητή στο φρούριο του Ναυπλίου, τον αρχιτέκτονα Γεμενή Μουσταφά Χαλιφέ και τον επιστάτη των υδαταγωγών Σαλήχ, οι υδαταγωγοί τπς πόλης με χρηματοδότηση από τα βακούφια αυτά, επι­πλέον φόρους που εισπράχθηκαν από τους ραγιάδες του Μοριά πλην Μυστρά, αλλά και από την Κωνσταντινούπολη. Βλ. Κρατικά Αρχεία της Προεδρίας τπς Δημοκρατίας τπς Τουρκίας, Οθωμανικό Αρχείο, C.EV.360/18295.

[16] Βλ. στο ίδιο, C.EV.122/6088, αυτόγραφο διάταγμα του οουλτάνου Σελιμ Γ’ του έτους 1793 για τον διορισμό ως ιεροκήρυκα του τζαμιού του βεζίρη Χα­τζή Ιμπραήμ, φρούραρχου (muhafiz) του Χάνδακα, στο Ναύπλιο, του Σεγήτ Ισμαήλ γιου Ομέρ, στη θέση του Χασάν Εφέντη γιου Χουσεΐν. Επίσης βλ. HAT 1516/43/2, αυτόγραφο διάταγμα του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ του έτους 1811 για τον διορισμό ως ιεροκήρυκα του τζαμιού του αποθανόντα καπουντάν πασά Χατζή Ιμπραήμ του Σεγήτ Ομέρ Εφέντη γιου Χουσεΐν, οτη θέση του αποθα­νόντα χωρίς κληρονόμους Ισμαήλ Εφέντη. Ο Ιμπραήμ Πασάς ίσως μπορεί να ταυτιστεί με τον γιο του Γιουσούφ Πασά από τον Εύριπο, που διορίστηκε κα­πουντάν πασάς με τον τίτλο του βεζίρη το 1769 και πέθανε το επόμενο έτος. Βλ. Mehmed Sϋreyya, Sicill-i Osmani, Κωνσταντινούπολη 1996, σ. 771-772.

[17] Το έγγραφο C.EV. 338/17176 του έτους 1764 και τα αυτόγραφα σουλτανικά διατάγματα HAT 1458/51 και 1495/49 αναφέρουν επίσης στο Ναύπλιο ένα τζαμί του αποθανόντα Χατζή Χουσεΐν Εφέντη (mukabele-i sϋvari halidesi-i es- bak/sabika suvari başhalifesi).

[18] Βλ. το λήμμα «Καθολική Εκκλησία (Φραγκοκλησιά)» (Αναστασία Βασιλείου), Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα 2008.

[19] Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθή­να 1859-1961, τ. Γ’, σ. 62-63.

[20] Βλ. Αναστασία Κυρκίνη-Κούτουλα, Η οθωμανική διοίκηση στην Ελλάδα.η πε­ρίπτωση της Πελοποννήσου, 1715-1821, Αθήνα 1996, σ. 106-107. Για την το­πική παράδοση για τον Αγά πασά βλ.Μ.Γ. Λαμπρυνίδπς, ό.π., σ. 191-192. Ο Αγά πασάς αναφέρεται επίσης ότι είχε μισθώσει πριν από την Επανάσταση στους Λιγουργιώτες ένα κτήμα με τη συμφωνία να του παραδίδουν ετήσια 30 κουβέλια γέννημα, το ήμισυ της σοδειάς του ελαιώνα και τη δεκάτη των σπαχήδων. Αρχεία της Ελληνικής Πσλιγεννεσίας, τ. 7, Αθήνα 1973, σ. 19.

[21] Αρχείο της κοινότητας Ύδρας 7778 – 7832, τ. 5 (1873 – 1817), επιμ. Α. Λιγνός, Πειραιάς 1924, σ. 255-256.

[22] Ο Ραγκίπ Πασάς φαίνεται όχι είχε συχνή επικοινωνία με τους προεστούς της Ύδρας, οι οποίοι λάμβαναν συχνά αιτήματα βοήθειας για μετακινήσεις προς την Κωνσταντινούπολη (βλ. πχ. επιστολή προς τους προεστούς των Σπετσών στις 27 Μαΐου 1816 (στο ίδιο, σ. 272-273). Σε άλλη του επιστολή (23 Ιουλίου 1815) ο Ραγκίπ Πασας αναφέρει ότι κατασκευάζει πύργο στο χωριό Κυβέρι. Σύμφωνα με επιστολή του Μουσταφά Μπέη, μουχαφούζη του Αναπλίου, της 16πς Οκτωβρίου 1816, προς τους προεστούς τηςΎδρας, ο Ραγκίπ Πασάς είχε διοριστεί τότε σε αποστολή στη Μεθώνη (στο ίδιο, σ. 306).

[23] Κρατικά Αρχεία τπς Προεδρίας της Δημοκρατίας της Τουρκίας, Οθωμανικό Αρχείο, AE.SSLM.111.71/4280 (1802), C.AS. 569/23914 (1811), HAT 856/38255 (1812), C.AS. 775/32789 (1815).

[24] Κρατικά Αρχεία της Προεδρίας ιης Δημοκρατίας της Τουρκίας, Οθωμανικό Αρχείο, HAT 765/36092. Σύμφωνα με τις καταγγελίες, ο Ραγκίπ Πασάς, με αυτό τον τρόπο, είχε εμποδίσει την διαδρομή που οδηγούσε στην Ακροναυπλία, προκαλώντας ζημιά στην οχύρωση.

[25] Βλ. και παραπάνω, υποσημ. 22.

[26] Στο ίδιο, HAT 709/33941.

[27] Στο ίδιο, C.ML.254/10493.

[28] Ο Αργύρης Πετρονώτπς είχε την καλοσύνη να μοιραστεί μαζί μας ορισμένα στοιχεία από την ερευνά του και τον ευχαριστούμε πολύ για αυτό.

[29] Για τον Αντώνιο Ρηγόπουλο βλ. και Χρήστος Γ. Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου, Αθήνα 1987, σ. 22-23, ο οποίος μεταφέρει μαρτυρία ανώνυμου λαγκαδινού λόγιου, σύμφωνα με την οποία «αυτοσχεδίως ανοικοδόμησε τους μεγαλοπρεπείς της εποχής εκείνης ναούς και προπύργια και μέγα ειδωλείον των Οθωμανών εις Ναύπλιον, όπου και προνόμιον εις αυτόν εχορηγήθη».

[30] Βλ. σχετικά τα λήμματα της Αναστασίας Βασιλείου «Βουλευτικό τζαμί» και «Μεντρεσές (Φυλακές Λεονάρδου», Η Οθωμανικό Αρχιτεκτονικό στην Ελλάδα, Αθήνα

[31] Σεμνή Καρούζου, Τα Ναύπλιο. Αθήνα 1979, σ. 58-59.

[32] Η μελέτη της μετατροπής του κτηρίου σε φυλακή, υπό εξέλιξη από τους γράφοντες, δίνει νέα ευρήματα, όχι μόνα για την ιστορία του Βουλευτικού και του μεντρεσέ, αλλά και για το πώς άλλαξε ο τρόπος της διαχείρισης μιας μετα­τροπής έργου μέσα σε 10 χρόνια, στο πλαίσιο πλέον της οθωνικής διοίκησης.

[33] Μ. Λαμπρυνίδης, ό.π., ο. 190· Λ. Ρος. Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-1833). Αθήνα 1976, σ. 69· X. Πιτερός, «Ναύπλιο», Αρχαιολογικό Δελτίο, 54 (1999) Β1 χρονικά, σ. 14 και Χρ. I. Πιτερός, «Βουλευτικό – Πότε χτί­στηκε το μεγάλο Τζαμί “Βουλευτικό” στο Ναύπλιο», https://argolikivivliothiki. gr/2012/01/06/vivliothiki-3/, (επίσκεψη 28/1/2018).

[34] Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επανασιάσεως, Λονδίνο 21861, σ. 121. Για έναν συγκεντρωτικό πίνακα των πληροφοριών που έχουμε για τον πληθυσμό του Ναυπλίου μέχρι την Ελληνική Επανάσταση βλ. Ευτυχία Δ. Διάτα, Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του από τον 17ο στον 18ο αιώνα. Οικιστικά μεγέθη και κατανομή της γης, Αθήνα 2002, σ 120-121. Επίσης, βλ. Αργυρώ Βατσάκη, «Η Γενική Αηογραφή του πληθυσμού του Ναυπλίου (1825)», δακτ. μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πάνεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2001, σ. 4-5.

[35] Για τπν πολιορκία βλ. αναλυτικά Μ. Γ. Λαμηρυνίδης, ό.π., σ. 196-243. Επίσης Α. Βατσάκη, ό.π., σ. 10-11.

[36] Βλ. Ahmet Aydin, “Μῐr Yusuf Târῐhi (Metῐn ve Tahlῐl)”, δακτ. μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Μαρμαρά, Κωνσταντινούπολη 2002, σ. 62-63. Σε ελληνική μετάφραση, Σοφία Λαΐου και Μαρίνος Σαρηγιάννπς, Οθω­μανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση. Από τον Γιουσούφ Μπέη στον Αχμέτ Τζεβντέτ Πασά, Αθήνα 2020, σ. 124-125.

[37] Η συνθήκη προέβλεπε ότι «όλη η κινητή περιουσία των εν τω φρουρίω Οθωμανών θέλει μείνει υπό την εξουσίαν της Ελληνικής Διοικήσεως». Βλ. Μ. Γ. Λαμπρυνίδπς, ό.π., σ. 237 και 241 -242.

[38] Για τα παρακάτω, βλ. Κωνσταντίνος K. Σπηλιωτάκπς, «Τα εν Ναυπλίω κτίρια του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού (1824-1826)», Δελτίο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος 20 (1973), σ. 54-69.

[39] Μ.Γ. Λαμπρυνίδπς, ό.π., σ. 250.

[40] Σύμφωνα με τον Λαμπρυνίδη, η οικία του Αγά πασά βρισκόταν απέναντι από τη νότια πλευρά του Βουλευτικού οικία πρώην I. Κουτουμά και στην εποχή του Λαμπρυνίδη οικία Λ. Λεονάρδου (ό.π.. σ. 192).

[41] Στο ίδιο, σ. 253.

[42] Α. Κούρια, ό.π., εικ. 111-112.

[43] A Picture of Greece in 1825; As exhibited in the personal narratives of James Em­erson, Esq., Count Pecchio, and W.H. Humphreys, Esq., Λονδίνο 1826, σ. 107-108: «I was this morning presented by the Minister of War to the members of the executive body. Their present residence is a very large Turkish house near the walls: the ground floor of which is a stable, the second story a barrack, and the third, the office bureau of the Grecian Government, a plain small room, surrounded by a divan, and ornamented by a large French chart of Greece and the Islands; here, round a plain deal table covered with papers, sat the few descendants of Themistocles and Epaminondas, to whom was entrusted the regeneration of the ‘list land of gods and godlike men.»

[44] Giuseppe Pecchio, A Visit to Greece in the Spring of 1825, Λονδίνο 1825, σ. 10-11: “seated, or rather squatting, on cushions, which formed around the room a sort of sofa. The costume, the reclined position, the serious immobility of countenance of every member, made me at first believe myself before a di­van. The vice-president, Signor Botazi, of Spezzia, with his legs crossed, was counting the beads of an oriental rosary. The rest of the members, clad in a costume between Grecian and Turkish, were either smoking, or running over a similar trinket.”

[45] Νικόλαος Δραγούμης, Ιστορικοί Αναμνήσεις, επιμ. Άλκης Αγγέλου, Αθήνα 1975 (α έκδ. Αθήνα 1879), τ. Α’, σ. 95. Η αρχιτεκτονική των κτηρίων, με τις ξύλινες κατασκευές, φαίνεται κι από την υδατογραφία του Lange και τα σχέδια του Peter Von Hess για το Ναύπλιο, του 1833.

[46] Βλ. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. Β’, Αθήναι 1862 (β’ έκδ. 1972), σ. 316: «Εγένετο λόγος περί οικίας ανηκούσης δια τας συνελεύσεις του Βουλευ­τικού, και ενεκρίθη να διορισθή το τζαμί, ονομαζόμενον Αγά Πασά, και επειδή αυτό χρήζει τινός επισκευής, εδιωρίσθησαν οι βουλευταί κύριοι Γκίκας Καρακατσάνης, Ιωάννης Κοντουμάς και Σπυρίδων Τρικούπης δια να επιστατήσωσιν εις την διόρθωσίν του. Προσέτι ενεκρίθη να γένη και προβούλευμα προς τον Εκτελεστικόν, να διατάξη το Υπουργείον τπς Οικονομίας να δώση, όσα αναγκαιούσιν εις την διόρθωσίν χρήματα.» Βλ. και ό.π., σ. 10, Αθήνα 1977, σ. 353- 354: «το Σ. Βουλευτικόν ενέκρινε δια Βουλευτήριον του Αγά Πασά το τζαμί, το οποίον και δια να κατασταθή χρήσιμον εις τον οποίον ενεκρίθη σκοπόν χρήζει επιδιορθώσεως. Όθεν και θέλει διαταχθή το υπουργείον της Οικονομίας δια να παρέξη τα εις αυτό αναγκαιούντα εις επιδιόρθωσιν έξοδα» (Ναύπλιο, 21 Ιου­νίου 1824). Το τζαμί του Αγά πασά προοριζόταν στα τέλη του 1823 για θέατρο. Βλ. Ε. Καλαφάτη, «Η πολεοδομία της Επανάστασης», ό.π., σ. 270.

[47] Η μετατροπή θρησκευτικών κτηρίων για τις ανάγκες του νέου κράτους ήταν διαδεδομένη και συνεχίστηκε για δεκαετίες. Βλ. Μάρω Καρδαμίτση Αδάμη – Αριστέα Παπανικολάου -Κρίστενσεν, «Μετατροπή Εκκλησιών σε Αίθουσες Δικαστηρίων», Αρχαιολογία 48 (1993), σ. 56-66. Επίσης, Αιμιλία Στεφανίδου (επιμ.) Η συντήρηση και η αποκατάσταση των οθωμανικών μνημείων στην Ελ­λάδα, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 57-68.

[48] Γενικά Αρχεία του Κράτους, Μικροί Κλάδοι, Βουλευτικόν Σώματα 1822 1827, φάκελος 1, αρ. εγγράφου 134. Το έγγραφο έχει δημοσιευτεί από τον Κ. Κ. Σπηλιωτάκπ, ό.π., και επαναδημοσιεύεται εδώ επιλεκτικά με βάσπ τη νέα μας ανάγνωση, με ελάσσονες αλλαγές.

[49] Ο Ανδριανός Γεωργίου υπογράφεται ως Αργήτης μαραγκός, 40 ετών, με οι­κογένεια 7 ψυχών, στην απογραφή του Ναυπλίου τπς 17ης Νοεμβρίου 1825, Βλ. τη βάση δεδομένων «Η πόλη στους νεότερους χρόνους» (επιμ. Χρήστος Λούκος), στο cities.ims.forth.gr. Ευχαριστούμε τον Χρήστο Λούκο για αυτή την πληροφορία. Για την απογραφή βλ. Α. Βατσάκη, ό.π., σ. 27-28.

[50] Στο τζαμί του Αγά πασά είχε εργαστεί και ο Μαστροκώνστας Ρουμελιώτης, ο οποίος σύμφωνα με αναφορά της συζύγου του είχε πεθάνει στα τέλη του 1824. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ.7, Αθήνα 1973, σ. 74.

[51]Βλ. αναλυτικότερα, Πρώτοι Έλληνες Τεχνικοί Επιστήμονες Περιόδου Απελευ­θέρωσης, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, σ. 115-122. Στις 5 Αυγούστου 1824 το Βουλευτικό ενέκρινε προβούλευμα προς το Εκτελεστικό, «να επιταχθή ο κύριος Θ. Βαλλιάνος, ως αρχιτέκτων, να κάμη σχέδιον, πώς ημπορεί να βαλθή εις ρυθμόν αυτή π πόλις». Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. Β’, Αθήναι 1862 (β’ έκδ. 1972), σ. 379. Επίσης, βλ. Βασίλης Κ. Δωροβίνης, «Ο σχεδιασμός του Ναυπλίου κατά την Καποδιστριακή περίοδο (1828-33)», https://argolikivivliothiki.gr/2011/11/24/ο-σχεδιασμός-του-ναυπλίου-κατά-την-καπ/,24Νοε2011 (επίσκεψη 28/1/2018).

[52] Πρώτοι Έλληνες Τεχνικοί Επιστήμονες Περιόδου Απελευθέρωσης, ό.π., σ. 156, 163 και 321. Η Ελένη Καλαφάτη αναφέρει επίσης ότι ο Θεόδωρος Βαλλιάνος το 1830 συνέταξε το ρυμοτομικό σχέδιο του Ναυπλίου, βασισμένος στο σχέ­διο του Βούλγαρη του 1828. «Η πολεοδομία της Επανάστασης», ό.π., σ. 279.

[53] ΓΑΚ, Κ.47, Β, φάκ. Β’, έγγραφο αρ. 19.

[54] Για τον κανονισμό βλ. παραπάνω, υποσημ. 46.

[55] Ε. Καλαφάτη. «Η πολεοδομία της Επανάστασης», ό.π., σ. 274.

[56] Σύμφωνα με τον Νικόλαο Δραγούμη (Ιστορικαί Αναμνήσεις, ό.π,, σ. 97-98), ως τότε οι συνεδριάσεις θα πρέπει να γίνονταν με τους βουλευτές να κάθονται κάτω, αλά τούρκα: «Τα έπιπλα ήσαν σοφάδες, σιλτέδες, κουλτούμια, εφ’ων την ημέραν εκάθηντο, την δε νύκτα κατεκλίνοντο»… «Αι δε καθ’ ημάς καθέδραι ήσαν σχεδόν άγνωστοι και μόνον ότε αποκατέστημεν εν Ναυπλίων, κατεσκεύασαν τινές χάριν των φραγκοφορεμένων ξύλινα σκαμνία».

[57] Για τo «δι-αισθητηριακό» επίπεδο των μεταβάσεων, βλ. Ελένη Καλλιμοπούλου – Παναγιώτης Κ. Πουλάς, «Ανταλλάξιμα κτήρια, σιωπηλές κληρονομιές: π προσωρινή εγκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων και τα ισλαμικά τεμέ­νη της Θεσσαλονίκης», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 19 (2015), σ. 255.

[58] Σύμφωνα με έγγραφο της επιτροπής με ημερομηνία 25 Μαΐου 1825 προς την επιτροπή των αποθηκαρίων (;), όσαις τάβλες κάρινες σας ευρίσκονται. είναι αναγκαίαις δια το Βουλευτήριον, και παρακαλοΰμεν να ταις δώσετε, του Μαστροανδριανού, λαμβάνοντας απόδειξιν, και από τον ίδιον. ΓΑΚ, Υπουργείον Ναυτικών, φ. 21, αρ. 187. Σύμφωνα με έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου των Ναυτικών Γ. Κώστα προς την Επιτροπήν των Αποθηκαρίων, με ημερομη­νία 26 Μαΐου 1825, θέλετε δώσει όσα σανίδια κάρυνα ήθελε χρειασθούν δια το Βουλευτήριον, και να λάβετε την ανήκουσαν απόδειξιν: ό.π„ φ. 21, αρ. 219. Την ίδια στιγμή, όπως φαίνεται από έγγραφο του Εκτελεστικού, με ημερομηνία 22 Ιουνίου 1825, μετά από εισήγηση του Υπουργείου των Ναυτικών, το μηχανουργείον των σφαιρών στο Ναύπλιο εγκρινόταν να μετατοπισθεί εις το έμπροσθεν της πλατείας τζαμίον (το σημερινό Τριανόν): ό.π., φ. 22, αρ, 129. Άλλο σχετικό έγγραφο τπς ίδιας ημερομηνίας αναφέρει ότι το τζαμίον το οποίον είναι εις την πλατεία της πολιτείας είναι κατάλληλον δια να γίνη φούρνος: ό.π., φ. 22, αρ. 139. Σύμφωνα με έγγραφο του Εκτελεστικού προς το Υπουργείο Αστυνομίας με ημερομηνία 29 Αυγούστου 1825, διατασσόταν «να επιτρέψη εις τον αρχηγόν τπς ομάδος των οικοδόμων, οίτινες επισκευάζουσι το Βουλευτήριον, να λαμβάνη κεράμους και άλλην χρήσιμον ύλην εκ κρημνισμένων και ακατοικήτων οικοδομών»: Τα περιεχόμενα των Γ.Α.Κ., Αθήνα 1976, σ. 1344.

[59] Βλ. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. 7, Αθήνα 1973, σ. 328 (17 Σεπτεμ­βρίου 1825): «Ανεγνώσθη αναφορά της διορισθείσπς επιτροπής να επιστάτη εις την κατασκευήν του Βουλευτηρίου, δια της οποίας αναγγέλλει ότι έλαβε τέλος. Ανεγνώσθη και άλλη του Θεόδωρου Βαλλιάνου, επιστατούντος και αυτού εις την κατασκευήν του αυτού οικοδομήματος, δια της οποίας ειδοποιεί ότι ετελείωσε. Απεφασίσθη την ερχομένην Δευτέραν να περάση το Βουλευτι­κόν Σώμα εις τούτο το νέον Βουλευτήριον και να δοθή εν επίσημον έγγραφον εις τον κύριον Βαλλιάνον.».

[60] Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. 8, Αθήνα 1974, σ. 321 (21 Σεπτεμβρίου 1825).

[61] Βλ. Αρχεία Λαζάρου και Γεωργίου Κουντουριώτου, έκδ. Α. Λιγνός, Πειραιάς 1927, τ.Ε’, σ. 245.

[62] Βλ. Κ. Κ. Σπηλιωτάκης, ό.π., σ. 63.

[63] Βλ. Γ.Δ. Δημακόπουλος, «Ο Κώδιξ των Νόμων της Ελληνικής Εηαναοτάσεως 1822-1828. Η Νομοθετική Διαδικασία, Τα κείμενα των Νόμων», Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης και Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών 10-11 (1966), αρ. 69, σ. 208-209: «Διαταγή προς τους εισερχόμενους εις το Βουλευτήριον ακροατάς» (Ναύπλιο, 23 Σεπτεμβρίου 1825).

[64] Βλ. Α. Κούρια, ό.π., σ. 138 και εικ. 110 (σ. 151): «Palamide pris de notre logement (à Nauplie)». Βλ. επίσης I Παπαδόπουλος, Α.Α. Καρακαισάνη, Το Λεύ­κωμα Πεϋτιέ της Συλλογής Στέφανου Βαλλιάνου. Η Ελεύθερη Ελλάς και η «Επιστημονική Αποστολή του Μορέως», Αθήνα 1971.

[65] Ενθυμήματα στρατιωτικά της επαναατάσεως των Ελλήνων 1821-1833, τ.Γ., Αθήνα 1998, απόσπασμα δημοσιευμένο στο Ναύπλιο, μία Πόλη στη Λογοτε­χνία, επιμ. Θοδωρής Γκόνης, Αθήνα 2004, σ. 117-118.

[66] Βλ. Μ.Γ. Λαμπρυνίδης, ό.π., σ. 271-272.

[67] Βλ. Σέμνη Καρούζου, ό.π., σ. 58-59.

 

Καλλιόπη Αμυγδάλου

Μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο ΕΛΙΑΜΕΠ

Ηλίας Κολοβός

Επίκουρος καθηγητής Οθωμανικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

«Πώς προσεγγίζουμε το εικοσιένα;» – Πολιτική, Κοινωνία, Ιδεολογία στην Ελληνική Επανάσταση,  έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών, Ιούνιος 2021.

Πρώτη δημοσίευση: Καλλιόπη Αμυγδάλου – Ηλίας Κολοβός, «Η μετάβαση από το οθωμανικό στο ελληνικό κράτος στη χωρική διάσταση: το τζαμί του Ναυ­πλίου που μετασκευάστηκε στο “πρώτον εν Ελλάδι Βουλευτήριον» (1825)», Τα Ιστορικά, 67 (2018), σ. 58-76, Η μελέτη έχει εμπλουτιστεί με νέο υλικό και ανα­θεωρηθεί για την παρούσα έκδοση.

* Οι  επισημάνσεις με έντονα γράμματα οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Η Προσφορά των Φιλελλήνων στην Οργάνωση του Ένοπλου Αγώνα

$
0
0

Η Προσφορά των Φιλελλήνων στην Οργάνωση του Ένοπλου Αγώνα – Υπό κ. Δημήτρη Μαλέση, διδάσκοντος της Ιστορίας στην ΣΣΕ


 

Η φιλελληνική στάση ως ιδεολογικό και πνευματι­κό ρεύμα, εμπνευσμένο από τα αισθητικά πρότυ­πα και την παιδεία του ελληνικού πολιτισμού, συ­νιστά ένα διαχρονικό φαινόμενο, αναγόμενο στην αρχαιότητα, περνά μέσα από τη ρωμαϊκή κατάκτηση, τους μέσους χρόνους και φτάνει έως τους νεότερους χρόνους της Αναγέννη­σης και του Διαφωτισμού. Ως αναπόδραστη απόληξη, κορυφώνεται κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας (1821 -1830), με πολ­λαπλές συνέπειες κυρίως ωφέλιμες για την εθνική υπόθεση των επαναστατημένων Ελ­λήνων.

Προκειμένου να κατανοηθεί το κίνη­μα του φιλελληνισμού θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις που επικρατούσαν στη Γηραιά Ήπειρο, συνεπώς τα αίτια που το κατέ­στησαν μια από τις πιο σημαντικές παραμέ­τρους της Επανάστασης. Αναφερόμαστε αφ’ ενός στο διάχυτο αισθητικό ρεύμα του κλα­σικισμού και του ρομαντισμού κι αφετέρου στην επαναστατική πλημμυρίδα του φιλελευθερισμού, η οποία κατέκλυσε την Ευρώπη μετά τη Γαλλική Επανάσταση, ως ανασχετικό αντίβαρο στην απολυταρχική άμπωτη της Ιεράς Συμμαχίας.

Ο αναστοχασμός της αρχαίας ελληνικής παιδείας οι οιστρηλατεί μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης – συνήθως της πνευ­ματικής πρωτοπορίας – και ο ελληνικός χώρος αντιμετωπίζεται ως η διαχρονική κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Από ένα σημείο και έπειτα, η εύκλεια των κλα­σικών χρόνων καθίσταται η άσβεστη πνευματική λαμπυρίδα και συνεπώς ο αγώνας των Ελλήνων εναντίον του Ασιάτη δυνάστη μετατρέπεται σε κοινή ευρωπαϊκή υπόθεση. [1] Έτσι παρατηρείται το διογκούμενο φαινόμενο της αρωγής των Ευρωπαίων είτε με την αποστολή βοήθειας στον μαχόμενο ελληνισμό είτε με τη φυσική παρουσία ως συμμαχη­τών στις στρατιωτικές αναμετρήσεις.

Η δεύτερη περίπτω­ση, εν προκειμένω, είναι αυτή που μας αφορά στο παρόν πονημάτιο, ήτοι: ποια ήταν η συνεισφορά των φιλελλήνων στην οργάνωση του ένοπλου αγώνα, στη συγκρότηση των εκάστοτε στρατιωτικών σωμάτων και στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Αυτήν την πλευρά θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε και να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα.

Το κύριο πρόταγμα που τέθηκε ευθύς εξαρχής στην Επανάσταση ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα διεξαγόταν ο πόλεμος. Οργάνωση τακτικού στρατού, δυτικοευρωπαϊκού τύπου, σήμαινε την προετοιμασία για δημιουργία ενός ενιαί­ου εθνικού κράτους με οριστικό παραμερι­σμό των προαστικού χαρακτήρα τοπικισμών, όπως είχαν παγιωθεί κατά την προεπαναστα­τική περίοδο. Το εγχείρημα ασφαλώς δεν ήταν εύκολο, διότι ερχόταν σε ευθεία ρήξη με την άλλη εκδοχή, τον κλεφτοπόλεμο, τουτέστιν με τις ριζωμένες πολιτικές πολιτιστικές και στρα­τιωτικές έξεις πολλών ετών. [2] Αυτονόητο ότι, όταν αναφερόμαστε σε Ευρωπαίους στρατι­ωτικούς η επιλογή ήταν ό,τι οι ίδιοι θεωρού­σαν ως φυσικό και ήξεραν: στρατός οργανω­μένος με κεντρικά οργανωμένη διοίκηση και συντονισμό.

Η πρώτη προσπάθεια για τη δημιουργία τακτικού στρατού οφείλεται πάντως σε έναν Έλληνα, προερχόμενο όμως από την Ευρώπη. Ο Δημήτριος Υψηλάντης αξιω­ματικός του ρωσικού στρατού, αφίχθηκε τον Ιούνιο του 1821 στην Πελοπόννησο, με οργα­νωμένο σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα σώμα εθελο­ντών. [3] Τη διοίκησή του την είχε αναθέσει σε δύο φιλέλλη­νες αξιωματικούς τον Baleste και τον Gubernatis.

Ο πρώτος, γνωστότερος με το εξελληνισμένο επώνυμο κατά τη συ­νήθεια της εποχής ως Βαλέστρας, ήταν Κορσικανός λοχαγός μέχρι την πτώση του Ναπολέοντα. Από την Τεργέστη αφίχθηκε μαζί με τον Δ. Υψηλάντη το 1821 στην επαναστατημένη Ελλάδα και με αυταπάρνηση αποδύθηκε σε μια σειρά επιχειρήσεων. Τον επόμενο χρόνο μετέβη στην Κρήτη και επιχειρώ­ντας στην κατάληψη του Ρεθύμνου, συνελήφθη και απο­κεφαλίστηκε.[4]

 

Joseph Baleste, επιζωγραφισμένη λιθογραφία, έργο του Adam Friedel, 1829. Ιωσήφ Βαλέστ ή Βαλέστρας ή Μπαλέστρας (Joseph Balestra, 1790-1822), Γάλλος φιλέλληνας αξιωματικός, κορσικανικής καταγωγής, που γεννήθηκε στην Κρήτη. Κατέχει εξέχουσα θέση στην Ελληνική Επανάσταση, καθώς θεωρείται ο πρώτος εκπαιδευτής και διοικητής των Ελλήνων στρατιωτικών. Γεννήθηκε το 1790 στα Χανιά της Κρήτης, αλλά πολιτογραφήθηκε Γάλλος και πέθανε το 1822, μαχόμενος ηρωικά για την απελευθέρωση της Ελλάδος.

 

Ο δεύτερος Ιταλός αξιωματικός, συμ­μετείχε στη μάχη του Πέτα (1822) όπου αιχμαλωτίστη­κε. Κατάφερε να διαφύγει  και συνέχισε ως αντισυνταγματάρχης στην Επανάσταση. Έλαβε μέρος στην κατάληψη του Ναυπλίου (1822), μετά την έναρξη όμως του εμφυλίου το 1823 αποτραβήχτηκε απογοητευμένος.[5]

Η πύκνωση των τάξεων των Φιλελ­λήνων πύκνωσε τους επόμενους μήνες με αποτέλεσμα να εκδοθεί σχετικό Ψήφισμα, με το οποίο ιδρυόταν σύνταγ­μα Πεζικού και επικεφαλής τον Ιταλό συνταγματάρχη Pietro Tarella, έναν αξιωματικό με υπηρεσία στη μεγάλη στρατιά του Ναπολέοντα και ο οποίος θα σκοτωθεί στη μάχη του Πέτα.

Στο συγκεκριμένο σώμα βλέπουμε να υπη­ρετούν αξιωματικοί με το βαθμό του λοχαγού και του υπολοχαγού από διά­φορες χώρες της Ευρώπης: Τράιβερ, με την ιδιότητα του ιατρού, Σταέλ Χολστέου, Μόνδεσλος Σπεκτ, Όβεν, Λουπτόος και Στέιβεκ από τη Γερμανία· Γορέλης, Βιβιάνος, Μονατέρης από τη Γαλλία· Βατιλάνης, Νέγρης, Καπελίτης, Αββάτης από την Ιταλία και Γουίτος από την Ολ­λανδία.[6]

 

Dr Heinrich Traiber (Ερρίκος Τράϊμπερ, 1797-1882). Γερμανός φιλέλληνας, ιατρός του αγώνα του 1821, μετέπειτα Καθηγητής Χειρουργικής στο Οθώνειο Πανεπιστήμιο το 1837 και Αρχίατρος του Ελληνικού Στρατού.

 

Μία ακόμη διλοχία συγκρότησαν 120 Ευρωπαίοι στρατι­ωτικοί, υπό την ηγεσία του Γερμανού Καρόλου Νόρμαν, ενός αξιωματικού με εμπειρία από τους Ναπολεόντειους πολέ­μους, ο οποίος είχε αφιχθεί στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1822 με 40 ακόμη εθελοντές. [7] Τέλος δημιουργήθηκε ένα ορεινό Πυροβολικό με δύο πυροβόλα και διοικητή τον Γάλλο Ολιβιέ Βουτιέ. Σπουδαστής ακόμη ο συγκεκριμένος αξιωματικός στη ναυτική σχολή της χώρας του, έσπευσε στη μαχόμενη Ελλάδα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Με ειδίκευση στο Πυροβολικό, συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις. Έφυγε για την πατρίδα του και επανήλθε με άλλους φι­λέλληνες το 1826.[8]

 

Ο στρατηγός Normann (Karl Friedrich Leberecht Graf von Normann-Ehrenfels 1784–1822), διοικητής του τακτικού στρατεύματος (Σύνταγμα, Τάγμα Φιλελλήνων, Επτανήσιοι).

 

Ο Συνταγματάρχης Ολιβιέ Βουτιέ (Olivier Voutier 1796-1877). Ένας ακόμη γνωστός Γάλλος Φιλέλληνας στρατιωτικός που συμμετείχε στον Αγώνα, προέβαλε τις θέσεις των Ελλήνων σε όλη την Ευρώπη με το συγγραφικό του έργο, και συνέβαλε στην επέκταση του φιλελληνικού ρεύματος διεθνώς. Πριν έρθει στην Ελλάδα το 1821, ο Voutier ενεπλάκη άμεσα στην ανακάλυψη του αγάλματος της Αφροδίτης της Μήλου, τον Απρίλιο του 1820, και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο για να καταλήξει το άγαλμα στο Μουσείο του Λούβρου.

 

Καθώς η Επανάσταση σημείωνε αλλεπάλληλες επιτυχίες το πρώ­το έτος, η παρουσία και η συνει­σφορά των φιλελλήνων εθελοντών είχε εδραιωθεί στη συ­νείδηση των Ελλήνων. Το 1822 πάντως θα σημαδευτεί από την καταστροφική μάχη στο Πέτα, όπου ο συντεταγμένος στρατός των επαναστατών, υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, αποτελούμενος σε μεγάλο βαθμό από ευρωπαίους εθελοντές θα υποστεί συντριπτική ήττα. Μια ήττα που υπο­δείκνυε ότι τα ξένα στρατιωτικά πρότυπα ήκιστα θα μπορούσαν να συντελέσουν αποτελεσμα­τικά σε έναν ολωσδιόλου διαφορετικό πόλεμο.[9]

Ταυτόχρονα, προϊόντος του χρόνου είχαν αρχίσει να αναφαίνονται τα πρώτα σημάδια των εθνικών διαιρέ­σεων, της φιλαρχίας και του ανταγω­νισμού μεταξύ ορισμένων ηγετικών κύκλων των Ελλήνων. Σε αυτές τις δια­μάχες θα εμπλακούν αναπόφευκτα και ορισμένοι Φιλέλληνες, αφού οι αντιλή­ψεις για την ορθή διαχείριση και οργά­νωση του πολέμου δεν ήταν ταυτόση­μες. Ήδη το 1823 παρουσιάζεται οξεία διαμάχη μεταξύ του Ιταλού Γκουβερνάντι και του ταγματάρχη Π. Ρόδιου, όταν ο δεύτερος απαίτησε και πέτυ­χε να υπαχθεί όλος ο τακτικός στρα­τός υπό τη διοίκησή του. [10] Ο Ιταλός διαμαρτυρήθηκε στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους υπενθυμίζοντας τις υπηρεσίες που προσέφερε στους Έλληνες και, τελικά, χολωμένος υπέβαλε την πα­ραίτησή του. Μη μπορώντας ως επαναστάτης να επιστρέ­φει στο Πεδεμόντιο, κατατάχθηκε στον Αιγυπτιακό στρατό. Το ζήτημα δεν έγκειται, κυρίως στην απομάκρυνση ενός έμπειρου φιλέλληνα στρατιωτικό όσο στο διάχυτο συ­γκρουσιακό πνεύμα που άρχισε από εκείνο το έτος να δια­περνά ολόκληρο το στράτευμα, άτακτο αλλά και τακτικό.

 

Παναγιώτης Ρόδιος (Ρόδος, 1789 – Ναύπλιο, 1851) αγωνιστής του 1821, πολιτικός και συγγραφέας. Με το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής Αργολίδος και ήταν πληρεξούσιος Ναυπλίου στην Εθνοσυνέλευση του 1843 όπου εκλέχτηκε μέλος της συντακτικής Επιτροπής του Συντάγματος. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Αλλά και η επόμενη περίπτωση, ίσως η πιο χαρακτηρι­στική, αυτή του Γάλλου Καρόλου Φαβιέρου, θα πρέπει να ιδωθεί μέσα από το πρίσμα των εμφυλίων συρράξεων που μαίνονταν. Ο Γάλλος έφτασε στην επαναστατημένη Ελλά­δα το 1823 μετέβη κατόπιν στην Αγγλία και από το 1825 θα συμμετάσχει ενεργά στον Αγώνα. Εκείνη τη χρονιά η κυβέρνηση Κουντουριώτη προκειμένου να παραγκωνίσει τον ανεπιθύμητο Κολοκοτρώνη, του ανέθεσε την οργάνω­ση του στρατού. Εγχείρημα διόλου εύκολο, αν ληφθεί υπόψη η ισχύς που διέθετε μεταξύ του πληθυσμού ο Έλληνας στρατηγός.

 

Κάρολος Φαβιέρος (Charles Nicolas Fabvier, 1783-1855). Τιμητικό χάλκινο μετάλλιο του 1828, του καλλιτέχνη David d’Anger, με κεφαλή του Φαβιέρου. Metropolitan Museum of Art.

 

Έτσι από την πρώτη στιγμή παρουσιάστηκαν δυσχέρειες κυρίως αυτή που αφορούσε την εμπέδωση της πειθαρχίας και την αποδοχή της ιεραρχίας από τους στρα­τιώτες οι οποίοι δύσκολα θα μπορούσαν να αποβάλουν τις έξεις του πλάνητα και άτακτου βίου της προεπαναστα­τικής περιόδου. Επιπλέον, όταν ο Φαβιέρος ζήτησε από τον προκάτοχό του Ρόδιο να παραμείνει ως υπαρχηγός, εκείνος αρνήθηκε «ευσχήμως», μάλλον χολωμένος από τον υποβι­βασμό του. Και στην επιχειρηματολογία θα προστεθεί μια ακόμη παράμετρος: δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που ορισμένοι στρατιω­τικοί «απεστρέφοντο τους ξένους ως τυχοδιώκτας», [11] οπότε το χάσμα αφορούσε πλέον και ένα μέρος Ελλήνων με τους ξένους εθελοντές.

Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ο φιλελληνισμός του Φαβιέρου, όπως και άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων που έφτασαν στην επαναστατημένη Ελλάδα για να βοη­θήσουν. Ωστόσο, θα ήταν αδύνατο να μην εμπλακούν στις εσωτερικές διαμά­χες, σε μια συγκυρία κρίσιμη και με τον ανταγωνισμό των αλληλομαχομένων  παρατάξεων να κορυφώνεται. Η δια­φωνία, για παράδειγμα, του Φαβιέρου, πολιτικού φίλου του Mαυροκορδάτου με τον δεδηλωμένο οπαδό του Κωλέττη, τον Γκούρα, καλ­λιέργησε κλίμα εκτεταμένης δυσπιστίας με άμεσο τον κίν­δυνο για την τύχη των Αθηνών.

Αποκαλυπτική η μαρτυρία του Μακρυγιάννη:

 

«Βγαίνει ο Γκούρας από το ταχτικόν. Κάνει πλήθος αντενέργειες αυτός και οι σύντροφοί του, Αθηναίγοι και κυβερνήτες, να το διαλύσουν το ταχτικόν ο καϊμένος ο Φαβγές έτρεξε εις την προκομμένη Διοίκηση διά να δώση τα μέσα. Εις την Αθήνα ήταν σκουτιά τού ταχτικού κι άλλα αναγκαία. Πολε­μούσαν να τα κάμουν οι καλοί πατριώτες πλιάτζικα. […] Τότε ο Γκούρας, ο Ζαχαρίτζας, ο Βρανάς, ο Σουρμελής κι άλλοι σύ­ντροφοι τους Αθηναίγοι […] κάνουν χιλιάδες αντενέργειες να χαλάσουν το ταχτικόν και του κόβουν όλα τα μέσα, να διαλυθή χωρίς άλλο».[12]

 

Ακόμη, η διαφωνία του Φαβιέρου με τον Καραϊσκάκη αποκαλύπτει ένα σημαντικό αίτιο που διαμόρφωσε τις δύο διαφορετικές αντιλήψεις για τη συγκρότηση του επαναστατικού στρατού. Για τον Έλληνα οπλαρχηγό η ενδεδειγμένη τακτική ήταν μια, ο κλεφτοπόλεμος. Το επιχείρημά του σα­φές: ο εχθρός είχε αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις και τις οποίες θα μπορούσε «εντός ολίγου να τας αναπληρώση από την ευρείαν και εκτεταμένην αυτοκρατορίαν του», ενώ οι Έλ­ληνες εάν έχαναν μία σημαντική μάχη, έχαναν τον πόλεμο, αφού δεν είχαν «δυνάμεις διαθεσίμους για να τις αναπλη­ρώσουν. [13] Σημασία πάντως έχει ότι όλα αυτά συνέβαιναν μέσα σε κλίμα καχυποψίας και ανταγωνισμού και – αβάσιμες ασφαλώς – υπόνοιες και αιτιάσεις για τον Φαβιέρο ότι ήθελε να γίνει «δικτάτωρ όλης της Ελλάδος».[14]

Εν τω μεταξύ, η ναυμαχία του Ναυαρίνου (Οκτώβριος 1827), θα σημάνει την αντίστροφη πορεία για την αίσια έκβαση του ελ­ληνικού ζητήματος Άγνωστη παρέ­μενε η διευθέτηση δύο θεμάτων: η έκταση του υπό σύσταση κράτους και ο βαθμός ανεξαρτησίας, αν δη­λαδή θα επρόκειτο για ανεξάρτητο ή αυτόνομο κράτος.

Ο Καποδίστριας θα αγωνιστεί μεθοδικά για την καλύτερη δυνατή λύση. Στην προκειμένη περίπτωση το αξιόμα­χο στράτευμα θα έπαιζε καθοριστι­κό ρόλο. Και για το πετύχει αυτό αξιοποίησε σε μεγάλο βαθμό ξένους στρατιωτικούς, οι οποίοι βρέθηκαν τότε στην Ελλάδα. Η πιο χαρακτη­ριστική περίπτωση ήταν η άφιξη τον Αύγουστο του 1828 του Γάλλου συνταγματάρχη Μαιζών με 15.000 άνδρες, με σκοπό την απομάκρυνση των αιγυπτιακών δυνάμεων του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο. Η αποστολή αποδείχθηκε εύκολη, δεδομένου ότι ο Αιγύπτιος στρατηγός δεν ήταν δι­ατεθειμένος να πολεμήσει, οπότε η γαλλική αποστολή επιδόθηκε με επιτυχία σε ειρηνικά έργα, την ανοικοδόμηση φρουρίων και κτισμάτων της Πελοποννήσου ή σε εγγειο­βελτιωτικά έργα.[15]

 

Ο Νικόλαος – Ιωσήφ Μαιζών, Γρεναδιέρος στο 1ο τάγμα του Παρισιού το 1792, έργο του Γάλλου ζωγράφου Λεόν Κονιέ (Léon Cogniet, 1794 – 1880). Palace of Versailles.

 

Ο στρατηγός Maison και ο Ιμπραήμ Πασάς στο Ναυαρίνο, στο πλαίσιο της αποστολής των Γαλλικών στρατευμάτων για την απομάκρυνση των αιγυπτιακών δυνάμεων του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο, Σεπτέμβριος 1828. Λάδι σε καμβά. Έργο του Γάλλου ζωγράφου και στρατιωτικού Ζαν-Σαρλ Λανγκλουά (Jean-Charles Langlois, 1789-1870). Collections du château de Versailles.

 

Η ανάθεση στον Φαβιέρο της επιχείρη­σης για την απελευθέρωση της Χίου ή έστω τη διάσωση των κατοίκων της, πέραν των άλλων δυσκολιών, έπρεπε να ξεπεράσει τη μόνιμη πληγή, δηλαδή την οικονομική δυσπρα­γία. Η διαφωνία του Γάλλου με τον Κυβερνήτη, είχε ως απο­τέλεσμα την παραίτησή του και την ανάληψη της ηγεσίας του στρατού από τον Βαυαρό Χάιντεκ (Karl Wilhelm von Heideck), αξιωματικό προερχόμενος από χώρα που δεν επι­θυμούσε ανάμιξη στα εσωτερικά της Ελλάδας, τη Βαυαρία, ενώ παράλληλα δεν διαπνεόταν από τις φιλελεύθερες δημοκρατικές πεποιθήσεις του Γάλλου, συνεπώς κατάλληλος στη συγκεκριμένη φάση να υπηρετήσει την καποδιστριακή πολιτική.

 

Karl von Heideck

 

Επίσης, πριν προχωρήσει στη σύνταξη στρα­τιωτικού μηχανισμού ο Καποδίστριας είχε τοποθετήσει σε καίριες στρατιωτικές θέσεις αξιωματικούς που θα μπορού­σαν να επιβάλουν στοιχειώδη έλεγχο και πειθαρχία στους στρατιώτες. Ο Βρετανός Τσώρτς ανέλαβε τη διοίκηση της δυτικής Στερεάς, με επιτελάρχη του τον Γάλλο ταγματάρ­χη Denzel, ούτως ώστε να εξασφαλισθεί η απαραίτητη διπλωματική ισορροπία. Στην ανατολική Στερεά ανέλαβε ο Υψηλάντης, με επιτελάρχη τον Γάλλο Francois Graillard. Τη φρουραρχία Αργολίδας και Κορινθίας ανέλαβε ο Βαυαρός συνταγματάρχης Χάιντεκ, με βοηθό τον φιλέλληνα από τη Νάπολη Vincenzo Pisa.

 

Ο σερ Ρίτσαρντ Τσωρτς (Sir Richard Church 1784 – 1873), με στολή του 1ου Συντάγματος Ελληνικού Πεζικού, έργο του Denis Dighton, 1813. Ο Βρετανός στρατιωτικός, στα Ιόνια νησιά, συνέστησε για λογαριασμό των Βρετανών μια στρατιωτική μονάδα από Έλληνες έως το 1813. Το 1827 τον κάλεσαν οι Έλληνες για να αναλάβει την αρχιστρατηγία του στρατού ξηράς. Στη συνέχεια έλαβε τις θέσεις του αρχηγού της Δυτικής Ελλάδος, Σύμβουλου της Επικρατείας, πληρεξούσιου στην Α΄ Εθνοσυνέλευση των Αθηνών το 1843 και γερουσιαστή το 1844. Πέθανε στην Αθήνα το 1873.

 

Συμπερασματικά, ο ρόλος των φιλελλήνων στο ζήτημα της οργάνωσης του ένοπλου αγώνα υπήρξε σημαντι­κός. Χωρίς να παραβλέπουμε ότι στις τάξεις των αφιχθέντων στρατιωτικών υπήρξαν και τυχοδιωκτικά στοιχεία η πλειονότητα κινήθηκε από αγνό ζήλο, τον οποίο οιστρηλατούσε ο θαυμασμός προς τον ελληνισμό και η αγάπη στην ελευθερία. Ήταν λογικό να έχουν ένα συγκεκριμέ­νο πρότυπο στρατιωτικής οργάνωσης και διεξαγωγής των επιχειρήσεων, αφού ήταν ως επί το πλείστον επαγγελματίες στρατιωτικοί, με σπουδές και εξειδικευμένη κατάρτιση, τουλάχιστον οι αξιωματικοί. Ήταν αναπόφευκτο, επίσης να εμπλακούν σε διαφωνίες και στον ολετήριο διαγκωνισμό κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων, αφού και εκείνοι κατέθεταν προτάσεις και σχέδια τα οποία δεν θα μπορού­σαν να είναι αποδεκτά από όλους. Επίσης, σε πολλές πε­ριπτώσεις, ό,τι είχαν σχεδιάσει δεν ευοδώθηκε αλλά αυτό οφειλόταν σε αντικειμενικές δυσχέρειες, όπως η μόνιμη οι­κονομική γλισχρότητα ή η απέχθεια των Ελλήνων στρατι­ωτών στην αυστηρή στρατιωτική πειθαρχία, που χαρακτή­ριζε τους ευρωπαϊκούς στρατούς της εποχής. Πάντως αν αναφερόμαστε στον φιλελληνισμό ως συνολικό φαινόμε­νο, οφείλουμε να αγνοήσουμε τον όρο ιδιοτέλεια. Μπορεί, όπως είπε με ειλικρίνεια και κυνισμό ο λόρδος Πάλμερστον, «να μην υπάρχουν μόνιμοι φίλοι αλλά μόνιμα συμφέροντα» στη διπλωματική σκακιέρα. Ωστόσο, εν προκειμένω ανα­φερθήκαμε σε εκείνους που έπεσαν μαχόμενοι στο Πέτα, στο Μεσολόγγι ή σε άλλα πεδία των μαχών και συνέβαλαν σωστικά εν τινι μέτρω στη σταδιακή αλλαγή πλεύσης των κυβερνήσεών τους.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ενδεικτικά βλ. Roderick Beaton, «Philhellenism» στο Paschalis M. Kitromilides – Constantinos Tsoukalas, (ed.) The Greek Revolution. A critical die to nary, Cambridge, 2021, σ. 593-613.

[2] Νικηφόρος Διαμαντούρος, Οι απαρχές της συγκρότησης του σύγ­χρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828, Μ. I. Ε.Τ, 2006,σ. 221-222.

[3] Κωνσταντίνος Διαμαντής, Δημήτριος Υψηλάντης, 1793-1832. Μέρος Πρώτον: Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής. Τρήμα Πρώ­τον: τα μέχρι της αφίξεως εις το στρατόπεδον τον Τρικόρφον, 1793- 2 Ιουλίου 1821, Αθήναι, 1966, ο. 126· του ίδιου, «Συνεργάται του Δημ. Υψηλάντη κατά τον αγώνα εν Πελοποννήσω», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, Ζ’, 1963, σ. 191-196· Χρήστος Βυζάντιος Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασην εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο τακτικός στρατός από του 1821 μέχρι του 1833, επιμ. Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης εκδ. Γ. Τσου­καλά Αθήναι, 1956, σ. 24.

[4] Χρήστος Στασινόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, εκδ. Δεδεμάδη, χ.χ. τ. Α’, σ. 201-202· Νικόλαος Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα συνταχθέντα δια να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ιστορίαν της Ελλάδος, τύποις X. Νικολάϊδου Φιλαδελφέως Αθήνησι, 1857, τ.Α’ σ. 287-290· Henri Fornezy, Το Μνημείον των Φιλελλήνων, Αθήναι, 1957, επιμ. Πρωτοψάλτη, τ. Κ’, Απομνημονεύματα των αγωνιστών του ’21, σ. 229.

[5] Στο ίδιο, τ. Α’ σ. 392.

[6] Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, 1821-1832. Αι Εθνικοί Συνελεύσεις, έκδοσις Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήναι, 1971, τ. Α’, σ. 272. Τα ονόματα παρατίθενται με την «ελληνοποιημένη» εκδοχή τους. Ονομαστικό κατάλογο φιλελλήνων αξιωματικών του τακτικού, βλ. και Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος από του έτους 1715 και λήγουσα το 1836, διηρημένη εις τόμους τρείς, εν Αθήναις έκτης τυπογραφίας Κωνστ. Καοτόρχη και Συντροφιάς 1839, τ. Δ’, σ. 79-83.

[7] Χρήστος Στασινόπουλος ό.π. τ. Δ’ σ. 45-46.

[8] Στο ίδιο, τ. Α’ σ. 301 – 302. Τα απομνημονεύματά του (Mémoires du colonel Voutier sur la guerre actuelle des Grecs), τα οποία εκδόθηκαν στο Παρίσι το 1823, συνιστούν μία πολύτιμη ιστορική πηγή για την Επανάσταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1820 ήταν αυτός που με­τέφερε στη Γαλλία την Αφροδίτη της Μήλου, όταν υπηρετούσε στο νησί στο πλαίσιο της ναυτικής του παιδείας και ανακαλύφθηκε το άγαλμα τυχαία από έναν χωρικό.

[9] Χρήστος Βυζάντιος, σ. 35: «Το τακτικόν λοιπόν σώμα, προ μικρού καταρτισθέν, αλλά μήπω εκπαιδευθέν αρκούντως, ουδ’ εις αυτάς τας μάλλον αναγκαίας ασκήσεις, τακτοποιηθέν δε μόνον και οπλισθέν με λογχοφόρον τυφέκιον εκ των νεωστί αποσταλέντων εξ Ευρώπης, και ενδυθέν και υποδηθέν εκ των ενόντων ουχί δε ομοιομόρφως […]». Στο τέλος του έργου εκτενής κατάλογος των Φιλελλήνων που συμμετείχαν στη μάχη.

[10] Παναγιώτης Σαβοριανάκης, Ο Παναγιώτης Ρόδιος και η εποχή του (1789-1851). «Αποχαιρετήσας τον Ασκληπιόν αφοσιώθη εις τον Άρην», Σαββάλας, 2003, ιδιαίτερα σ. 47-132.

[11] Χρήστος Βυζάντιος, σ. 68. Από τους φιλέλληνες που ήρθαν για να συμμετάσχουν στην Επανάσταση υπήρχαν αυτοί που εμπνέονταν από «φιλάνθρωπα και φιλελεύθερα αισθήματα», οπότε κινήθηκαν «εκ καθαρού φιλελληνισμού», και άλλοι που αφίχθηκαν «διά το αρειμάνιον αυτών» στο ίδιο, σ. 33.

[12] Ιωάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, Πέλλα χ.χ. τ. A’, σ. 189

[13] Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Ι. Ν. Σιδέρης, 1925, τ. Γ, σ.249.

[14] Χρήστος Βυζάντιος, σ. 104.

[15] Μαρία Ευθυμίου, «Η Γαλλική εκστρατεία στην Πελοπόννησο (1828-1829) και η πρόσληψή της από τους Έλληνες αγωνιστές», στο Ευάγγελος Χρυσός – Christophe Farnaud (επιμ.), Ελλάδα και Γαλ­λία τον 19° αιώνα, Πρακτικά Συνεδρίου, 29 και 30 Μαρτίου 2011, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, 2012, σ. 110-112.

 

*Δημήτρης Μαλέσης

Διδάκτωρ Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, διδάσκων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

Περιοδικό, «Εθνικές επάλξεις», διμηνιαία ενημερωτική έκδοση Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης, Ιανουάριος – Μάρτιος 2021.

*Οι  επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

*Ο Δημήτρης Μαλέσης είναι πτυχιούχος του Παντείου Πανεπιστημίου (Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας). Μετά τον πενταετή κύκλο των Μεταπτυχιακών Σπουδών ανακηρύχθηκε παμψηφεί με βαθμό «Άριστα» σε διδάκτορα της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας από το ίδιο Πανεπιστήμιο. Τα ερευνητικά και συγγραφικά του ενδιαφέροντα αφορούν κυρίως στη λειτουργία των κοινωνικών θεσμών του Νεοελληνικού Κράτους κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, όπως ο Στρατός και η Εκκλησία. Έχει συγγράψει επτά μονογραφίες και πάνω από είκοσι άρθρα, δημοσιευμένα σε επιστημονικά περιοδικά με κριτές, ενώ έχει συμμετάσχει σε επιστημονικά συνέδρια με ανακοινώσεις. Έχει εργασθεί στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και έχει διδάξει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Από το 2008 έχει εκλεγεί ως διδάσκων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

 

Σχετικά θέματα:

 

 

Οι Εβραίοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: πλευρές της ζωής και της δράσης τους

$
0
0

Οι Εβραίοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: πλευρές της ζωής και της δράσης τους – Μαρία Ευθυμίου


 

Η ιστορία των Εβραίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν αρχίζει το 1453 με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης ούτε, περισσότερο, το 1492 με την εκδίωξη των σεφαραδιτών Εβραίων από την Ιβηρική χερσόνησο και την εγκατάστασή τους στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι γεγονός ότι η εντυπωσια­κή παρουσία, κατά τον 16ο αιώνα, των Εβραίων της Ιβηρίας στον οθωμανικό χώρο είχε στρέψει για δεκαετίες τις ιστορικές μελέτες στη δράση των χιλιάδων αυτών σεφαραδιτών, που κατέφυγαν, στο τέλος του 15ου αιώνα στις πόλεις της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας.[1]

Υπογεγραμμένο αντίγραφο από το Διάταγμα της Αλάμπρα, με το οποίο περίπου 200.000 Εβραίοι εκδιώχθηκαν από την Ισπανία το 1492.

Μελέτες που δημοσιεύτηκαν, ωστόσο, κατά την τελευταία δεκαπενταετία εστίασαν το ενδιαφέρον τους στην προ του 1492 ιστορία των Εβραίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δίνοντας στο φως νέα στοιχεία και επιτρέποντας σημαντικά συμπεράσματα: οι μελέτες του Mark Alan Epstein, του Aryeh Shmuefle-vitz [2] και άλ­λων έδειξαν ότι η δράση των προ του 1492 Εβραίων της Οθωμανι­κής Αυτοκρατορίας προετοίμασε όχι μόνον τη βάση της οικονομικής παρέμβασης των μεταγενεστέρων, αλλά και διαμόρφωσε τους όρους της κοινωνικής τους συνύπαρξης με την υπόλοιπη οθωμανι­κή κοινωνία. Όπως έδειξαν οι ίδιες αυτές μελέτες, οι όροι αυτοί διαμορφώθηκαν κυρίως μέσα από την εμπειρία κατάκτησης της ίδιας της ενδοεβραϊκής αφομοιωσιμότητας των εβραϊκών ομάδων, που, από τον 14ο αιώνα και εξής, βρίσκουν απ’ όλες τις γωνιές της Ευρώπης καταφύγιο στον οθωμανικό χώρο.

Οι μελέτες που εστιάζουν στο εβραϊκό οθωμανικό φαινόμενο συμφωνούν σε ένα σημείο: η Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι προελαύνοντες Τούρκοι δεν απετέλεσαν για τους Εβραίους της Βαλκανικής και των πρώην βυζαντινών εδαφών πραγματικότητα τρόμου και αρνητικών αισθημάτων. Η μουσουλμανική φιλοσοφία της συνύπαρξης των μουσουλμάνων με τους μονοθεϊστές «λαούς της Βίβλου», Εβραίους και Χριστιανούς, καθώς και τα δείγματα γραφής που είχαν οι Οθωμανοί ήδη δώσει κατά την πρώιμη επέ­κτασή τους, [3] έδωσαν στους Εβραίους των βαλκανικών εδαφών ένα αίσθημα εμπιστοσύνης σε σχέση με την προσωπική τους τύχη, στην περίπτωση που οι πόλεις όπου διαβίωναν απορροφούνταν από την ανδρούμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Έτσι, από νωρίς, η νέα πρωτεύουσα των Οθωμανών στην Βαλκανική, η Αδριανούπολη, αποτελεί, μετά το 1365, πόλο έλξης για τους Εβραίους κατοί­κους των πόλεων της χερσονήσου, Βυζαντινών και μη, που βρί­σκονται σε παρακμή και αγωνία. Από τη χρονολογία αυτή και για δύο ακόμη αιώνες τα κύματα μετακίνησης Εβραίων προς τη φιλό­ξενη για τους Εβραίους Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν θα λείψουν: στα 1376 Εβραίοι από την Ουγγαρία, στα 1394 Εβραίοι από τη Γαλλία, στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα Εβραίοι από τη Σικε­λία, στη δεκαετία του 1390 Εβραίοι από την Ιβηρική χερσόνησο, στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα Εβραίοι από τη Βαυαρία βρίσκουν το δρόμο τους στις οθωμανικές πόλεις της Βαλκανικής. [4] Οι μετακινήσεις αυτές θα αλλάξουν τη δημογραφική σύνθεση των πό­λεων αυτών και θα αλλοιώσουν την παγιωμένη κοινοτική και θρη­σκευτική ζωή των παλαιότατων ελληνόφωνων ρωμανιώτικων εβραϊκών κοινοτήτων που βρίσκονται στα πρώην βυζαντινά εδάφη της ελληνικής χερσονήσου και της Θράκης.

Για την πρώιμη μετακίνηση των εξ Ευρώπης χειμαζόμενων Εβραίων προς τα οθωμανικά εδάφη ρόλο έπαιξε η περίφημη επι­στολή του γερμανικής καταγωγής ραβίνου της Αδριανούπολης Yitzhak Şarfati. Με την επιστολή αυτή οι Εβραίοι της Κεντρικής Ευρώπης καλούνται, στα μέσα του 15ου αιώνα, να μετακινηθούν προς την αυξανόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία περιγράφεται ως τόπος ασφαλής και φιλόξενος για το λαό του Ισραήλ:[5]

 

«Οι κραυγές και τα αναφιλητά σας έφτασαν μέχρις εδώ. Μάθα­με για όλες τις αναστατώσεις και τις καταδιώξεις που αναγκά­ζεστε να υποφέρετε στις γερμανικές χώρες… Το βάρβαρο και άξεστο έθνος αδίστακτα καταπιέζει τα πιστά τέκνα του περιού­σιου λαού… Ακούστε αδέλφια μου τη συμβουλή που σας δίνω. Και εγώ γεννήθηκα στη Γερμανία και μελέτησα το Torah με τους Γερμανούς ραβίνους. Διώχτηκα από τη χώρα της γέννησής μου και ήρθα στα τουρκικά εδάφη, που είναι ευλογημένα από το Θεό και γεμάτα με όλα τα καλά. Εδώ βρήκα ανάπαυση και ευτυ­χία. Η Τουρκία μπορεί να γίνει και για σας η γη της ειρήνης… Εδώ στη χώρα των Τούρκων δεν έχουμε κανένα παράπονο. Έχουμε μεγάλες περιουσίες· πολύς χρυσός και άργυρος βρί­σκονται στα χέρια μας. Δεν πιεζόμαστε από βαρείς φόρους και το εμπόριό μας είναι ελεύθερο και ανεμπόδιστο, πλούσιοι είναι οι καρποί της γης. Τα πάντα είναι φθηνά και ο καθένας μας ζει σε ειρήνη και ελευθερία…».

 

Στην πραγματικότητα του οθωμανικού περιβάλλοντος οι νεοαφιχθέντες Εβραίοι αξιοποιούν, σε συνεργασία με τους ρωμανιώτες ιθαγενείς ομοθρήσκους τους, ό,τι θετικό ο Sarfati τους είχε εκθέσει και η Αυτοκρατορία τους προσέφερε: στήνουν τις συναγωγές και τις κοινότητές τους, γνωρίζουν και γνωρίζονται με ομοθρήσκους και αλλοθρήσκους και αδράχνουν τις ευκαιρίες οικονομικής δρά­σης που τους ανοίγονται.

 

Βολιώτες Ρωμανιώτες – Εβραίοι Ιερείς και μέλη της Ισραηλιτικής Κοινότητας Βόλου, πριν το 1940.

 

Στον 15ο αιώνα το εβραϊκό στοιχείο των βαλκανικών πόλεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρουσιά­ζεται δυναμικό όχι μόνο στις βιοτεχνίες και στο εμπόριο, αλλά και σε μια οικονομική δραστηριότητα που απαιτεί σημαντικές δυνατό­τητες διάθεσης και διαχείρισης ρευστού: την εκμίσθωση των φό­ρων του κράτους. Εξάλλου, η υποχρεωτική, με κρατική διαταγή, μετοικεσία μεγάλων ομάδων Εβραίων της Αυτοκρατορίας προς τη νεοκατακτημένη Κωνσταντινούπολη, παρ’ όλη την προσωρινή αναστάτωση που δημιούργησε στη ζωή όσων μετακινήθηκαν, γρή­γορα αποδείχτηκε θετική γι’ αυτούς: στους γρήγορους ρυθμούς ανοικοδόμησης και ανάπτυξης της πόλης, οι Εβραίοι συμμετέχουν δυναμικά σ’ ένα πλήθος επαγγελματικές ενασχολήσεις, δρουν ως σαράφηδες και έμποροι, συμμετέχουν δραστήρια στον τομέα της νομισματοκοπίας και ξεχωρίζουν ως ισχυροί παράγοντες στον το­μέα της εκμίσθωσης των κρατικών φόρων, έτσι ώστε «για ένα διά­στημα προς το τέλος της δεκαετίας του 1470 και τις αρχές της δεκα­ετίας του 1480 σχεδόν όλες οι εκμισθώσεις φορών της περιφέρειας της Κωνσταντινούπολης να ελέγχονται από τους Εβραίους».[6]

Ένα διάταγμα του Φερδινάνδου και της Ισαβέλας, με το οποίο οι βασιλείς των ενωμένων βασιλείων της Αραγώνας και Καστίλης δηλώνουν ότι επιδιώκουν τη θρησκευτική καθαρότητα του νέου κράτους τους, έρχεται στα 1492 να αλλάξει το δημογραφικό και οι­κονομικό σκηνικό όχι μόνον της Ισπανίας, αλλά και άλλων περιο­χών της Ευρώπης και, ιδιαίτερα, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέσα σ’ ένα πνεύμα ωμής μισαλλοδοξίας, απροκάλυπτα ληστρικής κρατικής διάθεσης και απροσχημάτιστης υποκρισίας, ως προς τους στόχους και τις προθέσεις τους, ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλα ζητούν, την 31 η Μαρτίου 1492, από την πόλη της Γρανάδας:

 

«…όλους τους Εβραίους και τις Εβραίες, όποια κι αν είναι η ηλικία τους, όπου κι αν κατοικούν, να εγκαταλείψουν αυτήν τη γη, μέχρι τον προσεχή Ιούλιο, με τις κόρες, τους γιους, τους συγγενείς και τους Εβραίους υπηρέτες ή το προσωπικό τους… Δε θα τους επιτραπεί να επιστρέφουν στα εδάφη μας… ούτε καν ως περαστικοί…

…Για να μπορέσουν οι Εβραίοι να λάβουν τα μέτρα τους… μέ­χρι τέλος Ιουλίου, τους παραχωρούμε άμεσα τη βασιλική μας προστασία… ώστε να μπορέσουν στο διάστημα αυτό… να ρυθ­μίσουν τα θέματά τους σε πλήρη ασφάλεια, να πουλήσουν, να ανταλλάξουν και απαλλαγούν από την ακίνητη περιουσία τους… κατά τη θέλησή τους. Επιτρέπουμε, λοιπόν, στους Εβραίους της επικράτειάς μας να εξάγουν από τη χώρα μας την περιουσία τους… σε πλήρη ελευθερία, με την εξαίρεση του χρυ­σού, του αργύρου και κάθε άλλου χρήματος εκ του νομισματο­κοπείου και κάθε άλλου είδους του οποίου η εξαγωγή απαγο­ρεύεται από τα βασίλειά μας…».[7]

 

Ισαβέλλα Α΄ (1451-1504) βασίλισσα της Καστίλης.

 

Το κύμα αυτό των δεκάδων χιλιάδων ισπανόφωνων σεφαραδιτών Εβραίων, που κατέφυγαν μετά το 1492 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν ήρθε, όπως είδαμε, να εγκατασταθεί σε τόπους άμοιρους προγενέστερης εβραϊκής παρουσίας και δράσης. Οι εξ Ιβηρίας ερ­χόμενοι διαθέτουν, ωστόσο, γνωσιολογικά εφόδια τόσο ισχυρά και πλατιά, ώστε οι δυνάμει δυνατότητες τους να είναι δύσκολα συγκρίσιμες με τις αντίστοιχες άλλων ομάδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: ως γιατροί και φαρμακοποιοί, θεολόγοι και φιλόσοφοι, βαφείς και υφαντουργοί, βυρσοδέψες και νηματοποιοί,  με­ταλλουργοί και μεταξουργοί, χαρτογράφοι και τυπογράφοι, κοσμηματοποιοί και κηροπλάστες, έμποροι και αργυραμοιβοί, πρό­κειται να επέμβουν στην οικονομική ζωή της Αυτοκρατορίας, εφο­διασμένοι και μ’ ένα άλλο υπολογίσιμο προσόν: τη γλωσσομάθεια. Αλλά και όχι μόνον αυτά.

 

Φωτογραφία από την εβραϊκή συνοικία στα Ιωάννινα.

 

Ο σουλτάνος Βαγιαζίτ ο Β’ που τους δέχτηκε στην οθωμανική επικράτεια, τους παραχώρησε μια σειρά προνόμια υποβοηθητικά της δράσης και της εγκατάστασής τους: οι Εβραίοι εξαιρούνται από ορισμένους φόρους και αγγαρείες, εξαι­ρούνται από την υποχρεωτική στρατολόγηση των παιδιών τους για το σώμα των γενιτσάρων, τους προσφέρεται ελευθερία κινήσε­ων για τις επαγγελματικές τους ενασχολήσεις και διευκολύνεται η εγκατάστασή τους στις πόλεις της Βαλκανικής.[8]

Γρήγορα οι πόλεις της Βαλκανικής γνωρίζουν μια αύξηση, μεγαλύτερη ή μικρότερη των Εβραίων κατοίκων τους. Τη  ίδια στιγμή οι Εβραϊκές κοινότητες αισθάνονται τους κραδασμούς που επιφέρει στην κοινωνία τους η αριθμητική και γνωσιολογική δύναμη των νεοεγκαταστημένων σεφαραδιτών Εβραίων, οι οποίοι επιβάλλουν, μέσα σε λίγες δεκαετίες, στους ρομανιώτες ελληνόφωνους ή στους γερμανόφωνους ashkenazim ομοθρήσκους τους [9] τη σεφαραδίτικη θρησκευτική παράδοση και γλώσσα.

 

Ashkenazim (German Jews), Library of Congress,1876.

 

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία μετατρέπεται στο 16ο αιώνα στη χωρά με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση Εβραίων στον κόσμο, [10] με κύρια σημεία κατοίκησης του πληθυσμού αυτού την Αδριανούπολη και το Μυστρά, την Προύσα και το Βελιγράδι, τα Σκόπια και τη Σόφια, τη Σμύρνη και τα Μαντε­μοχώρια, τα Γιάννενα και την Άρτα, τη Λάρισα και την Πρέβεζα, τα Τρίκαλα και τη Δράμα, το Διδυμότειχο και την Καβάλα, τη Ρόδο και τη Χαλκίδα, την Κρήτη και τη Μεθώνη, την Πάτρα και τη Ναύπακτο και, φυσικά, την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη.[11]

Από τις πόλεις αυτές η Θεσσαλονίκη μετατράπηκε στο αστικό κέντρο της Βαλκανικής με τη μεγαλύτερη αναλογία εβραϊκού πλη­θυσμού σε σχέση με τις υπόλοιπες θρησκευτικές ομάδες που φιλοξενεί: το 1518, στα 1.374 μουσουλμανικά και στα 1.087 χριστιανι­κά νοικοκυριά της πόλης αντιστοιχούσαν 3.143 εβραϊκά νοικοκυ­ριά, δικαιολογώντας με τον αριθμό τους, την προσωνυμία της πό­λης ως «madre d’ Israel» (μητέρα τον Ισραήλ). Η υφαντουργική, νηματουργική και ταπητουργική δραστηριότητα των Εβραίων κατοί­κων της κατέστησαν τη Θεσσαλονίκη ακμαίο βιοτεχνικό κέντρο της Βαλκανικής, ενώ σ’ αυτή στήθηκε, επίσης από τους Εβραίους κατοίκους της, το πρώτο τυπογραφείο της χερσονήσου, στα 1515.[12]

Ολόκληρη, ωστόσο, η Βαλκανική γνωρίζει, στο 16ο αιώνα, τη γόνιμη δράση των Εβραίων της κατοίκων, βιοτεχνών και εμπόρων, που γονιμοποιούν την οικονομική ζωή των πόλεων και των λιμανιών της Αυτοκρατορίας, αυξάνουν τον κύκλο εργασιών των μεγάλων εμποροπανηγύρεων της Μακεδονίας και συνδέουν το εμπό­ριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Ιταλία και την υπόλοι­πη Ευρώπη.[13]

Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν η Doña Gracia Mendez και ο Ιωσήφ Νάζη που, με την οικονομική τους δράση, αναδείχθηκαν σε οικονομικούς παράγοντες όχι μόνον ενδοοθωμανικής αλλά και ευρωπαϊκής εμβέλειας. Μο­νοπωλώντας, από το 1555 περίπου, που εγκα­ταστάθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, το εμπόριο κρασιού ευρέων περιοχών, αναλαμβάνοντας την εκμίσθωση φόρων του κρά­τους, δανειοδοτώντας το σουλτάνο, αλλά και ευρωπαϊκά κράτη, όπως η Γαλλία και η Πολω­νία, κρατώντας, με τα πλοία τους, ένα ποσοστό της ναυτιλιακής κίνησης ανάμεσα στην Οθω­μανική Αυτοκρατορία και την Ιταλία, είναι σε θέση να στοχεύουν σε πολύ μεγάλους συχνά μη οικονομικούς στόχους: χρηματοδοτούν ένα πρόγραμμα ανασκαφών στην Τιβεριάδα· ορα­ματίζονται και προγραμματίζουν την επιστρο­φή των Εβραίων στα, ήδη υπό οθωμανική κυ­ριαρχία, ιερά εδάφη της Παλαιστίνης· παίρ­νουν ενεργό μέρος στον οθωμανικό αντιβενετικό αγώνα και ενισχύουν τους Οθωμανούς στην κατάληψη της Κύπρου· τιμωρούν με εμπορικό αποκλεισμό τον Πάπα για τις αντισημιτικές διώξεις του, την ίδια περίπου εποχή που ο Ιω­σήφ Νάζη διορίζεται από την οθωμανική διοίκηση Δούκας της Νάξου. [14] Στο 16ο αιώνα, το χρυσό αιώνα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Εβραίοι κάτοικοί της γνωρίζουν το δικό τους χρυσό αιώνα, συμβάλλοντας με τη δράση τους στο κύρος και το σφρίγος της γης που τους φιλοξενεί.

 

Doña Gracia Mendez (1510 – 1569).

 

Η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατο­ρίας, από το τέλος του 16ου αιώνα, θα συμπαρασύρει μαζί της, σιγά αλλά σταθερά, και την αλκή της εβραϊκής οικονομικής δραστηριότη­τας. Η προϊούσα διαφθορά και ανικανότητα της διοίκησης, η μείωση της αποτελεσματικότητας της στρατιωτικής οθωμανικής μηχανής, το τέλος των οθωμανικών κατακτήσεων, η σταδιακή γεωγραφική συρρίκνωση του οθωμανικού κράτους από το τέλος του 17ου αιώ­να και εξής, η αυξανόμενη εμπορική διείσδυση των ευρωπαϊκών δυνάμεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα χτυπήματα που δέχεται η οθωμανική βιοτεχνική παραγωγή από την εισαγωγή φθη­νότερων προϊόντων, μεταβάλλουν τις ισορροπίες της οθωμανικής αγοράς με αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική ζωή των οθωμα­νικών εβραϊκών κοινοτήτων.

Οι οθωμανικές βαλκανικές πόλεις «σιγά-σιγά και σχεδόν χωρίς να γίνει αντιληπτό, έγιναν λιγότερο εβραϊκές, λιγότερο αρμενικές και μερικές φορές, μάλιστα, λιγότε­ρο τουρκικές και περισσότερο ελληνικές, περισσότερο σλαβικές και περισσότερο αλβανικές», [15] χωρίς, ωστόσο, να απωλέσουν τον παλμό της ζωής και της δράσης του εβραϊκού στοιχείου. Το τελευ­ταίο, παρότι σε παρακμή, παρέμεινε σημαντικό συστατικό του πολυεθνικού-πολυθρησκευτικού μωσαϊκού της Αυτοκρατορίας διατηρώντας πάντοτε, τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη, την Κωνστα­ντινούπολη και τη Σμύρνη τμήμα της παλαιάς αλκής του.[16]

Οι όροι συνύπαρξης των Εβραίων με τις υπόλοιπες θρησκευτι­κές ομάδες (millet) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – τόσο των μουσουλμάνων, όσο και των μη μουσουλμάνων (zimmis) – δεν μπο­ρούσαν παρά να διαμορφωθούν πάνω σ’ έναν εύθραυστο καμβά: εκείνον που προσδιορίζεται από τη μειονεκτική θέση των zimmis στην κυρίαρχη μουσουλμανική οθωμανική κοινωνία, σε συνδυα­σμό με τις ιδιαιτερότητες κοινωνικής ισχύος που κατά καιρούς χα­ρακτήριζαν το κάθε millet της Αυτοκρατορίας. Θεωρητικά, όλοι οι zimmis βρίσκονταν, στο πλαίσιο του οθωμανικού κράτους, στην ίδια θέση: η θρησκεία τους είναι μεν ανεκτή από την κυρίαρχη μου­σουλμανική, ωστόσο οφείλουν να είναι και να δείχνουν πάντοτε κατώτεροι από τους μουσουλμάνους: δεν επιτρέπεται να χτίζουν νέους ναούς ή να επισκευάζουν τους παλιούς, δεν μπορούν να χτί­ζουν οικοδομές υψηλότερες από εκείνες των μουσουλμανικών, δεν επιτρέπεται να παντρεύονται μουσουλμάνες, ενώ η μαρτυρία τους στα οθωμανικά δικαστήρια είναι χωρίς ισχύ και κύρος.[17]

Ενώ, όμως, στη μειονεκτική αυτή θέση οι διάφορες μη μουσουλ­μανικές θρησκευτικές κοινότητες (millet) ήσαν θεωρητικά ίσες, αυ­τό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα για όλα τα millet στις διά­φορες εποχές. Σε ένα κράτος, όπως το οθωμανικό, όπου το  κέντρο των αποφάσεων εστιαζόταν στο σουλτάνο και στον κύκλο του, η ισχύς κάθε θρησκευτικής ομάδας εξαρτώταν από την προσπελασιμότητά της – μέσω κάποιων ισχυρών μελών της – στα κέντρα διοί­κησης και εξουσίας.

Και σ’ αυτό τον τομέα η θέση του εβραϊκού millet ήταν στον 15ο και, κυρίως, στο 16ο αιώνα ασύγκριτα καλύ­τερη. Δεν ήταν μόνο τα κοινά εχθρικά αισθήματα που Εβραίοι και μουσουλμάνοι μοιράζονταν για την Καθολική Ευρώπη, που τόσο κατέτρεξε τους Εβραίους και που συγκρούονταν στα πεδία των μαχών με τους Οθωμανούς. Δεν ήταν, επίσης, μόνο η βοήθεια που Οθωμανοί έλαβαν από τους εντός των τειχών Εβραίους κατά την πολιορκία μεγάλων πόλεων της Βαλκανικής και της Ευρώπης, όπως τη Βούδα και τη Ρόδο. [18] Ήταν και η δυνατότητα που είχε το εβραϊκό millet, στο 15ο και 16ο αιώνα, να βρίσκεται δίπλα στο σουλτάνο και τις οθωμανικές αρχές, ώστε να παρεμβαίνει υπέρ των μελών του και των δραστηριοτήτων τους: οι Εβραίοι γιατροί των σουλτάνων από τον 15ο αιώνα και εξής, οι Εβραίοι τραπεζί­τες, οι Εβραίοι εκμισθωτές των φόρων που συνεργάζονται επαγ­γελματικά με εξέχοντες μουσουλμάνους κεφαλαιούχους, [19] αντι­σταθμίζουν την έλλειψη – εκτός ενός μικρού διαστήματος – ύπαρ­ξης ενός κεντρικού ραβινάτου [20] και λειτουργούν ως πρεσβευτές της θέλησης των κοινοτήτων τους. Η ίδια, εξάλλου, η δύναμη και η συσπείρωση του εβραϊκού millet οδηγεί την κοινότητα σε μία εσω­τερική ζωή που την απομονώνει περισσότερο από τις άλλες θρη­σκευτικές κοινότητες της Αυτοκρατορίας.[21]

Τα οθωμανικά έγγραφα αντανακλούν κατά το 16ο αιώνα την ιδιαίτερη αυτή θέση των Εβραίων μεταξύ των zimmis, καθώς τους διαχωρίζουν γράφοντας: «Εβραίοι και zimmis…», [22] την ίδια στιγμή που ο Πατριάρχης των ορθόδοξων χριστιανών προστρέχει στον Ιωσήφ Νάζη ζητώντας τη μεσολάβησή του, προκειμένου να ανανεώ­σει ο νέος σουλτάνος τα προνόμια της Εκκλησίας της οποίας ηγείται. [23] Και φυσικά στο οικονομικό πεδίο η ισχύς των Εβραίων είναι, όπως είδαμε, εμφανής και πέρα από κάθε σύγκριση. Το ότι η υπερο­χή αυτή των Εβραίων δεν είναι αποτέλεσμα μόνον των αναμφισβήτητων ικανοτήτων και του μόχθου τους, αλλά και αποτέλεσμα της πολιτικής βούλησης του οθωμανικού κράτους, είναι μια πραγματι­κότητα τόσο ισχυρή που, οπωσδήποτε, δεν είχε διαφύγει της προσο­χής των μελών της οθωμανικής κοινωνίας.

Τη στιγμή που χριστιανικές κοινότητες της Βαλκανικής διαμαρτύρονται για την κερδο­σκοπία κάποιων Εβραίων αργυραμοιβών, [24] η πριμοδότηση, εκ μέρους του κράτους, των εβραϊκών οικονομικών δραστηριοτήτων, με στόχο τον περιορισμό της δράσης των Ευρωπαίων και των Ελλή­νων εμπόρων κατά τον 15ο και 16ο αιώνα [25] δεν μπορούσε παρά να πυροδοτήσει ανταγωνισμούς, πικρίες και αντιπαλότητες.

Η δυσφορία που προκαλείται σε στρώματα του millet των ορθο­δόξων και του millet των Αρμενίων από τις κοινωνικές αυτές και οικονομικές διακρίσεις υπέρ των Εβραίων στο 15ο και 16ο αιώνα είναι φυσικό να συνδυασθούν με τη μακραίωνη προκατάληψη κατά των Εβραίων [26] και να εκφραστούν κοινωνικά κατά έμμεσο ή άμεσο τρόπο: στους επαγγελματικούς χώρους, ως διαμαρτυρία για την παράκαμψη κανόνων της αγοράς από Εβραίους, στους θαλασσι­νούς και στεριανούς δρόμους, ως πράξεις βίας εκ μέρους των πει­ρατών και των ληστών εναντίον τους, στις γιορτές του Πάσχα, ως ευκαιρία δημόσιας και ομαδικής καθύβρισης των Εβραίων κατά την καύση του ομοιώματος του Ιούδα, στις ευρύτερες χριστιανικές κοινότητες, ως συκοφαντία αίματος, με την οποία στοχεύουν, κα­τηγορώντας τους Εβραίους ότι σφάζουν χριστιανόπουλα για να χρησιμοποιήσουν το αίμα τους σε θρησκευτές τελετουργίες, να εξουθενώσουν φυσικά και ηθικά τους Εβραίους συντοπίτες τους.[27]

 

Εβραία, φορώντας μακραμά (μαντήλι) και φερετζέ (μακρύ ένδυμα που καλύπτει όλο το σώμα) κάθεται κοντά σε τάφο του 16ου αι. με έναν χαχάμ να διαβάζει προσευχές. Φανταστική σκηνή στο Κοιμητήριο Κασίμ Πασά στην Κωνσταντινούπολη. Λιθογραφία, Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδας.

 

Στους αιώνες που ακολουθούν, η Οθωμανική Αυτοκρατορία βιώνει το μακρύ ρόγχο της παρακμής και της αργής συρρίκνωσής της. Ωστόσο, ούτε η κοινή δεινή θέση Εβραίων και χριστιανών μέ­σα σε μια Αυτοκρατορία που παραπαίει, ούτε η ευνοϊκή υπέρ των χριστιανών αλλαγή των οικονομικών ενδοοθωμανικων συσχετι­σμών, μετά το 17ο αιώνα, δεν αρκούν για να μεταβάλουν την αντί­θεση των χριστιανικών κοινωνικών στρωμάτων προς τους Εβραί­ους.

Αντίθετα, η οικονομική και κοινωνική άνοδος του ελληνικού στοιχείου το 17ο αιώνα θα συντηρήσει την ένταση απέναντι στους Εβραίους, οι οποίοι εξακολουθούν να αποτελούν υπολογίσιμους παράγοντες της οικονομικής ζωής της Αυτοκρατορίας. Και τη σκυτάλη, αυτή τη φορά, παίρνει η Εκκλησία και ο κύκλος των Φαναριωτών που την περιβάλλει: από τον Κύριλλο Λούκαρη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο έως το Νεκτάριο Τέρπο και το Νεόφυ­το τον Καυσοκαλυβίτη, οι Εβραίοι γίνονται στόχος φλογερών πραγματειών που, υπό το κάλυμμα του θρησκευτικού αντίλογου, επιτίθενται εναντίον τους στο κοινωνικό και στο ηθικό επίπεδο.[28]

Κανένα όμως, αντιεβραϊκό κείμενο των φορέων της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σταθερή αντιεβραϊκή στάση και το κήρυγμα του Κοσμά του Αιτωλού, που φτάνει το 18ο αιώνα σε παραλήρημα:

«Έχω μάτια να βλέπω τον Εβραίον; Κι η ευγένειά σας, πως βαστά η καρδιά σας  να κάνετε πραγματείες με τους Εβραίους; Καλά κάνουν κι αυτοί και μας μαγαρίζουν· αυτοί είναι έτοιμοι κάθε καιρόν, να κάνουν κάθε κακόν εις τους Χριστιανούς· σφά­ζει ο Εβραίος ένα πρόβατο και το μισό, το μπροστινό, το κρατεί δια λόγου του και το πισινό το πωλεί εις τους Χριστιανούς δια να τους μαγαρίσει…».[29]

Ο μαρτυρικός θάνατος τον Κοσμά και η σταθερή πεποίθηση ευρέων λαϊκών στρωμάτων ότι ο θάνατός του προήλθε από την προ­δοσία των Εβραίων επιδείνωσε το κλίμα συνύπαρξης μεταξύ των χριστιανών Ελλήνων και των Εβραίων, στις περιοχές τουλάχιστον όπου ο Κοσμάς έζησε και έδρασε.

Τα αισθήματα, που η ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα τόσων αιώνων συνύπαρξης είχε διαμορφώσει μεταξύ των Ελλή­νων και των Εβραίων κατοίκων της ελληνικής χερσονήσου, έμελ­λαν να δοκιμαστούν ανοιχτά την ώρα της σύγκρουσης που, κατά την επανάσταση του 1821, δεν εντοπίστηκε μόνο μεταξύ των Ελλή­νων και των Τούρκων, αλλά και μεταξύ των Ελλήνων και των Εβραίων.

Για τους Έλληνες επαναστάτες, οι Εβραίοι συντοπίτες τους θεωρούνται εκ προοιμίου πράκτορες και συμπαραστάτες των Τούρκων. Οι 5.000 Εβραίοι που σφαγιάστηκαν από τα στρατεύμα­τα των Ελλήνων κατά την είσοδο των τελευταίων στις νεοαπελευθερωμένες πόλεις, η συμμετοχή των Εβραίων της Κωνσταντινού­πολης στην εκτέλεση του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ καθώς και η συμπαράσταση των Εβραίων της Χίου στα τουρκικά στρατεύματα κατά την επίθεση των τελευταίων ενάντια στους Έλληνες κατοί­κους του νησιού, δείχνουν το σχίσμα και το χάσμα.[30]

Σχίσμα που καταγράφεται πολιτικά και κατά τη συζήτηση τη σχετική με τα δι­καιώματα των αυτοχθόνων κατοίκων της Ελλάδας, η οποία ανα­πτύσσεται από τα πρώτα έτη της Επανάστασης και συνεχίζεται και μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Η παρέμβαση του φω­τισμένου δασκάλου Κοραή δείχνει το κλίμα μέσα στο οποίο θα διαμορφωθούν οι δύσκολες σχέσεις Εβραίων και χριστιανών και στα μετεπαναστατικά χρόνια, στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους.

«Τα πολιτικά δίκαια», υποστηρίζει ο Κοραής [31] «πρέπει να δοθώσιν εις αυτούς» [τους Τούρκους δηλαδή και Εβραίους κατοί­κους του νέου ελληνικού κράτους] «ούτε παρευθύς, όμως, ούτ’ εις τον αυτόν καιρόν όλα. Πρώτον έχομεν να τους καταστήσωμεν αξίους να συμπολιτεύονται με ημάς, έπειτα να τους κοινωνήσομεν τα πολιτικά δίκαια ή μέρος αυτών βαθμηδόν εν εξοπίσω τάλλου… Των Ιουδαίων… το προς ημάς μίσος… ομοιάζει ή μάλλον υπερβαίνει και αυτό το τουρκικόν μίσος… Το οποίον μέλλομεν ν’ απαντήσομεν μεγαλήτερον εμπόδιον είναι αι θρη­σκευτικοί των προλήψεις, επειδή και αι δύο αύται θρησκείαι ποτίζουν νηπιόθεν τους πιστούς των με την αποστροφήν της ισονομίας και ακολούθως φθείρουν την ηθικήν των ανθρώ­πων… Επειδή δεν συγχωρούμεν εις Ιουδαίους ουδ’ εις Τούρ­κους τα πολιτικά δίκαια, πλην αφού μάθωσι να λαλώσι και να γράφωσιν, ως οι Γραικοί, των Γραικών την κοινήν γλώσσαν…».

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Μ. Franco, Essai Sur L’histoire Des Israélites De L’empire Ottoman: Depuis Les Origines Jusqu’à Nos Jours, Παρίσι 1897. I.S. Emmanuel. Histoire des Isráelites de Salonique, Thonon 1936, κ.ά.

[2] M.A. Epstein, The Ottoman jewish Communities and their Role in the Fifteenth and Sixteenth Centuries, Klaus Schwarz Verlag, Φράιμπουργκ 1980. Aryeh Shmuelevitz. The jews of the Ottoman Empire in the late Fifteenth and the Sixteenth Centuries, E. J. Brill. Λέιντεν 1984.

[3] K. Άμαντος. «Οι προνομιακοί ορισμοί του μουσουλμανισμού υπέρ τιυν χριστιανών». Ελληνικά 9 (1936), σ. 103-166.

[4] M.A. Epstein, ό.π. σ. 20-24. St. Shaw, «Christian Anti-Semitism in the Ottoman Empire», Belleten/Turk Tarih Kurumu Basimevi 54 (1990), σ. 1089. 1090.

[5] St. Shaw, ό.π. σ. 1098-1099 Jos. Nehama, Histoire des Israelites de Salonique. Librairie Durlaches. Παρίσι 1935-1959. τ. A’, σ. 118.

[6] M.A. Epstein, ό.π., σ. 118.

[7] M. Franco, ό.π., σ. 35-37.

[8] N. Stavroulakis, The Jews ol Greece, Talos Press. Αθήνα 1990, σ. 41. M. A. Epstein, ό.π., σ. 107 κ.ε., 122-135.

[9] J. Nehama. ό.π., σ. 119,120.

[10] St. Shaw, ό.π., σ. 1102.

[11] N. Stavroulakis, ό.π., σ. 48.49. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1976, τ. Β’. σ. 42, 395, 396. Ν. Τοντόρωφ, Η Βαλκανική Πόλη, 15ος-Ι9ος αιώνας, Θεμέλιο, Αθήνα 1986, τ. Α’. σ. 101 κ.ε.

 [12] Ν. Τοντόρωφ, ό.π., σ. 109. Απ. Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 42. I.S. Emmanuel, Histoire de I’ industrie des tissus des Israelites de Salonique, Παρίσι 1935. Jos. Nehama, ό.π.

[13] J. Israel, ό.π, σ. 45.

[14] M.A. Epstein, ό.π, σ. 88 κ.ε. Jon. Israel, ό.π, σ. 19, N. Stavroulakis, ό.π. σ. 43.

[15] Tr. Stoianovich, «Ο κατακτητής ορθόδοξος βαλκάνιος έμπορος», στο Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών, 15ος- 19ος αιώνας. Μέλισσα, Αθήνα 1979, σ.294-296.

[16] Rob. Mantran, «Foreign Merchants and the Minorities in Istanbul during the Sixteenth and Seventeenth Centuries», στο B. Braude – B. Lewis (επίμ.), Christians and Jews in the Ottoman Empire, Holmes-Meier, Νέα Υόρκη1982,τ.Α’,σ. 132, 133.

[17] Για τη συνύπαρξη Εβραίων και χριστιανών στον ελληνικό χώρο την πε­ρίοδο της Τουρκοκρατίας, βλ. Μαρίας Ευθυμίου, Εβραίοι και Χριστια­νοί στα τουρκοκρατούμενα νησιά τον ΝΑ Αιγαίου: οι δύσκολες πλευ­ρές μιας γόνιμης συνύπαρξης, Τροχαλία, Αθήνα 1992.

[18] M.A. Epstein, ό.π, σ. 42. St. Shaw, ό.π, σ. 1093, 1094.

[19] M.A. Epstein, ό.π., σ. 107 κ.ε.

[20] A. Shmuelevitz, ό.π, σ. 18, κ.ε.

[21] Joh Israel, ό.π., σ. 31.

[22] M.A. Epstein, ό.π., σ. 26,27.

[23] Αν. Galante, Recueil de nouveaux documents inedits concemant I ‘histoire des Juifs de Turquie, 1949, σ. 312.

[24] Aser Hananel – Eli Eskenazi, Fontes hebraici ad res ceconomicas socialesque terrarum balcanicarum saeculo X VI pertinentes, Σόφια 1958, τ. A’, σ. 450,452.

[25] M.A. Epstein, ό.π, σ. 144: «To a great extent the Jews were used in the attempt by the Ottomans to establish themselves in Instanbul and to displace or replace many of the important Greek and European merchants». Βλ. και σ. 43 και 45 του ίδιου έργου.

[26] Για τη θέση των Εβραίων στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία βλ. St. Bowman, The Jews of Byzantium, 1204-1453. Αλαμπάμα 1985. J. Starr, The Jewsin the Byzantine Empire, 641-1204, Αθήνα 1939. St. Shaw, ό.π, σ. 1078- 1086.

[27] Μ. Ευθυμίου, ό.π, σ. 93 κ.ε., Tr. Stoianovich, ό.π, σ. 294, St. Shaw, ό.π, σ. 1102 κε.

[28] St. Shawm ό.π. σ. 1107,1108.

[29] Δημ. Σαλαμάνκας, Ο γνωστός καλόγηρος Κοσμάς, Αθήνα 1952, σ. 108, 109.

[30] Μ. Ευθυμίου, ό.π, σ. 178 κ.ε.

[31] Αδ. Κοραής, Σημειώσεις εις το προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος του 1822 έτους, Αθήνα 1933, σ. 8 κ.ε

 

Μαρία Ευθυμίου

Καθηγήτρια Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Περιοδικό «Σύγχρονα Θέματα» Τριμηνιαία Έκδοση Επιστημονικού προβληματισμού, τεύχ. 52-53 (Ιούλ. – Δεκ. 1994).

*Οι  επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

Viewing all 245 articles
Browse latest View live