Quantcast
Channel: Άρθρα – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all 248 articles
Browse latest View live

Η Ιερά Μονή της Παναγίας Γυμνού (Φαρμακά)

$
0
0

Η Ιερά Μονή της Παναγίας Γυμνού (Φαρμακά)


 

Βρίσκεται ανάμεσα στα απότομα βράχια της νότιας πλευράς του βουνού Φαρμακά σε υψόμετρο 1110 μέτρων και απέχει 12 χλμ. από τα ερείπια του Παλαιού Γυμνού, 13 χλμ, από το σημερινό Γυμνό, 27 χλμ. από τη Νεμέα και 40 χλμ, από το Άργος διαμέσου του χωριού Στέρνας, μέσα σε μικρό σπήλαιο και επονομάζεται «Η Κοίμησις της Θεοτόκου». Πήρε το όνομα από το βουνό Φαρμακάς, που έχει ύψος 1615 μέτρα, στο οποίο φυτρώνουν φαρμακευτικά βότανα. Το Γυμνό είναι κτισμένο σε πλαγιά με θαυμάσια αμφιθεατρική διάταξη και είχε κατά την απογραφή του 2001 κατοίκους 470. Από το 1834 – 1840 αποτελούσε το δήμο Γυμνού με 61 οικογένειες, 330 κατοίκους και Δήμαρχο τον Κ. Σταματέλο. Από το 1840 – 1912 άνηκε στον τέως δήμο Αλέας. Από το 1912 – 1998 αποτελούσε μαζί με την Τσιρίστρα την Κοινότητα Γυμνού, από 1999-2010 άνηκε στο δήμο Λυρκείας και σήμερα ανήκει στον υπερδήμο Άργους – Μυκηνών.

Ι. Μονή Παναγίας Γυμνού (Φαρμακά)

Ι. Μονή Παναγίας Γυμνού (Φαρμακά)

Ο Ναός προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται χωμένος μέσα στο βουνό, σε φυσικό σπήλαιο και είναι χωρισμένος σε τρία μέρη: τον Πρόναο, τον κυρίως ναό και το Ιερό Βήμα. Η Αγία Τράπεζα δεν είναι χωριστή, αλλά σκαλιστή μέσα στο βράχο, σαν κατακόμβη. Το τέμπλο είναι παλαιό και μαυρισμένο από τους καπνούς, αλλά οι γύρω τοίχοι ασβεστωμένοι.

Μια ντόπια παράδοση τοποθετεί την ίδρυση της μονής στα μέσα του 13ου αιώνα (το έτος 1246) χωρίς να μπορούμε να τη δεχτούμε σαν αληθινή, αλλά ούτε και να την απορρίψουμε.

Όσοι μέχρι σήμερα ασχολήθηκαν με την Μονή:

  1. Ο μακαριστός Χρυσόστομος ο Β’ Μητροπολίτης Αργολίδας (Αι Ιεραί Μοναί Αργολίδας, Χριστιανική Εστία Άργους, 1961).
  2. Γ. Παπασταύρου: (Οδοιπορικό στους Ιερούς χώρους της Αργολίδας, Πάτρα 1984).
  3. Εμμανουήλ Δ, Παυλίδης: (Σπήλαια και βυζαντινές αρχαιότητες, Πελοποννησιακά, Παράρτημα 23. Πρακτικά Γ’ Τοπικού Συνεδρίου Κο­ρινθιακών Ερευνών. Αθήναι 1999 σ. 420).
  4. Παναγιώτα Κωνσταντοπούλου-Δωρή: (Η Πολυώνυμος Δέσποινα και τα επώνυμα προσκυνήματά της, Προσωνυμίαι, Τόμος 4ος Πελοπόννησος , Αθήναι 2002 σ. 93-94), και
  5. Ο αείμνηστος συνάδελφος και λογοτέχνης (Ορνεάτης) από το Γυμνό Γιάννης Καραργύρης: Το μοναστήρι της Παναγίας του Φαρμακά, Αθήνα 1995, αναφέρουν, ότι καμμία πηγή δε βρέθηκε και όσα δημοσίευσαν τα στηρίζουν στην παράδοση.

Από έρευνά μας όμως στα Γ.Α.Κ. βρήκαμε τις παρακάτω πηγές σχετικά μ’ αυτή, τις οποίες για πρώτη φορά ανακοινώνουμε.

Κάποιος Ιερομόναχος Ιωακείμ με άλλους επτά μοναχούς κατέφυγαν το 1821 στο χωριό Γυμνό, για να γλυτώσουν την οργή των Τούρκων από την I. Μ. Ξενοφώντος του Αγίου Όρους μεταφέροντες όσα πράγματα μπορούσαν. Επειδή ο Ιωακείμ πέθανε πριν ένα χρόνο (το έτος 1823) και ξένοι άνθρωποι εσφετερίστηκαν τα πράγματά του, ζήτησαν στις 31.8.1824 από το Υπουργείο της Θρησκείας να τους αποσταλεί όλη η περιουσία του μακαρίτη.

 Προς το Σεβαστόν Υπουργείον της θρησκείας.

Ιωακείμ τις ιερομόναχος εκ του Ιερού Κοινοβίου της εν Αγίω Όρει Μονής Ξενοφώντος επί της ελεεινής αναδουλώσεως του Αγιωνύμου Όρους καταφυγών ενθάδε μ’ όσα εδυνήθη να συμπαραλάβη πράγματα του Μοναστηρίου και κατοικήσας εις χωρίον Κορίνθου Γυμνόν, εμακαρίσθη προ έτους. Ημείς οι συγκοινοβιάται του εν όσω έζη ο μακαρίτης, δεν τον εζητήσαμεν τίποτε, αφ’ όσα είχον, ως κοινά, σεβόμενοι την ηλικίαν και τον χαρακτήρα του. Τώρα δε επειδή επληροφορήθημεν, ότι απέθανε και ότι άνθρωποι ξένοι και κοσμικοί εσφεστερίσθησαν τα πράγματά του. Άλλα μεν ο Άγιος Κορίνθου, άλλα δε οι Γύμνιοι και ημείς ευρισκόμεθα επί ξύλου κρεμάμενοι, ένθα κακείσε περιφερόμενοι ενδεείς, ανάπηροι και του επιου­σίου άρτου υστερημένοι, τινές δε και ασθενείς, παρακαλούμεν θερμώς και μετά δακρύων το Σ. τούτο υπουργείον, να στείλη έντονον και δραστήριον Διαταγήν εις τους ειρημένους, άμα δε και επίτιμον εκκλησιαστικόν κατ’ εκείνων, οίτινες ήθελον εθελοκακήσωσι, να αποστείλωσιν ενθάδε την περιουσίαν όλην του μακαρίτου, της οποίας, καθόσον ενεθυμήθημεν και όσον επληροφορήθημεν εμπερικλείομεν κατάστιχον δια να παρηγορηθή η ακαμάχητος ανάγκη και αφόρητος ένδειά μας. Όντες δε βέβαιοι δια τας φιλοδικαίους φιλάνθρωπους πράξεις και θερμουργούς ενεργείας του υπουργείου, μένομεν μόλον το ανήκον σέβας[1].

Τη 31 Αυγούστου 1824 εν Ναυπλίω

Οι πρώην κοινοβιάται εν τη Μονή Ξενοφώντος του εν τω Αγιωνύμω Όρει και πατριώται: Ιγνάτιος Συμειών Κεσαρεύς, Διονύσιος μοναχός Βούλγαρης, Τρύφων μοναχός Ρουμελγιότης, Αγάπιος Γιοργόπουλος Κουτσοποδιότις, Δαμιανός Κριτηκός, Δαμασκηνός Πελοπονήσιος και Γριγόριος Ζαγουρέος.

 

Ο Ιερομόναχος Κύριλλος Τρεχάκης από τη Χίο για να αποφύγει τη σφαγή των Τούρκων αναχώρησε από τη Χίο και ήρθε το 1822 με τον εικοσαετή αδελφό του Νικόλαο στον ιερό χώρο της Μονής Φαρμακά. Στις 27.9.1828 απέστειλε στον Έκτακτο Επίτροπο Αργολίδας τον παρακάτω κατάλογο καταγραφής της περιουσίας της μονής. [2]

Προς τον Σ. Έκτακτον Επίτροπον της Αργολίδος

Έλαβον την υπ’ αριθ.1741 διαταγήν της Επιτροπείας ταύτης. Λαμβάνω την τιμήν του να εξιστορήσω την αλήθειαν. Εγώ είμαι Χίος. Μετά την καταστροφήν της Χίου κατέφυγον εις Πελοπόννησον καθώς και Χίων πολλοί, μετά και τίνος αυταδελφού μου εικοσαετούς. Ευρέθη το μονήδριον τούτο εις το οποίο καθησύχασα μετά του αδελφού μου, μετά του οποίου και ενός οναρίου ζώμεν περιφερόμενοι καθημέραν από τα ελέη. Εκείνα όσα του μονηδρίου τούτου, ιδού τα κατέγραψα εις ιδιαίτερα όσα γνωρίζω έως ώδε. Αν είναι και περισσότερα ή και γράμματα οι κάτοικοι Γυμνού έπεται να τα γνωρίζωσιν. Εγώ δε παρακαλώ, αν ορίζη η Κυβέρνησις να μ’ αφήση να τρέφωμαι ως καταδεδιωγμένος εκ της Χίου και πάροικον εδώ, έως ου οικονομήση ο Κύριος την αποικίαν μου εις την πατρίδα μου. Μένω μ’ όλον το σέβας ή να με οδήγηση που να τρέφωμαι.

Τη 27 Σεπτ: 1828 εκ Γυμνού. Ο Ευπειθής ( Τ. Υ.) Κύριλλος Ιερομόναχος.

 

Κατά την υπ’ αριθ. 1741 καταγράψω την κατάστασιν του ιερού καταστηματίου του κατά το χωρίον Γυμνόν.

Έχει γην στρεμμάτων δέκα 10 περί το μοναστήριον. Αφιέρωμα παλαιόν του ποτέ Γερομήτρου Γυμνοΐτου και άλλων. Έχει γην στρεμμάτων δύο 2 εις την Χιλιομοδούν πλησίον του μοναστηρίου, αφιέρωμα περσινόν της Αικατερίνης Γυμνοϊτίσσης.

Είχεν γήν δύο ζενγαρίων μ’ αχούρι και εκκλησίαν. Τα κατεκυρίευσαν οι Οθωμανοί. Μετά την Επανάστασιν τα έλαβεν ο Νικόλαος Αγγελοκαστρίτης υπό την εξουσίαν του και έκτοτε τα σπείρει λέγων ότι τα ηγόρασεν από το Έθνος. Έχει σφακτά τριάκοντα και οκτώ αυθεντικά εις υπό την εξουσίαν των εγχωρίων και λαμβάνει το μοναστήρι κατ’ έτος δεκαεννέα και ήμισυ σφακτά. Είναι όμως τα σφακτά πενήντα οκτώ. Έχει ελαίας ρίζας εξ 6 εις τον Ζαμπύργον. Είναι όμως οκτώ αφιέρωμα του Γερομήτρου Γυμνοΐτου.

Ιερά σκεύη: Έχει άγια λείψανα τμήματα τέσσερα εκ των του Αγίου Όρους, άπερ έμειναν αφιέρωμα εκ τίνος Ιωακείμ αποθανόντος εδώ. Κανδήλας έμπροσθεν των αγίων εικόνων ασημένιας δύο, το μεν ως δράμια τριάκοντα, το δε ως είκοσι.

Οι έν αυτώ συνασκούμενοι: Ιερομόναχος Κύριλλος μετά του αδελφού του ως είκοσι χρόνων και μετά ενός οναρίου, οίτινες περιφερόμενοι συνάζουσι τα αναγκαία εξ ελέους των χριστιανών.

Τη 27 Σεπτ. 1828 εκ μονής Γυμνον. Ο ευπειθής (Τ.Υ.) Κύριλλος Ιερομόναχος.

Στο Κατάστιχο των μοναστηριών της Πελοποννήσου με ημερομηνία 1η Φεβρουαρίου 1829 που συνέταξε η Εκκλησιαστική Επιτροπή (Μητροπο­λίτης Τριπόλεως Δανιήλ και οι Επίσκοποι Ταλαντίου Νεόφυτος και Ανδρούσης Ιωσήφ) το τρίμηνο Φεβρουαρίου – Απριλίου 1829 αναγράφεται: [3]

 …4. Μονήδριον τον Γυμνού έπ’ ονόματι της Θεοτόκου, κατά του Αγίου Γεωργίου.

Ιερά σκεύη: 1 ευαγγέλιον – 1 δισκοπότηρον αργυρούν και τα αναγκαία βιβλία. Κτήματα:

Χωράφια ξερικά στρέμ. 10 – ελαιόδενδρα 7. Ζώα: 45 αιγίδια και ουδέν άλλο. Ευρίσκεται χωρίς καλογήρους.

Ο Κύριλλος Τρεχάκης με τον αδελφό του έφυγαν, γιατί διορίστηκε εφημέριος Μαλανδρενίου – Στέρνας Άργους. Το 1840 επέστρεψε στη Χίο, όπου απεβίωσε στις 22.3.1863. [4]

Σήμερα στο ανώφλι της εισόδου του μοναστηριού υπάρχει επιγραφή, που γράφει με κεφαλαία γράμματα 1827 ΕΝ ΜΗΝΙ ΜΑΪΩ Κ. Ρ. Κατά τον Καραργύρη τα αρχικά K.P. σήμαιναν το όνομα Κύριλλος.

Επίσης ήταν έρημο στις 9.4.1834, όπως αναφέρεται σε ονομαστικό κατάλογο των μοναχών της Επισκοπής Κορίνθου. [5] Στην απογραφή του έτους 1907 αναφέρεται ότι η μονή είχε έναν μοναχό.

Ι. Μονή Παναγίας Γυμνού (Φαρμακά)

Ι. Μονή Παναγίας Γυμνού (Φαρμακά)

Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Ιερού Ναού «Αγία Τριάς» Γυμνού (Παν. Κ. Βαρελάς Πρόεδρος, Σπυρίδων Ιερεύς Φιλιππόπουλος, Θεόδωρος Καραργύρης, Αθαν. Γρόσιος και Κων/νος Δημάκης μέλη) με το 8/14.9.1912 πρακτικό του αποφάσισε, ότι το ενοίκιο των ενοικιασθέντων για μια τετραετία αγρών στις θέσεις: Αγίου Γεωργίου, Κοδέλας, Κουργιαλού, Τετελέκου, Καμάρας, Συκόριζας καθώς και το οίκημα του ελαιοτριβείου Αγίου Ιωάννου θα περιέλθει στο ταμείο του Ιερού Ναού, το δε ενοίκιο των αγρών στη θέση Χιλιομοδού «να δοθή εις τον μοναχόν Κωνσταντίνον Ασημακόπουλον, όστις διαμένει εν τω μονηδρίω. Η Κοίμησις της Θεοτόκου εις το οποίον και οι αγροί της θέσεως Χιλιομοδού ανήκουσιν πρός συντήρησιν αυτού». [6]

Όπως φαίνεται σε έγγραφο της I. Μητρόπολης Αργολίδος ο Ενοριακός Ναός Γυμνού κατείχε μεταξύ των άλλων ακινήτων το έτος 1920 αγρούς 100 στρεμμάτων στη θέση Χιλιομοδού, τους οποίους νοίκιαζε και με το ενοίκιό τους φρόντιζε για τη συντήρηση του μοναχού Κων/νου Ασημακόπουλου, ο οποίος, όπως θυμούνται οι ηλικιωμένοι του χωριού μόναζε μέχρι το έτος 1940.

Κυρίως Ναός Ι. Μονής Παναγίας Γυμνού (Φαρμακά)

Κυρίως Ναός Ι. Μονής Παναγίας Γυμνού (Φαρμακά)

Ο Καραργύρης αναφέρει, ότι κατά την παράδοση στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το μοναστήρι ήταν το ασφαλές καταφύγιο των κυνηγημένων ραγιάδων της περιοχής, όπου έβρισκαν στέγη, τροφή και προπάντων ασφάλεια, λόγω του δυσπρόσιτου του εδάφους και του φόβου των Τούρκων να φθάσουν ως τα λημέρια των Κλεφτών. Κατά τις περιόδους αυτές η μικρή εκκλησία μεταβάλλονταν σε σχολείο, όπου τα κυνηγημένα Ελληνόπουλα διδάσκονταν ανάγνωση και γραφή, κάτω από τη σκέπη της Παναγίας.

Κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821, ήταν το ορμητήριο των Κλεφτών και αρματωλών εναντίον των Τούρκων.

Στα χρόνια της Ιταλογερμανικής Κατοχής χρησιμοποιήθηκε από αντιστασιακή ομάδα Άγγλων σαμποτέρ υπό το λοχαγό Φρέυζερ (FRAZER), ως κρησφύγετο και αποθήκη πυρομαχικών και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην οργάνωση και συγκρότηση των δυνάμεων του λαού μας κατά του εχθρού.

Σήμερα το μοναστήρι συνδέεται με αμαξιτό χωματόδρομο μήκους 13 χλμ. από το Γυμνό, ο οποίος διατηρείται σε καλή κατάσταση λόγω των πολλών επισκεπτών του ορεινού συγκροτήματος και των Παιδικών Κατασκηνώσεων του δήμου Άργους στη θέση «Άγια Παρασκευή», που λειτουργούσαν προ ετών.

Το μοναστήρι φροντίζει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο Γυμνού, το οποίο στις 23 Αυγούστου τελεί ιερή πανήγυρη, όπου προσέρχεται πλήθος πιστών από τα γειτονικά χωριά, για να προσκυνήσει τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Αυτή είναι μικρών διαστάσεων (20 περίπου εκατοστών) αργυρεπένδυτος. Φυλάσσεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους στον Ενοριακό Ναό του Γυμνού και μεταφέρεται στη μονή μόνον κατά την ημέρα της εορτής. Σ’ αυτή η Θεοτόκος εικονίζεται αριστεροκρατούσα τον Χριστό, το περίγραμμα του προσώπου της είναι λεπτότατης τέχνης.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] ΓΑΚ Υπουργείο Θρησκείας Φ.5 έγγρ. 260

[2] ΓΑΚ Γενική Γραμματεία Φ 132 έγγρ. 6 και 7.

[3] ΓΑΚ ΥΕΔΕ Φ 19 Κατάστιχον 031.

[4] Χρυσόστομος Β. Μητροπολίτης Αργολίδος «Εκκλησία Άργους και Ναυπλίου από της συστάσεως μέχρι σήμερα», τεύχος Β’. Αι ιεραί Μοναί, Χριστιανική Εστία Άργους, 1961.

[5] Α.Ι.Σ. Κορίνθου Φ Γενικά Μοναστηριακά 1834 – 1915.

[6] ΓΑΚ Υπουργείο Παιδείας Φ 439.

 

Ζωή Ξεν. Ηλία

Δασκάλα

Πρακτικά 2ου Συνεδρίου Κορινθιακών Σπουδών, «Ιστορικά Κορινθιακά Μοναστήρια», Κόρινθος 7-9 Οκτωβρίου 2011.  Κέντρο Ιστορικών και Λαογραφικών Σπουδών, Ανάτυπον, Κόρινθος, 2014.

 


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Εκκλησιαστική Ιστορία αφορώσα στην Αργολίδα, Μοναστήρια Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολίδα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Γυμνό, Εκκλησίες, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ζωή Ηλία, Ιερά Μονή, Μοναστήρια, Ορθοδοξία, Παναγία Φαρμακά

3η Σεπτεμβρίου 1843 – Εκλογή εκλεκτόρων και πληρεξουσίων των Επαρχιών Άργους, Κορινθίας και Ναυπλίας

$
0
0

3η Σεπτεμβρίου 1843 – Εκλογή εκλεκτόρων και πληρεξουσίων των Επαρχιών Άργους, Κορινθίας και Ναυπλίας. Ξενοφών Χρ. Ηλίας, Σχολικός Σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπ/σης ε.τ. και Ζωή Ξεν. Ηλία, Δασκάλα.


 

Ένας σημαντικός σταθμός στην πορεία του Συνταγματικού βίου της χώρας μας είναι η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, κατά την οποία λαός και στρατός ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν από το βασιλιά Όθωνα Σύνταγμα, ώστε να δοθεί τέλος στην απολυταρχική διακυβέρνηση που είχε επιβάλει η βαυαρική δυναστεία. Πρωταγωνιστές της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου ήταν οι Γιάννης Μακρυγιάννης, Ανδρέας Μεταξάς και ο συνταγματάρχης Δημήτριος Καλλέργης, οι οποίοι με τη βοήθεια πολλών άλλων πολιτικών και στρατιωτικών προετοίμασαν την Επανάσταση, με αποτέλεσμα τα ξημερώματα της 3ης προς την 4η Σεπτεμβρίου στρατός και λαός να περικυκλώσουν τα ανάκτορα και να απαιτήσουν από το Βασιλιά την παραχώρηση Συντάγματος.

Δημήτριος Καλλέργης. Φωτογραφία του Γάλλου André-Adolphe-Eugène Disdéri (1819-1890), Παρίσι 1865.

Δημήτριος Καλλέργης. Φωτογραφία του Γάλλου André-Adolphe-Eugène Disdéri (1819-1890), Παρίσι 1865.

Ο Όθωνας κάτω από την πανελλήνια απαίτηση αναγκάστηκε να υπογράψει τα σχετικά Διατάγματα, ώστε να δρομολογηθούν οι διαδικασίες για την εκλογή πληρεξουσίων, οι οποίοι θα έπαιρναν μέρος στην Εθνοσυνέλευση για την κατάρτιση και ψήφιση του Συντάγματος του 1844. Επειδή όμως δεν υπήρχε νομοθετικό πλαίσιο για την εκλογή πληρεξουσίων χρησιμοποιήθηκε το νομοθετικό πλαίσιο του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια που εφαρμόστηκε στην εκλογή πληρεξουσίων για τη Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους το 1829.

Το Νομοθετικό πλαίσιο του Καποδίστρια για την εκλογή πληρεξουσίων προέβλεπε στην πρώτη φάση την εκλογή εκλογέων (εκλεκτόρων) κάθε χωριού ή πόλης, οι οποίοι στη συνέχεια πήγαιναν στην πρωτεύουσα της Επαρχίας και έπαιρναν μέρος στην Επαρχιακή Συνέλευση για την εκλογή πληρεξουσίων (βουλευτών) που θα συμμετείχαν στην Εθνοσυνέλευση. Με βάση το νομοθετικό αυτό πλαίσιο έγινε και η ανάδειξη των εκλογέων των χωριών και κωμοπόλεων των Επαρχιών Άργους, Κορινθίας και Ναυπλίας.

Δικαίωμα ψήφου είχαν οι αυτόχθονες πολίτες που κατοικούσαν σε κάθε χωριό ή πόλη, καθώς και οι μέτοικοι από τις τουρκοκρατούμενες περιοχές που είχαν συμπληρώσει την ηλικία των 25 ετών και είχαν κάποια κινητή ή ακίνητη περιουσία. Οι υποψήφιοι για το αξίωμα του πληρεξουσίου έπρεπε να έχουν ηλικία τουλάχιστον 30 ετών και να έχουν εισόδημα τριπλάσιο του εισοδήματος των εχόντων δικαίωμα ψήφου.

Μεταξάς Π. Ανδρέας

Μεταξάς Π. Ανδρέας

Ο αριθμός των εκλογέων που αναδείκνυε κάθε χωριό ή πόλη ήταν ανάλογος του αριθμού των οικογενειών του χωριού ή της πόλης. Ένα χωριό, για να εκλέξει εκλογείς, θα έπρεπε να κατοικείται από τουλάχιστον 15 οικογένειες. Με 15-50 οικογένειες αναδείκνυε έναν εκλογέα, με 50 – 100 οικογένειες δύο εκλογείς, με 100 – 200 τρεις και για κάθε προστιθέμενη εκατοντάδα οικογενειών αυξανόταν ο αριθμός των εκλογέων κατά έναν.

Ο αριθμός των υποψηφίων εκλογέων κάθε χωριού ήταν τετραπλάσιος του αριθμού των εκλογέων που έπρεπε να σταλούν στην Επαρχιακή Συνέλευση για την εκλογή πληρεξουσίων. Δηλαδή, αν ένα χωριό όφειλε να αναδείξει έναν εκλέκτορα για την επαρχιακή συνέλευση, θα έπρεπε ο κατάλογος των υποψηφίων εκλογέων που συνέτασσαν τα πέντε γεροντότερα μέλη της τοπικής συνέλευσης να περιέχει τέσσερις υποψηφίους, ενώ οι πολίτες καλούνταν να επιλέξουν με την ψήφο τους τον υποψήφιο της αρεσκείας τους. Εκείνος που έπαιρνε περισσότερες ψήφους ανάμεσα στους τέσσερις υποψηφίους πήγαινε ως εκλέκτορας του χωριού στην Επαρχιακή Συνέλευση.

Ο χώρος που διεξάγονταν οι εκλογές ήταν η εκκλησία του χωριού ή της κωμόπολης και ακολουθείτο η παρακάτω διαδικασία. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας και παρουσία του ιερέα και του Δημοτικού Παρέδρου, δηλαδή του εκλεγμένου εκπροσώπου της Δημοτικής Αρχής κάθε χωριού, ο ιερέας που τελούσε τη Θεία Λειτουργία συνέτασσε τον κατάλογο των πολιτών που είχαν δικαίωμα ψήφου. Στη συνέχεια, ο ιερέας με το Ευαγγέλιο όρκιζε τους πολίτες με τον ακόλουθο όρκο, τον οποίο διάβαζε ο γεροντότερος της Συνέλευσης και τον επαναλάμβαναν οι πολίτες με ανυψωμένο το δεξί χέρι:

 

«Εν ονόματι της Παναγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος ορκίζομαι ενώπιον του Θυσιαστηρίου του Θεού της Αληθείας να μη δώσω την ψήφον μου, ούτε διά φιλίαν, ούτε διά μίσος, ούτε διά φόβον ζημίας, ούτε δι’ ελπίδα προσωπικού κέρδους, αλλά κατά τη συνείδησίν μου και χωρίς καμμίαν προσωποληψίαν».

Μετά την ορκωμοσία οι πέντε γεροντότεροι πολίτες της συνάθροισης, παρουσία και του Παρέδρου, συνέτασσαν τον κατάλογο των υποψηφίων εκλογέων και στη συνέχεια άρχιζε η ψηφοφορία για την εκλογή των εκλεκτόρων.

Μετά το τέλος της ψηφοφορίας γινόταν η καταμέτρηση των ψήφων κάθε υποψηφίου και συντασσόταν το πρακτικό των αποτελεσμάτων της ψηφοφορίας, το οποίο υπογραφόταν από τον Πάρεδρο του χωριού, τον ιερέα και τα πέντε γεροντότερα μέλη που συνέταξαν τον κατάλογο των υποψηφίων εκλογέων. Αντίγραφο του πρακτικού έπαιρνε ο νόμιμος εκλογέας και πήγαινε στην πρωτεύουσα της Επαρχίας, για να λάβει μέρος στην εκλογή των πληρεξουσίων της Επαρχίας. Στην Επανάσταση έλαβε ενεργητικόν μέρος και ο εξ Άργους καταγόμενος ανθυπασπιστής Ιωάννης Ζεγκίνης του 2ου τάγματος Πεζικού [1].

 

Α΄ Πληρεξούσιοι Επαρχίας Άργους [2]

 

Οι εκλογές για την ανάδειξη των πληρεξουσίων της Επαρχίας Άργους έγιναν στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου Άργους στις 26 Σεπτεμβρίου 1843.

Μετά τη θεία Λειτουργία ο ιερέας Ηλιού Μασσουρίδης, αφού έψαλε τη δοξολογία, κατέστρωσε τον κατάλογο των παρόντων που είχαν δικαίωμα ψήφου πολιτών και χωρικών. Ο κατάλογος αυτός περιελάμβανε 1869 εκλογείς, από τους οποίους 30 ήταν εκλέκτορες από τα χωριά της Επαρχίας Άργους, που αναφέρονται παρακάτω.

Ακολούθως εκλέχτηκαν παμψηφεί ο β΄ Δημαρχικός Πάρεδρος του δ. Αργείων Γεώργιος Αλμπανόπουλος, Πρόεδρος της Συνέλευσης, και τα μέλη της πενταμελούς Επιτροπής, που ήταν οι: Ιωάννης Θεοδοσίου, Ιωάννης Σέκερης, Σταύρος Παπαλεξόπουλος, Ηλίας Ανυφιώτης και Θεόδωρος Μοθωνιός.

Οι εκλογείς και οι εκλέκτορες των χωριών εξέλεξαν ομοθυμαδόν απ’ ευθείας πληρεξουσίους για την Εθνική Συνέλευση τους Δημήτριο Περρούκα και Χρήστο Βλάσση.

Παραθέτουμε παρακάτω το πρακτικό εκλογής πληρεξουσίων με τα ονόματα μόνον των 30 εκλεκτόρων των χωριών της Επαρχίας Άργους. Λόγω στενότητας χώρου δεν είναι δυνατόν να δημοσιευτούν και οι άλλοι 1839 εκλογείς από την πόλη του Άργους.

«Εν ονόματι του Υψίστου Θεού και της Φιλτάτης Ημών Πατρίδος.

Την εικοστήν έκτην Σεπτεμβρίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού τεσσαρακοστού τρίτου έτους, συνελθόντες οι υποφαινόμενοι κάτοικοι της Πόλεως και επαρχίας Άργους εν τω Ναώ του Αγίου Νικολάου, διά να εκλεχθώσιν οι πληρεξούσιοι της Επαρχίας, και μετά την θείαν Λειτουργίαν, αναγνωσθέντων κατά πρόσκλησιν ημών παρά του ιερουργήσαντος ιερέως Ηλιού Μασσουρίδου, του τε από της 3ης του μηνός τούτου Β. Διατάγματος περί Εθνικής Συνελεύσεως, και του υπ’ αριθ. 10049 Ψηφίσματος του Κυβερνήτου της Ελλάδος, και των συνημμένων αυτώ υπ’ αριθ. 10050 οδηγιών στηριζομένων επί του 17 Νόμου όπου ψαλείσης δοξολογίας, κατεστρώθη ο κατάλογος των παρόντων και εχόντων δικαίωμα ψήφου πολιτών και χωρικών.

Μετά δε ταύτα αναγνωσθέντος του καταλόγου αυτού και επικυρωθέντος παμψηφεί παρά της Συνελεύσεως έδωσαν όλοι οι προσυπογεγραμμένοι πολίται και εκλογείς των χωρίων τον διαγεγραμμένον όρκον εν τω 5 Κεφαλαίω των ειρημμένων οδηγιών. Ακολούθως εκλεχθέντος παμψηφεί του τε Προέδρου της Συνελεύσεως κυρίου Γεωργίου Αλμπανοπούλου και της πενταμελούς Επιτροπής Ιωάννου Θεοδοσίου, Ιωάννου Σέκερη, Σταύρου Παπαλεξόπουλου, Ηλιού Ανυφιώτου και Θεοδώρου Μοθωνιού. Και κατά το 6 άρθρ. των οδηγιών η Συνέλευσις, διά να μη βραδύνη η εκλογή των πληρεξουσίων δι εκείνης των εκλογέων, ήτις διά να εκπληρωθώσιν οι διαγεγραμμένοι τύποι εν ταις ρηθείσαις οδηγίαις, απήτει απέραντο διάστημα καιρού επί ματαίω, απεφάσισαν ομοθυμαδόν να εκλεχθώσιν απ’ ευθείας παρά του Λαού οι ειρημένοι πληρεξούσιοι και ούτως εξελέχθησαν παμψηφεί εν πλήρη ειρήνη  και ομονοία οι κύριοι Δημήτριος Περρούκας και Χρήστος Βλάσσης πληρεξούσιοι της Επαρχίας Άργους.

 

Ο Πρεσβύτερος ιερεύς                                  Ο Πρόεδρος της Συνέλευσης

Ηλίας ιερεύς Μασσουρίδης                             Γ. Αλμπανόπουλος

προς ους δίδεται πάσα πληρεξουσιότης διά να αντιπροσωπεύσωσιν αυτήν εις την διά του ρηθέντος από της 3 Σεπτεμβρίου τ.ε. Β. Διατάγματος προσεχώς γενησομένην Εθνικήν Συνέλευσιν και διαπραγματευθώσιν όλα τα αντικείμενα όσα καθυποβληθώσιν εις την συζήτησιν και απόφασιν αυτής, καθώς υπαγορεύουν τα αληθή δίκαια και συμφέροντα της Πατρίδος.

Διό εγένετο η παρούσα πράξις και υπεγράφη παρά του γεροντοτέρου ιερέως Ηλιού Μασσουρίδου του ειρημένου Ναού Αγίου Νικολάου, παρά του Προέδρου της Συνελεύσεως ταύτης βου Δημαρχικού παρέδρου Άργους κυρίου Γεωργίου Αλμπανοπούλου κωλυομένου του Δημάρχου και απόντος του αου παρέδρου Νικολάου Κορδία, εκλεχθέντος συνάμα και παρά του Λαού ως προέδρου της Συνελεύσεως, της διορισθείσης πενταμελούς Επιτροπής και παρ’ όλων εν γένει των συνελθόντων πολιτών και χωρικών, όσοι ελάβωσι μέρος εις αυτήν. Εγένετο εν Άργει την εικοστήν έκτην Σεπτεμβρίου 1843 εν τω Ναώ του Αγίου Νικολάου ημέρα Κυριακή.

 

Ο πρεσβύτερος ιερεύς                       Ο πρόεδρος της Συνελεύσεως

Ηλίας ιερεύς Μασσουρίδης                 Γεώργιος Αλμπανόπουλος

 

Η πενταμελής Επιτροπή της Συνελεύσεως

Ιωάννης Θεοδοσίου                           Ιωάννης Σέκερης

Θεόδωρος Μοθωνιός             Ηλίας Ανυφιώτης

Σταύρος Παπαλεξόπουλος

Έπονται αι υπογραφαί των πολιτών (1839 εκλογείς από την πόλη του Άργους και 30 εκλέκτορες από τα χωριά που ανήκαν το έτος 1829 στην Επαρχία Άργους, κατ’ αλφαβητική σειρά και μέσα σε παρένθεση η σημερινή ονομασία τους).

Εκλέκτορες από τα χωριά

1 Άργεια: Λιβανάς Θεόδωρος

2 Βρούστι: Ταραντίλης Παναγιώτης

3 Καπαρέλι: Θεοδώρου Δημήτριος

4 Καρυά: Γεωργαντόπουλος Α. Π και Ταγρές Γιαννάκης

5 Κέρμπεσι: Νικόλαος Μήτρου Κώνστα

6 Κουρτάκι: Παπαμανώλης Χρήστος και Γραμματικού Αναγνώστης

  Κουρτάκι:  Πιπέρος Νικόλαος και Κολικλιάτης Παναγιώτης

7 Κουτζοπόδι: Παπαβασιλείου Γιαννάκος, Παιδάκης Σπύρος, Μήτρος της Τάσαινας

8 Μέρμπακα (Αγία Τριάδα):Παπαγιαννόπουλος Αναγνώστης, Καλογερόπουλος Δημήτριος

9 Κάτω Μπέλεσι (Λυρκεία): Αναγνώστης Παπά Νικολάου, Μαρούσης Αντώνης

10 Επάνω Μπέλεσι (Κεφαλόβρυσο): Παπαναστασίου Ιωάννης, Παπαδημητρίου Αναγνώστης

11 Μπόρσια: Δημόπουλος Γεώργιος

12 Μπουγιάτι(Αλέα): Οικονόμου Πανάγος, Πακοπάνου (Μπακοπάνου) Σπύρος

13 Μύλοι: Σπανός Παναγής

14 Νεοχώρι: Παπά Κωνσταντόπουλος Αναγνώστης

15 Σκαφιδάκι: Μπιτέρης Μήτρος

16 Στέρνα: Αντωνόπουλος Παναγιώτης

17 Σχοινοχώρι: Φλίνος Αναστάσιος

18 Επάνω Φύχτι: Τόμπρας Δημήτριος

19 Κάτω Φύκτια: Παπαδόπουλος Α.

20 Χαρβάτι (Μυκήναι): Κολιζέρας Αθανάσιος

 

Ο πρεσβύτερος ιερεύς                       Ο πρόεδρος της Συνελεύσεως

Ηλίας ιερεύς Μασσουρίδης                 Γ. Αλπανόπουλος

Πιστοποιείται το γνήσιον και αυτόγνωμον των εν τοις ανωτέρω και όπισθεν εξήκοντα τέσσαρες σελίδες περιεχομένων υπογραφών των κατοίκων της Πόλεως Άργους και των εκλογέων των διαφόρων χωρίων της επαρχίας Άργους τον αριθμόν χιλίων οκτακοσίων εξήκοντα εννέα γεγραμμένων ενώπιον ημών του τε πρεσβυτέρου ιερέως Ηλιού Μασσουρίου, και του Προέδρου της γενομένης εν τω Ναώ του Αγίου Νικολάου Συνελεύσεως περί εκλογής των πληρεξουσίων Γεωργίου Αλπανοπούλου εκείνων μεν των ειδότων γράφειν αυτοχείρως, των δε μη ειδότων παρά των ιερέων των διαφόρων εκκλησιών της Πόλεως ταύτης, Ηλιού Μασσουρίδου, Δημητρίου Σακκελαρίου, Γεωργίου Λαλουκιώτου, Παναγιώτου Αντωνοπούλου, Νικολάου Τζελεπατιώτου, Δημητρίου Κωστουροπούλου και Γεωργίου Παπά Ανδριανού και υπογραφομένης εκάστης σελίδος παρ’ ημών του τε πρεσβυτέρου ιερέως και του Προέδρου.

 

Εν Άργει την 4ην Οκτωβρίου 1843            Ο Πρόεδρος της Συνελεύσεως

Ο Πρεσβύτερος των ιερέων του εν τω κέντρω

της πόλεως Ναού του Αγίου Νικολάου

Ηλίας ιερεύς Μασσουρίδης                                          Γ. Αλπανόπουλος

 

Ότι αντίγραφον απαράλλακτον τη πρωτοτύπω πράξει της εκλογής των πληρεξουσίων της επαρχίας Άργους.

Εν Άργει την 13 Οκτωβρίου 1843

Ο εκπληρών τα δημαρχικά καθήκοντα

Βος Δημαρχικός πάρεδρος

(Τ.Υ.Σ.) ΔΗΜΟΣ ΑΡΓΟΥΣ Γ. Αλπανόπουλος

Στις 6.11.1843 ο Χρήστος Βλάσσης, που είχε εκλεγεί Πληρεξούσιος μαζί με το Δημήτριο Περρούκα, υπέβαλε το παραπάνω πρακτικό στην Εξεταστική Επιτροπή των Πληρεξουσίων εγγράφων.

 

Νύχτα, 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Φανταστικός πινάκας αγνώστου ζωγράφου της εποχής. Ο ζωγράφος παρουσιάζει σε πρώτο πλάνο το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη έφιππο έξω από τα ανάκτορα, να ζητά Σύνταγμα, από το βασιλέα Όθωνα και την Αμαλία. (Συλλογή Λάμπρου Ευταξία)

Νύχτα, 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Φανταστικός πινάκας αγνώστου ζωγράφου της εποχής. Ο ζωγράφος παρουσιάζει σε πρώτο πλάνο το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη έφιππο έξω από τα ανάκτορα, να ζητά Σύνταγμα, από το βασιλέα Όθωνα και την Αμαλία. (Συλλογή Λάμπρου Ευταξία)

 

Β΄ Πληρεξούσιοι Επαρχίας Κορινθίας [3]

Πανούτσος Νοταράς. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, Λονδίνο – Παρίσι, 1827.

Πανούτσος Νοταράς. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, Λονδίνο – Παρίσι, 1827.

Στην Επαρχία Κορινθίας ψήφισαν 93 εκλέκτορες από τα χωριά που ανήκαν το 1829 στην Επαρχία, στον ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην πόλη της Κορίνθου στις 3 και 4 Οκτωβρίου 1843, ενώπιον του ιερέα Δημητρίου Αθανασίου, του Προέδρου Αριστείδη Ρέντη και της πενταμελούς Επιτροπής Κων-νου Δημητριάδη, Παναγιώτη Καλαρά, Γιάννη Φωτομάρα, Αναγνώστη Πρωτοπαππά και Κων-νου Στεριοπούλου και εξέλεξαν παμψηφεί πληρεξουσίους τους Πανούτζο Νοταρά, ο οποίος εξελέγη Πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης ως γεροντότερος και ο Αριστείδης Ρέντης. [4]

Είχαν αναδειχθεί εκλέκτορες, οι οποίοι ψήφισαν σ’ αυτήν από τα παρακάτω χωριά που ανήκαν τότε στην Επαρχία Κορινθίας από:

α) Λίμνες: Μεκριτζής Παναγιώτης, Παπά Γεωργίου (Παπαγεωργόπουλος) Παναγιώτης και Νότης Γεώργιος.

Παραθέτουμε για πληρέστερη γνώση των αναγνωστών μερικά στοιχεία από το από 26.9.1843 πρακτικό.

Πρόεδρος της τοπικής συνέλευσης ήταν ο Π. Παπά Γεωργίου και εφημέριος του χωριού ο Ιερέας Παπά Γεώργιος Οικονόμου. Η επιτροπή των γεροντοτέρων της τοπικής Συνέλευσης που συνέταξε τον πίνακα των υποψηφίων αποτελείτο από τους: Βλάχο Γεώργιο, Καρούνη Δημήτριο, Ηλιάδη Αθανάσιο, Γκολέμη Γεώργιο και Ψωμά Γεώργιο.

Στο πρακτικό της εκλογής περιέχονται δύο κατάλογοι. Ο πρώτος κατάλογος περιλαμβάνει τους υποψηφίους εκλέκτορες για την Επαρχιακή Συνέλευση με τις ψήφους που πήρε ο καθένας:

 

α.α Ονοματεπώνυμο Ψήφοι
    Υπέρ Κατά
1 Μεκριτζής Παναγιώτης 107 35
2 Παπά Γεωργίου Παναγιώτης 79 65
3 Νότης Γεώργιος 79 62
4 Μιγκολιός Μίχος 73 71
5 Δελιπαναγιώτης Γιαννάκης 73 70
6 Λέκας Ιωάννης 70 73
7 Ψωμάς Αναγνώστης 70 73
8 Οικονόμου Μήτρος 70 69
9 Ηλίας Ιωάννης 68 75
10 Παπά Ιωάννου Αναγνώστης 65 68
11 Μαρίνος Γεώργιος 64 80
12 Σταύρος Παναγιώτης 62 82

 

Από τους δώδεκα υποψηφίους εκλέκτορες εκλέχτηκαν για την Επαρχιακή συνέλευση Κορινθίας τρεις, οι Μεκριτζής Παναγιώτης, Παπά Γεωργίου Παναγιώτης (Παππαγεωργόπουλος) και Νότης Γεώργιος.

Ο δεύτερος κατάλογος που επισυνάπτεται στο πρακτικό περιλαμβάνει 115 εκλογείς που είχαν δικαίωμα ψήφου και τα στοιχεία τους. Ο κατάλογος αυτός έχει ως εξής:

 

Ονοματεπώνυμο Ονοματεπώνυμο Ονοματεπώνυμο
Ψωμάς Αναγνώστης Νότης Γεώργιος Δήμας Τάσος
Κακούρος Χρίστος Μηγκολιός Μήχος Κακούρος Μήχος
Κυμπούρης Γ. Κακούρος Σπύρος Παπαγεωργίου Παναγιώτης
Οικονόμος Δημήτριος Τασιάκης Κακούρος Μήτρου Γιάννης
Κοντογιάννης Μ. Κονδίλης Γιάννης Γιαννάκης
Κονδίλης Ανα. Γεώργας Γιάννης Κονδίλης Γ.
Κακαβάς Γιάννης Αντωνίου Τάσος Βλάχος Γ.
Ξίδης Δη. Γκολέμης Γ. Γκολέμης Μ.
Κακούρου Μ.Π. Κονδίλης Τάσος Ψυχογιός Θανάσης
Ψυχογιός Αθα. Γιάννης Φρίμης Β. Μακριγιάννης
Σουφρίλας Γιάννης Παπαϊωάννου Γιάννης Κουτζούκος Γ.
Πότος Μήτρος Πήκος Τάσος Ηλίας Γιάννης του Μήτρου
Κολεβέντης Γ. Οικονόμου του Μήτρου Γιάννης Μπαστούνη Μ. Γ.
Μπινιάρης Γιάννης Κολαράς Γιάννης Ψωμά Γ. Τάσος
Ουλή Κώστα Γιάννης Χρίστου Μ. Π. Μπαστούνης Γιάννης
Μπάρμπας Σπύρος ; Ψωμά Παναγιώτης Πίκιος Κώστας
Πίκιος Τάσος Μαρίνος Γ. Κατεμής Μ.
Καμπόσος Τάσος Στάρφας Τάσος Λέκας Γιάννης
Λέκας Αγγελής Παπά Μιχάλη Αθανάσιος Ηλίας Αθανάσιος
Σβήγκος Γιάννης Τζιούμπας Γεώργιος Ζωρμπάς Π.
Γαρούρος Μ. Κρέμασης Μ. Γαρούφος Π.
Κόλιας Τάσος Κρέμασης Γεώργιος Βλάχος Χ.
Κόλια Μ. Τάσος Γιάννης … Κακούρος Τάσος
Γαρούφος Γ. Στάρφας Μ. Αργύρης Μ.
Καραμάνου Π. Τάσος Μελέτης Μ. Παπά Ιωάννου Αναγνώστης
Παπά Ιωάννου Αναγν. Π Βλάχος Γιάννης Κρέμασης Μ. Γιάννης
Σιατριλής Μήτρος Μελέτης Γ. Παπά Ιωάννου Αναγν. Χρίστος
Λέκας Γιαν. Μήτρος Νότης Γ. Μ. Δήμα Τάσου Γ.
Μπαστούνη Αθ. Γ. Πίκιος Αθανάσιος Μπινιάρη Τάσου Γιάννης
Στάρφας Γιάννης Νότης Π. Στάργας Τάσου Γ.
Ζονίτζας Τάσος Ζονίτζα Αναστα. Γιάννης Ρουστέμης Π. Γιάννης
Κατεμή Μ. Τάσος Κολεβέντης Μ. Μπαστούνη Αθα. Σπύρος
Δήμα Τάσου Μ. Σουφρίλας Τάσος Σβίγγος Χ.
Κακούρου Αναστ. Χ. Κονδίλης Αναγνω. Π. Ρουστέμης Π.
Οικονόμου Αναγνώστης Οικονόμου Αναγνώστης Κλιούλης Τάσος
Δήμας Σταμάτη Μ. Βλάχος Π. Γιαννάκης Π.
Νότη Ιωάννου Τάσος Πιτζάκης Τάσος Νότη Μ. Γεώργη Τάσος
Σταύρος Π. Παπά Γεώργιος Σταμάτης Τάσος
Κολαράς Χρίστος Μπινιάρης Τάσος Βλάχος Αποστόλης
Μεκριτζής Π. Νότης Γιάννης Χρίστου Μ. Γ.
Γιαννάκης Γ. ΤζιούμπαΓιάννου Μήτρος Πιτζάκης Γιάννης
Λέκα Αναστα. Γιάννης Σταματήτζας Ανδριανός Βλάχος Τάσος
Κακούρου Αναστασίου Γιάννης Τέσης Τάσος Ζιόγαλης Τάσος
Τζάτζαρη Αναστασίου Μήτρος Ντρούσκας Γ. Σταμάτης Δήμας
Καρούνης Μήτρος Καραμάνος Πάνος απόντος Ζονίτζας Γεώργιος
Μεϊντάνης Γεώργιος Μεϊντάνης Τάσος Καρούνης Παναγιώτης
Πότος Γιάννης Νότη Γ. Γιάννης Βλάχος Μήτρος
Μπινιάρης Μ. Σιελιότης Ανδριανός Ηλιάδης Γιάννης
Γιάναρης Χρίστος

 

Την 26. 7βρίου 1843                      Εκ Λιμνών

Ο Ιερεύς (Τ.Υ.) Παπά Γεώργιος Οικονόμου

Ο Πάρεδρος (Τ.Υ.) Π. Σ. Σταύρος

 

Το πρακτικό εκλογής υπογράφεται ως εξής:

Ο Ιερεύς                                                      Ο Πρόεδρος

Παπά Γεώργιος Οικονόμου                 Π. Παπά Γεωργίου

Αθανάσιος Ηλίας, Γεώργιος Μαρίνος, (Γεώργιος Γκολέμης αγράμματος διά Μ. Μιγκολιού), (Γεώργιος Βλάχος αγράμματος ων κατ’ αίτησίν του Γεώργιος Μ. Κιμπουρόπουλος), (Δημήτριος Καρούνης, αγράμματος ων κατ’ αίτησίν του Δημήτριος Δημόπουλος).

 Ο πάρεδρος του χωρίου Λιμνών επικυροί τας ανωτέρω υπογραφάς του εφημερίου, προέδρου και των δύο μελών γεροντοτέρων Γεωργίου Βλάχου και Δημητρίου Καρούνη, των δε ετέρων τριών γερόντων Αθανασίου Ηλιάδου, Γεωργίου Γκολέμη και Γεωργίου Ψωμά μετά την αποπεράτωσιν της εκλογής ούσα νομιμοτάτη προσεκλήθησαν να συνυπογράψουν και δεν επαρουσιάσθησαν. Όθεν κηρύττομεν νόμιμον την συνέλευσιν ενεργήσαντες ταύτην κατά τον Νόμον τη 26. 7βρίου 1843 Λίμναις.

Τη αυτή ημερομηνία ο ειδικός πάρεδρος (Τ.Υ.) Π. Σταύρος

Την επόμενη ημέρα 27 Σεπτ. 1843 παρουσιάστηκαν οι τρεις που δεν είχαν υπογράψει και υπέγραψαν αναγνωρίζοντες αυτήν νόμιμον.

β) Μπερμπάτι ( Προσύμνη)

Στις 26 Σεπτεμβρίου 1843 ο πάρεδρος Αναγν. Ξύδης και ο Προεδρεύων Χρίστος Λύκος κοινοποίησαν στους εκλέκτορες του χωριού Ιωάννη Παπά Μιχάλη και Νικόλαο Ιωάννου Οικονόμου το παρακάτω έγγραφο.

«Προς τους εκλογείς του χωρίου Μπερμπάτη Κυρίους Ιωάννην Παπά Μιχάλην και Νικόλαον παπά Ιωάννου Οικονόμου.

Διά της σημερινής πλειοψηφίας των συγχωριανών σας εδιορίσθητε εκλογείς του χωρίου τούτου ο μεν Ν. Παπά Ιωάννου Οικονόμου έλαχεν ψήφους υπέρ 39, ο δε Ιωάννης Παπά Μιχάλης έλαχεν ψήφους υπέρ 30.

 Όθεν σας υπενθυμίζομεν ότι οι εκλογείς τούτοι διά την συγκροτηθησομένην Εθνικήν Συνέλευσιν των πληρεξουσίων θέλει ενεργηθή την 3. 8βρίου ε.έ. ημέραν Κυριακήν εις την Πρωτεύουσαν της Διοικήσεως Κορινθίας κατά την υπ’ αριθ. 4128 διαταγήν του Διοικητή Κορινθίας οφείλετε να παραβρεθείτε άνευ τινός προφάσεως εις Κόρινθον.

Τη 26. 7βρίου 1843 Εν Μπερμπάτη

Ο Πάρεδρος (Τ.Υ.) Αναγν. Ξύδης

Ο Προεδρεύων (Τ.Υ.) Χρίστος Λίκος

γ) Ευφροσύνη (Φροσύνη, Φρουσύνα, Φρουσιούνα)[5]

Οι εκλογές έγιναν στις 19 Σεπτεμβρίου 1843 στην Ευφροσύνη ενώπιον του ιερέα Ιωάννη Σταθόπουλου από το χωριό Τάτσι (Εξοχή) και της πενταμελούς επιτροπής σύνταξης του καταλόγου: Δημητρίου Λύκου, Σταύρου Λυμπερόπουλου, Σωτήρη Μώρου, Πέτρου του Μήτρου και Μήτρο του Αναστάση.

Ψήφισαν οι παρακάτω 35 και ανέδειξαν ομόφωνα εκλέκτορα τον Σπυρόπουλο Αθανάσιο.

Αγαθή τύχη

Σήμερον την 19 7βρίου  1843 εν τω χωρίω Ευφροσύνης της επαρχίας Κορινθίας συγκροτηθείσης της συναθροίσεως των εχόντων δικαίωμα ψήφου των κατοίκων του χωρίου προς εκλογήν των εκλογέων των διά την εθνικήν Συνέλευσιν πληρεξουσίων κατά την από 7 βρίου εγκύκλιον του Υπουργικού Συμβουλίου και κατά το άρθρον 3 του υπ’ αρ. 10049 Κ. Γ ψηφίσματος και της υπ’ αρ. 10050 οδηγίας της 4 Μαρτίου 1829 ο ιερεύς εφημέριος του χωρίου κατέγραψε τους παρευρισκομένους πολίτας οίτινες είναι οι εφεξής:

 

1.Ιωάννης Κωσταλάμπρου 2.Μιχαήλ Κωσταλάμπρου 3.Ιωάννης Μπινιτζής;
4.Μήτρος Τζορβάς 5.Παναγιώτης Λυμπερόπουλος 6.Σταύρος Λυμπερόπουλος
7.Πέτρος Μήτρου 8.Δημήτριος Λύκος 9.Παναγιώτης Λύκος
10Σωτήρος Μώρος 11.Χρήστος Σωτήρου 12.Δημήτριος Θεοδωρής
13.Νικόλαος Γιαννάκη 14.Θεοφάνης Γιαννάκη 15.Γιαννάκης Μόρος
16.Θανάσης Μόρος 17.Θανάσης Γεωργάκη 18.Χρίστος Γεωργίου
19.Λάμπρος Γεωργίου 20.Μήτρος Αναστασίου 21.Γεώργιος Μήτρου
22.Αποστόλης Μήτρου 23.Θανάσης Αναστασίου 24.Κώνστας του Γιάννη
25.Γιαννάκης Γιάννη 26.Νικολής Μπερτάχας 27.Γιάννης Μόρος
28.Γεώργιος Γύπτος 29.Κωνσταντής Ζόγιος 30.Σταύρος Αποστόλη
31.Σωτήρος Γιαννάκη 32.Νικολής Αποστόλη 33.Γιώργης Αποστόλη
34.Λάμπρος Μώρος 35. Σπύρος Γεωργίου

 

Επικυρωθέντος δε του καταλόγου διά της πλειοψηφίας της συναθροίσεως η Συνέλευσις εκηρύχθη Νόμιμος και δοθέντος του από το άρθρον 5 όρκου των οδηγιών κατεστρώθη κατά το άρθρον 6 ο κατάλογος των υποψηφίων εις αριθμόν τετραπλούν των από το χωρίον Ευφροσύνης, όστις είναι ο εξής εκλογεύς

  1.  Αθανάσιος Σπυρόπουλος

τον οποίον έκλεξαν ομοφώνως επί τούτοις εσυντάχθη και υπεγράφη κατά τον Νόμον η παρούσα πράξις τα επί της συντάξεως του καταλόγου πέντε μέλη

Ο ιερεύς                                          Δημήτρης Λύκος, Σταύρος Λυμπερόπουλος,

Ιωάννης Σταθόπουλος                       Σωτήρος Μώρος, Πέτρος του Μήτρου,

                                                      Μήτρος του Αναστάση, ως αγράμματοι ο

                                                      Ιερεύς Ιωάννης Σταθόπουλος

Διά το ακριβές της αντιγραφής

Την 27. 7βρίου 1843 εν Μπουγιάτι

Ο Δήμαρχος (Τ.Υ.Σ.) Σφραγίδα Δήμος ΑΛΕΑΤΩΝ Κ. Χριστόπουλος

Στην πίσω σελίδα αριθ. 40 Αθ. Σπυρόπουλος

 

δ) Άγιος Νικόλαος (χωριό του τ.δ. Αλέας)

Είχε αναδειχθεί εκλέκτορας και ψήφισε στην Κόρινθο ο Σπύρος Αγγελόπουλος.

ε) Παλαιά Επίδαυρος

Οι εκλογές έγιναν στις 26 Σεπτ. 1843 στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου στην Παλαιά Επίδαυρο, ενώπιον του εφημερίου Παπαγεωργίου Ανδριανού και του Προέδρου της συνέλευσης Μιχάλη Καντάνη. Ψήφισαν 45 εκλογείς και ανέδειξαν εκλέκτορα τον Χρήστο Ιωάννου Τσολακόπουλο. Στο πρακτικό της Επαρχιακής Συνέλευσης Κορινθίας αναγράφονται εκλέκτορες από την Επίδαυρο εκτός του παραπάνω και οι Χρήστος Νικολάου και Ανδριανός Παναγόπουλος.

στ) Χέλι (Αραχναίον)

Οι εκλογές έγιναν στις 26 Σεπτ. 1843 ενώπιον των εφημερίων Παπά Ι. Μαργέλη και Παπά Αναστασίου Νατσούλη, του Προέδρου της συνέλευσης Ιωάννη Φυσικάρη και του ειδικού παρέδρου Α. Ταρρωνά. Την πενταμελή επί της σύνταξης του καταλόγου επιτροπή αποτελούσαν οι: Ιωάννης Καραγιάννης, Ιωάννης Μάρας, Γιώργης Σάρκας, Αναστάσιος Δεδεμπίλης και Κόλιας Κυριάκος.

Αφού επικυρώθηκε ο κατάλογος, που περιλαμβάνει 117 εκλογείς, καταστρώθηκε ο κατάλογος των υποψηφίων, οι οποίοι ήταν οι: 1.Νατζούλης Ιωάννης, 2.Ταρουνάς Αναγνώστης, 3.Φυσικάρης Ιωάννης, 4.Καραγιάννης Ιωάννης, 5.Κυριάκος Κόλιας, 6.Μάρας Ιωάννης, 7.Αναγνώστης Παπά Ι. Δρούγκα, 8.Μανώλης Μ. Τάσσος, 9.Μανώλης Ι. Αναγνώστης, 10.Σοφός Πέτρος, 11.Καμπόσος Αθανάσιος και 12. Κυνηγάρης Ιωάννης. Απ’ αυτούς εξελέγησαν οι παρακάτω τρεις εκλέκτορες: Φυσικάρης Ιωάννης 95 υπέρ 21 κατά, Μάρας Ιωάννης 91 υπέρ 25 κατά και Καραγιάννης Ιωάννης 90 υπέρ και 26 κατά.

                 

Γ΄ Πληρεξούσιοι Πόλεως Ναυπλίου

 

Επειδή η πόλη του Ναυπλίου έλαβε από τη Συνέλευση της Τροιζήνας το προνόμιο να στέλνει ιδιαιτέρως δύο πληρεξουσίους στις Εθνικές Συνελεύσεις ύστερα από εκλογές αναδείχτηκαν πληρεξούσιοι οι Παπαλεξόπουλος Σπυρίδων (δήμαρχος δ. Ναυπλιέων) και Ρόδιος Γ. Π.

Δ΄ Πληρεξούσιοι χωριών Επαρχίας Ναυπλίας[6]

Οι εκλογείς των χωριών της Επαρχίας Ναυπλίας συνήλθαν στις 9 Οκτωβρίου 1843 στον ιερό Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου Ναυπλίου παρουσία του Δημάρχου Ναυπλίας Σπυρ. Παπαλεξόπουλου και του Γραμματέα της Δημαρχίας Δ. Παπαθανασόπουλου, για να συγκροτήσουν την πρώτη συνεδρίαση και εκλέξουν σύμφωνα με τις διατάξεις της από 7 Σεπτ. εγκυκλίου του Υπουργικού Συμβουλίου και το άρθρο 10 των από 4 Μαρτίου 1829 υπ’ αριθ. 10050 οδηγιών του Κυβερνήτη της Ελλάδος, τον Πρόεδρο και τα πέντε γεροντότερα μέλη και στη συνέχεια να επεξεργαστούν τη νομιμότητα των εγγράφων τους.

Οι (36) εκλογείς που συνήλθαν ήταν για τα χωριά: [7]

Ανυφί: (40 οικ.) Παναγ. Γκάτζης, Γρηγόριος Χατζόπουλος, Ευστάθιος Αντωνίου

Αυδίμπεη (Ηραίον): (15 οικ.) Γεώργιος Μπολόσης

Αδάμι: (10 οικ.) Κων-νος Μιλιώτης

Δαλαμανάρα: (45 οικ.) Αναγνώστης Τασσόπουλος και Παναγ. Πεβερέτος

Δενδρά: (15 οικ.) Κώστας Ουλής

Κατζίγκρι (Άγιος Ανδριανός): (18 οικ.) Θωμάς Οικοκύρης

Κοφίνι (Νέα Τίρυνθα): (30 οικ.) Μήτρος Κεραμιδάς και Αναγν. Παπά Αθανασίου

Κούτζι (Αργολικό): (30 οικ.) Αναστ. Ράπος, Σωτήρος Κοληκόνης

Κυβέρι: (15 οικ.) Παρασκευάς Καράς

Λάλουκα: (25 οικ.) Κων-νος Πίκης

Λυγουριό: (70 οικ.) Δημ. Αθαν. Καλούδης, Αναγν. Καλούδης

Μάνεσι: (8 οικ.) Μίχος Ξύδης

Μουράταγα (Καλλιθέα): (8 οικ.) Ιωαν. Ανδρούτζου

Μπάρδι: (8 οικ.) Γεώργιος Τζιμπουρόπουλος

Κάτω Μπούτι (Ήρα): (10 οικ.) Ανδρίκος Μπεκιάρης

Άνω Μπούτι (Ήρα): (15 οικ.) Αθαν. Κουρούλης

Παναρίτι: (12 οικ.) Ιωάννης Πίτρης

Πασσά (Ίναχος): (25 οικ.) Ανδρ. Λιναρδόπουλος

Πλατανίτη: (12οικ.) Κωνστ. Μπαστούνης

Πουλακίδα: (22 οικ.) Αναστ. Ολάνης

Πρύφτανι (Μαναστηράκι): (8 οικ.) Γιάννης Κατζίγιαννης

Πυργέλλα: (28 οικ.) Αναγν. Μακρυποκάμισος, Γεωργ. Καχριμάνης

Σπαϊτζίκου (Λευκάκια): (8 οικ.) Αναγν. Σταθογιάννης

Τζαφέραγα (Ασίνη): (20 οικ.) Αθ. Τζελέγκης, Πάνος Χρηστόπουλος

Τζέλλου (Αγία Παρασκευή): (2 οικ.) Δημ. Σαγκιώτης

Χαϊδάρι (Δρέπανο): 15 οικ.) Θεόδωρος Καραβοκύρης ή Βενετζάνος, Θεοδ. Ροζανάς.

Χώνικα (Νέο Ηραίο): (25 οικ.) Γεώργιος Ηλιάδης

Επειδή από τους παραπάνω εκλογείς οι Αναγν. Μακρυποκάμισος και Γεωργ. Καχριμάνης του χωριού Πυργέλλας, οι Γρηγ. Χατζόπουλος, Παναγής Γκάτζης και Ευστάθιος Αντωνίου του χωριού Ανυφί εκλέχτηκαν με διπλή εκλογή, η εκλεκτική συνάθροιση αποφάσισε να αποσυρθούν επί του παρόντος και να μη λάβουν μέρος στην εκλογή του Προέδρου και των πέντε γεροντότερων μελών. Ακολούθως εκλέχτηκε Πρόεδρος ο Ιωάννης Ανδρούτσος (Κολανδρούτσος) με ψήφους 23, ενώ οι Ανδρέας Λιναρδόπουλος και Καλούδης έλαβαν 4 και 5 ψήφους αντίστοιχα.

Οι εκλογείς Καλούδης και Γ. Ηλιάδης έκαναν ένσταση και ζήτησαν να μην εκλεχθεί Πρόεδρος ο Ιωάννης Ανδρούτσος, γιατί το χωριό Μουράταγα που αντιπροσωπεύει δεν έχει σύμφωνα με το Νόμο 15 οικογένειες και επομένως δεν έχει το δικαίωμα του εκλογέα. Συγχρόνως παρουσιάστηκε αναφορά που υπέγραφε ο Π. Σπυρόπουλος, ο οποίος ανέφερε ότι οι παρουσιαζόμενοι εκλογείς των χωριών Μάνεσι Μίχος Ξύδης, του Κάτω Μπούτια Ανδριανός Μπεκιάρης, του χωριού Μπάρδι Γεωρ. Τζιμπουρόπουλος και του Μουράταγα Ιωαν. Ανδρούτζος δεν είναι νόμιμοι εκλογείς, διότι τα παραπάνω χωριά δεν έχουν σύμφωνα με το Νόμο 15 οικογένειες. Στη συνέχεια η συνέλευση αποφάσισε να γίνει νέα εκλογή Προέδρου. Από τους υποψηφίους Δημ. Καλούδη και Αναγν. Τασσόπουλο, ψηφίστηκε Πρόεδρος ο Δημ. Αθαν. Καλούδης.

Στη συνέχεια εκλέχτηκαν τα πέντε γεροντότερα μέλη: Αναγν. Τασσόπουλος, Ανδρ. Λιναρδόπουλος, Σωτήρος Κολιγκόνης, Τάσσος Ολάνης και Θεόδωρος Βενετζάνος.

Ο Πρόεδρος Δημ. Αθ. Π. Καλούδης και τα πέντε μέλη συζήτησαν διεξοδικά και απέκλεισαν από τη συνέλευση τους εκλογείς: Γεώργιο Καχριμάνη Πυργέλλας, Παναγή Γκάτζη Ανυφί, Ιωάννη Ανδρούτσου Μουρατάγα, Γεώργιο Τζιμπουρόπουλο Μπάρδι, Μίχο Ξύδη Μάνεσι και Ανδριανό Μπεκιάρη Κάτω Μπούτια.

Την επομένη 10 Οκτωβρίου 1843 συνήλθε στον ίδιο χώρο η Επαρχιακή Συνέλευση από τους 30 εναπομείναντες εκλογείς. Σ’ αυτούς προστέθηκαν και οι εκλογείς Αθανάσιος Παπαδόπουλος και Αναστ. Καρατασούλης του χωριού Τουρνίκι (80 οικ.) και Κων-νος Αποστολόπουλος του χωριού Μπούγα(30 οικ.). Αυτή εξέλεξε παμψηφεί ως πληρεξουσίους της Επαρχίας Ναυπλίας τους Ιωάννη Κωλέττη και Μιχαήλ Ιατρό.

Παραθέτουμε το από 10 Οκτωβρίου 1843 πρακτικό.

«Σήμερον την δεκάτην Οκτωβρίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού τεσσαρακοστού τρίτου έτους εν Ναυπλίω ημέραν Κυριακήν κατά συνέπειαν των πρακτικών της χθεσινής Συνεδριάσεως συνήλθον την ενδεκάτην ώραν Π.Μ. εις την εκκλησίαν της Παναγίας επί παρουσία του χθες εκλεχθέντος Προέδρου της εκλεκτικής συναθροίσεως κυρίου Δημ. Α.Π. Καλούδη, του ιερέως Γ. Σακκελίωνος και του Γραμματέως της Δημαρχίας Ναυπλίας Δ. Παπαθανασόπουλου οι κατά τα πρακτικά της χθεσινής προκαταρκτικής Συνεδριάσεως αναγνωρισθέντες νόμιμοι εκλογείς, εν οις προστέθηκαν και τρεις έτι νόμιμοι εκλογείς των χωρίων Τουρνικίου και Μπούγα, οίτινες έφθασαν σήμερον μη δυνηθέντες να έλθωσι χθες διά το μακρινόν διάστημα, το οποίον διαχωρίζει τα χωρία των από την πρωτεύουσα της Επαρχίας, συνήλθον λέγομεν όλοι ούτοι οι εκλογείς τριάκοντα τρεις τον αριθμόν, διά να εκλέξωσι κατά τας διατάξεις των από 4 Μαρτίου 1829 οδηγιών του ποτέ Κυβερνήτου της Ελλάδος τους Πληρεξουσίους της Επαρχίας Ναυπλίας, οι οποίοι εκλογείς εισίν οι εφεξής.(Έπονται τα ονόματα των 33 παραπάνω αναγραφομένων εκλεκτόρων).

Μετά την ως ανωτέρω κατάστρωσιν του καταλόγου συγκρούσεως ισχυράς γενομένης μεταξύ των εν τη εκκλησία ευρεθέντων χωρικών ανεχώρησαν από την Συνάθροισιν τινές των εκλογέων παραβιασθέντες και έμειναν οι υποφαινόμενοι 17 τον αριθμόν. Προτάσεως δε γενομένης περί του πρακτέου απεφασίσθη να γίνη η εκλογή των πληρεξουσίων και κατά συνέπειαν εις των γεροντοτέρων ο κ. Α. Μακρυποκάμισος προσελθόντος του διαληφθέντος ιερέως κρατούντος εις χείρας το Ιερόν Ευαγγέλιον ανέγνωσε μεγαλοφώνως τον ακόλουθον όρκον ‘Εν ονόματι της Παναγίας και αδιαιρέτου Τριάδος ορκίζομαι ενώπιον του θυσιαστηρίου του Θεού της αληθείας να μη δώσω την ψήφον μου, ούτε διά φιλίαν, ούτε διά μίσος, ούτε διά φόβον ζημίας, ούτε δι’ ελπίδα προσωπικού κέρδους, αλλά κατά την συνείδησίν μου και χωρίς καμμία προσωποληψίαν.’ Τον όρκον τούτον επανέλαβον και όλοι οι εκλογείς υψώσαντες την δεξιάν χείρα. Μετά ταύτα επροτάθη να διορισθώσι κατά το άρθρ. 10 των περί εκλογής πληρεξουσίων οδηγιών οκτώ εκλογείς, διά να εκλέξωσιν ούτοι ίσον αριθμόν υποψηφίων εχόντων τας ιδιότητας της προβλεπομένης παρά του περί εκλογής παραστατών Νόμου, αλλ’ η εκλεκτική Συνάθροισις ομοφώνως απεφάσισε να γίνει απ’ ευθείας η εκλογή των πληρεξουσίων και κατά συνέπειαν εξελέχθησαν παμψηφεί οι κυρ. Ιωάννης Κωλέττης και Μιχαήλ Ιατρός ως πληρεξούσιοι της Επαρχίας Ναυπλίας.

Εις πίστωσιν όθεν τούτων συνετάχθη η παρούσα πράξις και υπογράφεται παρά του Ιερέως, των παρευρεθέντων εκλογέων και προσυπογράφεται από τον Πρόεδρον και τον Γραμματέα της Δημαρχίας.

Οι εκλογείς

Δ. Α. Π. Καλούδης, Αναγν. Μακρυποκάμισος, Αναγν. Σταθογιάννης, Αθαν. Παπαδόπουλος, Σωτήρος Κοληκόνης, Κωνστ. Αποστολόπουλος.

Διά τους αγραμμάτους Θεόδωρον Βενετζάνον, Παναγιώτην Χρηστόπουλον, Θεόδωρον Ροζανάν, Δημ. Σαγκιώτην, Αθανάσιον Τζελέγκην, Θωμάν Οικοκύρην, Κωνστ. Μιλιώτην, Αναστ. Καρατασούλην, Παρασκευά Καρά.

Ο Ιερεύς Γ. Σακκελίων.

Α.Γ. Καλούδης. Διά τον Δημήτριον Κεραμιδάν αγράμματον Γ. Ιερεύς Σακκελίων

(Τ.Υ.Σ.) Ο Ιερεύς Γ. Σακκελίων

Ο Πρόεδρος Δ. Α. Π. Καλούδης

Ο Γραμματεύς της Δημαρχίας Δ. Παπαθανασόπουλος».

——————————–

«Σημειωτέον ότ,ι εν ω εις την εκκλησίαν της Παναγίας εγένετο και αποπερατώθη χθες η εκλογή των κ.κ. Ιωαν. Κωλέττη και Μ. Ιατρού ως Πληρεξουσίων της Επαρχίας Ναυπλίας διά της ομοφώνου θελήσεως των ανωτέρω εκλογέων, οι βιασθέντες ν’ αναχωρήσουν από την εκλεκτικήν συνάθροισιν εκλογείς παραλαβόντες τους κατά την συνεδρίασιν της παραμονής εξαιρεθέντας κυρίους Μίχον Ξύδην, Ιωαν. Ανδρούτζον, Γεώργιον Καχριμάνην, Α. Μπεκιάρην και Γεώργιον Τζιμπουρόπουλον συνεκρότησαν ιδιαιτέραν συνεδρίασιν εις τον εκτός της Πόλεως κείμενον κήπον του Κολοκοτρώνη και διορίσαντες Πρόεδρον αυτής τον κύριον Ανδρέαν Λιναρδόπουλον εκλογέα του χωρίου Πασσά προέβησαν εις ιδιαιτέραν εκλογήν εκλέξαντες ως πληρεξουσίους της Επαρχίας Ναυπλίας τον κ. Γ. Μ. Αντωνόπουλον διά ψήφων 18 και τον κ. Ν. Σπηλιάδην διά ψήφων 17. Η τοιουτοτρόπως ενεργηθείσα διά της βίας και εναντίον των νομίμων διατυπώσεων εκλογή αποπερατώθηκε χθες μετά την δύσιν του ηλίου, ότι δεν υπήρχεν ο αρμόδιος καιρός εις τους διά της βίας λαβόντας εις αυτήν μέρος να εκφράσωσιν την θέλησίν των.

Σήμερον λοιπόν την ενδεκάτην Οκτωβρίου του 1843 ημέραν Δευτέραν συνεννοηθέντες μετά του Προεδρεύοντος την εν τω Ναώ της Παναγίας γενομένην νόμιμον εκλογήν κυρίου Δημητρίου Α.Π. Καλούδη οι κ.κ. Γεώργιος Ηλιάδης εκλογεύς του χωρίου Χώνικα, Κώστας Πίκης εκλογεύς του χωρίου Λάλουκα, Αθανάσιος Κορούλης του χωρίου Άνω Μπούτι και Ανδρ. Λιναρδόπουλος του χωρίου Πασσά και Πρόεδρος της εις τον κήπον του Κολοκοτρώνη παρανόμως ενεργηθείσης εκλογής παρέδωσαν εις αυτόν το υπό σημερινήν ημερομηνίαν έγγραφόν των επικυρωμένον από τον Συμβολαιογράφον κύριον Χαράλαμπον Παπαδόπουλον, δι ου εκθέτοντες την προσενεχθείσαν εις αυτούς βίαν ίνα λάβωσι μέρος εις την ειρημένην εκλογήν, αποδοκιμάζουσιν αυτήν ως παράνομον κηρύττοντες ως άκυρον και μη ούσαν την δοθείσαν ψήφον των και αναγνωρίζοντες ως νόμιμον την εν τω Ναώ της Παναγίας γενομένην συνενούσιν τας ψήφους των μετά των λαβόντων εις αυτήν μέρος εκλογέων υπέρ των κ.κ. Ιωάν. Κωλέττου και Μιχ. Ιατρού πληρεξουσίων της Επαρχίας, τους οποίους θεωρούν ως αξίους της εμβριθούς αποστολής με την οποίαν επιφορτίζονται.

Το έγγραφον τούτο εζήτησαν οι ειρημένοι να προσαρτηθή εις τα παρόντα πρακτικά της εις τον Ναόν της Παναγίας γενομένης εκλογής προς απόδειξιν της υπέρ αυτής εκφρασθείσης αυτοπροαιρέτου θελήσεώς των και κατά την ζήτησίν των προσηρτήθη ενταύθα και εγένετο περί τούτου η παρούσα έκθεσις, ήτις υπογράφεται από τον Πρόεδρον κ. Δημ. Α. Π. Καλούδην και τον Γραμματέα της Δημαρχίας Δ. Παπαθανασόπουλον.

Εν Ναυπλίω την 11 Οκτωβρίου 1843

(Τ.Υ.Σ.) Ο Πρόεδρος Δ. Α. Π. Καλούδης

Ο Γραμματεύς της Δημαρχίας Ναυπλιέων Δ. Παπαθανασόπουλος»

Παραθέτουμε το από 11 Οκτωβρίου 1843 έγγραφο των εκλογέων α) Ανδρέα Λιναρδόπουλου, Πασσά β) Γεωργίου Ηλιάδη, Χώνικα γ) Αθανασίου Κουρούλη, Επάνω Μπούτι και δ) Κώστα Πίκη, Λάλουκα.

«Οι υποφαινόμενοι Ανδρέας Λιναρδόπουλος εκλογεύς του χωρίου Πασσά, Γεώργιος Ηλιάδης εκλογεύς του χωρίου Χώνικα, Αθανάσιος Κουρούλης εκλογεύς του χωρίου Επάνω Μπούτι, Κώστας Πίκης εκλογεύς του χωρίου Λάλουκα.

Κατά συνέπειαν των πρακτικών της εννάτης Οκτωβρίου παραμονής της προς εκλογήν των πληρεξουσίων της Επαρχίας Ναυπλίας προσδιωρισμένης ημέρας, συνήλθομεν χθες την 11 ώραν π.μ. εις τον εν τη Πόλει Ναυπλίας Ναόν της Παναγίας διά να σκεφθώμεν και αποφασίσωμεν μετά των λοιπών συνεκλογέων περί εκλογής πληρεξουσίων της Επαρχίας Ναυπλίας, αλλά σπουδαρχίδαι τινές ιδόντες ότι δεν ήθελε προκύψει το παρ’ αυτών ποθούμενον αποτέλεσμα υπεκίνησαν διά πολλών ταραχοποιών χωρικών, τους οποίους επίτηδες είχον εισάξει εις την εκκλησίαν, την διάλυσιν της συναθροίσεως ταύτης, της οποίας ενεργουμένης οι υποφαινόμενοι ωθούμενοι και απειλούμενοι ηναγκάσθημεν να ενδώσωμεν εις την βίαν προς αποφυγήν του επικειμένου καθ’ ημών κινδύνου και ν’ απέλθωμεν εις τον εκτός της πόλεως κείμενον κήπον του Κολοκοτρώνη, όπου οι αυτοί σπουδαρχίδαι διά των οργάνων των διέδωσαν την φήμην, ότι όλοι οι εκλογείς ήθελον συνέλθει, ως διαλυθείσης εντελώς της εν τω Ναώ Συναθροίσεως.

Οι υποφαινόμενοι είδομεν ότι η περί τον κήπον του Κολοκοτρώνη γενομένη συνάθροισις ήτο παράνομος διά τους εξής λόγους.

Αον. Διότι μεταξύ των εκλογέων περιελαμβάνοντο οι κύριοι Γεώργιος Καχριμάνης, Ιωαν. Ανδρούτζος, Μίχος Ξίδης, Ανδριανός Μπεκιάρης και Γεώργιος Κιμπουρόπουλος, τους οποίους η νόμιμος πενταμελής Επιτροπή, της οποίας και τινες ημών απετέλουν μέρος δεν παρεδέχθη, αλλ’ εκήρυξεν εξηρημένους.

Βον. Διότι και αφού ήθελον συμπαραληφθή οι εκλογείς οι οποίοι προηγουμένως εξηρέθησαν η συνάθροισις πάλιν δεν ήτο νόμιμος, διότι δεν ήτο συγκεκροτημένη από τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των εκλογέων.

Γον. Διότι δεν υπήρχε μεταξύ ημών ο Γραμματεύς της Δημαρχίας, όστις ώφειλε να συντάξη την περί εκλογής των πληρεξουσίων πράξιν, αλλ’ αύτη συνετάχθη από πρόσωπον όλως διόλου αναρμόδιον.

Δον. Διότι η συνάθροισις δεν έγεινεν εις τον παρά της Διοικητικής Προκηρύξεως προσδιορισθέντα τόπον.

Εον. Διότι αντί να μείνωμεν οι εκλογείς μόνοι και ελεύθεροι, αποσυρομένων των μη εχόντων δικαίωμα ψήφου, έμεινε μεταξύ ημών εξ εναντίας όλον το πλήθος, το οποίον διά της βίας μάς είχε φέρει εις τον τόπον αυτόν, και τοιουτοτρόπως η βία εξηκολούθησεν αδιαλείπτως, μέχρι ότου προέκυψε το αποτέλεσμα το οποίον οι υποκινήσαντες την διάλυσιν της εν τω Ναώ της Παναγίας γενομένης συναθροίσεως είχον απ’ αρχής σχεδιάσει.

Μολονότι παρετηρήσαμεν την παρανομίαν της περί ης ο λόγος συναθροίσεως, αλλά διατελούντες υπό το κράτος της βίας και της πλάνης, εις την οποίαν μας έρριψαν οι διαδώσαντες την περί της μη εξακολουθήσεως της εν τω Ναώ της Παναγίας αρξαμένης τακτικής συναθροίσεως, ηναγκάσθημεν δι’ αποφυγήν κινδύνου και άλλων ολεθρίων συνεπειών, να δώσωμεν και ημείς ψήφον κατά την συνάθροισιν την οποίαν ενδομύχως απεδοκιμάζομεν και θεωρούμεν ως παράνομον διά τους προεκτεθέντας λόγους.

Μόλις δε απαλλάχθημεν από την βίαν και μετέβημεν εις την Πόλιν της Ναυπλίας επληροφορήθημεν ότι μακράν του να διαλυθή η εν τω Ναώ της Παναγίας συνάθροισις, ως ψευδώς μας είχον διαβεβαιώσει, εξηκολούθησεν αύτη και έφερεν εις πέρας το έργον της, αποτέλεσμα του οποίου ήτο η παμψηφεί εκλογή των κ.κ. Ιωαν. Κωλέττη και Μ. Ιατρού ως πληρεξουσίων της Επαρχίας Ναυπλίας.

Οι υποφαινόμενοι επεδοκιμάσαμεν και ενεκρίναμεν την εκλογήν ταύτην, και αν η ώρα καθ’ ην επληροφορήθημεν τούτο μας το επέτρεπεν, ηθέλαμεν σπεύσει να ενώσωμεν και ημείς τας ιδικάς μας ψήφους υπέρ των ως ανωτέρω εκλεχθέντων πληρεξουσίων. Αλλ’ ότι δεν ηδυνήθημεν να πράξωμεν χθες, συνελθόντες σήμερον ελευθέρως και απαραβιάστως πράττομεν αυτό διά της παρούσης. Κηρύττοντες επομένως ως άκυρον και μη ούσαν την χθεσινήν ψηφοφορίαν ημών, ήτις ήτο καθαρόν αποκύημα της βίας και της πλάνης, παραδεχόμεθα την παρά των εν τω Ναώ της Παναγίας μεινάντων εκλογέων γενομένην εκλογήν, και ενώνομεν και ημείς ομοθυμαδόν τας ψήφους ημών υπέρ των κ.κ. Ιωαν. Κωλέττου και Μ. Ιατρού τους οποίους θεωρούμεν αξίους της εμβριθούς αποστολής την οποία επιφορτίζονται.

Η παρούσα θέλει επικυρωθή παρά του Συμβολαιογράφου Ναυπλίας κυρίου Χ. Παπαδοπούλου, ενώπιον του οποίου θέλομεν εμφανισθή να βεβαιώσωμεν το αυθόρμητον της θελήσεώς μας, και κατόπιν θέλει προσαρτηθή εις τα πρακτικά της Νομίμου εκλογής της γενομένης εν τω Ναώ της Παναγίας.

Εν Ναυπλίω την ενδεκάτην Οκτωβρίου 1843

Ανδρέας Λιναρδόπουλος εκλογεύς του χωρίου Πασσά

Γεώργιος Ηλιάδης εκλογεύς του χωρίου Χώνικα

Αθανάσιος  Κουρούλης εκλογεύς του χωρίου Επάνω Μπούτι

Κώνστας Πίκης εκλογεύς του χωρίου Λάλουκα διά χειρός Γ. Ιερέως Π. Μηναίου.

Αντίγραφον απαράλλακτον εξαχθέν εκ της πρωτοτύπου πράξεως υπ’ αριθ. 14817/903.

Εν Ναυπλίω την 11. 8βρίου 1843

(Τ.Υ.) Ο Συμβολαιογράφος Ναυπλίας Χ. Παπαδόπουλος

Ότι αντίγραφον απαράλλακτον εξαχθέν εκ των εις τα Αρχεία της Δημαρχίας ευρισκομένων πρωτοτύπων πρακτικών.

Ναύπλιον την 27 Οκτωβρίου 1843

Ο Δήμαρχος Ναυπλιέων και τούτου απόντος ο Δημαρχικός Πάρεδρος (Τ.Υ.Σ.) Σ. Κοτσάκης;

Στις 17 Οκτωβρίου οι παρακάτω αναφερόμενοι 22 εκλογείς υπέβαλαν στην Συντακτική των Ελλήνων Σύνοδο την εξής αναφορά, με την οποία επιβεβαιώνουν, ότι εξέλεξαν Πληρεξουσίους τους Ιωάννη Κωλέττη και Μιχαήλ Ιατρού.

Συνυπέβαλαν και το έγγραφο που υπογράφουν οι παρακάτω κάτοικοι των χωριών Λάλουκα (44), Πυργέλλας (22), Αυδίμπεϊ (9) και κάτοικοι των χωριών: Κούτζι 40, Χαϊδάρι 59, Τζαφέραγα 36, Τσέλου 15, Σπαϊτζίκου 25, Κοφίνι 28, Κατσίγκρι 20, Λυγουριό 83 και Αδάμι 7: ήτοι συνολικά 388 κάτοικοι.

Σ. Συντακτική των Ελλήνων Σύνοδος

Θέλουν γενή αναμφιβόλως γνωσταί εις την Σεβ. ταύτην Σύνοδον αι άπειροι ραδιουργίαι, τας οποίας ετόλμησαν τινές να βάλωσιν εις ενέργειαν διά να επηρεάσουν την ελευθερίαν των πληρεξουσίων της Επαρχίας Ναυπλίας εκλογήν. Ούτοι αφού διέλυσαν διά της βίας την συνελθούσαν εις τον εν Ναυπλίω Ναόν της Παναγίας εκλεκτικήν συνάθροισιν, και κατόρθωσαν να συναγελήσωσι; τινάς των εκλεκτόρων περί τον εκτός της Ναυπλίας κήπον του Κολοκοτρώνη, ιδόντες ότι αι προσπάθειαί των αύται απέβησαν άκαρποι, διότι οι νοημονέστεροι αυτών εκείνων των εκβιασθέντων εκλεκτόρων διεμαρτυρήθησαν την επιούσαν και προσέθησαν τας ψήφους των εις την υπέρ των κ.κ. Ιωαν. Κωλέττου και Μ. Ιατρού νομίμως ενεργηθείσαν εκλογήν, επενόησαν άλλο παράνομον και παράλογον μέσον, την συλλογήν υπογραφών από μέρους τινών εκ των κατοίκων.

Βεβαίως πας τις εννοεί ότι οι κάτοικοι εκλέξαντες νομίμως τους εκλέκτοράς των απεκδύθησαν της εξουσίας του να εκλέξωσιν αυτοί πληρεξουσίους και διεπιστεύθησαν την εξουσίαν των ταύτην εις ημάς, τους οποίους ετίμησαν διορίσαντές μας εκλέκτορες.

Μόλα τα οποία η ραδιουργία έβαλεν εις ενέργειαν μέσα, τα οποία και ο Νόμος αποκρούει και η ηθική καταδικάζει, αι προσπάθειαι αυτής μένουσιν ατελεσφόρητοι. Τω όντι όλης της επαρχίας Ναυπλίας οι νόμιμοι εκλέκτορες είναι τριάκονται τρεις οι εφεξής.

  1. Δημ. Α. Π. Καλούδης
  2. Αναγν. Γ. Καλούδης, εκλογεύς του χωρίου Λυγουρίου
  3. Αναγ. Τασόπουλος
  1. Παναγιώτης Μπεβεράτος, εκλογεύς του χωρίου Δαλαμανάρας
  2. Παρασκευάς Καράς, εκλογεύς του χωρίου Κυβερίου
  3. Γεώργιος Ηλιάδης, εκλογεύς του χωρίου Χώνικα
  4. Ανδρέας Λιναρδόπουλος, εκλογεύς του χωρίου Πασσά
  5. Αθανάσιος Κουρούλης, εκλογεύς του χωρίου Άνω Μπούτι
  6. Κων-νος Μπαστούνης, εκλογεύς του χωρίου Πλατανίτη
  7. Γεώργιος Μπολούσης, εκλογεύς του χωρίου Αυτύμπεη
  8. Κων-νος Πίκης, εκλογεύς του χωρίου Λάλουκα
  9. Αναστάσιος Ράπος
  10. Σωτήρος Κολικιώτης, εκλογείς του χωρίου Κούτζι
  11. Ιωάννης Πίτρης, εκλογεύς του χωρίου Παναρίτη
  12. Αναστάσιος Ολάνης, εκλογεύς του χωρίου Πουλακίδα
  13. Δημήτριος Κεραμίδας
  14. Αναγ. Παπά Αθανασίου, εκλογείς του χωρίου Κοφίνι
  15. Θωμάς Οικοκύρης, εκλογεύς του χωρίου Κατζίγκρι
  16. Αναγν. Σταθογιάννης, εκλογεύς του χωρίου Σπαϊτζίκου
  17. Θεόδωρος Καραβοκύρης,
  18. Θεόδωρος Ροζανάς, εκλογεύς του χωρίου Χαϊδάρι
  19. Αθανάσιος Τζελέγκης,
  20. Παναγ. Χρηστόπουλος, εκλογεύς του χωρίου Τζεφέραγα
  21. Δημήτριος Σαγκιώτης, εκλογεύς του χωρίου Τζέλου
  22. Κωνστ. Μιλιώτης, εκλογεύς του χωρίου Αδάμι
  23. Γιάννης Κατζιγιάννης, εκλογεύς του χωρίου Πρύφτανι
  24. Κώστας Ουλής, εκλογεύς του χωρίου Δενδρά
  25. Αναγν. Μακρυπουκάμισος, εκλογεύς του χωρίου Πυργέλλας
  26. Γρηγόριος Α. Χαντζόπουλος
  27. Ευστάθιος Αντωνίου
  28. Αθανάσιος Παππαδόπουλος,
  29. Αναστάσιος Καρατασούλης, εκλογεύς του χωρίου Τουρνικίου
  30. Κων-νος Αποστολόπουλος, εκλογεύς του χωρίου Μπούγα.

Εκ των 33 τούτων οι συνυπογράφοντες την παρούσαν αναφοράν ημείς είκοσι δύο τον αριθμόν αποτελούμεν πλήρη τα δύο τρίτα της εκλεκτικής συναθροίσεως και ημείς παμψηφεί όλοι εξελέξαμεν και είμεθα κατ’ επανάληψιν έτοιμοι να επιβεβαιώσωμεν την εκλογήν μας υπέρ των κυρίων Ιωάννου Κωλέττου και Μ. Ιατρού. Απέναντι της σταθεράς της απολύτου ταύτης ημών θελήσεως την οποίαν έτοιμοι είμεθα να εκφράσωμεν, εάν η ανάγκη το απαιτήση και ενώπιον της Σ. ταύτης Συνόδου, ποίαν δύνανται να έχωσιν ισχύν, μέσα τα οποία διά της βίας διά του δόλου και διά της διαφθοράς υποκινούνται και ενεργούνται; Πρέπει να ληφθώσιν υπ’ όψιν αναφοραί των κατοίκων μετά τον διορισμόν των εκλογέων, και αυτών ακόμη των πληρεξουσίων; Δύνανται να έχωσι παραμικράν ισχύν πράξεις ατόμων συναθροισθέντων εις τόπον άλλον παρά τον Νόμον προσδιορισθέντα, ατόμων μη αποτελούντων τα δύο τρίτα των εκλογέων, ατόμων τέλος πάντων ενεργησάντων υπό το Κράτος της βίας και μη διατηρησάντων ουδεμίαν τάξιν, ουδένα τόπον;

Πιστεύομεν αδιστάκτως Σ. Ομήγυρις, ότι οι ελευθέρως και απαραβιάστως παρ’ ημών εκλεχθέντες Πληρεξούσιοι της Επαρχίας Ναυπλίας θέλουν γενή δεκτοί και η παραμικρά προσοχή δεν θέλει δοθή εις πράξεις, τας οποίας η βία, ο δόλος και η ραδιουργία παρεσκεύασαν.

Εν Ναυπλίω την 17. 8βρίου 1843

Υποσημειούμεθα με βαθύτατον Σέβας

(Τ.Υ.Σ)Δημ. Α. Π. Καλούδης, Ανδρέας Λιναρδόπουλος, Γεώργιος Ηλιάδης, Αναγν. Μακρυπουκάμισος, Θωμάς Νοικοκύρης ως αγράμματος διά χειρός Ευθυμίου Δ. Παπά Λυμπεροπούλου γαμβρού του.

Κώστας Πίκης ως αγράμματος διά χειρός Παπά Σπύρος Παπαχρηστόπουλος.

Παρασκευάς Καράς ως αγράμματος διά χειρός του υιού Γεωργίου Καρά.

Αθανάσιος Ιωαν. Παπαδόπουλος

Αναστάσιος Καρατασούλης ως αγράμματος διά χειρός Γεωργίου Αναγνωστόπουλου.

Κων-νος Αποστολόπουλος

Α.Γ. Καλούδης

Κων-νος Μιλιώτης αγράμματος διά του Α.Γ. Καλούδης

Σωτήρος Κολικιώτης

Θεοδωρής Ροζανάς και Θεοδωρής Βενετζιάνος ως αγράμματοι κατά θέλησίν των ο εφημέριος Παππά Αθανάσιος Τζίπος;

Παναγιώτης Χρήστου, Αθανάσιος Τζελέγκης και Δημήτριος Σαγκιώτης, ως αγράμματοι κατά θέλησίν των ο εφημέριος Γ. Ιερεύς Π. Μηναίος.

Αναγνώστης Σταθογιάννης

Δημήτριος Κεραμίδας αγράμματος ων με την άδειάν του τον υπογράφω εγώ Νικόλαος Μακρής

Γιάννης Κατσιγιάννης ως αγράμματος διά χειρός Παπά Γεωργίου Κερεμέζη.

Επικυρούται το γνήσιον των αυτόχειρων υπογραφών των κυρίων Δημ. Α. Π. Καλούδη, Ανδριανού Λιναρδοπούλου, Γ. Ηλιάδου, Αθ. Κορούλη, Αναγνώστη Μακρυπουκαμίσου, Αθαν. Παππαδοπούλου,Κων-νου Αποστολοπούλου, Α. Γ. Καλούδη, Σωτήρου Κολιγκιώνη και Αναγνώστου Σταθόγιαννη, καθώς και των αγραμμάτων Θωμά Νοικοκύρη διά του γαμβρού του Ευθυμίου Δ. Παπά Λυμπεροπούλου, Κώνστα Πίκη διά του εφημερίου του χωρίου των Παπά Σπύρου Παππά Χρηστόπουλου, Παρασκευά Καρά διά του υιού του Γεωργίου, Αναστασίου Καρατασούλη διά του Γεωργίου Αναγνωστοπούλου, Κωνσταντή Μιλιώτη διά του Α. Γ. Καλούδη, Θεοδωρή Ροζανά, Θεοδωρή Βενετζιάνου διά του εφημερίου των.

———————————–

 Προς την εν Αθήναις συγκροτηθησομένην Σεβ. Εθνικήν των Ελλήνων Σύνοδον

Πληροφορούμεθα οι υποφαινόμενοι κάτοικοι των χωρίων της Επαρχίας Ναυπλίας, ότι οι υποκινήσαντες την διά της βίας παράνομον εκλογήν εις τον εκτός της πρωτευούσης κήπον του Κολοκοτρώνη, θεωρούντες την εντελή αποτυχίαν των, μόλα τα οποία μετεχειρίσθησαν αθέμιτα μέσα, κατέφυγαν εις άλλο μέσον το οποίον εθεώρησαν συντελεστικόν προς τον σκοπόν των· συνέταξαν δηλ. αναφοράν και υπογράφουσιν εις αυτήν τους απλουστέρους, φρονούντες ότι διά του τρόπου τούτου δύνανται να υποστηριχθώσιν ως πληρεξούσιοι της Επαρχίας μας, οι διά της βίας εκλεχθέντες κύριοι Γ. Μ. Αντωνόπουλος και Ν. Σπηλιάδης.

Οι υποφαινόμενοι αποδοκιμάσαντες και αποδοκιμάζοντες καθ’ ολοκληρίαν την ειρημένην εκλογήν ως παράνομον και βιαίαν κηρύττομεν διά της παρούσης μας ότι εγκρίνομεν την εις την πρωτεύουσαν εν τω Ναώ της Παναγίας ως νόμιμον και κατά τας περί εκλογής των πληρεξουσίων οδηγίας ενεργηθείσαν και παραδεχόμεθα τους κατ’ αυτήν εκλεχθέντας πληρεξουσίους της επαρχίας μας κ.κ. Ιωαν. Κωλέττη και Μιχ. Ιατρόν, τους οποίους θεωρούμεν αξίους της εμβριθούς αποστολής με την οποίαν επιφορτίζονται.

Εν Λάλουκα τη 17. 8βρίου 1843

Οι κάτοικοι του χωρίου Λάλουκα (Τ.Υ.)

Παπά Σπύρος Παπαχρηστόπουλος Κόλιας Λίτζας
Μήτρος Ρέμης Σπύρος Λίτζας
Μήτρος Λίτζας Γιάννης Πετζίκος
Μιχάλης Ρέμης. Υπογράφονται από τον Παπά Σπύρο Παπαχρηστόπουλο οι παραπάνω έξι.
Κώστας Πίκης Αναστάσης Πίκης
Μήτρος Πίκης Κώστας Ρέμης
Ανδριανός Ρέμης Παναγιώτης Ντέτες
Δημήτρης Π. Ντέτες Μήτρος Κολιμιχούσης
Νικολάκης Ντρούλιας Αναγνώστης Κουτρουφίνης
Υπογράφονται από τον Αναγνώστη Κουτρουφίνη οι παραπάνω δέκα.
Γιώργης … Ανδριανός Τσίγκας
Φώτης Τσήγκας Μήτρος Τσήγκας
Γεώργης Μπαλάσχας Τάσος Τουντούμης
Ιωάννης Μπαριαχτάρης Θεοχάρης Αναστασίου
Μανόλης Αναστασίου Ιωάννης Κουτρουφίνης
Υπογράφονται από τον Ιωάννη Α. Τζηγκόπουλο
Α. Γ. Πίκης Δημήτριος Στόφας
Παναγιώτης Στόφας Δημητράκης Ντέτες
Δημήτριος Κούτουλας Γεώργιος Κωστόπουλος
Κώστας Κουτρουφίνης Αθανάσιος Κουτρουφίνης
Γεώργης Γεράσιμος Ανδριανός Κόκαλης
Υπογράφονται από τον Α. Σουριλόπουλο
Α. Σουριλόπουλος Παπανδριανός Παπαδημητρίου
Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου Μήτρος Γερογαράκη
Κωνσταντής Δαλάκος Ιωάννου Μάρκος
Αναγνώστης Κουτρουφίνης

 

Επικυρούται το γνήσιον των υπογραφών των κατοίκων του χωρίου Λάλουκα διά των κυρίων Παπά Σπύρου Παπαχριστοπούλου, Αναγνώστου Κουτρουφίνη, Ιωάννου Τζίγκα, Αναγνώστου Σουριλοπούλου υπογραψάντων τους αγραμμάτους κατοίκους καθώς και το ως αυτοχείρου υπογραφών των κυρίων Παπά Σπύρου Παπαχριστοπούλου, Α. Κουτρουφίνη, Α. Σουριλοπούλου, Ιωαν. Τζήγκα, Παπά Ανδριανού Παπαδημητρίου, Κωνσταντή Παπαδημητρίου κατά την προσωπικήν των ομολογίαν.

Αυθημερόν ο Ειδικός Πάρεδρος του χωρίου Λάλουκα (Τ.Υ.) Α. Κωστόπουλος.

Οι παρακάτω κάτοικοι εγκρίνουν ως νόμιμη την εκλογή των Ιωάννη Κωλέττη και Μιχ. Ιατρού ως πληρεξουσίων που έγινε στο Ναό της Παναγίας Ναυπλίου και τους θεωρούν «αξίους της εμβριθούς αποστολής με την οποίαν επιφορτίζονται».

 

Χωρίον Πυργέλλα
Γιαννάκος Μητρόπαπας Γεώργης Μητρόπαπας
Ανδριανός Παναγιώτου Νικολής Παναγιώτου
Σπύρος Μπάλιος Δημήτρης Καχριμάνης
Γεώργης Τρίτζας Δημήτριος Τρίτζας
Νικολής Λιόλιος  Υπογράφονται από τον παπά Γεωργίου Μητρόπαπα.
Παπά Γεώργιος Μητρόπαπας Αναγν. Μακρυπουκάμισος
Παβλής Μακρυπουκάμισος Αναστάσιος Μακρυπουκάμισος
Ιωάννης Μακρυπουκάμισος Αποστόλης Κοκολής ;
Πέτρος Καχριμάνης Γεώργιος Μίχας
Γεώργιος Κατζάμπας  Υπογράφονται από τον Αναγν. Μακρυπουκάμισο
Δ. Δ. Πύρος Κωνσταντής Κοτζακόπουλος
Αναστάσης Θεοδοσίου Ιωάννης Α. Μακρυπουκάμισος
Χωρίον Αυδίμπεϊ
Α. Δαρλάσης Βασίλειος Ρέμης
Γεώργιος Μυλωνάς   Υπογράφονται κατά θέλησίν των διά χειρός Α. Δαρλάση
Γεώργιος Χιόνης Θεοδωρής Κώστενας
Θανάσης Ανδρέας Ιωαν. Βελιτζιότης
Υπογράφονται διά χειρός Α. Σουριλοπούλου
Χρήστος Μπολόσης διά Γ.Χ. Μπολόση

Επικυρούται το γνήσιον των υπογραφών των κατοίκων του χωρίου Αυδίμπεϊ γενομένων διά των κυρίων Αναγνώστου Δαρλάση και Αναγν. Σουριλοπούλου υπογραψάντων τους αγραμμάτους κατοίκους καθώς και το ως αυτοχείρου υπογραφών των κυρίων Αναγνώστου Δαρλάση κατά την προσωπικήν των ομολογίαν.

Ο Ειδικός πάρεδρος του χωρίου Αυδίμπεϊ

Χρήστος Μπολόσης διά Γ. Χ. Μπολόση

Έπονται υπογραφαί του αυτού χωρίου Αυδίμπεϊ

Κ.Δ. Μπαρδουνιώτης, Ιωάννης Κολιάκης

Μιχάλης Κολιάκης, Κολιάκης Χρήστου διά χειρός Ιωάννη Κολιάκη

Επικυρούται η γνησιότης των αυτοχείρου υπογραφής του Κων-νου Δ. Μπαρδινιώτη και Ιωάννη Κολιάκη καθώς και των Κολιάκη Χρήστου και Μιχαήλ Κολιάκη γενομένων διά του Ιωάννη Κολιάκη.

Αυδίμπεϊ αυθημερόν ο Πάρεδρος (Τ.Υ.) Χρήστος Μπολόσης διά Γ.Χ. Μπολόση.

Προσωπογραφία Μιχαήλ Ιατρού (1848). Διονύσιος Τσόκος, λάδι σε μουσαμά, 69Χ54 εκ. Συλλογή: Ελένης Σπηλιωτάκη.

Προσωπογραφία Μιχαήλ Ιατρού (1848). Διονύσιος Τσόκος, λάδι σε μουσαμά, 69Χ54 εκ. Συλλογή: Ελένης Σπηλιωτάκη.

Στις 15 Νοεμβρίου 1843 οι Νικόλαος Σπηλιάδης και Γεώργιος Μ. Αντωνόπουλος αναφέρθηκαν  στην Εθνοσυνέλευση και υπεστήριξαν ότι αυτοί ήταν οι νόμιμοι πληρεξούσιοι της Επαρχίας Ναυπλίας, γιατί εκλέχτηκαν από την πλειοψηφία των εκλογέων που συνήλθαν στις 10 Οκτωβρίου 1843 στο Ναό των Αγίων Θεοδώρων που βρίσκονταν εκτός Ναυπλίου στη θέση Κιουλού τεκέ (Αγροκήπιον του Κολοκοτρώνη).

Συνυπέβαλαν και την από 14 Οκτωβρίου 1843 αναφορά που υπογράφουν 494 κάτοικοι. Για πληρέστερη γνώση των αναγνωστών τις παραθέτουμε.

Προς την Σεβαστήν των Ελλήνων Συνέλευσιν

Εκλεχθέντες οι υποφαινόμενοι πληρεξούσιοι των χωρίων της Επαρχίας Ναυπλίου, αν και ταχθέντες μεταξύ των φιλονικουμένων διά την γενομένην και εκεί διπλήν εκλογήν, επειδή είμεθα ημείς οι νομίμως εκλεγμένοι από τα δύο τρίτα των εκλογέων αυτών, δεν είχομεν ουδεμίαν αμφιβολίαν, ότι ηθέλαμεν γενή παραδεκτοί να εκπληρώσωμεν και ημείς εις την ενεστώσαν συνέλευσιν μετά των άλλων νομίμως πληρεξουσίων τα οποία ενεπιστεύθημεν ιερά χρέη προς την Πατρίδα. Εδώκαμεν δε τα έγγραφα μας τ’ αποδεικνυόμενα την νομιμότητα της εκλογής μας και τουναντίον εκείνης των εκλεχθέντων από το εν τρίτον σχεδόν των εκλογέων προς την διορισθείσαν από τα τρία τμήματα της Ελλάδος εξεταστικήν των εγγράφων της πληρεξουσιότητος Επιτροπήν, αλλά παρά πάσαν προσδοκίαν απεβλήθημεν ημείς από αυτήν και έγιναν παραδεκτοί ανθ’ ημών οι κύριοι Ιωαν. Κωλέττης και Μιχαήλ Ιατρός. Διά τούτο κρίνομεν χρέος μας να διατρανώσωμεν ενώπιον της Σεβαστής ταύτης Συνελεύσεως την γενομένην εις ημάς αδικία και να ζητήσωμεν απ’ αυτήν δικαιοσύνην ως συγκροτηθείσαν διά να θέση τα θεμέλια της Ελλάδος επί την βάσιν της δικαιοσύνης.

Εφ ω και νομίζομεν αναγκαίον να καθιστορήσωμεν τα διατρέξαντα διά να εμπορέσουν οι κύριοι πληρεξούσιοι του Έθνους να κρίνουν εν γνώσει και ν’ αποφασίσωσιν κατά το δίκαιον.

Επειδή η πόλις του Ναυπλίου έλαβεν από την εν Τροιζήνι συνέλευσιν και επειδή τα χωρία είχον επίσης το δικαίωμα να στέλλουν ετέρους δύο, αφού η Πόλις εξελέξατο τους ιδικούς των, απεφασίσθη να συνέλθουν και οι εκλογείς των χωρίων εις την Μονήν του Καρακαλά, όπου συνήλθον και το 1829, εκτός δηλονότι της πόλεως Ναυπλίου και να εκλέξουν τους πληρεξουσίους των. Διο και εξεδόθη το ανήκον πρόγραμμα, αλλά δι’ ενεργείας του Δημάρχου Ναυπλιέων κυρίου Σπυρίδωνος Παπαλεξοπούλου η πόλις του Ναυπλίου προσδιωρίσθη τόπος της εκλογής.

Και δις συνελθόντες αυτόθι τριάντα τέσσαρες εκλογείς, συνηθροίσθησαν προκαταρκτικώς την 9 του Οκτωβρίου τ.ε. εις τον ναόν της Παναγίας και παρόντος του κυρίου Παπαλεξοπούλου, εξελέξαντο δι’ εικοσιέξ ψήφων Πρόεδρον τον κύριον Ιωάν. Κολανδρούτζον εκλογέα του χωρίου Μουράταγα, καθώς και πενταμελή Επιτροπή διά να εξελέγξη την νομιμότητα των εγγράφων των, ενώ δ’ έμελλε να προχωρήσουν εις την εκλογήν των πληρεξουσίων των. Ο κύριος Παπαλεξόπουλος επεμβάς εις τα καθήκοντά των προσβάλλει την εκλογήν του αυτού Προέδρου, ως μη νομίμου τάχα εκλογέως του χωρίου Μουράταγα διά τον λόγον ότι τούτο δεν έχει τάχα δεκαπέντε οικογενείας, ενώ έχει περί τας είκοσιν. Προσβάλλει ωσαύτως τον εκλογέα του χωρίου Μάνεσι Μίχον Ξύδην, ενώ το χωρίον τούτο περιέχει πλέον ή δεκαεννέα οικογενείας. Προσβάλλει επίσης τον εκλογέα των χωρίων Δούσια και Μπάρδη Γ. Μ. Κιμπουρόπουλον, ενώ τα χωρία ταύτα περιέχουν δεκαεπτά οικογενείας. Προσβάλλει προς τούτοις τον εκλογέα του χωρίου Μπούτι Ανδριανόν Αθ. Βεκιάρην, ενώ το χωρίον αυτό είχεν αυτόν τούτον εκλογέα και το 1829, ως έχον το δικαίωμα του να στείλη εκλογέα διά την εκλογήν των πληρεξουσίων. Διορίζει δε τον Καλούδην Πρόεδρον της συναθροίσεως και αποβάλλει τον εκλογέα του χωρίου Πυργέλας Γεώργιον Καχριμάνην, λαβόντα τριάντα ψήφους εις την τακτικήν και νόμιμον των εγχωρίων συνάθροισιν, όπου παρευρέθη και ο Πάρεδρος και παραδέχεται τον Αναγν. Μακρυπουκάμισον λαβόντα είκοσι και μίαν ψήφους εις την ιδιαιτέραν συνάθροισιν ατόμων σχετικών του, όπου δεν παρευρέθη ο πάρεδρος.

Παραδέχεται δε από το χωρίον Ντζιαφέραγα δύο εκλογείς, ενώ το χωρίον αυτό δεν έχει το δικαίωμα να δώση ειμή ένα μόνον εκλογέα και τοιουτοτρόπως διατάξας την συνάθροισιν, έχων και άλλους συναρρωγούς τον τε αστυνόμον Ναυπλίου και τινάς φατριαστάς εκ των Ναυπλιέων, προσπαθεί ν’ εκτελέση την εκλογήν των Πληρεξουσίων της προθέσεώς του και ταύτα κεκλεισμένων έχων τας θύρας του ναού και μη επιτρέπων εις τους πολίτας την είσοδον, διά να μη έχη μάρτυρες των όσα κατεργάζονται. Εν τούτοις κατεξ…ντες οι εκλογείς διά τα γενόμενα, διαλύουν την συνάθροισιν και είκοσιν εξ αυτών δίδουσι αναφοράν προς την διοίκησιν της Αργολίδος εναντίον των επεμβαινόντων εις τα καθήκοντά των και παραβιαζόντων αυτούς εναντίον των διατεταγμένων, ότε ο κ. Παπαλεξόπουλος παρασύρας εις το Δημαρχείον και παρακρατών ως εις φυλακήν ένδεκα εξ αυτών, επροσπάθη όλην την νύκτα να τους καταπείση εις το να δώσουν την ψήφον των κατά τον σκοπόν του.

Την επιούσαν ημέραν συνηθροίσθησαν πάλιν όλοι εις τον ναόν της Παναγίας και απαιτούν να λάβη την θέσιν του ο νόμιμος Πρόεδρός των, να μείνουν εις τον τόπον των οι νόμιμοι εκλογείς και ν’ αποχωρήσουν ο τε Δήμαρχος και ο Αστυνόμος Ναυπλίου και οι περί αυτούς και να τους αφήσουν ελευθέρους να εκλέξουν τους πληρεξουσίους των. Αλλ’ ούτοι φυλάσσοντες τας θύρας του Ναού ωσάν πολιορκημένας, επροσπάθουν να κάμουν την εκλογήν εναντίον της θελήσεως και της συνειδήσεως των εκλογέων. Τότε οι ούτω βιαζόμενοι εκλογείς, βίαν κατά της βίας αντιτάξαντες διά να εξέλθουν από τον ναόν, εξήλθον τα δύο τρίτα εξ αυτών, ήτοι οι εικοσιτρείς και διευθύνονται έξω της πόλεως διά ν’ αποφύγωσι την βίαν και να δώσουν ελευθέρως και κατά τον νόμον τας ψήφους των, εις οποίους ήθελον εγκρίνει διά πληρεξουσίους των. Αλλά φθάσαντες εις την θύραν του φρουρίου την ευρίσκουν κλεισμένην κατά διαταγήν του Αστυνόμου. Ζητούν να την ανοίξουν και οι φρουρούντες στρατιώται προτείνουσι λόγχην κατ’ αυτών και μάλιστα πληγώνοντας και τίνα εις την κεφαλήν και τους εμποδίζουν εκεί άχρις ότου έφθασε ο φρούραρχος εις βοήθειάν των και διέταξε να τους ανοιχθή η θύρα και τους ηνοίχθη. Εξέρχονται επομένως και φθάσαντες εις τον Κιουλουτεκέν (Αγροκήπιον του Κολοκοτρώνη) εισέρχονται εις τον ναόν των Αγίων Θεοδώρων, όπου ενεργούντες ελευθέρως ψηφοφορούν κατά τον νόμον και δίδουν εις ημάς τας πλειοτέρας ψήφους των.

Ενώ δε εψηφοφόρουν έρχονται αυτόθι ο τε Γραμματεύς της Διοικήσεως και ο Υπομοίραρχος και τους ερώτουν και μανθάνουν από αυτούς, ότι εξήλθον από την πόλιν, επειδή εβιάζοντο και εκεί ψηφηφορούν παντελευθέρως εκλέγοντες τους πληρεξουσίους των, καθότι είχον και το δικαίωμα να τους εκλέξουν εκτός της πόλεως, καθώς εξελέξαντο αυτούς εκτός της πόλεως εις το 1829.

Αφού δε αυτοί ανεκήρυξαν ημάς πληρεξουσίους των, τότε και ο κύριος Παπαλεξόπουλος διεκήρυξε διά των ένδεκα εκλογέων παμψηφεί, ως πληρεξουσίους τους κυρίους Ιωαν. Κωλέττην και Μ. Ιατρόν. Τούτου δοθέντος ήτο ποτέ δυνατόν να μη μεταχειρισθή ο κύριος Παπαλεξόπουλος όλα τα μέσα, όσα ήθελε δυνηθή διά να τους αναδείξη εις την Σεβαστήν ταύτην Συνέλευσιν, ως νομίμως πληρεξουσίους, αφού εκάμεν  το πρώτον βήμα προς την παρανομίαν είπετο να προχωρήση ενεργών χωρίς όρων και λόγων άχρις ότου φθάσει εις το τέρμα του σταδίου και προς τοις άλλοις παρανομήμασιν υπεχρέωσε μετά δύο ημέρας τέσσαρας εκ των εκλογέων, οίτινες είχον δώσει άπαξ εις ημάς τας ψήφους των εις τον ναόν των Αγίων Θεοδώρων να τας δώσουν και δεύτερον διά συμβολαιογραφικού εγγράφου εις τους κυρίους Κωλέττην και Ιατρόν, επιφέραντες ότι τάχα εβιάσθησαν και τας έδωσαν προ δύο ημερών εις ημάς.

Η Σεβαστή Συνέλευσις θέλει κρίνει, αν οι άνθρωποι ούτοι, αφού ωρκίσθησαν και εψηφοφόρησαν και υπέγραψαν την πράξιν της εκλογής των πληρεξουσίων των ημών, ηδύναντο να είναι εκλογείς φυλάσσοντες εις εαυτούς την δύναμιν του εκλέγειν εις τρόπον ότι σήμερον ν’ αναδείχνουν πληρεξούσιον τούτον και αύριον εκείνον και μεθαύριον άλλον. Θέλει δε κρίνει, εάν όντες εντός του φρουρίου του Ναυπλίου, όπου υπήρχον προς υπεράσπισίν των αρχαί διοικητικαί και δικαστικαί και δυνάμεις στρατιωτικαί και όπλα και πυροβόλα, υπέκειντο ποτέ εις το να βιασθούν παρά τινός και θέλει κρίνει πως δεν υπέκειντο εις το να βιασθούν ωσαύτως και οι άλλοι ένδεκα συνεκλογείς, οι παραμείναντες αυτόθι ραδιουργούντος του κυρίου Παπαλεξοπούλου, ενώ ήτον επόμενον αν εβιάσθησαν εκείνοι να βιασθώσιν και ούτοι και να μη μείνη κανείς εντός του Ναυπλίου. Αλλά η βία δεν  ήτο δυνατόν να γενή από είκοσι τρεις ανθρώπους απλούς και όλως αδυνάτους ως έγεινε δε κατ’ αυτών εξ εναντίας υπό του δημάρχου και του αστυνόμου και των δορυφόρων των καθ’ όλους τους τρόπους.

Ταύτα δε πληροφορηθέντες οι κάτοικοι των χωρίων της επαρχίας και μη ανεχόμενοι ν’ αντιπροσωπευθούν εις την παρούσαν Συνέλευσιν υπ’ άλλων τινών διεύθυναν αναφοράν υπογεγραμμένην από εξακοσίους περίπου, ο έστιν από το μέγα μέρος αυτών προς την Συνέλευσιν αυτήν, και επικυρούσι την επ’ ονόματί μας γενομένη εκλογήν. Την αναφοράν ταύτην και όλα τα έγγραφα αφορώντα την νομιμότητα της εκλογής μας καθυποβάλλομεν εις την εξεταστικήν Επιτροπήν, η οποία φαίνεται δεν τα έλαβεν υπόψιν και από την οποίαν θέλει τα ζητήσει βέβαια η Σ.Συνέλευσις διά να τα εξετάση. Είναι δε τα εφεξής:

α) Η αναφορά μας προς την ειρημένην εξεταστικήν επιτροπήν, δι ης εξεθέσαμεν εν συνόψει τα δίκαιά μας.

β) Η Πράξις της Πληρεξουσιότητος ημών, γενομένην την 10 του 8βρίου, επικυρωμένη από τον πάρεδρον της Δημαρχίας του Άργους, διά τον λόγον του ότι δεν ήτο δυνατόν να επικυρωθή από τον δήμαρχον Ναυπλιέων και διά τον λόγον του ότι τα πλειότερα χωρία, ανήκοντα κατά τα παλαιά όρια εις την Επαρχίαν Ναυπλίου, ανήκουσιν ήδη εις την του Άργους.

γ) Αντίγραφον διαμαρτυρήσεως είκοσιν εκλογέων, γενομένης την 10 του αυτού προς την διοίκησιν Αργολίδος εναντίον του κυρίου Παπαλεξοπούλου και των μετ’ αυτού.

δ) Η διαληφθείσα αναφορά των εγκατοίκων, γενομένη την 14 του ιδίου, δι ης διαμαρτύρονται κατά του ειρημένου κ. Παπαλεξοπούλου, αποδοκιμάζουν την παρ’ αυτού ενεργηθείσαν εκλογήν και επικυρούσι την επ’ ονόματι ημών.

ε) Πιστοποιητικόν εκδεδομένον την 14 του αυτού από τον πάρεδρον του χωρίου Μάνεσι ως περιέχουσι δεκαεννέα οικογενείας.

στ) Όμοιον εκδεδομένον την 15 του αυτού από τον πάρεδρον του χωρίου Δούσια και Μπάρδη ως περιεχόντων δεκαεπτά οικογενείας.

ζ) Εκλογικόν έγγραφον της 5 Απριλίου του 1829 των κατοίκων του χωρίου Μπούτι, υπέρ του εκλογέως Αδριανού Αθ. Βεκιάρη.

η) Όμοιον της 31 Μαρτίου του 1829 διά το δικαίωμα του χωρίου Ντζιαφέραγα περί ενός μόνον εκλογέως.

Προστίθενται δε παρ’ ημών ενταύθα συνημμένα και δύο εκλογικά έγγραφα του χωρίου Πυργέλλας, εξ ων αποδείχνεται η νομιμότης της εκλογής του Γ.Π. Καχριμάνη και τουναντίον εκείνης του Α. Μακρυπουκαμίσου.

 Η δε Σεβαστή Συνέλευσις, αφού λάβη υπόψιν τα έγγραφα ταύτα, θέλει κρίνει αν η εξεταστική Επιτροπή ηδύνατο νομίμως ν’ απορρίψη την εκλογήν ημών ως πληρεξουσίων από τα χωρία του Ναυπλίου και να δεχθή την εκλογήν των κυρίων Κωλέττου και Ιατρού, ενώ ημείς ελάβομεν είκοσι τρεις ψήφους και ενώ αυτοί δεν έλαβον ειμή μόνον ένδεκα και όχι δεκατρείς, ως διατείνονται, διότι οι δύο εκλογείς επλεόναζαν παρανόμως κατά τ’ ανήκοντα αποδεικτικά και δεν ηδόναντο να είναι εκλογείς.

Επομένως η Συνέλευσις, ως πηγή από την οποίαν ελπίζεται πάσα δικαιοσύνη, θέλει αποδώσει το δίκαιον κατά χώρον.

Εν Αθήναις την 15 Νοεμβρίου 1843 

Ναύπλιον (Τ.Υ.) Ν. Σπηλιάδης και Γ.Μ. Αντωνόπουλος

                              ———————————–

Προς την εν Αθήναις Εθνικήν των Ελλήνων Συνέλευσιν

Σημ: Η παρούσα αναφορά συνίσταται από φύλλα δέκα και ήμισυ γεγραμμένα και σελίδες είκοσι και μία

Εν Αθήναις την 6 Νοεμβρίου 1843 (Τ.Υ.) Γ.Μ. Αντωνόπουλος και Ν. Σπηλιάδης

Δυνάμει του Νόμου και των διατεταγμένων από το Υπουργείον της 3 Σεπτεμβρίου της Επαρχίας Ναυπλίας να εκλέξωμεν, και εξελεξάμεθα τους εκλογείς, οίτινες ώφειλον να εκλέξουν τους πληρεξουσίους μας διά την εθνικήν Συνέλευσιν. Προσδιωρίσθη δε τόπος της συναθροίσεως των εκλογέων μας η Μονή του Καρακαλά διά προγράμματος καθώς πραγματικώς εγένετο κατά το 1829. Αλλ’ αίφνης και παρ’ ελπίδα μεταποιείται το πρόγραμμα και αντί του Καρακαλά προσδιορίζεται τόπος συναθροίσεως η Πόλις της Ναυπλίας κατ’ αίτησιν του κυρίου Δημάρχου αυτής. Η μεταβολή αύτη έδωκε δικαίαν υπονοίαν των υποκεκρυμένων σκοπών του κ. Δημάρχου μόλα ταύτα ευπειθούντες εις τον Νόμον και εις τας διαταγάς των ανωτέρων αρχών προσήλθον όλοι οι εκλογείς εις τον κ. Δήμαρχον επαρουσίασαν τα εκλογικά των έγγραφα τα παρεδέχθη και τα επεκύρωσε χωρίς εναντιότητα και χωρίς τινά παρατήρησιν περιοριζόμενος μόνον εις κατηχήσεις του να εκλέξουν τους πληρεξουσίους της αρεσκείας του.

Κατά δε την 9 Οκτωβρίου ημέραν Σάββατον ο εστί την παραμονήν της εκλογής συνεκροτήθη η προκαταρκτική συνέλευσις εις τον Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου και εγένετο η εκλογή του τε Προέδρου και της Επιτροπής της ψηφοφορίας, και εξελέγη Πρόεδρος ο εκλογεύς του χωρίου Μουράταγα κύριος Ιωάννης Γ. Κολανδρούτζος διά ψήφων 26 προς 7 και έως οκτώ διήρκεσεν η αλωπεκή του κυρίου Δημάρχου, ελπίζοντος ότι διά των κατηχήσεών του, είχε κερδισμένας τας ψήφους των εκλογέων, αλλ’ αφού είδε την πλειοψηφίαν όχι κατά την αρέσκειάν του, απεκδύεται την αλωπεκήν, ενδύεται την λεοντήν, προτείνει ότι τέσσαρες των εκλογέων είναι διωρισμένοι από χωρία μη έχοντα 15 οικογενείας, εν οις και ο εκλεχθείς Πρόεδρος και τινά μέλη της Επιτροπής, παρουσιάζει μίαν αναφοράν τινός αγνώστου ανεπίσημον, την οποίαν εφύλατταν ως εφεδρείαν διά την στιγμήν ταύτην, λησμονεί ότι τα χωρία ταύτα πραγματικώς είχον εκλογέα κατά το 1829, λησμονεί ότι ο ίδιος επεκύρωσε τα εκλογικά των έγγραφα ως νομίμων εκλογέων και αντί να αποχωρήση της συναθροίσεως, αφού εξελέγη η Επιτροπή και ο Πρόεδρος, και ν’ αφίση εις αυτούς ελευθέραν την εκπλήρωσιν των καθηκόντων τους, και την εξέλεγξιν των φιλονεικουμένων εγγράφων, θηριούται, φρυάττει, αποβάλλει τους παρ’ αυτού προσβληθέντας διά του Αστυνόμου, τον οποίον απ’ αρχής είχεν εντός της συναθροίσεως, καθιστά αυθαιρέτως Πρόεδρον της συναθροίσεως χωρίς δευτέρας εκλογής τον σχετικόν του Ιωάννην Καλούδην ως λαβόντα δήθεν επτά ψήφους εις την πρώτην εκλογήν, αναπληροί την Επιτροπήν διά σχετικών του, και διαλύει την συνάθροισιν.

Την δε επιούσαν ήτοι την Κυριακήν, ταύτα θεωρούντες οι εκλογείς και κατεξανιστάμενοι εναντίον των αυθαιρεσιών του κυρίου Δημάρχου έδωκαν αναφοράν προς την Διοίκησιν της Αργολίδος διαμαρτυρούμενων κατά του ειρημένου Δημάρχου, ως επεμβαίνοντος εις τα καθήκοντά των ως προσωθούντος αυτούς εις παρανομίας και πράξεις εναντίον της συνειδήσεώς των, και αντί να παρουσιασθή τουλάχιστον το αποτέλεσμα των διασκέψεων της Επιτροπής, το οποίον δι’ όλης της νυκτός επροσπάσθη να χαλκεύση εις την οικίαν του, συγκαλεί την συνάθροισιν εις τον ίδιον Ναόν, τον οποίον είχε προκαταλάβη διά της συρροής διαφόρων συμφατριαστών του και του Αστυνόμου και διά της προσωπικής παρουσίας του και υποχρεοί τους εκλογείς διά να κάμουν την εκλογήν των. Όθεν συναισθανθέντες την ενέδραν οι πλείονες των εκλογέων εζήτησαν να καταλάβη την θέσιν του εις την Προεδρίαν ο νόμιμος εκλογεύς και νομίμως εκλεχθείς Πρόεδρος κ. Κολανδρούτζος και να μη εξαιρεθή κανείς των νομίμων εκλογέων και ν’ αποχωρήση ο Δήμαρχος, ο Αστυνόμος και οι μετ’ αυτών, ώστε να μείνουν αυτοί ελεύθεροι να εκλέξουν τους πληρεξουσίους των χωρίων μας, όπως ήθελεν οδηγηθή από την συνείδησίν των. Αλλά θεωρήσαντες ότι εκ προπαρασκευής θέλει παραβιασθή η ψήφος των, και ενδέχεται να προκύψουν δυσάρεστα και απευκταία εξήλθον του Ναού και έτρεξαν να εύρουν άσυλον της ελευθερίας των ψήφων των εκτός του Ναυπλίου, αλλά και εις τούτο απήντησαν την παγίδα προπαρασκευασμένην, εύρον τας θύρας της Ναυπλίας κεκλεισμένας κατά διαταγήν του αστυνόμου και την ένοπλον φρουράν προτείνουσαν λόγχας κατά των προσπασθούντων να εξέλθωσιν εκλογέων, καθώς και πραγματικώς επληγώθη διά της λόγχης εις των συντρεχόντων, και προσέφυγεν εις την Εισαγγελίαν, αλλά χάρις εις την φρόνησιν και αμεροληψίαν του κ. Φρουράρχου, όστις διέταξε και ανοίχθησαν αι θύραι, και ούτως εξελθόντες οι εκλογείς μετέβησαν εις τον εν Κουλού Τεπέ Ναόν των Αγίων Θεοδώρων, όπου θεωρήσαντες ότι συμπληρούνται τα δύο τρίτα των εκλογέων συνεκρότησαν συνάθροισιν και ελευθέρως και απαραβιάστως διά τακτικής ψηφοφορίας εξελέξαντο πληρεξουσίους μας τους κυρίους Γεώργιον Μ. Αντωνόπουλον και Νικόλαον Σπηλιάδην.

Αφού δε εκοινοποιήθη το αποτέλεσμα της εκλογής ταύτης, παραλαβών εκ της οικίας του και ο Δήμαρχος τους παρ’ αυτώ αιχμαλωτισμένους δεκατρείς εκλογείς περιεστοιχισμένος από διαφόρους πολίτας του φρονήματός του τους μετέφερεν εις τον Ναόν της Παναγίας και αναγόρευσαν ομοφώνως πληρεξουσίους τους κ.κ. Κωλέτην και Ιατρόν, υπέρ ου και δι ου τα πάντα εγένετο, χωρίς να παρατηρήσουν μήτε νομιμότητα, μήτε δύο τρίτα, μήτε άλλοτε εκ των νενομοθετημένων, εκτός μόνον του ότι εις την εκκλησίαν έγινεν η αναγόρευσις, ωσάν να μην ηδύνατο αυτή η φωνή να εκφωνηθή και εις την οικίαν του.

 Την δε επιούσαν απεπλάνησεν, ως μανθάνομεν τις οίδε διά ποίων μέσων και τίνας εκ των εκλογέων του Κιουλουτεπέ, ως να ήσαν πλέον εκλογείς, αφού άπαξ εψηφοφόρησαν, διά να σχηματίση φαίνεται τα δύο τρίτα, και έκτοτε μέχρι της ώρας εργάζεται εν σκότει εις τα άδυτα της οικίας του μετά των αιχμαλώτων του, και τις ηξεύρει ποία πρακτικά θέλουν σχηματίσει και πως θέλουν παραμορφώσει τα πράγματα νομιμοποιούντες δήθεν αυτά κατά την ιδέαν του.

Επειδή δε εκ της παρανομίας δεν ημπορεί να προκύψη ποτέ αγαθόν μήτε εμπορεί να υπάρξη τοιούτον μη θεμελιούμενον εις την νομιμότητα πολλώ δε μάλλον εις τας παρούσας πράξεις εκ των οποίων κρέμαται η τύχη του Έθνους και της Πατρίδος μας. Υμείς δε Σεβαστή Συνέλευσις είσθε οι μόνοι αρμόδιοι να εξελέγξετε τας τοιαύτας παρανομίας διά να μην εισχωρήσουν εις την ευαγή συνάθροισίν σας νόθα και υποβολιμαία πρόσωπα, προλαμβάνοντες εκθέτομεν εν ειλικρινεία όλα τα διατρέξαντα και πανδήμως εκφραζόμενα σας βεβαιώμεν ότι η εν Κουλουτεπέ συνάθροισις των εκλογέων μας είναι η νόμιμος, και οι παρ’ αυτής διορισθέντες πληρεξούσιοι είναι οι άνθρωποι της κοινής εμπιστοσύνης και ευχαριστήσεώς μας.

Την 14 Οκτωβρίου 1843

Χωρίον Ανυφί Ευπειθέστατοι

Χωρίον Ανυφί
Παπά Παναγιώτης Αγγελόπουλος Α. Χατζόπουλος
Παύλος Κωστόπουλος διά Α. Χατζόπουλος Γ. Α. Χαμπάς ;
Παναγής Χατζής Ευστάθιος Αντωνίου
Γεώργιος Χατζόπουλος Μήτρος Λιολίτζας
Γιωργάκης Λιολίτζας Αγγελής Δεμήρος
Γιάννης Δεμήρος διά Α. Χατζόπουλου Γιάννης Καράσης ;
Κωνσταντής Βασιλείου Κωνσταντής Κολιβάνης ;
Μήτρος Κόλιας Τάσος Λουκάς
Σπύρος Αναστασίου Α. Μητροσίλης
Ανδριανός Λουκάς διά Ευσταθίου Αντωνίου Γεώργιος Μητροσίλης
Ιωάννης Μητροσίλης Σπύρος Μητροσίλης διά χειρός Ιωάννου Μητροσίλη
Στέριος Ανδριανού Ιωάννης Στέριου
Παναγιώτης Στέριου Γιαννάκης Μητροσίλης
Γεώργιος Κόρακας Τάσης Κόρακας
Μανώλης Αντωνίου Θανάσης Κόρακας και
Μήτρος Θηβαίος διά του Ιωαννου Μητροσίλη Πέτρος Κωστόπουλος
Γεώργιος Αγγελόπουλος Ιωάννης Αγγελόπουλος διά Γ. Αγγελόπουλου
Γρ. Σταθόπουλος Γεώργιος Καραμπής
Γιάννης Καραμπής Γεώργης Ντεμήρης
Ανδριανός Ντεμήρης Ανδριανός Καραμπής
Μήτρος Κα ; (Κακάνης); Ζήσος Αγραφιώτης διά χειρός Γρ. Σταθόπουλου
Ιωάννης Τζόρτζης Αθανάσιος Τζόρτζης
Δημήτριος Τζόρτζης Γεώργιος Τζόρτζης διά Νικολάου Ευσταθίου
Γεώργιος Κολιαβάνης Τάσος Κολιαβάνης
Κυριάκος Κολιαβάνης Μήτρος Κολιαβάνης διά χειρός Ιωάννου Μητροσίλη
Μάρκος Ευσταθίου Αγκελής Καφατάρης
Γεώργης Καφατάρης Παναγής Καφατάρης
Σπύρος Καστανιώτης Πανάγος Καστανιώτης διά χειρός Ευσταθίου Αντωνίου
Γιάννης Πεσκάνης; Κωνσταντής Μπα…
Γεώργης Μανώλης Γιάννης Χαμπίμπης
Μήτρος Χαμπίμπης Κωνσταντής Γκότζης ;
Παναγής Γκότζης και Γεώργιος Γερολίμου διά χειρός Α. Χατζόπουλου

Ο πάρεδρος του χωριού Ανυφί επικυροί την γνησιότητα των άνωθεν υπογραφών των μεν ιδιοχείρως υπογεγραμμένων, των δε αγραμμάτων όντων, δι όλων απάντων κατοίκων του χωρίου τούτου.

Ο Ειδικός Πάρεδρος του χωρίου Ανυφί (Τ.Υ.) Γρ. Σταθόπουλος

 

Χωρίον Χώνικα
Γ. Σακολέβας Ανδρ. Γκότζης και δι’ αυτόν Α. Μποβόπουλος
Νικόλαος Γκαλιούρος Κων-νος Γκαλιούρος διά Α. Χατζοπούλου
Παναγής Νταΐκος, Γεώργιος Νταΐκος διά τους δύο Αναγνώστης Νταΐκος
Μήτρος Φλόρος δι’ αυτόν Α. Μποβόπουλος Χρήστος Ταΐκος
Ιω. Μιχαήλ Αθανάσιος Μανός
Γεώργιος Ρούσης Γεώργιος Τζηράκης
Μήτρος Τζηράκης Μήτρος Μανός
Διά τους άνωθεν πέντε αριθμόν κατ’ αίτησίν τους Α. Μποβόπουλος
Κωνσταντής Κοντός και διά τον αγράμματον κατ’ αίτησίν του Αν. Γ. Σακκολέβα
Παναγιώτης Καρατζιάς Γεώργης Τζιώκος
Νικολής Τζιωτάκης Θανάσης Μανεσιώτης, διά τους ειρημένους τέσσαρους αγραμμάτους Αναγνώστης Νταΐκος
Γεώργιος του Σωτήρου Γεώργιος … διά τον αγράμματον χειρ. Α. Βαβούρης
Σπύρος Ντούβος διά Αθανασίου Μπεβάρδου Ιερέως
Μιχάλης Μαρασόνας διά Αθανασίου Μπεβάρδου Ιερέως
Ιωάννης Λουκαΐτης διά Αθανασίου Μπεβάρδου ιερέως

 

Χωρίον Πούτι (Μπούτι)
Γεώργιος Τζότζος Σπύρος Τζότζος
Δημήτριος Τζότζος Παναγής Τζότζος και
Τάσος Μακρής διά Γ.Κ. Γραμματικού Τάσσος Μπεκιάρης
Παναγιώτης Μπεκιάρης Παναγιώτης Μπουλμέτης
Δημήτριος Καλιαγκούρης Κόλιας Πανάγου και
Παναγής Σκαλτζάς διά Αθανασίου Μπεβάρδου

 

Χωρίον Πυργέλλα
Ανδριανός Μακρής Π. Μακρής
Ανδρ. Α. Νανόπουλος Αναγνώστης Νανόπουλος
Γεώργιος Φωτόπουλος διά Π. Μακρυπουκαμίσου
Γεώργιος Π. Καχριμάνης Πέτρος Καχριμάνης
Δημήτριος Π. Καχριμάνης Κωνσταντής Π. Καχριμάνης
Γεώργιος Θηβαίος Ιωάννης Φωτόπουλος διά χειρός Ν. Π. Μακρυπουκαμίσου
Γεώργιος Ντρίτζας Χαράλαμπος Μπάλιος
Ιωαν. Μπάλιος Γεώργιος Μητρόπαπας
Ευθύμιος Μητρόπαπας διά Α. Α. Χρηστόπουλου ;
Δημήτρης Φράγκος Κων-νος Φράγκος
Αναστάσης Φράγκος Δημήτριος …… διά ……
Νικόλαος Ρουμελιώτης Δημήτριος Κόντος Ντροπολιτζιώτης
Γεώργης Μπαμπουρόνης Τάσσος Χελιώτης
Γεώργιος Χ. Μπάλιος Δημήτριος Ιω. Φωτοπούλου
Νικολής Καριβίτζας ; Ν. Θανάσης Μπογανάς
Διά τους άνωθεν οκτώ αγραμμάτους κατ’ αίτησίν των διά Ανδρ. Α. Νανοπούλου
Σταύβρος Κοντομήτρου Γιώργης Στάβρου Κοντομήτρου
Νικόλαος Μακρυπουκάμισος Κωνσταντής Γ. Μητρόπαπας διά χειρός Σταύβρος Κοντομήτρου
Γεώργιος Γεωργαντάς διά του Ανδ. Α. Νανοπούλου.

 

Χωρίον Δαλαμανάρα
Σπύρος Ζέρβας Αναστάσης Καπυρλόκης
Παναγιώτης Τασόπουλος Κωνσταντής Κοντιλάρος
Αναστάσης Σκαρπέντζος Γεώργιος Γιανόπουλος
Παναγής Σταβρόπουλος Γεώργιος Σταβρόπουλος
Μήτρος Βλάχος διά χειρός Σπύρος Μουσταήρα ως αγράμματοι
Νικόλαος Ζέρβας Τάσος Γκουτζούλης
Γεώργιος Τακανίκος Βασίλης Κρανιδιώτης
Γεώργιος Τζότος ; και Μίχος Ταγαράς διά χειρός Ν. Ζέρβα
Αναγν. Καββαθάς Νικολής Τζινάπης ;
Ανδριανός Κοκίνης Γιάννης Ντριτζόπουλος ;
Γιάννης Χιρόπουλος Βασίλης Ντέτες
Κυριάκος Κουκουμέλος Κωνσταντής Φλίγκος
Μήτρος Παπαδόπουλος ως αγράμματοι διά χειρός Αναγν. Καββαθάς
Ανδριανός Καββαθάς Κωνσταντής Καββαθάς διά χειρός Α. Καββαθάς
Αναγν. Τασόπουλος Γεώργιος Καραχάλιος, Κων-νος Γ. Καραχάλιος
Γεώργιος Ρούσος Αναστάσης Ρούσος
Σωτήρος Κακουργιότης Κων-νος Κακουργιότης ;
Ανδριανός Μήτζουλης Παναγής Μήτζουλης
Γεώργιος Μουέγιος ; και Γιάννης Μυλωνάς διά χειρός Κων-νου Γ. Καραχάλιου
Γεώργιος Τασόπουλος Τάσος Μόρος
Γεώργιος Ρόκιζας Αθανάσης Αργοιδίτης
Γεώργιος Κουμέλος Στάθης Κακουργιώτης
Γιάννης Καλιακούρης Τάσης Κολητούρης
Τάσος Προνοπάτης ; και Παναγιώτης Πεβεράτος διά χειρός Γεωργίου Τασόπουλου
Θανάσης Κουμάκης Γεώργιος Πατζάλης
Μήτρος Πιπάλας ; Μήτρος Τακανίκος και
Γεωργάκης Κατζούλης διά χειρός Θεοδώρου Τασόπουλου
Ηλίας Δεληγραμάτης Παναγιώτης Μανιάτης
Τάσος Ανυφαντής Παναγής Κατζούλης
Γεώργιος Γκουμάτζης Αθανάσιος Παηβανάς
Αντώνιος Παηβανάς Ιωάννης Καββαθάς
Ιωάννης Σκουντούμης Ανδριανός Κατζούλης
Γεώργιος Κολιάτζης Ανδρέας Μόρος
Παναγιώτης Ρούσσος Λάζος Βούργαρης και
Ιωάννης Κρανιδιώτης διά χειρός Ηλία Δεληγραμμάτη
Τζίριος Μουσταήρας Γεώργιος Μουσταήρας
Σπύρος Μουσταήρας Παναγιώτης Σκαρπέντζος
Βασίλης Μουσταήρας και Μήτρος Μουσταήρας διά χειρός Σπύρου Μουσταήρα

 

Ο πάρεδρος του χωρίου Νταλαμανάρας επικυροί την γνησιότητα των άνωθεν υπογραφών, των μεν ιδιοχείρως υπογεγραμμένων, των δε αγραμμάτων όντων δι’ όλων απάντων του χωρίου τούτου.

Ο Ειδικός πάρεδρος του χωρίου Νταλαμανάρας (Τ.Υ.) Αναγν. Τασσόπουλος


Χωρίον Αυδήμπεϊ
Παππά Αθανάσιος Μπεβάρδος Γεωργάκης Κώστενας
Αντώνης Δάνενας Σπύρος Δάνενας
Γεώργιος Δάνενας Σπύρος Δόκος
Διά τους αγραμμάτους δε εγράφησαν διά χειρός Παπά Αθανασίου Μπεβάρδου
Ανδρίκος Μπαβέλας Δημήτριος Μπαβέλας
Πέτρος Μπαβέλας Γεώργιος Μπαβέλας
Νικολής Μπαβέλας Κολιάκης του Χρήστου
Ιωάννης Κολιάκης του Χρήστου Μιχάλης Κολιάκης του Χρήστου
Γεώργιος Μπεβάρδος κσι Δημήτριος Λιόλιος διά Νικολάου Μπαβέλα
Νικόλαος Γραμματικού Νικόλαος Λιόλιος
Γεώργιος Λιόλιος Τάσος Κοντοθανάση
Θανάσης Κοντός Παναγιώτης Κοντοθανάσης
Αθανάσιος Χατζάρας διά του Ν. Γραμματικού Σπύρος Γραμματικού
Γ. Χ. Μπολόσης Α. Σουρίλος
Θεοδόσιος Λιόλιος Γεώργιος Μυλωνάς διά χειρός Παπά Αθανασίου Μπεβάρδου

 

Ο πάρεδρος του χωρίου Αυδήμπεϊ επικυροί την γνησιότητα των άνωθεν υπογραφών, των μεν ιδιοχείρως υπογεγραμμένων, των δε αγραμμάτων όντων δι όλων απάντων του χωρίου τούτου. Ο Ειδικός πάρεδρος του χωρίου Αυδήμπεϊ Χρήστος Μπολόσης διά Γ. Χ. Μπολόση.

 

Χωρίον Μπούτη
Δημήτριος Ντούλιος Παναγής Ντούλιος
Θεοδόσης Καλιαγκούρης Γεώργιος Δαμιανός
Ιωάννης Πλατής Αγκελής Ντοροβίνης και
Δημήτριος Δαλαμαναριώτης διά Νικολάου Μπαβέλα
Γεώργιος Κακάνης Μίχος Καλατζής
Μίχος Βαβούρης Τάσης Αποστόλη και
Αποστόλης Καραήσκος ; διά Γ. Κ. Γραμματικού

 

Ο Δήμαρχος Μηδείας επικυροί το γνήσιον των όπισθεν υπογραφών των ειδικών παρέδρων των εις την περιφέρεια του Δήμου μου γενομένων, των μεν Γρηγορίου Ευσταθοπούλου και Γεωργίου Παππά Ιωάννου υπογραφέντων ιδιοχειρός των, των δε Μίχου Δήμα υπογραφέντος διά του υιού του Δημητρίου, Αθανασίου Σιαταρλή υπογραφέντος διά του Γεωργίου Τζιμπουροπούλου, Ιωάννου Καραχάλιου διά του υιού του Δημητρίου, Ιωάννου Μπιλίνη διά του Παναγή Μπιλίνη και Χρήστου Μπολόση διά Γεωργίου υιού του, ως αγραμμάτων κατά την προσωπικήν ομολογίαν

Μέρμπακα την 18 Οκτωβρίου 1843

Ο Δήμαρχος (Τ.Υ.Σ) ……… Παπά Γεωργίου

                              ——————————

Ο Δήμαρχος Ιναχίας επικυροί τας εν τη παρούση αναφορά υπαρχόντων υπογραφών των κατοίκων του χωρίου Χώνικα ημετέρου Δήμου, υπογραφέντων άλλων μεν ιδιοχειρός των, άλλων δε δι’ άλλων, κατά την προσωπικήν των  ομολογίαν.

Εν Χώνικα την 19 Οκτωβρίου 1843

Ο Δήμαρχος (Τ.Υ.Σ.) Γ. Σακολέβας

Υπέγραψαν το έγγραφο στις 14 Οκτωβρίου 1843 από Δεντρά 25 κατ. Ειδικός πάρεδρος του χωρίου Δενδρών Μίχος Δήμας διά του υιού του Δημητρίου

  • Πουλακίδα 33 Ειδικός Πάρεδρος Αθανάσιος Σιατηρλής διά χειρός Γεωργίου Τσιμπουροπούλου
  • Μπάρδη και Δούσια 23 Ειδικός Πάρεδρος ……
  • Μάνεσι 26 Ειδικός Πάρεδρος Μίχος Δήμας διά του υιού του Δημητρίου
  • Παναρίτη 27 Ειδικός Πάρεδρος Ιωάννης Καραχάλιος διά του υιού του Δ. Ιωαν. Καραχάλιος
  • Πλατανίτη 34 Ειδικός Πάρεδρος Ιωάννης Μπιλίνης
  • Κούτζι 23 Ειδικός Πάρεδρος Αναστάσης Ράπος ;
  • Κατσίγκρι 19 Ειδικός Πάρεδρος Αναστάσιος Γεωργόπουλος διά του υιού του Αναγν. Γεωργόπουλος
  • Κοφίνι 41 Ειδικός πάρεδρος Χρίστος Σμυρνιώτης διά χειρός Παναγιώτη Λ. Μακρή
  • Ανυφί 64 – Χώνικα 24 – Μπούτι 11 – Πυργέλα 33 – Δαλαμανάρα 74 – Αυδήμπεη 28 – Μπούτη 12. Υπέγραφαν συνολικά 494 άτομα.

Παραθέτουμε και τα από 14.10.1843 πιστοποιητικό του Παρέδρου Μάνεσι Μίχου Δήμα, ο οποίος πιστοποιεί ότι το χωριό έχει 19 οικογένειες.

Ο Ειδικός Πάρεδρος του χωρίου Μάνεσι

Πιστοποιεί

Ότι εις το υπό την παρεδρικήν μου διεύθυνσιν μνησθέν χωρίον Μάνεσι ευρίσκονται πραγματικώς δέκα εννέα οικογένειαι κατοίκων, οι οποίοι κατά τας κοινοποιηθείσας περί εκλογής οδηγίας από την προϊσταμένην αρχήν, συναισθανόμενοι ότι ως εκ του αριθμού των έχουν εκ του Νόμου το δικαίωμα διά ένα εκλογέα, συνελθόντες εξελέξαντο διά τακτικής και Νομίμου ψηφοφορίας ως τοιούτον  τον συγχώριόν των Μίχον Ξύδην, διά να τους αντιπροσωπεύση εις την εκλογικήν σύνοδον της Επαρχίας Ναυπλίας.

Επειδή δε εγένετο λόγος εις την εκλεκτικήν συνάθροισιν ότι το ρηθέν χωρίον, ως μη έχον δέκα πέντε οικογενείας δεν έχει δήθεν το δικαίωμα να πέμψη εκλογέα, απαριθμούνται και τα ονόματα των οικογενειών και κατοίκων εις το ρηθέν χωρίον Μάνεσι: εις βεβαίωσιν ούτινος ανήκει

Τη 14 8βρίου 1843 Εν Μάνεσι

1. Μίχος Δήμας 2. Παπά Δημήτριος Κυμπούρης
3. Μίχος Ξύδης 4. Παναγιώτης Καραμάνος
5. Μίχος Ζέρβας 6. Ανδριανός Ξύδης
7. Α ; Ζέρβας 8. Δ. Δημόπουλος
9. Γ. Ζέρβας 10. Γεώργιος Π. Καραμάνος
11. Γεώργιος Καραμάνος 12. Γιάννης Καραμάνος
13. Τάσος Καραμάνος 14. Μήτρος Σωτήρος
15. Μήτρος Π. Καραμάνος 16. Παναγιώτης Γ. Καραμάνος
17. Τάσος Π. Καραμάνος 18. Μίχος Μποταΐτης
19. Ιωάννης Μποταΐτης 20. Γιάννης Τζάτζαρης
21. Τάσος Δήμας 22. Παναγιώτης Μ. Δήμας
23. Γιάννης Μ. Δήμας 24. Χρήστος Μ. Δήμας
25. Μήτρος Π. Καραμάνος 26. Αδριανός Γ. Νότη

 

Ο Ειδικός Πάρεδρος του χωρίου Μάνεσι πιστοποιεί ότι το χωρίον τούτο σύγκειται από δέκα εννέα οικογενείας. Οι δε έχοντες δικαίωμα ψήφου είναι τον αριθμόν είκοσι και εξ άτομα.

Ο Ειδικός πάρεδρος του χωρίου Μάνεσι Μίχος Δήμας, αγράμματος ων κατ’ εντολήν του Γεώργιος Μ. Τσιμπουρόπουλος.

Ο Δήμαρχος Μηδείας επικυροί το γνήσιον των άνω υπογραφών του ειδικού Παρέδρου του χωρίου Μάνεσι  Μίχου Δήμα, υπογραφέντος ως αγραμμάτου διά του Γ. Μ. Κυμπουροπούλου

Μέρμπακα την 16 Οκτωβρίου 1843       Ο Δήμαρχος (Τ.Υ.Σ.) Παπά Γεωργίου

Επίσης το από 5 Απριλίου 1829 έγγραφο των κατοίκων του χωριού Μπούτι, οι οποίοι εξέλεξαν εκλέκτορα τον Ανδρίκο Αθανασίου Μπεκιάρη.

Προς τον Έκτακτον Επίτροπον της Αργολίδος

Ελάβαμεν την Διαταγήν της Δημ. μαζί με τας της Σ. – Κ τον υπ’ αριθ. 10051 δεν ελλείψαμεν να συναχθώμεν εις τας πέντε του Απριλίου εις την εκκλησίαν του χωρίου μας και εκλέξαμεν συμφώνως διά εκλέκτορα του χωρίου μας, άνδραν τίμιον, ενάρετον, υποληπτικόν καθ’ όλα μας τον κύριον Ανδρίκον Αθανασίου Μπεκιάρη, έδωσε λόγον τιμής του και ωρκίσθη εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, όπου δεν θέλει δώσει  την ψήφον του ούτε διά φιλίαν, ούτε διά μίσος, ούτε δι’ ελπίδα προσωπικού κέρδους, αλλά κατά συνείδησιν χωρίς προσωποληψίαν, τον οποίον θέλει τον εγνωρίσει η έκτακτος Επιτροπή και αυτή τον ήθελε τον αριθμήσει μετά των λοιπών εκλογέων της επαρχίας διά να κάμουν την ψηφοφορίαν των πληρεξουσίων της Επαρχίας. Και μένομεν με όλον το Σέβας.

Τη 5 Απριλίου 1829 Μπούτι

1. Παπά Ανδριανός Σωτηρόπουλος εφημέριος 2. Κόλιας του Πανάγου
3. Παναγής του Κόλια 4. Μήτρος Τούλιος
5. Γιάννης του Πλατή 6. Σπύρος του Πλατή
7. Τάσος Μπεκιάρης 8. Παναγιώτης Μπεκιάρης
9. Παναγιώτης του Πανάγου 10. Δαμιανός Πλατής
11. Γεώργιος Δαμιανού 12. Μήτρος Δαμιανού

Ίσον απαράλλακτον τω πρωτοτύπω σωζομένω εις τα αρχεία του Διοικητηρίου

Ναύπλιον την 21 Οκτωβρίου 1843

Ο Γραμματεύς της Διοικήσεως (Τ.Υ.Σ.)

 Παραθέτουμε, επίσης, και τα δυο εκλογικά έγγραφα με ημερομηνία 19 και 26 Σεπτεμβρίου 1843 του χωρίου Πυργέλλα από τα οποία αποδεικνύεται η νομιμότητα της εκλογής του Γ.Π. Καχριμάνη και όχι του Α. Μακρυπουκάμισου.

Αγαθή Τύχη

Σήμερον την 19 Σεπτεμβρίου εν τω χωρίω Πυργέλα της Επαρχίας Ναυπλίου συγκροτηθείσης της συναθροίσεως των εχόντων… πολίτας, οίτινες είναι οι εφεξής:

 

1. Παπά Γεώργιος Μητρόπαπας 2. Παύλος Α. Μακρυπουκάμισος
3. Γεώργιος Μιχαήλ 4. Αναγνώστης Μακρυπουκάμισος
5. Ιωάννης Α. Μακρυπουκάμισος 6. Γεώργιος Μητρόπαπας
7. Γιαννάκος Μητρόπαπας 8. Κωνσταντής Κοτζακόπουλος
9. Νικόλαος Παναγιώτου 10. Πέτρος Καχριμάνης
11. Ιωάννης Καραγιάννης 12. Σπύρος Μπάλιος
13. Δημήτριος Τρίτζας 14. Δημήτριος Καχριμάνης
15. Αναστάσιος Θεοδώρου 16. Γεώργιος Κατζάμπας
17. Αθανάσιος Δ. Πύρου 18. Γιαννάκος Μπάλιος
19. Ανδριανός Παναγιώτου  

 

Επικυρωθέντος δε του καταλόγου  υποψήφιοι:

Αναγνώστης Μακρυπουκάμισος – Γεώργιος Κατζάμπας – Πέτρος Καχριμάνης – Κων-νος Κοτζακόπουλος .

Έλαβον: Μακρυπουκάμισος Αναγνώστης υπέρ 21 κατά 0.

Γεώργιος Κατζάμπας υπέρ 0 κατά 21

Πέτρος Καχριμάνης υπέρ 0 κατά 21

Κωνσταντής Κοτζακόπουλος υπέρ 0 κατά 21

Επομένως ανεγνωρίσθη ως εκλογεύς νόμιμος ο λαχών την πλειοψηφίαν Αναγνώστης Μακρυπουκάμισος.

Επί τούτοις συνετάχθη και υπεγράφη κατά τον Νόμον η παρούσα πράξις.

Ο Ιερεύς: Παπά Γεώργιος Μητρόπαπας

Ο Πρόεδρος: Α. Μακρυπουκάμισος

Τα επί της συντάξεως του καταλόγου μέλη Γεώργιος Κατζάμπας – Κωνσταντής Κοτζακόπουλος (Πέτρος Καχριμάνης και Γεώργιος Μητρόπαπας, ως αγράμματοι διά χειρός Παπά Γεωργίου Μητρόπαπα).

Ίσον απαράλλακτον τω πρωτοτύπω αυθημερόν.

Ο Ιερεύς: Παπά Γεώργιος Μητρόπαπας

Ο Πρόεδρος: Αναγνώστης Μακρυπουκάμισος

Τα επί της συντάξεως του καταλόγου πέντε μέλη Γιαννάκος Μητρόπαπας, Πέτρος Καχριμάνης και Γεώργιος Μητρόπαπας ως αγράμματοι διά χειρός Παπά Γεωργίου Καχριμάνη.

Κωνσταντής Κοτζακόπουλος και Γεώργιος Κατζάμπας

Διά το ακριβές της αντιγραφής

Εν Ναυπλίω την 8 Νοεμβρίου 1843

Ο Διοικητής Αργολίδος (Τ.Υ.Σ.) Κων-νος Ράδος

Αγαθή Τύχη

Σήμερον την εικοστήν έκτην Σεπτεμβρίου εν τω χωρίω Πυργέλλα της Επαρχίας Ναυπλίου συγκροτηθείσης της συναθροίσεως των εχόντων δικαίωμα ψήφου κατοίκων του χωρίου προς εκλογήν των εκλογέων κατά την από 7 Σεπτεμβρίου εγκύκλιον του Υπουργικού Συμβουλίου και κατά το άρθ. 3 του υπ’ αριθ. 10049 ΚΓ΄ ψηφίσματος και τας υπ’ αριθ. 10050 οδηγίας των 4 Μαρτίου 1829 ο Ιερεύς εφημέριος του χωριού κατέγραψα τους παρευρισκομένους πολίτας, οίτινες είναι οι εφεξής:

 

1. Πέτρος Μακρυπουκάμισος 2. Γεώργιος Καχριμάνης
3. Σταύρος Κοντομήτρος 4. Αναγνώστης Νανόπουλος
5. Αδριανός Μακρυπουκάμισος 6. Νικόλαος Μακρυπουκάμισος
7. Γεώργιος Φωτόπουλος 8. Ιωάννης Φωτόπουλος
9. Δημήτριος Ιωαν. Φωτόπουλος 10. Κων-νος Φράγκος
11. Δημήτριος Φράγκος 12. Χαράλαμπος Μπάλιος
13. Κων-νος Καχριμάνης 14. Γεώργιος Χαρ. Μπάλιου
15. Πέτρος Καχριμάνης 16. Γεώργιος Θηβαίος
17. Γιαννάκος Μπάλιος 18. Αναστ. Φράγκος
19. Γεώργιος Σταύρ. Κοντομήτρου 20. Ανδρέας Νανόπουλος
21. Νικόλαος Ρουμελιώτης 22. Δημήτριος Κοντός Τριπολιτζιώτης
23. Γεώργιος Μπερμπατιώτης 24. Τάσος Χελιώτης
25. Γεώργιος Κ. Φράγκου 26. Ιωάννης Γ. Φωτόπουλος
27. Αδριανός Παναγιώτου 28. Νικόλαος Παναγιώτου
29. Ευθύμιος Μητρόπουλος 30. Δημήτριος Δρίτζας

 

Επομένως  δυνάμει του από 3 Σεπτεμβρίου 1843 Βασ. Διατάγματος οι ανωτέρω πολίται εξέλεξαν Πρόεδρον της εκλεκτικής ταύτης συναθροίσεως τον κύριον Πέτρον Μακρυπουκάμισον μέλη δε τους γεροντοτέρους κυρίους Δημήτριον Φράγκον, Αναγνώστην Νανόπουλον, Γεώργιον Φωτόπουλον, Πέτρον Καχριμάνην, Χαράλαμπο Μπάλιο. Και επιθεωρηθέντος του καταλόγου διά της πλειοψηφίας της συναθροίσεως η Συνέλευσις εκηρύχθη νόμιμος και δοθέντος του κατά το άρθρ. 5 των οδηγιών όρκου κατεστρώθη κατά το άρθρον 6 ο κατάλογος των υποψηφίων εις αριθμόν τετραπλούν των ασφαλησομένων από το χωρίον εκλογέων, οίτινες είναι οι εξής: Αναγνώστης Νανόπουλος – Πέτρος Μακρυπουκάμισος – Γεώργιος Φωτόπουλος – Γεώργιος Πέτρου Καχριμάνης .

Και τούτων ψηφοφορηθέντων έλαβον:

Αναγνώστης Νανόπουλος υπέρ 0 κατά 30

Πέτρος Μακρυπουκάμισος υπέρ 0 κατά 30

Γεώργιος Φωτόπουλος υπέρ 0 κατά 30

Γεώργιος Πέτρου Καχριμάνης υπέρ 30 κατά 0.

Μετά δε ταύτα ανεγνωρίσθη ως εκλογεύς νόμιμος του χωρίου Πυργέλλας ο λαχών την πλειοψηφίαν κύριος Γεώργιος Πέτρου Καχριμάνης.

Επί τούτοις συνετάχθη και υπεγράφη κατά τον Νόμον η παρούσα πράξις.

Ο Ιερεύς εν απουσία δε αυτού ο γειτονικός Παππά Δημήτριος Παππά Χριστόπουλος.

Ο Πρόεδρος:Π. Μακρής.

Τα επί της συντάξεως του καταλόγου πέντε μέλη: Α. Νανόπουλος, Δημήτριος Φράγκος, Γεώργιος Φωτόπουλος, Χαράλαμπος Μπάλιος και Πέτρος Καχριμάνης διά τους τρεις αγραμμάτους τους υπέγραψα εγώ ο Ηλίας Δελαγραμμάτης.

 Διά το ακριβές της αντιγραφής την 25 Οκτωβρίου 1843. Ο Πάρεδρος του χωρίου Πυργέλλας (Τ.Υ.) Π. Μακρής.

Επικυρούται η γνησιότης της ανωτέρω υπογραφής του ειδικού παρέδρου του χωρίου Πυργέλας Πέτρου Μακρή. Άργος την 4. Νοεμβρίου 1843. Ο εκτελών τα δημοτικά καθήκοντα Βος Δημαρχικός πάρεδρος Αργείων (Τ.Υ.Σ.) Γ. Αλπανόπουλος.

Συμμετείχαν στην Α΄ Εθνοσυνέλευση (3ης Σεπτεμβρίου 1843) 5.11.1843 – 18.3.1844 οι εξής Πληρεξούσιοι: από την Πόλη του Ναυπλίου οι: Σπυρίδων Παπαλεξόπουλος και Π. Γ.  Ρόδιος, από τα χωριά της Επαρχίας Ναυπλίας οι Ιωάννης Κωλέττης και Μιχαήλ Ιατρού, από τις επαρχίες Άργους οι Χρήστος Βλάσσης και Δημήτριος Περρούκας και από την Επαρχία Κορινθίας οι: Πανούτσος Νοταράς. Γεώργιος Νοταράς, Αριστείδης Ρέντης, Α. Πρωτοπαππάς, Γεώργιος Ιωάννου και Αναγνώστης Ελευθερίου. Αυτή συνέταξε και ψήφισε το Σύνταγμα του 1844, αποτελούμενο από 107 άρθρα και το Νόμο για την εκλογή των Βουλευτών.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Τα παραπάνω αναφέρονται στο βιβλίο των: Μαγδαληνής και Θεοδώρου Ιωαν. Γαλάνη «3Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1843. Εκλογή εκλεκτόρων και πληρεξουσίων της Επαρχίας Γορτυνίας» 16 Αρκαδική Βιβλιοθήκη, Εκδόσεις ΦΥΛΛΑ σ. 9-10 και 312, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

[2] ΓΑΚ Κ047 Συλλογή  Λαδά «Εκλογικά Άργους Φ4 Υποφ. 7 και Εφημ: «ΑΙΩΝ» Φ475/3.10.1843

[3] ΓΑΚ Μικρές Συλλογές Κ047. Αρχείο Γ. Λαδά. Εκλογικά Κορινθίας. Φ20.

[4] Ηλίας Χρ. Ξενοφών και Ηλία Ξεν. Ζωή «Ο τέως δήμος Κλεωνών Κορινθίας 19ος – 20ός αιώνας» τόμος Α΄ Αθήνα 2003, σ. 104 – 108.

[5] ΓΑΚ Μικρές Συλλογές Κ047. Αρχείο Γ. Λαδά. Εκλογικά Κορινθίας Φ 20 και Ξεν. Χρ. Ηλία «Ιστορικά Ανάλεκτα των χωριών του τέως Δήμου Αλέας» Αθήνα 1994. σ.115 – 120

[6] ΓΑΚ. Αρχείο Βουλής – Γερουσίας. Συλλογή Γ. Λαδά (1843 – 1862) Φ 1α και Εφημ: «ΑΙΩΝ» Φ 479/17.10.1843

[7] Μέσα σε παρένθεση η σημερινή ονομασία των χωριών και ο αριθμός των οικογενειών το έτος 1830. ΓΑΚ Γενική Γραμματεία Φ253Β έγγ. 169 – 170

 

Ξενοφών Χρ. Ηλίας, Σχολικός Σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπ/σης ε.τ.

Ζωή Ξεν. Ηλία, Δασκάλα


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις Tagged: 3η Σεπτεμβρίου 1843, Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek History, Άργος, Άργος - Ιστορικά, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Επανάσταση 1843, Εθνοσυνέλευση, Εκλογές, Ζωή Ηλία, Ηλίας Χρ. Ξενοφών, Ιστορία, Καλλέργης Δημήτριος, Στρατιωτικοί

Οι Σαινσιμονιστές στο Ναύπλιο

$
0
0

Οι Σαινσιμονιστές στο Ναύπλιο


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του Δρ. Κωνσταντίνου Γκότση,  με θέμα: Οι Σαινσιμονιστές στο Ναύπλιο*


Η ιστορία της άφιξης των σαινσιμονιστών στην Ελλάδα στα χρόνια της Επανάστασης του ’21 και ιδίως στα χρόνια του Όθωνα είναι αρκετά περίπλοκη, με την έννοια ότι πλήθος παραγόντων τους ώθησαν να κινηθούν όπως κινήθηκαν. Ο πρώτος από αυτούς, ο Graillard, έρχεται στην Ελλάδα, μαζί με άλλους φιλέλληνες, τον Νοέμβριο του 1821 και συμμετέχει ενεργά σε διάφορες πολεμικές συγκρούσεις, μαχόμενος στο πλευρό των Ελλήνων.1 Κατά μικρά διαστήματα επιστρέφει στη Γαλλία, στο πλαίσιο της εκτέλεσης ορισμένων αποστολών που αφορούσαν την Ελλάδα. Τον Μάιο του 1833 διορίζεται Αρχηγός της νεοϊδρυθείσας Χωροφυλακής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το υπόμνημα που συνέταξε στα τέλη του 1834 – αρχές του 1835 και απηύθυνε προς τον Όθωνα, στο οποίο διατυπώνονταν σκέψεις και προτάσεις για τη βελτίωση της κατάστασης στην Ελλάδα. Είναι προφανές ότι στο υπόμνημα αυτό έχει επηρεαστεί από τις απόψεις των σαινσιμονιστών. Ο Graillard δεν έφυγε ποτέ από την Ελλάδα μέχρι τον θάνατό του το 1863, στην Κηφισιά.2

Henri de Saint-Simon (1760 - 1825). Γάλλος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, ένας από τους πρωτοπόρους των σοσιαλιστικών ιδεών.

Henri de Saint-Simon (1760 – 1825). Γάλλος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, ένας από τους πρωτοπόρους των σοσιαλιστικών ιδεών.

Τον Σεπτέμβριο του 1825 φθάνει στην Ελλάδα ο γιατρός Bailly,3 ο οποίος είχε διατελέσει στον στενό κύκλο των οπαδών του Σαιν-Σιμόν. Λίγο νωρίτερα, στις 19 Μαΐου 1825, πεθαίνει στο Παρίσι ο Σαιν-Σιμόν και ο επικήδειος εκφωνείται από τον Bailly.4 Ο τελευταίος παρέμεινε στην Ελλάδα μέχρι και τα τέλη του 1829,5 όπου και συμμετείχε ενεργά στα πράγματα, κυρίως υπό την ιδιότητα του γιατρού.6  Έλαβε ενεργά μέρος στην αντιμετώπιση ζητημάτων υγείας που προέκυψαν στα χρόνια τού αγώνα, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, ενώ παράλληλα διατύπωσε προτάσεις για την οργάνωση της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα.7 Αυτοί οι δύο φαίνεται ότι αποτελούν ατομικές περιπτώσεις, και επίσης ότι στην απόφασή τους αυτή για τον ερχομό τους στην Ελλάδα συνέβαλε κυρίως το κίνημα του φιλελληνισμού στην Ευρώπη, με το οποίο συνέπλεαν οι απόψεις του Σαιν-Σιμόν.8

Οι υπόλοιποι, που έφυγαν από τη Γαλλία μετά το 1832, εντάσσονται στο γενικότερο ρεύμα φυγής των σαινσιμονιστών προς την Ανατολή.9 Στα έτη 1833-34 καταφθάνουν λοιπόν διαδοχικά στο Ναύπλιο διάφοροι σαινσιμονιστές, όπως ο Γουσταύος Εϊχτάλ,10 ο εξάδελφός του Γουλιέλμος Εϊχτάλ, ο Alexandre Roujoux,11 ο Victor Bertrand, ο Jourdan, ο Delaurie. Ουσιαστικά, μόνο κατά την περίοδο αυτή μπορούμε να μιλάμε για ομάδα σαινσιμονιστών, όπως άλλωστε αυτό έγινε αντιληπτό και από την Αντιβασιλεία των Βαυαρών.

Η αντίδραση των Βαυαρών

Ο Κωλέττης, αρχηγός του λεγόμενου «Γαλλικού» κόμματος, το 1833 είναι υπουργός των Ναυτικών και από τον Οκτώβριο του 1833 υπουργός των Εσωτερικών.12 Κατά την περίοδο 1833-35 ο Κωλέττης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις και ενισχύει τους σαινσιμονιστές που βρίσκονται στο Ναύπλιο.13 Είναι αυτός στον οποίο απευθύνονται οι σαινσιμονιστές και διαμεσολαβεί στην κατάληψη θέσεων στον κρατικό μηχανισμό. Ο Κωλέττης συμπράττει με τους Γάλλους σαινσιμονιστές, κυρίως γιατί είναι Γάλλοι και όχι γιατί συμπλέει ιδεολογικά μαζί τους.

Ο κρατικός θεσμός που συγκροτείται εκείνη την περίοδο με έντονη παρουσία των σαινσιμονιστών είναι το «Γραφείον Δημοσίας Οικονομίας».14 Σημειώνεται ότι μεταξύ των τριών συμβούλων του, οι δύο είναι Γάλλοι σαινσιμονιστές, ο Γουσταύος Εϊχτάλ και ο Roujoux· ο τρίτος είναι Έλληνας, ο Νικόλαος Πονηρόπουλος. Το Γραφείο αυτό, εκτός από τις στατιστικές μελέτες-στοιχεία, αναλαμβάνει και άλλες αρμοδιότητες, όπως η υποβολή προτάσεων και γνωμοδοτήσεων, επιφορτίζεται τα σχετικά με τον αποικισμό εντός Ελλάδας ζητήματα (τόσο Ελλήνων, όσο και των «αλλογενών»), διερευνώντας και προτείνοντας τους κατάλληλους για αποικισμό τόπους, λαμβάνοντας υπόψη το επάγγελμα των υποψηφίων αποίκων, αλλά και διαπραγματευόμενο με «συντροφιές» και μεμονωμένα άτομα, που θέλουν να κατοικήσουν στην Ελλάδα.15

Η ανάγνωση του διατάγματος για τη σύσταση του «Γραφείου Δημοσίας Οικονομίας» δείχνει ότι στους στόχους του έχουν ενσωματωθεί κάποιες ιδέες των σαινσιμονιστών· ιδίως ο αποικισμός ορισμένων επιλεγμένων τμημάτων της Ελλάδας από ευρωπαίους, με τη δημιουργία νέων κοινοτήτων, στις οποίες θα ζούσαν και θα εργάζονταν οι άποικοι αυτοί.16

Η παρουσία όμως των σαινσιμονιστών στο Ναύπλιο, και κυρίως η γενικότερη εικόνα που εξέπεμπε το κίνημά τους στην Ευρώπη, προκάλεσαν την αντίδραση των Βαυαρών. Όπως κάθε εξουσία που «σέβεται» τον εαυτό της, η Αντιβασιλεία ανακάλυψε τη συνωμοτική τους δράση και την εν γένει αξιόποινη συμπεριφορά τους, αποδίδοντάς τους παράβαση ορισμένων άρθρων του «Ποινικού Νόμου».17 Στο σχετικό έγγραφο της Αντιβασιλείας γίνεται λόγος για «Σαινσιμωνική αίρεση», της οποίας τα μέλη συνεδριάζουν μυστικά και χωρίς άδεια στο Ναύπλιο, ζητείται δε από το αρμόδιο Υπουργείο Εσωτερικών η διενέργεια έρευνας και η τιμωρία των ενόχων και συνενόχων. Ο Κωλέττης με εκτενές υπόμνημά του προς την Αντιβασιλεία ανέλαβε την υπεράσπισή τους, δηλώνοντας ότι δεν υφίσταται πλέον η «Σαινσιμωνική εταιρία».18 Αναφέρεται δε ονομαστικά σε πέντε από αυτούς,19 επισημαίνοντας ότι έχει πλήρη εμπιστοσύνη στην υπόσχεση του Εϊχτάλ, αλλά και απόλυτη βεβαιότητα ότι δεν συμμετέχει σε οποιαδήποτε μυστική συνεδρίαση.

Έξι μέρες μετά την επιστολή του Κωλέττη και παρά τις διαψεύσεις του ακολούθησε εκδόθηκε νέα διαταγή της Αντιβασιλέας, με την οποία αποφασίστηκε η παύση του Εϊχτάλ.20 Ο Κωλέττης απάντησε στην παραπάνω «βασιλικήν διαταγήν», ζητώντας να μην εκτελεστεί, προβάλλοντας επιχειρήματα υπέρ του Εϊχτάλ.21 Η Αντιβασιλεία εν τέλει, με βασιλική διαταγή της 10/22 Οκτωβρίου 1834, έκανε δεκτές τις εξηγήσεις για την αποχώρηση του Εϊχτάλ από την «Εταιρία των Σαινσιμωνιστών», και εκτιμώντας τις υπηρεσίες του αποφάσισε να παραμείνει στη θέση του στο Γραφείο.22

Όμως την ίδια περίοδο στο Ναύπλιο υπάρχουν και ορισμένοι Έλληνες που βλέπουν θετικά και είναι επηρεασμένοι από τις ιδέες των σαινσιμονιστών. Ο πιο δραστήριος από αυτούς ήταν ο Φραγκίσκος Πυλαρινός,23 ο οποίος έγραφε διάφορα σημειώματα στην εφημερίδα Ήλιος.24 Στην εφημερίδα αυτή συντάκτες ήταν οι αδελφοί Σούτσοι, ο Αλέξανδρος και ο Παναγιώτης, οι οποίοι φαίνεται να έχουν και αυτοί επηρεαστεί από τις ιδέες των σαινσιμονιστών.25 Υπάρχει επίσης ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος, που λίγο αργότερα, το 1836, θα ξεκινήσει την έκδοση της εφημερίδας «Πρόοδος».

Όσο ο Κωλέττης ήταν παρών στην Ελλάδα, λειτουργούσε ως ασπίδα προστασίας των Γάλλων σαινσιμονιστών. Τον Μάιο του 1835 ο Κωλέττης απομακρύνεται από την Κυβέρνηση και τον Αύγουστο του ίδιου έτους διορίζεται πρέσβης στο Παρίσι.26 Η παρουσία των σαινσιμονιστών εξασθενεί. Ο Εϊχτάλ έφυγε για το Παρίσι στις 11 Ιουνίου του 1835. Ο Bertrand απελάθηκε τον Μάιο του 1835.27 Ο Graillard παρέμεινε στην Ελλάδα. Ο Roujoux, ο οποίος παντρεύεται ελληνίδα,28 αρχικά ακολουθεί τον Κωλέττη στη Γαλλία ως γραμματέας του, στη συνέχεια επιστρέφει στην Ελλάδα και αγοράζει μια μεγάλη έκταση στο Χαρβάτι Αττικής (Παλλήνη), όπου και επιχειρεί να δημιουργήσει ένα πρότυπο αγρόκτημα.29

Οι σαινσιμονιστές, καθότι Γάλλοι, συνδέονται με τον Κωλέττη, αρχηγό του Γαλλικού κόμματος στην Ελλάδα. Έρχονται στην Ελλάδα όχι ως περιηγητές-επισκέπτες, αλλά ως άνθρωποι της δράσης. Για να πολεμήσουν στα χρόνια του αγώνα, για να εργαστούν στον κρατικό μηχανισμό και αλλού την εποχή της Αντιβασιλείας, θέτοντας σε εφαρμογή τις ιδέες των σαινσιμονιστών, για την οικονομική πρόοδο, όπως αυτοί την εννοούσαν. Τα αποτελέσματα, μάλλον πενιχρά. Τουλάχιστον δεν φαίνονται αυτά άμεσα ορατά.30 Αι αιτίες όμως για τη μη υλοποίηση των στόχων που έθεσαν οι σαινσιμονιστές στην Ελλάδα, τόσο μέσω του «Γραφείου Δημοσίας Οικονομίας», όσο και γενικότερα, απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση.31

 

 Υποσημειώσεις 


 

1 Ειδικότερα έλαβε μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου, στη μάχη του Πέτα, στην πολιορκία του Μεσολογγίου, στη μάχη των Μύλων στις 13 Ιουνίου του 1825, όπου και τραυματίστηκε, στη μάχη των Θηβών στις 21 Μαΐου του 1829 και στη μάχη της Πέτρας, στις 12 Σεπτεμβρίου, επίσης του 1829.

2 Σημειώνουμε επίσης ότι μετά την αποχώρηση του Αυγουστίνου Καποδίστρια, τον Μάιο του 1832, με πρόταση του Δ. Υψηλάντη, τοποθετήθηκε Γενικός Διευθυντής του Τακτικού Σώματος. Όλες οι παραπάνω πληροφορίες για τον Graillard έχουν αντληθεί από τη σχετική μελέτη της Χαρίκλειας Δημακοπούλου, «Ο σαινσιμονιστής Francois Graillard περί των ελληνικών πραγμάτων (παρατηρήσεις και προτάσεις)», Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας της Ελλάδος, τ. 22, 1979, σ. 307- 405. Σε σχέση με το υπόμνημα η Δημακοπούλου σημειώνει ότι «διετυπώθη μεταξύ Νοεμβρίου 1834 και Απριλίου 1835», ό.π., σ. 380. Σύμφωνα με τον Μπαλόγλου το υπόμνημα αυτό συντάχθηκε τον Απρίλιο του 1835. Μπαλόγλου Χρ., «Προσπάθειες διαδόσεως των ιδεών του Saint – Simon και πρακτικής των εφαρμογής στον Ελλαδικό χώρο 1825-1837», ΣΠΟΥΔΑΙ, Τόμος 53, Τεύχος 3ο, 2003, Πανεπιστήμιο Πειραιά, σ. 77-108, ιδιαίτερα σ. 92.

Από πότε όμως ξεκινά και ποια είναι η σχέση του Graillard με τον σαινσιμονισμό αποτελεί ακόμη ζητούμενο, ιδίως μέχρι και το 1833, χρόνο άφιξης των υπολοίπων. Ο Γουσταύος Εϊχτάλ σε επιστολή του με ημερομηνία 19 Μαΐου 1834 προς τον φίλο του και επιφανή σαινσιμονιστή Duveyrier (ο οποίος είχε καταδικαστεί με τον Enfantin στη δίκη των σαινσιμονιστών στη Γαλλία) αναφέρεται στον Graillard. Τον παρουσιάζει ως μαθητή και φίλο του γιατρού Bailly, μνημονεύοντας το γεγονός ότι ο Graillard ήταν την περίοδο εκείνη Αρχηγός της Χωροφυλακής. Δ. Βικέλας, Διαλέξεις και αναμνήσεις, εν Αθήναις, Έκδοσις Εστίας, 1893, σ. 265

3 Οι πληροφορίες για τον Bailly έχουν αντληθεί από τη μελέτη της Δέσποινας Προβατά, Etienne –Marin Bailly. Ένας σαινσιμονιστής στην επαναστατημένη Ελλάδα, Σοκόλης, Αθήνα 2008.

4 Η «πολιτική κηδεία» του Σαιν-Σιμόν έγινε στις 22 Μαΐου 1825 στο νεκροταφείο του Père –Lachaise στο Παρίσι. Δ. Προβατά, ό.π., σ. 19

5 Δ. Προβατά, ό.π., σ. 70

6 Σε διάφορα έγγραφα που δημοσιεύονται στα Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας και σε άλλα έγγραφα της εποχής, ο Bailly αναφέρεται επίσης ως Βαλλής, (δόκτωρ Βαλλής ή και ιατρός Βαλλής) και ως Μπαλής.

7 Για τη δράση του Bailly παραπέμπουμε στην προαναφερθείσα μελέτη της Δέσποινας Προβατά.

8 Οι φιλελληνικές απόψεις του ίδιου του Σαιν-Σιμόν είναι γνωστές. Βλ. Μπαλόγλου Χρ., ό.π., 84-85.

9 Ο Ανφαντέν, ο οποίος μετά τον θάνατο του Σαιν-Σιμόν σταδιακά αναγνωρίζεται ως ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος, με μια πολυπληθή ομάδα σαινσιμονιστών, εγκαθίσταται στην Αίγυπτο, όπου επιχειρεί να εμπλακεί στην κατασκευή των μεγάλων έργων (κατασκευή φραγμάτων στο Δέλτα του Νείλου), στην αγροτική παραγωγή και στην εκπαίδευση των μηχανικών, Picon Α., Οι σαινσιμονιστές. Ορθός λόγος, φαντασιακό, ουτοπία, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2007, σ. 140-143.

10 Από τις ίδιες τις επιστολές του Εϊχτάλ προκύπτει ότι έφτασε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1833. Βλ. Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 259-261. Το ίδιο διάστημα, στο ΦΕΚ αρ. 33 της 13ης Οκτωβρίου 1833 πληροφορούμαστε ότι ο «Βαρών Αδ. Αϊχτάλ» διορίζεται «Γενικός Πράκτωρ εις Παρίσια». Πρόκειται για τον αδελφό του Γουσταύου Εϊχτάλ.

11 Όπως πληροφορούμαστε από την προαναφερθείσα επιστολή του Εϊχτάλ, με ημερομηνία 19 Μαΐου 1834 προς τον φίλο του Duveyrier, ο Roujoux ήταν 24 ετών την εποχή εκείνη (το 1834) και εξάδελφος του Goury (επίσης σαινσιμονιστή),. Σύμφωνα πάντα με τις πληροφορίες που μας δίνει ο Εϊχτάλ, ο Roujoux ήταν «ένθερμος δημοκράτης, επολέμησε μανιωδώς εις τας οδούς των Παρισίων κατά τας ημέρας του Ιουλίου (1830). Τόση ήτο η έξαψίς του, ώστε επί τινας μήνας διέμεινεν ως έξω φρενών. Τον έστειλαν εις Ελλάδα δια να καθησυχάση εντελώς. Είχε διδαχθή τα ελληνικά παρά του Κοραή, το δίκαιον παρά του Daunou και του Legraverend. Προσεκολλήθη εις την Γαλλικήν πρεσβείαν, αλλ’ όχι επισήμως∙ προσέφερε δε μεγάλας υπηρεσίας, χάρις εις την γνώσιν του της Ελληνικής γλώσσης, την τεραστίαν δραστηριότητά του και την επιδεξιότητά του εις τας μετά των εγχωρίων σχέσεις», Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 269.

12 Ήδη μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια ο Κωλέττης ήταν μέλος της τριμελούς κυβερνητικής επιτροπής, μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τον Αυγουστίνο Καποδίστρια. Μετά την έλευση του Όθωνα ο Κωλέττης διορίστηκε υπουργός των Ναυτικών. Πολύ σύντομα όπως με το ξέσπασμα της εξέγερσης του Κρίτσαλη στην Πελοπόννησο διορίστηκε υπουργός των Εσωτερικών και του παρασχέθηκε δικτατορική σχεδόν εξουσία «ίνα κατευνάση την επανάστασιν», Γούδας Α, Βίοι Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τ. ΣΤ΄, Αθήνα 1874, σ. 272-273. Στο ΦΕΚ με αριθμ. 34 της 15ης/27ης Οκτωβρίου 1833 δημοσιεύεται το διάταγμα της 12 (24) Οκτωβρίου 1833, σύμφωνα με το οποίο: «Ο άχρι τούδε Γραμματεύς της Επικρατείας επί των Ναυτικών Κύριος Κωλέττης παύει της διοικήσεως των Ναυτικών, και διορίζεται Γραμματεύς των Εσωτερικών αντί του διορησθησομένου εις άλλην υπηρεσίαν Κ. Ψύλλα».

13 Από την αλληλογραφία του Γουσταύου Εϊχτάλ προκύπτει ότι όταν έφτασε στο Ναύπλιο, ο Roujoux ήταν ήδη εκεί και ήταν ο τελευταίος που τον γνώρισε στον Κωλέττη. «Εις Ναύπλιον ευρήκα την Αντιβασιλείαν, τον εξάδελφόν μου Γουλιέλμον, και τον Roujoux, όστις μ’ επαρουσίασεν εις τον Κωλέτην», Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 261. Βλ. επίσης Gustave D’ Eichthal, La langue grecque, Librairie de Hachette, Paris 1887, σ. 18

14 «Περί της συστάσεως του Γραφείου της Δημοσίου Οικονομίας παρά της επί των Εσωτερικών Γραμματείας της Επικρατείας», Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αρ. 18/22-5-1834)

15 Σύμφωνα με τον Μπαλόγλου: «Πράγματι, οι αρμοδιότητες του Γραφείου Δημοσίας Οικονομίας περιγράφονται σ’ ένα κείμενο με εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους, όπως η χωρογραφία, τοπογραφία και γεωδαισία του βασιλείου, με τελικό στόχο τη σχεδίαση χάρτη ακριβείας, η γενική απογραφή του πληθυσμού και των ζώων κάθε κατηγορίας, η σύνταξη κτηματολογίου, η καταγραφή μεταλλείων και αρχαιοτήτων, η μελέτη της πιστωτικής καταστάσεως και τοκογλυφίας, η επεξεργασία προτάσεων για την γεωργία, το εμπόριο, την βιομηχανία, την χάραξη οδικού δικτύου, την μετεγκατάσταση ή και ίδρυση οικισμών, και την προετοιμασία «ιδίως» του αποικισμού», ό.π., σ. 89

16 Ο Γ. Εϊχτάλ στην προαναφερθείσα επιστολή του, με ημερομηνία 19 Μαΐου 1834 προς τον φίλο του Duveyrier σημειώνει: «Αφότου έφθασα ενταύθα η επιθυμία μου είναι να φέρω αποίκους εις την Ελλάδα. Επί της ερημωθείσης ταύτης γης, πόλεις, μνημεία, θέατρα, δρόμοι, οικίαι, – επί των σιωπηλών ήδη θαλασσών της, πλοία ιστιοφόρα, ατμοκίνητα, ταύτα πλανώνται αενάως ενώπιον της φαντασίας μου. Επί εξ ήδη μήνας στρέφω και περιστρέφω την σφαίραν εις τας χείρας μου, προσπαθών να εύρω επ’ αυτής σημείον λαβής. Επί τέλους προς δύο μηνών, την επαύριον της αναχωρήσεως του Goury, συνέσφιγξα τα δάκτυλα, και από σχέδιον εις σχέδιον, από διάβημα εις διάβημα, κατώρθωσα να επιτύχω την συγκρότησιν είδους γραφείου πολιτικής οικονομίας, το οποίον θα αναλάβη και θα φέρη εις πέρας το επιχείρημα», Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 268. Σημειώνει επίσης στην ίδια επιστολή ο Εϊχτάλ: «…οι Έλληνες εννοούν κάλλιστα παν το αναγόμενον εις τα οικονομικά. Γνωρίζουν τι σημαίνει πίστις, είναι ευδιάθετοι να δεχθούν εξ Ευρώπης πάσας τας βιομηχανικάς βελτιώσεις τας δυναμένας ν’ αυξήσουν την αξίαν της γης των, νομίζω δε ότι ευχαρίστως θα ίδουν αποικίας, και μάλιστα αποικίας βιομηχάνων, εγκαθισταμένας εις την πατρίδα των. Δεν θ’ αποκρούσουν και αποικίας γεωργικάς, αρκεί μόνον να δοθή εις τους παλαιούς κατοίκους μερίς ικανή κατά την διανομήν της εθνικής γης, η οποία αποτελεί τα ¾ της χώρας», ό.π, σ. 271. Αναφέρεται επίσης ο Εϊχτάλ στα ζητήματα που τον απασχολούσαν σχετικά με τον αποικισμό αυτόν, δηλαδή στο πως θα συνδυαστούν Αγγλικές, Γαλλικές και Γερμανικές αποικίες, στο πως θα επιλεγούν οι άποικοι, κλπ. Για το θέμα αυτό διευκρινίζει ότι έχει ήδη απευθυνθεί στην Αντιβασιλεία, ενώ έχει στείλει επιστολή και στον αδελφό του στο Παρίσι. Εκφράζει δε τους φόβους του ως προς την επιτυχία του εγχειρήματος του αποικισμού, αναφερόμενος στον ρόλο της Ρωσίας και του Άγγλου πρεσβευτή Dawkins. Ό.π., σ. 271-273. Σε νέα επιστολή του προς τον Duveyrier με ημερομηνία 26 Μαΐου 1834, ο Εϊχτάλ δηλώνει ότι θα εργαστεί σκληρά με τον Roujoux για την επιτυχία του αποικισμού, απευθύνοντας έκκληση στον Duveyrier: «Εις όσους φίλους εύρης ευδιαθέτους να έλθουν προς αποικισμόν, δύνασαι να υποσχεθής ουρανόν ωραίον, κυβέρνησιν φιλελευθέραν, δικαιώματα πολιτών Ελλήνων, πλήρη ελευθερίαν θρησκευτικήν, έλλειψιν τίτλων ευγενείας, νόμους και έθιμα αξιόλογα, γην ευφορωτάτην, κτλ.». Εκφράζει δε την άποψη ότι ο αποικισμός μπορεί να αρχίσει από τη Μεσσηνία και την Ηλεία και την επιθυμία να λάβει μέρος σ’ αυτόν η Γαλλία, γιατί αν αυτό δεν συμβεί, φοβάται ότι τα παράλια της Πελοποννήσου θα γίνουν Αγγλικά και Αυστριακά. Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 274-275. Ως προς τους όρους της παραχώρησης γης στους αποίκους, στις προθέσεις του Γραφείου, όπως αυτές διατυπώνονται από τον Εϊχτάλ, ήταν οι πωλήσεις, οι πολυετείς ενοικιάσεις και οι διαρκείς παραχωρήσεις, με την καταβολή ετήσιας αποζημίωσης. Βλ. την επιστολή του Εϊχτάλ προς τον Duveyrier με ημερομηνία 26 Μαΐου 1834, Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 275.

17 Σύμφωνα με το από 19 Σεπτεμβρίου/1η Οκτωβρίου 1834, έγγραφο της Αντιβασιλείας: «Πληροφορούμεθα ότι πολλά μέλη της Σαινσιμωνικής Εταιρίας συνέρχονται άνευ αδείας εις μυστικάς συνεδριάσεις. Η Γραμματεία οφείλει δια παντός να εξιχνιάση το ατόπημα τούτο και να καταδιώξη τους ενόχους και τους συνενόχους αυτών κατά τα άρθρα 212, 216, 218, 220 και 222 του Ποινικού Νόμου. Το αποτέλεσμα των ερευνών και, χρείας τυχούσης, των καταδιώξεων πρέπει να κοινοποιηθή εις ημάς εντός εξ ημερών από σήμερον. Επειδή αι τάσεις της Σαινσιμωνικής αιρέσεως ταύτης ουδόλως συμφωνούν προς τας αρχάς του δικαίου και της νομιμότητος, κατά τας οποίας η ημετέρα πατρική στοργή θέλει διέπωνται οι πιστοί ημών υπήκοοι, ουδέποτε οφείλει να δοθή εις τους αιρετιστάς τούτους η άδεια να εξασκούν τα μηχανήματά των, ανάγκη δε να επιβλέπωνται αυστηρώς. Οι παραβάντες το άρθρον 212 του ποινικού νόμου, καθ’ ην περίπτωσιν είναι ξένοι υπήκοοι, πρέπει να εξωσθούν αμέσως του ημετέρου Κράτους», βλ. Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 277-278

18 Επισημαίνεται επίσης από τον Κωλέττη ότι: «Αύτη διελύθη οι δε κατά καιρόν χρηματίσαντες μέλη της επανέλαβον τον συνήθη βίον, διατηρούντες, ή κατά το μάλλον ή ήττον τροπολογούντες, έκαστος το καθ’ εαυτόν, τας αρχαίας δοξασίας των », Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 279-280.

19 Στο υπόμνημα του Κωλέττη προς τα μέλη της Αντιβασιλείας, με ημερομηνία 20 Σεπτεμβρίου/ 2 Οκτωβρίου 1834, γίνεται αναφορά στους σαινσιμονιστές τους Ναυπλίου, προκειμένου να διασκεδάσει τους φόβους των Βαυαρών: «Ο κ. συνταγματάρχης Γραλλιάρ δεν ευρίσκεται επί του παρόντος εις Ναύπλιον, ώστε δεν δύναται ούτος να συγκαταλεχθή μεταξύ των υπόπτων. Ο δε κ. Εϊχτάλ, άμα αναλαβών τα καθήκοντά του, έσπευσεν αυθορμήτως να με διαβεβαιώσει ότι ουδεμία τον συνέδεεν υποχρέωσις προς τας παρελθούσας αυτού σχέσεις, ότι είχε την θέλησιν και την απόφασιν να προσενεχθή κατά πάντα ως προσήκει εις πιστόν και αγαθόν της Υ.Μ. υπήκοον (…) Μένουν οι προ τινων μηνών ελθόντες τρεις νέοι. Εξ αυτών ο ονομαζόμενος Bertrand ολίγας ημέρας μετά την άφιξίν του προσελήφθη εις την υπηρεσίαν της εν Αττική εταιρίας (…) όπως διεύθυνη του Μελιταίους εργάτας, διαμένη δ’ έκτοτε εκεί. Τον δεύτερον, ονόματι Jourdan, παρέλαβεν ο συντάκτης του Σωτήρος κ. Σκούφος, δια να μεταφράζη εις την Γαλλικήν τα άρθρα της εφημερίδος του. Ο τρίτος, ονόματι Delaury, ελπίζει ότι θα προσληφθή ως υπάλληλος εις εμπορικόν τι κατάστημα, εν τω μεταξύ δε κερδίζει τα προς το ζην δίδων μαθήματα της Γαλλικής γλώσσης». Σε κάποιο άλλο σημείο δε, προς το τέλος της επιστολής του σημειώνει ότι αυτές είναι οι πρώτες έρευνες «περί των εν Ελλάδι ευρισκομένων αρχαίων μελών της Σαινσιμωνικής Εταιρίας» Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 280-282. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι δεν υπάρχει αναφορά στον Roujoux.

20 Σύμφωνα με διαταγή αυτή «το προσωπικόν των συμβούλων εις το γραφείον της Πολιτικής Οικονομίας είναι υπέρ το δέον πολυάριθμον, απ’ εναντίας δε το του Υπουργείου των Εσωτερικών ανεπαρκές, αποφασίζομεν να ελαττώσωμεν το μεν κατά ένα σύμβουλον, ν’ αυξήσωμεν δε το δεύτερον κατά έναΚαι ως προς μεν το πρώτον, διατάσσομεν να κοινοποιηθή προς τον κ. Γουσταύον Εϊχτάλ η εκ της ημετέρας υπηρεσίας παύσις του», Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 283.

21 Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι είναι «άξιος παντός επαίνου δια τον ζήλον, την δραστηριότητά του και την εις την Υ.Μ. αφοσίωσιν», πολύ εργατικός, ότι γνωρίζει τη γερμανική γλώσσα και ότι ποτέ δεν ζήτησε τον μισθό του. Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 284-285.

22 Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 292.

23 Για τον Πυλαρινό, βλ. Χριστίνα Αγριαντώνη, «Οι σαινσιμονικές ιδέες στην Ελλάδα», Επίμετρο στο βιβλίο του Antoine Picon, ό.π., σ. 331-332. Π. Νούτσος, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, Γνώση τ. 1, Αθήνα 1990, σ. 119-124.

24 Η εφημερίδα αυτή κυκλοφόρησε μέχρι και το τέλος του 1833, μόλις δηλαδή για μερικούς μήνες. Αιτία της διακοπής της έκδοσής της αποτέλεσαν οι διατάξεις για την απαίτηση μια υπέρογκης για τα δεδομένα της εποχής εγγύησης για όλες τις πολιτικές εφημερίδες, (5.000 δρχ.), που θα χρησιμοποιούνταν για την αποζημίωση των τυχόν θιγομένων, από τα γραφόμενα των εφημερίδων, προσώπων. Ειδικότερα, στο άρθρο 6 του νόμου «Περί της Αστυνομίας του τύπου» (ΦΕΚ αριθμ. 29 της 14/26 Σεπτεμβρίου 1833), προβλέπεται ότι: «Πάσα εντός του Βασιλείου εκδιδομένη εφημερίς και περιοδικόν σύγγραμμα πρέπει να έχη άνευ διακοπής υπεύθυνον συντάκτην, του οποίου το όνομα να φανερόνεται εις παν φύλλον, κομμάτι, ή τετράδιον της εφημερίδος ή του περιοδικού συγγράμματος. Ο υπεύθυνος συντάκτης έχει χρέος να καταβάλη εις μετρητά εγγύησιν 5.000 Δραχ. Εξ αυτής της εγγυήσεως λαμβάνονται τα πρόστιμα, τα έξοδα και αι αποζημιώσεις των προσβληθέντων ατόμων, εις τας οποίας ήθελε καταδικασθή ο υπεύθυνος συντάκτης. Αφού δε εξαντληθή η ποσότης, πρέπει να ανανεωθή εντελώς και ευθύς». Η εγγύηση αυτή δεν απαιτείται για τους εκδότες «επιστημονικών και τεχνικών εφημερίδων και περιοδικών συγγραμμάτων, ή και απλών ειδοποιήσεων». Στην περίπτωση όμως που οι τελευταίοι αυτοί εκδότες δεχτούν να δημοσιεύουν άρθρα, που δεν είναι επιστημονικά ή τεχνικά, εκτός από την επιβολή προστίμου 100–500 δραχμών, υποχρεούνται, πριν εξακολουθήσουν την έκδοση του εντύπου, να καταβάλουν και την εγγύηση των 5.000 δραχμών. Η διάταξη αυτή είχε άμεσα «θύματα» τους εκδότες που δεν είχαν τη δυνατότητα να καταβάλουν το ποσό της εγγύησης, όπως η εφημερίδα «Ήλιος», η οποία μετά τη δημοσίευση του νόμου μετατράπηκε από Εφημερίς Πολιτική, Φιλολογική και Εμπορική σε «Εφημερίς Επιστημών, Τεχνών, Φιλολογίας και Εμπορίου» και στη συνέχεια, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους (1833) έβαλε τέλος στη λειτουργία της, ακριβώς λόγω των περιορισμών αυτών.

25 Χριστίνα Αγριαντώνη, ό.π., σ. 332-335

26 Ο Άρμανσπεργκ, βλέποντας την «ολοένα αυξανόμενη δύναμη του Κωλέτη» αλλά και το γεγονός ότι ο Όθωνας, «εν όψει της ενηλικίωσής του έχει αρχίσει να επεμβαίνει όλο και περισσότερο στα πολιτικά πράγματα της χώρας (…) αναπόφευκτα, προκειμένου να ισχυροποιήσει τη θέση του, θα αντιπαρατεθεί στον Κωλέττη και εν συνεχεία στον ίδιο τον Όθωνα». Ο Άρμανσπεργκ, κατόρθωσε, ακόμη και μετά την ενηλικίωση του Όθωνα «να εξασφαλίσει ευρείες πολιτικές δικαιοδοσίες. Με την πλήρη υποστήριξη του νέου πρεσβευτή της Αγγλίας, Lyons, κατάφερε να εκδιώξει τον Heideck και να απομακρύνει τον Κωλέττη, εξαναγκάζοντας έτσι τον βασιλιά να εξαρτάται από αυτόν», Λούβη Λ., «Το ελληνικό κράτος 1333-1871», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 4, σ. 13-14. Ο Κωλέττης, αφού έμεινε αρκετά χρόνια στο Παρίσι, επιστρέφει το 1843 στην Ελλάδα και λίγο αργότερα γίνεται πρωθυπουργός. Την 1η Σεπτεμβρίου του 1847 πεθαίνει στην Αθήνα, αφού εν τω μεταξύ, από το 1844, έχει αναπτύξει τη «μεγάλη ιδέα». Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του αναφωνεί στα γαλλικά τη φράση «sur la terre», ενώ σιγοψιθυρίζει ένα κλέφτικο τραγούδι. Σύμφωνα με τον Γούδα: «Τελευταίον κατά την 1 Σεπτεμβρίου απεβίωσε, κλέφτικόν τι τραγώδιον εν ήχω υποψιθυρίσας, και τα λέξεις sur la terre δυνηθείς μόνον να εναρθρώση», ό.π., σ. 286

27 Κατηγορήθηκε ότι «ερράπισεν αξιωματικόν του στρατού ημών, ζητήσαντα εξηγήσεις κατά τινα βάναυσον διαγωγήν του. Εκ της ένεκα τούτου γενομένης ανακρίσεως εξάγεται προσέτι ότι ο Bertrand εφωράθη και άλλοτε φέρων όπλα απηγορευμένα, ότι εξύβρισεν αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του ημετέρου στρατού, εξεφράσθη δημοσία δια τρόπου πάντη ανοικείου περί τάξεως ολοκλήρου των στρατιωτικών τούτων και επροσπάθησε να διεγείρη το κατ’ αυτών μίσος, αποδεικνύων ούτω τον ολίγον αυτού σεβασμόν προς τους θεσμούς και την έννομον τάξιν της χώρας. Η ανάγκη επιβλέψεως προς τήρησιν της δημοσίας τάξεως επιβάλλει την απομάκρυνσιν του κακοκεφάλου τούτου νέου, όστις παρά την άτοπον διαγωγήν του, επιδεικνύει και αλλόκοτον ενδυμασίαν. Το επί των Εσωτερικών υπουργείον οφείλει άνευ περαιτέρω αναβολής να εκτελέση την από 27 Απριλίου/9 Μαΐου ημετέραν διαταγήν». Πρόκειται για βασιλική διαταγή της 13/25 Μαΐου 1835. Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 281-282.

28 Την Ανθούσα, κόρη του Χρήστου Παλάσκα.

29 Ο Roujoux κατέλαβε διάφορες θέσεις, κυρίως ως διπλωμάτης της Γαλλίας στην Ελλάδα, μέχρι τον θάνατό του στην Αθήνα το 1852, σε ηλικία 43 ετών.

30 Ένας απολογισμός για την επίδραση και τη διάσωση των ιδεών του γίνεται από τον Μπαλόγλου, ό.π., σ. 93-96.

31 Με τον τρόπο αυτόν θα φωτίζονταν και ορισμένες κοινοτοπίες, που μας βασανίζουν ακόμη και σήμερα, όπως ότι οι ξένοι θα μπορούσαν να τα κάνουν καλύτερα από τους Έλληνες. Το γεγονός όμως ότι τα πρώτα κρίσιμα χρόνια μετά την απελευθέρωση είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα ένας ολόκληρος «στρατός» από Βαυαρούς, στην κυριολεξία, αλλά και μεταφορικά, με την έννοια των υπαλλήλων και στελεχών της διοίκησης, σε κανένα σχεδόν επίπεδο δεν βοήθησε την επίλυση των διαφόρων προβλημάτων. Και για να επανέλθουμε στους σαινσιμονιστές, θυμίζουμε μια διαπίστωση του Εϊχτάλ για τη μη υλοποίηση του αποικισμού. Σε αρκετές περιστάσεις ο Εϊχτάλ έθετε ως προϋπόθεση για την υλοποίηση του αποικισμού, την επίλυση του ιδιοκτησιακού ζητήματος, μέσω της διανομής της γης. Το ζήτημα αυτό το έθεσε τόσο στον Άρμανσπεργκ, όσο και στον Κόβελ. Βλ. Δ. Βικέλας, ό.π., σ. 287, 289- 290. Σημειώνει ο Εϊχτάλ τι μετέφερε στον Κόβελ: «Μετά ταύτα επελήφθημεν της ιστορίας του Νόμου τούτου και του ζητήματος του αποικισμού. Κατέκρινα δεινώς τον κ. Αρμανσπέργην ως θελήσαντα να διεξαγάγη και τα του αποικισμού της Ελλάδος καθ’ ον τρόπον απεφάσισε, και την μεταφοράν της πρωτευούσης εις Αθήνας. Το τελευταίον τούτο μέτρον, καλόν καθ’ εαυτό, ελήφθη όμως λίαν κατεσπευσμένως. Τα του αποικισμού έγειναν ακόμη χειρότερα. Διότι, προτού αποκαταστήσουν ιδιοκτήτας τους Έλληνας αυτούς, (βάσιν ταύτην πρωτίστην της ευημερίας της χώρας), ηθέλησαν να ρίψουν εις την Ελλάδα χιλιάδας οικογενειών, χωρίς να προνοήσουν περί αυτών πως να μη αποθάνουν της πείνης, ή να μη καταστραφούν εκ της ζηλοτυπίας των εγχωρίων· ανέφερα όσας δυσκολίας απηντήσαμεν κατά την σύστασιν των αποικιών του Πεταλιδίου, της Ερετρίας, των Σαμίων εν Ευβοία κ.τ.λ., δυσκολίας προερχομένας εκ της παρούσης θέσεως του ζητήματος της ιδιοκτησίας εν Ελλάδι, και απέδειξα το άτοπον του να αναμιγνύεται η προσωπική φιλαυτία του αρχηγού της Κυβερνήσεως εις ζητήματα, εις τα οποία έπρεπε να είναι απλώς και μόνον κριτής αμερόληπτος». ό.π., σ. 289-290.

 Κωνσταντίνος Γκότσης

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο «Αναγνώσεις» avgi-anagnoseis.blogspot.gr

Διαβάστε ακόμηΣαινσιμονισμός – Η »Ανατομία» ενός κινήματος


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ελεύθερο Βήμα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Graillard, Henri de Saint-Simon, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Επανάσταση 21, Ελεύθερο Βήμα, Ιστορία, Ναύπλιο, Σαιν-Σιμόν, Σαινσιμονισμός, Φραγκίσκος Γκραγιάρ

Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία

$
0
0

Συνοπτική περιγραφή της ιστορίας της σπηλαιολογίας στην Ελλάδα και του έργου της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας


 

Η Ελλάδα, εξαιτίας των πλούσιων ασβεστολιθικών πετρωμάτων της, διαθέτει τεράστιο αριθμό σπηλαίων που υπολογίζεται, με τις μετριότερες εκτιμήσεις, ότι πρέπει να ξεπερνά τις 15.000. Απ’ αυτά έχουν επισημανθεί και καταγραφεί μέχρι σήμερα πάνω από 10.000, αριθμός αρκετά μεγάλος, που δίκαια τοποθετεί τη χώρα μας σαν μια από τις πλουσιότερες σε σπήλαια στον κόσμο.

Όμως παρ’ όλο αυτόν τον καρστικό πλούτο, οι συστηματικές εξερευνήσεις στην Ελλάδα άργησαν να αρχίσουν. Αιτία, η μακροχρόνια σκλαβιά και οι μετέπειτα συνεχείς πόλεμοι. Έτσι, οι πρώτες καταγεγραμμένες έρευνες σπηλαίων στη χώρα μας ξεκίνησαν από ξένους επιστήμονες όπως τον Γερμανό Φέντλερ, το 1841, που επισκέφθηκε και μελέτησε το σπήλαιο «Καταφύκι» της Κύθνου, τον Ελληνογάλλο νομομηχανικό Ν. Σιδερίδη που μαζί με τον Γάλλο I. Καππές, το 1891 μελέτησαν τις περίφημες καταβόθρες στην περιοχή Κάψιας Τριπόλεως, τον Άγγλο Ρ. Col, το 1910, που εξερεύνησε τις καταβόθρες της Κωπαΐδας και τον Αυστριακό γιατρό, σπηλαιολόγο και ανθρωπολόγο Adalbert Markovitz που από το 1928 μέχρι το 1939 εξερεύνησε πλήθος σπηλαίων με μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον.

Την εποχή αυτή, (γύρω στα 1920-1950), αρχίζει να εκδηλώνεται ενδιαφέρον και από τους Έλληνες για τα σπήλαια της χώρας μας, αλλά πάντοτε σε πλαίσιο ορειβατικό-εκδρομικό. Πράγματι, αρκετοί φυσιολατρικοί και ορειβατικοί σύλλογοι της εποχής εκείνης διοργάνωναν εκδρομές και καταβάσεις σε σπήλαια. Από την όλη κίνηση ξεχωρίζει ο Ε.Ο.Σ. (Ελληνικός Ορειβατικός Σύνδεσμος), ο Φυσιολατρικός Σύνδεσμος «ΠΑΝ», ο «Όμιλος Φυσιολατρών» και ο Σύλλογος «Υπαίθρια Ζωή».

Ιωάννης Πετρόχειλος (1901-1960)

Ιωάννης Πετρόχειλος (1901-1960)

Όμως σταθμό για την Ελληνική Σπηλαιολογία αποτέλεσε αναμφισβήτητα η ίδρυση της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας (Ε.Σ.Ε.), το 1950, ύστερα από πρωτοβουλία του αείμνηστου, φυσικού – γεωλόγου – σπηλαιολόγου Γιάννη Πετροχείλου και της αείμνηστης συζύγου του, επίσης σπηλαιολόγου, Άννας Πετροχείλου. Πρώτοι συνεργάτες τους, οι Γ. Γραφιός, I. Καψαμπέλης, Γ. Μοντεσάντος, Α. Χαρολίδης και αργότερα (στη δεκαετία του ’60) οι Δ. Λιάγκος, Ελ. Πλατάκης, I. Ιωάννου, Κ. Μερδενισιάνος και άλλοι. Από εκείνη την εποχή και πάντα με πρωτοβουλία του ζεύγους Πετροχείλου, αρχίζει ουσιαστικά και η συστηματική εξερεύνηση, χαρτογράφηση και εμπεριστατωμένη μελέτη των ελληνικών σπηλαίων από επιστημονικής και τουριστικής πλευράς.

Να σημειωθεί ότι, το 1953, η Ελλάδα, μέσω της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, λαμβάνει μέρος στο 1ο  Διεθνές Σπηλαιολογικό Συνέδριο στο Παρίσι και καταπλήσσει με το πλήθος των αξιόλογων ανακοινώσεων της. Ακολουθεί σειρά άλλων συνεδρίων στα οποία η Ε.Σ.Ε. είτε συμμετέχει, είτε διοργανώνει κατά καιρούς με μεγάλη επιτυχία. Για το πολύχρονο αυτό έργο της Ε.Σ.Ε. και των μελών της, η Ακαδημία Αθηνών βραβεύει, το 1976, τόσο την Πρόεδρο της Άννα Πετροχείλου, όσο και την ίδια την Εταιρεία, αργότερα, το 1986.

Μέχρι σήμερα η Ε.Σ.Ε. έχει εξερευνήσει και μελετήσει χιλιάδες σπήλαια μεταξύ των οποίων και μεγάλο αριθμό εξαιρετικού ενδιαφέροντος για την αρχαιολογία, την παλαιοανθρωπολογία, τη βιολογία και τον τουρισμό τους ειδικότερα. Ενδεικτικά αναφέρουμε το σπήλαιο «Γλυφάδα» στο Δυρό της Μάνης, που θεωρείται ως ένα από τα ωραιότερα λιμναία σπήλαια του κόσμου, το σπήλαιο Περάματος στα Ιωάννινα, από τα καλύτερα των Βαλκανίων, το σπήλαιο «Των Λιμνών» στα Καλάβρυτα, με τις 13 κλιμακωτές λίμνες του, το σπήλαιο «Αλιστράτης» στις Σέρρες, το σπήλαιο «Κουτούκι» Παιανίας στην Αττική και τόσα άλλα που παρουσιάζουν έναν ανεπανάληπτο σε ομορφιά σταλακτιτικό στολισμό. Επίσης, τα προϊστορικά σπήλαια Πετραλώνων Χαλκιδικής, Αλεπότρυπα Δυρού και Ιδαίον Άντρο στην Κρήτη, αποτελούν μικρό μόνο δείγμα του τεράστιου αρχαιολογικού και ανθρωπολογικού έργου που πρόσφερε η Ε.Σ.Ε. στην επιστήμη.

Βασικοί σκοποί της Εταιρείας είναι η συστηματική εξερεύνηση, χαρτογράφηση και επιστημονική μελέτη των ελληνικών σπηλαίων, καθώς και η ανάπτυξη και διάδοση της αθλητικής σπηλαιολογίας στη χώρα μας, αλλά και η ανάδειξη και προστασία των σπηλαίων ως πολύτιμων μνημείων και φυσικών μουσείων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

 

Το ζεύγος Πετροχείλου τον Αύγουστου του 1949, ως εκπρόσωποι της Ελλάδας στη Διεθνή Σπηλαιολογική Συνάντηση που έγινε στη Βαλάνς της Γαλλίας και απετέλεσε το έναυσμα για την ίδρυση της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας ένα χρόνο αργότερα. (Φωτ. Αρχείο Άννας Πετροχείλου)

Το ζεύγος Πετροχείλου τον Αύγουστου του 1949, ως εκπρόσωποι της Ελλάδας στη Διεθνή Σπηλαιολογική Συνάντηση που έγινε στη Βαλάνς της Γαλλίας και απετέλεσε το έναυσμα για την ίδρυση της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας ένα χρόνο αργότερα. (Φωτ. Αρχείο Άννας Πετροχείλου)

 

Η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία, εκτός από τα κεντρικά γραφεία της στην Αθήνα, έχει ιδρύσει και Τοπικά Τμήματα στη Βόρεια Ελλάδα (Θεσσαλονίκη), στην Κρήτη (Ηράκλειο και Ρέθυμνο), στα Δωδεκάνησα (Ρόδο), στην Καλαμάτα, στη Μαγνησία και Αρκαδία. Επίσης, η Ε.Σ.Ε. δημιούργησε και διατηρεί Σπηλαιολογικό Μητρώο των καταγεγραμμένων σπηλαίων (8.500 περίπου), καθώς και δημοσιευμένων στο διεθνούς αναγνώρισης επιστημονικό της έντυπο, «Δελτίο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας» (22 τόμοι μέχρι σήμερα) με μεγάλο αριθμό σπηλαιολογικών-καρστικών μορφών της χώρας μας, (σπήλαια, βάραθρα, υπόγειοι ποταμοί κ.λ.π.).

Ο Γιάννης και η Άννα Πετροχείλου έξω από την είσοδο του σπηλαίου «Γλυφάδα» του Δυρού το 1958, για την έρευνα και αξιοποίηση του οποίου διέθεσαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. (Φωτ. Θεοχάρη)

Ο Γιάννης και η Άννα Πετροχείλου έξω από την είσοδο του σπηλαίου «Γλυφάδα» του Δυρού το 1958, για την έρευνα και αξιοποίηση του οποίου διέθεσαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. (Φωτ. Θεοχάρη)

Κάθε χρόνο, στα Κεντρικά Γραφεία της Εταιρείας στην Αθήνα, οργανώνονται πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια Εκπαιδευτικά Προγράμματα – Σεμινάρια Επιστημονικής και Αθλητικής Σπηλαιολογίας, στα οποία διδάσκονται από ειδικούς επιστήμονες, καθηγητές Πανεπιστημίων, (μέλη της Ε.Σ.Ε.) και έμπειρους σπηλαιολόγους, σειρά θεωρητικών μαθημάτων και πρακτικών ασκήσεων, στην τεχνική εξερεύνησης των σπηλαίων, στη χαρτογράφηση, στη φωτογράφηση, στις τεχνικές κατάβασης βαράθρων και στη σπηλαιοδιάσωση. Επίσης, διδάσκονται μαθήματα σχετικά με τη Γεωλογία, Υδρογεωλογία, Στρωματογραφία, Ορυκτολογία, Παλαιοντολογία, Παλαιοανθρωπολογία, Αρχαιολογία, Βιοσπηλαιολογία, χλωρίδα των σπηλαίων, Μικροκλιματολογία, Σπηλαιοθεραπευτική, ραδιοχρονολογήσεις αρχαιολογικών ευρημάτων, γεωφυσικές διασκοπήσεις, υπόγεια τηλεπικοινωνία, ενημέρωση περί του νομικού πλαισίου που διέπει τις έρευνες και την προστασία των σπηλαίων στη χώρα μας και άλλα. Αντίστοιχα σεμινάρια διοργανώνονται και από τα Τοπικά Τμήματα της Ε.Σ.Ε. στις έδρες τους.

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία από το 1951 είναι τακτικό μέλος της Διεθνούς Ενώσεως Σπηλαιολογίας (U.I.S), καθώς και ιδρυτικό μέλος της Σπηλαιολογικής Ομοσπονδίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (S.F.E.U.), και της νεοϊδρυθείσης Βαλκανικής Σπηλαιολογικής Ένωσης (Β.S.U.).

 

Οι μεγαλύτεροι Έλληνες σπηλαιολόγοι και Ιδρυτές της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας

 

Ο Ιωάννης Πετρόχειλος (1901-1960) ήταν φυσικός, γεωλόγος και σπηλαιολόγος. Διετέλεσε καθηγητής φυσικομαθηματικών στην Ευαγγελική Σχολή της Νέας Σμύρνης (Γυμνάσιο) και αργότερα Διευθυντής Υδρογεωλογίας στο Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους (Ι.Γ.Ε.Υ. – σημερινό Ι.Γ.Μ.Ε.). Πρωτοπόρος στο χώρο της Ελληνικής Σπηλαιολογίας, εξερεύνησε μαζί με τη σύζυγό του Άννα, πάνω από 500 σπήλαια κυρίως στην Ελλάδα, αλλά και αρκετά στο εξωτερικό. Έγραψε πολλές πρωτότυπες επιστημονικές μελέτες σπηλαιολογικού και υδρογεωλογικού ενδιαφέροντος, οι οποίες έτυχαν διεθνούς αναγνώρισης. Δυστυχώς, ο πρόωρος θάνατός του σε ηλικία 59 ετών άφησε ανεκπλήρωτες πολλές πτυχές του έργου του.

Άννα Πετροχείλου (1910-2001). Ιδρύτρια της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας.

Άννα Πετροχείλου (1910-2001). Ιδρύτρια της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας.

Η Άννα Πετροχείλου (1910-2001), σύζυγος του Ιωάννη Πετρόχειλου υπήρξε από τις πρώτες Ελληνίδες ορειβάτισσες, αναρριχήτριες και χιονοδρόμους, με τεράστια ορειβατικά επιτεύγματα, αφού θεωρείται η πρώτη γυναίκα που πάτησε τις ψηλότερες κορυφές του Ολύμπου, των Άλπεων και των παγετώνων του Βόρειου Πόλου μέχρι την 81η μοίρα.

Παρακολούθησε για τρία χρόνια μαθήματα σπηλαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης (Παρίσι) και μέχρι το θάνατό της ήταν ο μόνος αναγνωρισμένος από τις διεθνείς σπηλαιολογικές οργανώσεις αντιπρόσωπος της Ελλάδας στα Παγκόσμια Σπηλαιολογικά Συνέδρια. Υπήρξε στενός συνεργάτης του άνδρα της, ακολουθώντας τον ενεργά σε όλες τις σπηλαιολογικές έρευνες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Μετά το θάνατο του, το 1960, ανέλαβε την Προεδρία της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας για αρκετά χρόνια, εξερευνώντας και χαρτογραφώντας πάνω από 1.000 σπήλαια, βάραθρα και υπόγειους ποταμούς σε όλη την ελληνική επικράτεια. Δημοσίευσε εκατοντάδες σπηλαιολογικές μελέτες μεγάλης επιστημονικής και τουριστικής αξίας σε ελληνικά, ξένα περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες καθώς και στο «Δελτίο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας», ενώ συνέβαλε ουσιαστικά στην τουριστική αξιοποίηση των σπουδαιότερων ελληνικών  σπηλαίων,  όπως  του  Δυρού,  του  Περάματος  των Ιωαννίνων, Δρογγαράτης και Μελισσάνης Κεφαλονιάς, Αγ. Γεωργίου Κιλκίς, Ζωντανών Ρεθύμνου και Παιανίας Αττικής. Για την προσφορά της στην έρευνα των σπηλαίων τιμήθηκε με σειρά διακρίσεων, περισσότερων των 50, μεταξύ των οποίων, όπως προαναφέραμε, το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1976) και το 2001 με το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο.

Με το θάνατό της, κλείνει ένας ιστορικός κύκλος για τη σπηλαιολογία στη χώρα μας. Ένα έργο στα όρια του θρύλου, που αναμφισβήτητα δύσκολα θα επαναληφθεί.

 

Κώστας Μερδενισιάνος

Ιατρός – Σπηλαιολόγος- Μέλος του Δ.Σ. της Ε.Σ.Ε.

Δρ. Παλαιοανθρωπολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών

Επίκ. Καθηγητής (Ν.407) Ιατρικής Σχολής Πανεπ. Αθηνών.


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Πολιτισμός, Σπήλαιο, Σπηλαιολογία, Σπηλαιολογική Εταιρεία, speleology

Προσπάθειες Διαδόσεως των Ιδεών του Saint- Simon και Πρακτικής των Εφαρμογής στον Ελλαδικό Χώρο 1825 – 1837.

$
0
0

Προσπάθειες Διαδόσεως των Ιδεών του Saint- Simon και Πρακτικής των Εφαρμογής στον Ελλαδικό Χώρο 1825 – 1837. Χρήστος Μπαλόγλου. 


 

[…] Οι πρώτες προσπάθειες διαδόσεως των ιδεών του SaintSimon στον ελλαδικό χώρο χρονολογούνται από το 1825, έτος του θανάτου του, όπως μας πληροφορεί μια ανυπόγραφη βιογραφία του Γάλλου φιλοσόφου και οικονομολόγου, δημοσιευμένη το 1833, στην εφημερίδα Ήλιος του Ναυπλίου: « το όνομα του Σαινσιμώνος έφθασεν από τα 1825 εις την Ελλάδα αι νέαι ιδέαι του μας εξέπληττον». Επιπρόσθετα σημειώνεται ότι οι «μαθηταί του Saint-Simon, με γενειάδας μακράς ως οι αρχαίοι φιλόσοφοι διατρέχουν την Ελλάδα και υποκινούν έτι την περιέργειαν του κοινού».

Η πληροφορία αυτή του ανωνύμου ορθογράφου αξίζει να μελετηθεί συνδυαστικά με την περιγραφή που δίνει ο Γεώργιος Γαζής, Γραμματικός του Καραϊσκάκη, στο λήμμα «θηριάνθρωποι» στο Λεξικό της Ελληνικής Επαναστάσεως: «Εις τον καιρόν της Επαναστάσεως ήλθον και ήσαν πλήθος τοιούτων ανθρωπομόρφων θηρίων, και διά τούτο αναφέρομεν περί αυτών ενταύθα». Χαρακτηρίζει δε αυτούς «ως λιμπερτίνους και οντίτας». Η καταγραφή ενός όρου, αγνώστου και μη χρησιμοποιουμένου σήμερα, σ’ ένα Λεξικό θέλει να υποδηλώσει ότι ο όρος αυτός ήταν σε χρήση κατά την Επανάσταση και τα άτομα που περιγράφει δεν ήταν μια μικρή αριθμητική ομάδα. Η πληροφορία αυτή που παραδίδει ο Γ. Γαζής και δεν έχει αξιοποιηθεί, εξ’ όσων γνωρίζουμε, συστηματικά από τους ερευνητές, δεν κρίνεται από μόνη της επαρκής για να καταδείξει τον βαθμό διαδόσεως των ιδεών του Saint-Simon στην ελληνική επικράτεια. Αναφέρεται μόνον και μόνον, ότι οι ιδέες αυτών των ατόμων προκαλούσαν το κοινόν αίσθημα, χωρίς όμως να δίνεται περιγραφή των ιδεών αυτών.

Ενδιαφέρον αποτελείτο γεγονός, όπως επισημαίνει η Μαρία Μενεγάκη, ότι ο ίδιος ο Saint-Simon θα αναφερθεί εκτενώς στο πρώτο του έργο Επι­στολές ενός κατοίκου της Γενεύης στους συγχρόνους του, που αποστέλλει στον Πρώτο Ύπατο της Γαλλίας Ναπολέοντα Βοναπάρτη, στην θέση των Ελλήνων. Υπενθυμίζοντας ότι οι Έλληνες που βρίσκονταν κάτω από ασιατικό ζυγό αποτελούσαν μέρος του Ευρωπαϊκού λαού, προτρέπει τους Ευρωπαίους να συνασπισθούν για την απελευθέρωση τους: «Οι Ευρωπαίοι θα ενώσουν τις δυνάμεις τους και θα ελευθερώσουν τους αδελφούς τους Έλληνες από την κυριαρχία των Τούρκων». Όταν μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επα­ναστάσεως θα εκδηλωθεί το φιλελληνικό κίνημα στην Ευρώπη, ο Saint-Simon θα προσχωρήσει ανεπιφύλακτα α’ αυτό. Σε μια Ευρώπη, ενωμένη και ειρηνική, όπως την οραματίζεται, έχουν θέση και οι Έλληνες, «οι οποίοι δίκαια εξεγείρονται». Η εξέγερση αυτή του περιωνύμου για την καταγωγή και για τις συμφορές του λαού βρήκε «ευγενικές ψυχές να τον στηρίξουν, ποιητές να τον υμνήσουν, ζωγράφους που θα καθιερώσουν την ηρωική του αντίσταση και τις νικηφόρες ήττες του».

Αδαμάντιος Κοραής, Λιθογραφία (Smolki Muller;). Το επίγραμμα: Α. ΚΟΡΑΗΣ. ΕΛΛΑΣ, ΤΗΝ ΣΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΑΘΑΝΑΤΟΝ ΟΡΑΝ ΒΟΥΛΟΜΕΝΗ, ΣΟΥ ΜΗ ΔΙΔΟΝΤΟΣ, ΟΜΜΑΣΙΝ ΕΛΛΗΝΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΥΦΗΡΠΑΣΕ. αφιερώθη τοις έλλησι, Ala Palette de Rubens, Rue de Saine No 6, pres le pont des arts. Πηγή: Νεοελληνική Εικονιστική Προσωπογραφία – ΕΙΕ.

Αδαμάντιος Κοραής, Λιθογραφία (Smolki Muller;).
Το επίγραμμα: Α. ΚΟΡΑΗΣ. ΕΛΛΑΣ, ΤΗΝ ΣΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΑΘΑΝΑΤΟΝ ΟΡΑΝ ΒΟΥΛΟΜΕΝΗ, ΣΟΥ ΜΗ ΔΙΔΟΝΤΟΣ, ΟΜΜΑΣΙΝ ΕΛΛΗΝΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΥΦΗΡΠΑΣΕ.
αφιερώθη τοις έλλησι, Ala Palette de Rubens, Rue de Saine No 6, pres le pont des arts. Πηγή: Νεοελληνική Εικονιστική Προσωπογραφία – ΕΙΕ.

Τα φιλελληνικά αυτά αισθήματα του Saint-Simon, αλλά και οι ίδιες οι ιδέες του δεν είναι άγνωστες στους λογίους της Διασποράς και ειδικώτερα στον κύκλο του Κοραή. Ο Κοραής είχε μελετήσει, όπως διαφαίνεται από τον επικήδειο του Φραγκίσκου Πυλαρινού, τα έργα του Saint-Simon. Και σύμπτωση, ίσως, αλλά οπωσδήποτε, σύμπτωση χαρακτηριστική, στον επι­κήδειο αυτόν του Πυλαρινού, εμφανίζεται η πρώτη ελληνική χρήση που γνωρίζουμε της εννοίας του κοινωνισμού, όπως αποδόθηκε στην γλώσσα μας για πρώτη φορά ο όρος «σοσιαλισμός»: «Συ κριτικός βαθύς, και φιλόλογος πολυμαθής, επροσπάθησες μ’ όλα τα φιλολογικά μέσα να διασπείρης εις τους κόλπους της πατρίδος την φιλοσοφικήν αποστολήν του ιθ’ αιώνος, την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ λέγω, ΙΣΟΤΗΤΑ και ΚΟΙΝΩΝΙΣΜΟΝ». Ο Κοραής, ο οποίος ενσαρκώνει, με συνέπεια, ως τα έσχατα γηρατειά του τον φιλελεύθερο επαναστάτη αστό του τέλους του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου, γεμάτος αυτοπεποίθηση, έπαρση και επιθετικότητα, διατηρεί από το 1830 πολιτικές σχέσεις με το περιβάλλον του στρατηγού La-Fayette (1757-1834)-, ο οποίος είναι άλλωστε πρόεδρος της προσωρινής Κυβερνήσεως που σχηματίζεται κατά την Ιουλιανή Επανάσταση του 1830-, στο οποίο κινούνται δραστήρια και συνωμοτούν οι οπαδοί του Babeuf και του Saint-Simon. Ιδιαίτερες σχέσεις με τους σαινσιμονιστές θα αναπτύξουν οι μαθητές του Κοραή, οι οποίοι ίδρυσαν στο Παρίσι την Ελληνική Εταιρεία (Societe Hellenique) (1828-Ι831). Ορισμένα μέλη της Εταιρείας διασταυρώθηκαν, κυρίως μετά το 1830, με την ιδεολογία των ουτοπιστών σοσιαλιστών, ενώ άλλα μέλη συμμετείχαν ενεργά και στις δραστηριότητες του κινήματος.

Το όνομα και το έργο του Saint-Simon, όπως και άλλων συγχρόνων του οικονομολόγων είναι γνωστό και στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Ο ιατρός Μιχαήλ Χρισταρής, ο οποίος δρα στο Βουκουρέστι, είναι κάτοχος του βιβλίου του Γάλλου διανοητή με τίτλο De la Reorganisation de la Societe Europeene (Paris 1814). Βέβαια, δεν υπάρχουν ενδείξεις ούτε άλλη πληροφορία ότι ο Χρισταρής υπήρξε είτε φορέας είτε προπαγανδιστής των ιδεών του Saint-Simon…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης του κυρίου Χρήστου Μπαλόγλου πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Προσπάθειες Διαδόσεως των Ιδεών του Saint- Simon και Πρακτικής των Εφαρμογής στον Ελλαδικό Χώρο 1825 – 1837

 

Διαβάστε ακόμη: Οι Σαινσιμονιστές στο Ναύπλιο


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ψηφιακές Συλλογές Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Επανάσταση 21, Ιστορία, Κοραής, Οικονομία, Σαινσιμονισμός, Χρήστος Μπαλόγλου, Ψηφιακές Συλλογές, Saint- Simon

Η Εν Κωνσταντινουπόλει σύνοδος του 920 μ.Χ. (ο Άγιος Πέτρος Άργους Σύνεδρον Μέλος της)

$
0
0

Η Εν Κωνσταντινουπόλει σύνοδος του 920 μ.Χ.  (ο Άγιος Πέτρος Άργους Σύνεδρον Μέλος της), Eπισκόπου Επιδαύρου κ. Καλλινίκου Κορομπόκη


 

Περί της, εις την εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδον του 920 μ.Χ., συμμετοχής του εν Αγίοις Πατρός ημών Πέτρου Επισκόπου Άργους, πληροφορούμεθα τόσο από τον Grumel στις καταχωρήσεις των Πράξεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου [1], όσο και  από τον οιονεί διάδοχο του Αγίου Πέτρου, Μεγάλο Πρωτοπαπά Ναυπλίου, περί τον 16ο αιώνα μ.Χ., ιερέα Νικόλαο Μαλαξό. Ο χαρακτηρισμός ενός Πρεσβυτέρου ως «οιονεί» διαδόχου ενός Επισκόπου δικαιολογείται από την ιστορική απαίτηση της εποχής. Συγκεκριμένα, το Ναύπλιο τελούσε τότε υπό Ενετική Κατοχή. Επειδή οι Ενετοί συνήθιζαν να αποδίδουν τον τίτλο της κατακτηθείσης εκκλησιαστικής Επαρχίας σε ρωμαιοκαθολικό Επίσκοπο, αδυνάτου ή και απαγορευομένης της υπάρξεως και του ορθοδόξου Επισκόπου του τόπου, οι πρόκριτοι Ορθόδοξοι (κληρικοί και λαϊκοί) επέλεγαν έναν εκ των πρεσβυτέρων και τον απέστελλαν προς τον πλησιόχωρο Ορθόδοξο Ιεράρχη, ο οποίος δρούσε ως Προστάτης της ακεφάλου ορθοδόξου εκκλησιαστικής Επαρχίας. Ο Νικόλαος Μαλαξός εξελέγη το 1538 μ.Χ. και υπήρξε ο τελευταίος Πρωτοπαπάς Ναυπλίου, την επικύρωσιν δε της εκλογής του ενήργησε ο Αρχιεπίσκοπος Μονεμβασίας [2]. Από τον Μητροπολίτη ο προβληθείς Πρωτοπαπάς ελάμβανε κατευθύνσεις και σε αυτόν ανεφέρετο. Ο ρόλος του Πρωτοπαπά ήταν σημαντικός, δεδομένου ότι ενεργούσε όλα τα διοικητικά, πνευματικά και λειτουργικά (πλην χειροτονίας) καθήκοντα  ενός Επισκόπου. Τούτο το γεγονός, ως και η γεωγραφική απόσταση από τον φορέα της Επισκοπικής εξουσίας, είχε καταστήσει τους Πρωτοπαπάδες πανίσχυρους.

Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους

Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους

Ο Πρωτοπαπάς Ναυπλίου Νικόλαος Μαλαξός, βιογράφησε για πρώτη φορά τον σύγχρονο του Αγίου Πέτρου Άργους, Όσιο Θεοδόσιο τον Νέο και Ιαματικό. Σε αυτή την βιογραφία, η οποία εξεδόθη το πρώτον εν Βενετία κατά το έτος 1803 στο «Νέον Εκλόγιον» από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, πληροφορούμεθα ότι μετά από διαβολές μικρόψυχων ανθρώπων εναντίον του Οσίου Θεοδοσίου, ο Άγιος Πέτρος θέλησε, ως επιχώριος Ιεράρχης, να λάβει τα αναγκαία διοικητικά μέτρα. Τότε «έλαβε γράμματα Πατριαρχικά από την Κωνσταντινούπολη, όπου τον επροσκαλούσαν να υπάγη το ογλιγορώτερον εκεί, διά τι είχαν να κάμουν Σύνοδον» [3]. Ο Άγιος Πέτρος, ως Συνοδικός στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και ο γνωρίζων τις αρετές του και μάλιστα παλαιότερα προτείνας σε αυτόν, χωρίς όμως ο Άγιος Πέτρος να δεχθή, την διαποίμανση της Μητροπόλεως Κορίνθου, Οικουμενικός Πατριάρχης Νικόλαος Α’  o Μυστικός, ενυπνιάσθησαν ταυτόχρονα τον Όσιο Θεοδόσιο. Μετά την εκ Κωνσταντινουπόλεως επιστροφή στην επαρχία του, ο Άγιος Πέτρος συνηντήθη με τον Όσιο Θεοδόσιο στο Ασκητήριο του δευτέρου, οπότε πλέον «κατενόησαν αλλήλους εν παροξυσμώ αγάπης» (Εβρ. ι , 24).

Ας μελετήσουμε όμως δι’ ολίγον τις ιστορικές συνθήκες της εν Κωνσταντινουπόλει περί το 920 μ.Χ. Συνόδου, εις την οποία μετέσχε ο Επίσκοπος Άργους Άγιος Πέτρος. Ο αυτοκράτωρ Λέων ΣΤ’  o Σοφός, μετά από τους θανάτους των τριών συζύγων του, χωρίς διάδοχο, απεφάσισε να συνάψει τέταρτο γάμο, προκειμένου να νομιμοποιήσει τον εκ της παλλακίδος του Ζωής Καρβονοψίνης αποκτηθέντα έκθεσμο υιό, μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ τον Πορφυρογέννητο. Στην αξίωση αυτή εναντιώθηκε ο Πατριάρχης Νικόλαος Α’  ο Μυστικός, ο οποίος ως λαϊκός είχε υπηρετήσει στην αυτοκρατορική αυλή ως αυτοκρατορικός σύμβουλος «εξ απορρήτων», εξ ου και η προσωνυμία «Μυστικός». Ο Πατριάρχης εβάπτισε τον εξώγαμο υιό Κωνσταντίνο στην Αγία Σοφία κατά την Θεία Λειτουργία των Θεοφανείων το 906, αξιώνοντας όμως την απομάκρυνση από το «Ιερό Παλάτι» της παλλακίδος Ζωής, υπόσχεση την οποία έδωσε, αλλά δεν ετήρησε ο Λέων. Αντιθέτως, τρεις ημέρες μετά το βάπτισμα του υιού της Κωνσταντίνου, η Ζωή «εν τοις βασιλείοις εισήγετο βασιλικώς δορυφορουμένη» [4]. Ο Λέων παρέκαμψε τον αντιδρώντα Πατριάρχη και υπεχρέωσε τον Πρωθιερέα του Παλατίου πρεσβύτερο Θωμά, να τελέσει τον τέταρτο γάμο του και έστεψε, απόντος του Πατριάρχου, ιδίαις χερσί την Ζωή Αυτοκράτειρα. Η αντίδραση του Πατριάρχη Νικολάου ήταν άμεση. Απέκοψε τους νεονύμφους της εκκλησιαστικής κοινωνίας (αφορισμός) και καθήρεσε τον πρεσβύτερο Θωμά.

Ο αυτοκράτωρ Λέων δεν έμεινε άπραγος. Απευθύνθηκε προς τον Πάπα Σέργιο Γ’, μέσω του αυτοκρατορικού διπλωμάτου Λέοντος Χοιροσφάκτου προς τους Πατριάρχες της Ανατολής. Έτσι το 907, σε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, οι παπικοί αντιπρόσωποι (καρδινάλιος Ιωάννης και επίσκοπος Νικόλαος) και οι εκπρόσωποι των Πατριαρχείων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων απήλλαξαν τους βασιλείς από τον πατριαρχικό αφορισμό και ανεγνώρισαν την εγκυρότητα του τετάρτου γάμου του Λέοντος. Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας είτε απέστειλε επιστολή συμφωνίας είτε οι εκπρόσωποί του έφθασαν καθυστερημένοι και υπέγραψαν αργότερα τις Συνοδικές αποφάσεις. Παρά τις ευνοϊκές για τον Λέοντα Συνοδικές αποφάσεις, δεν εισήχθη με πολιτειακό διάταγμα και στην Ανατολή το λατινικό έθιμο του μη υπολογισμού των βαθμών γάμου. Ο Πατριάρχης Νικόλαος υποχρεώθηκε σε παραίτηση και εξορίσθηκε. Στη θέση του Νικολάου του Μυστικού προεβλήθη ο πνευματικός του αυτοκράτορος, ηγούμενος της Μονής Ψαμαθίας, Ευθύμιος.

Δύο κυρίως λόγοι εξηγούν την, από μέρους του Πάπα Σεργίου Γ’, δικαίωση των περί αναγνωρίσεως του τετάρτου γάμου αυτοκρατορικών απαιτήσεων. Από κανονολογικής – εκκλησιαστικής πλευράς ουδεμία δέσμευση αισθανόταν ο Ρώμης, δεδομένου ότι η Δυτική Εκκλησία δεν εγνώριζε βαθμούς γάμου ως κωλύματα για επόμενη γαμήλια σύζευξη του επιζώντος. Ο γάμος για την Εκκλησία της Ρώμης, ακόμη και σήμερα, είναι απόλυτα αδιάλυτος. Έτσι, αφ’ ενός μεν αποκλείεται διαδοχική πολυγαμία κατόπιν διαζυγίου, αφ’ ετέρου δε, αν ο γάμος λυθεί δι’ ακυρώσεως ή όπως στην περίπτωση του Λέοντος του ΣΤ’, διά θανάτου του ενός συζύγου, τότε θεωρείται ανύπαρκτος ο γαμικός δεσμός και έτσι η επομένη γαμήλια σύζευξη επιτρέπεται απεριόριστα, χωρίς να προσμετρείται ως βαθμός γάμου.

Τον 10ο αιώνα η Εκκλησία της Ρώμης δεν είχε ούτε συγκροτημένη ειδική Ακολουθία για τον γάμο. Συγκροτημένη Ακολουθία Γάμου στην Εκκλησία της Ρώμης ενεφανίσθη τον 11ο αιώνα, τον δε 12ο η Ακολουθία του Γάμου ενετάχθη εξ ολοκλήρου στην Θεία Λειτουργία, πρακτική εφαρμοζομένη μέχρι σήμερα για τους γάμους με πιστούς της ιδίας Εκκλησίας ή για γάμους με πιστούς άλλης χριστιανικής Εκκλησίας, της οποίας όμως οι Ρωμαιοκαθολικοί αναγνωρίζουν τα μυστήρια. Όσον αφορά στην τελετουργική πράξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έχουμε από τα τέλη ήδη του 8ου αιώνος μία σύντομη, αλλά πλήρη Ακολουθία του Αρραβώνος και του Γάμου, καταγεγραμμένη στον Ελληνικό βαρβερινό κώδικα 336 της Βατικάνειας βιβλιοθήκης.

Ας σημειωθεί, επίσης, ότι επί Ιουστινιανού εσημειώθη το πρώτο βήμα προς την, από μέρους της Πολιτείας, αναγνώριση της ιερολόγησης του Γάμου διά του  αχωρίστου συνδυασμού του πολιτικού γάμου και της ιερολογίας. Το έτος δε 893 διά της Νεαράς (δηλαδή διά της διατάξεως) 89 του  αυτοκράτορος Λέοντος του ΣΤ’, εκηρύχθη ο υπό της Εκκλησίας ευλογούμενος γάμος, ως μόνος νόμιμος. Για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η τελετουργία του εκκλησιαστικού Γάμου έλαβε Συνοδικώς την απόλυτη αποκλειστικότητά της το 1563, κατά την 24η συνεδρία της Συνόδου του Τριδέντου, όπου διεκηρύχθη ότι η εγκυρότης του Γάμου διασφαλίζεται του λοιπού από την παρουσία κληρικού και δύο μαρτύρων-παρανύμφων. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία απορρίπτει εντελώς τον Πολιτικό Γάμο, όχι μόνον για λόγους θεολογικούς, αλλά και για λόγους ιδεολογικούς, δεδομένου ότι η απαίτηση της Πολιτείας να αναγνωρισθεί εγκυρότητα Γάμου μετά από τελετή ενώπιον φορέως Δημοτικής Αρχής στο Δημαρχείο, είναι αποτέλεσμα των θρησκευτικών πολέμων στην Ευρώπη και δημιούργημα του Μεγάλου Ναπολέοντος (Ναπολεόντειος Νομικός Κώδικας). Αντιθέτως, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, ενώ επολέμησε τον Πολιτικό Γάμο και εξαπέλυσε απειλές εναντίον αυτού,  όπως η μη κήδευση των τελεσάντων αυτόν, εν τούτοις αναγνωρίζει εν τοις πράγμασι  αυτόν ως Γάμον, αφού δεν τελεί Εκκλησιαστικό Γάμο, αποδεχομένη έτσι τριγαμία, μετά από τρεις προηγουμένους Πολιτικούς Γάμους, όπως σαφώς διαλαμβάνει η από 19-5-1982 υπ’ αριθμόν 2320 Εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπου διαβάζουμε: «Δεν παραλείπομεν να επιστήσωμεν την προσοχήν Υμών επί τελεσθέντος πολιτικού Γάμου και μη λυθέντος δια θανάτου ή διαζυγίου, όστις προσμετρείται ως νόμιμος προηγούμενος Γάμος, προς αποφυγήν ποινικών συνεπειών διά τε τους Επισκόπους και τους ιερολογούντας το Μυστήριον Κληρικούς».

Τέλος, δεν είναι άσκοπο να πούμε ότι κατά την Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία και πράξη, ο τελετουργός Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος είναι ο τελών το Μυστήριον του Γάμου, διά της υπ’ αυτού διδομένης και δι’ αυτού καταπεμπομένης θείας ευλογίας (παθητική πράξη). Κατά την Ρωμαιοκαθολική όμως δογματική διδασκαλία και πράξη, το ζεύγος είναι το τελούν το μυστήριον, διά της επισήμου ενώπιον της Εκκλησίας διαβεβαιώσεως της αγάπης των και της προθέσεως για κοινή πορεία ζωής. Η επίδοση των δακτυλίων είναι υπόθεσις του ζεύγους (ενεργητική πράξη). Η παρουσία του τελετουργού περιορίζεται στην επευλόγηση της πράξεως. Η κρατούσα αυτή τάξη, έτυχε διαφοροποίησεων, δια της αναθεωρήσεως του τυπικού του Γάμου το έτος 1990 από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄. Η νυμφική ευλογία προβάλλεται πλέον εμφαντικώτερα, διδομένη διά της εκτάσεως των χειρών του κληρικού πάνω από τις κεφαλές των συζύγων. Η τέλεση δε του Γάμου άνευ Ευχαριστίας ανατίθεται πλέον και σε διακόνους, επιβεβαιουμένου πανηγυρικώς του δευτερεύοντος ρόλου του τελετουργού στο Μυστήριο.

Άλλος λόγος, που εξηγεί την αναγνώριση από μέρους του Πάπα, του τέταρτου γάμου του Λέοντος, είναι το γεγονός ότι ο Ρώμης εθεώρησε πως είχε χρυσή ευκαιρία για την ανάμειξή του στα πράγματα της Ανατολής. Μην λησμονούμε πως ήταν νωπή στη μνήμη της Δύσεως η καθαίρεση του Πάπα Νικολάου Α’ από την, επί Ιερού Φωτίου, Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 867, για αντικανονική επέμβαση στην Βουλγαρία, απ’ όπου εξεδιώχθησαν οι ιεραπόστολοι της Κωνσταντινουπόλεως, και εισήχθησαν εκεί τα ρωμαϊκά έθιμα και το Filioque. Επιπροσθέτως, η αποστροφή των Παπών της εποχής εκείνης προς το πρόσωπο του Ιερού Φωτίου, ο οποίος πιθανότατα υπήρξε διδάσκαλος του, εκ Κωνσταντινουπόλεως καταγομένου Αγίου Πέτρου Άργους [5], ασφαλώς δεν καθιστούσε συμπαθή στα μάτια τους και τον ανεψιό του Ιερού Φωτίου, δηλαδή τον Πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό.

Στην εποχή εκείνη του Αγίου Πέτρου Άργους, οι επιδρομές του Βουλγάρων σε Ελλαδικές επαρχίες συνιστούσαν μείζον πρόβλημα. Τόσο μεγάλο ήταν το πρόβλημα, ώστε στο εγκώμιόν του εις τους Αγίους ενδόξους και θαυματουργούς Αναργύρους Κοσμάν και Δαμιανόν, ακόμη και ο Άγιος Πέτρος Άργους παρακαλεί τους εγκωμιαζομένους Αγίους: «μη επί πλέον αίρεσθαι την Σκυθικήν οφρύν… εάσητε καθ’ ημών». Δηλαδή, να μην αφήσετε άλλο πλέον να φέρονται εναντίον μας με αυθάδεια οι Βούλγαροι. Η πολιτική, λοιπόν, επιθυμία να εξομαλυνθούν οι σχέσεις του Βουλγάρου ηγεμόνος Συμεών με την αυτοκρατορία, ανάγκασε τον ασθενή και ετοιμοθάνατο Λέοντα να επαναφέρει τον Νικόλαο στον πατριαρχικό θρόνο το έτος 912, αναθέτοντάς του τους λεπτούς διπλωματικούς χειρισμούς με τους Βουλγάρους, δεδομένου ότι ο Συμεών ήταν συμμαθητής και επιστήθιος φίλος του πατριάρχη Νικολάου. Τα πολιτικά και διπλωματικά ζητήματα μονοπώλησαν το ενδιαφέρον του Νικολάου και μόλις το 920 μπόρεσε να ασχοληθεί και πάλι με το εκκρεμές θέμα της τετραγαμίας του νεκρού πλέον Λέοντος ΣΤ’. Έτσι, συνεκάλεσε Σύνοδο το 920 στην Κωνσταντινούπολη (ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ότι ήταν απλή συνοδική συνέλευση), όπου ανεγνωρίσθη «κατ’ οικονομίαν» ο τέταρτος γάμος του Λέοντος και απεφασίσθη ότι «από του παρόντος έτους… τέταρτον γάμον μηδενί τολμάσθαι, αλλ’ είναι απόβλητον παντελώς» [6]. Επίσης, αναθεματίσθησαν τόσον οι «συκοφαντούντες την αγίαν εκκλησίαν, ότι τετραγαμίαν εδέξατο, χάριν της ευδοκία Θεού γεγενημένης οικονομίας», όσον και οι «εν καταφρονήσει τιθέμενοι τους ιερούς και θείους κανόνας των ιερών πατέρων, οι και την αγίαν εκκλησίαν υπερείδουσι και όλην την χριστιανικήν πολιτείαν κοσμούντες, προς θείαν οδηγούσιν ευσέβειαν» [7]. Η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του 920 επιβεβαίωσε με αυτόν τον τρόπο την αντικανονικότητα της πολυγαμίας, που ήδη είχε ρυθμιστεί, τόσο με τον 3ο Κανόνα της εν Νεοκαισαρεία περί το 315 Συνόδου, όσο και με τον 4ο και με τον 5ο Κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου, όπου σαφώς ακόμη και οι τρίτου βαθμού γάμοι χαρακτηρίζονται «ρυπάσματα της Εκκλησίας… της ανειμένης (δηλαδή, της αχαλίνωτης) πορνείας όμως αιρετώτερα» [8]. Σημειωθήτω ότι οι προαναφερθέντες ιεροί Κανόνες επεκυρώθησαν διά του 2ου Κανόνος της εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 691 Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Η Σύνοδος του 920, μέλος της οποίας υπήρξε ο Άγιος Πέτρος Άργους, συνέταξε και υπέγραψε και τον περίφημο «Τόμον Ενώσεως», της ειρηνεύσεως δηλαδή των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως επί του θέματος τούτου, της διαστάσεως αποδοθείσης «εις την του πονηρού στασιώδη κακίαν, την το ιερόν της Εκκλησίας διαταράττουσα πλήρωμα», όπως διαβάζουμε στην Συλλογή Συνοδικών Αποφάσεων Mansi [9]. Τον «Τόμον Ενώσεως» υπέγραψαν στα πλαίσια ειδικής Συνοδικής συνεδρίας το επόμενο έτος, 921, λόγω καθυστερημένης αφίξεως και οι αντιπρόσωποι του Πάπα Ιωάννου Ι’.

 

Ο τσάρος Συμεών Α΄ ο Μέγας της Βουλγαρίας προ των πυλών της Κωνσταντινουπόλεως και ο Πατριάρχης Νικόλαος Α΄ ο Μυστικός.

Ο τσάρος Συμεών Α΄ ο Μέγας της Βουλγαρίας προ των πυλών της Κωνσταντινουπόλεως και ο Πατριάρχης Νικόλαος Α΄ ο Μυστικός.

 

 Η πιθανή μαθητεία του εκ Κωνσταντινουπόλεως καταγομένου Αγίου Πέτρου Επισκόπου Άργους παρά τους πόδας του ιερού Φωτίου, η συγγενική σχέση του Πατριάρχη Νικολάου του Μυστικού προς τον ιερόν Φώτιον, το γεγονός ότι ο Πατριάρχης Νικόλαος είχε παλαιότερα προτείνει τον Άγιον Πέτρον για τη Μητρόπολη Κορίνθου, την οποία αρνουμένου του Πέτρου ανέλαβε ο αυτάδελφός του Παύλος, καθώς και η εκ μέρους του Πατριάρχου Νικολάου του Μυστικού, εκλεκτική συμπερίληψη του Αγίου Πέτρου μεταξύ των Επισκόπων των κληθέντων να μετάσχουν στην εν θέματι Σύνοδον, η οποία δεν ήταν η συνήθης για την Κωνσταντινούπολη ενδημούσα αλλά διευρυμένη, όλα αυτά μας επιτρέπουν να εικάσουμε ότι ο εκ Κωνσταντινουπόλεως καταγόμενος Άγιος Πέτρος Άργους συνεδέετο πνευματικά με τον Πατριάρχη Νικόλαο ως ανήκοντες αμφότεροι στην τάξη των Φωτιανών.

Έτσι, με τη Σύνοδο του 920 εις την οποία μετέσχε ο Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους ως Σύνεδρο Μέλος αυτής, εθεραπεύθη προς στιγμήν το τραύμα του σχίσματος της Εκκλησίας. Αξιοσημείωτη είναι η έκφραση ικανοποιήσεως του Πατριάρχη Νικολάου Α’ του Μυστικού για την υιοθέτηση και από τους παπικούς αντιπροσώπους των συνοδικώς πλέον θεμελιωμένων θέσεων της Ανατολικής Εκκλησίας, όταν γράφει σε επιστολή του: «χάριτι Θεού τα ενταύθα καταλαβόντες (οι αντιπρόσωποι), ει τι σκάνδαλον εκ του τετάρτου γάμου εν τη Εκκλησία συμβέβηκε, τούτο μετά της ημών ταπεινώσεως τω αναθέματι παραδεδώκασι και πάντα όσα εδείτο θεραπείας έτυχε της οφειλομένης ιάσεως, και λοιπόν κοινή τοις αχράντοις υπηρετήσαμεν μυστηρίοις και της κοινωνίας αυτών μετέσχομεν και του αγιασμού και γέγονε λοιπόν η Ρωμαίων και η Κωνσταντινουπολιτών Εκκλησία μιας συμπνοίας και ομονοίας» [10].

 

Υποσημειώσεις


 

[1] V. Grumel, Les regestes des actes du patriarcat de Constantinople τομ. Ι. Les actes des patriarches τευχ. ΙΙ –ΙΙΙ. Les regestes de 715 a 1206. Deuxieme edition revue et corrigee par J. Darrouzes, Παρίσι 1989², αρ 714 (666).

[2] Τάσου Γριτσοπούλου, Η Εκκλησία της Πελοποννήσου μετά την Άλωσιν, εν Πελοποννησιακά, τομ. ΙΖ , σελ. 96-97.

[3] Νέον Εκλόγιον, σελ. 185.

[4] Νικολάου Μυστικού, Επιστολή 32, P.G. 111, 197.

[5] Κων. Κυριακοπούλου, Αγίου Πέτρου Επισκόπου Άργους βίος και λόγοι, Εν Αθήναις 1976, σελ. 106

[6] Τόμος Ενώσεως, J. D. Mansi, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio, τ. 17Α.

[7] Συνοδικές αποφάσεις, Mansi, τ. 17Α.

[8] ν’  Κανών του Μ. Βασιλείου.

[9] ένθ. ανωτέρω.

[10] P.G. 111, 180.

 

Διαβάστε ακόμη:


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Εκκλησιαστική Ιστορία αφορώσα στην Αργολίδα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Константинопольский патриарх Николай Мистик, Άρθρα, Άγιος Πέτρος, Όσιος Θεοδόσιος ο Νέος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Εκκλησιαστικά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Θρησκεία, Καλλινίκου Δ. Κορομπόκη, Λέων ΣΤ’ o Σοφός, Νικόλαος Α’ o Μυστικός, Ορθοδοξία, Οικουμενικό Πατριαρχείο, Συμεών Α΄, Nicholas Mystikos

Κουτσαβάκηδες και Μπαϊρακτάρηδες

$
0
0

Κουτσαβάκηδες και Μπαϊρακτάρηδες


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Αναδημοσιεύουμε σήμερα από το περιοδικό του Συλλόγου Αθηναίων  «Τα Αθηναϊκά» ομιλία του κ. Δημήτρη Λούκα, που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα του συλλόγου στις 15 Μαΐου 1997  με θέμα: «Κουτσαβάκηδες και Μπαϊρακτάρηδες στην παληά Αθήνα».

 

Θα διαπραγματευτούμε απόψε ένα θέμα που είναι διαχρονικό. Διαχρονικό με την έννοια πως «Κουτσαβάκηδες» ή κάπως διαφορετικά, π.χ. «Τεντιμπόϋδες» ή «Χούλιγκανς» ή «Πανκς» θα υπάρχουν, όπως φυσικά και αστυνομικοί, ανεξάρτητα αν λέγονται κλητήρες, ειρηνοφύλακες, χωροφύλακες κλπ. Με αυτή τη σημασία γράφτηκε ως τίτλος της αποψινής μας ομιλίας «Κουτσαβάκηδες και Μπαϊρακτάρηδες».

Αλλά πριν γνωρίσουμε την ιστορία αυτή μέσα από τα γεγονότα, που είναι όλα παρμένα από εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία της εποχής ή βιβλία που αναφέρονται σε κείνη την εποχή, ας σχηματίσουμε την εικόνα της Αθηναϊκής κοινωνίας όπως προβάλλει μέσα από πέντε κείμενα, αποσπάσματα, τα δύο του περιοδικού «Αστυνομικά Χρονικά» και τα υπόλοιπα τρία του συγγράμματος «Σύγχρονος Ελλάς» του Αμπού, της ιστορικής μελέτης του Μπάμπη Άννινου, και του βιβλίου «Θέατρα της Παληάς Αθήνας» της Αρτέμιδος Σκουμπουρδή.

Εις τα αστυνομικά χρονικά του 1848 υπάρχει μία φαιδρά αλλά και τραγική παρεξήγησις οφειλομένη εις την αγραμματοσύνην και την διανοητικήν ισχνότητα ενός αστυνόμου της πρωτευούσης. Διετάχθη η αστυνομία να συλλαβή και να απέλαση εις τας πατρίδας των όλους τους αλήτας και αγύρτας. Εκείνος δε αγνοών την λέξιν αγύρτας, εξέλαβεν ή εξήγησε ταύτην ως αφορώσαν τους Αργείτας. Διέταξε την συγκέντρωσιν εις το κατάστημα της αστυνομίας όλων των εξ Άργους πολιτών, εις ούς ανεκοίνωσε την απόφασιν της απελάσεως εις την ιδιαιτέραν των πατρίδα! Η φαιδρά παρεξήγησις ήρθη μετ’ ολίγον και οι Αργείοι εζήτησαν την παύσιν του αστυνόμου επί… βλακεία!

Ο Αμπού Εδμόνδος – Φραγκίσκος – Βαλεντίνος, Γάλλος λογοτέχνης και δημοσιογράφος που ήρθε στην Ελλάδα το 1851 (ως τρόφιμος της Γαλλικής Σχολής) και που έμεινε στο Ξενοδοχείο «Ευρώπη» για 4 χρόνια έγραψε το σύγγραμμά του «Σύγχρονη Ελλάδα» από το οποίο διαβάζουμε:

Στας Αθήνας του 1850-1852, η πόλις δεν περιελάμβανε πλείονας των δισχιλίων οικοδομών.

Ότε η καθέδρα του βασιλείου μετετέθη εκ Ναυπλίου εις Αθήνας – κατά την γνώμην δε του Αμπού, ενδεδειγμένη ως πρωτεύουσα δια την πρόσφορον αυτής γεωγραφικήν θέσιν ήτο η Κόρινθος – εκρίθη πρέπον όπως η κλεινή πόλις αποβάλη την τουρκικήν όψιν της και τον βάρβαρον ρυθμόν. Οι αναλαβόντες την ρυμοτόμησιν Βαυαροί μηχανικοί εχάραξαν δύο κεντρικός αρτηρίας, διασταυρούμενος κατά το μέσον, ών η μέν ωνομάσθη οδός Αιόλου εκ του θεωρουμένου τότε ως ναού του θεού των ανέμων ωρολογίου του Κυρρήστου, η δε οδός Ερμού, προωρισμένη να καταστή η κυρία εμπορική οδός της πόλεως, όπως και εγένετο τω όντι κατόπιν. Αι δύο αύται κύριαι οδοί, διασταυρούμενοι καθέτως, εσχημάτιζον τέσσαρας ορθάς γωνίας περί το σημείον της επαφής, αποτελούσας τα τέσσαρα τμήματα εις τα οποία διηρέθησαν αστυνομικώς αι Αθήναι. Προς γνώσιν μάλιστα και οδηγίαν των πολιτών είχε τοποθετηθή παρ’ εκάστην των τεσσάρων γωνιών εις το σημείον της διασταυρώσεως πάσσαλος μετ’ επιγραφής φερούσης τον αριθμόν του τμήματος.

Στο περιοδικό «Αστυνομικά Χρονικά» της εποχής, διαβάζουμε τα εξής:

Οι αστυνομικοί εν Αθήναις επί της δημοτικής ουδέν διακριτικόν σημείον έφερον, ήσαν ενδεδυμένοι ως οι άλλοι πολίται με την φουστανέλλαν ή τα ευρωπαϊκά των κατόπιν. Το μόνον όπερ ηδύνατο να κριθή ως διακριτικόν σημείον ήτο ο βούρδουλας, τον οποίον εκρέμων από τον καρπόν της δεξιάς χειρός ή δια δερματίνου ή δια συρματίνου πλέγματος. Επίσης χαρακτηριστικόν ήτο ότι κατά μίαν περίοδον της βασιλείας του Όθωνος, δεκαπενταετείς περίπου οι κλητήρες δεν έφερον οπλισμόν, αλλά μόνον βραχείαν ράβδον μήκους εξήκοντα εκατοστών του μέτρου, στρογγύλην. Επί της μιας άκρας υπήρχε τετορνευμένον το μέρος της λαβής, επί της αντιστοίχου δε, δηλαδή του ύψους, ήτο ζωγραφισμένον εν ανοικτόν όμμα, συμβολίζον το άγρυπνον βλέμμα της Αστυνομίας. Ο κορμός της ράβδου ήτο τυλιγμέ­νος με πλατείας λωρίδας λευκού και κυανού χρώματος, κατά τα εθνικά χρώματα, και έπ’ αυτών εγράφετο κύκλω η ρήσις, «η ισχύς του Νόμου».

 

Κατά την ειρηνικήν και πειθαρχικήν περίοδον των πρώτων ετών του Όθωνος, οι κλητήρες της αστυνομίας είχον ονομασθή «ειρηνοφύλακες» και ουχί αδίκως, οι δε πολίται οίτινες δεν είχον διαφθαρή ακόμη ως εκ της εισροής παντοδαπών ξένων και τυχοδιωκτικών στοιχείων, ήσαν πειθαρχικοί ενώπιον των ειρηνοφυλάκων, οίτινες πλησιάζοντες τους ατακτούντας η δεομένους τιμωρίας, ως εκ του έργου των, ύψωνον την ράβδον των και εφώνουν: «Σε διατάσσω εν ονόματι του νόμου να με ακολουθήσης». Και οι πταίσται ηκολούθουν, εάν όμως εδυοτρόπουν, ο ειρηνοφύλαξ εκάλει εις βοήθειαν τους συναδέλφους του, και εκ των κέντρων των εγγύς προσέτρεχον, εις εξαιρετικός περιστάσεις αντιστά­σεως, και ο αστυνόμος και αυτός ο Δήμαρχος.

Ο Μπάμπης Άννινος ποιητής, λογογράφος, δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας σε μια ιστορική μελέτη του που δημοσιεύθηκε το 1925 γράφει για την Αθήνα του 1850-51…

  

Ήσαν δε τα τοιαύτα άσματα είτε πρωτότυπα αισθηματικά, προϊόντα εγχωρίων στιχουργών, εκ των οποίων πολλά διασώζονται εις τας παλαιοτέρας Ανθολογίας, μελοποιημένα υπό των συγχρόνων μουσουρ­γών, είτε μεταφράσεις μονωδιών ή δυωδιών εκ των παρισταμένων εις το θέατρον μελοδραμάτων, οίον της «Νόρμας», της «Λουκίας», του «Τροβατόρε» κ.λ. εκπονούμενοι υπό ποιητών δοκιμωτέρων, όπως ο Σκυλίτσης και άλλοι.

 

Την εκ της διασκεδάσεως ταύτης εντύπωσιν διερμηνεύουν οι αφελέστατοι στίχοι ενός τοιούτου άσματος ψαλλομένου κατ’ εκείνους τους χρόνους, τους οποίους προ ετών ήκουσα εκ του στόματος πρεσβύτου, θαμώνος των τότε αθηναϊκών συναναστροφών και οι οποίοι είχον ως έξης:

Τι ωραία που είναι το βράδυ,

Όταν βγαίνη το φεγγάρι,

Ένας νέος ν’ ακομπανιάρη

Και μια νέα να τραγουδή.

Ηρίθμει δε η πόλις των Αθηνών, κατά την εν έτει 1851 γενομένην απογραφήν, 24.754 κατοίκους, η δε του Πειραιώς 5.247, ο νομός Αττικής 87.962 και το Κράτος εν συνόλω 998.266.

Ως προς την δίαιταν και την δαπάνην αρκεί ν’ αναφέρω το εξής περιστατικόν. Κατ’ Αύγουστον του 1852 ο τότε διευθυντής της Αστυνομίας παρέθηκε «μέγα δείπνον» εις το Υπουργικόν Συμβούλιον, τον στρατηγόν Κίτσον Τζαβέλλαν, τον Γαρδικιώτην Γρίβαν και τον Σκούφον. Και η εφημερίς «Αθηνά» αναφέρουσα το γεγονός, έκρινε καλόν να σημείωση μετά θαυμασμού ότι η δαπάνη του μεγάλου δείπνου ανήλθεν εις 130 δραχμάς!

Η Άρτεμις Σκουμπουρδή, γνωστή σε όλους μας από τις διαλέξεις της στο χώρο αυτό, στο βιβλίο της Θέατρα της Παληάς Αθήνας… γράφει:

Στα 1856, ο Γρηγόριος Καμπούρογλου με τον τραπεζίτη Δημητριάδη και μελέτη του Γάλλου αρχιτέκτονα Boulanger υποβάλλουν σχέδια για οικοδόμηση «Εθνικού Θεάτρου». Ο θεμέλιος λίθος τίθεται στις 22 Δεκεμβρίου 1857, παρουσία του Όθωνα, με κάθε επισημότητα.

Όμως ο γραμματέας του Όθωνα, ο Βέτλαντ, που για προσωπικούς λόγους είναι αντίθετος με το παρόν έργο, εξαφανίζει τα σχέδια και στέλλει την Αστυνομία, η οποία σταματά τα έργα, αφού – φαινομενικά – ο Καμπούρογλου στερείται αρχιτεκτονικών σχεδίων.

Κι ας έλθουμε, στο θέμα μας.

Η συνοικία του Ψυρρή

Κουτσαβάκης: Με τη χαρακτηριστική προσωνυμία κουτσαβάκης, ή και κουτσαβάκι (το), (πληθυντικός: κουτσαβάκηδες ή κουτσαβάκια) φέρονταν στη Παλιά Αθήνα, περί το τέλος της Βασιλείας του Όθωνα και αρχές της Βασιλείας του Γεωργίου του Α΄ διάφοροι επιδεικνυόμενοι ως δήθεν παλληκαράδες, κοινώς «ψευτόμαγκες».

Κουτσαβάκης: Με τη χαρακτηριστική προσωνυμία κουτσαβάκης, ή και κουτσαβάκι (το), (πληθυντικός: κουτσαβάκηδες ή κουτσαβάκια) φέρονταν στη Παλιά Αθήνα, περί το τέλος της Βασιλείας του Όθωνα και αρχές της Βασιλείας του Γεωργίου του Α΄ διάφοροι επιδεικνυόμενοι ως δήθεν παλληκαράδες, κοινώς «ψευτόμαγκες».

Τα φιδίσια και στενά δρομάκια της συνοικίας Ψυρρή, της μικρής και παλαιάς αυτής συνοικίας της Αθήνας, τα κλείνουν τρεις γνωστοί δρόμοι με μεγάλη εμπορική κίνηση: η Αθηνάς, η Ερμού και η Πειραιώς. Τα δρομάκια τα τιμούν τα ονόματα φημισμένων ανδρών της αρχαιότητας, όπως είναι οι αποκαλούμενοι Τυραννοκτόνοι: Αριστογείτων και Αρμόδιος, οι ποιητές και τραγικοί Ευριπίδης, Σοφοκλής και Αισχύλος, η ποιήτρια Σαπφώ, οι κωμωδοί Αριστοφάνης και ο Αναξαγόρας, που, ίσως, εκεί κάπου να περιδιάβαζε και να φιλοσοφούσε για τα εγκόσμια, την κοσμογονία, τον τετραγωνισμό του κύκλου, και το ανθρώπινο μυαλό, που πίστευε ότι είναι ελεύθερο, αυτεξούσιο, η πηγή της ζωής και της γνώσης και μπορεί να ξέρει τα πάντα για το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον.

Όσο γι αυτό το τελευταίο, δεν ξέρουμε αν είχε προϊδεί την εξέλιξη της Αθήνας, ούτε με τι δρόμο θα τον τιμούσαν οι σύγχρονοι Αθηναίοι.

Η συνοικία του Ψυρρή, στα πιο κοντινά μας χρόνια, ήταν το λημέρι των Ηρώων του 1821, και αυτούς τιμά η μικροσκοπική και κεντρική της συνοικίας Πλατεία Ηρώων, που σήμερα στολίζει ένας παληός φανοστάτης με τρεις γλόμπους. Σ’ αυτό το σημείο συγκεντρώνονταν οι Καπετανέοι της Επανάστασης του 21 για να συναντήσουν τους συμπολεμιστές τους, ν’ ανταλλάξουν πληροφορίες και μυστικά, να πάρουν μπαρούτι και πολεμοφόδια και κρασί για τα παγούρια τους.

Άγνωστο, από που προέρχεται η ονομασία Ψυρρή. Λένε ότι ξεκίνησε από το παρατσούκλι κάποιου «τύπου». Αυτό δεν είναι απίθανο γιατί στην περιοχή υπήρχαν πολλοί τύποι, άνδρες και γυναίκες και πολλά διηγούνταν γι’ αυτούς.

Τρεις εκδοχές υπάρχουν για το πως πήρε αυτό το περίεργο όνομα. Η πρώτη λέει ότι χρωστά την ονομασία στο ναό του Αγίου Αθανασίου του Ψυρρή. Η δεύτερη αναφέρει ότι προέκυψε όταν οι «αριστοκράτες» κάτοικοι της Πλάκας απομάκρυναν εκτός του ορίου της όλους εκείνους που θεωρούσαν Ψυρρήδες, δηλαδή προερχόμενους από λαϊκότερα στρώ­ματα. Η τρίτη και λαϊκότερη εκφράζεται από ένα μόνιμο κάτοικο της πλατείας, που επισημαίνει: «Σχεδόν έναν αιώνα πριν η περιοχή ανήκε σε κάποιο Γιώργο Ψυρρή». Λέγεται πως η πλατεία Ψυρρή ήταν ο ομφαλός της Γης. Αλλά το πιο χαρακτηριστικό της συνοικίας ήταν και είναι οι πολλές και όμορφες εκκλησιές, βυζαντινές και μεταβυζαντινές.

Αλλά πώς μια συνοικία κατάσπαρτη από εκκλησίες μπορεί να ήταν το στέκι των κουτσαβάκηδων, των νταήδων, των πορτοφολάδων, είναι ν’ απορεί κανείς.

«Κουτσαβάκης, γράφει το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό, βγήκε από τ’ όνομα ενός καυγατζή δεκανέα του ιππικού, τον καιρό του Όθωνα, και χαρακτηρίζει τους παληκαράδες και τους χυδαίους ψευτοήρωες. Όλοι αυτοί μαζεύτηκαν από διάφορες γωνιές της Αθήνας και έκαναν στέκι τους τη συνοικία του Ψυρρή».

Τα στήθια μου κατάντησαν

βασάνων κατοικία

που κατοικούν οι λέοντες

και τ’ άγρια θηρία, αχ! βαχ!

Ήταν η επωδός ενός τραγουδιού των «κουτσαβάκηδων» που ελυμαίνοντο την παληά Αθήνα, ιδίως τη συνοικία του Ψυρρή.

Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι: «Κουτσαβάκηδες είχον ονομασθή, γιατί εκούτσαιναν τεχνητά βαδίζοντας, παριστάνοντας τους «νταήδες». Η Αθήνα και οι γειτονιές της υπέφεραν από αυτούς τα πάνδεινα από την εποχή της βασιλείας του Όθωνος έως τις πρώτες δεκαετίες της δυναστείας του Γεωργίου του Α’. Ο κουτσαβακισμός αναπτύχθηκε και έδρασε στην Πλατεία Ψυρρή, κυρίως μετά την μεταπολίτευση του 1862 και για αρκετά χρόνια υπήρξε απρόσβλητος.

Αλλά ας δώσουμε μια εικόνα αυτών των περίφημων παληκαράδων ή τραμπούκων ή κουτσαβάκηδων, όπως λεγόντουσαν.

«Οι κουτσαβάκηδες λοιπόν φορούσαν μαύρο σακκάκι και ριγέ χρωματιστό ή με μεγάλα καρέ παντελόνι. Η μέση τους τυλιγόταν με μεγάλο πλατύ ζουνάρι που άρχιζε από το στήθος και τέλειωνε κάτω από τον αφαλό, στις πτυχές του οποίου έκρυβαν το οπλοστάσιο τους: τη διμούτσουνη (πιστόλι με δύο κάνες), το μαχαίρι, διάφορους σουγιάδες μαζί με την καπνοσακκούλα, το τσακμάκι κ.ά. Το πανταλόνι κατέληγε «τζογέ», δηλαδή στενώτατο στους αστραγάλους, ενώ για παπούτσια φορούσαν στιβάλια με ψηλό τακούνι που περνούσε δεκάρα από κάτω, στενά και μυτερά, με τη μύτη προς τα πάνω, τα «στενόχωρα πατούμενα», όπως τα έλεγαν. Τα στιβάλια ήτανε πάντα μαύρα αλειμμένα με χοιρινό λίπος και έπρεπε να τρίζουν. Είναι γνωστό ότι το παλιό υποδηματοποιείο του Μπέη, στην οδό Σταδίου, με σήμα: «Ένας είναι ο Μπέης» είχε ως έμβλημά του τα εξής : «Κομψότης, στερεότης και τριζότης».

Οι κουτσαβάκηδες στρατολογημένοι από άνεργους νέους, θρασείς και προκλητικούς, οι οποίοι αποτελούσαν στην αρχή τις στρατιές των «μπράβων» των κομμάτων, εξελίχθηκαν σιγά – σιγά σε δυνάστες του φιλήσυχου κόσμου. Η εμφάνισή τους ήταν αρκετά περίεργη και ασυνήθιστη για την εποχή.

Καιρός όμως να δούμε και την κόμμωσή τους η οποία αποτελούσε το άκρον άωτον της παληκαριάς τους.

«Μαλλιά μακριά, πασαλειμμένα με λίπος που συνήθως βρωμούσε, χτενισμένα «χωρίστρα» με αφέλειες που κατέβαιναν στο μέτωπο και σκέπαζαν χαρακτηριστικά το ένα μάτι, που το ξεσκέπαζε ο κούτσαβος, με αρειμάνια χειρονομία, όταν απειλούσε το σύμπαν».

Ένα σημαντικό στοιχείο τους ήταν το μουστάκι:

«Άλλο συνθετικό της «ομορφιάς» τους ήταν το μεγάλο μουστάκι, που όσο μεγαλύτερο γινόταν, τόσο το καμάρωναν και προσπαθούσαν να το ενώσουν με το γένι που έτρεφαν στο μάγουλο».

Τι φορούσαν οι κουτσαβάκηδες;

«Οι κουτσαβάκηδες φορούσαν πάντα ρεπούμπλικα ή «καβουράκι» με «χλίψη». Έτσι έλεγαν την πλατιά μαύρη κορδέλλα που περιέβαλλε το καπέλλο, ενδεικτικό κι αυτό παληκαριάς που έδειχνε ότι πενθούσε για το θάνατο κάποιου «τραμπούκου» που έπεσε «ηρωικά».

Άλλο τους χαρακτηριστικό ήταν ότι:

«Εβάδιζαν πάντα ελαφρά κουτσαίνοντας («κουτσαβάκηδες»), φτύ­νοντας ηχηρά, βήχοντας μεγαλόφωνα, κοιτάζοντας περιφρονητικά τους διαβάτες και ζητώντας αφορμή για παρεξήγηση και καυγά. Πολλοί «τραμπούκοι» φορούσαν το σακκάκι τους μόνο με το ένα μανίκι, ενώ το άλλο το κρατούσαν ριχτό στο δεξί ώμο».

Το πέρασμα των νοικοκυραίων από τις οδούς και τις παρόδους του Ψυρρή, ήταν άθλος, γιατί οι κούτσαβοι παραμόνευαν για να προκαλέ­σουν τους διερχόμενους ή να τους πετάξουν διάφορες ακαθαρσίες της αγοράς.

Η Μαρία Μαρκογιάννη στο βιβλίο της «Ματιές στην Αθήνα που έφυγε» γράφει πως:

Οι κουτσαβάκηδες είχαν ροζιασμένες χοντρές μαγκούρες, που τις ύψωναν απειλητικά στις εκλογικές διαδηλώσεις και στους καυγάδες. Οι νταήδες της Πλάκας και του Ψυρρή, ζώνονταν το κόκκινο ζουνάρι και όταν το έλυναν, ήταν σημάδι ότι πήγαιναν φιρί – φιρί για καυγά. Από εκεί βγήκε η έκφραση «έλυσε ή κρέμασε το ζωνάρι του».

Αλλά ας δούμε ποια ήταν τα μέσα της αστυνομικής επιβολής και ποιος ο ρόλος του βούρδουλα και να γνωρίσουμε την εξέλιξη της αστυνομίας.

«Μέχρι του 1863 ουδεμία στολή είχε καθιερωθεί δια τους κλητήρας της αστυνομίας, οίτινες έφερον έκαστος ό,τι είχε και ό,τι ηδύνατο ή ήθελε να φέρη. Η πατατούκα, η βράκα, η φουστανέλλα, τα κοντοβράκια, τα τσαρούχια απετέλουν μωσαϊκόν παράδοξον.Τελευταίος διευθυντής της αστυνομίας επί Όθωνος υπήρξεν ο Δημητριάδης.

Ο Δημητριάδης, άνθρωπος χρηστός και γενναίος, προσωπικώς απεφάσισε να επιβάλη κάποιον σεβασμόν προς τους νόμους εις την τάξιν εκείνην των κακοποιών και να απαλλάξη από τον εκβιασμόν και την τρομοκρατίαν των τους φιλήσυχους και εργατικούς πολίτας, συνεπώς ηναγκάσθη να αντιμετωπίση τους κουτσαβάκηδες, οίτινες προ του κοινού κινδύνου συνησπίσθησαν κατ’ αυτού προσωπικώς και απεφάσισαν να τον εξοντώσουν.

Εξήρχετο πάντοτε ο Δημητριάδης πάνοπλος και υπό συνοδείαν πάνοπλων επίσης κλητήρων, συνεπλέκετο δε προς τους κακοποιούς και όσους συνελάμβανε τους υπέβαλλεν εις βαρείς εξευτελισμούς δια να πλήξη το γόητρόν των.

Αλλά μίαν ημέραν οι κακοποιοί εκείνοι, μη δυνάμενοι να φονεύσουν τον ίδιον, εδολοφόνησαν τον γραμματέα της αστυνομίας Λύτραν εις την πλατείαν του Δημοπρατηρίου πλήξαντες αυτόν δια μαχαιρών.

Ο φόνος του Λύτρα εξηγρίωσε τους κλητήρας και εξήψε τον Δημητριάδην, εθεωρήθη δε ζήτημα τιμής ο φόνος ή η σύλληψις των φονέων, ως επίσης δια τους κακοποιούς ζήτημα τιμής ήτο η προστασία των φονέων και το ασύλληπτον αυτών.

Ο Δημητριάδης, πληροφορηθείς ότι δύο των δολοφόνων του Λύτρα εσύχναζον κρυφά κατά τας νύκτας εις εν καταγώγιον της οδού Καραϊσκάκη, απεφάσισε να τους συλλαβή ή να τους φονεύση, πολιορκών εν ανάγκη το άντρον των κακοποιών. Αληθής εκστρατεία επεχειρήθη τότε κατά του υπογείου άντρου, όπερ συνετήρει περίφημος κακοποιός ονόματι Νταούφαρης.

Επί κεφαλής ισχυράς κουστωδίας κλητήρων πάνοπλων, δεδοκιμασμένης γενναιότητος, ο Δημητριάδης επέδραμε κατά της φωλεός των κουτσαβάκηδων, ουδέν όμως θα επετύγχανεν αν δεν κατώρθου να εισβάλη εντός αυτού με την δίκανην πιστόλαν εις την δεξιάν, έτοιμος να φονεύση πάντα ανθιστάμενον. Αλλά παρ’ όλην την αιφνιδιαστικήν εισβολήν δεν απέφυγε την αιματοχυσίαν, διεκινδύνευσε δε και την ζωήν του. Οι κουτσαβάκηδες, άμα τη εισβολή, επυροβόλησαν κατά της μοναδικής λάμπας του καταγωγείου και την συνέτριψαν, εντός δε του σκότους εξέβαλλον αγρίας κραυγάς και επυροβόλουν προς την θύραν. Αλλ’ ο Δημητριάδης και οι κλητήρες ήσαν εφοδιασμένοι με κλεπτοφάναρα και αψηφούντες τον προφανή κίνδυνον ώρμησαν κατ’ αυτών και τους συνέλαβον. Οι κακοποιοί κατετροπώθησαν. Ο εις εκ των δολοφό­νων του Λύτρα εφονεύθη, αλλ’ εφονεύθησαν και ετραυματίσθησαν και κλητήρες, εσώθη δε ως εκ θαύματος ο Δημητριάδης από τας μαχαίρας και τας σφαίρας των κουτσαβάκηδων. Την επαύριον το «Ψυρρή» ήτο ανάστατον.

Οι κλητήρες απεσύρθησαν από την συνοικίαν, διότι θά εκακοποιούντο, οι δε «σχοινοιπαλούκηδες» Ψυρριώται έμειναν κύριοι της γειτονιάς και της πλατείας των κηρύξαντες εν είδος επαναστάσεως. Η κυβέρνησις τότε – ήτο πρωθυπουργός ο Βούλγαρης – αντί να δώση βαρύτερον πλήγμα κατά των κακοποιών, υπεχώρησεν.

Ο Δημητριάδης και ο Μιαούλης επρότειναν να αποκλεισθή η συνοικία και να ζητηθή εντός εικοσιτεσσάρων ωρών η παράδοσις των εργατών της παραδόξου εκείνης στάσεως, να χρησιμεύση δε η στάσις ως αφορμή συλλήψεως όλων των κακοποιών, δια να κτυπηθή κατακέφαλα η φωλεά εκείνη της αναρχίας και του κουτσαβακισμού. Αλλ’ ο Βούλγαρης δια λόγους δημοκοπίας δεν ηθέλησε. Ούτως οι Ψυρριώται ενεθαρρύνθησαν και απεθρασύνθησαν, η αποθράσυνσίς των δε εξεδηλώθη μετ’ ολίγας ημέρας δι’ απόπειρας δολοφονίας κατ’ αυτού του Δημητριάδου. Μία ομάς κακοποιών ενήδρευσε παρά τους Αγίους Θεοδώρους, εις την στροφήν του κήπου του «Κλαυθμώνος», και τον επυροβόλησεν ανεπιτυχώς.

Πάλι από το περιοδικό «Αστυνομικά Χρονικά» διαβάζουμε και σας μεταφέρουμε αυτούσιο το κείμενο γιατί έχει, πιστεύουμε, σημαντικό ενδιαφέρον για την περίπτωσή μας.

Η αποκορύφωσις της αποθρασύνσεως του «Ψυρρή» εσημειώθη μετά την μεταπολίτευσιν, ως εκ της γενικής πολιτικής και στρατιωτικής αναρχίας, ήτις επηκολούθησε, και τον σημειωθέντα προσεταιρισμόν των κακοποιών εκείνων υπό διαφόρων πολιτικών αρχηγών. Τότε το «Ψυρρή» απέβη ακρόπολις των αέργων και των κακοποιών. Εκ των πολιτικών δε δεσμών και υποστηρίξεων το κακόν επεξετάθη και εις τας άλλας συνοικίας, τας οποίας ετρομοκράτουν επίσης οι κακοποιοί.

Η κοινωνία ήρχισε να πάσχη δεινώς, διότι οι άνθρωποι εκείνοι ησέβουν και προς την οικογένειαν και προς την γυναίκα και την παρθένον, εσημειούντο δε σκηναί οικτραί. Η αστυνομία ήτο ανίσχυρος να προστατεύση τους πολίτας ή την οικογένειαν από τους εκβιασμούς ή την οργήν των κακούργων εκείνων, οιοσδήποτε δε οικογενειάρχης ή οικογένεια εσώζετο μόνον δια της δυνάμεως των ιδίων του όπλων.

Κατά την διάρκεια της Μεσοβασιλείας Διευθυντής της αστυνομίας Αθηνών ήταν ο Νικόλαος Μακρής, ο οποίος ενσωμάτωσε τους αστυνο­μικούς κλητήρας σε μάχιμη δύναμη και τους ώπλισε με δίκανα κυνηγετικά όπλα «βαρέα εμπροσθογεμή, τα γνωστά υπό το όνομα «κλητορίστικα».

Και πάλι από τα «Αστυνομικά Χρονικά» διαβάζουμε:

«Οι από κατωτέρας τάξεως υλικόν προερχόμενοι αστυνομικοί κλητήρες, δεν διεκρίνοντο επί αβρότητι τρόπων και εξαιρέτω συμπερι­φορά. Το ευγλωττότερον όργανον της ανακρίσεως ήτο ο βούρδουλας. Εις τας εποχάς δε των μεγάλων πολιτικών συρράξεων, η αστυνομική δύναμις εμετράτο κατά βούρδουλαν, όπως αι διμοιρίαι κατ’ άνδρας και η χωροφυλακή κατά τουφέκια».

«Οι κοινοί κλέπται, οι λωποδύται και οι διαρρηκτοί ετιμωρούντο και δια του βούρδουλα και δια της διαπομπεύσεως. Ο δυστροπών να μαρτυρήση κατεδικάζετο αναλόγως της αντοχής του εις μίαν εκ των κατωτέρω βασάνων. Ή του παρείχοντο προς δείπνον άφθονες σαρδέλλες αλμυρές, εις τρόπον ώστε να καταληφθή υπό μεγάλης δίψης και υπό την διψαλέαν τυραννίαν του επεδεικνύετο άφθονον διαυγές και δροσερόν ύδωρ, το οποίον τότε μόνον θα του εδίδετο, όταν απεκά­λυπτε την μαρτυρίαν και κατέθετε την αλήθειαν. Ή ετίθεντο υπό τας μασχάλας του αυγά βραστά, άτινα τον κατέκαιον, ή εζεματίζετο εις τους γλουτούς δια ζέοντος ελαίου. Υπό την τελευταίαν βάσανον ετίθεντο κακούργοι ή και άσπονδοι εχθροί του Δημάρχου ή των αστυνόμων, πάντοτε προς σωφρονισμόν και εν ονόματι της τάξεως».

«Η εξέλιξις της ράβδου του ειρηνοφύλακος υπήρξεν ανάλογος των ηθών εν τη πρωτευούση».

 

Πώς γίνονταν όμως γνωστοί στους πολίτες της εποχής αστυνομικοί νόμοι και διατάξεις…

«Παράδοξος επίσης ήτο ο τρόπος της δημοσιότητος των αστυνο­μικών νόμων και διατάξεων καθ’ όλην την περίοδον της Α’ Δυναστείας και ικανά έτη επί της Β’. Η αστυνομία δεν κατέφευγεν εις τον Τύπον, ούτε εις τοιχοκολλήσεις εντύπων ανά τας στροφός των οδών και επί της προσόψεως των αστυνομικών καταστημάτων, αφ’ ενός μεν διότι ο τύπος δεν ήτο ημερήσιος, αφ’ ετέρου δε διότι ελάχιστοι εγνώριζον ανάγνωσιν και γραφήν. Προς ταύτα προσετίθετο και η συνήθεια του «ντελάλη», δια του οποίου και μόνον οι παλαιοί Αθηναίοι είχον συνηθίσει να μανθάνουν τα ενδιαφέροντα νέα.

Εις την δύναμιν της Αστυνομίας Αθηνών υπήρχε και εις τοιούτος, ο αστυνομικός «ντελάλης» μισθοδοτούμενος αντί δρχ. 25 κατά μήνα, όστις ανεκοίνου εις τους πολίτας τας αστυνομικός αποφάσεις, διατάξεις, νόμους και παν ό,τι η αστυνομία είχε συμφέρον η διαταγήν να ανακοινώσει εις την πόλιν.

Ο «ντελάλης» ηκολουθείτο από δύο ειρηνοφύλακας και ένα τυμπανοκρούστην ή και περισσοτέρους, αναλόγως της σπουδαιότητος της ανακοινώσεως. Μετά την τυμπανοκρουσίαν ανήρχετο επάνω εις μίαν καρέκλαν ή εις το ύψος μιας τραπέζης και αποκαθισταμένης σιγής ανήγγελε δια στεντορείας φωνής εις το πλήθος την διαταγήν, την απόφασιν ή την νέαν διάταξιν, ή τον νόμον. Το πέρας της ανακοινώσεως ανήγγελε σφοδρά τυμπανοκρουσία».

Ας γνωρίσουμε όμως έναν ακόμα Διευθυντή της Αστυνομίας

Ο Αλεξ. Κουμουνδούρος, κατά την πρώτην επί Γεωργίου Α’ πρωθυπουργίαν του, ενεπιστεύθη την διεύθυνσιν της αστυνομίας εις τον Βρατσάνον, έναν γενναίον και σκληροτράχηλον Ψαριανόν, ο οποίος εδέχθη ρητάς εντολάς να πατάξη το σμήνος των κακοποιών. Ο Βρατσάνος είχε και σύζυγον γενναίαν, την ιστορικήν Φλωρού, ήτις έπαιζε πιστόλι και καραμπίνα ως πολεμιστής και ουδόλως επτοείτο από τους κινδύνους.

Το έργον, όπερ ανέλαβεν ο Βρατσάνος, ήτο και δυσχερές και επικίνδυνον, διότι δεν επρόκειτο να επιτέλεση έργον μόνον δια της επιβολής του κύρους των νόμων και του προς αυτούς σεβασμού των πολιτών, αλλά δια της προσωπικής του ανδρείας και της περιφρονήσεως προς τους κινδύνους της ζωής του. Αλλά παρά την επιβολήν της προσωπικής ανδρείας του, δεν επέτυχε μεγάλα αποτελέσματα, ένεκα της πολιτικής κατ’ αυτού αντιδράσεως».

Από έντυπο της εποχής διαβάζουμε:

«Αλλά μία αθλία τάξις γυναικών, η αθλιεστέρα πασών, η τάξις των γυναικών του εμπορικού έρωτος, είχε κυριολεκτικώς δουλωθή από τους κακοποιούς εκείνους. Αι γυναίκες αύται όχι μόνον ουδεμιάς ετύγχανον προστασίας από τους φρουρούς της τάξεως, αλλά τουναντίον κατεδιώκοντο υπό πάντων, εγκαταλελειμμένοι δε και έρημοι υπό την φρικωδεοτέραν δίωξιν πάντων, περιέπιπτον εις τους όνυχας της προστασίας των κακοποιών, οι οποίοι τας εξεμεταλλεύοντο κατά τον μάλλον πεπωρωμένον και επαίσχυντον τρόπον, εκείνοι δε εξηγόραζον την φρικώδη προοτασίσν δι’ όλων των ρυπαρών κερδών της εμπορίας των, άτινα απερρόφων οι «κούτσαβοι» και οι «παληκαράδες». Η εσχάτη αύτη σήψις της ανθρωπινής ψυχής εσημείωσεν εποχήν οικτράν δια την κοινωνικήν εξέλιξιν των Αθηνών και έγραψε δράματα αληθώς αποτρό­παιων σφαγών και δολοφονιών των παναθλίων σκλάβων του ελευθέρου έρωτος».

Ένα επεισόδιο του 1880:

Το 1880 ο κούτσαβος Λιάς ο Μανιτόμπας, στον καφενέ του Τσούτη, είχε την ατυχή έμπνευση να στραπατσάρει έναν υπαξιωματικό του Πυροβολικού. Οι συνάδελφοί του όμως απεφάσισαν να «ξεκαθαρίσουν» την κατάσταση και έτσι μια Κυριακή, με σχέδιο στρατηγικό, εισέβαλαν στην πλατεία Ηρώων – άντρο του κουτσαβακισμού – ταυτόχρονα από τις οδούς Αγίου Δημητρίου και Ερμού. Στο καφενείο του Τσούτη έλαβε χώρα η παράδοση των όπλων των κούτσαβων και ο εξευτελισμός τους. Βέβαια ο κουτσαβακισμός δεν έσβησε αμέσως. Περίμενε την χαριστική βολή από τον Μπαϊρακτάρη.

Κι ενώ τα πράγματα είχαν έτσι ή κάπως έτσι, ήρθε ο Χαρίλαος Τρικούπης και ίδρυσε τη Στρατιωτική Αστυνομία.

«Η αθλία κατάστασις της αστυνομίας εν τη πρωτευούση και καθ’ όλον το κράτος, από πάσης απόψεως, έπεισε τον Χαρ. Τρικούπην να την κατάργηση και αφαιρών αυτήν από τους δήμους να την υπαγάγη υπό την τάξιν και την πειθαρχίαν του στρατού, και ούτως ιδρύθη η στρατιωτική αστυνομία λειτουργήσασα από του 1892 υπό ειδικούς νόμους και διατάξεις».

Το 1888 κι ενώ σε όλους τους χώρους ήταν οι ληστές ο πρωθυπουργός Τρικούπης ανέθεσε στον Μπαϊρακτάρη να τους εξοντώ­σει. Αυτός διάλεξε μερικά παληκάρια, κυρίως τσολιάδες, και καθάρισε τη Ρούμελη από τους ληστές.

Ο Τρικούπης τον παρασημοφόρησε και τον έκανε Συνταγματάρχη και στη συνέχεια του ανέθεσε τη διεύθυνση της Αστυνομίας Αθηνών, με πρόγραμμα να ξεκαθαρίσει και την πόλη της Αθήνας από τον υπόκοσμο.

Ποιος ήταν ο Μπαϊρακτάρης

Δημήτριος Μπαϊρακτάρης. Στρατιωτικός και πρώτος αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας.

Δημήτριος Μπαϊρακτάρης. Στρατιωτικός και πρώτος αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας.

Ο Μπαϊρακτάρης είχε γεννηθεί στο Αγρίνιο το 1833 από οικογένεια Σουλιωτών. Σε ηλικία 16 ετών κατατάχθηκε ως στρατιώτης στο Τάγμα Ακροβολιστών. Δεν άργησε να γίνει δεκανέας και με αίτηση του απεστάλη προς καταδίωξη ληστών υπό το λοχαγό Δασκαλόπουλο στην περιοχή Γαλαξειδίου και Άμφισσας, όπου είχαν τα λημέρια τους οι συμμορίες του Κακαράπη και του Νταβέλη. Σε λίγα χρόνια, «υπό πάντων εκτιμώμενος» θα γίνει αξιωματικός. Σύμφωνα με περιγραφές της εποχής του ήταν «μετρίου αναστήματος, ευτραφής, με χονδρήν κεφαλήν, αυστηρός εκφράσεως, δεδοκιμασμένης γενναιότητος, ψύχραιμος, δίκαιος, ευυπόληπτος». Υπηρέτησε στα Μεταβατικά Αποσπάσματα της Πελοποννήσου, όπου «περηφανείς υπηρεσίας προσήνεγκεν εις την δημοσίαν ασφάλειαν, απαλλάξας των φυγοδίκων την Μεσσηνίαν και τρεις άλλους νομούς…». Ως αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού έλαβε επίσης μέρος στην Κρητική Επανάσταση του 1866, όπου και διακρίθηκε».

Αλλά τι σημαίνει Μπαϊρακτάρης;

«Μπαϊρακτάρης εκ του Τουρκικού μπαΐράκ και κατά παραφθορά του «μπαργιάκ» σημαίνει σημαία και «ντάρ» σημαίνει ο κρατών, δηλαδή ο σημαιοφόρος ή αρχηγός φυλής».

Από ένα άρθρο του ημερολογίου Νέα Ελλάς του 1896 διαβάζουμε…

«Ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, ο Διαφεντής! Ο Διευθυντής της Στρατιωτικής Αστυνομίας Αθηνών – Πειραιώς. Το κατ’ εξοχήν συνδεδεμένον με τον καταρτισμόν και την δράσιν της Στρατιωτικής Αστυνομίας όνομα».

Έτσι άρχιζε ένα άρθρο του Ημερολογίου «Νέα Ελλάς» του 1896, για να συνεχίσει: «Εις το λεξιλόγιον της εντίμου των λωποδυτών χορείας, των χαρτοπαικτών, των μέθυσων, των κουτσάβων, των ταραχοποιών εν γένει, το όνομα του κ. Μπαϊρακτάρη είναι ταυτόσημον προς το του κακού δαίμονος, της σφαίρας του τηλεβόλου, του οβουζίου, της θεότητος, του ολέθρου και της καταστροφής. Και δια να είπη τις την αλήθειαν, οι αξιόλογοι ούτοι κύριοι, οι υπό την σκέπην και την θαλπωρήν των θεσμών της χώρας – ατυχείς θεσμοί – βιούντες και αναπτυσσόμενοι δεν έχουν καθόλου άδικον.

Αν ο Μπαϊρακτάρης κατεδίωξε εξίσου όλες τις μορφές της εγκληματικότητας που «υπό την προστασίαν των θεσμών» (θα ‘λεγα κομματικές παρεμβάσεις) ταλάνιζε την πρωτεύουσα της προηγούμενης εκατονταετηρίδας, εν τούτοις το όνομἀ του συνδέθηκε περισσότερο με την εξόντωση των «κουτσάβων», ίσως για τις πρωτότυπες μεθόδους αντιμετώπισης τους που επενόησε».

Το σχέδιο του Μπαϊρακτάρη:

Ο Μπαϊρακτάρης, δίκαιος, αυστηρός και αδέκαστος, άρχισε να εφαρμόζει ένα σχέδιο χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν τις συστάσεις ή τις επιρροές των κομματικών παραγόντων. Κατά το σχέδιο, η καλύτερη μέθοδος θεραπείας είναι ο εξευτελισμός. Ο Μπαϊρακτάρης μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, έκανε μια βόλτα στου Ψυρρή, στην Πλάκα και στο Μεταξουργείο για να ενημερωθεί προσωπικά για τα συμβαίνοντα εκεί…

Έτσι, αφού εξήντλησε πρώτα το κεφάλαιο των συστάσεων και των συμβουλών, συγκέντρωσε τους τραμπούκους στο προαύλιο της Διευ­θύνσεως της Αστυνομίας, που βρισκόταν τότε στη μεσημβρινή πλευρά της πλατείας Κλαυθμώνος. Στη μέση της αυλής είχε στηθή ένα σιδερένιο αμόνι από αυτά που υπάρχουν στα σιδεράδικα και δίπλα ένα μεγάλο σιδερένιο σφυρί. Φώναζε έναν – ένα τους «αντάμηδες» ο Μπαϊρακτάρης και τους διέτασσε να αφήσουν δίπλα στο αμόνι τον οπλισμό τους, δηλαδή πιστόλια, μαχαίρια, γιαταγάνια, κάμες κ.ά. πάνω στον οποίο ήταν γραμμένοι στίχοι «περιπαθείς», απειλές και αναστεναγμοί: «Αχ! Βαχ!». Αφού άφηνε τον οπλισμό του, έπαιρνε νεώτερη διαταγή να τον σπάση, με τα ίδια του τα χέρια, κτυπώντας τον με τη βαρειά πάνω στο αμόνι. Όποιος δυστροπούσε, δεχόταν στο κεφάλι του το βαρύ βούρδουλα του Μπαϊρακτάρη και υποτασσόταν, αλλιώς θα τον πήγαιναν «σηκωτό» στο νοσοκομείο από το ξύλο. Προσβολή μεγάλη για τους «κούτσαβους» που την αποθανάτισαν στο δίστιχο:

Μια ξυλιά με το καμτσίκι

είν’ αιώνιο ρεζιλίκι…

Εδώ τελειώνει η πρώτη δοκιμασία για τους κουτσαβάκηδες…

Και αρχίζει η δεύτερη…

Η δεύτερη δοκιμασία αφορούσε την κόμμωση και την ενδυμασία των «τραμπούκων». Μια μεγάλη ψαλίδα – που την χειριζόταν ειδικός κουρέας – έκοβε τις λιγδωμένες αφέλειες των μαλλιών και τις μύτες από τα «στενόχωρα», δηλαδή τα παπούτσια. Ύστερα ερχόταν η σειρά του σακκακιού και του ζουναριού. Επειδή φορούσαν το ένα μανίκι του σακκακιού και το άλλο το κρατούσαν «ριχτό» στον ώμο, η ψαλίδα τους έκοβε το ριχτό μανίκι. Επίσης, τους έκοβε τα περισσεύματα του ζουναριού. Οι κακοποιοί, ύστερα από αυτά τα «καψόνια», απελύοντο, αλλά δεν ήθελαν να βγουν έξω, γιατί φοβόντουσαν τον εξευτελισμό και την ταπείνωση και ζητούσαν να τους κλείσουν στη φυλακή. Από τότε δε χρονολογείται το δίστιχο:

Τα σίδερα της φυλακής

είναι για τους λεβέντες…

Ύστερα από τις ταπεινώσεις αυτές οι κουτσαβάκηδες, που σχεδόν στην ολότητά τους ήταν θρασύδειλοι, δεν μπορούσαν να ξαναποκτήσουν την παλιά τους αίγλη. Οι μεγάλοι «Νταήδες» που έκαναν καυγά για ένα πέταγμα μύγας και απειλούσαν με φόνο κάθε περαστικό που νόμιζαν ότι τους στραβοκοιτούσε, έβαλαν την ουρά κάτω από τα σκέλη και μεταβλήθηκαν σε «κορέους». Ο βούρδουλας του Μπαϊρακτάρη και η άτεγκτη αυστηρότητά του είχαν σαν αποτέλεσμα να απαλλάξουν την πρωτεύουσα από τα κακοποιά στοιχεία που την πλημμύριζαν.

Εις τα σύγχρονα της εποχής εκείνης αστυνομικά χρονικά εφέρετο προς θυμηδίαν το ανέκδοτον του κακοποιού Μπαρμπαρούμπα! όστις, αφού υπέστη την τραγικήν μεταμόρφωσιν δια της ψαλίδος και επρόκειτο να απολυθή, εζήτησε να εξομολογηθή ιδιαιτέρως ένα «φοβερόν μυστικό» εις τον διευθυντήν. Η εξομολόγησίς του ήτο ότι είχε κάμει δήθεν δύο μυστικούς φόνους! και έπρεπε αντί να απολυθή να σταλή εις τας φύλακας!

«Για τους δυο παλαιούς φόνους σε συγχωρώ» του είπε γελών ο Μπαϊρακτάρης, «αλλά πρόσεξε μην κάμης τρίτον, είσαι χαμένος». Παρ’ όλην δε την επιμονήν του δεν απεστάλη εις τας φύλακας.

Η Εφημερίδα «Εφημερίς» σε ένα άρθρο της σχετικό με το θρύλο που δημιούργησε ο Μπαϊρακτάρης περισσότερο για την άδικη και σκληρή συμπεριφορά του προς τους κουτσαβάκηδες και λιγότερο για την κοινωνική προσφορά του, γράφει:

«Οι κατά τοιούτον τρόπον εξευτελιζόμενοι κακοποιοί θρασύδειλοι κατά κανόνα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν ήτο δυνατόν πλέον να επανακτήσουν την παλαιάν εύκλειαν, ούτε να επανοπλισθούν ευκόλως, διότι η υποτροπή ετιμωρείτο αυστηρότερον δι’ αυτού του βούρδουλα του Μπαϊρακτάρη. Ο βούρδουλας παρέμεινε φόβητρον δια πάντα κακοποιόν, εννοούμεν τον βούρδουλαν του Μπαϊρακτάρη, όστις κατά προτίμησιν έπιπτεν εις τους παληκαράδες, αντάμηδες ή κούτσαβους, και ετραυμάτιζεν εις το πρόσωπον μόνον και μόνον δι’ εξευτελισμόν.

Διότι μία πληγή ή μία ουλή μαχαίρας ή σφαίρας εις το πρόσωπον των κακοποιών εκείνων απετέλει παράσημον παληκαριάς, ενώ ένα σημάδι από βούρδουλα απετέλει αίσχος».

Όμως υπάρχει και συνέχεια. Αφού εξόντωσε τους κουτσαβάκηδες ήρθε η σειρά να εξοντώσει τους χαρτοπαίκτες.

Να πως περιγράφει κι αυτό μια εφημερίδα της εποχής:

«Μετά ήρθε η σειρά στους χαρτοπαίχτες. Η Αθήνα είχε γίνει μια χαρτούπολη. Κάθε καφενείο και χαρτοπαίγνιο και ζάρι. Πολλές οικογέ­νειες έμεναν νηστικές γιατί ο πατέρας είχε χάσει τα λεφτά του στα χαρτιά.

Για να πετύχει την εξόντωσή τους, πήρε στο σώμα για χωροφύλακες μερικούς χαρτοπαίκτες. Αυτό ήτανε. Μέσα σε ένα μήνα περίπου κανένα χαρτοπαίγνιο δεν λειτουργούσε. Όσους έπιαναν, τους φόρτωνε στην πλάτη το τραπέζι και τις καρέκλες και τους γύριζε στην πόλη, με την πράσινη τσόχα ή καρφωμένα επάνω τους τα τραπουλόχαρτα.

Για τις μικροπαραβάσεις και τους κλέφτες είχε ο Μπαϊρακτάρης το κατάλληλο αντίδοτο!

Για τις μικροπαραβάσεις, ο Μπαϊρακτάρης είχε άλλη μέθοδο. Τους έβαζε και καθαρίζανε όλη την Αθήνα.

Για τους κλέφτες, που δεν ήτανε και λίγοι την εποχή εκείνη, όταν τους έπιανε για πρώτη φορά, τους έκοβε το μουστάκι – που το θεωρούσαν τιμή και καμάρι τους – και τους έβαζε να καθαρίσουν το δρόμο. Αν τους ξανάπιανε, είχε το «μήλο της γνώσεως», όπως χαρακτηριστικά το έλεγε, Πολλοί, όμως, που τον αντιπαθούσαν, και πιο πολύ οι εφημερίδες, έγραφαν ότι καταπατά το Σύνταγμα και την ελευθερία του πολίτη. Ο Μπαϊρακτάρης όμως αδιαφορούσε. Με τις μεθόδους που εφάρμοσε για τους κουτσαβάκηδες το ψαλίδι και την κατώγα, δηλ. το κρατητήριο και το μήλο της γνώσης, δηλ. τον εξευτελισμό και το βούρδουλα για τους κλέφτες, η Αθήνα γλύτωσε μια για πάντα απ’ αυτούς.

Ακούστε και για μια πρωτιά που διεκδικεί ο Μπαϊρακτάρης

 

«Ο Μπαϊρακτάρης θεωρείται ο πρώτος που χρησιμοποίησε νερό για τη διάλυση των συγκεντρώσεων. Κατά τις βουλευτικές εκλογές του 1890 οι οπαδοί του Ράλλη είχαν συγκεντρωθεί έξω από τα γραφεία της «Εφημερίδος» και κατά παράβαση των υφισταμένων αστυνομικών διατάξεων αρνούνταν να διαλυθούν, ενώ οι υποψήφιοι συνέχιζαν να ομιλούν. Τότε ο Μπαϊρακτάρης, αφού εξάντλησε κάθε μέσο πειθούς, επεστράτευσε την «τρόμπα» και οι ενθουσιώδεις οπαδοί επέστρεψαν στα σπίτια τους βρεγμένοι…».

Αλλά ως άνθρωπος και όχι ως αυστηρός αστυνομικός ποιος ήταν ο Μπαϊρακτάρης; Στο Εθνικό Ημερολόγιο της Νέας Ελλάδος που εκδό­θηκε το 1896 διαβάζουμε:

«Αυτός είναι ο Μπαϊρακτάρης ο εμπνεύσας τον τρόμον εις τα κακοποιό στοιχεία, αμέριστον δε της υγιούς μερίδος της κοινωνίας κατακτήσας την εμπιστοσύνην. Αυτός, ο αυστηρός αστυνόμος, το θηρίον, όπως όχι ολίγοι τον φαντάζονται. Έπρεπεν όμως να τον εγνώριζαν και ως άνθρωπον, ως χαρακτήρα, θα έμενον κατάπληκτοι προ του βουνού της αντιθέσεως. Αγαθός, αγαθώτατος, αρνίον. Του κάμνει κακόν να σκοτώσει μυίγαν ακόμη. Φιλοστοργότατος ως πατήρ, τύπος οικογενειάρχου. Πατριώτης δε ενθουσιωδέστατος. Αγαπά πρώτον τον θεόν και έπειτα την πατρίδα του, την οποίαν ονειροπολεί να ίδη μεγάλην».

Να και η πρώτη λογοκρισία θεατρικών έργων από το βιβλίο της Άρτεμης Σκουμπουρδή «Θέατρα της Παληάς Αθήνας» (23 Αυγούστου 1895).

Ως τώρα οι διαταγές έμοιαζαν ανώδυνες και διασκεδαστικές. Όμως, ήρθαν και οι οδυνηρές… Συγκεκριμένα, στις 23 Αυγούστου του 1895 έχομε για πρώτη φορά λογοκρισία των θεατρικών έργων! Ο Διευθυντής της Αστυνομίας Αθηνών – Πειραιώς, Δ. Μπαϊρακτάρης, αναθέτει στον καθηγητή Γ. Μιστριώτη και στο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εκκλησιαστικών I. Καλοστύπη, να ελέγχουν «τα κωμειδύλλια και λοιπά έργα»!.

Η αστυνομική εντολή έχει ως εξής:

Αξιότιμοι Κύριοι,

Λαμβάνω την τιμήν να σας αναγγείλω ότι ανέθηκα υμίν τον έλεγχον των διαφόρων κωμειδυλλίων και λοιπών έργων, τα οποία οι συγγραφείς αυτών προτίθενται να διδάξωσιν επί σκηνής υπό ηθικήν έποψιν ως και αν δύναται να παρασταθώσι χωρίς να προκληθώσι σκάνδαλα και σας παρακαλώ ίνα ευαρεστούμενοι λάβητε την ευγενή καλωσύνην και παράσχητε ημίν την συνδρομήν σας εκθέτοντες εκάστοτε υμετέραν γνώμην, επί των έργων, άτινα θέλομεν υποβάλλει υπό την υμετέραν κρίσιν, προ της – από σκηνής – διδασκαλίας αυτών.

Ο Διευθυντής

(Τ.Σ.) Δ. Μπαϊρακτάρης

Αυτά συμβαίνουν την επομένη της τρίτης επιθεώρησης που ανεβαίνει στην Ελληνική σκηνή, του Μίκιου Λάμπρου με τον τίτλο: «Άνω – κάτω» στις 22-8-1895. Όσο για την πρώτη επιθεώρηση ήταν κι αυτή δημιούργημα του ιδίου και εμφανίστηκε με τον τίτλο «Λίγο απ’ όλα».

Για τις αστυνομικές απαγορεύσεις μας γράφει στο βιβλίο της «Θέατρα της Παληάς Αθήνας» η Άρτεμις Σκουμπουρδή.

Καθώς ο 19ος αιώνας πλησιάζει στη δύση του, αποφασίζεται για τρίτη φορά η απαγόρευση των καπέλλων στο Θέατρο! Ήταν φυσικό τα καπέλλα του συρμού – στολισμένα με… ανθόκηπους και ενίοτε με… λαχανόκηπους – να δημιουργούν προβλήματα σε πολλούς θεατές. Ο ποιητής Σουρής σατιρίζει την είδηση της σχετικής απαγόρευσης:

 

«…Ξεσκούφωτη στο θέατρο η ντάμα κι η κοπέλλα,

αστυνομική διαταγή και… Κάτω τα καπέλλα».

Αστυνομικές διαταγές που αφορούν στη συμπεριφορά των θεατών είχαν εκδοθεί και στο παρελθόν, ήδη από το 1841 και 1843. Ας δούμε μερικές απ’ αυτές: «Οι θεατές διαρκούσης της παραστάσεως οφείλουν να κάθηνται ασκεπείς και να εγείρωνται μόνον οσάκις ανακρούεται ο βασιλικός ύμνος. Απαγορεύεται εις αυτούς, να φέρουν – μεθ’ εαυτών – φιάλας με οινοπνευματώδη ή άλλα οιαδήποτε ποτά, να καπνίζουν πίπαν ή σιγαρέττον, να βλασφημούν ή να ερίζουν μεγαλοφώνως (!) και να ρίπτουν επί σκηνής άνθη, γλυκίσματα, περιστέρια, ποιήματα έντυπα ή χειρόγραφα, χρήματα και άλλα οιαδήποτε αντικείμενα άνευ προηγουμέ­νης αδείας της επιτροπής. Οφείλουν προς τούτοις, να χειροκροτώσιν ελαφρώς, χωρίς να κτυπούν τα καθίσματα ή τα πατώματα της πλατείας και των θεωρείων, προς δε, να γελούν κοσμίως χωρίς να καγχάζουν».

Μια δεύτερη διαταγή προστάζει:

«Απαγορεύεται εις τους θεατάς να εισάγωσι μεθ’ εαυτών σκύλους ως είναι απηγορευμένον εις αυτούς, και να κρατώσιν εις τας χείρας των εντός του θεάτρου ράβδους, οποιουδήποτε είδους ή μεγέθους».

Και τώρα παραθέτουμε ένα κείμενο για να γνωρίσουμε μια πρωτότυπη συμφωνία αστυνομίας λωποδυτών που όμοιά της δεν υπάρχει ή δεν ξανάγινε παγκοσμίως.

«Βρισκόμαστε στις παραμονές των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, στα 1896. Η Αθήνα που όταν έγινε πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους είχε 7.000 μόνο κατοίκους, τώρα έχει φθάσει στις 100.000 περίπου. Η διεθνής αναγγελία ότι οι πρώτοι Ολυμπιακοί αγώνες θα γίνονταν στην Ελλάδα, στάθηκε αφορμή να πλημμυρίση το Άστυ από ξένους. Η ευκαιρία ήταν μοναδική και για τους λωποδύτες, που άρχισαν να συρρέουν από την Ευρώπη και την Αίγυπτο, ιδίως, «οσφρανθέντες αρκετό ψαχνό». Η αστυνομία της Αθήνας, ολιγάριθμη και ανεπαρκώς οργανωμένη την εποχή εκείνη, βρέθηκε στην αδυναμία να αντιμετώπιση το πλήθος των λωποδυτών και των κακοποιών που την είχαν κατακλύσει. Και επικαλέσθηκε μεν την προσοχή του κοινού, αλλά καταλάβαινε ότι δεν ήταν δυνατό να αντεπεξέλθη στην… πλημμύρα αυτών των κακο­ποιών. Και κατέφυγε στο εξής τέχνασμα:

Συγκέντρωσε όλους τους Έλληνες λωποδύτες και έκανε έκκληση στη φιλοπατρία και το εθνικό τους φιλότιμο. Τους ετόνισε ότι αν οι ξένοι που ήρθαν στην Αθήνα για τους Ολυμπιακούς αγώνες, έπεφταν θύματα κλοπής, αυτό θα αντανακλούσε σ’ ολόκληρη την πατρίδα μας που θα ρεζιλευόταν. Άλλα κι’ αν ακόμα αυτοί δεν δρούσαν, θα δρούσαν οι λωποδύτες που ήρθαν από την Αίγυπτο και την Τουρκία, και το ρεζίλεμα της χώρας μας πάλι θα γινόταν. Τότε συνέβη ένα καταπληκτικό γεγονός: Οι λωποδύτες της Ελλάδος έκαναν συνέδριο στην Πνύκα, υπό την προστασία της Αστυνομίας, και αποφάσισαν όχι μόνο να μη διαπράξουν καμμιά κλοπή κατά τη διάρκεια των Αγώνων, αλλά να αναλάβουν και τη διαφύλαξη των ξένων που είχαν έρθει στην Αθήνα, από τους αλλοδα­πούς λωποδύτες. Δόθηκε ακόμη διαβεβαίωση ότι θα τσάκιζαν στο ξύλο, κάθε έναν που θα είχε το θράσος να παραβή τις αποφάσεις του συνεδρίου.

Οι Έλληνες λωποδύτες τήρησαν πιστά το λόγο τους και η Αστυνομία έκπληκτη διαπίστωσε ότι σ’ όλη την διάρκεια των αγώνων δεν εξαφανίσθηκε ούτε ένα πορτοφόλι.

Η πρωτότυπη και παράδοξη αυτή εκεχειρία έληξε την τελευταία ήμερα των εορτών. Από την επομένη οι αφελείς επαρχιώτες που είχαν έρθει στην Αθήνα και είχαν ξεθαρρέψει από την ασφάλεια των περασμένων ημερών, ήταν τα πρώτα θύματα αθρόων κλοπών. Και φυσικά οι λωποδύτες ρίχτηκαν στο έργο τους με περισσότερο ζήλο, ύστερα από την «αναδουλειά» της εβδομάδος των Αγώνων».

Κυρίες και Κύριοι,

 Η ζωή κυλάει στο αυλάκι του χρόνου και τίποτα δεν τη σταματάει. Καμιά φορά γυρίζουμε πίσω σα να θέλουμε κάτι να σταματήσουμε, κάτι να μάθουμε για τα περασμένα και να τα συγκρίνουμε με τα τωρινά. Σύγκριση δεν υπάρχει. Κάθε τόπος, κάθε εποχή, έχει το δικό της τρόπο ζωής, καμωμένο από τους ανθρώπους, που είναι στη βάση πάντα οι ίδιοι. Γλεντάνε, τραγουδάνε, χορεύουν, ερωτεύονται, παντρεύονται, αγωνί­ζονται για επιβίωση και ιδανικά, νικάνε ή ηττώνται και πεθαίνουν, αφήνοντας πίσω τους μνήμες και κουκίδες, που σημειώνουν το πέρασμα τους και τον μικρό τους κόσμο, που σφραγίζει τον κάθε αιώνα, και στη δική μας περίπτωση, τον δέκατο ένατο αιώνα, που έχει περάσει πια στην ιστορία…

Όμως, η μνήμη λειτούργησε απόψε για να φέρει κοντά μας ένα μεγάλο μέρος του με όλα τα γεγονότα που τον συνόδεψαν γύρω από δύο άξονες, τη λέξη «κουτσαβάκηδες» και τη λέξη «Μπαϊρακτάρηδες».

Αν το κατορθώσαμε εσείς θα το κρίνετε. Όμως για την προσοχή σας, σας ευχαριστούμε.

Δημήτρης Λούκας

Δημοσιεύεται στο περιοδικό του Συλλόγου Αθηναίων  «Τα Αθηναϊκά», 1997.

Διατηρήθηκε  η ορθογραφία του περιοδικού.  


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ελεύθερο Βήμα Tagged: Dimitrios Bairaktaris, Άρθρα, Αστυνομία, Αστυνομικά Χρονικά, Δημήτρης Λούκας, Ελεύθερο Βήμα, Κουτσαβάκης, Κουτσαβάκηδες, Μπαϊρακτάρης, Σύλλογος Αθηναίων, Χαρίλαος Τρικούπης, Ψυρρή

Μαθητές από την Αργολίδα στα Σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης Λακωνίας (1862-1912)

$
0
0

Μαθητές από την Αργολίδα στα Σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης Λακωνίας[1] (1862-1912)


 

Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού μικρό ποσοστό των μαθητών, 6% περίπου, στα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης στο Νομό Λακωνίας προερχόταν από περιοχές εκτός της Λακωνίας. Το ποσοστό αυτό μειωνόταν σταδιακά από το 1862 έως το 1912, ώστε να φτάσει στο 4% περίπου επί του μαθητικού πληθυσμού. Καθώς η μείωση αυτή παρατηρείται σε παιδιά που προέρχονταν από όλες τις κοινωνικο- επαγγελματικές ομάδες, το πιθανότερο είναι οι νέες γενιές να απέκτησαν πλέον τη λακωνική ιθαγένεια και οι νέοι που έρχονταν από αλλού, να ήταν ελάχιστοι. Ειδικά στις αρχές του 20ού αιώνα είχαν ανοίξει οι δίοδοι για μετανάστευση είτε στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας είτε στο εξωτερικό.

Επαγγελματική Σχολή Σπάρτης. Ανεγέρθηκε το 1911 με δαπάνες του ζεύγους, Ιωάννου και Αικατερίνης Γρηγορίου, στεγάστηκε το Γυμνάσιο Αρρένων μέχρι το 1935.

Επαγγελματική Σχολή Σπάρτης. Ανεγέρθηκε το 1911 με δαπάνες του ζεύγους, Ιωάννου και Αικατερίνης Γρηγορίου, στεγάστηκε το Γυμνάσιο Αρρένων μέχρι το 1935.

Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά φοιτούσαν στα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης στη Σπάρτη. Στα συγκεκριμένα σχολεία το ποσοστό των «ξένων» μαθητών ανερχόταν αρχικά στο 9% και αργότερα στο 6%. Λιγότερα, μόλις 6% περίπου, ήταν τα παιδιά αυτά στα σχολεία του Γυθείου, ενώ ελάχιστα, 2% περίπου, ήταν οι μαθητές αυτοί στην ευρύτερη αγροτική περιοχή της Λακωνίας.

Όπως είναι φυσικό, στην πρωτεύουσα του νομού, τη Σπάρτη, το μεγαλύτερο ποσοστό των μαθητών αυτών ήταν παιδιά δημοσίων υπαλλήλων (30,36%), ενώ λίγο μικρότερο ήταν το ποσοστό αυτό στο Γύθειο (20,22%).

Επίσης, στη Σπάρτη υψηλό ήταν και το ποσοστό των παιδιών των μεταφορέων (18,18%), που προέρχονταν από άλλες περιοχές της Ελλάδας,  όπως και το ποσοστό των παιδιών των εμπόρων στο Γύθειο, 9,41%. Ελάχιστο,  μόλις 3,36%, ήταν το ποσοστό των μαθητών αυτών από αγροτικές οικογένειες, στα σχολεία της Σπάρτης.

Τα περισσότερα παιδιά, που προέρχονταν από περιοχές εκτός Λακωνίας, κατάγονταν από τους γειτονικούς νομούς, την Αρκαδία και τη Μεσσηνία. Πολύ μικρότερο ήταν το ποσοστό των παιδιών, μόνο αγόρια, που κατάγονταν από την Αργολίδα. Στα σχολεία της Σπάρτης μόλις το 5,50 % από τους «ξένους» μαθητές προερχόταν από την περιοχή αυτή. Από αυτούς τους μαθητές, οι περισσότεροι ήταν παιδιά μισθωτών ή ήταν ορφανά. Στο Γύθειο το ποσοστό των Αργολιδέων, σε σχέση με παιδιά καταγόμενα από άλλα μέρη της Ελλάδας, ήταν μόλις 2,38%, ποσοστό το οποίο ανέβηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν το Γύθειο ορίστηκε ως πρωτεύουσα του νέου νομού Λακωνικής (1899-1909), στο 5,80%. Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά επίσης προέρχονταν από οικογένειες μισθωτών. Ακόμα και στους Μολάους το 3,63 % από τους «ξένους» μαθητές κατάγονταν από την Αργολίδα και ήταν παιδιά μισθωτών στα τέλη του 19ου αιώνα.

Δύο ήταν οι περιοχές από τις οποίες προέρχονταν οι περισσότεροι μαθητές των σχολείων της μέσης εκπαίδευσης Λακωνίας που προέρχονταν από την Αργολίδα την περίοδο 1862-1912: το Ναύπλιο και το Άργος. Ένας μάλιστα μαθητής δήλωνε τόπο καταγωγής την Πρόνοια του Ναυπλίου. Λιγότεροι μαθητές προέρχονταν από τα Δίδυμα, την Ερμιόνη και το Χαρβάτι (σημερινές Μυκήνες).

Πάνω από τους μισούς (57%) πάντως μαθητές των σχολείων της μέσης Εκπαίδευσης στη Λακωνία που κατάγονταν από την Αργολίδα, ήταν παιδιά υπαλλήλων, δημοσίων υπαλλήλων ή στρατιωτικών, οι οποίοι κινούνταν στην ελληνική επικράτεια, από την κοντινή μας Τρίπολη μέχρι τα «μακρινά» Φάρσαλα, ενώ αρκετά (17%) ήταν τα παιδιά των ελευθέρων επαγγελματιών, όπως και τα ορφανά πατρός (20%). Ελάχιστα ήταν τα παιδιά αγροτικών οικογενειών (6%).

 

Α.  Παιδιά Υπαλλήλων – Δημοσίων Υπαλλήλων – Στρατιωτικών

  •  Από το Άργος κατάγονταν με αλφαβητική σειρά οι:

Δημ. Αναστασιάδης του Ν., γιος υπαλλήλου, που γεννήθηκε το 1851 και φοίτησε στη δευτέρα τάξη του Γυμνασίου Σπάρτης το 1865-1866 με ενδεικτικό της πρώτης τάξης Γυμνασίου Τρίπολης.

Αδελφοί Γεώργιος, Νικόλαος και Ίναχος Ζωγράφου του Πολυβίου, γιοι αξιωματικού, που γεννήθηκαν αντίστοιχα το 1886, 1890 και 1893:

Ο πρώτος φοίτησε το 1896-1897 στην πρώτη τάξη του Β΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με απολυτήριο δημοτικού σχολείου Άργους και την ίδια χρονιά πήρε μεταγραφή για το ελληνικό σχολείο Μολάων.

Ο  δεύτερος φοίτησε το 1903-1904 στη δευτέρα τάξη του Β΄ ελληνικού σχολείου Γυθείου προερχόμενος από το Γ΄ ελληνικό σχολείο Άργους και το 1908-1909 στις δύο τελευταίες τάξεις του γυμνασίου Γυθείου από το γυμνάσιο Λευκάδας.

Ο τρίτος φοίτησε το 1908-1909 στην πρώτη τάξη του γυμνασίου Γυθείου με απολυτήριο του ελληνικού σχολείου Λευκάδας.

Προφανώς, τα παιδιά ακολουθούσαν τον πατέρα τους στις υπηρεσιακές μετακινήσεις του.

Ιωάννης Πλατούτσας του Γεωργίου, γιος Ειρηνοδίκη, που γεννήθηκε το 1882 και φοίτησε την περίοδο 1892-1894 στην πρώτη και δευτέρα τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με αποδεικτικό του ελληνικού σχολείου Φαρσάλων.

Ηλίας Σακελλαρίδης του Γ., γιος υπαλλήλου, που γεννήθηκε το 1890 και φοίτησε στη δευτέρα και τρίτη τάξη του πρώτου ελληνικού σχολείου Σπάρτης την περίοδο 1902-1904 με ενδεικτικό της πρώτης τάξης του ελληνικού σχολείου Μεσσήνης.

  •  Από το Ναύπλιο κατάγονταν με αλφαβητική σειρά οι:

Δημήτριος Γιαννουκέας του Ιωάννη, γιος γεωμέτρη, που γεννήθηκε το 1891 και τελείωσε το Β΄ ελληνικό σχολείο Σπάρτης την περίοδο 1900-1904, προερχόμενος από το Β΄ ελληνικό σχολείο Τρίπολης, αφού εν τω μεταξύ φοίτησε το 1901 στο ελληνικό σχολείο Ναυπλίου.

Σπυρίδων Ιωάννου του Κυριάκου, γιος στρατιωτικού, που γεννήθηκε το 1870 και γράφτηκε το έτος 1882-1883 στην πρώτη τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με αποδεικτικό από το ελληνικό σχολείο Ναυπλίου.

Αδελφοί Φρίξος και Κωνσταντίνος Ιωάννου του Γεωργίου, γιοι τηλεγραφητή, που γεννήθηκαν το 1895 και 1900 αντίστοιχα και φοίτησαν, τουλάχιστον το 1912-1913, ο πρώτος στην τελευταία τάξη του γυμνασίου Σπάρτης με ενδεικτικό του γυμνασίου Κορίνθου και ο δεύτερος στη δευτέρα τάξη του γυμνασίου Σπάρτης, προερχόμενος από το ίδιο γυμνάσιο (Κορίνθου).

Ιωάννης Κοζομποτίδης, γιος αντισυνταγματάρχη, που γεννήθηκε το 1871 και φοίτησε το 1890-1891 στη δευτέρα τάξη του γυμνασίου Γυθείου με ενδεικτικό του ελληνικού λυκείου Χ. Διοσκουρίδου.

Αλέξανδρος Κόκκαλης του Π., γιος υπαλλήλου, που γεννήθηκε το 1880 και φοίτησε δύο χρονιές στην πρώτη τάξη του γυμνασίου Σπάρτης την περίοδο 1892-1894  με αποδεικτικό από το γυμνάσιο Ναυπλίου.

Κωνσταντίνος Κουρής του Χρ., γιος υπαλλήλου, που γεννήθηκε το 1859 και τελείωσε την περίοδο 1875-1879 το γυμνάσιο Σπάρτης, στο οποίο γράφτηκε με αποδεικτικό από το γυμνάσιο Ναυπλίου.

Αδελφοί Ιωάννης και Γεώργιος Πετρουτσόπουλος του Τηλέμαχου, γιοι Προέδρου Πρωτοδικών, που γεννήθηκαν το 1860 και 1862 αντίστοιχα και φοίτησαν την περίοδο 1875-1877: ο πρώτος επαναλαμβάνοντας δύο χρονιές τη δευτέρα τάξη του γυμνασίου Σπάρτης με ενδεικτικό του γυμνασίου Τρίπολης και ο δεύτερος στην τελευταία τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης και την πρώτη γυμνασίου Σπάρτης με αποδεικτικό επίσης από το ελληνικό σχολείο Τρίπολης.

Θεμιστοκλής Πρωτόπαπας, γιος δικαστή, που γεννήθηκε το 1880 και φοίτησε την περίοδο 1889-1891 στην πρώτη και δευτέρα τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με απολυτήριο Α΄ δημοτικού σχολείου Σπάρτης.

Παναγιώτης Τρύφωνος, γιος αρχιμουσικού, που γεννήθηκε το 1887 και φοίτησε την περίοδο 1897-1899 στην πρώτη και δευτέρα τάξη του Β΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με απολυτήριο του δημοτικού σχολείου Σπάρτης.

Γεώργιος Φιλικός του Κ., γιος υπαλλήλου, που γεννήθηκε το 1881 και φοίτησε στην πρώτη  και δευτέρα τάξη του Β΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης την περίοδο 1892- 1895  με αποδεικτικό από το Βαρβάκειο Λύκειο και επαναλαμβάνοντας τη δευτέρα τάξη.

Συγκεκριμένα από την Πρόνοια καταγόταν:

Ο Παναγιώτης Παράσχος του Θ., γιος αξιωματικού, που γεννήθηκε το 1896 και φοίτησε το 1909-1910 στη δευτέρα τάξη του Β΄ ελληνικού σχολείου Γυθείου, με ενδεικτικό ελληνικού σχολείου Ναυπλίου. Προφανώς το 1910-1911 επέστρεψε στο Ναύπλιο και το 1911-1912 που γύρισαν στη Σπάρτη και ο πατέρας  του ήταν πλέον απόστρατος αξιωματικός, φοίτησε στην τρίτη τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με αποδεικτικό του ελληνικού σχολείου Ναυπλίου.

  • Από τα Δίδυμα καταγόταν:

Ο Ιωάννης Αντωνόπουλος του Π., γιος υπαλλήλου, που γεννήθηκε το 1873 και φοίτησε στην τρίτη τάξη του ελληνικού σχολείου Μολάων το 1889-1890 με ενδεικτικό ελληνικού σχολείου Κρανιδίου.

 

Β.  Παιδιά Ελεύθερων Επαγγελματιών

  • Από το Άργος κατάγονταν οι:

Γεώργιος Ανυφιώτης του Α., γιος δικηγόρου, που γεννήθηκε το 1852 και φοίτησε την περίοδο 1871-1873 σε ηλικία 20 χρονών στη δευτέρα τάξη του γυμνασίου Σπάρτης (δύο χρονιές) με ενδεικτικό του γυμνασίου Ναυπλίου.

Κωνσταντίνος Καβουξής, γιος παντοπώλη, που γεννήθηκε το 1865 και φοίτησε το 1884-1885 στη δευτέρα τάξη του γυμνασίου Σπάρτης με ενδεικτικό γυμνασίου Κορίνθου.

  • Από το Ναύπλιο κατάγονταν οι:

Μιλτιάδης Γιαννόπουλος του Αριστείδη, γιος φαρμακοποιού, που γεννήθηκε το 1892 και φοίτησε το 1911-1912 στην τελευταία τάξη του γυμνασίου Σπάρτης με αποδεικτικό του Β΄ γυμνασίου Αθηνών.

Ευριπίδης Μουντζουρίδης του Γ., γιος δικηγόρου,  που γεννήθηκε το 1888 και φοίτησε το 1905-1906  στη δευτέρα τάξη του γυμνασίου Γυθείου με αποδεικτικό από το γυμνάσιο Ναυπλίου.

Γεώργιος Φεγγαράς του Ιωάννη, γιος δικηγόρου, που γεννήθηκε το 1850 και τελείωσε το Α΄ ελληνικό σχολείο Σπάρτης την περίοδο 1863-1867, επαναλαμβάνοντας δύο φορές την πρώτη τάξη με απολυτήριο δημοτικού σχολείου  Ναυπλίου, και το 1867-1868 στην πρώτη τάξη του γυμνασίου αρρένων Σπάρτης με απολυτήριο του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης.

  • Από την Ερμιόνη καταγόταν ο:

Νικόλαος Βεβελογιάννης του Κ., γιος ιατρού, που γεννήθηκε το 1876 και φοίτησε το 1891-1892 στη δευτέρα τάξη του γυμνασίου Σπάρτης με ενδεικτικό του γυμνασίου Ναυπλίου.

 

Γ.  Παιδιά Αγροτικών Οικογενειών

  •  Από το Άργος καταγόταν ο:

Σταύρος Δανόπουλος, γιος αγρότη, που γεννήθηκε το 1851 και φοίτησε το 1866-1867  στην τρίτη τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με αποδεικτικό ελληνικού σχολείου Άργους και το 1867-1868 στην πρώτη τάξη του γυμνασίου Σπάρτης.

  • Και από το Χαρβάτιον καταγόταν ο:

Ιωάννης Χριστόπουλος, γιος αγρότη, που γεννήθηκε το 1875 και φοίτησε το 1890-1891 στη δευτέρα τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Γυθείου με αποδεικτικό ελληνικού σχολείου Ναυπλίου.

 

Δ.  Ορφανοί Πατρός

  •  Από το Άργος κατάγονταν οι:

Γεώργιος Ξυνός του Κων/νου, που γεννήθηκε το 1886 και φοίτησε τη χρονιά 1911-1912 στη δευτέρα και τρίτη τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με αποδεικτικό από το ελληνικό σχολείο Άργους.

Δ. Πιτσίδης του Α., που γεννήθηκε το 1859 και φοίτησε το 1872-1873 στην τρίτη τάξη του Α΄ ελληνικού σχολείου Σπάρτης με ενδεικτικό του ελληνικού σχολείου Πειραιώς.

  •  Από το Ναύπλιο κατάγονταν οι:

Αδελφοί Αλέξανδρος και Γεώργιος Δρίβας του Μ.,  που γεννήθηκαν αντιστοίχως το 1867 και 1869 και φοίτησαν την περίοδο 1883-1885. Ο μεν πρώτος τελείωσε το γυμνάσιο Σπάρτης το 1883-1884, όπου γράφτηκε με ενδεικτικό  του γυμνασίου Ναυπλίου, ενώ ο δεύτερος φοίτησε στη δευτέρα και τρίτη τάξη του γυμνασίου Σπάρτης προερχόμενος επίσης από το γυμνάσιο Ναυπλίου.

Γεώργιος Τσαουσόπουλος του Α., που γεννήθηκε το 1843 και φοίτησε την περίοδο 1862-1865 στην δευτέρα, τρίτη και τετάρτη τάξη του γυμνασίου Σπάρτης με ενδεικτικό του γυμνασίου Τρίπολης.

Ευστ. Κλεώπας, που γεννήθηκε το 1870 και φοίτησε στην τρίτη και τετάρτη τάξη του γυμνασίου Σπάρτης την περίοδο 1887-1889 με αποδεικτικό του γυμνασίου Ναυπλίου.

Ευάγγελος Στεφάνου του Ηλία, που γεννήθηκε το 1889 και φοίτησε το 1902-1903 στην τρίτη τάξη του γυμνασίου Σπάρτης με αποδεικτικό του γυμνασίου Καλαμών.

Κατά την περίοδο, λοιπόν, 1862-1912 οι 35 αυτοί μαθητές των σχολείων της μέσης εκπαίδευσης στη Λακωνία, οι οποίοι κατάγονταν από την Αργολίδα, βρέθηκαν στην περιοχή αυτή, κυρίως ακολουθώντας τον πατέρα τους ως δημόσιο υπάλληλο, είτε ως ελεύθερο επαγγελματία και πολύ σπάνια ως αγρότη. Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε τα πραγματικά αίτια της εγκατάστασης των αρκετών ορφανών παιδιών στην περιοχή της Λακωνίας. Υποθέτουμε μόνο ότι οικογενειακές αποφάσεις και στρατηγικές οδήγησαν και σε αυτή την εγκατάσταση.

 

Υποσημείωση


[1] Πέπης Γ. Γαβαλά, Κοινωνία και Εκπαίδευση (Λακωνία, τέλη 19ου  – αρχές 20ού αιώνα), Λακωνικαί Σπουδαί, Παράρτημα 7, Αθήναι 2002. Τα στοιχεία προέρχονται από το Αρχείο των σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης που φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Ν. Λακωνίας. Αρχεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Νομού Λακωνίας (1862-2004), Συνοπτικό Ευρετήριο, Επιμέλεια Πέπη Γαβαλά-Μαρία Στελλάκου, Γ.Α.Κ.-Αρχεία Ν. Λακωνίας 4, Σπάρτη 2008.

Καλλιόπη (Πέπη) Γαβαλά,

Δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιστορικός-Αρχειονόμος,

Προϊσταμένη Γ.Α.Κ.-Αρχείων ν. Λακωνίας

 

 


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Εκπαίδευση Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Εκπαίδευση, Εκκλησιαστική Ιστορία, Καλλιόπη Γαβαλά, Λακωνία, Πελοπόννησος, Σπάρτη, Σχολεία

Η παρουσία και η επαγγελματική δραστηριοποίηση των Αρμενίων στο Ναύπλιον την πεντηκονταετία 1920-1970

$
0
0

Η παρουσία και η επαγγελματική δραστηριοποίηση των Αρμενίων στο Ναύπλιον την πεντηκονταετία 1920-1970 – © Δρ. Χαρά Κοσεγιάν, Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων.


Στη μελέτη επιχειρείται να διερευνηθεί η παρουσία των Αρμενίων στο Ναύπλιον κατά την περίοδο 1920-1970. Καταγράφονται οι οικογένειες, η επαγγελματική ταυτότητα των μελών τους, και κυρίως η εμπλοκή τους με την τοπική κοινωνία. Αναζητήσαμε τους Αρμένιους εγκαταβιώντες έως και σήμερα στην πόλη, τους ίδιους ή τους απογόνους τους και καταγράψαμε τις μνήμες τους. Αναζητήσαμε Αρμένιους του Ναυπλίου που στη συνέχεια βρέθηκαν σε άλλες πόλεις και τους πήραμε συνέντευξη. Εστιάσαμε κυρίως σε μια οικογένεια που επειδή διατηρούσε το καλύτερο εμποροραφείο στην πόλη, δέσποζε στη ζωή της για περισσότερο από 20 χρόνια. Επιπρόσθετα, συλλέξαμε φωτογραφίες και συγκεντρώσαμε όποιο άλλο υλικό θα μπορούσε να συμβάλει στην πρώτη ουσιαστικά καταγραφή μιας προσφυγικής μειονότητας στο νοτιότερο άκρο της Ελλάδας της ξηράς, όπως ήταν το Ναύπλιον για τους πρόσφυγες που κατέληγαν σε αυτό.

Εισαγωγή- Μεθοδολογικές Διευκρινίσεις

H παρούσα εργασία είναι μια πρώτη προσπάθεια να καταγραφεί ο πληθυσμός των Αρμενίων που έζησε στο Ναύπλιον την περίοδο μεταξύ των ετών 1920 και 1970. Η συγκεκριμένη πεντηκονταετία φαίνεται πως διέθετε το μεγαλύτερο πληθυσμό της υπό συζήτηση μειονότητας, η οποία κατάφερε να ενσωματωθεί πλήρως με το ντόπιο στοιχείο και να αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της κοινότητας. Η έρευνά μου στηρίχτηκε κατά βάση σε πληροφορίες που καταφέραμε να συλλέξουμε από τους εναπομείναντες Αρμένιους στην πόλη, από εκείνους που ζουν σε άλλες πόλεις, αλλά και από τα κρατικά αρχεία.

Πρόκειται στην ουσία για επιτόπια έρευνα στο Ναύπλιον και στην Αθήνα – κυρίως- με επισκέψεις στα σπίτια των Αρμενίων που δέχτηκαν να μας μιλήσουν και στη συνέχεια με τηλεφωνικές επαφές, και είχε ως μεθοδολογικό εργαλείο την ημικατευθυνόμενη συνέντευξη.

Εντάσσεται στη λογική της ιστορικής και εθνογραφικής λαογραφίας, που συγκεκριμενοποιείται ακόμα περισσότερο στην Αστική Λαογραφία [1], αφού ο συνεκτικός κρίκος του καταγεγραμμένου υλικού είναι ο ιστορικός χωροχρόνος, ο τόπος, το Ναύπλιον, και ο χρόνος, η πεντηκονταετία μεταξύ των ετών 1920 έως 1970, ιστορικά πυκνοί χρόνοι που καταγράφουν τη γενοκτονία των Αρμενίων, ενώ στη συνέχεια περιλαμβάνουν την καταστροφή της Σμύρνης, το διάστημα του Μεσοπολέμου, το β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον εμφύλιο σπαραγμό για την Ελλάδα, τον επαναπατρισμό (για τη μειονότητα) στη Σοβιετική Αρμενία και ολοκληρώνεται λίγα χρόνια μετά την Απριλιανή Δικτατορία του 1967.

Στόχος μας αποτελεί η ανάδειξη όψεων του ιστορικού, κοινωνικού, οικονομικού και πολιτισμικού υποβάθρου των Αρμενίων της πόλης με στοιχεία που αναδείχτηκαν από τις προσωπικές ιστορίες, τις μνήμες και τα βιώματά τους και αφορούν την προς έρευνα περίοδο [2].

Χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό οπτικό υλικό, φωτογραφίες εποχής που αναλύθηκε με τη λογική της Οπτικής Ανθρωπολογίας [3], επιχειρώντας από το αρχειακό υλικό να καταγραφούν σημαντικές ιστορικές πληροφορίες. Είναι προφανές ότι και η δική μας μελέτη αφενός αναγνωρίζει τη φωτογραφία ως μέσο πολιτισμικής γραφής [4] και «ζωντανό μουσειακό αρχείο» και αφετέρου εντάσσεται στη γενικότερη συζήτηση περί εθνογραφικής αναπαράστασης που ξεκίνησε από τη Writting Culture [5] και στοχεύει στην ανάλυση πολιτιστικών δεδομένων πέρα από τα στενά όρια της κειμενικότητας.

Μικρά ιστορικά

«Ο πληθυσμός του Ναυπλίου χαρακτηρίζεται από πολυμορφία καταγωγής, κοινωνικοπολιτισμικής προέλευσης, επιδιώξεων, αλλά και διαλέκτων, ηθών, εθίμων και αμφιέσεων. Η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας, αναδείχθηκε πανελλήνιο κέντρο και αποτέλεσε από νωρίς πόλο έλξης όσων επιζητούσαν εξέλιξη και σταθερότητα. Η πόλη του Ναυπλίου ήδη από το 1828 (επί Καποδίστρια) είχε οργανωμένες προσφυγικές συνοικίες. Το πληθυσμιακό μωσαϊκό της ευρύτερης περιοχής του Ναυπλίου συμπληρώνεται στα τέλη του 20ού αιώνα, με τους Αρμένιους πρόσφυγες που εγκαθίστανται στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Όπως τα περισσότερα λιμάνια της χώρας, που υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής, έτσι και το Ναύπλιο, επελέγη ως φιλόξενος προορισμός για όλους όσους έψαχναν να βρουν μια νέα πατρίδα στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν τον ξεριζωμό και τον αγώνα για επιβίωση» [6], διαβάζουμε σε μια μάλλον γλαφυρή περιγραφή από τα Αρμενικά. Η αλήθεια είναι ότι «η Πελοπόννησος ήταν από εκείνα τα ελληνικά εδάφη, στα οποία μετά το 1922, εγκαταστάθηκε μεγάλος αριθμός Αρμενίων. Μέχρι τον πόλεμο οι κάτοικοι έφθαναν τους 1.500. Στην Καλαμάτα, στα παραπήγματα όπως τα έλεγαν, διέμεναν 800, στην Πάτρα 500, ενώ στο Αίγιο, τον Πύργο, την Κόρινθο και το Ναύπλιο ζούσαν αρκετές δεκάδες Αρμενίων» [7]. Όπως  προκύπτει από έρευνα στα Αρχεία του Κράτους, το 1923, στις 7 Μαΐου, από την Τρίπολη και στις 4 Απριλίου 1924, από την Αλεξανδρούπολη (παλιά ονομασία: Δεαγάτ ή Ντε-ντε Αγάτβ) μεταφέρθηκαν αρκετές δεκάδες Αρμενίων που προέρχονταν από πολλές πόλεις της Ανατολίας [8].

Συμπεραίνουμε εύλογα πως  – ειδικά το 1924 – οι Αρμένιοι οδηγήθηκαν στο Ναύπλιον λόγω της αναγκαστικής μετεγκατάστασής τους που πραγματοποίησαν οι ελληνικές αρχές από τη Β. Ελλάδα προς την Πελοπόννησο και την Κρήτη [9], σε μια προσπάθεια να μειώσουν αναστατώσεις, συγκρούσεις και αντιδράσεις, μετά την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων [10].  Προς αυτή την ερμηνεία συγκλίνει και η προσωπική μου μαρτυρία, καθώς η οικογένεια του πατέρα μου βρισκόταν μοιρασμένη, μισή στη Β. Ελλάδα, Θεσσαλονίκη και Δράμα, και η άλλη μισή στο Ναύπλιον. Αντίστοιχη είναι και η εικόνα που συνάγεται από τα Αρχεία του Κράτους, παραρτήματος Αργολίδας: τον Απρίλη του 1924 έφτασαν στο Ναύπλιον σπαράγματα 41 οικογενειών, που έπρεπε να εγκατασταθούν στην πόλη. Μόνο δύο οικογένειες φαίνεται να είχαν πατέρα και μητέρα. οι υπόλοιπες ήταν ή μάνα (στις περισσότερες περιπτώσεις) ή πατέρας με μικρά παιδιά. Αυτός μάλλον ήταν και ο λόγος που στις επόμενες καταγραφές δεν εμφανίζονταν. Υπάρχουν σημειώσεις δίπλα από τα ονόματα «έφυγαν κρυφά» ή «δεν βρέθηκαν να πάρουν το επίδομα» [11].  Όπου και να βρίσκονται όμως, οι Αρμένιοι εργάζονται σκληρά, επιζητώντας σταθερά καλές συνθήκες διαβίωσης για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.

Οι περισσότεροι ακόμα και αν διαμένουν στο Ναύπλιον παραμένουν μόνον προσωρινά. Κατόπιν φεύγουν, με πρώτη επιλογή τη μετανάστευση στο εξωτερικό, κυρίως στον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Φημισμένο ήταν το πλοίο Chuκotka (Τσουκότκα) με το οποίο έφυγαν κατά κύματα δεκάδες Αρμένιοι, μεταξύ των ετών 30-35, κατά τη δεκαετία του 50 και μετά το 60-65. Δεύτερη επιλογή τους ήταν να  αποχωρήσουν μαζί με το μεγάλο ρεύμα παλιννόστησης προς τη Σοβιετική Αρμενία, μεταξύ 1947 και 1950 [12], ακολουθώντας και υιοθετώντας τις πολιτικές πρωτοβουλίες του Στάλιν, σχετικά με τις χαμένες πατρίδες στο Καρς και το Αρδαχάν της Τουρκίας [13]. «Κάποιες οικογένειες όμως μένουν και εντάσσονται στην τοπική κοινωνία του Ναυπλίου, που τους δέχεται χωρίς προκαταλήψεις, δίνοντας απλόχερα την ευκαιρία να προσαρμοστούν και να εξελιχτούν στο ζωντανό και δραστήριο πολιτισμικό περιβάλλον» [14].

Το πλοίο Τσουκότκα.

Το πλοίο Τσουκότκα.

Οι καταγραφές

Πρέπει να γίνει νοητό από την αρχή πως το Ναύπλιον, ως το νοτιότερο άκρο της Πελοποννήσου – συγκριτικά με άλλες περιοχές – δεν δέχτηκε μεγάλο κύμα προσφύγων. Ακόμα όμως και όσοι έμειναν από τις μετακινήσεις του 1922, 1923 και 1924, ή όσοι ήρθαν διάσπαρτα ως το 1930 φαίνεται πως δεν δημιούργησαν συνοικισμό, δεν εγκαταστάθηκαν ο ένας γύρω από τον άλλο, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο τη στήριξη ο ένας του άλλου, δεν είχαν συλλογική εκπροσώπηση, δεν είχαν σχολείο ή εκκλησία, δεν είχαν ίσως ούτε και την αίσθηση του «συνανήκειν». Από όλες τις μαρτυρίες αυτό που φάνηκε να ήταν πιο ισχυρό ήταν η ανάγκη τους να ενσωματωθούν με την τοπική κοινωνία, να μην διαφέρουν, να είναι ισότιμα αποδεκτοί και – στο βαθμό που είναι δυνατόν – να επιβληθούν με την αξία και τη δράση τους. Δηλαδή και σε αυτή την περίπτωση η ενσωμάτωση έχει ως κυρίαρχα στοιχεία την εγκατάστασή τους εντός του αστικού ιστού και την ένταξή τους στην παραγωγική διαδικασία [15].

Mαρντίκ Μαρντικιάν

Mαρντίκ Μαρντικιάν

Οι επαγγελματικές ασχολίες των Αρμενίων περιλαμβάνουν διάφορους τομείς. Ο  Μαρντίκ Μαρντικιάν άνοιξε ένα εμποροραφείο. Η οικογένεια Τατεβοσιάν διατηρεί κουρείο. Ο Μινάς Μισακιάν έχει καφεκοπτείο. Ο Αγκόπ Ασαντουριάν, παρότι και σύμφωνα με την επίσημη καταγραφή του στα ΓΑΚ,  είναι καθηγητής Αγγλικών, προερχόμενος από την Μαγνησία, διατηρεί σαπωνοποιείο. Αυτός φαίνεται να ήρθε από τη Σμύρνη το 1923, σε ηλικία 25 χρονών και την οικογένειά του την έκανε στο Ναύπλιο. Έκανε δύο παιδία, τον Ασό και την Αλίς, γυναίκα σπάνιας ομορφιάς, όπως περιγράφουν το σύνολο των ανθρώπων που την ήξεραν [16]. Οι οικογένειες Γκαραμπέτ Ζαμγκοτσιάν, Ζαποτζιάν και Κεβορκιάν ασχολούνται με το γενικό εμπόριο. Τα αδέρφια Αρτίν και Μπογός Ποστατζιάν διατηρούν ζαχαροπλαστείο [17]. Ο Καραμπέτ Παπατζιάν ήταν λιμενεργάτης, όπως και άλλοι Αρμένιοι που στην πλειονότητά τους δεν ήξεραν γράμματα και εργάζονταν ως εργάτες ή βοηθοί τεχνιτών. Αργότερα, στην κοινωνία του Ναυπλίου εντάσσονται οι οικογένειες Κοσεγιάν, Μπογός Ουζουνιάν και Άσο Ασατουριάν, που εργάστηκε ως λογιστής στο σημαντικότατο εργοστάσιο της περιοχής, τον Κύκνο. Οι δυο πρώτες παρέμειναν στην περιοχή για όλη την περίοδο που εξετάζουμε, ενώ μερικά μέλη τους έφυγαν για άλλες πόλεις, αλλά αργότερα επέστρεψαν. Ταυτόχρονα, ο Χαρουτιούν Κοσταντζιάν είχε καφεκοπτείο.

Η κοινωνική εξέλιξη των Αρμενίων προσφύγων στην αρχή ήταν επιτακτική ανάγκη, αργότερα όμως έγινε φυσική ανάπτυξη, λόγω της πρόσφορης κοινωνίας του Ναυπλίου.  Έτσι έχουμε την πληροφορία ότι στην Αστική Σχολή του Ναυπλίου, τουλάχιστον για 2 σχολικές χρονιές το 1938 και 1939, υπήρχε «ένας καθηγητής Μουσικής, ονόματι Καραμπετιαν. Αργότερα άλλαξε το όνομα του και το έκανε Καρυπής» [18].

Ιδιαίτερος, επίσης, είναι ο ρόλος του ηλεκτρολογικού σταθμού της πόλης ο οποίος παρέχει εργασία σε κάποια μέλη της παροικίας, κατά τη διάρκεια του 1944-1945, όταν τη διαχείριση αναλαμβάνει η General Motors. Παράλληλα με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, πολλοί Αρμένιοι, όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης, ασχολούνται με τα πολιτιστικά και αθλητικά δρώμενα. Είναι διάχυτο άλλωστε στην πόλη το κλίμα της εξέλιξης που διέπει και τα ενδιαφέροντα των κατοίκων της[19].

Αυτό όμως σταδιακά θα οδηγούσε σε πλήρη αφομοίωσή τους από τον ντόπιο πληθυσμό, στην άρνηση και άγνοια της ιδιαιτερότητάς τους, στην αδυναμία συγκρότησης του «Εγώ» έναντι του «Άλλου». Η αγωνία τους να συμμετέχουν στη συλλογική ταυτότητα ήταν ένας επιπλέον λόγος που τους οδήγησε και στην αλλαγή των ονομάτων τους, βαφτιστικών ή επωνύμων, όπως συνέβη κατά κόρον και σε άλλες πόλεις στην Ελλάδα που είχαν μικρές κοινότητες [20].

Αντίσταση σε αυτή την εξέλιξη και προσπάθεια επαναπροσδιορισμού τους με στοιχεία εθνικής ταυτότητας ήταν η θετική απάντηση στην πρόσκληση επιστροφής στη Σοβιετική πλέον Αρμενία. To ιδιαίτερο μάλιστα ήταν πως το δρόμο του επαναπατρισμού για την Αρμενία δεν πήραν μόνο αμιγείς αρμενικές οικογένειες. Δυο Ελληνίδες αδερφές, η Ευθυμία και η Ευφροσύνη παντρεύονται Αρμένιους. Η Ευφροσύνη τον Καραμπέτ Παπατζιάν, κάνουν 4 παιδιά (ένα αγόρι και τρία κορίτσια)  και δεν εγκαταλείπουν το Ναύπλιον. Η αδερφή της όμως Ευθυμία με τον άντρα της οδηγείται στα πατρώα εδάφη εκείνου για να ζήσει μάλλον μια ζωή μέσα στην απόλυτη φτώχεια. Σε γράμμα που έστειλε στην αδερφή της, προκειμένου να περιγράψει τη ζωή της στη Σοβιετική Αρμενία, αλλά να υπερβεί και το ανυπέρβλητο εμπόδιο της λογοκρισίας, έγραψε: «περνάμε ωραία σαν το Μελέτη!», περιγράφοντας έναν γραφικό τύπο, που κυκλοφορούσε ρακένδυτος στα στενοσόκακα του Ναυπλίου! Της έστειλαν τότε ρούχα και χρήματα, αλλά δεν τα έλαβαν ποτέ και η επικοινωνία τελικά μεταξύ τους χάθηκε οριστικά [21]. Το μεγαλύτερο όντως πρόβλημα στην επικοινωνία με τους επαναπατρισθέντες ήταν η λογοκρισία. Ακόμα και οι ευχετήριες κάρτες των Χριστουγέννων ή του Πάσχα, έφταναν στο Ναύπλιον 8 μήνες μετά, ενώ αν υπήρχε γραμμένη επιστολή είχε ημερομηνία αποστολής έως και 12 μήνες πριν! (προσωπική μαρτυρία)

Σταδιακά η αρμενική παροικία του Ναυπλίου – τη δεκαετία του 70- αρχίζει να συρρικνώνεται, όταν κάποια από τα εναπομείναντα μέλη μεταναστεύουν στη Λατινική Αμερική, ενώ τα νεότερα μέλη των οικογενειών παντρεύονται στην Αθήνα. Ο ένας μετά τον άλλον αφήνουν την όμορφη παραλιακή πόλη και έρχονται στην Αθήνα και τη Νίκαια, διατηρώντας όμως τις επαφές τους με τους παιδικούς φίλους και συμμαθητές έως σήμερα, που εξακολουθούν να θυμούνται τη μικρή αρμενική κοινότητα που άκμασε στο Ναύπλιο (περ. Αρμενικά, 2008).

Το εμποροραφείο του Μαρντίκ Μαρντικιάν

Ο Μαρντίκ Μαρντικιάν έφτασε στο Ναύπλιον, μαζί με μέλη 41 άλλων οικογενειών, από το Δεαγάτ, δηλαδή το Ντε-ντε Αγάτβ, παλιά ονομασία της Αλεξανδρούπολης, στις 4 Απριλίου του 1924. Στα γενικά Αρχεία του Κράτους της Αργολίδας αναγράφεται ότι είναι ράφτης και στο Ναύπλιον ήρθε στην ηλικία των 26 ετών [22].  Μαρτυρία κατοίκου, φίλου της οικογένειας (Τόλης Κοΐνης), κάνει λόγο για διπλό ξεριζωμό. Πρώτα εκδιώχθηκαν από τη γενέτειρά τους, τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, το 1915 και βρέθηκαν στη Σμύρνη, όπου πέρασαν καλά τα επόμενα 5 χρόνια και από κει οριστικά μετά την καταστροφή της Σμύρνης μετακινήθηκαν στην Ελλάδα και μετεγκαταστάθηκαν στο Ναύπλιον.

Ο Μαρντίκ μόλις ήρθε στο Ναύπλιον άνοιξε ραφείο, σχεδόν αμέσως, αφού στο γάμο του, το 1927, το είχε ήδη. Στο ραφείο μάλιστα δούλευε ως κάλφας και ο αδερφός του Χραντ Μαρντικιάν, μέχρι που ο τελευταίος παντρεύτηκε και μετά το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.  Ο Μαρντίκ όμως πέτυχε να δημιουργήσει στο Ναύπλιον, στο Μεγάλο δρόμο, τον κεντρικότερο δρόμο της πόλης, το μεγαλύτερο εμποροραφείο, στο οποίο εγκατέστησε 7 ραπτομηχανές, γεγονός που σημαίνει ότι μπορούσε να απασχολεί τουλάχιστον 7 ράφτες και αρκετό αριθμό βοηθών, γυναικών και αντρών, στην πλειονότητά τους  Ελληνικής καταγωγής.

Το εμποροραφείο του Μαρντίκ Μαρντικιάν, που βρισκόταν στον μεγάλο δρόμο. Τρίτος στην φωτογραφία (από αριστερά προς δεξιά) είναι ο Μαρντίκ Μαρντικιάν, και δίπλα του (τέταρτος) είναι ο αδερφός του ο Χραντ Μαρντικιάν.

Το εμποροραφείο του Μαρντίκ Μαρντικιάν, που βρισκόταν στον μεγάλο δρόμο. Τρίτος στην φωτογραφία (από αριστερά προς δεξιά) είναι ο Μαρντίκ Μαρντικιάν, και δίπλα του (τέταρτος) είναι ο αδερφός του ο Χραντ Μαρντικιάν.

Για την ακρίβεια, μετα τη δεκαετία του 50 φέρεται να δούλεψε στην επιχείρηση ως μοδιστρούλα και μια αρμενοπουλα (η Γεωργία Κοσεγιάν).  H επιχείρηση διέθετε προς πώληση και υλικά ραπτικής και υφάσματα. Τα υφάσματα ήταν τριών ειδών: ι. Τα αγγλικά κασμίρια, ιι. τα πολώνικά (ενδιάμεσης κατηγορίας- μεσαίας ποιότητας) και τα ιιι. ελληνικά, του Δημητριάδη κ.α. , που παρότι και αυτά πολύ καλής ποιότητας, ήταν για χαμηλότερα βαλάντια. Το ραφείο απευθυνόταν στους επιφανείς Ναυπλιώτες. «Στου Μαρντικιάν ράβονταν τα καλύτερα κουστούμια, αλλά επιδιορθώνονταν και έτοιμα με τον καλύτερο τρόπο. Έρχονταν τα μπαούλα από την Αμερική και πήγαιναν αμέσως στους ράφτες να καλύψουν τις ατέλειες τους ή να τα φέρουν στα μέτρα τους. Ακόμα και τα φυσικά ελαττώματα επιδιόρθωνε!. Ένας ελαττωματικός ώμος καλυπτόταν με διπλή βάζα, ώστε το ρούχο τελικά να μοιάζει ραμμένο πάνω στον άντρα που το φορούσε! Αλλά εξαιρετικά έραβε και τα γυναικεία ταγέρ!» [23].

Οι ραφτάδες του Ναυπλίου. Στο κέντρο (με τα γυαλιά) ο Μαρντίκ Μαρντικιάν.

Οι ραφτάδες του Ναυπλίου. Στο κέντρο (με τα γυαλιά) ο Μαρντίκ Μαρντικιάν.

Σημαντική για την εποχή, τις αξίες, αλλά και τις αξίες του Μαρντικιάν είναι η αντίληψη που είχε για την ενδυμασία των ραφτάδων του.  Όλοι φορούσαν κοστούμι σαν κυκλοφορούσαν στην πόλη και μέσα στο ραφείο αντικαθιστούσαν το σακάκι με τη ρόμπα της δουλειάς. Έξω όμως κυκλοφορούσαν ως φιγουρίνια!» [24].

Εορτή ραπτών στην Αγία Μονή. Παρευρίσκονται σύσσωμοι με τις οικογένειές τους στη γιορτή του σωματείου τους.

Εορτή ραπτών στην Αγία Μονή. Παρευρίσκονται σύσσωμοι με τις οικογένειές τους στη γιορτή του σωματείου τους.

Άνθρωποι που δούλεψαν μαζί του, Έλληνες στην καταγωγή, αναφέρουν γι’ αυτόν πως ήταν εξαιρετικός άνθρωπος, ευγενής και καλός. Αυτό μάλλον επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι υπήρξε πρόεδρος των ραφτάδων του Ναυπλίου και τους οδηγούσε σε όλες τους τις δραστηριότητες με συνέπεια και ενθουσιασμό. Εικόνα του πολιούχου αγίου των ραπτών υπήρχε στο μοναστήρι της Αγίας Μονής και εκεί συναντιούνταν πάντα στην ετήσια γιορτή του σωματείου τους, ανήμερα της Αγίας Άννας.

Το 1960 μάλιστα, ημερολόγιο της περιοχής, δημοσίευσε σχετική φωτογραφία των ραπτών του Ναυπλίου, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμα φορά πως η εικόνα είναι κειμενικό είδος εξαιρετικά σημαντικό για τον πολιτισμό μας και την καταγραφή του [25].

Γιορτές επιπλέον έκαναν και στον Αη Γιάννη στην Καραθώνα.

Συνάντηση των ραπτών στην Αγία Μονή, γύρω στο 1960 για τον εορτασμό του σωματείου ανήμερα της Αγίας Άννας. Διακρίνονται όρθιοι από τα αριστερά: Στεφάνου Μπακέας Β., Δημόπουλος Σ., Διαμαντάκος, Κοΐνης Θ., Γαρβήλος Β., Βούλγαρης Γ., Μαρτικιάν Μ., Ιωαννίδης, Μπόκος Δ. Καθιστοί:Μπράβος Αθανασίου Χ., Δημόπουλος Λ., Αλεξίου Σ. (Αρχείο οικογένειας Β. Γαβρήλου).

Συνάντηση των ραπτών στην Αγία Μονή, γύρω στο 1960 για τον εορτασμό του σωματείου ανήμερα της Αγίας Άννας. Διακρίνονται όρθιοι από τα αριστερά: Στεφάνου Μπακέας Β., Δημόπουλος Σ., Διαμαντάκος, Κοΐνης Θ., Γαρβήλος Β., Βούλγαρης Γ., Μαρτικιάν Μ., Ιωαννίδης, Μπόκος Δ.
Καθιστοί: Μπράβος Αθανασίου Χ., Δημόπουλος Λ., Αλεξίου Σ. (Αρχείο οικογένειας Β. Γαβρήλου).

Koινωνική ενσωμάτωση με το ντόπιο πληθυσμό

Από τις πληροφορίες και τις  μέχρι στιγμής καταγραφές είναι φανερό ότι ο μικρός πληθυσμός των οικογενειών στο Ναύπλιον για να επιβιώσει επέλεξε την έξοδο από την ενδοκοινοτική εσωστρέφεια. Η προς τα έξω συμπεριφορά και της πρώτης και της δεύτερης γενιάς προσφύγων εμφανίζει ταύτιση με την κοινωνία της πόλης. Χαίρεται με τους ανθρώπους της, απολαμβάνει τις ομορφιές της. Οι νεότερες γενιές των Αρμενίων, εντρυφούν στα μουσικά και αθλητικά «μονοπάτια» που χαράσσει η ιστορική πόλη, συμμετέχοντας στη χορωδία και στα θεατρικά δρώμενα, και παρακολουθώντας μαθήματα στα ωδεία.

Πεζοπορία στην Αρβανιτιά.

Πεζοπορία στην Αρβανιτιά.

Συγχρόνως καταβάλλονται προσπάθειες για τη δραστηριοποίηση των νέων και στα αθλητικά σωματεία. Έτσι ο Χαρουτιούν Μαρντικιάν συμμετέχει στην ομάδα water polo, που ιδρύθηκε το 1950 και στην οποία ο Μαρντίκ Μαρτικιάν είναι ιδρυτικό μέλος, ενώ ο Αγκόπ Ασαντουριάν και ο Αρτίν Ποστατζιάν συμμετέχουν στη βασική εντεκάδα της ποδοσφαιρικής ομάδας της πόλης, τον «Παναυπλιακό», που ιδρύθηκε το 1926. Όπως είναι γνωστό, είναι θέμα τιμής για κάθε πόλη η οποία διαθέτει ποδοσφαιρική ομάδα, η ενεργή υποστήριξη σ’ αυτήν, πράγμα που έπραξαν όλοι ανεξαιρέτως οι άρρενες συμπατριώτες μας. Σε φωτογραφία του 1949 εικονίζεται να συμμετέχει ως ποδοσφαιριστής ο Ασό Ασατουριάν στην ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης. Ο Μαρντίκ Μαρντικιάν ασχολήθηκε με τα διοικητικά θέματα της ομάδας, διατελώντας ως έφορος επί χρόνια και συμπράττοντας στην εξέλιξη της ομάδας [26].

Η ομάδα του Water Polo το 1954. Όρθιοι: Πάκης Πανόπουλος, Ανδρ. Μαντζούνης, Γιώργος Παναγιωτόπουλος, Μάκης Δέλλας, Γιάννης Καλλιάνος, Γιάννης Μαντάς. Καθιστοί: Ιωάννης - Ιερόθεος Σώμος, Χαρουτιούν Μαρντικιάν, Σταύρος Πίκουλας.

Η ομάδα του Water Polo το 1954. Όρθιοι: Πάκης Πανόπουλος, Ανδρ. Μαντζούνης, Γιώργος Παναγιωτόπουλος, Μάκης Δέλλας, Γιάννης Καλλιάνος, Γιάννης Μαντάς.
Καθιστοί: Ιωάννης – Ιερόθεος Σώμος, Χαρουτιούν Μαρντικιάν, Στάυρος Πίκουλας.

Η Ποδοσφαιρική ομάδα του Πανναυπλιακού. Ο Πανναυπλιακός στις 19 Νοεμβρίου 1949 πριν τον φιλικό αγώνα με την ποδοσφαιρική ομάδα του Κ.Ε.Μ. (1-2). Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά, όρθιοι: Γιάννης Ξυνός (διαιτητής), Τάσος Ψωμόπουλος, Σταύρος Μπελέζος, Βαγγέλης Δαλμάτσος, Γιαννής Μελίδης, Ασσώ Ασσαντουριάν, Νίκος Ρέππας, Διαμαντής Ανδρώνης, Νούλης Κεραμιδάς, Βαγγέλης Οικονόμου, Γιώργος Καρμπέρης, Ανδρέας Ανδριανόπουλος, Γιώργος Λεμονίδης (Τ). Αρχείο Γιάννη Μακρή.

Η Ποδοσφαιρική ομάδα του Πανναυπλιακού.
Ο Πανναυπλιακός στις 19 Νοεμβρίου 1949 πριν τον φιλικό αγώνα με την ποδοσφαιρική ομάδα του Κ.Ε.Μ. (1-2). Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά, όρθιοι: Γιάννης Ξυνός (διαιτητής), Τάσος Ψωμόπουλος, Σταύρος Μπελέζος, Βαγγέλης Δαλμάτσος, Γιαννής Μελίδης, Ασσώ Ασσαντουριάν, Νίκος Ρέππας, Διαμαντής Ανδρώνης, Νούλης Κεραμιδάς, Βαγγέλης Οικονόμου, Γιώργος Καρμπέρης, Ανδρέας Ανδριανόπουλος, Γιώργος Λεμονίδης (Τ). Αρχείο Γιάννη Μακρή.

Σημαντική παράμετρος της ζωής, αλλά και της νοοτροπίας των Αρμενίων που έζησαν στο Ναυπλιον την περίοδο που εξετάζουμε ήταν η τάση για αλλαγή των ονομάτων τους, ώστε να θυμίζει ελάχιστα την καταγωγή ή τη χώρα προέλευσης. Πιθανολογείται ότι αυτό συνέβαινε γιατί «φοβούνταν μην έχουν την τύχη των Εβραίων». Έτσι ο Καραμπέτ Κοσεγιάν συστηνόταν και ως Χαράλαμπος (χωρίς ποτέ αυτό να γίνει με διοικητική πράξη), ο Καραμπέτ Παπατζιάν έγινε Αντώνιος, ενώ ο γιος του άλλαξε επίσημα το Παπατζιάν σε Παπαδόπουλος.

Αυτή όμως η προς τα έξω συμπεριφορά δεν απηχεί τις αντιλήψεις της κοινότητας. Μέσα τους θα ήθελαν να είναι με Αρμένιους και να ανήκουν σε μια ευρύτερη κοινότητα όπου θα μπορούν να λειτουργούν με όλες τις αξίες και τις συνήθειές τους. Το γεγονός ότι η πόλη δεν διαθέτει σχολείο και εκκλησία, καθιστά αγωνιώδη την προσπάθεια διατήρησης της γλώσσας και των αρμενικών εθίμων. Σε αυτό το πλαίσιο γίνονται δεκτές με χαρά οι επισκέψεις φίλων και συγγενών, αλλά και οι μονοήμερες εκδρομές μελών της Νεολαίας, που επισκέπτονται το Ναύπλιο κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων για να ψάλλουν τα κάλαντα στα αρμενικά σπίτια. Τότε είχαν θέση τα αρμένικα φαγητά και η αρμένικη φιλοξενία. «Όλοι περνούσαν από το σπίτι μας! Συχνά μένανε και σε μας…Ακόμα θυμάμαι τα μεγάλα τραπέζια που στρώναμε κείνες τις μέρες», λέει η Μαίρη Χαρουτιουνιάν, κόρη του Μαρντίκ Μαρντικιάν. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος της αρμενόγλωσσης εφημερίδας «Νορ Ορ» που εκδίδεται στην Αθήνα και αποστέλλεται στα σπίτια των Αρμενίων στο Ναύπλιο. Μέσω της εφημερίδας, διατηρείται η επαφή με τη γλώσσα και την αρμενική κουλτούρα και συγχρόνως μέσω της ενημέρωσης διασφαλίζεται η συμμετοχή στην ευρύτερη κοινωνική ζωή [27].

Η αδυναμία σύνδεσης ωστόσο με την αρμενική κοινότητα ήταν καθοριστική για τη συρρίκνωση της παροικίας του Ναυπλίου. Τα νεότερα μέλη των οικογενειών ντρέπονταν που δεν ήξεραν Αρμενικά. Αλλά και οι αρμένιοι στην Αθήνα (και εδώ καταθέτω προσωπική μαρτυρία) κοιτούσαν περίεργα τις αρμενοπούλες που δεν μιλούσαν τη γλώσσα. Τις θεωρούσαν περίπου ξένο σώμα. Οι κόρες του Μαρντικιάν έφυγαν για την Αθήνα, όπου παντρεύτηκαν Αρμένιους. Το 1964 τις ακολούθησε και ο Μαρντίκ Μαρντικιάν,  αφήνοντας το ραφείο που πλέον το συνέχισε ο Θάνος Κοΐνης, που μέχρι τότε δούλευε ράφτης στο μαγαζί του.

Συμπεράσματα

Το Ναύπλιον από το 1920 έως το 1924 δέχτηκε σημαντικό αριθμό Αρμενίων από αναγκαστικές κατά το πλείστον μετεγκαταστάσεις, που έγιναν για να αποσυμφωρήσουν, είτε το εσωτερικό της Πελοποννήσου (προερχόμενοι από την Τρίπολη), είτε τη Μακεδονία, μετά τις ανταλλαγές των πληθυσμών και προκειμένου να αποφευχθούν συγκρούσεις μεταξύ Αρμενίων και Τούρκων που πλέον πύκνωναν τη Βόρεια Ελλάδα. Όμως ο αρμενικός πληθυσμός που έφθανε στο Ναύπλιον, δεν έμενε στην πόλη. Στους αμέσως επόμενους μήνες οι περισσότεροι φαίνεται να την είχαν εγκαταλείψει. Έτσι, έως το 1970 έζησε και δραστηριοποιήθηκε μικρή κοινότητα Αρμενίων, με σημαντική όμως παρουσία στα οικονομικά, πολιτιστικά, αθλητικά και κοινωνικά δρώμενα της πόλης. Τα βασικά χαρακτηριστικά της παροικίας ήταν η ανάγκη ενσωμάτωσης της με το γηγενή πληθυσμό, γεγονός που οδήγησε μεγάλο μέρος τους στην πλήρη αφομοίωση και ταύτιση με τη συλλογική ταυτότητα, ενώ ένα μικρότερο μέρος επέμεινε στην υπερκείμενη αρμενική ταυτότητα.  Αυτός ήταν και ο λόγος που η παροικία δεν άντεξε και συρρικνώθηκε σημαντικά. Κάποιοι έφυγαν για τον Καναδά και τις ΗΠΑ, άλλοι για τη Σοβιετική Αρμενία, και οι περισσότεροι αναζήτησαν καταφύγιο σε πόλεις που είχαν ζωντανούς τους φορείς ενδυνάμωσής της ενδοκοινοτικής ταυτότητας, δηλαδή μεγάλη κοινότητα, σχολείο και εκκλησία, έτσι ώστε να μην ξεχαστούν ή να απεμπολήσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εθνολογικής τους καταγωγής.

Παράρτημα 1 Παράρτημα 1  Παράρτημα 3

Υποσημειώσεις


[1] Ευ. Γ. Αυδίκος, «Λαογραφία του αστικού χώρου: ουτοπία ή πραγματικότητα;», Εθνολογία, 3, 163-188, Αθήνα, 1994.

[2] Αντίστοιχη εργασία- αλλά εκτεταμένη λόγω και της ποσότητας και ποικιλίας του προς καταγραφήν υλικού- έχει κάνει η Γαρυφαλλιά Θεοδωρίδου για τους Αρμένιους της Ξάνθης. Η συγγραφή του δικού της άρθρου, όπως και οι μεταξύ μας συζητήσεις, υπήρξαν μεθοδολογικός οδοδείκτης για τη δική μας εργασία και από τη θέση αυτή θερμά ευχαριστώ για την ανιδιοτελή προσφορά και τη βοήθειά της. Θεοδωρίδου Γαρ.,(2015), Αρχειακή Λαογραφία και Φωτογραφία: «συνομιλία» με τα «σιωπηλά πρόσωπα» της ιστορίας. Μια πρόταση «ανάγνωσης» του αρχείου «Ονομαστικές καταστάσεις προσφύγων του 1922 εγκατεστημένων προσωρινά στην Ξάνθη», στο Μ. Γ. Σέργης- Ελ. Κ. Χαρατσίδης- Γαρ. Θεοδωρίδου (επιμέλεια) Από το Αραράτ στον ‘Ολυμπο, Θέματα Αρμενικής Λαογραφίας, εκδ. Κ & Μ. Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη.

[3] Κ. Kαλαντζής, Κ., «Οπτικός πολιτισμός και ανθρωπολογία» στο Ελεάνα Γιαλούρη (επιμ.) Υλικός πολιτισμός. Η ανθρωπολογία στη χώρα των πραγμάτων, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 171-213, 2012.

[4] S. Sontag, Περί φωτογραφίας (μτφρ. Ηρ. Παπαϊωάννου), Αθήνα: Φωτογράφος 1993, και B. Barthes, Ο φωτεινός θάλαμος. Σημειώσεις για τη φωτογραφία (μτφρ: Γ. Κρητικός), Κέδρος- Ράππα, Αθήνα 1983.

[5] J. Clifford-J. Marcus, (επιμ.), Writting Culture: The poetics and politics of Ethnography, Berceley, Los Angeles and London: University of California Press, 1986.

[6] «Οι Αρμένιοι του Ναυπλίου» περ. Αρμενικά, τ. 55, Μαρτιος- Απρίλιος 2008. (Μετάφραση από τη δημοσίευση στην αρμενική εφημερίδα AZAD-OR, 31/12/2000).

[7] Οβ. Γαζαριάν, «Η αρμενική παροικία κλείνει τα ενενήντα», Αρμενικά, τ. 74, Ιούλιος- Σεπτέμβριος, Αρμενικά, 2012. υπάρχει και στο διαδίκτυο στο: http://www.armenika.gr/koinotita/75-istoria-paroikias/478-h-armenikh-paroikia-klinei-ta-eneninta, τελ.  Επίσκεψη, 14/10/2015

[8] Για περισσότερα στοιχεία βλ. παράρτημα στο τέλος της μελέτης. Τα στοιχεία καταγράφηκαν από μένα από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Αργολίδας: Μητρώο οικογενειών προσφύγων Μικράς Ασίας αρ. ειδικού ευρετηρίου Διοικητικά 61.1, Ναύπλιον.

[9] Σ. Ζαχαρία, «Οι Αρμένιοι πρόσφυγες στην Αλεξανδρούπολη» στο Μ. Γ. Σέργης-  Ελ.Κ. Χαρατσίδης- Γαρ. Θεοδωρίδου (επιμέλεια) Από το Αραράτ στον ‘Ολυμπο, Θέματα Αρμενικής Λαογραφίας, εκδ. Κ&Μ. Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2015.

[10] Ι. Κ. Χασιώτης, Η αρμενική παροικία της Θεσσαλονίκης. Ίδρυση, οργάνωση, ιδεολογία και κοινωνική ενσωμάτωση (σε συνεργασία με τη Γκιούλα Κασαπιάν). Ανάτυπο από τα Πρακτικά      του Συμποσίου Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912 (1-3 Νοεμβρίου 1985), Θεσσαλονίκη, 1986, σ. 271 και στου ίδιου, Χασιώτης Κ. Ι., Αρμένιοι και Έλληνες στις μεγάλες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος, Αδελφά   Έθνη εν μέσω θυέλλης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2015.

[11] Γ. Α. Κ. , όπ.π.

[12]  «Η δραματικότερη μείωση του πληθυσμού της παροικίας έμελλε να πραγματοποιηθεί την περίοδο μεταξύ 1946 και 1947, με τη μεγάλη παναρμενική εκστρατεία για την παλιννόστηση των Αρμενίων της διασποράς στη Σοβιετική Αρμενία. Με αλλεπάλληλες, λοιπόν, αποστολές από τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη μετανάστευσαν από την Ελλάδα στη Σοβιετική Αρμενία περίπου 20.000 άτομα. Αν σ’ αυτούς προσθέσουμε και τις μετοικεσίες προς τις δυτικές χώρες (Καναδά και Ν. Αμερική) το αρμενικό στοιχείο της Ελλάδας περιορίστηκε στα τέλη του ’50 στα 15.000 άτομα». (Ο. Γαζαριάν, Αρμενικά, 2012, τ.74)

[13]  Ι. Χασιώτης, όπ.π., 1986: 260-261.

[14]  «Οι Αρμένιοι του Ναυπλίου», περ. Αρμενικά, όπ.π.

[15]  Για αντίστοιχη ανάλυση , βλ και Θεοδωρίδου, 2015:640, όπ.π.

[16] … Η γυναίκα ήταν καλλονή και έβγαινε μόνον με τον πατέρα της. Αργότερα παντρεύτηκε στο Σεντ Ετιεν της Γαλλίας, έναν γιατρό και έκανε δυο παιδιά.…(μαρτυρία Ντίνας Μπογιατζή, το γένος Κυριακοπούλου) «περπάταγε κι έτριζε ο τόπος της, φορούσε το φουρό και ήταν σαν καθαρόαιμο άλογο…  » (μαρτυρία Ευθυμίου Ρούσσου).

[17]  περ. Αρμενικά, 2008, όπ.π.

[18]  μαρτυρία Ντίνα Μπογιατζή (Κυριακοπούλου).

[19]  περ. Αρμενικά.,2008, όπ.π.

[20]  Σε αυτό το σημείο καταθέτω την προσωπική μου μαρτυρία για το νησί της Ρόδου, όπου οι Αρμένιοι που άλλαξαν το όνομά τους – τη συγκεκριμένη περίοδο – ήταν πάρα πολλοί.

[21] Τις πληροφορίες μας δίνει ο γιος της Ευφροσύνης και ανιψιός της Ευθυμίας, Νίκος Παπατζιάν, νυν: Παπαδόπουλος.

[22]   ΓΑΚ, οπ.π.

[23]   Πηγή: Παναγιώτης Μερμίγκης, γιος του Θεοδόση Μερμίγκη ο οποίος την περίοδο 1944-1954 δούλευε στο ραφείο του Μαρτικιάν. Από το 1954 διατηρούσε ραφείο δικό του Μέρμαγκα.

[24]  Πηγή: Π. Μερμίγκης.

[25]  S. Sontag, 1993, όπ.π., και  B. Barthes, 1983, όπ.π.

[26]  «Οι Αρμένιοι του Ναυπλίου», περ. Αρμενικά, όπ.π.

[27]  Περ. Αρμενικά, όπ.π.

Δρ. Χαρά Κοσεγιάν

Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ναύπλιο Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αρμένιοι, Δεαγάτ, Εθνογραφική Λαογραφία, Εμπόριο, Ιστορία, Κοιν, Λαογραφία, Ναύπλιο, Πρόσφυγες, Πολιτισμός, Χαρά Κοσεγιάν

Το φαινόμενο της ζητείας κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο

$
0
0

Το φαινόμενο της ζητείας κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο – Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη


 

Οι ζητείες αποτελούσαν ένα εξαιρετικά διαδεδομένο φαινόμενο μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας όντος του οθωμανοκρατούμενου χώρου αλλά και πολύ πέρα από αυτόν. Ζητείες εκτελούνταν από τα Πατριαρχεία, τα μοναστήρια και τις εκκλησίες για την κάλυψη τακτικών και έκτακτων αναγκών τους αλλά και από απλούς ανθρώπους που αντιμετώπιζαν ποικίλα δεινά και προβλήματα. Η λέξη «ζητεία» ειδικά αναφερόμενη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο δήλωνε καταρχήν όλα τα συνήθη δοσίματα που αυτό λάμβανε από το ποίμνιο και τους κληρικούς που βρίσκονταν στη δικαιοδοσία του και αποτελούσαν μέρος των εκκλησιαστικών εισοδημάτων.

Δοσίθεος Νοταράς (1641-1707), Πατριάρχης Ιεροσολύμων.

Δοσίθεος Νοταράς (1641-1707), Πατριάρχης Ιεροσολύμων.

Τα πρώτα χρόνια μετά την Άλωση, η δυσκολία συλλογής των πατριαρχικών φόρων λόγω της απροθυμίας καταβολής τους από τους μητροπολίτες, τον κατώτερο κλήρο άλλα και το ορθόδοξο ποίμνιο είχε αναγκάσει τους Πατριάρχες να αναχωρούν προσωπικά σε περιοδεία για την είσπραξη των φόρων. Πριν από την αναχώρησή του ο Πατριάρχης έπρεπε να εφοδιαστεί με σχετικό διάταγμα του σουλτάνου το οποίο θα επέτρεπε την περιοδεία και θα εξασφάλιζε την ασφάλεια τη δική του και τής συνοδείας του που συχνά την αποτελούσαν μέλη αρχοντικών οικογενειών. Το διάταγμα εξασφάλιζε επίσης διευκολύνσεις από τις τοπικές αρχές και τους καδήδες για τον πειθαναγκασμό των δυστροπούντων χριστιανών να καταβάλουν τους φόρους. Η «πατριαρχική ζητεία» και η «τοπική ζητεία» ήταν επομένως αναγνωρισμένες από το οθωμανικό κράτος από ενωρίς, κατά τον 18ο αιώνα μάλιστα αναγράφονταν στο βεράτιο που εξέδιδε ο σουλτάνος για την ανάληψη του αξιώματος του Πατριάρχη.

Στα κείμενα όμως της Τουρκοκρατίας η λέξη «ζητεία», ή σε μερικές περιπτώσεις «ζήτη», χρησιμοποιείται συνηθέστατα για να χαρακτηρίσει μια κοινότατη πρακτική που δεν ανήκε στη θεσμοθετημένη κατηγορία που αφορούσε ειδικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά αποτελούσε ουσιαστικά μια μορφή εράνου, συλλογής ελεών, που πραγματοποιούσαν μέσω εκπροσώπων τους τα Πατριαρχεία, τα μοναστήρια, και οι μητροπόλεις. Συχνότερα από τη λέξη ζητεία χρησιμοποιείται η λέξη «ταξίδιον», προκειμένου να χαρακτηρίσει την περιοδεία για τη συλλογή ελεών, ίσως για να μην δημιουργείται σύγχυση με τα συνήθη δοσίματα προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έτσι, το «ταξίδιον» αποτέλεσε έναν άλλον τρόπο δήλωσης της ζητείας ή του εράνου που τον απαντούμε συχνά σε συστατικές επιστολές και «απανταχούσες». Αυτοί που διεξήγαν τις περιοδείες ζητείας συχνά αποκαλούνται στα σύγχρονα κείμενα «ταξιδιάρηδες» ή «ταξιδευτές».

Η διάκριση ανάμεσα στη ζητεία για τη συλλογή των υποχρεωτικών δοσιμάτων προς το Πατριαρχείο και τον προαιρετικό έρανο που αποσκοπούσε στην κάλυψη έκτακτων αναγκών δεν είναι πάντα σαφής ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες μετά την Άλωση. Από πράξη του Πατριάρχη Ματθαίου Α’ (1397-1410), που δεν φέρει χρονολογία, βλέπουμε πως συνιστά στους αρχιερείς τον ηγούμενο της μονής των Μαγγάνων Λουκά, ο οποίος περιόδευε για τη συνάθροιση βοήθειας για το Πατριαρχείο, την περιποίηση και λυχνοκαΐα της Αγίας Σοφίας και για τη συντήρηση των πενόμενων κληρικών. Πιθανότατα η πράξη αυτή ταυτίζεται με την πληροφορία από άλλη πηγή ότι το 1401, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, ο Πατριάρχης Ματθαίος Α’ έστειλε ένα μοναχό να περιοδεύσει σε διάφορα μέρη, ανάμεσά τους και στη Σταυρούπολη, για τη συγκέντρωση έκτακτης οικονομικής βοήθειας. Κατά τον Μανουήλ Γεδεών η πρώτη γνωστή έξοδος για ζητεία πραγματοποιήθηκε κατά τη δεύτερη πατριαρχία του Συμεών Α’ του Τραπεζουντίου (1482-1486). Στη συνέχεια το φαινόμενο γενικεύτηκε ταχύτατα και από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά οι σχετικές πληροφορίες είναι πολυάριθμες και συχνά λεπτομερείς.

Τα χρήματα ή άλλα ποικίλα αφιερώματα που συλλέγονταν με τις ζητείες ανακούφιζαν την Εκκλησία και τα καθιδρύματά της από δυσβάστακτα χρέη ή άλλες έκτακτες ανάγκες που προέκυπταν κατά διαστήματα στους χαλεπούς εκείνους χρόνους. Ακόμα και πάγιες ανάγκες έπρεπε συχνά να καλυφθούν από την πηγή αυτή, που χρηματοδοτούσε επίσης και το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας. Εκτός από τα Πατριαρχεία, τα μοναστήρια και οι ναοί χρειάζονταν επίσης χρήματα για να πληρώσουν συσσωρευμένα χρέη, έκτακτα δοσίματα, ή για να εξασφαλίσουν άδεια για την επιδιόρθωση ή την ανακαίνισή τους είτε από τη φθορά του χρόνου, είτε από τις ποικίλου είδους φυσικές ή άλλες καταστροφές που προκαλούνταν από πολεμικές ή ληστρικές επιχειρήσεις. Είναι εύλογο πως η σημασία των ζητειών ήταν μεγάλη είτε επρόκειτο για τα συνήθη δοσίματα προς το Πατριαρχείο είτε για τη συλλογή ελεημοσύνης για την ανακούφιση των προβλημάτων της Εκκλησίας. Η επίσημη πατριαρχική ζητεία ήταν ζωτικής σημασίας για τα οικονομικά του Πατριαρχείου και η μη καταβολή της, όπως και των άλλων δοσιμάτων, αποτελούσε συχνά λόγο καθαίρεσης όσων αρχιερέων αρνούνταν να την καταβάλουν ή και αφορισμού. Την ίδια σπουδαιότητα είχε και η κατακράτηση των προσφορών των χριστιανών που προορίζονταν για εκκλησιαστικά ιδρύματα ή των ελεών που δίνονταν υπέρ του Παναγίου Τάφου. Για τον λόγο αυτό είχαν εκδοθεί πατριαρχικές αποφάσεις που κατέτασσαν τις υπεξαιρέσεις αυτές ανάμεσα στις πράξεις που αφορίζονταν από την Εκκλησία…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης της κυρίας Ελένης Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Το φαινόμενο της ζητείας κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Εκκλησιαστική Ιστορία αφορώσα στην Αργολίδα, Ψηφιακές Συλλογές Tagged: Alms, Argolikos Arghival Library History and Culture, Charity, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Εκκλησία, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, Ελεημοσύνη, Ζητεία, Ιστορία, Κοινωνία, Ορθοδοξία, Πατριάρχης, Πατριαρχείο, Ψηφιακές Συλλογές, Ψηφιακή βιβλιοθήκη

Μαυροβούνιοι Εθελοντές στον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων στα 1821

$
0
0

Μαυροβούνιοι Εθελοντές στον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων στα 1821. Ιωάννης Α. Παπαδριανός.  Βαλκανικά Σύμμεικτα, τόμος 11 (1999-2000)-Περιοδική έκδοση του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου


 

Η απόφαση των Ελλήνων να πάρουν το 1821 τα όπλα εναντίον των Τούρκων συγκίνησε βαθιά τις ψυχές και των άλλων βαλκανικών λαών, οι οποίοι στέναζαν και αυτοί κάτω από τον ίδιο σκληρό ζυγό της δουλείας. Για τον λόγο αυτόν η εξέγερση των Ελλήνων μετατράπηκε σε πόλο έλξης, γύρω από τον οποίο συσπειρώθηκαν όλες οι προοδευτικές δυνάμεις της Βαλκανικής Χερσονήσου. Ο παμβαλκανικός χαρακτήρας του ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος φαίνεται κυρίους στη συμμετοχή σ’ αυτόν πολλών Βαλκάνιων εθελοντών, μεταξύ των οποίων αρκετοί κατάγονταν από το Μαυροβούνιο [1].

Ήδη από την αρχή της εισηγήσεώς [2] μας οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι, ενώ για τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς εθελοντές υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία, για τους εθελοντές από τα Βαλκάνια, που συμμετείχαν στους αγώνες για την απελευθέρωση της Ελλάδας, έχουν γραφτεί πολύ λίγα [3]. Η διαφορά των κοινωνικών συστημάτων και η καχυποψία, που επικράτησαν ανάμεσα στους βαλκανικούς λαούς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτέλεσαν τη βασική αιτία για την καθυστέρηση της διαβαλκανικής έρευνας. Τα τελευταία όμως χρόνια άρχισαν σιγά-σιγά να έρχονται στην επιφάνεια πολύτιμες αρχειακές πηγές, οι οποίες μας βοηθούν να καθορίσουμε, κατά το δυνατόν, την έκταση της συμμετοχής των Βαλκάνιων εθελοντών στην επαναστατημένη Ελλάδα, καθώς και την ποιότητα των υπηρεσιών τους προς αυτήν. Αρκετοί από τους παραπάνω εθελοντές κατάγονταν από το Μαυροβούνιο, πρόσφεραν δε και αυτοί, όπως και οι υπόλοιποι Βαλκάνιοι εθελοντές, πολύτιμες υπηρεσίες στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Με τους Μαυροβούνιους ακριβώς εθελοντές, που πολέμησαν στο πλευρό των επαναστατημένων Ελλήνων στα 1821, προτιθέμεθα να ασχοληθούμε στην παρούσα ανακοίνωση. Επειδή όμως τα χρονικά όρια μιας εισήγησης είναι περιορισμένα, θα αναγκασθούμε εδώ να εξετάσουμε μόνο ορισμένους από τους εθελοντές αυτούς· προηγούμενος όμως, ας μας επιτραπεί να παραθέσουμε μερικές γενικές  διαπιστώσεις. Συγκεκριμένα:

1) Τα Μαυροβουνιώτικα σώματα, στα οποία περιλαμβάνονταν και άλλοι Βαλκάνιοι, και κυρίως Σέρβοι, στην αρχή βρίσκονταν κάτω από τη γενική αρχηγία Έλληνα οπλαρχηγού. Με το πέρασμα όμως του χρόνου και την ανάδειξη ηγετικών ικανοτήτων των στελεχών τους τα παραπάνω σώματα απέκτησαν αυτοτέλεια δράσης και κίνησης και συνεργάζονταν κατά τρόπο ισότιμο με τα ελληνικά σώματα [4].

2) Πολλοί Μαυροβούνιοι μαχητές της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, ήδη από τα μέσα του 1824, κατέλαβαν ανώτερα ή ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα χάρη στις πολεμικές τους αρετές, την εμπειρία και τα διοικητικά τους προσόντα [5].

3) Ορισμένοι από τους Μαυροβούνιους εθελοντές εξελληνίστηκαν πέρα ως πέρα, έμαθαν την ελληνική γλώσσα, πολιτογραφήθηκαν Έλληνες και συνήθισαν γρήγορα στον ελληνικό τρόπο σκέψεως και ζωής. Επίσης, αρκετοί από τους απογόνους των εθελοντών αυτών θα ακολουθήσουν τη στρατιωτική σταδιοδρομία των πατέρων τους και θα διακριθούν στα διάφορα πεδία των μαχών [6].

4) Οι περισσότεροι από τους Μαυροβούνιους μαχητές, θέλοντας κυρίως να εξασφαλίσουν τους συγγενείς τους που εξακολουθούσαν να ζουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους από τυχόν τουρκικά αντίποινα, μετέβαλλαν αμέσως μετά την ενεργό συμμετοχή τους στον Ελληνικό αγώνα, το επώνυμό τους. Γι’ αυτό και στα σωζόμενα έγγραφα αναγράφεται μόνο το βαφτιστικό τους όνομα, στο οποίο προστίθεται, ως επώνυμο, το όνομα της εθνικότητας ή της πόλης της καταγωγής τους [7].

5) Η συμμετοχή των Μαυροβουνίων εθελοντών, όπως και των άλλων Βαλκάνιων, στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 υπαγορευόταν από διαφόρους λόγους. Άλλοι πίστευαν ότι ο αγώνας των Ελλήνων θα είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση και της δίκης τους πατρίδας και άλλοι νόμιζαν ότι έφθασε η αποφασιστική στιγμή για την οριστική μονομαχία «υπέρ πίστεως και πατρίδας». Ορισμένοι, πάλι, πήραν μέρος στον Αγώνα υπακούοντας στην επαναστατική τους ορμή· τέλος, υπήρχαν και εθελοντές που προσχώρησαν στην Ελληνική Επανάσταση κάτω από την πίεση ποικίλων περιστατικών [8].

Έπειτα από τις γενικές αυτές διαπιστώσεις, ας δούμε ορισμένους από τους Μαυροβούνιους συναγωνιστές των Ελλήνων επαναστατών στα 1821. Διευκρινίζουμε δε εδώ ότι, κατά την παράθεση των ονοματεπωνύμων, θα ακολουθηθεί η αλφαβητική – ελληνική – σειρά.

Συγκεκριμένα:

Μαυροβουνιώτης Βάσος (1797-1847). Μαυροβουνιώτης οπλαρχηγός κατά τους χρόνους του ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και σπουδαίος στρατιωτικός παράγοντας κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα με σημαντική πολιτική επιρροή Γεννήθηκε στο Πετροπαύλιτς του Μαυροβούνιου το έτος 1797 και γύρω στα 1817, μαζί με σημαντικό αριθμό συγγενών του, κατέφυγε στη Μικρά Ασία για να αποφύγει διώξεις των τουρκικών αρχών της πατρίδας του. Δυστυχώς, τα στοιχεία, που διαθέτουμε για τη δράση του στη Μικρά Ασία, είναι ελάχιστα. Το πιθανότερο είναι να είχε εργαστεί ως επιστάτης σε κτήματα Οθωμανού γαιοκτήμονα ή σε κάποια τουρκική στρατιωτική υπηρεσία. Το 1820 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία, κυνηγημένος για αξιέπαινη πράξη. Κατέφυγε τότε στην Αθήνα και εντάχτηκε ως μπαϊρακτάρης στον στρατό του «σιλιχτάρη» (διοικητή) της πόλης Μπαμπά πασά, ο οποίος ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει εναντίον του Αλή πασά του Τεπελενλή που είχε αποστατήσει από την Υψηλή Πύλη [9].

Προσωπογραφία του αγωνιστή Βάσου Μαυροβουνιώτη (1797-1847). Λάδι σε μουσαμά, έργο του Νικηφόρου Λύτρα, Μουσείο Μπενάκη.

Προσωπογραφία του αγωνιστή Βάσου Μαυροβουνιώτη (1797-1847). Λάδι σε μουσαμά, έργο του Νικηφόρου Λύτρα, Μουσείο Μπενάκη.

Κατά την επαναστατική περίοδο 1821-1827, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης [10] έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Αφού καθιερώθηκε κατά το πρώτο έτος του Αγώνα (1821), μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Κριεζώτη, ως στρατιωτικός παράγοντας στην περιοχή της νήσου Εύβοιας, πήρε μέρος σε αιματηρές μάχες εναντίον του Ομέρ πασά της επαρχίας Καρυστίας, όπως στα Στύρα όπου τραυματίστηκε, στις Πετριές και στο Κάδι, ενώ κατά το δεύτερο έτος της Επανάστασης (1822) αντιμετώπισε επιτυχώς τους Τούρκους στρατιωτικούς Ομέρ μπέη, Τζαχαρτζή – Αλή πασά και Σανδή – Ντίμπα στα Πολιτικά, στα Βρυσάκια, στα Βλαχοχώρια, στη Βάθεια και πάλιν στα Στύρα (12 Ιανουάριου 1822).

Το έτος 1823, έχοντας ήδη πάρει τους βαθμούς του πεντακοσιάρχου και κατόπιν του χιλιάρχου, αμύνθηκε με γενναιότητα στην τοποθεσία Πύργος του Καστροβαλά, η οποία βρισκόταν στο γνωστό λιμάνι της Κύμης, εναντίον του Γεπτσάραγα [11]. Επίσης το ίδιο έτος εξεστράτευσε με 300 άντρες του και με πλοία Ψαριανά εναντίον της σπουδαίας για την Επανάσταση νήσου της Θάσου· εκεί, μολονότι υπήρχε αρκετός τουρκικός στρατός, κατέστρεψε ολοκληρωτικά σχεδόν το οθωμανικό στοιχείο της νήσου [12]. Κατά τη διάρκεια δε του επόμενου χρόνου (1824), οπότε και ανέβηκε στο αξίωμα του στρατηγού [13], μεταφέρθηκε με το σώμα του στην Ύδρα και ανέλαβε τη φύλαξή της νήσου αυτής, η οποία παρείχε στον Αγώνα τα περισσότερα και καλύτερα πλοία.

Αλλά η δραστηριότητα του Μαυροβουνιώτη στρατηγού θα συνεχιστεί και κατά τα επόμενα χρόνια [14]. Έτσι, το 1825, με διαταγή της κυβέρνησης προωθείται στην Πελοπόννησο και παίρνει μέρος στις μάχες του Νεοκάστρου (15/27 Μαρτίου) και του Κρεμμυδιού εναντίον του Ιμπραήμ πασά, ο οποίος απειλούσε να καταπνίξει την Επανάσταση. Μετά την καταστροφή δε των ελληνικών δυνάμεων στο Κρεμμύδι (17/19 Απριλίου), επανήλθε στη Στερεά Ελλάδα και διατάχτηκε να επιτεθεί εναντίον των Σαλώνων (Άμφισσας). Εδώ πολιόρκησε στενά τους Τούρκους, αλλά, λόγω ελλείψεως τροφίμων, αναγκάστηκε να μεταβεί στη θέση Φουντάνα, όπου και επέφερε μεγάλη καταστροφή στον εχθρό πολεμώντας σαν πραγματικός ήρωας. Επίσης, κατά το ίδιο έτος διεξήγε με επιτυχία πολεμικές επιχειρήσεις στις Θερμοπύλες και στη Ρούσσα εναντίον του Κεχαγιάμπεη [15].

Τον επόμενο χρόνο (1826), ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, έλαβε μέρος σε μια εκστρατεία εναντίον του μακρινού Λιβάνου, η οποία, εκτός από τολμηρή, ήταν ταυτόχρονα και αυθαίρετη αφού δεν είχε την έγκριση της Προσωρινής Διοίκησης της επαναστατημένης Ελλάδας. Συγκεκριμένα, ο εγκαταστημένος από το 1820 στον Λίβανο έμπορος Χατζή Στάθης Ρέζης, που είχε στενές σχέσεις με τον εμίρη της περιοχής Μπεσίρ και ο οποίος είχε παρουσιαστεί στο Βουλευτικό Σώμα ισχυριζόμενος ότι διερμήνευε τις γνώμες των προυχόντων του Λιβάνου, είχε προτείνει στις 25 Οκτωβρίου του 1824 συμμαχία της χώρας εκείνης με την Ελλάδα με αντικειμενικούς σκοπούς την απελευθέρωση του Λιβάνου και της Κύπρου από την τουρκική σκλαβιά· μια τέτοια δε συμμαχία, τόνιζε ο Ρεζής, θα δημιουργούσε σοβαρό αντιπερισπασμό στις δυνάμεις του σουλτάνου και του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, ο οποίος είχε στείλει τον θετό γιο τον Ιμπραΐμ στην Πελοπόννησο με εντολή να καταπνίξει με κάθε τρόπο την επανάσταση. Το Βουλευτικό Σώμα δέχτηκε την πρόταση και ενέκρινε ως αντιπροσώπους του τον Χατζή Στάθη Ρέζη, τον Αντώνιο Τζούνη και τον Κύπριο αγωνιστή Χαράλαμπο Μάλη. Αλλά και το Εκτελεστικό Σώμα, αν και κάπως αργά, με έγγραφό του της 13ης Ιουλίου του 1825 ενέκρινε την παραπάνω απόφαση και ζήτησε από τον Ρεζή να συνοδεύσει και να καθοδηγήσει, ως γνώστης προσώπων και πραγμάτων, τους Έλληνες απεσταλμένους. Τον Τζούνη δε, ο οποίος αρνήθηκε τελικά να συμμετάσχει στην αποστολή, τον αντικατέστησε ο Γρηγόριος Δενδρινός, επίσκοπος Ευδοκιάδος. Όλους λοιπόν αυτούς η Προσωρινή Διοίκηση τους εφοδιάζει με έγγραφα προς τον εμίρη Μπεσίρ, προς τους φυλάρχους, τους ιερωμένους και τους προκρίτους του Λιβάνου, για να συνεννοηθούν μαζί τους για τους τρόπους της συνεργασίας των δύο τόσο απομακρυσμένων χωρών [16]. Αλλά και μια άλλη παράλληλη κίνηση παρατηρείται τότε που προερχόταν από ορισμένους Κύπριους πρόσφυγες, οι οποίοι, εμφορούμενοι από θερμό πατριωτισμό, φθάνουν ως τη σύλληψη σχεδίων που, υλοποιούμενα, θα είχαν απρόβλεπτες συνέπειες για την Κύπρο και την επαναστατημένη Ελλάδα γενικότερα [17].

Τα σχέδια όμως των εκστρατειών εναντίον του Λιβάνου και της Κύπρου γίνονταν σε μια περίοδο που η Προσωρινή Διοίκηση είχε να αντιμετωπίσει σοβαρότερα εσωτερικά προβλήματα, όπως ήταν η θανάσιμη απειλή του Ιμπραΐμ στην Πελοπόννησο και οι συντονισμένες επιχειρήσεις του Κιουταχή πασά στη Στερεά Ελλάδα που έτειναν στην κατάπνιξη της επανάστασης στην περιοχή. Γι’ αυτό και τα εν λόγω σχέδια εγκαταλείφθηκαν από την Προσωρινή Διοίκηση. Οι συζητούμενες, ωστόσο, επιχειρήσεις έγιναν γνωστές σ’ ένα κύκλο τολμηρών στρατιωτικών, όπως του Βάσου Μαυροβουνιώτη, του Χατζή Μιχάλη Ταλιάνου και του Νικόλαου Κριεζώτη, οι οποίοι έβλεπαν ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα μπορούσε να τους φέρει όχι μόνο πολεμική δόξα, αλλά και σημαντικά υλικά κέρδη. Οι κινήσεις όμως αυτές των στρατιωτικών, αν και ήταν μυστικές, δεν άργησαν να γίνουν αντιληπτές από τον Κύπριο πατριώτη Χαράλαμπο Μάλη, ο οποίος επιθυμούσε η εκστρατεία εναντίον του Λιβάνου και της Κύπρου να πραγματοποιηθεί υπό τον έλεγχο των επισήμων πολιτικιών αρχών και όχι να πάρει τη μορφή ιδιωτικής επιχείρησης και με ιδιοτελείς σκοπούς· γι’ αυτό και έσπευσε να ειδοποιήσει την ελληνική κυβέρνηση. Έτσι, με αναφορά του της 29ης Ιανουάριου 1826 προς το Βουλευτικό Σώμα κατήγγειλε τις ύποπτες κινήσεις των στρατιωτικών και ζήτησε να ληφθούν μέτρα εναντίον των πρωταγωνιστών των κινήσεων αυτών [18].

Η ελληνική κυβέρνηση, που δεν είχε πληροφορίες για τις παραπάνω μυστικές ζυμώσεις, ζητεί από το Βουλευτικό Σώμα να καταβάλλει κάθε προσπάθεια, ώστε να εμποδιστεί το παράτολμο εγχείρημα των στρατιωτικών. Με το ίδιο δε πνεύμα γράφει και προς τους προκρίτους των νησιών Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, καθώς και στην ψυχή του Αγώνα Θεόδωρο Κολοκοτρώνη που επηρέαζε αποφασιστικά τους στρατιωτικούς κύκλους. Παρόλα αυτά, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης και οι ομοϊδεάτες του εμμένουν στα σχέδιά τους και αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα για την πραγματοποίησή τους. Ως τόπος συγκέντρωσης ορίζεται η νήσος Κέα (Τζια), στην οποία, κατά το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο του 1825 ως το Φεβρουάριο του 1826, συρρέουν διάφοροι οπλοφόροι υπό την αρχηγία του Βάσου Μαυροβουνιώτη, του Χατζή Μιχάλη Ταλιάνου, του Νικολάου Κριεζώτη, του Σταύρου Λιακόπουλου και του Χατζή Στεφάν ή Βούλγαρη που συνολικά θα ξεπεράσουν τους 2.000 άνδρες. Οι οπλοφόροι όπως αυτοί, επειδή δεν βοηθούνταν από την κυβέρνηση, αναγκάζονταν πολλές φορές να καταπιέζουν τους κατοίκους της περιοχής για να τους προμηθεύσουν τρόφιμα [19].

Τέλος, κατά το τέλος Φεβρουάριου, το σώμα των οπλοφόρων αναχώρησε με 14 καράβια, στις αρχές δε Μαρτίου έφτασε στις ακτές της Συρίας έξω από τη Βηρυτό, όπου έκαμε απόβαση και κατέλαβε έναν ακρινό παραθαλάσσιο πύργο και μερικά σπίτια· απ’ εκεί ήλθε σε επαφή με τον εμίρη Μπεσίρ, αλλά αυτός ζήτησε από τους οπλαρχηγούς τα πληρεξούσιά τους γράμματα, τα οποία βέβαια αυτοί δεν διέθεταν. Διατάχτηκαν λοιπόν να αναχωρήσουν, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, προτού συγκεντρωθούν και επιτεθούν εναντίον τους οι Άραβες. Έτσι αναγκάστηκαν, στις 25 Μαρτίου, να φύγουν άπρακτοι και να παραιτηθούν από μια τολμηρή επιχείρηση σε ξένη χώρα σε εποχή, κατά την οποία η παρουσία και η συνδρομή τους στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι που περνούσε αγωνιώδεις στιγμές θα ήταν ανεκτίμητη. Κατά την επιστροφή τους, προσέγγισαν στην Κύπρο, όπου τρομοκράτησαν τους Τούρκους κατοίκους του νησιού, έπιασαν κατόπιν στα παράλια της Κιλικίας ένα αυστριακό καράβι και, τέλος, μέσω της νήσου Άνδρου ξαναγύρισαν στην επαναστατημένη Ελλάδα [20].

Μετά την επιστροφή από το Λίβανο, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης θα διακριθεί στη μάχη στη θέση «Λυκόραμα», απέναντι από τα νησιά Πεταλιοί [21]. Στη θέση αυτή θα φθάσει στις 5 Απριλίου του 1826 ο Μαυροβουνιώτης πολέμαρχος με 800 περίπου άνδρες και με τρία πολεμικά πλοία και μαζί με τον Νικ. Κριεζώτη και Χατζή Μιχάλη Ταλιάνο θα σώσει τους Έλληνες από τον ασφυκτικό τουρκικό κλοιό, που είχε σχηματιστεί γύρω από αυτούς [22]. Κατά τους υπόλοιπους δε μήνες του 1826 ο Βάσος Μαυροβουνιώτης θα λάβει ενεργό μέρος σε τρεις μάχες στα Λιόσια της Αττικής εναντίον του σιλιχτάρη και κατόπιν σε δύο μάχες στο Χαϊδάρι και την Ελευσίνα εναντίον του Ρούμελη – Βαλεσί Κιουταχή πασά, όπου θα εκτιμηθούν από την ελληνική κυβέρνηση δεόντως τα στρατιωτικά του προσόντα [23]. Αλλά και κατά το επόμενο έτος (1827) ο Βάσος Μαυροβουνιώτης θα πολεμήσει με πείσμα εναντίον Κιουταχή πασά και κυρίως στο Καματερό και στη Λιάτανη [24].

Κατά τους εμφυλίους πολέμους (1824-1825), ο Βάσος Μαυροβουνιώτης συστοιχήθηκε, όπως άλλωστε και η συντριπτική πλειοψηφία των μη Πελοποννησίων οπλαρχηγών, με την πλευρά των λεγομένων κυβερνητικών, επικεφαλής των οποίων βρισκόταν η οικογένεια των Κουντουριωτών. Από πολιτική δε άποψη ήταν ενταγμένος στο Γαλλικό κόμμα του Ιωάννη Κωλέττη, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα και μια ανεξαρτησία κινήσεων, καθώς, με τον αδελφοποιτό του Νικόλαο Κριεζώτη και ορισμένους άλλους μεγαλοκαπετάνιους της Ανατολικής Στερεός, είχαν συμπήξει ξεχωριστή στρατιωτικοπολιτική ομάδα μέσα στους κόλπους του Γαλλικού κόμματος [25].

Κατά τη διάρκεια της Καποδιστριακής περιόδου, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης εντάχτηκε στον νέο στρατιωτικό οργανισμό του Κυβερνήτη, δηλαδή στις χιλιαρχίες και ανέλαβε τη διοίκηση της ΣΤ’ Χιλιαρχίας. Σαν διοικητής δε της χιλιαρχίας αυτής πολέμησε σε μια σειρά ολόκληρη μαχών για την ανακατάληψη της Στερεάς Ελλάδας· συγκεκριμένα, στο Στεβενίκο και Λιβαδειά κατά του Ομέρ πασά της Καρύστου, στην πολιορκία της ακρόπολης της Άμφισσας εναντίον του Μεχμέτ – Ντέβολη, στο Μαρτίνο της Λιβαδειάς εναντίον του Μαγιούτ πασά και, τέλος, στη Λιθάδα της Εύβοιας κατά του Ομέρ πασά. Αλλά και τον επόμενο χρόνο (1829), έδωσε δύο σκληρές μάχες κατά του «σιλιχτάρη» στα Χάσια της Αττικής (Άγιος Ιωάννης), τερματίζοντας έτσι μια πλούσια στρατιωτική σταδιοδρομία με συμμετοχή σε τριανταέξι περίπου μάχες, πολιορκίες και εκστρατείες [26].

Η Οθωμανική περίοδος υπήρξε η πιο ευνοϊκή για τον Βάσο Μαυροβουνιώτη. Ο Μαυροβουνιώτης πολέμαρχος ήταν ένας από τους λίγους ατάκτους αξιωματικούς της προηγούμενης περιόδου που κατόρθωσαν να ενταχθούν στον νέο Οθωνικό στρατό. Η σταδιοδρομία του υπήρξε εντυπωσιακή: μέλος της επιτροπής που είχε σαν σκοπό να εξετάσει τις εκδουλεύσεις που παρείχαν και τη διαγωγή που επέδειξαν κατά την Επανάσταση οι αξιωματικοί των ατάκτων σωμάτων (1833)· συνταγματάρχης – επιθεωρητής Αττικής και Βοιωτίας (1834)· αρχηγός της Οροφυλακής Φθιώτιδας (1836)· υποστράτηγος (1843) και βασιλικός υπασπιστής (1846) [27].

Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης υπήρξε μια από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές της περιόδου που έζησε. Ο φυγάς του Μαυροβούνιου και της Μικρός Ασίας ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα και, χωρίς να ανήκει στα παλαιά μεγάλα αρματολικά τζάκια, κατόρθωσε, στηριγμένος μόνο στα προσόντα του [28], να ανέβει στις υψηλές βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας και να παίξει σημαντικό ρόλο στην κοινωνία της μετεπαναστατικής Ελλάδας. Πέθανε σχετικά νέος στις 9 Ιουνίου 1847, από πνευμονία [29].

Σχετικά με την οικογενειακή κατάσταση του Μαυροβουνιώτη πολέμαρχου, γνωρίζουμε ότι παντρεύτηκε μια από τις πιο διάσημες γυναίκες της εποχής την Ελέγκω (Ελένη) Μαυροβουνιώτη, το γένος Ιωαννίτη [30], και απέκτησε μαζί της τέσσερις γιους: τον Γεώργιο, τον Τιμολέοντα, τον Αλέξανδρο και τον Κωνσταντίνο. Από τους γιους της Ελέγκως και του Βάσου Μαυροβουνιώτη θα αναδειχτεί κυρίως ο Τιμολέων, ο οποίος, εκτός από τα άλλα, θα διακριθεί και κατά την Κρητική Επανάσταση του 1897 [31].

Μαυροβουνιώτης Ράντος. Αδελφός του Βάσου. Πολέμησε ηρωικά επί τρία έτη εναντίον των Τούρκων στη νήσο Εύβοια- το τέταρτο δε έτος της επανάστασης στο νησί Ψαρά, όπου έδειξε απαράμιλλη ανδρεία. Συγκεκριμένα, στις 21 Ιουνίου του 1824 ισχυρός τουρκικός στρατός αποβιβάστηκε στο νησί με σκοπό να το καταστρέφει. Ο Ράντος Μαυροβουνιώτης, ο οποίος μαζί με τον Λάμπρο Κασσανδρινό είχε αναλάβει την άμυνα του νησιού, στη θέση Φτελιό απέκρουσε τρεις ισχυρές τουρκικές επιθέσεις, αλλά το απόγευμα άρχισαν να τον περικυκλώνουν οι εχθροί και γι’ αυτό αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο φρούριο του νησιού. Εδώ διεξήχτηκε άγρια πάλη και τελικά, όταν ο Ράντος είδε ότι δεν υπήρχε καμιά ελπίδα σωτηρίας, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατινάχτηκε στον αέρα μαζί με τους συμπολεμιστές του παρασύροντας στον θάνατο και 3000 Τούρκους [32].

Μοντενεγρίνος Τζωάννος. Διακρίθηκε κυρίως κατά τις πολιορκίες πόλεων σημαντική δε ήταν η συμβολή του κατά την πολιορκία και άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) σπουδαίου στρατηγικού κέντρου της Πελοποννήσου. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, η ελληνική αυτή ψυχή της επανάστασης, επαινεί την ειλικρίνεια και την παρρησία, με την οποία εξέφραζε τις απόψεις του ο Μαυροβουνιώτης αγωνιστής [33].

Ουïτζ (De Wintz) Μαυροβουνιώτης στρατηγός που είχε πολεμήσει υπό τις σημαίες του Μεγάλου Ναπολέοντος. Ευρισκόμενος στο Λονδίνο, επιδίωξε, σε συνεργασία με ορισμένους Άγγλους και Κύπριους εξόριστους, να καταρτίσει στρατιωτικό σώμα από 2.000 εθελοντές ή μισθοφόρους Ευρωπαίους και να κατέλθει στην Ελλάδα και στην Κύπρο, για να πολεμήσει εναντίον των Τούρκων (1823-1824). Προς τον σκοπό αυτόν επιχείρησε να συνάψει ελληνικό ή κυπριακό δάνειο στο Λονδίνο, αλλά ήλθε σε αντίθεση με την ελληνική επαναστατική επιτροπή που έδρευε στην αγγλική πρωτεύουσα [34]. Τον Αύγουστο του 1824 έστειλε τον γιο του στην Ελλάδα, για να επιτύχει την έγκριση της Ελληνικής Κυβερνήσεως για το επιδιωκόμενο δάνειο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο Ουΐτζ είχε επίσης αποστείλει μέσω του Άγγλου συνταγματάρχη Delaways στην Ελλάδα το από 12 Σεπτεμβρίου 1823 πολεμικό σχέδιο ιδίας εμπνεύσεως, το οποίο απέβλεπε στην απελευθέρωση της Ελλάδας. Από τα έγγραφα, που απευθύνει ο Μαυροβούνιος αυτός στρατηγός προς την Ελληνική Διοίκηση, φαίνεται ο θερμός φιλελληνισμός του [35].

Τζούροβιτς Γρηγόριος, οπλαρχηγός. Υπηρέτησε την ελληνική επανάσταση έχοντας υπό τις οδηγίες του επίλεκτη ομάδα στρατιωτών. Με αναφορά του που υποβάλλει, την 1η Νοεμβρίου 1828 από τον Πόρο, προς τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια, εκθέτει τις υπηρεσίες, που πρόσφερε στον Αγώνα, και ζητεί ανάλογη εργασία. Επίσης, συνυποβάλλει βεβαίωση του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, Γενικού Γραμματέα της Ελληνικής Διοίκησης, στην οποία τονίζεται η συναίσθηση του καθήκοντος που διείπε πάντοτε τις πράξεις του Μαυροβουνιώτη εθελοντή [36]. Αλλά δεν ήταν μόνο το στρατιωτικό στάδιο που διακρίθηκε ο Γρηγόριος Τζούροβιτς· εξίσου άξιος φάνηκε και κατά τη διπλωματική αποστολή που του ανέθεσε η διοίκηση του Αγώνα στα 1824 να μεταβεί στο Μαυροβούνιο και να συζητήσει με τον αρχηγό της χώρας Πέτρο Α΄ Πέτροβιτς Νιέγκος ζητήματα κοινής ελληνομαυροβουνιώτικης δράσης κατά των Τούρκων [37].

Ας ανακεφαλαιώσουμε: Οι Μαυροβουνιώτες εθελοντές στην Ελληνική Παλιγγενεσία του 1821 αποτελούν τρανότατο δείγμα της διαβαλκανικής συνεργασίας κατά τους νεότερους χρόνους. Οι στενές όμως ελληνομαυροβουνιώτικες σχέσεις δεν θα σταματήσουν εδώ, αλλά θα συνεχισθούν και κατά τους επόμενους χρόνους, για να φτάσουν και πάλι στο ύψιστο σημείο τους το 1912, με τη σύμπηξη της άρρηκτης βαλκανικής συμμαχίας.

Παραθέτουμε εδώ σε μορφή pdf, κατά τρόπο ενδεικτικό, ορισμένα μόνο από τα έγγραφα τα οποία χρησιμοποιήσαμε κατά τη σύνταξη της παρούσας εργασίας μας.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Joanis Papadrianos, «Grcki ustanak 1821. godine i Crnogorci», Istonjski zapisi 3 (1996).

[2] Οι βασικές αρχές του θέματος αυτού αποτέλεσαν εισήγηση στο Ά Ελληνομαυροβουνιώτικο Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Μαυροβούνιο τον Μάιο του 1997 στα σέρβικα. Το κείμενο δίνεται εδώ στην ελληνική γλώσσα.

[3] E. Πρωτοψάλτης, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι φιλέλληνες κατά την επανάσταση του 1821», A’. Ελληνοσερβικό Συμπόσιο, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1979. σ. 65.

[4] Βλ. Σπ. Λουκάτου. «Σέρβοι, Μαυροβούνιοι και Βόσνιοι μαχητές της Ελληνικής Ανεξαρτησίας», Α’,  Ελληνοσερβικό  Συμπόσιο, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 105-106.

[5] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Βάσου Μαυροβουνιώτη, ο οποίος από νωρίς τιμήθηκε με το αξίωμα του χιλίαρχου (βλ. Αβ. Χρυσολόγη, Βάσος Μαυροβουνιώτης, Αθήναι 1876, passim).

[6] Αναφέρουμε εδώ, ενδεικτικό, τον Τιμολέοντα Βάσο, γιο του Βάσου του Μαυροβουνιώτη. Ο οποίος, εκτός από τα άλλα, διακρίθηκε και κατά την Κρητική Επανάσταση του 1897 (βλ. Λουκάτου, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι μαχητές», σ. 109).

[7] Οι εξαιρέσεις που Μαυροβούνιοι μαχητές διατήρησαν τα πατρωνυμικά τους επίθετα, όπως των Ιωάννη Ράντοβιτς και Γρηγορίου Τζούροβιτς, είναι σπάνιες [βλ. Πρωτοψάλτη, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι φιλέλληνες», σ. 79-80).

[8] Nικολάι Τυντόρωφ, Η βαλκανική διάσταση της επανάστασης του 1821. Η περίπτωση των Βουλγάρων, Αθήνα 1982, σ. 67.

[9] Βλ. λεπτομέρειες- Χρυσολόγης, Βάσος Μαυροβουνιώτης, σ. 15-16.

[10] Εδώ ο Βάσος Μαυροβουνιώτης θρήνησε τον θάνατο ενός από τους πιο γενναίους οπλαρχηγούς του Αγώνα, του Ηλία Μαυρομιχάλη που επονομαζόταν Μπεϊζαντέν (βλ. Χρυσολόγη, Βάσος Μαυροβουνιώτης, σ. 16-18).

[11] Ο ηρωισμός και γενικά οι στρατιωτικές ικανότητες, που επέδειξε ο Βάσος Μαυροβουνιώτης κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις στη νήσο Εύβοια, φαίνεται ολοκάθαρα από μια βεβαίωση που του χορήγησε ο Άρειος Πάγος (το Ανώτατο Δικαστήριο) στις 5 Φεβρουάριου του 1823. (βλ. στο υπ’ αριθμό/έγγραφο στο τέλος του άρθρου μας).

[12] Βλ. Χρυσυλόγη, Βάσσος Μαυροβουνιώτης, σ. 20. Πρβλ. και Στέφανος Π. Παπαγεωργίου, «Μαυροβουνιώτης Βάσος», Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (εκδοτική Αθηνών), τ. 6, Αθήνα χ. χρ., σ. 91.

[13] To terminus ante quem της αναδείξεως του Βάσου Μαυροβουνιώτη στο αξίωμα του στρατηγού πρέπει να είναι η 23η Σεπτεμβρίου 1824, όπως καταφαίνεται από ένα έγγραφο που φέρνει την ημερομηνία αυτή [βλ. Δουκάτου, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι μαχητές», σ. 127].

[14] Μολονότι η κυβέρνηση εξακολουθούσε να μην πληρώνει τους οφειλομένους μισθούς σ’ αυτόν και στους άνδρες του (βλ. στο υπ’ αριθμό 2 ντοκουμέντο στο τέλος της εργασίας μας).

[15] Οι τελευταίες αυτές νίκες του Βάσου Μαυροβουνιώτη βεβαιώνονται από μια επίσημη έκθεση, την οποία συνέταξε στις 20 Οκτωβρίου του 1825 στο στρατόπεδο των Σαλώνων ο συμπολεμιστής του Μαυροβουνιώτη στρατηγού Νικόλαος Κριεζώτης (βλ. στο υπ’ αριθμό 3 ντοκουμέντο στο τέλος του άρθρου μας).

[16] Βλ. Ε. Πρωτοψάλτη, «Αυθαίρετος εκστρατεία των Ελλήνων εις Λίβανον», Αθηνά 58 (1954), σ. 243 κ. ε. Σπ. Λουκάτος, «Προσπάθειαι ελληνο-συρολιβανικής συμμαχίας κατά την Ελλην. Εξανάστασιν (1822-1828)», Μνημοσύνη 3 (1970-1971), σ. 328 κ.ε.

[17] Ε. Πρωτοψάλτης, Η Κύπρος εις τον Αγώνα τον 1821, Αθήναι 1971, σ. 75 κ.ε. Απόστολος Ε. Βακαλόπουλυς, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 7, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 538.

[18] Πρωτοψάλτης, «Αυθαίρετος εκστρατεία», 262-263. Βακαλόπουλος, Ιστορία, τ. 7, σ. 539.

[19] Την εκστρατεία εναντίον του Λιβάνου εξετάζει διεξοδικά και ο βιογράφος του Βάσου Μαυροβουνιώτη AB. Ν. Χρυσολόγης, Βάσος Μαυροβουνιώτης, σ. 32-38. Η εξέταση όμως σε πολλά σημεία της αγγίζει τα όρια του ιστορικού διηγήματος και τούτο, γιατί ο βιογράφος του Μαυροβουνιώτη πολεμάρχου δεν διαθέτει αξιόπιστα τεκμήρια.

[20]  Πρωτοψάλτης, «Αυθαίρετος εκστρατεία», σ. 273-274: Βακαλόπουλος, Ιστορία, τ. 7, σ. 539-540.

[21] Οι Πεταλιοί είναι σύμπλεγμα από μικρά νησιά στο νοτιοδυτικό άκρο της μεγαλονήσου Εύβοιας.

[22] Βλ. Βακαλοπούλου, Ιστορία, τ. 7, σ. 530-531, όπου και η υπόλοιπη βιβλιογραφία.

[23]  Όπως κυρίως φαίνεται από το υπ’ αριθμό 4 έγγραφο που δημοσιεύεται στο τέλος της μελέτης μας.

[24] Χρυσολόγης, Βάσος Μαυροβουνιώτης, σ. 59 κ.ε. Παπαγεωργίου, «Μαυροβουνιώτης Βάσσος», σ. 91.

[25] Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, ως οπαδός της παράταξης των κυβερνητικών – Κουντουριωτών και του Γαλλικού κόμματος, συνεργάστηκε στενά με έναν άλλο σπουδαίο Βαλκάνιο εθελοντή, τον Χατζή Χρήστο Ντάγκοβιτς (βλ. Ιωάννη Α. Παπαδριανού, Η Ελληνική Παλιγγενεσία του 1821 και η βαλκανική της διάσταση. Κομοτηνή 1996, σ. 40, σημ. 16).

[26] Χρυσολόγης, Βάσσος Μαυροβουνιώτης, σ. 66 κ.ε.

[27] Παπαγεωργίου, «Μαυροβουνιώτης Βάσσος», σ. 92

[28] Η φιλοπατρία, η ανδρεία και η πειθαρχία προς τους ανώτερους του ήταν τα προσόντα που διέκριναν τον Βάσο Μαυροβουνιώτη. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Αθήνα σώζεται σειρά ολόκληρη εγγράφων της Ελληνικής διοίκησης, στα οποία τονίζονται τα παραπάνω προσόντα του Μαυροβουνιώτη πολεμάρχου [βλ. Λουκάτου, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι μαχητές», σ. 138 κ.ε.].

[29] Την τελευταία ημέρα του θανάτου του, τον επισκέφτηκε ο βασιλέας Όθων και τον ρώτησε αν έχει να εκφράσει κάποια επιθυμία για την οικογένεια του. «Η μόνη μου επιθυμία», απάντησε ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, «είναι τα παιδιά μου να σας δουν να εισέρχεστε στην Κωνσταντινούπολη» (βλ. Χρυσολόγου, Βάσος Μαυροβουνιώτης, σ. 64).

[30] Η Ελέγκω είχε φήμη καλλονής «… έλαμπε από ομορφιά και ήταν γεμάτη από χαρίσματα» και είχε γοητεύσει και τον γνωστό ποιητή Π. Σούτσο. Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης θα παντρευτεί αργότερα για Δεύτερη φορά την Υδραία Μπίλλιω, από την οποία θα αποκτήσει και μια κόρη, την Πέτρα. Παρόλα αυτά η Ελέγκω αντιμετωπιζόταν και τότε ως Ελέγκω Βάσου Μαυροβουνιώτη και, μετά τον θάνατο του συζύγου της Βάσου, ως η χήρα του (βλ. Δημητρίου Π. Πασχάλη, Η Άνδρος κατά την Επανάσταση του 1821 Αθήναι 1930, σ. 73 κ.ε.).

[31]  Τη σχετική βιβλιογραφία βλ. παραπάνω, σ. 246, σημ. 5.

[32] Βλ. σχετικά στο υπ’ αριθμό 5 ντοκουμέντο που Δημοσιεύεται στο τέλος της εργασίας μας.

[33] Γενικά Αρχεία του Κράτους, Συλλογή Βλαχογιάννη, Εκτελεστικόν Σώμα, 27 Απριλίου 1823.

[34] Πρωτοψάλτης, Η Κύπρος, α. 18 κ.ε.

[35] Ιστορικόν Αρχείον Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, έκδοση Ε. Πρωτοψάλτη, τ. 3, Αθήναι 1968,0.394-396,925

[36] Γενικά Αρχεία του Κράτους, Γενική Γραμματεία, φάκ. 148, αριθμ. 7 και 8.

[37] Σπ. Λουκάτος, Σχέσεις Ελλήνων μετά Σέρβων και Μαυροβουνίων κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν (1823-1826), Θεσσαλονίκη 1970, σ. 119.

Ιωάννης Α. Παπαδριανός

 

Διαβάστε ακόμη:


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Πρόσωπα & γεγονότα του΄21, Φιλἐλληνες Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek Revolution of 1821, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Επανάσταση 21, Ιστορία, Μαυροβουνιώτης Βάσος, Μαυροβούνιο, Μαυροβούνιοι, Στρατιωτικοί, Φιλέλληνες, Mavrovouniotis

Dies Natalis Invicti Solis

$
0
0

Dies Natalis Invicti Solis  – Γενέθλιος ημέρα του ανίκητου ήλιου (γιορταζόταν από τους Ρωμαίους στις 25 Δεκεμβρίου)


 

Σε μερικές ημέρες, στις 25 Δεκεμβρίου, θα γιορτάσουμε όπως κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα. Κι όμως, αυτή μάλλον δεν πρέπει να είναι η γενέθλιος ημέρα του Χριστού, αφού εξαρχής οι διάφορες πρωτοχριστιανικές εκκλησίες γιόρταζαν τα Χριστούγεννα σε διαφορετικές ημερομηνίες, ενώ μερικές μάλιστα δεν τα γιόρταζαν καθόλου. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, τον 2ο μ.Χ. αιώνα, είναι ο πρώτος που αναφέρει την εορτή των Χριστουγέννων και μας πληροφορεί ότι μερικοί γιόρταζαν τα Χριστούγεννα στις 20 Μαΐου και άλλοι στις 19 ή 20 Απριλίου. Ο ίδιος ο Κλήμης γιόρταζε τα Χριστούγεννα στις 17 Νοεμβρίου, ενώ άλλες μαρτυρίες μας πληροφορούν ότι ο εορτασμός των Χριστουγέννων τελούνταν επίσης στις 25 Μαρτίου και στις 29 Σεπτεμβρίου. Σε τι στοιχεία όμως βάσιζαν τον εορτασμό στις ημερομηνίες αυτές είναι σήμερα πια άγνωστο.

Ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου ξεκίνησε στη Ρώμη, όπου οι πρώτοι χριστιανοί τελούσαν τις θρησκευτικές τους εορτές κρυφά και σε μικρές ομάδες στις κατακόμβες τους όταν οι Ρωμαίοι ήσαν απασχολημένοι με τις δικές τους γιορτές των Σατουρναλίων.

Sol Invictus: ο Ακατανίκητος Ήλιος, ο θεός των Ρωμαίων. Λέγεται πως η λατρεία του αργότερα συνέπιπτε με τα Χριστούγεννα.

Sol Invictus: ο Ακατανίκητος Ήλιος, ο θεός των Ρωμαίων. Λέγεται πως η λατρεία του αργότερα συνέπιπτε με τα Χριστούγεννα.

Στην Περσία, η 25η Δεκεμβρίου γιορταζόταν ως ημέρα της γέννησης του Θεού «ηλίου-βασιλέως» Μίθρα, ενώ το 275 μ.Χ. ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αυρηλιανός θέσπισε τη γιορτή αυτή σ’ ολόκληρη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Συγχρόνως, οι αρχαίοι Έλληνες γιόρταζαν τα Κρόνια και τα Διονύσια, καθώς επίσης και τα Θεοφάνια ή Επιφάνια του ηλιακού θεού Φοίβου-Απόλλωνα. Οι γιορτές αυτές έπαιρναν πανηγυρικό χαρακτήρα και είχαν κατακτήσει ολόκληρο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Άρχιζαν με τα Βρουμάλια, από τις 24 Νοεμβρίου έως τις 17 Δεκεμβρίου και ακολουθούσαν τα Σατουρνάλια, από τις 18 έως τις 24 Δεκεμβρίου. Κατά την κεντρική ημέρα της γιορτής του «αηττήτου ηλίου» στις 25 Δεκεμβρίου, γνωστή ως Dies Natalis Solis Invicti, γιορταζόταν το γεγονός της τροπής του ηλίου, που άρχιζε και πάλι να ανεβαίνει στον ουρανό κι έτσι οι ημέρες να γίνονται όλο και πιο μεγάλες. Επειδή μάλιστα για μερικές ημέρες πριν και μετά τη «χειμερινή τροπή» ο Ήλιος φαίνεται να αργοστέκεται πάνω στην εκλειπτική σαν να είναι έτοιμος να σταματήσει, η χειμερινή τροπή ονομάζεται επίσης και «χειμερινό ηλιοστάσιο», σημαδεύοντας έτσι την αρχή του χειμώνα.

Η πρώτη φορά που η 25η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε επίσημα ως ημέρα εορτασμού των Χριστουγέννων ήταν στα μέσα περίπου του 4ου μ.Χ. αιώνα, ενώ κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, ο εορτασμός των Χριστουγέννων εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ανατολή εκτός από την Αρμενία, όπου διατηρήθηκε ο συνεορτασμός Χριστουγέννων και Θεοφανίων στις 6 Ιανουαρίου. Ο κύριος δηλαδή λόγος που έκανε την εκκλησία να προσδιορίσει τον εορτασμό των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου είναι η προσπάθεια των Πατέρων, όπως αναφέρει ο Πάπας Γρηγόριος ο Α΄, «να μετατραπούν βαθμιαίως αι εορταί των εθνικών εις Χριστιανικάς». Ο εορτασμός όμως των Χριστουγέννων την ίδια ημέρα που οι εθνικοί γιόρταζαν τα δικά τους Σατουρνάλια είχε και τις δυσμενείς του επιπτώσεις. Γιατί, σιγά σιγά, και ιδιαίτερα μεταξύ του 5ου και 8ου αιώνα, πολλά από τα απαράδεκτα για την εκκλησία έθιμα των αρχαίων εορτασμών πέρασαν και στη χριστιανική εορτή και ιδιαίτερα στο Βυζάντιο «όπου ο λαός τα ακολουθούσε με υπερβολή και γι’ αυτό οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Κανόνες των Συνόδων τα πολεμούσαν». Το 729 μ.Χ. μάλιστα ο Πάπας Ζαχαρίας αναγκάστηκε να απαγορεύσει με αυστηρότητα τους εορτασμούς των Χριστουγέννων του τύπου των αρχαίων Σατουρναλίων και του Χειμερινού Ηλιοστασίου στις 25 Δεκεμβρίου.

Στην εποχή μας, όμως, ο Ήλιος βρίσκεται στο νοτιότερο ύψος του στις 22 κι όχι στις 25 Δεκεμβρίου, ενώ αμέσως μετά αρχίζει σιγά σιγά να αναρριχάται και πάλι στον ουρανό. Το πρόβλημα αρχίζει με το Ιουλιανό Ημερολόγιο που εισήγαγε ο Ιούλιος Καίσαρ, το 44 π.Χ., για να διορθώσει τα κακώς κείμενα του προηγούμενου ημερολογίου. Αλλά και το Ιουλιανό είχε κι αυτό τις δικές του ατέλειες γιατί έχανε μία ημέρα κάθε 128 χρόνια. Το Ιουλιανό λοιπόν ημερολόγιο είχε θεσπίσει τη «χειμερινή τροπή του Ηλίου», το χειμερινό δηλαδή ηλιοστάσιο, στις 25 Δεκεμβρίου, αλλά με την πάροδο των ετών το προστιθέμενο μικρό λάθος είχε μεταθέσει την πραγματική ημερομηνία της χειμερινής τροπής. Έτσι, λοιπόν, το 325 μ.Χ., το έτος που έγινε η Σύνοδος της Νικαίας, η χειμερινή τροπή συνέβαινε στις 22 Δεκεμβρίου. Η μετάθεση όμως του Χειμερινού Ηλιοστασίου συνεχίστηκε χωρίς να διορθωθεί μέχρι και το έτος 1582, οπότε η χειμερινή τροπή συνέβαινε στις 12 Δεκεμβρίου. Τότε, ο Πάπας Γρηγόριος 13ος εισήγαγε μια νέα μεταρρύθμιση, γι’ αυτό και το νέο ημερολόγιο ονομάζεται Γρηγοριανό και χάνει μία μόνον ημέρα στα 4.000 χρόνια. Για να γίνει μια καινούργια αρχή, η γρηγοριανή μεταρρύθμιση έτρεψε τη θέση του ημερολογίου προς τα εμπρός με βάση το έτος της Συνόδου της Νικαίας το 325 μ.Χ. και όχι το έτος εισαγωγής του Ιουλιανού ημερολογίου το 44 π.Χ.

Γι’ αυτό και το χειμερινό ηλιοστάσιο συμβαίνει σήμερα στις 22 Δεκεμβρίου και ο πρωταρχικός λόγος για τον εορτασμό του στις 25 Δεκεμβρίου έχει πια χαθεί.

Διονύσης Π. Σιμόπουλος

Επίτιμος διευθυντής Ευγενιδείου Πλανηταρίου

Τέχνες & Γράμματα, Εφημερίδα Καθημερινή, Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016.


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Dies Natalis Invicti Solis, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Διονύσης Π. Σιμόπουλο, Κρόνια, Σατουρνάλια, Χριστούγεννα, Χειμερινό ηλιοστάσιο

Ένα ανέκδοτο υπόμνημα του Νικολάου Σκούφου προς τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια

$
0
0

Ένα ανέκδοτο υπόμνημα του Νικολάου Σκούφου προς τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια – © Στέφανος Ι. Παπαδόπουλος, «Δωδώνη», Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων, τομ.6 (1977).


 

[…] Ο Νικόλαος Σκούφος γεννήθηκε στην Σμύρνη και ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις άλλους αδελφούς του, τους Σπυρίδωνα, Γεώργιο και Πέτρο. Στα 1811 – 1812 έφυγε από την ιδιαίτερη πατρίδα του, για να σπουδάσει νομικά στην Ευρώπη, και έζησε αρκετά χρόνια στην Γαλλία και την Γερμανία. Κατά τη διάρκεια μάλιστα των σπουδών του στην Γοτίγγη της Γερμανίας υπήρξε και υπότροφος της «Φιλομούσου Εταιρείας» της Βιέννης κάτω από την άμεση επίβλεψη της Ρωξάνδρας Στούρτζα, κόμισσας Edling, που διατηρούσε στενούς φιλικούς δεσμούς με τον κόμη Ιωάννη Καποδίστρια. Κατά τους χρόνους των σπουδών του αυτών ο Σκούφος δημοσίευσε και τα πρώτα έργα του, δύο μεταφράσεις από τα γαλλικά και ένα πρωτότυπο έργο.

Το 1819 ο Σκούφος ήλθε στην Βλαχία, στην αυλή του ηγεμόνα Αλε­ξάνδρου Σούτσου, όπου και ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα, ιδίως στον τομέα του ελληνικού θεάτρου του Βουκουρεστίου, με το οποίο και συνδέθηκε στενά το όνομά του, γιατί μετείχε στην εποπτική επιτροπή του θεάτρου αυτού και διετέλεσε και διευθυντής του. Επίσης, δίδαξε ως καθηγητής στην ηγεμονική αυλή και χρησιμοποιήθηκε ακόμη, μια και γνώριζε καλά ξένες γλώσσες, και ως συνοδός των διπλωματών και των άλλων επιφανών ξένων πού επισκέπτονταν την αυλή του ηγεμόνα τής Βλαχίας.

Ο Σκούφος, αν και το όνομά του δεν συμπεριλαμβάνεται στους γνωστούς καταλόγους των Φιλικών, είχε αναμφισβήτητα μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία και υπήρξε ένα από τα πιο ενθουσιώδη μέλη της. Μάλιστα είναι εκείνος που επιχείρησε να υλοποίηση την ιδέα των Φιλικών να εκδώσουν στο Βουκουρέστι ένα ελληνικό περιοδικό που θα μπορούσε να προβάλει τα αιτήματα του Ελληνισμού και να υπηρέτηση τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας με περισσότερη ελευθερία από εκείνη που διέθεταν οι ελληνικές εφημερίδες και τα περιοδικά της Βιέννης. Η προσπάθεια όμως αυτή δεν καρποφόρησε τελικά και για οικονομικούς λόγους, άλλα και γιατί συνάντησε αρκετή αντίδραση από τον ηγεμόνα Αλέξανδρο Σούτσο.

Όταν άρχισε η εξέγερση στην Μολδοβλαχία, ο Σκούφος ακλούθησε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στην εκστρατεία του και στην αρχή κέρδισε την εμπιστοσύνη του αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας, ο οποίος τον διόρισε πρώτα γραμματέα του και κατόπιν κυβερνήτη της πόλης Cimpulung. Αργότερα όμως διεφώνησε με ορισμένους Φιλικούς, ιδίως με τον Λασσάνη, και έπεσε στη δυσμένεια του Υψηλάντη. Γι’ αυτό και ο τελευταίος στη γνωστή προ­κήρυξή του της 8ης Ιουνίου 1821 από το Rimnic (της συνταγμένης πιθανόν από τον Λασσάνη), με την οποία αποχαιρετούσε τους συντρόφους που του έμειναν πιστοί και καταριόταν τους προδότες, καταφέρεται και εναντίον του Σκούφου, που τον αποκαλεί «φαυλόβιον». Τότε επίσης ο Σκούφος κατηγορήθηκε, αλλά άδικα, ότι είχε κλέψει το ταμείο της Εταιρείας και έφυγε μ’ αυτό στο Brasov, όπου και κατασπατάλησε τα χρήματα. Πάντως, μαζί μ’ άλλους πρόσφυγες από το στρατό του Υψηλάντη, κατέφυγε και ο Σκού­φος στο αυστριακό έδαφος, πρώτα στο Sibiu και υστέρα στο Cluj, και από εκεί κατά τα τέλη Ιουλίου 1821 στάλθηκε με συνοδεία στην κατεχόμενη από τοyς Ρώσους Βεσσαραβία. Κατόπιν πέρασε στην Οδησσό, όπου τον Αύγουστο του ιδίου έτους, μαζί με μερικούς άλλους, προσπάθησε με μια έγγραφη απολογία ν’ αντικρούσει τις κατηγορίες του Υψηλάντη και να ρίξει σ’ εκείνον όλη την ευθύνη της καταστροφής. Επίσης, για ένα χρονικό διάστημα ο Σκούφος έζησε και στο Κισνόβι της Βεσσαραβίας. Εκεί, μαζί με τους Φιλικούς Βασίλειο Καραβιά, Κωνσταντίνο Δούκα και Κωνσταντίνο Πεντεδέκα, σύχναζε στο σπίτι του συνταγματάρχη της υπηρεσίας πληροφοριών Ivan Petrovic Liprandi, όπου γνώρισε πιθανόν και τον μεγάλο Ρώσο ποιητή Αλέξανδρο Πούσκιν.

Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς έφθασε ο Σκούφος στην επαναστατημένη Ελλάδα, τον συναντούμε πάντως στο πολίτικο προσκήνιο από το φθινόπωρο του 1825, οπότε και αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Ο Φίλος του Νόμου». Την εποχή αυτή ανήκει πολιτικά στους οπαδούς του Κουντουριούτη, στον οποίο τον είχε συστήσει ο μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος. Αργότερα, στις 28 Αύγουστου 1826 η Επιτροπή της Συνελεύσεως, που μαζί με την Διοικητική Επιτροπή μετά την πτώση του Μεσολογγίου είχαν αντικαταστήσει προσωρινά την Γ’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, εκλέγει τον Σκούφο μέλος μιας πενταμελούς επιτροπής για τη σύνταξη πρόχειρης συλλογής των «αναγκαιοτέρων πολιτικών νόμων» . Ως άλλα μέλη της επιτροπής αυτής είχαν οριστεί οι Νικ. Σπηλιάδης, I. Θεοτόκης, Γ. Γλαράκης και X. Αινιάν. Τον επόμενο χρόνο (Απρίλιος 1827) ο Σκούφος ορίστηκε πάλι μέλος μιας άλλης πολυμελούς επιτροπής που συνέταξε το Σύνταγμα της Τροιζήνος. Μάλιστα ο Σκούφος, μαζί με δύο άλλους γνωστούς νομομαθείς, τον Χριστό­δουλο Κλονάρη και τον Γρηγόριο Σούτσο, υπήρξαν και οι εισηγητές του σχεδίου του Συντάγματος στην Εθνοσυνέλευση, όπου αγωνίστηκαν με πάθος, ιδίως ο Σκούφος, για να κάμψουν μερικές αντιρρήσεις, που αναφέρονταν ιδίως στις διατάξεις τις σχετικές με τον Κυβερνήτη Καποδίστρια, και να πείσουν όλους σχεδόν τους αντιπροσώπους του έθνους να δεχτούν το Σύνταγμα της Τροιζήνος.

Με την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα ο Σκούφος τάσσεται στην αρχή ανεπιφύλακτα στο πλευρό του Κυβερνήτη. Tοv πρώτο χρόνο της διακυβερνήσεως της χώρας από τον Καποδίστρια ο Σκούφος παραμένει πιστός οπαδός του Κυβερνήτη, όπως αποδεικνύεται και από το περιεχόμενο ενός εκτενούς υπομνήματός του, για το οποίο θα κάνουμε λόγο παρακάτω και το οποίο υπέβαλε στον Καποδίστρια τον Δεκέμβριο του 1828. Άγνωστο όμως για ποιόν ακριβώς λόγο ο Σκούφος πέρασε αργότερα στην αντιπολίτευση και εξελίχθηκε σ’ έναν από τους σφοδρούς πολέμιους του Κυβερνήτη, διατηρώντας μάλιστα μυστική επαφή και με τον διπλωματικό εκπρόσωπο της Γαλλίας βαρόνο de Rouen. Γι’ αυτό ίσως την ημέρα της δολοφονίας του Καποδίστρια ο αδελφός του Σπυρίδων Σκούφος, που κατά τον Αλέξ. Ραγκαβή δεν διακρινόταν για την ανδρεία του, έτρεξε να κρυφτή στο σπίτι του Ραγκαβή, γιατί φοβόταν για τη ζωή του εξ αιτίας της αντιπολιτευτικής στάσης του αδελφού του.

Ο «Σωτήρ, εφημερίς πολιτική, φιλολογική και εμπορική» του Ν.Σκούφου εκδιδόταν στο Ναύπλιο από τον Ιανουάριο του 1834 έως τον Μάρτιο του 1835, όταν και διέκοψε μετά τη δίκη στην οποία οδηγήθηκε ο συντάκτης του για προσβολή της Αρχής, εξαιτίας πολιτικού άρθρου. Επανεκδόθηκε στην Αθήνα μετά το 1838, με συντάκτη τον Π.Σκούφο, και διέκοψε οριστικά το ίδιο έτος. Διέθετε αντικυβερνητικό πνεύμα, έντονη επικριτική στάση προς την Αντιβασιλεία αλλά φιλοβασιλική διάθεση. Στο 5ο φύλλο, 31 Ιανουαρίου 1835, ο συντάκτης περιγράφει με γλαφυρό ύφος την επίσκεψη του Όθωνα στο Ναύπλιο για την επέτειο της αφίξεώς του στην Ελλάδα μετά από την πρόσκληση των ναυπλιακών αρχών.

Ο «Σωτήρ, εφημερίς πολιτική, φιλολογική και εμπορική» του Ν.Σκούφου εκδιδόταν στο Ναύπλιο από τον Ιανουάριο του 1834 έως τον Μάρτιο του 1835, όταν και διέκοψε μετά τη δίκη στην οποία οδηγήθηκε ο συντάκτης του για προσβολή της Αρχής, εξαιτίας πολιτικού άρθρου. Επανεκδόθηκε στην Αθήνα μετά το 1838, με συντάκτη τον Π.Σκούφο, και διέκοψε οριστικά το ίδιο έτος. Διέθετε αντικυβερνητικό πνεύμα, έντονη επικριτική στάση προς την Αντιβασιλεία αλλά φιλοβασιλική διάθεση. Στο 5ο φύλλο, 31 Ιανουαρίου 1835, ο συντάκτης περιγράφει με γλαφυρό ύφος την επίσκεψη του Όθωνα στο Ναύπλιο για την επέτειο της αφίξεώς του στην Ελλάδα μετά από την πρόσκληση των ναυπλιακών αρχών.

Λίγα χρόνια μετά, το θάνατο του Καποδίστρια ο Σκούφος μπόρεσε να ικανοποίηση την επιθυμία του ν’ αποκτήση δική του εφημερίδα. Στις 14 Ιανουάριου 1834 άρχισε να εκδίδεται στο Ναύπλιο «Ο Σωτήρ», μια δισεβδομαδιαία πολιτική, φιλολογική και εμπορική εφημερίδα, τετρασέλιδη και χωρισμένη σε δύο στήλες, από τις όποιες η μία συντασσόταν στα ελληνικά και η άλλη στα γαλλικά. Στην αρχή, για ένα μικρό διάστημα, «Ο Σωτήρ» συμπολιτεύθηκε την Αντιβασιλεία και μάλιστα ως το φ. 69 τυπωνόταν στην «Βασιλικήν Τυπογραφίαν», σύντομα όμως πέρασε στην αντιπολίτευση. Στις 16 Μαΐου 1835 η εφημερίδα μεταφέρθηκε στην Αθήνα και ως τον Ιούλιο του 1837, οπότε διακόπηκε προσωρινά η έκδοσή της, αγωνίστηκε με δύναμη και θάρρος υπέρ των συνταγματικών ελευθεριών και εναντίον του προέδρου της Αντιβασιλείας κόμη Armansperg, που τον θεωρούσε υπεύθυνο για τη δυστυχία της Ελλάδος. Για τη στάση του αυτή ο Σκούφος παραπέμφθηκε αρκετές φορές σε δίκη, άλλα αθωώθηκε. Μόνο μια φορά, στις 12 Αυγούστου 1836, καταδικάστηκε σε «ενός μηνός παύσιν των δικηγορικών χρεών του».

Στις 20 Ιανουάριου 1838, έπειτα από εξάμηνη περίπου διακοπή, «Ο Σωτήρ» επανεκδόθηκε με υπεύθυνο συντάκτη τον Πέτρο Σκούφο. Όμως τώρα, ίσως από φόβο, δεν υποστήριζε πια τις ίδιες αρχές. Το δάφνινο στεφάνι με τη λέξη «Σύνταγμα», που υπήρχε προηγουμένως στην προμετωπίδα της εφημερίδας, είχε αφαιρεθεί και ο αρθρογράφος της δεν επέμενε όπως πρώτα στην άμεση χορήγηση Συντάγματος, άλλα το άφηνε αυτό στην ώριμη κρίση του ’Οθωνα που, με ελεύθερη βούληση, θα αποφάσιζε, όταν θα ερχόταν η κατάλληλη ώρα. Η έκδοση του «Σωτήρος» διακόπηκε οριστικά στις 3 Νοεμβρίου 1838.

Ο Σκούφος διακρινόταν, κατά τον Ραγκαβή, για καλλιέπεια και δεξιότητα στη σύνταξη της εφημερίδας του, ήταν όμως αρκετά φιλόδοξος, όπως φαίνεται και από το εξής χαρακτηριστικό επεισόδιο που αναφέρει πάλι ο Ραγκαβής: «… ότε απήλθεν ο Αρμανσπέργης (δηλαδή τον Φεβρουάριο του 1837), όν επολέμησεν ως τον γαλλορωσικόν σύνδεσμον υποστηρίξας, ωνειρεύθη ότι έφθασεν η στιγμή της εις το υπουργείον ανόδου του (δηλαδή στην κυβέρνηση του Rudhart)̇  και επί του γραφείου του είδον εγώ αυτός στύλον τινά ταλλήρων, όν έμαθον ότι είχε σωρεύσει εκεί διά φιλοδώρημα εις τον κλη­τήρα, όν περιέμενε φέροντα το τής εις υπουργόν αναγορεύσεώς του δίπλωμα. Αλλ’ ο κλητήρ δεν ήλθε και τα τάλληρα δεν εδόθησαν». Τελικά ο Σκούφος, μια και δεν κατόρθωσε να γίνει υπουργός, αρκέστηκε σε μια θέση εισηγητού στο Υπουργείο Εσωτερικών, όπου διορίστηκε το 1840 από τον Όθωνα. Πέθανε στην Αθήνα το 1842.

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης του κυρίου Στέφανου Ι. Παπαδόπουλου πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Ένα ανέκδοτο υπόμνημα του Νικολάου Σκούφου προς τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ψηφιακές Συλλογές Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Εφημερίδες, Ιστορία, Καποδίστριας Ιωάννης, Πολιτισμός, Φιλικός, Ψηφιακές Συλλογές, Kapodistrias

Παγκοσμιοποίηση – Διακυβέρνηση – Τοπικές κοινωνίες

$
0
0

Δημήτρης Π. ΣωτηρόπουλοςΠαγκοσμιοποίηση – Διακυβέρνηση – Τοπικές κοινωνίες. © Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Aναπληρωτής Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας του Τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης  του ΤΕΙ Πελοποννήσου, Διευθυντής του Διιδρυματικού ΠΜΣ ΤΕΙ και Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Γραμματέας Σύνταξης της Νέας Εστίας.


 

«Παγκοσμιοποίηση – Διακυβέρνηση – Τοπικές κοινωνίες»

 Εισήγηση στην Ημερίδα: «Τρία Χρόνια Διοικητικής Μεταρρύθμισης “Καλλικράτης”: εμπειρίες και προοπτικές», που πραγματοποιήθηκε στο Άργος το Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013.

 

Η Ομάδα Έρευνας για τη Δημόσια Διοίκηση & την Τοπική Αυτοδιοίκηση του ΤΕΙ Πελοποννήσου, έχοντας ήδη στο ενεργητικό της σειρά ερευνών, παρουσίασε στην ημερίδα του Άργους την προβληματική μιας τοπικής αυτοδιοίκησης που αναζητά σύγχρονους τρόπους ύπαρξης σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία που φαίνεται να αλλάζει πολύ γρήγορα στο επίπεδο όχι μόνο των οικονομικών σχέσεων αλλά και των πολιτικών και διοικητικών σχέσεων και (αλληλ)εξαρτήσεων.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη, μετά την εισήγηση του Θεόδωρου Ν. Τσέκου με τίτλο «Οι Προοπτικές της Αυτοδιοίκησης: Σύγχρονες Θεωρητικές Προσεγγίσεις», δημοσιεύει σήμερα την εισήγηση του Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου, «Παγκοσμιοποίηση – Διακυβέρνηση – Τοπικές κοινωνίες», και θα ακολουθήσει η εισήγηση της  Αθανασίας Β. Τριανταφυλλοπούλου. Στις εισηγήσεις παρουσιάζονται οι σημαντικότερες πλευρές της νέας διοικητικής μεταρρύθμισης «Καλλικράτης», τρία χρόνια μετά την υιοθέτησή της και τίθενται ερωτήματα που ακόμη και σήμερα, έξι χρόνια μετά και σε περίοδο βαθιάς και πολύπλευρης κρίσης, είναι επίκαιρα και αναζητούν απάντηση.

 

 «Παγκοσμιοποίηση – Διακυβέρνηση – Τοπικές κοινωνίες»

 

Έννοιες και μέθοδος

 

Σκοπός του άρθρου είναι να πραγματευτεί με έναν πιο στοχαστικό κι ελεύθερο τρόπο, τα διάφορα επίπεδα διακυβέρνησης της τυπικής (κρατικής) ή άτυπης (μη κρατικής ή διακρατικής ή ενωσιακής) εξουσίας εντός των οποίων παράγονται και λαμβάνονται σήμερα οι αποφάσεις, στο δυτικό κόσμο και όχι μόνο:

α) Σε ό,τι αφορά το επίπεδο του εθνικού κράτους, αυτό αποτελεί το πιο παραδοσιακό και πιο συμπαγές πλαίσιο παραγωγής δημόσιας πολιτικής (είναι και το μόνο από τα υπόλοιπα με πραγματική «κρατική κυριαρχία»), γεγονός, που σημαίνει ότι η αναμφισβήτητη συσσωρευμένη εμπειρία που ενυπάρχει σε αυτό, ιδίως μέσα από τους ισχυρούς κι επί αιώνες διαμορφωμένους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς τής δημόσιας διοίκησης, τού προσφέρει μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα προκειμένου να παράγει αποφάσεις ικανές να αντιμετωπίσουν τα πολύπλοκα ζητήματα της νέας εποχής. Αυτός ο βαρύνων παραδοσιακός του ρόλος θέτει, ωστόσο, και σαφείς  περιορισμούς καθώς δεν είναι πάντα ούτε επαρκώς προετοιμασμένος ούτε και πρόθυμος (οι εθνικισμοί είναι διαρκώς παρόντες, με τη μία ή την άλλη μορφή) να ανταποκριθεί στα κελεύσματα της μετα-νεωτερικότητας και της παγκοσμιοποίησης.

β) ακολούθως, σε ό,τι αφορά το ευρωπαϊκό επίπεδο, αυτό αποτελεί το νέο κρίσιμο ρυθμιστικό πλαίσιο παραγωγής δημόσιας πολιτικής για τα κράτη μέλη της Ε.Ε. και ακόμη περισσότερο της Ευρωζώνης. Πρόκειται επί της ουσίας (και με έναν παράδοξο τρόπο) ταυτόχρονα για ένα «τοπικό/εθνικό» πλαίσιο (η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήθελε par principe να είναι ένα «κράτος» μέσα στο παγκόσμιο σύστημα) αλλά το οποίο λόγω του προαναφερθέντος ειδικού βάρους τού εθνοκρατικού επιπέδου, δυσκολεύεται να αναδειχτεί κι επισήμως σε ένα ενιαίο κράτος με ενιαία (και όχι συλλογική) πολιτική και οικονομική διακυβέρνηση και σύστοιχους θεσμούς. Αυτή η εγγενής αντίφαση είναι που καθορίζει το εντελώς πρωτότυπο αλλά και συχνά αδύναμο πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώνονται οι αποφάσεις και οργανώνονται οι πολιτικές, ενώ συνιστά και την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του μοντέλου «κράτους» (που μένει διαρκώς να ορίζεται ο βαθμός και το εύρος κυριαρχίας του) και της διακυβέρνησης από τα οποία κανοναρχείται.

γ) τέλος, σε ό,τι αφορά το παγκόσμιο επίπεδο, εκεί ένα πλήθος διεθνών οργανισμών, ομάδων κρατών (π.χ. G7, G10, G20), ισχυρών μη κυβερνητικών οργανώσεων,  κολοσσιαίων οικονομικών συμφερόντων με μεγάλη ελευθερία κινήσεων στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης (π.χ. κολοσσιαία funds), πολυεθνικών ΜΜΕ ή και μεμονωμένων προσώπων με παγκόσμια επιρροή (π.χ. μεγάλοι επενδυτές) συνθέτουν ένα εντελώς πολύπλοκο πλαίσιο παραγωγής αποφάσεων ή άσκησης επιρροής στα κέντρα αποφάσεων άλλοτε πολύτιμο για την υπέρβαση των τοπικών και εθνοκρατικών εμποδίων άλλοτε όμως άναρχο και χωρίς κανόνες – συνεπώς απρόβλεπτο και γεμάτο κινδύνους για τα κατά τόπους συμφέροντα, ιδίως των πιο αδύναμων. Ωστόσο, παρά τις σχετικές ουσιώδεις εννοιολογικές δυσκολίες που συνοδεύουν την έννοια, είναι δυνατή και απαραίτητη η περαιτέρω (διεπιστημονική) εννοιολογική επεξεργασία του προτύπου διακυβέρνησης που έχει εγκαθιδρυθεί στο παγκόσμιο επίπεδο, και των νέων παραμέτρων που εισάγει αυτό το πρότυπο σε αυτές καθαυτές τις πρακτικές διακυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα, σε μεγάλο βαθμό, καινοφανές πλαίσιο, στο μέτρο που οι αποφάσεις του και οι συνέπειές του διαπερνούν συχνά με πολύ μεγάλη ταχύτητα το εθνικό και το τοπικό επίπεδο, επηρεάζοντας καθοριστικά τις επιλογές των κατά τόπους κυβερνώντων και κυβερνώμενων. Αποτελεί αναμφισβήτητα μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της μετα-νεωτερικής δημόσιας διοίκησης (ενωσιακής, εθνικής, τοπικής) και του πολιτικού της πλαισίου να αντιμετωπίσουν τα εντελώς νέα ζητήματα που προκύπτουν από τις συνέπειες της «δεύτερης» παγκοσμιοποίησης (μετά την πρώτη, στα τέλη του 19ου αιώνα) που γνωρίζει ο σύγχρονος κόσμος (η πλημμελής έννοια της παγκοσμιοποίησης απαιτεί και η ίδια περαιτέρω εκλέπτυνση, προκειμένου να μας βοηθήσει να συλλάβουμε τις σύνθετες πραγματικότητες που την διαμορφώνουν).

Παρότι ο χώρος δεν επαρκεί εδώ για κάτι τέτοιο, θα  μπορούσε να πει κανείς ότι ως οδοδείκτη δύο από τα βασικά μεθοδολογικά προαπαιτούμενα μιας τέτοιας ανάλυσης θα ήταν: πρώτον να μελετηθούν τα σημεία συνάντησης και τομής των τριών αυτών επιπέδων και να επιχειρηθεί μια διερεύνηση των συνεπειών αυτής της σύμπλεξης στη λειτουργία τού καθενός από τούτα τα επίπεδα, ξεχωριστά. Ταυτόχρονα, δέον είναι να αποκαλυφθούν οι εσωτερικές αντιφάσεις τους και να καταδειχτεί η σημασία της ετερογονίας των σκοπών (τα κέρδη σε ένα επίπεδο μπορεί να δημιουργούν ακούσιες απώλειες σε ένα άλλο κλπ), στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Kαι δεύτερον, κρίνεται ως απολύτως απαραίτητη η ανάδειξη του ειδικού βάρους της ιστορικής κληρονομιάς που φέρει το καθένα από αυτά, ιδίως μέσα από τη «βαριά» ιστορία τού 20ού αιώνα, προκειμένου να αναδειχτούν και τα όρια των προοπτικών τους στο ορατό μέλλον.

Είναι, τέλος, ιδιαιτέρως σημαντικό να αναλυθεί επισταμένως ο ρόλος του σημερινού ρευστού πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού και πολιτισμικού πλαισίου που προσδιορίζει με πολλαπλούς τρόπους τη διαμόρφωση των αποφάσεων σε πολιτικό και διοικητικό επίπεδο, και την εν γένει λειτουργία των τεσσάρων αυτών επιπέδων. Για το λόγο αυτό, χρήσιμο είναι η όλη συζήτηση να ιδωθεί μέσα από το εννοιολογικό πρίσμα της «διαρκούς κρίσης του παγκόσμιου κοσμοσυστήματος» (I. Wallerstein) το οποίο θέτει ειδικούς περιορισμούς αλλά και νέες δυνατότητες στον τρόπο λειτουργίας και εξέλιξης των τοπικών και εθνικών κοινωνιών αλλά και των πολιτικών και διοικητικών ελίτ σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Πολύ συνοπτικά, αναφερόμαστε εδώ σε ένα κοσμοσύστημα, δηλαδή σε μια οργάνωση του παγκόσμιου καπιταλισμού και των συναφών του πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων, το οποίο βρίσκεται ήδη από τη δεκαετία του ’70 σε κρίση, και όπως φαίνεται θα αργήσει, για διάφορους λόγους, να ξαναβρεί, αν βρει ποτέ, ένα σημείο ισορροπίας ανάλογο με εκείνο που κατάφερε να επινοήσει την πρώτη μεταπολεμική «χρυσή» τριακονταετία της ανάπτυξης και του κράτους πρόνοιας, στο δυτικό κόσμο.

 

Τα τρία βασικά διακυβεύματα στο τοπικό επίπεδο

 

Σε κάθε περίπτωση, όμως, αποδέκτες όλων των διαδικασιών είναι πάντα οι τοπικές κοινωνίες. Αυτές με ποιους όρους και με ποια «όπλα» παίρνουν μέρος σε αυτή την περίπλοκη διαδικασία; Θεωρητικά, σε ό,τι αφορά το τοπικό επίπεδο, τα διάφορα συστήματα τοπικής αυτοδιοίκησης διεθνώς και οι τοπικές κοινωνίες καλούνται εκ του ρόλου τους (συχνά, συνταγματικά κατοχυρωμένος) να πραγματώσουν, στον πιο πρωταρχικό και κρίσιμο βαθμό, την έννοια του συμμετοχικού πολίτη και μιας συμμετοχικής δημοκρατίας αλλά και να οργανώσουν έναν πιο αποτελεσματικό τύπο διοίκησης που θα μπορεί να επεξεργάζεται και να εφαρμόζει δημόσιες πολιτικές για μια ποικιλία όλο και πιο σύνθετων σκοπών αναφορικά με τη βιώσιμη ανάπτυξη, την κοινωνική πολιτική, τη διαχείριση των απορριμμάτων κ.ά. Σημειωτέον, η τοπική αυτοδιοίκηση αποτελεί ένα από τα πιο προκλητικά και λιγότερο (σε σχέση τουλάχιστον με τα άλλα τρία) μελετημένα θέματα, παρότι στο πεδίο της διανοίγονται πολύ μεγάλες δυνατότητες παρέμβασης στα μεγάλα ζητήματα της εποχής.

Ι) Συμμετοχική Δημοκρατία

Νομίζω τρία είναι τα κρίσιμα διακυβεύματα της συγκυρίας αυτής όσον αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση: πρώτον, η εμβάθυνση και εμπέδωση της δημοκρατίας, και νομίζω ότι είναι ο κατεξοχήν θεσμός που θα μπορούσε με ποικίλες δράσεις και με την υιοθέτηση διαφόρων πρακτικών που προβλέπονται ήδη από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, να συμβάλλει καθοριστικά σε αυτή την πρόκληση. Η συγκυρία ενδείκνυται καθότι η φιλελεύθερη κοινοβουλευτική Δημοκρατία όπως την ξέραμε μεταπολεμικά αμφισβητείται όλο και εντονότερα εξαιτίας της μετατροπής της (τουλάχιστον στην ελληνική μεταπολιτευτική της εκδοχή) σε κομματοκρατία – εννοώντας εδώ την παντοκρατορία κομμάτων-καρτέλ και την κυριαρχία «εξορυκτικών» ελίτ που τείνουν να υποτάσσουν το δημόσιο συμφέρον στο ιδιωτικό τους [1]. Δεν αναφέρομαι εδώ στη μετατροπή του σημερινού μοντέλου της Δημοκρατίας μας σε δημοψηφισματικού ή άμεσου χαρακτήρα, όπως υποστηρίζουν αρκετοί το τελευταίο διάστημα. Αντιθέτως αναφέρομαι σε πρακτικές που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε τοπικό επίπεδο από τις δημοτικές Αρχές με σκοπό την ενίσχυση της πολιτικής συμμετοχής, και την ανανέωση του ενδιαφέροντος των πολιτών για τις δημόσιες υποθέσεις με πιο ενεργητικό τρόπο. Ένα πρακτικό παράδειγμα, μόνο: μια ιδέα θα ήταν η ανάπτυξη μιας πατέντας καθημερινών δημόσιων δημοσκοπήσεων, με αυτόματα μηχανήματα διασπαρμένα σε κεντρικά σημεία της πόλης, τα οποία θα σφυγμομετρούν κάθε μέρα την τοπική κοινή γνώμη σε σχέση με συνεχώς ανανεούμενα ερωτήματα που θα τίθενται υπόψη των δημοτών. Θα πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια ηλεκτρονική κάλπη που θα ωθεί τους πολίτες να εκφράζουν την άποψή τους ει δυνατόν κάθε μέρα, πηγαίνοντας στις δουλειές τους ή την ώρα της βόλτας τους, και να αισθάνονται πιο ενεργοί πολίτες, χωρίς να χρειάζεται να περιμένουν μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια να ψηφίσουν κάποιους υποψήφιους τους οποίους δεν θα μπορούν να επηρεάζουν ή να ελέγχουν με κανένα τρόπο στο μεσοδιάστημα.

II) Διοικητική αποτελεσματικότητα

Ένα δεύτερο κρίσιμο σημείο είναι η βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών στους πολίτες οι οποίοι έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στο κεντρικό κράτος. Ένα από τα προαπαιτούμενα γι’ αυτό είναι η καλύτερη στελέχωση των υπηρεσιών των δήμων και των περιφερειών – όταν βεβαίως το επιτρέψουν οι συνθήκες στο μέλλον. Κι εδώ καθοριστικός μπορεί να είναι ο ρόλος των ΑΕΙ, ιδίως τμημάτων με εξειδίκευση σε αυτό τον τομέα. Μου προξενούσε πάντοτε εντύπωση πως γίνεται οι τοπικές εξουσίες να μην έχουν στις περισσότερες των περιπτώσεων σαφή και ξεκάθαρη γνώση και εικόνα για το κοινωνικό προφίλ των δημοτών τους, για τους τοπικούς πληθυσμούς που διοικούν. Πώς γίνεται οι διοικούντες να μην γνωρίζουν τους «υπηκόους» τους [2]; Νομίζω ότι αυτή η εξειδικευμένη γνώση είναι εκ των ουκ άνευ προκειμένου να έχεις στοχευμένες δράσεις στους δήμους, και καθίσταται ακόμη πιο αναγκαίο όταν υπάρχει σπάνη χρηματικών πόρων, όπως σήμερα. Τα λίγα χρήματα που έχεις πρέπει να ξέρεις που θα πιάσουν περισσότερο τόπο, πως θα αξιοποιηθούν καλύτερα σε μια παρέμβαση του δήμου ή της περιφέρειας. Σε κολοσσιαίους μητροπολιτικούς δήμους όπως της Νέας Υόρκης, για παράδειγμα, η καινούργια τάση είναι να προσπαθούν να εκμεταλλευτούν, με βάση πολύπλοκες παραμέτρους, τα λεγόμενα μεγάλα δεδομένα (big data), δηλαδή τη συνδυαστική χρήση διαφορετικού είδους και κατηγορίας ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων τα οποία μέσα από τις πιθανές συσχετίσεις τους μπορούν να παράσχουν σύνθετες πληροφορίες και πρωτότυπες λύσεις για μια σειρά από προβλήματα της πόλης και των κατοίκων της [3]. Ταυτόχρονα, η διογκούμενη τάση της μεγάλης συγκέντρωσης πληθυσμού στα αστικά κέντρα, παγκοσμίως, γεγονός που έχει καταστήσει ορισμένες εξ αυτών ίδιου μεγέθους με ένα μεσαίο κράτος, έχει ωθήσει τις κατά τόπους διοικήσεις στην ανάπτυξη ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής με σκοπό π.χ. την προσέλκυση επενδύσεων ή  τη σύνδεση της «μέγα-πόλης» τους σε διάφορα παγκόσμια δίκτυα, λειτουργώντας έτσι παράλληλα ή και ανταγωνιστικά με την κεντρική διοίκηση του εκάστοτε εθνικού κράτους. Για όλα αυτά απαιτούνται, προφανώς, διακριτές διοικητικές δομές και ειδικές γνώσεις άρα και πολύ εξειδικευμένο και καλά εκπαιδευμένο προσωπικό. Ωστόσο, τα οφέλη που μπορεί να προκύψουν από τέτοιες επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο – και υπάρχει πολύ τέτοιο κεφάλαιο αναξιοποίητο στην Ελλάδα – είναι εντυπωσιακά. Οι πλατείες, τα πάρκα και άλλες τέτοιες βασικές επενδύσεις υποδομών είναι φυσικά απαραίτητες, ωστόσο εκείνο που λείπει στην Ελλάδα και ιδίως στη δημόσια διοίκησή της είναι η πίστη στο ανθρώπινο κεφάλαιο και στην επινοητικότητά του. Το υψηλού επιπέδου προσωπικό, μόνιμο ή μετακλητό που εδώ και χρόνια σχολάζει, για διαφόρους λόγους, και η άνοδος του επιπέδου του ίδιου του πολιτικού προσωπικού είναι εντελώς απαραίτητα προκειμένου οι θεσμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης να μπορέσουν να συνομιλήσουν και να επωφεληθούν από τις ευκαιρίες που παρέχει ο παγκοσμιοποιημένος μας κόσμος, και οι διεθνείς θεσμοί του, στο ενωσιακό επίπεδο φυσικά, αλλά όχι μόνο. Ο σύγχρονος κόσμος είναι πρωτίστως ένας κόσμος δικτύων, με άπειρες διακλαδώσεις εν δυνάμει [4]. Συγκροτούνται σε διάφορα επίπεδα, άτυπα κι επίσημα, και εκτείνονται από τα φυσικά πρόσωπα μέχρι την κοινωνία των πολιτών, τις επιχειρήσεις και τους ίδιους τους κρατικούς και τοπικούς θεσμούς. Η ένταξη στη δικτύωση αυτή αποτελεί και πρέπει να αποτελεί μία από βασικές προτεραιότητες ιδίως για χώρες και πληθυσμούς σαν της Ελλάδας που τοποθετούνται στη λεγόμενη ημι-περιφέρεια, όπως λέγαμε παλιά. Από αυτή την άποψη, η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια δυνητικά επωφελή διαδικασία ιδίως για χώρες και κοινωνίες με μικρότερες δυνατότητες, διότι τους επιτρέπει να συμμετάσχουν με πιο ισότιμους όρους στις ζυμώσεις τις σχετικές με τα σύγχρονα διακυβεύματα – διακυβεύματα που ενώ μπορεί να φαίνονται πλανητικής ή διεθνούς σημασίας, μπορεί να επηρεάζουν κι επηρεάζουν όντως τις τοπικές κοινωνίες. Συνεπώς, οι τοπικές εξουσίες και οι τοπικές κοινωνίες στην Ελλάδα πρέπει να μπορούν να ενταχτούν σε αυτές τις εθνικές και υπερεθνικές δικτυώσεις, και να αντλήσουν πιθανά οφέλη και καινούργιες εμπειρίες, ξεφεύγοντας από τις αγκυλώσεις και τους περιορισμούς του εθνοκρατικού επιπέδου. Από αυτή την άποψη, το «τοπικό» δεν είναι σήμερα αναγκαστικά περιοριστικό κι εσωστρεφές. Το πρόβλημα είναι πάντοτε ο τοπικισμός. Αλλά να έχουμε υπόψη μας ότι τελικά ο τοπικισμός (δηλαδή η αυτό-περιχαράκωση) οδηγεί σε μεγάλη εξάρτηση, κυρίως υλική, από το κεντρικό κράτος, ενώ η πραγματική χειραφέτηση των τοπικών κοινωνιών και εξουσιών μπορεί να γίνει ευκολότερη χάρη στην πλανητική δικτύωση. Σκέφτομαι εδώ το παράδειγμα των ομοσπονδιακών κρατιδίων της Ινδίας. Τα κρατίδια αυτά κρατούνταν επί δεκαετίες, μετά την ανεξαρτησία της χώρας, σε καθεστώς υπανάπτυξης, βαλτωμένα στους σεκταριστικούς ανταγωνισμούς των καστών κλπ. Κι όμως, σήμερα, αρκετά από αυτά αποτελούν το βασικό μοχλό ανάπτυξης της χώρας, η οποία την τελευταία διετία καταγράφει συνολικά πολύ χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τις άλλες μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες. Ανεβάζουν δηλαδή το μέσο όρο της εθνικής οικονομίας που στην περιοχή της πρωτεύουσας, ας πούμε, πέφτει εξαιτίας της παγκόσμιας ύφεσης. Τι μεσολάβησε; Είναι κυρίως θέμα ποιότητας της πολιτικής ηγεσίας (νέοι ηγέτες εκτός του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος) και της πολιτικής τους βούλησης να επενδύσουν στην ανάπτυξη προσελκύοντας οι ίδιοι επενδύσεις. Φυσικά, διαθέτουν και τις αυξημένες εξουσίες που τους δίνει το ομοσπονδιακό σύστημα για να το κάνουν αυτό, όμως το σημαντικό είναι ότι η τοπική πολιτική ηγεσία πήρε την απόφαση να κάνει άλμα προς τα εμπρός αφήνοντας πίσω το παρελθόν των τοπικιστικών ανταγωνισμών, ανοίγοντας παράθυρο στο μέλλον. Και αν μη τι άλλο, είναι καλύτερο να αποτύχει κανείς παλεύοντας να αλλάξει τη μοίρα του παρά βουλιάζοντας στην ακινησία. Και η Τ.Α διαθέτει μετά τον «Καποδίστρια» και τον «Καλλικράτη» ένα πιο ενισχυμένο θεσμικό πλαίσιο δράσης, αν και πρέπει ταυτόχρονα να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της όσον αφορά την διοικητική αποτελεσματικότητα και τη διάφανεια.

ΙΙΙ) Ανάπτυξη (δικτύωση-επιχειρηματικότητα-ένταξη μεταναστών-περιβαλλοντική πολιτική)

Το τρίτο διακύβευμα είναι εκείνο που αφορά την ανάπτυξη, κι εδώ είναι πράγματι αναγκαία η συμπόρευση των τοπικών κοινωνιών με τον παγκοσμιοποιημένο πλανήτη.

Νομίζω ότι τέσσερις είναι κυρίως οι τομείς όπου οι τοπικές κοινωνίες και οι τοπικές εξουσίες συναντώνται με τα παγκόσμια διακυβεύματα: στον τομέα της τεχνολογίας και τεχνογνωσίας κάθε είδους, στην επιχειρηματικότητα, στο μεταναστευτικό και στα περιβαλλοντικά ζητήματα. Και τα τέσσερα αυτά έχουν διπλή όψη: μπορεί να είναι οχήματα ανάπτυξης και ευημερίας, μπορεί όμως να αποτελέσουν βαρίδια και παράγοντες υπανάπτυξης – εξαρτάται από το πώς θα τα χειριστούμε, εξ ου και είναι τόσο κρίσιμος ο ρόλος της τοπικής διακυβέρνησης και η ικανότητα και η ετοιμότητά της να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις. Να τα δούμε, όμως, με τη σειρά.

Στον τομέα της τεχνολογίας, η συνάντηση είναι εκ των ουκ άνευ. Η τεχνολογία επηρεάζει άτομα και θεσμούς με τον ίδιο καταλυτικό τρόπο, και η διείσδυσή της στην καθημερινότητά μας είναι παραπάνω από πασίδηλη. Άλλωστε, αυτή είναι και η απαραίτητη προϋπόθεση για τη δικτύωση με τον «έξω κόσμο» για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως. Ωστόσο, εκείνο που πρέπει κυρίως να απασχολήσει τις τοπικές κοινωνίες προκειμένου να μπορέσουν να ξεφύγουν από τα στενά τους όρια είναι η χρήση μοντέρνας τεχνογνωσίας σε κάθε είδος δραστηριότητά τους, ιδίως όμως σε ό,τι αφορά τη διοίκηση. Και πάλι εδώ οι δυνατότητες σε σχέση με το παρελθόν είναι απείρως περισσότερες. Οι τοπικές εξουσίες μπορούν πολύ πιο εύκολα να εντοπίσουν και να αξιοποιήσουν την τεχνογνωσία τής σύγχρονης διακυβέρνησης, με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι διαθέτουν κατάλληλο προσωπικό και ειδικούς συνεργάτες οι οποίοι να είναι εξοικειωμένοι ή ειδικευμένοι σε αυτά τα ζητήματα. Τα καλά νέα είναι – το είπαμε και πριν- ότι υπάρχουν όλο και περισσότεροι τέτοιοι ειδικοί στην χώρα μας από ό,τι στο παρελθόν, όταν τέτοια ζητήματα ήταν κτήμα αποκλειστικά μιας ελίτ. Επίσης, τα διάφορα ΑΕΙ που λειτουργούν στις κατά τόπους περιοχές συχνά μπορούν να αποτελέσουν καλούς συμβούλους ή αρωγούς. Οι πρακτικές τού σύγχρονου μάνατζμεντ και η συσσωρευμένη γνώση πάνω στο ζήτημα, σε συνδυασμό με τις νέες τεχνολογίες στις οποίες η πρόσβαση είναι όλο και πιο εύκολη και φθηνή, δίνουν μεγάλες δυνατότητες για την εφαρμογή προωθημένων τεχνικών αναφορικά με τη διαχείριση ποικίλων τοπικών προβλημάτων. Δεν νομίζω ότι χρειάζονται πάντοτε εκατομμύρια ευρώ για την επίλυση του ενός ή του άλλου τοπικού ζητήματος, αντιθέτως πιστεύω ότι η γνώση και η επαφή και με την ξένη εμπειρία μπορεί να γλυτώσει τις τοπικές διοικήσεις από περιττά έξοδα, ιδίως σήμερα σε καιρούς τέτοιας ένδειας στα δημόσια ταμεία. Φυσικά, υπάρχουν και τα κακά νέα που έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι το ποσοστό των οικιακών συνδέσεων στο Διαδίκτυο, στην Ελλάδα παραμένει στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε. (μόνο πάνω από Βουλγαρία και Ρουμανία) [5], κάτι που θέτει μεν αντικειμενικούς περιορισμούς στον παραπάνω συλλογισμό, από την άλλη όμως καθιστά την επένδυση αυτή ακόμη πιο επιτακτική.

Όσον αφορά το ζήτημα της επιχειρηματικότητας, οι τοπικές κοινωνίες επηρεάζονται άμεσα από την παγκοσμιοποίηση λόγω της μεγάλης ρευστότητας του παγκόσμιου εμπορίου και της διαρκούς γεωγραφικής μετεγκατάστασης των επενδυτών, του υψηλότατου ανταγωνισμού σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, της συχνής αλλαγής των καταναλωτικών συνηθειών και της συχνής απαξίωσης ολόκληρων κλάδων [6]. Αλλά κι εδώ, η υιοθέτηση και η εφαρμογή πολιτικών δημοσίων επενδύσεων που να αφορούν συνολικά μια περιφέρεια μπορούν να ενισχύσουν τη δυνατότητα των κατά τόπους επιχειρήσεων να προσαρμόζονται στη φοβερή σημερινή ρευστότητα των αγορών. Να επαναλάβω εδώ μόνο ότι η κρίση, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά στο καπιταλιστικό κοσμοσύστημα εν γένει, δεν φαίνεται να είναι κάτι άμεσα παροδικό, το οποίο θα έχουμε υπερβεί π.χ. σε μια 3ετία. Φαίνεται ότι αφορά πιο δομικούς μετασχηματισμούς του καπιταλισμού παγκοσμίως, και συνεπώς η μετάβαση αυτή θα κρατήσει αρκετά, ίσως και μια γενιά, σύμφωνα με αρκετές αναλύσεις [7]. Υπό αυτή την έννοια, καθίσταται ακόμη πιο σημαντική η εφαρμογή μιας συνολικής περιφερειακής στρατηγικής ως προς την οικονομική ανάπτυξη (κι εδώ μπορεί να είναι σημαντικός και ο ρόλος των ΑΕΙ χάρη στη γνώση τους και την ενδεχόμενη διεθνοποίησή τους), όπως και η ένταξη μιας περιφέρειας σε διεθνή εμπορικά δίκτυα, κάτι που εξηγήσαμε προηγουμένως.

Η παγκοσμιοποίηση σχετίζεται πάντως και με το μεταναστευτικό. Εδώ το πρόβλημα είναι μάλλον πιο σύνθετο ακόμη και από την υπέρβαση της ίδιας της οικονομικής κρίσης διότι εντέλει αφορά ανθρώπους και όχι αφηρημένα μεγέθη, και μάλιστα σε μεγάλους αριθμούς. Άρα και οι παρεμβάσεις σε υπερεθνικό ή τοπικό επίπεδο είναι πολύ πιο απρόβλεπτου αποτελέσματος. Έχουμε να κάνουμε κατά μία έννοια με ένα «φυσικό» φαινόμενο όπως είναι η μετακίνηση πληθυσμών από το ένα μέρος στο άλλο, που γίνεται πάντα, στα χιλιάδες χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας, για δύο λόγους βασικά, είτε κατακτητικούς είτε για λόγους ανάγκης. Εδώ έχουμε τη δεύτερη περίπτωση, και πράγματι τη μεγαλύτερη πίεση τη δέχονται οι τοπικές κοινωνίες οι οποίες καλούνται ακριβώς να διαχειριστούν ένα κατεξοχήν αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, τη μετακίνηση πληθυσμών από το ένα μέρος στο άλλο, και τη μετεγκατάστασή τους σε τόπους με τους οποίους συχνά δεν έχουν καμία προηγούμενη σχέση [8]. Είναι άρα ξένοι από όλες τις απόψεις. Σε αυτή την περίπτωση, οι τοπικές κοινωνίες μπορούν να κάνουν το μειονέκτημά τους πλεονέκτημα. Δηλαδή, ενώ πράγματι για μια μικρή κοινωνία η είσοδος «ξένων» είναι πάντα μια μεγάλη αλλαγή για τα δεδομένα τής κατά κανόνα λιγότερο ανοικτής σε σχέση με μεγάλα αστικά κέντρα τοπικής κοινότητας, ωστόσο, ακριβώς λόγω των μικρών μεγεθών της, μια πόλη της περιφέρειας διαθέτει μεγαλύτερη ευελιξία στους τυπικούς και άτυπους μηχανισμούς ήπιας και ειρηνικής ενσωμάτωσης των μεταναστών στους κόλπους της. Και πάλι φυσικά εδώ είναι απολύτως αναγκαίο ιδίως για χώρες όπως η Ελλάδα που έγινε ξαφνικά από χώρα εξαγωγής εργατικού δυναμικού, χώρα εισαγωγής, να απευθυνθεί σε ειδικούς στα ζητήματα της μετανάστευσης. Πρέπει να αποδεχτούμε μια πραγματικότητα η οποία δεν πρόκειται να αλλάξει: αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες των μεταναστών [9] ήρθαν για να μείνουν εδώ, και δεν υπάρχει τρόπος να εκδιωχθούν. Οι σημερινές δημοκρατίες δεν πρέπει να ανέχονται την ξενοφοβία και δεν επιτρέπεται να σπέρνουν το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία, αντίκειται στην ίδια την ουσία τους και την ιδιοσυστασία τους. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αντέδρασε με καθυστέρηση στο φαινόμενο του ρατσιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής, αλλά πάντως αντέδρασε, και αυτό είναι σημάδι ότι έχει συνειδητοποιήσει το πρόβλημα. Δεν αρκεί βεβαίως η διάλυση ενός ρατσιστικού κόμματος για να εξαφανιστεί το πρόβλημα της ξενοφοβίας, μάλιστα σε μια ήπειρο, όπως η Ευρώπη, με μακρύ και ατιμωτικό παρελθόν στην καλλιέργεια των ρατσιστικών ιδεολογιών. Ας το συνειδητοποιήσουμε παρά ταύτα: οι οικονομικοί μετανάστες δεν μπορούν πλέον ούτε να γυρίσουν στην πατρίδα τους ούτε και να πάνε πουθενά αλλού, θα μείνουν εδώ και θα είναι συγκάτοικοί μας, όσο κι αν κάποιοι ενοχλούνται από την εξέλιξη αυτή. Και η εξαθλίωσή τους δεν είναι κακή μόνο για τους ίδιους είναι πάντα και για την κοινότητα που τους υποδέχεται. Συνεπώς, όσο ηπιότερα και ταχύτερα ενταχθούν αυτοί οι άνθρωποι στο βασικό Σώμα του πληθυσμού, τόσο λιγότερες θα είναι οι παρενέργειες από τη μετακίνησή τους σε τούτη εδώ την χώρα που είναι και γι’ αυτούς όσο άγνωστη είναι και η δική τους σε εμάς [10]. Κι εδώ, οι τοπικές Αρχές μπορούν να επιτελέσουν καίριας σημασίας έργο, μέσα από τα σχολεία (για να τους μάθουν τη γλώσσα), τις κοινωνικές υπηρεσίες (για να τους στηρίξουν στα βασικά), τις διοικητικές υπηρεσίες (για να τους καταγράψουν και να τους δώσουν υπόσταση πολίτη), μέσα από την κοινωνία των πολιτών και τις γειτονιές που θα έρθουν πιο κοντά και τους γνωρίσουν. Αυτά όλα γίνονται ευκολότερα, καλύτερα και βαθύτερα στις τοπικές κοινωνίες, και είναι βέβαιο ότι από αυτή την όσμωση θα βγουν κερδισμένες και οι ίδιες. Ξέρουμε πλέον πολύ καλά από την ιστορία ότι καμία χώρα δεν έχασε μακροπρόθεσμα από τους μετανάστες [11] (και κατά μια έννοια είμαστε όλοι μετανάστες αφού από κάπου ήρθαν οι γονείς μας και οι δικοί τους γονείς και πάει λέγοντας), με μια βασική προϋπόθεση: ότι τους πολίτες και τον εθνικό πληθυσμό θα τους συνέχει ο νόμος και οι θεσμοί της πολιτείας, και όχι το χρώμα τους ή οι πολιτισμικές τους συνήθειες.

Και τέλος, το μείζον ζήτημα του περιβάλλοντος, μια υπόθεση που όσο την επικαλούνται στο δημόσιο λόγο οι κυβερνήσεις και η κοινωνία στην Ελλάδα, τόσο την αγνοούν εντελώς επί της ουσίας, στο πρακτικό επίπεδο. Και οι δημοτικές Αρχές έχουν στο σημείο αυτό αμαρτωλό παρελθόν να παρουσιάσουν, αρκεί να αναφερθεί κανείς μόνο στους ΧΥΤΑ κλπ. Στην Ελλάδα που είναι μια χώρα της ύστερης ανάπτυξης δεν σχηματίστηκε ποτέ ισχυρό περιβαλλοντικό κίνημα, καθώς μέχρι πρόσφατα η Ελλάδα θύμιζε ένα απέραντο εργοτάξιο, και χτιζόταν από το ένα άκρο στο άλλο, συχνά δε άναρχα. Η τάση αυτή περιορίζεται σημαντικά όμως τα τελευταία χρόνια, και σε αυτό δεν φταίει μόνο η σημερινή κρίση. Συνεπώς, η συγκυρία προσφέρεται για την ανάπτυξη σχετικών ευαισθησιών, αν μη τι άλλο. Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει βάσιμα επιχειρήματα για πολλά από όσα ισχυρίζονται ιδίως οι πιο όψιμοι οπαδοί της «οικολογίας» [12]. Ωστόσο, έχω πειστεί τα τελευταία χρόνια από τους ειδικούς επιστήμονες και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις ότι η απειλή της κλιματικής αλλαγής σε έναν κόσμο με ραγδαία αυξανόμενο πληθυσμό και μάλιστα με όλο και πιο αδηφάγες καταναλωτικές συνήθειες, πρέπει είναι μια βασική παράμετρος που να καθορίζει τις όποιες αναπτυξιακές πολιτικές. Και παρότι φυσικά η σχετική συζήτηση είναι τεράστια και εντελώς ανοικτή, το παράδειγμα της Γερμανίας, της πιο πράσινης χώρας στον κόσμο, δείχνει ότι η ανάπτυξη και μάλιστα μια ανάπτυξη που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη βαριά βιομηχανία, μπορεί να είναι απολύτως συμβατή με το σεβασμό στο περιβάλλον, αρκεί η κοινωνία και οι πολιτικοί της να έχουν αναπτύξει τη σχετική κουλτούρα και να έχουν συνειδητοποιήσει το μέγεθος της απειλής. Και πάλι εδώ, οι τοπικές κοινωνίες είναι οι πιο εκτεθειμένες στην κλιματική αλλαγή, πάρτε το παράδειγμα αγροτικών ή νησιωτικών περιοχών – η Ελλάδα έχει και από τα δύο- που είναι πολύ πιο απροστάτευτες απέναντι σε ακραία φυσικά φαινόμενα ή στην αλλαγή των κλιματικών συνθηκών. Υπό αυτή την έννοια, οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονται τα τελευταία χρόνια σε διακυβερνητικό επίπεδο σχετικά με το θέμα αυτό, και η εφαρμογή των σχετικών αποφάσεων είναι πρώτα και κύρια προς όφελος των πιο αδύναμων κρίκων, δηλαδή των τοπικών κοινωνιών. Αυτές είναι που πρέπει πρώτες να ενδιαφέρονται για το ζήτημα. Φυσικά, πρέπει να το κάνουν και πάλι βασισμένες στην γνώση των ειδικών επιστημόνων – όχι να θεωρούν τις ανεμογεννήτριες (κατεξοχήν εργαλείο φθηνής ενέργειας και πράσινης ανάπτυξης) ως κάτι απορριπτέο και να τις πολεμούν με κάθε μέσο -για να πω ένα μόνο παράδειγμα [13].

Τα τελευταία χρόνια, η αγγλόφωνη βιβλιογραφία έχει εισάγει τον όρο glocalization (global + local) [14] για να περιγράψει προϊόντα που παράγονται από εταιρείες διεθνοποιημένες οι οποίες όμως διαμορφώνουν με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο το προϊόν τους, προκειμένου αυτό να ταιριάζει στις επιμέρους τοπικές αγορές (π.χ. η Google). Θα έλεγα ότι οι ελληνικές τοπικές εξουσίες και κοινωνίες θα μπορούσαν να ακολουθήσουν την αντίστροφή διεργασία με τα «προϊόντα» της παγκοσμιοποίησης, και αναφέρομαι σε κάθε παράγωγο αυτής της εν εξελίξει διαδικασίας: να συνδιαλλαγούν δημιουργικά και στη βάση επεξεργασμένων πολιτικών από ειδικούς με τα παράγωγα της παγκοσμιοποίησης (π.χ. στους τέσσερις τομείς που θίχτηκαν παραπάνω) έτσι ώστε να διαμορφώσουν με τους δικούς τους όρους μια πραγματικότητα που να στηρίζεται μεν στις τοπικές ιδιαιτερότητες της κάθε κοινωνίας, λαμβάνοντας όμως υπόψη τις διεθνείς τάσεις και τα μεγάλα διακυβεύματα του πλανήτη. Όπως διδάσκει και ο γνωστός εβραϊκός μύθος, τα όπλα του Δαυίδ μπορεί να είναι παραδοσιακά, όμως αν τα χρησιμοποιήσει με γνώση, μεθοδικότητα και στρατηγική μπορεί να κάνει τον Γολιάθ να τον λάβει σοβαρά υπόψη του.

 

 Υποσημειώσεις


 

[1] Μεταφράζω τον όρο extractive elite, τον οποίο δανείζομαι από τους D. Acemoglu – J.A. Robinson, Why Nations Fail: The Origins of Power, Prosperity, and Poverty, Crown Publishers, Ν.Υ. 2012.

[2] Μια τέτοια περίπτωση είναι π.χ. το Σάο Πάολο, μια πόλη 11,3 εκατ. κατοίκων, R. TAVARES, Regional Security: The Capacity of International Organizations and Security in South America: The Role of States and Regional Organizations, Lynne Rienner, 2014.

[3] Κ. CUKIER –V.Μ. SCHOENBERGER, Big Data: A Revolution That Will Transform How We Live, Work, and Think, Houghton Mifflin Harcourt, 2013, και γενικά για τις πόλεις που έχουν «παγκοσμιοποιηθεί», S. Sassen (ed.), The Global City: New York, London, Tokyo, Princeton University Press, 2001 updated 2nd ed.

[4] Βλ. τις μελέτες της S. Sassen, Global Networks, Linked Cities, Routledge: Taylor & Francis Group, 2002 και Cities in a World Economy, Pine Forge Press, 2012, updated 4th ed.

[5]Βλ.http://epp.eurostat.ec.europa.eu/statistics_explained/index.php/Information_society_statistics/el#.CE.A0.CE.B5.CF.81.CE.B1.CE.B9.CF.84.CE.AD.CF.81.CF.89_.CF.80.CE.BB.CE.B7.CF.81.CE.BF.CF.86.CE.BF.CF.81.CE.AF.CE.B5.CF.82_.CF.84.CE.B7.CF.82_Eurostat.

[6] El Mouhoub Mouhoud, Mondialisation et délocalisation des enterprises, La Découverte, Paris 2006.

[7] Η συζήτηση έχει ξεκινήσει από παλιότερα. Παρότι παλιά, η ανάλυση αυτή διατηρεί την αξία της και δείχνει ακριβώς πόσο καλά είχε διαβλέψει τις εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού, βλ.  I. Wallerstein, «The rise and future demise of the World Capitalist System: Concepts for comparative analysis», Comparative Studies in Society and History, Vol. 16, Issue 4 (Sept. 1974), pg 387-415.

[8] Από τις πρόσφατες πολύ αξιόλογες συμβολές στο ζήτημα αυτό βλ. I. Γκόλντιν – Τζ. Κάμερον – Μ. Μπαλαρατζάν, Αυτοί δεν είναι σαν εμάς. Το παρελθόν και το μέλλον της μετανάστευσης (μτφρ Ε. Αστερίου), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2013 [2011].

[9] Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή πληθυσμού το 2011, οι αλλοδαποί που διαβιούν στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως καθεστώτος, υπολογίζονται σε περίπου 912.000, εκ των οποίων οι περίπου 700 χιλιάδες προέρχονται από χώρες εκτός της Ε.Ε., εκ των οποίων οι περίπου 200 χιλιάδες από χώρες εκτός Ευρώπης. Το μεγαλύτερο ποσοστό των αλλοδαπών που διαμένουν στην Ελλάδα έχουν Αλβανική υπηκοότητα (52,7%), το 8,3% Βουλγαρική, το 5,1% Ρουμάνικη και ακολουθεί με 3,7% η Πακιστανική και 3,0% η Γεωργιανή. Το ποσοστό των Ελλήνων υπηκόων παραμένει συντριπτικά κυρίαρχο, ήτοι 91,6%. Υπό αυτή την έννοια, το πρόβλημα της πλήρους κοινωνικής ένταξης των μεταναστών δεν πρέπει να φαντάζει ακατόρθωτο διότι αφορά κυρίως Αλβανούς που δεν έχουν τόσο μεγάλες πολιτισμικές διαφορές από τους Έλληνες, ενώ ο αριθμός των υπολοίπων δεν είναι τόσο μεγάλος όσο παρουσιάζεται συχνά –ακόμη κι αν δεχτούμε ότι ένας αριθμός μεταναστών δεν έχει απογραφεί από φόβο κλπ, βλ. http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/BUCKET/General/nws_SAM01_GR.PDF.

[10] Ό.π., σελ. 327-419.

[11] Τα οφέλη μπορεί να είναι πολλαπλά για την χώρα υποδοχής, όσον αφορά το δημογραφικό, το οικονομικό, το πολιτισμικό πεδίο, ό.π., σελ. 423-505.

[12] Βλ. ορισμένες πιο σκεπτικιστικές προσεγγίσεις αναφορικά με την κλιματική αλλαγή, Jean de Kervasdoue, Κι αν όλα όσα λένε οι οικολόγοι δεν είναι αλήθεια; (μτφρ Α. Μιχαηλίδης), Πόλις, Αθήνα 2010 και Λ. Λουλούδης, «Το φαινόμενο του Τρομοκηπίου. Το κλίμα αλλάζει συνεχώς, τα ‘ανθρώπινα’ σπανίως», Athens Review of Books, τχ 23 (Νοέμβριος 2011), σελ. 50-54.

[13] Πλήθος τα παραδείγματα από όλη την Ελλάδα, π.χ. την Κρήτη όπου οι κάτοικοι της Σπίνας, των Φλωρίων, των Παλαιών Ρουμάτων και του Σέμπρωνα επί χρόνια αντιστέκονται στην εγκατάσταση βιομηχανικού τύπου ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην περιοχή τους, βλ. «Στο σκαμνί η “Αιολική Μουσούρων” για τις ανεμογεννήτριες στο Αποπηγάδι» (28/11/13),  http://www.efsyn.gr/?p=154729. Επίσης, στη Μάνη, «Όποιος τολμήσει να βάλει ανεμογεννήτριες στη Μάνη, θα τον παλουκώσουμε πάνω τους», (14/03/2012), http://www.iefimerida.gr/news (τελευταία επίσκεψη, Δεκέμβριος 2013). Βεβαίως, ανάλογες αντιδράσεις από τοπικά κινήματα αντίστασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, για λόγους καθαρά τοπικιστικούς, θα βρει κανείς ακόμη και στη Γερμανία, «Not In Our Backyard: Popular Protests Put Brakes on Renewable Energy» (21/01/2010), http://www.spiegel.de/international/germany/not-in-our-backyard-popular-protests-put-brakes-on-renewable-energy-a-673023.html (τελ. επίσκεψη, Δεκέμβριος 2013).

[14] Habibul Haque Khondker, Globalization to Glocalization: Evolution of a Sociological Concept, Dept. of Sociology, National University of Singapore, 2004.

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος,

Aναπληρωτής Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας του Τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης  του ΤΕΙ Πελοποννήσου, Διευθυντής του Διιδρυματικού ΠΜΣ ΤΕΙ και Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Γραμματέας Σύνταξης της Νέας Εστίας.

 

Σχετικά θέματα:

 


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Κράτος - Διοίκηση - Αυτοδιοίκηση Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Globalization, παγκοσμιοποίηση, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αυτοδιοίκηση, Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Κράτος - Διοίκηση - Αυτοδιοίκηση, Καλλικράτης, Πολιτισμός, ΤΕΙ Πελοποννήσου

Το Πρώτο Εθνικό Νομισματοκοπείο. Άργος 1822 – Αίγινα 1828

$
0
0

Το Πρώτο Εθνικό Νομισματοκοπείο. Άργος 1822 – Αίγινα 1828


 

Η Πρώτη Εθνική Συνέλευση των Επαναστατημένων Ελλήνων [1] εξουσιοδοτεί τον Πρόεδρο του Εκτελεστικού σώματος Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, να υλοποιήσει μία από τις σημαντικές αποφάσεις της. Να δημιουργηθεί δηλαδή το συντομότερο δυνατό Ελληνικό Εθνικό Νόμισμα, χωρίς να περιμένουν να ολοκληρωθεί με επιτυχία η Επανάσταση του Έθνους. Το όνομά του ορίστηκε να είναι η Δραχμή.

Η Παναγία η Κατακεκρυμμένη. Φωτογραφία του Γάλλου Αρχαιολόγου Antoine Bon (;) περίπου στα 1930.

Ένα χρόνο περίπου μετά την καταστροφή του από τον Κιοσέ Πασά Μουσταφάμπεη ή Κεχαγιάμπεη (24/4/1821) [2] το Άργος αποφασίστηκε να είναι η έδρα του πρώτου Ελληνικού Νομισματοκοπείου.Το μοναστήρι της Παναγίας της Κατακεκρυμένης (της Πορτοκαλούσας), που δεσπόζει στην πλαγιά του Λόφου της Λάρισας κάτω από το Πελασγικό Κάστρο του Άργους, έκριναν ότι είναι το καλύτερο και ασφαλέστερο μέρος για να κοπούν τα πρώτα ελληνικά νομίσματα.

Στην Καρδαμύλη της Μεσσηνιακής Μάνης ένας κιβδηλοποιός είχε στήσει ένα μηχάνημα κοπής κίβδηλων νομισμάτων (ανθούσε τότε η κιβδηλοποιία). Ήταν το μόνο γνωστό και διαθέσιμο που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αμέσως. Έτσι τον Μάρτιο του 1822 ο Δημήτριος Καλαμαριώτης εξουσιοδοτήθηκε ν’ αγοράσει αυτήν τη «μάκινα» όπως την έλεγαν και να την φέρει στο Άργος. Πράγματι αγοράστηκε και οι εργασίες για την ετοιμασία τα κοπής της Δραχμής ξεκίνησαν, αλλά προχωρούσαν αργά και με προβλήματα. Χρειάζονταν χρυσός, ασήμι και χαλκός. Τα λάφυρα από την Άλωση της Τριπολιτσάς (23/9/1821) είχαν μοιρασθεί τα περισσότερα στους νικητές καπετανέους και στους στρατιώτες τους. Πρότειναν να λιώσουν τ’ ασημένια σκεύη από τις εκκλησίες, ως έσχατη και άμεση λύση για την εύρεση ασημιού.

Έπρεπε, επίσης, να βρεθεί ικανός χαράκτης για την χάραξη της δραχμής. Βρέθηκε στο πρόσωπο ενός ικανού τεχνίτη στην κατασκευή ασημένιων αντικειμένων  και κιβδηλοποιού, του Αρμενικής καταγωγής Χατζηγρηγόρη Πυροβολιστή (Χατζή – Κιρκορ), που διορίστηκε ως Πρώτος Έλληνας χαράκτης του Εθνικού Νομισματοκοπείου. Ως πρώτα νομίσματα αποφασίσθηκε ότι θα κοπούν, το ασημένιο πεντάδραχμο και ο χάλκινος οβολός.

Στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα τα οθωμανικά νομίσματα που κυκλοφορούσαν ήταν –βασικά- τα ασημένια «γρόσια» και οι «παράδες».

Στις 16/3/1822 ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος με διάταγμά του καθόρισε τις επίσημες ισοτιμίες όλων των γνωστών νομισμάτων που κυκλοφορούσαν τότε στην απελευθερωμένη από την εθνική επανάσταση Ελλάδα. Όπως:

  • Τα χρυσά νομίσματα του σουλτάνου Αχμέτ του Γ’, τα λεγόμενα  «φουντούκια», που κυκλοφόρησαν από το 1703 έως το 1730, ισοδυναμούσαν με 11 γρόσια και 20 άσπρα το καθένα.
  • Τα χρυσά νομίσματα του σουλτάνου Μαχμούτ τα αποκαλούμενα από τον λαό «Μαχμουδιέδες» που κυκλοφορούσαν από το 1730 έως 1754 και ισοδυναμούσαν με 26 γρόσια το καθένα.
  • Τα χρυσά νομίσματα του Μουσταφά του Γ’, τα ονομαζόμενα από τον λαό «Αϊναλιά» και ισοδυναμούσαν με 33. Ήταν από τα πλέον περιζήτητα και ακριβά.
  • Τα γαλλικά ναπολεόνια, οι βρετανικές λίρες, οι κορώνες.
  • Τα αυστριακά νομίσματα της Μαρίας Θηρεσίας, τα ονομαστά «Τάλιρα Ρεγγίνα» (σ’ αυτά είχαν ιδιαίτερη προτίμηση οι Υδραίοι και νησιώτες καπετάνιοι καραβοκύρηδες. Όλα αυτά και άλλα ξένα νομίσματα, 26 συνολικά, είχαν τη δική του ισοτιμία με το γρόσι, όπως την προσδιόριζε το διάταγμα της 16/3/1822.

Δράμαλης (Μαχμούτ) πασάς (1780 – 1822)

Οι εργασίες του πρώτου Εθνικού Νομισματοκοπείου στο μοναστήρι της Παναγίας της Κατακεκρυμένης στο Άργος διεκόπησαν αρχές Ιουλίου 1822 λίγο πριν ολοκληρωθούν. Γιατί η μεγάλη στρατιά του Μαχμούτ Πασά (1788-1822) πέρασε τον Ισθμό της Κορίνθου χωρίς αντίσταση και στις 13 Ιουλίου 1822 μπήκε στο Άργος. Η πόλις καταστράφηκε ξανά για δεύτερη φορά μέσα σε 15 μήνες και εκατοντάδες κάτοικοί του σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Έτσι ναυάγησε – λόγω Δράμαλη- η πρώτη προσπάθεια να κοπούν τα πρώτα ελληνικά νομίσματα στο Α’ Εθνικό νομισματοκοπείο που στήθηκε στο Άργος την άνοιξη του 1822.

Μετά την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια 26-27/7/1822 η προσωρινή κυβέρνηση με απόφαση του εκτελεστικού σώματος τύπωσε χαρτονομίσματα αξίας 100, 250, 500, 700 και 1000 γροσίων για την ενίσχυση του Εθνικού Αγώνα. Τα χαρτονομίσματα αυτά δεν είχαν σχεδόν καμία ανταπόκριση ούτε από τους Έλληνες ούτε από τους ξένους και η αξία του μηδενίστηκε.

Η Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους το 1823 πήρε ξανά την απόφαση ότι είναι καθήκον της η έκδοση εθνικού νομίσματος. Και επανέλαβε ότι πρέπει να κοπούν ασημένιες δραχμές και χάλκινοι οβολοί. Κάθε δραχμή προσδιόρισαν την ισοτιμία της με 100 οβολούς. Ούτε και τούτη τη φορά το θέμα προχώρησε.

Ξανά και πάλι εμφύλιος πόλεμος, φατριασμός, διχασμοί, η επαναστατημένη Ελλάδα να βλέπει τα παιδιά της να σκοτώνονται μεταξύ τους και να μην έχει πού ν’ ακουμπήσει να πάρει μία ανάσα. Ο χρυσός, τ’ ασήμι, τα μέταλλα τ’ αναγκαία για να κοπούν τα νομίσματα έγιναν καπνός, όπως και το δάνειο της Ανεξαρτησίας (2.800.000 αγγλικές λίρες) που πήραμε το 1825. Και ο Ιμπραήμ Πασάς εισέβαλε ανενόχλητος στο Μωριά ρημάζοντάς τον.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία γύρω στο 1818., Καλλιτέχνες: «von L Brand ν{οη} R. Weber».

Μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (8/10/1827) και την απελευθέρωση της χώρας και με την έλευση του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια (7/1/1828) το θέμα το πέρασε πλέον στην αρμοδιότητά του και απεφάσισε: πρώτον την άμεση δημιουργία Εθνικού Νομισματοκοπείου και δεύτερον να μην δημιουργήσει τη Δραχμή, αλλά ως νομισματική μονάδα τον αργυρό «Φοίνικα». (Το μυθικό πουλί των αρχαίων που αναγεννάται από τις στάχτες του, όπως η Ελλάδα).

Πολλαπλάσιο του αργυρού φοίνικα θα ήταν η χρυσή «ΑΘΗΝΑ» αξίας 20 φοινίκων και το ήμισυ αυτής 10 φοινίκων. Δυστυχώς λόγω ελλείψεως χρυσού, χρυσά νομίσματα δεν εκόπησαν.

Αρχές του 1828, ο Ιωάννης Καποδίστριας έλαβε ως δωρεά 1.500.000 ρούβλια από τη ρωσική κυβέρνηση αλλά και άλλες αξιόλογες δωρεές από τους υπόλοιπους συμμάχους των Ελλήνων. Τα χρήματα αυτά έδωσαν στον κυβερνήτη την ευκαιρία να ξεκινήσει αμέσως τη δημιουργία εθνικού νομίσματος.

 

Ο Φοίνικας, το πρώτο νόμισμα του νεοσυσταθέντος ελληνικού κράτους, κόπηκε από τον Καποδίστρια στην Αίγινα το 1828. Στο πίσω μέρος σχηματίζεται κύκλος από δύο κλαδιά δάφνης και ελιάς.

 

Έδωσε εντολή και στις 22 Μαΐου 1828 ο Αλέξανδρος Κοντόσταυλος τον οποίο διόρισε ως πρώτο έφορο του υπό ίδρυση Εθνικού Νομισματοκοπείου Ελλάδος, πήγε σε ειδική αποστολή στη Μάλτα και με 100 στερλίνες αγόρασε 2 μηχανές κατασκευής νομισμάτων του 1783 και 1797. Ανήκαν στο Τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών της Μάλτας, που είχε πάψει να λειτουργεί πριν 30 χρόνια όταν το τάγμα εκδιώχθηκε από τους Γάλλους και εγκατέλειψε τη Μάλτα. Μαζί με άλλα αναγκαία εξαρτήματα που αγόρασε στη Μασσαλία, στις 20/11/1828 έστησε το νομισματοκοπείο στην Αίγινα, στο ισόγειο του κτιρίου, που ο λαός ονόμασε «το παλάτι του Μπάρμπα-Γιάννη» και χρησίμευσε ως κυβερνείο του Ιωάννη Καποδίστρια για λίγο καιρό προτού μετακομίσει στην πρωτεύουσα στο Ναύπλιο.

 

Τα χάλκινα νομίσματα που εξέδωσε ο Καποδίστριας.

 

Τα πρώτα νομίσματα της ελεύθερης Ελλάδας εκόπησαν στις 27/06/1829. Και είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι και το πρώτο αρχαίο ελληνικό νόμισμα οι «χελώνες», είχαν κοπεί τον 7ον αιώνα π.Χ. πάλι στην Αίγινα, που τότε ήταν αποικία των Αργείων από τον βασιλιά του Άργους τον Φείδωνα. Τελικά τέθηκαν σε κυκλοφορία μόνο 4 εκδόσεις. Ο αργυρός «Φοίνικας» τα χάλκινα «λεπτόν», «πεντάλεπτον» και «δεκάλεπτον» και το 1830 το χάλκινον «εικοσάλεπτον».

 

Αργυρός στατήρας Αίγινας (480 π.χ.)

 

Χελώνα της Αίγινας (480 π.Χ.)

 

Ο γνωστός μας (από την πρώτη προσπάθεια στο Άργος) Αρμένης Χατζηγρηγόρης  ήταν ο χαράκτης των ασημένιων «φοινίκων», που έγιναν από λιώσιμο ασημένιων διακοσμήσεων και όπλων, ενώ τα χάλκινα νομίσματα έγιναν από κατεστραμμένα πυροβόλα και είδη οικιακής χρήσεως. Τις χαράξεις του 1830 τις έκανε  τεχνίτης με το όνομα «Δάσκαλος» Γεώργ. Παπακωσταντόπουλος από την Καρύταινα, των δε κοπών του 1831 ο Καρπενησιώτης Δημ. Κοντός. Συνολικά εκόπησαν 11.978 ασημένιοι φοίνικες.

 

Γενική Εφημερίς

 

Η 4η Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων που έγινε στο αρχαίο θέατρο του Άργους (11/07 έως 6/08/1829) ενέκρινε ψήφισμα (το Ζ/31/7/1829) για τη λειτουργία του Νομισματοκοπείου και την κυκλοφορία του νέου νομίσματος εγκρίνοντας έτσι όλες τις μέχρι τότε αποφάσεις και πράξεις του Ιωάννη Καποδίστρια. Μάλιστα στις 30/7/1829 στα μέλη της Δ’ Εθνοσυνέλευσης μοιράσθηκαν ως δώρο τα πρώτα νομίσματα που κυκλοφόρησαν.

 

Οι φοίνικες του Καποδίστρια

 

Το 1831 αναγκάσθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας να κυκλοφορήσει χάρτινους φοίνικες [3]. Την απόφασή του αυτή ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας μας την αιτιολόγησε με λόγια που μακάρι να τα ακούγαμε και σήμερα από τους νυν κυβερνώντες μας. «…χρεωστούντες να εξεύρωμεν τον τρόπον να θεραπεύσωμεν την ανάγκην ταύτην (δηλαδή την έλλειψη χρημάτων) χωρίς να επιφορτίσωμεν με νέους φόρους την γεωργίαν και το εμπόριον, τα οποία πρέπει να αναζωογονήσωμεν ως παθόντα εκ της παρελθούσης ανωμαλίας…». Οι χάρτινοι φοίνικες τυπώθηκαν στην Αίγινα την 1/7/1831. Η συνολική αξία τους ανήλθε στο ύψος των 500.000 φοινίκων, από 3.000.000 που είχαν αρχικά ορισθεί, τυπώθηκαν ονομαστικές αξίες των 5, 10, 50 και 100 φοινίκων. Τα χαρτονομίσματα μη έχοντας αντίκρισμα σε χρυσό ή ασήμι δεν απέκτησαν την εμπιστοσύνη Ελλήνων και ξένων και απέτυχαν.

 

Το Τάλληρο του Όθωνα, 1833, κοπής Μονάχου.

 

Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια (27/9/1831) και την έλευση του νεαρού βασιλιά Όθωνα στο Ναύπλιο (18/1/1833) οι Βαυαροί που δεν ήθελαν ν’ ακούσουν καν για τις ημέρες και τα έργα του Α’ Κυβερνήτη της Ελλάδος, στις 1/2/1833 με μία από τις πρώτες αποφάσεις του Όθωνα σταμάτησαν τις εργασίες του Εθνικού Νομισματοκοπείου στην Αίγινα [4] και απεφάσισαν ότι το νέο νόμισμα της χώρας θα είναι πλέον η Δραχμή που από τότε έως το 2002 που την αντικατέστησε το ευρώ, πέρασε πολλά ευχάριστα και δυσάρεστα και εμείς μαζί της περισσότερα…

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Οι εργασίες της Α’ Εθνοσυνέλευσης άρχισαν την 1/12/1821 στον ημιυπόγειο ναό του Αϊ-Γιάννη στο Άργος (ο σημερινός ναός του Αϊ-Γιάννη κτίσθηκε μετά το 1822 και περατώθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια το 1829). Οι εργασίες της ξεκίνησαν άσχημα. Οι έριδες και ραδιουργίες έφεραν σε σύγκρουση τον Δ. Υψηλάντη και τον Θ. Κολοκοτρώνη με τους Μαυροκορδάτο και Νέγρη. Η δολοφονία στο Άργος εκείνες τις μέρες του Αντώνη Οικονόμου έκανε το Άργος ανάστατο. Οι πολιτικοί αντιπρόσωποι της Α’ Εθνοσυνέλευσης ένιωθαν μεγάλη ανασφάλεια γιατί ο στρατός είχε αγριέψει και τους απειλούσε. Έτσι αποφάσισαν να τη σταματήσουν και να μεταβούν στην Πιάδα (Νέα Επίδαυρο) χωρίς τον Δ. Υψηλάντη και τον Θ. Κολοκοτρώνη. Εκεί άρχισαν εκ νέου οι εργασίες της από την 20/12/1821 και τέλειωσαν στις 16/01/1822. Ο Μαυροκορδάτος κυριάρχησε και εκλέχτηκε Πρόεδρος του Εκτελεστικού σώματος (προσωρινός πρωθυπουργός).

[2] Στις 25/04/1821, ο Κιοσέ Μεχμέτ Πασάς Μουσταφάμπεης ή Κεχαγιάμπεης με 3.500 Τουρκαλβανούς εισβάλει στο Άργος και επί 6 μερόνυχτα ανενόχλητος το ρημάζει. Σφάζει 700 Αργείους, βιάζει γυναίκες και παίρνει όσα γυναικόπαιδα βρήκε ως σκλάβους. Βλέπε: Αργολική Αρχ. Βιβλιοθήκη: Ο Μεντρεσές του Άργους και η πολύτιμη για τον Αγώνα του 1821 μολύβδινη σκεπή τους.

[3] Δυστυχώς το κόστος παραγωγής κάθε αργυρού φοίνικα ξεπέρασε κατά πολύ την αξία που είχε σαν νόμισμα. Γι’ αυτό και σταμάτησε – μαζί με άλλους λόγους που κυρίαρχος ήταν η απουσία ασημιού- την παραγωγή του.

[4] Ό,τι έχει απομείνει από τα μηχανήματα αυτά βρίσκεται στη συλλογή της Εθνολογικής & Ιστορικής Εταιρείας της Ελλάδος. Μια μικρή πρέσα, βρίσκεται σήμερα δίπλα στα σκαλοπάτια της εισόδου του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου στην Αθήνα.

 

Βιβλιογραφία


  • Αναστάσιος Τζαμαλής, «ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 1828-1979», Εκδόσεις ΝΟΥΜΜΙΟ, Αθήνα 1981.
  • Αργειακόν Ημερολόγιον 1930 (Συλλογή Γ. Γιαννούση).
  • Κάρολος Μπρούσαλης, «Το Εθνικό Νόμισμα» εφημ. Έθνος (Ιανουάριος 2007).
  • Αλέξης Τότσικας, «Η Δραχμή μας», Ιστόραμα, 2002.
  • Πρότυπο Πειραματικό Γενικό Λύκειο Βαρβακείου Σχολής, «Οι φοίνικες του Καποδίστρια: το πρώτο νόμισμα του νεώτερου ελληνικού κράτους», Απρίλιος 2013.

 

Γιώργος Γιαννούσης

Οικονομολόγος – Πρόεδρος Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας & Πολιτισμού

 

Διαβάστε ακόμη:


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Οικονομία, Πρόσωπα & γεγονότα του΄21 Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Γιαννούσης, Δραχμή, Επανάσταση 21, Εθνικό Νομισματοκοπείο Αιγίνης, Ιστορία, Νομισματοκοπείο, Οβολός, Φοίνικας

Παράκτιοι Απολιθωματοφόροι Σχηματισμοί – Ζωή του Παρελθόντος

$
0
0

Παράκτιοι Απολιθωματοφόροι Σχηματισμοί – Ζωή του Παρελθόντος


 

Η ιστορία των φυσικών επιστημών δεν ακολουθεί μια γραμμική πορεία στον χρόνο.   Υπερφυσικές αντιλήψεις της πρώιμης ανθρώπινης σκέψης αλληλοκαλύπτονται με φιλοσοφικές θεωρήσεις για τον κόσμο, που και αυτές με την σειρά τους συμπλέκονται και συμπορεύονται με νεότερες επιστημονικές ιδέες βασισμένες στο πείραμα και την παρατήρηση. Επιπρόσθετα, οι οικονομικές, κοινωνικές και θρησκευτικές αντιλήψεις κάθε εποχής και τόπου, δημιουργούν τον καμβά πάνω στον οποίον παλιές και νέες ιδέες αλληλοσυγκρούονται.

Τα κάθε λογής υπολείμματα ή ίχνη οργανισμών (ζώων και φυτών) που διατηρούνται μέσα στους γεωλογικούς σχηματισμούς καλούνται απολιθώματα (από +λίθος=πέτρα, αγγλικά fossil, από το λατινικό fossilis=εξορυγμένος) (Stearn & Carroll 1989, Babin 1991).

Το απολίθωμα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του γεωλογικού περιβάλλοντος, που το φιλοξενεί (πέτρωμα) και των γεωλογικών διεργασιών που το δημιούργησαν, ενώ, παράλληλα, συνιστά τη μαρτυρία ενός οργανισμού που έζησε σε κάποιο πραγματικό παρελθόντα χρόνο και τόπο. Το απολίθωμα συμπυκνώνει στην ύλη και μορφή του πληροφορίες που καλούνται να ανιχνεύσουν και ερμηνεύσουν οι βιολογικές και γεωλογικές επιστήμες. Με άλλα λόγια, τα απολιθώματα είναι τα γράμματα με τα οποία ο πλανήτης μας γράφει την ιστορία του, ενώ τα στρώματα (πετρώματα) της Γης είναι οι σελίδες της.

 

Θωράκιο του Ταφικού Κύκλου Α των Μυκηνών, από κογχυλιάτη λίθο.

 

Τα απολιθώματα διακρίνονται σε δύο γενικές κατηγορίες: α) τα σωματικά απολιθώματα (body fossils), τα οποία αντιπροσωπεύουν διατήρηση σωματικού ιστού, συνήθως σκληρά εσω – ή εξω – σκελετικά μέρη ή σπανιότερα το σύνολο των σκληρών ή ακόμη πιο σπάνια και των μαλακών μερών του οργανισμού και β) τα ιχνοαπολιθώματα (trace fossils ή ichnofossils), τα οποία αποτελούν μαρτυρίες της παρουσίας και δράσης του οργανισμού χωρίς όμως να διατηρείται ο ίδιος (π.χ. ίχνη βάδισης, ερπυσμού).

 

Αμμωνίτης Επιδαύρου από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Ασκληπιείου Επιδαύρου.

 

Η χρονική κλίμακα της Παλαιολιθικής προιστορίας στηρίζεται στην γεωλογική κλίμακα του χρόνου και σε αλληλένδετα γεωλογικά-κλιματικά φαινόμενα, όπως οι παγετώδεις και οι μεσοπαγετώδεις περίοδοι του Τεταρτογενούς.

Το Τεταρτογενές που είναι η πιο σημαντική περίοδος για την εξέλιξη του Ανθρώπου (HOMO SAPIENS – Ο Σοφός Άνθρωπος) χωρίζεται σε: Πλειστόκαινο (από 1,8 εκατ. χρόνια έως 10.000 χρόνια πριν από σήμερα) και Ολόκαινο (από 10.000 χρόνια έως σήμερα), που είναι δύο πολύ σημαντικές περίοδοι της εξέλιξης.

Στο Πλειστόκαινο, που είχε διάρκεια 1,8 εκατ. χρόνια, υπήρξαν τέσσερις παγετώδεις περίοδοι με τα αντίστοιχα μεσοπαγετώδη διαστήματα. Μέσα στο Πλειστόκαινο εξαφανίστηκε ο Homo habilis (Ο ικανός άνθρωπος), και εμφανίστηκαν ο Homo erectus (ο όρθιος άνθρωπος) πριν 1,6 εκατ. χρόνια, ο Homo sapiens neandertalis πριν 80.000 χρόνια και ο Homo sapiens sapiens (ο σοφότατος άνθρωπος) πριν 35.000 χρόνια. Η Πλειστοκαινική περίοδος συμπίπτει σχεδόν  με την Παλαιολιθική εποχή. Στα απολιθώματα δόθηκε  υπερφυσική διάσταση, μέσα στο γενικό κλίμα δεισιδαιμονικών και μυθολογικών θεωρήσεων για την φύση, που φαίνεται  να κυριαρχεί και στην αντίληψη των πρώτων ιστορικών χρόνων.

Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (570 π.Χ. – 480 π.Χ.)

Μια νέα αντίληψη αρχίζει να διαμορφώνεται από το 700 π.χ, στην αρχαία Ιωνία. Εκεί  Έλληνες φιλόσοφοι θέτουν τους θεμέλιους λίθους της επιστήμης. Μερικοί απ’ αυτούς όπως, ο Θαλής ο Μιλήσιος (640-550 π.χ), ο Αναξίμανδρος (610-545 π.χ), ο Πυθαγόρας (580-500 π.χ), ο Ξενοφάνης  ο Κολοφώνιος (570-480 π.χ) και ο Ηρόδοτος (484-425 π.χ) θα αναγνωρίσουν την οργανική προέλευση των απολιθωμάτων (Kuban 2000, Δερμιτζάκης & Τσούρου 2002, Παυλίδης 2007). Γι αυτούς  τα απολιθωμένα όστρακα σε διάφορες περιοχές της ενδοχώρας του τότε γνωστού κόσμου, αποτελούν μαρτυρίες της αλλοτινής παρουσίας της θάλασσας εκεί.

Σχεδόν δύο αιώνες μετά, ο Αριστοτέλης (384-322 π.χ) στα Μετεωρολογικά του, θα ενστερνισθεί τις απόψεις αυτές θεωρώντας ότι τα απολιθωμένα όστρακα υπήρξαν κάποτε ζώντες οργανισμοί. Ωστόσο, παρανοήσεις επικρατούν μέχρι και τον Μεσαίωνα (500-1450 μ.Χ.), συνδυάζοντας δύο αντιθετικές αντιλήψεις για την ιστορία της Γης και της Ζωής:

Την αριστοτέλεια φιλοσοφία αφενός, που θεωρεί τον κόσμο, τα φυτά και τα ζώα αιώνια, αδημιούργητα και αμετάβλητα και αφετέρου την αναδυόμενη στον δυτικό κόσμο βιβλική διδασκαλία, που θεωρεί το σύμπαν και τα περιεχόμενά του δημιουργήματα του Θεού και την ηλικία της πλάσης μόλις μερικών χιλιάδων χρόνων (Kuban 2000, Δερμιτζάκης & Τσούρου 2002). Στον Μεσαίωνα τα απολιθώματα αντιμετωπίζονται ως έργα του Θεού ή του Διαβόλου, ιδιοτροπίες της φύσης υπολείμματα του κατακλυσμού του Νώε ή το αποτέλεσμα «πλαστικής δύναμης» (vis plastica), μιας ακαθόριστης ενδογενούς διεργασίας της Γης.

Ο πολυσχιδής αναγεννησιακός ζωγράφος Λεονάρντο ντα Βίντσι (1452-1519) σηματοδοτεί την είσοδο στην περίοδο του πολιτιστικού κινήματος της Αναγέννησης (14ος-17ος αιώνας), κατά την οποία αναπτύσσεται η σύγχρονη επιστημονική μέθοδος, που αλλάζει οριστικά τον τρόπο μελέτης του κόσμου (Kuban 2000, Δερμιτζάκης 2002). Παρατηρώντας απολιθώματα στα ιζήματα της Λομβαρδίας όπου κατοικούσε σημειώνει: Πάνω από τις πεδιάδες της Ιταλίας, όπου σήμερα πετάνε σμήνη πουλιών, κολυμπούσαν κάποτε κοπάδια από ψάρια. Διαπίστωσε επιπλέον ότι οι διάφοροι ορίζοντες απολιθωμάτων αντιστοιχούν σε διαφορετικούς χρόνους δημιουργίας/καταστροφής, αμφισβητώντας  με τεκμήρια την ευρύτατη διαδεδομένη αντίληψη πως όλα προέρχονται από τον βιβλικό Κατακλυσμό. Είναι η εποχή του Γαλιλαίου, του Νεύτωνα, του Ντεκάρτ, του Μπέικον κ.ά. Εντούτοις, η κοινή αντίληψη αλλά και μεγάλη μερίδα των λογίων της εποχής , εξακολουθούν να πιστεύουν  πως τα απολιθώματα προέρχονται από τον κατακλυσμό του Νώε ή άλλες καταστροφές που συνέβησαν λίγες μόλις χιλιάδες χρόνια πριν.

Στα τέλη του 17ου και αρχές 18ου αιώνα, η επιστημονική επανάσταση θα οδηγήσει την Γαλλία και άλλες ευρωπαικές χώρες στον Διαφωτισμό, της ανερχόμενης αστικής τάξης του Βολταίρου, του Μοντεσκιέ, του Ντιντερό,του Ρουσσώ κ.ά.

Η γαλλική Επανάσταση (1789-1799) θα φέρει μία ακόμη καινοτομία στις επιστήμες της φυσικής ιστορίας. Οι διατηρούμενες από την Αναγέννηση ιδιωτικές συλλογές αξιοπερίεργων αντικειμένων (συμπεριλαμβανομένων των απολιθωμάτων, γνωστές ως Cabinet de Curiosites ή Wunderkammer (Δωμάτια Αξιοπερίεργων ή Θαυμάτων) θα φύγουν από τα χέρια της εκπίπτουσας αριστοκρατίας του 18ου αιώνα, δημιουργώντας τα πρώτα δημόσια ευρωπακά Μουσεία Φυσικής Ιστορίας. Είναι γνωστο ότι μέσα από το σύνολο των υλικών καταλοίπων ανθρωπογενών αλλά και ζωικών/φυτικών που έρχονται στο φως σε μια αρχαιολογική ανασκαφή, μια ξεχωριστή κατηγορία που χρήζει ειδικής μελέτης είναι αυτή των μαλακίων.

Τα μαλάκια συνιστούν μια συνομοταξία του ζωικού βασιλείου που χαρακτηρίζεται από τεράστια ποικιλομορφία ειδών. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός τους φτάνει τα 150.000 αρτίγονα είδη και είναι η δεύτερη συνομοταξία μετά τα αρθρόποδα. Μαλάκια σημαίνει ζώα με μαλακό σώμα και στην πλειοψηφία τους καλύπτονται από σκληρό κέλυφος.

Tο μέρος του μαλακίου που αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου είναι το  εξωτερικό του κέλυφος, αποκτώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο αρχαιολογική αξία. Το όστρεο, λοιπόν, στα μαλάκια εκκρίνεται από την εξωτερική αδενική επιφάνεια του μανδύα, ο οποίος καλύπτει το μαλακό σώμα του ζώου.  Tα εξωτερικά κελύφη των μαλακίων (με εξαίρεση τα πολυπλακοφόρα) είναι βασικά όμοια: υπάρχει ένα εξωτερικό στρώμα, το περιόστρακο, που αποτελείται από κεράτινη ουσία, την κογχυολίνη, και χρωστικές. Το στρώμα αυτό προστατεύει τα υποκείμενα στρώματα από οξέα που περιέχονται στο νερό και δίνει το χρώμα στο κέλυφος. Έχει οργανική σύσταση και δε διασώζεται αρχαιολογικά. Το υπόλοιπο κέλυφος είναι ασβεστιτικό.

Χάρις στην αξιοσημείωτη ανθεκτικότητά τους σε συνθήκες φυσικής ή χημικής διάβρωσης,-γεγονός που οφείλεται στην παρουσία του ανθρακικού ασβεστίου στην σύστασή τους -τα θαλάσσια μαλάκια αποτελούν σύνηθες εύρημα αρχαιολογικών θέσεων και ιδιαίτερα αυτών που βρίσκονται κοντά στην θάλασσα.

Τα μαλάκια, είτε προέρχονται από την θάλασσα, είτε είναι του γλυκού νερού ή και χερσαία, συνιστούν μια κατηγορία του ζωικού βασιλείου που απ’ ότι φαίνεται αποτέλεσε αντικείμενο συλλογής και κατανάλωσης από τον άνθρωπο, μάλλον σ’ ένα ύστερο στάδιο της εξέλιξής του, γύρω στα 300.000 χρόνια από σήμερα (Claassen 1998).

Η συστηματική εκμετάλλευση οστράκων διαπιστώνεται αρχαιολογικά, σε οικουμενική κλίμακα μόλις κατά την γεωλογική περίοδο του Ολόκαινου (περίπου 10.000 χρόνια από σήμερα). Τα ευρήματα της παλαιολιθικής περιόδου είναι περιορισμένα, γεγονός που ίσως οφείλεται στις δραματικές αλλαγές που γνώρισε η επιφάνεια και το κλίμα του πλανήτη κατά το πέρας του Πλειστόκαινου, με πιο βασική την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, που με την σειρά της οδήγησε στον καταποντισμό απέραντων παραθαλάσσιων εκτάσεων.

Με την έναρξη του Ολοκαίνου και την σταδιακή σταθεροποίηση των ακτογραμμών στην κατάσταση που είναι σήμερα, διαπιστώνεται μια αλλαγή και αρχίζει πλέον η συστηματική κατανάλωση οστρέων από τον άνθρωπο σε παγκόσμιο επίπεδο, από την Ιαπωνία μέχρι την Γη του Πυρρός και από την Καλιφόρνια έως την Τασμανία.

Στην Ελλάδα, οι πρώτες μνείες για μαλακολογικό υλικό γίνονται από τον Τσούντα στο έργο του για τις Κυκλάδες το 1898-1899, μόλις το 1968.

Ο N. j. Shackleton στήνει τον θεμέλιο λίθο στην έρευνα, δημοσιεύοντας τις πρώτες συστηματικές μελέτες για τα είδη των μαλακίων που συλλέχθηκαν από τις ανασκαφές στην νεολιθική Κνωσσό (1968). Αξιοσημείωτη είναι η ογκώδης και συνάμα φιλόδοξη εργασία της Judith C. Shackleton για τα μαλάκια από το σπήλαιο Φράχθι της Αργολίδας (1988).

Τα μαλάκια υπήρξαν, ανέκαθεν, μια από τις θεμελιώδεις πηγές διατροφής του προϊστορικού ανθρώπου στο Αιγαίο. Τόσο τα θαλάσσια όσο και του γλυκού νερού, αλλά και τα χερσαία, έπαιζαν πάντοτε έναν ρόλο έστω και περιορισμένο στο διατροφικό σύστημα των διαφόρων κοινωνιών του πλανήτη. Οι λόγοι που συνετέλεσαν σ’ αυτό είναι αφενός η ευκολία με την οποία συλλέγονται και αφετέρου η θρεπτική τους αξία (Καραλή 2001). Το κέλυφος των μαλακίων χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τον προϊστορικό άνθρωπο (αλλά μέχρι και σήμερα) ως αντικείμενο διακόσμησης. Εκτός από κόσμημα, το όστρεο του μαλακίου χρησιμοποιήθηκε από τον άνθρωπο και ως εργαλείο, για το σχήμα του, την ευκολία κατεργασίας του και την ανθεκτική του φύση.

Όπως έχει αποδειχτεί, τα όστρεα κατά την προϊστορία χρησίμευσαν και ως ανταλλάξιμα προϊόντα που μάλιστα, μέσω πολύπλοκων δικτύων ταξίδευαν εκατοντάδες χιλιόμετρα στην ενδοχώρα της Ευρώπης. Ο λόγος γίνεται για τα περίφημα βραχιόλια από Spondylus (σπανιότερα και από Glycimeris) τα οποία κατά τη διάρκεια της Μέσης και Νεότερης νεολιθικής είχαν αποκτήσει μεγάλη ανταλλακτική αξία, γι’ αυτό και τα βρίσκουμε σε προϊστορικές θέσεις των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης (Karali 1999: 47).

Όπως με όλα τα αντικείμενα του υλικού πολιτισμού και του φυσικού περίγυρου του ανθρώπου, έτσι και στα κοχύλια είχαν αποδοθεί ιδιότητες συμβολικές ήδη από τα πανάρχαια χρόνια. Ο χρωματισμός της επιφάνειάς τους, το σχήμα, το μέγεθος είναι οι πιο εμφανείς παράγοντες για την απόκτηση μιας πλειάδας συμβολισμών που έχουν σχέση αφενός με τη γυναικεία γονιμότητα και σεξουαλικότητα και αφετέρου με την επιθυμία για ευτυχισμένο βίο, για ευζωία (Claassen 1998: 203).

Τα μαλάκια, εκτός από τις πληροφορίες που μας προσφέρουν για τις διατροφικές, κοινωνικές και γενικότερες πολιτιστικές συνήθειες των προϊστορικών πληθυσμών, αποτελούν αξιόλογους αρχαιοπεριβαλλοντικούς δείκτες (Καραλή 2002α: 745).

Η γνώση των τόπων διαβίωσης, το σχήμα και μέγεθος του οστρέου καθώς και η χημική ανάλυση της σύστασής του παρέχουν χρήσιμες ενδείξεις για το μορφοκλιματολογικό πλαίσιο της εποχής, δηλαδή την παλαιογεωγραφία, τις κλιματικές συνθήκες και την πανίδα της εκάστοτε περιοχής. Έτσι για παράδειγμα, σε ιζήματα μιας θαλάσσιας επίκλυσης που έγινε στο Πλειστόκαινο (Τυρρήνιο) συναντάμε συνήθως τα χαρακτηριστικά είδη Natica lactea, Strombus bubonius, Conus guinaicus που δείχνουν θερμή μεσοπαγετώδη εποχή.

Το Strobus bubonius είναι ένα γαστερόποδο που έζησε στην τελευταία Μεσοπαγετώδη  Περίοδο του Πλειστοκαίνου, όταν  το επίπεδο της θάλασσας ήταν πέντε (5) μέτρα υψηλότερα από ότι είναι σήμερα. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το strombus bubonius αποτελεί τον «μάρτυρα»  που δείχνει ότι η θερμή θάλασσα από το Γιβλαρτάρ εισχώρησε στην Μεσογειακή λεκάνη.

 

Strombus bubonius

 

Στην ακτή Αρβανιτιάς, στο Ναύπλιο, είναι γνωστή απολιθωματοφόρος εμφάνιση Τυρρηνίου που περιγράφεται από τον Keraudren (1970-72). Αντιπροσωπεύεται από επικλυσιγενή κροκαλοπαγή και ψηφιδοκροκαλοπαγή, εντός των οποίων διατηρούνται τα πλέον ανθεκτικά απολιθώματα Strombus bubonius.

 

Λεπτομέρεια της εμφάνισης strombus bubonius στην ακτή της Αρβανιτιάς.

 

Στην παραλία της Αρβανιτιάς, ο βράχος είναι ασβεστόλιθος, που έχει υποστεί έντονη διαγένεση και το υλικό από το οποίο προήλθε είναι ο άργιλος Πρόκειται σύμφωνα με τους γεωλόγους για «νεαρό βράχο», μόλις 120.000 ετών ή και νεότερο μόλις 80.000 ετών!

 

Μαρία Βασιλείου

Βιολόγος-Ωκεανογράφος

MS, στην Οργάνωση και Διοίκηση, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

 

Διαβάστε ακόμη:


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Όστρακα, Απολίθωμα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Μαρία Βασιλείου, Μαλάκια, Προϊστορία, Maria Vassiliou

Οι Απαρχές της Νεοελληνικής Ταυτότητας στο Ύστερο Βυζάντιο

$
0
0

Οι Απαρχές της Νεοελληνικής Ταυτότητας στο Ύστερο Βυζάντιο


«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Σήμερα το «Ελεύθερο Βήμα» φιλοξενεί  άρθρο του κυρίου Γεωργίου Στείρη, Επίκουρου Καθηγητή Φιλοσοφίας των Μέσων Χρόνων και της Αναγέννησης στη Δύση, Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με θέμα:

«Οι Απαρχές της Νεοελληνικής Ταυτότητας στο Ύστερο Βυζάντιο».

 

Το ζήτημα της ελληνικής ταυτότητας είναι ανοιχτό και δεν παύει να απασχολεί την επικαιρότητα. Η ταυτότητα βασίζεται στη διαφορά, είναι μία διαδικασία που στηρίζεται στην ετερότητα και τον πολιτισμικό διάλογο. Η πλειοψηφία των σύγχρονων μελετητών υποστηρίζει ότι η προσπάθεια δημιουργίας μιας νεοελληνικής ταυτότητας ξεκινά τον 18ο αιώνα, ως αποτέλεσμα του λεγόμενου «νεοελληνικού διαφωτισμού». Πρόσφατα, διάβασα σε κείμενο λόγιου συναδέλφου ότι στο παρελθόν είχαμε γίνει Ρωμαίοι (Ρωμιοί), ξεχνώντας την ιδιότητά μας ως Ελλήνων, οπότε ας είναι καλά ο αγράμματος Κολοκοτρώνης, που μας το θύμισε. Θα προσπαθήσω να αποδείξω ότι η συζήτηση περί ελληνικής ταυτότητας και ελληνικότητας ξεκινά τουλάχιστον από τον 15ο αιώνα, από τους υστεροβυζαντινούς λογίους. Οι πλέον σημαίνοντες εξ αυτών προτίμησαν να αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες, αντί της επίσημης ονομασίας Ρωμαίος και της κοινής ονομασίας Γραικός.

Είναι κοινός τόπος στους περισσότερους ερευνητές ότι οι υπήκοοι της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι ή Ρωμιοί, με όποια σημασία αποδίδει καθένας στους όρους. Επρόκειτο, κατά βάση, για μια ρωμαϊκότητα με ελληνικές διαστάσεις. Η έρευνά μου, όμως, υποδεικνύει ότι από τα τέλη του 14ου αιώνα, τουλάχιστον, σημειώνεται μια στροφή προς την ελληνικότητα καθαυτήν, όχι τη ρωμιοσύνη, όπως αυτή νοείται σήμερα από νεοσυντηρητικούς κύκλους.

Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων

Αρχικά, ο Μανουήλ Χρυσολωράς υπογραμμίζει τη διττή ταυτότητα των βυζαντινών: ελληνική και ρωμαϊκή. Όπως και να τους αποκαλέσει κανείς, είναι το ίδιο. Μετά όμως τον Χρυσολωρά, η ελληνικότητα θα αποκτήσει έντονη δυναμική. Είναι γνωστή η θέση του Πλήθωνα: είμαστε Έλληνες κατά το γένος, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η πάτρια παιδεία. Ο Πλήθων επανειλημμένα συνιστούσε στους συγχρόνους του να στηρίζονται στην αρχαιοελληνική παράδοση και να απορρίπτουν τη δυτική κουλτούρα, ώστε να μην αλλοτριωθεί το ελληνικό γένος. Παρά την αμφισβήτηση του χριστιανισμού εκ μέρους του, είναι γνωστή η ανθενωτική στάση του, αφού δεν δίστασε να υποστηρίξει το ορθόδοξο δόγμα στη Σύνοδο της Φλωρεντίας και μετέπειτα.

Ο Μιχαήλ Αποστόλης είχε παρόμοιες με τον Πλήθωνα απόψεις για την επαπειλούμενη πολιτισμική και εθνική αποξένωση. Ο Πλήθων και ο Αποστόλης επιχείρησαν να χαράξουν μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ελληνικής και της δυτικής κουλτούρας. Ο Αποστόλης αποκαλούσε τους συγχρόνους του υιούς των Ελλήνων. Επιπλέον, υποστήριζε ότι είναι απόγονος των αρχαίων Ελλήνων και ότι κοινωνούσε στην ίδια πολιτισμική κληρονομιά. Πρωταρχικός στόχος του Πλήθωνα και του Αποστόλη δεν ήταν να αντιπαρατεθούν με τον χριστιανισμό και να υπερασπιστούν τον αρχαίο ελληνικό τρόπο. Πρωτίστως, στόχευαν στην απόκρουση του ιμπεριαλισμού των Λατίνων, που απειλούσε να αλλοτριώσει τον ελληνικό πολιτισμό.

Από τη μεριά του, ο Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος σε έναν διάλογο με κάποιον Εβραίο, έθεσε το ερώτημα: ποιος είμαι; Για να απαντήσει: είμαι χριστιανός. Παρεκτός του θρησκευτικού πλαισίου, ο Σχολάριος εκλάμβανε εαυτόν και τους συγχρόνους του ως Έλληνες και ονόμαζε την πατρίδα του Ελλάδα. Παραδεχόταν ότι ήταν απόγονος των Ελλήνων (Ἑλλήνων γάρ ἐσμέν παῖδες) και ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν η πατρίδα του ελληνικού γένους στην εποχή του. Κομβικής σημασίας είναι η ανησυχία του για την πιθανότητα αφανισμού του ελληνικού γένους. O Σχολάριος, όμως, δεν συμμεριζόταν τον φόβο του Πλήθωνα για την πολιτισμική αλλοτρίωση του γένους. Αντίθετα, θεωρούσε ότι ήταν απαραίτητο να αξιοποιηθεί η πρόοδος του δυτικού κόσμου. Οι σύγχρονοί του δεν έπρεπε να μιμηθούν τους αρχαίους Έλληνες κατά αποκλειστικότητα. Κάτι τέτοιο δεν ήταν αρκετό. Ο Σχολάριος ένιωθε μια σύνδεση με τους Έλληνες της κλασσικής αρχαιότητας και θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα, πέρα από χριστιανό και Ρωμαίο. Ωστόσο, ο ίδιος δεν συμφωνούσε με την ιδέα ενός ελληνισμού, που θα εμπνεόταν μόνο από την κλασική αρχαιότητα, όπως είχε προταθεί από τον Πλήθωνα. Αντίθετα, επιδίωκε έναν ανανεωμένο και επίκαιρο ελληνισμό, που θα εμπλουτιζόταν από τα αξιόλογα στοιχεία που είχε να προσφέρει ο δυτικός πολιτισμός· έναν ελληνισμό σύγχρονο, ικανό να ανταποκριθεί στις ανάγκες του 15ου αιώνα.

Γεώργιος Τραπεζούντιος

Επιπλέον, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος επαινεί συνειδητά τους αρχαίους Έλληνες για τη συμβολή τους στην παγκόσμια ιστορία και την ίδια στιγμή κατηγορεί τους συγχρόνους του Έλληνες για την ανεπαρκέστατη προσφορά τους στην εξέλιξη του ελληνικού πνεύματος. Συνδύασε, έτσι, τον ελληνοκεντρισμό με τον ελληνοκριτικισμό. Την ίδια στιγμή δήλωνε χριστιανός, πρεσβεύοντας ότι αυτός που συνδέεται και εμπνέεται από το ελληνικό παρελθόν μπορεί να είναι και χριστιανός, χωρίς αυτή του η ιδιότητα να αναιρεί εκείνη του Έλληνα. Τον απασχολούσαν δυο συνιστώσες – Έλληνας και χριστιανός – που δημιουργούσαν μια ταυτότητα, πράγμα που στα μάτια του Πλήθωνα θα φάνταζε τουλάχιστον περίεργο. Παρά τη διαφωνία μεταξύ του Πλήθωνα και του Τραπεζούντιου, και οι δύο τους συμμερίζονταν την άποψη ότι η κύρια απειλή για το ελληνικό γένος ήταν η πολιτισμική αλλοτρίωση. Ως εκ τούτου, η αναφορά του Τραπεζούντιου θέτει υπό αμφισβήτηση το επιχείρημα του Αγγέλου ότι η λέξη Ἓλλην τον 15ο αιώνα σήμαινε Ορθόδοξος.

Επίσης, οι Θεόδωρος Γαζής και Νικόλαος Σεκουνδινός τονίζουν τη διαχρονικότητα του ελληνισμού και την ελληνικότητα των βυζαντινών. Από τη μεριά του ο Βησσαρίων αναφέρεται στο ελληνικό γένος ως γένος ἡμέτερον. Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, πάλι, είχε επισημάνει στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ότι η βασιλεία του θα έπρεπε να έχει ως στόχο της το όφελος του γένους και της κοινής εστίας των Ελλήνων. Απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο, τον προσφωνεί βασιλιά της Ελλάδας (Ὦ τῆς Ἑλλάδος ἣλιε βασιλεῦ), όπως αργότερα και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

Συμπερασματικά, οι Έλληνες φιλόσοφοι του 15ου αιώνα συνέβαλαν στην αναζήτηση μιας ελληνικής ταυτότητας πολύ πριν από τον «νεοελληνικό διαφωτισμό». Η άποψη ορισμένων μελετητών περί του ασύμβατου της ελληνικότητας (ως πολιτισμικής και ιστορικής ταυτότητας) και του χριστιανισμού, δεν μπορεί να υποστηριχθεί από τα συγγράμματα των σπουδαιότερων διανοητών του 15ου αιώνα.  Οι λόγιοι της υστεροβυζαντινής περιόδου θρήνησαν για την πτώση της αυτοκρατορίας και αναζήτησαν υπερηφάνεια στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, εκκινώντας παράλληλα ένα γόνιμο διάλογο για τον προσδιορισμό της ελληνικότητας και της νεοελληνικής ταυτότητας.

Γιώργος Στείρης

Επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Το άρθρο φιλοξενείται και στο: In(telligent) Deep Analysis , Μάιος 2017.


Στο:Ελεύθερο Βήμα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Γραικός, Γεώργιος Στείρης, Ελεύθερο Βήμα, Μανουήλ Χρυσολωράς, Πολιτισμός, Συγγραφέας

Ο βοτανολόγος Θεόδωρος Ορφανίδης και η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου

$
0
0

Ο βοτανολόγος Θεόδωρος Ορφανίδης και η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου


 

Θεόδωρος Ορφανίδης

Ο Θεόδωρος Γ. Ορφανίδης, γεννήθηκε στη Σμύρνη, το 1817 από γονείς Χιώτες. Μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, η οικογένειά του αναγκάστηκε να μετακομίσει. Πέρασε τα παιδικά χρόνια του στη Σύρο και την Τήνο. Μετά την Απελευθέρωση η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και από το 1835 στην Αθήνα, όπου ο ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του και διορίστηκε γραφέας στο Υπουργείο Εσωτερικών.

Στην Αθήνα, επιδόθηκε – μιμούμενος τον Αλέξανδρο Σούτσο – στην πολιτική σάτιρα, εκδίδοντας την ποιητική συλλογή «Ο Μένιππος» (1836) και το περιοδικό «Ο Τοξότης» (1840).

Σε σατιρικό ποίημα της συλλογής του «Ο Μένιππος» προανήγγειλε την ίδρυση του Πανεπιστημίου με τους εξής ευρηματικούς στίχους: «θε να κάμωμεν ακόμα και μεγάλον και τρανόν / το Πανεπιστήμιόν μας εις την πόλιν Αθηνών. / Τότε θε να αναλάμψη στας Αθήνας η σοφία, / και τα καφενεία όλα θα γενούν διδασκαλεία. / Την σοφίαν τότε όλοι απ’ τ’ αυτιά θε να βαστούν, / και σοφίαν κ’ οι βαστάζοι άφευκτα θα εμπλησθούν».

Ωστόσο, επειδή ασκούσε δριμεία κριτική κατά της βαυαρικής αντιβασιλείας με τα γραπτά του, απολύθηκε από τη θέση του στο Υπουργείο και φυλακίστηκε για τρείς ημέρες.

Το 1844, με προσωπική παρέμβαση του Πρωθυπουργού, Ιωάννη Κωλέττη – ο οποίος ήθελε να τον απομακρύνει από την Αθήνα – πήγε με υποτροφία της Ελληνικής Κυβέρνησης στο Παρίσι όπου σπούδασε Φυτολογία κοντά στους διακεκριμένους Καθηγητές Adrien de Jussieu, Adolphe – Théodore Brogniart, Joseph Decaisne και Achille Richard. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα διορίζεται, στις 11 Μαρτίου 1850, Έκτακτος Καθηγητής της Βοτανικής στο Πανεπιστήμιο και στις 18 Αυγούστου 1854 Τακτικός Καθηγητής, θέση στην οποία παρέμεινε για περισσότερο από τριάντα χρόνια.
Το 1862 συμμετείχε ως Πληρεξούσιος του Πανεπιστημίου στη Β’ Εθνική Συνέλευση των Αθηνών, ενώ κατά το ακαδημαϊκό έτος 1867 – 1868 χρημάτισε Πρύτανης.

Υπήρξε ακούραστος ερευνητής της ελληνικής χλωρίδας (chloris hellenica) από το 1848, συλλέγοντας, καταγράφοντας και περιγράφοντας τα διάφορα είδη της, με αποτέλεσμα να διαθέτει μια ιδιαίτερα αξιόλογη συλλογή αποξηραμένων φυτών που αριθμούσε 45.000 είδη, η οποία το 1873 αγοράστηκε από τον ομογενή εθνικό ευεργέτη Θεόδωρο Π. Ροδοκανάκη για να παραχωρηθεί στη συνέχεια στο νεοσύστατο Βοτανικό Μουσείο του Πανεπιστημίου.

Ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα μελετώντας συστηματικά τον φυτικό της πλούτο και δημοσίευσε τα πορίσματα των ερευνών του στο έργο του «Flora Graeca Exciccata». Οι μελέτες του αξιοποιήθηκαν από αρκετούς ευρωπαίους επιστήμονες και τον καθιέρωσαν στον επιστημονικό χώρο.

Με την ιδιότητα του Εφόρου του Βοτανικού Κήπου και του Δημόσιου Δενδροκομείου εισήγαγε στην Ελλάδα άγνωστα ως τότε καλλωπιστικά και άλλα φυτά (π.χ. ευκάλυπτος, φυστικιά κ.ά.) και δραστηριοποιήθηκε στο σχεδιασμό και τη δημιουργία δημόσιων πάρκων, προεξάρχοντος του Εθνικού (Βασιλικού) Κήπου.

Ανακάλυψε πενήντα περίπου είδη ελληνικών βοτάνων και έθεσε τις βάσεις της ελληνικής ονοματολογίας τους, μελετώντας τους αρχαίους (Λατίνους) συγγραφείς και εντοπίζοντας τις αρχαίες ονομασίες που εκείνοι έδιναν στα βότανα. Ασχολήθηκε με την ελληνική αμπελουργία και διέκρινε 111 ποικιλίες που καλλιεργούνταν στην Αττική από τις 480 και πλέον που καλλιεργούνταν σε όλη την Ελλάδα.

-Πήρε μέρος σε πολλά επιστημονικά συνέδρια και εξέδωσε το επιστημονικό περιοδικό «Γεωπονικά» (1872 – 1876), του οποίου κυκλοφόρησαν έξι τόμοι. Σκοπός των δημοσιευμάτων του περιοδικού ήταν «η παροχή γνώσεων καλλιέργειας και κτηνοτροφίας σε ύφος απλούν, συγγενεύον προς τα ήθη και την γλώσσαν των πλείστων αναγνωστών». Για το λόγο αυτό τα άρθρα του παρείχαν «επεξηγήσεις επιστημονικών και βοτανολογικών όρων καθώς και φυσικών, χημικών και κλιματολογικών γνώσεων χρησίμων για τον Γεωπόνο ο οποίος ασχολείται είτε με την καλλιέργεια των φυτών είτε με την ανατροφήν και περιποίησιν των ωφελίμων ζώων».

Στο περιοδικό υπήρχαν μόνιμες στήλες όπως: Δενδροκομία – Ανθοκομία, Στοιχεία βοτανικής αναγκαία εις πάντα άνθρωπον, Φυσικαί και χημικαί γνώσεις αναγκαίαι εις τον Γεωπόνον, Γεωργικά εργαλεία κ.ά., αλλά και άρθρα αφιερωμένα σε ειδικά θέματα. Στη στήλη «Διάφορα» αναφέρονταν γεωργικά και κτηνοτροφικά νέα από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Επίσης υπήρχαν υπέροχα σχεδιαγράμματα συνοδευτικά των κειμένων και παράθεση της επιστημονικής ονομασίας (στα λατινικά) των φυτών στα οποία γινόταν αναφορά. Κληροδότησε στο Πανεπιστήμιο μια πολύτιμη συλλογή του από ξύλα εκατόν πενήντα, περίπου, ελληνικών ειδών δέντρων.

Στις επιστημονικές εργασίες του περιλαμβάνονται: Περί της αυτοφυούς ελληνικής βλαστήσεως (Πρυτανικός Λόγος, 1868) – Catalogus systematicus herbariis florentine (1877) – Σύντομος πραγματεία περί τινών σπουδαίων φυτών, νεωστί καλλιεργηθέντων εν’ Ελλάδι (1870). Επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τόσο η Έκθεσή του σχετικά με την κατάσταση του Φυσιογραφικού Μουσείου του Πανεπιστημίου (1865), όσο και η Έκθεσή του προς την Πρυτανεία του Εθνικού Πανεπιστημίου, σχετικά με την αγορασθείσα από τον Θεόδωρο Π. Ροδοκανάκη και δωρηθείσα στο νεοσύστατο Βοτανικό Μουσείο του Πανεπιστημίου φυτολογική συλλογή του (1874).

Η ακαδημαϊκής του σταδιοδρομία συμπορεύθηκε με τη λογοτεχνία και την ποίηση δημοσιεύοντας έργα του στο περιοδικό «Πανδώρα» και συμμετέχοντας, είτε ως υποψήφιος, είτε ως εισηγητής σε ποιητικούς διαγωνισμούς σε τρείς από τους οποίους διακρίθηκε.

Σύμφωνα με ένα άρθρο του περιοδικού Μπουκέτο – περιοδικό ποικίλης ύλης, του μεσοπολέμου – ο Ορφανίδης έγραψε τον «Καρασεβδαλή» λίγο πριν φύγει για τη Γαλλία, το 1844, όταν είχε έρθει στο Ναύπλιο για να αποχαιρετήσει τους εδώ φίλους του. Ήταν καλεσμένος από τον δήμαρχο Ναυπλίου Σπ. Παπαλεξόπουλο και στο αποχαιρετιστήριο τραπέζι το κρασί τελείωσε νωρίς, οπότε ο Ορφανίδης έστειλε την εξής έμμετρη παράκληση στην οικοδέσποινα, την Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου.

ΤΗι ΚΑΛΛΙΟΠΗι ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ

Δύο λάβετε φιάλας, κι αντ’ αυτών παρακαλώ σας
στείλατέ μου δύο άλλας, πλήρεις όμως και κλειστάς
από το γλυκύ σας μαύρο και από το κόκκινό σας,
το οποίον εμψυχώνει τους αψύχους ποιητάς.

Ο θεάνθρωπος Χριστός μας μετεποίησεν εις οίνον
πλήρεις ύδατος υδρίας εις τον γάμον του Κανά
Συ, Κυρά μου, χωρίς άλλο υπερβαίνεις και εκείνον
επειδή πληροίς δι’ οίνου τας φιάλας τας κενάς!

Η οικοδέσποινα,πιθανόν κολακευμένη από την ελαφρώς βέβηλη σύγκριση, έστειλε μια ντουζίνα μποτίλιες οίνου στην παρέα, και το βράδυ ο Ορφανίδης της παρουσίασε σε περγαμηνή το ποίημα Καρασεβνταλής (αυτός που έχει καρασεβντά, μεγάλο ερωτικό καημό).

Ο Καρασεβνταλής

Ποιός είδε νέον σεβνταλή, καρδιών ποιός είδε κλέφτη,
να εξυπνάει με το αχ! και με το βαχ! να πέφτει;
Ωσάν το χιόνι ν’ αναλεί, σαν το κερί να σβήνει,
και μοναχός το ντέρτι του να πικροκαταπίνει;
Εγώ τον είδα, κ’ εις εμέ εφάνη ο καημένος
ωσάν δερβίσης σκυθρωπός, σαν μπεκτασής θλιμμένος.
Για μιά μικρή Γενί-ντουνιά, πού’ δαν τα δυό του μάτια,
καρά-σεβντάς τον έπιασε, και θα γενεί κομμάτια.
Οπόταν τα μεσάνυχτα αργολαλούν οι κούκκοι,
πηγαίνει και της τραγουδεί με νάι και με μπουζούκι:

»Αμάν, κουζούμ! αμάν, γιαβρούμ! Κάνε, χανούμ, ινσάφι!
Μηδέ καλέμι ουλεμά το ντέρτι μου δε γράφει.
Για σένα εμπαΐλντισα εις τον ντουνιάν επάνω,
κι αν εγεννήθην σεβνταλής, ασίκης θ’ αποθάνω.

Είναι το άσπρο στήθος σου ταζέδικο κα’ι’μάκι,
του Αϊντίν-ισάρ χαλβάς το κάθε σου χεράκι,
μουχαλεμπί και γκιούλ-σερμπέτ ο αναστεναγμός σου,
και του Χατζή-Μπεκίρ λουκούμ ο τρυφερός λαιμός σου΄
ο κάθε λόγος σου γλυκός σαν ραβανί αφράτο
και σαν ζεστός σαράι-λοκμάς με μέλι μυρωδάτο.
Κι είν’ ο σεβντάς μου δυνατός, που να γραφεί δε φτάνει
κι αν γίνει ο ουρανός χαρτί κι η θάλασσα μελάνι.

Τι αγοράζεις κάρβουνα να ψήνεις το φαΐ σου;
Γιαγκίνι έχω στην καρδιά, που τ’ άναψες ατή σου!
Αντίκρυ μου τον τεντζερέ με το φαΐ σου στήσε,
και λάδι στο γιαγκίνι μου με μια ματιά σου χύσε!
Κι ευθύς που ένα Αχ εντέρ! το στόμα μου αναδώσει,
και το φαΐ σου θα ψηθεί κι ο τεντζερές θα λιώσει!
»Αμάν, κουζούμ! αμάν, γιαβρούμ! Κάνε, χανούμ, ινσάφι!
Μηδέ καλέμι ουλεμά το ντέρτι μου δε γράφει.
Για σένα εμπαΐλντισα εις τον ντουνιάν επάνω,
κι αν εγεννήθην σεβνταλής, ασίκης θ’ αποθάνω.

Εσύ ’σαι η χρυσή ουρί, και διά σε, ντουντού μου,
ή ντιπ θα χάσω, ή θα βρω το ρέμπελο το νου μου!
Κι εις το Τζενέτ, στους πρόποδας του πιλαφένιου όρους,
θε να περάσω μετά σού στιγμάς αγγελοφόρους.
Ο βουτυρένιος ποταμός και του μελιού το ρεύμα,
τόσον δεν θα ευχαριστούν του σκλάβου σου το πνεύμα,
όσο το νούρι σου, κουζούμ, και το γλυκό φιλί σου,
και όσο το ναζλίδικο και τρυφερό κορμί σου.

Αμάν, κουζούμ! αμάν, γιαβρούμ! κάνε, χανούμ, ινσάφι!
Μηδέ καλέμι ουλεμά το ντέρτι μου δε γράφει.
Για σένα εμπαΐλντισα εις τον ντουνιάν επάνω,
κι αν εγεννήθην σεβνταλής, ασίκης θ’ αποθάνω!»

Αυτά της λέει ο ντερτιλής και πριν ακόμα φύγει,
σαν του Τσεχνέμ το βάραθρον το στόμα του ανοίγει,
κι ελπίζων ιλαρότερος ο πόνος του να γίνει,
βώλον δραμίων είκοσι αφιόνι καταπίνει.

Πηγές


 

  • Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιον Αθηνών Τμήμα Βιολογίας- Ιστορικά Στοιχεία
  • Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
  • Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών
  • Sarantakos.wordpress.com «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία».

 

Επιμέλεια Κειμένου
Μαρία Βασιλείου
Βιολόγος-Ωκεανογράφος


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βοτανική, Εκπαίδευση, Θεόδωρος Ορφανίδης, Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, Μαρία Βασιλείου, Πρόσωπα, Ποιητές, Συγγραφέας, Φυτολογία, Theodoros Orphanidis

Περίγραμμα οργάνωσης του δημοσίου χώρου στο Άργος της Τουρκοκρατίας

$
0
0

Περίγραμμα οργάνωσης του δημοσίου χώρου στο Άργος της Τουρκοκρατίας – © Γεώργιος Η. Κόνδης, Σύλλογος Αργείων «Ο Δαναός», τόμος ΙΙΙ, Άργος, 2003.


 

Η κοινωνική και οικονομική συγκρότηση ενός χώρου στην ευρύτερή του έννοια (γεωγραφική, χωροταξική, κτλ), είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις συνθήκες και τις ιστορικές συγκυρίες οι οποίες επικρατούν και τον επηρεάζουν. Από την πλούσια βιβλιογραφία που υπάρχει, γίνεται σαφές ότι κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, εντελώς διαφορετικά αναπτύχθηκαν οι ορεινές κοινότητες από τις πεδινές, οι νησιωτικές από τις ηπειρωτικές, οι παράκτιες από εκείνες της ενδοχώρας. Διαφορετικά επίσης αναπτύχθηκαν οι κοινότητες, οι άμεσα υποκείμενες στο δοσιματικό-φορολογικό σύστημα του οθωμανικού κράτους, από εκείνες που αποτελούσαν αντικείμενο συγκεκριμένων προνομιακών διαχειρίσεων (π.χ. βακούφια).

Οι μαχαλάδες του οθωμανικού Άργους, κατά το Ζεγκίνη. Χαρακτηριστικοί οι διασταυρούμενοι οδικοί άξονες. Σημειώνονται με κόκκινο τα δύο κεντρικά τζαμιά του, τα οποία διακρίνονται εμβληματικά και στην γκραβούρα του Coronelli, στην οποία αποτυπώνονται και μικρότερα οξυκόρυφα κτίρια, πιθανότατα μικρότεροι ιεροί χώροι.

Η περίπτωση που εξετάζουμε σήμερα παρουσιάζει όλα τα στοιχεία της γενικότερης ιδιομορφίας της Πελοποννήσου. Το γεγονός δηλαδή, ότι για τρεις δεκαετίες (1685-1715) είχε καταληφθεί από τους Βενετούς, για να ανακαταληφθεί από τους Τούρκους την περίοδο 1715-1821. Θα πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι η έλλειψη πληροφοριών για την καθημερινή ζωή και τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες στο Άργος της Τουρκοκρατίας, αναγκάζουν τον ερευνητή να εντάξει τις παρατηρήσεις και τις ειδικές αναφορές, στο γενικότερο πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας των δημόσιων χώρων των ελληνικών κοινοτήτων της Τουρκοκρατίας.

Έτσι λοιπόν, ένα πλήθος χαρακτηριστικών στοιχείων καθόρισαν την οργάνωση, τη λειτουργία και τους τύπους ανάπτυξης των κοινοτήτων αυτών. Από τα στοιχεία αυτά το κυριότερο είναι, ασφαλώς, η προνομία της αυτοδιοικήσεως η οποία αποτέλεσε και το καθοριστικό γνώρισμα του δημοσίου…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης του κυρίου Γεωργίου Κόνδη πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Περίγραμμα οργάνωσης του δημοσίου χώρου στο Άργος της Τουρκοκρατίας


Στο:Άργος, Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ψηφιακές Συλλογές Tagged: 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Άργος - Ιστορικά, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Γεώργιος Κόνδης, Ιστορία, Ψηφιακές Συλλογές, Ottoman

Η κοινωνική και πολιτική οργάνωση των Ερμιονέων στην Αρχαιότητα, μέσα από έμμετρες επιγραφές

$
0
0

Η κοινωνική και πολιτική οργάνωση των Ερμιονέων στην Αρχαιότητα, μέσα από έμμετρες επιγραφές* –  © Γεωργία Κ. Κατσαγάνη, Δρ. Κλασικής Φιλολογίας


 

Στη μελέτη αυτή θα επικεντρωθούμε στα χαρακτηριστικά της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης των Ερμιονέων στην Αρχαιότητα. Ειδικότερα, θα μας απασχολήσει η επιβεβαίωσή τους από επιγραφικές μαρτυρίες, που περιέχονται σε επιγραφές και μάλιστα έμμετρες, διότι σε αυτές ενυπάρχει και το στοιχείο της λογοτεχνικότητας.

Η ονομασία Ερμιόνη

Προσωπογραφία της Ερμιόνης, κόρης του Μενέλαου και της Ωραίας Ελένης, από την έκδοση:
Guillaume Rouillé, «Promptuarii Iconum Insigniorum», Lyon, France 1553.

Η Ερμιών ή Ερμιόνη είναι μια από τις αρχαιότερες πόλεις στο νοτιοανατολικό άκρο της Αργολίδος. Ιδρύθηκε από Δρύοπες που εκτοπίστηκαν από την κεντρική Ελλάδα, μετά την κάθοδο των Δωριέων. Οι τελευταίοι κυριάρχησαν στην περιοχή της Αργολίδος, και με κέντρο το Άργος επεκτάθηκαν σταδιακά σε ολόκληρη την Αργολίδα και κατέλαβαν και την πόλη της Ερμιόνης.

Σύμφωνα με μυθολογική παράδοση οικιστής της αρχαίας Ερμιόνης ήταν ο Ερμίων, γιος του Εύρωπος και εγγονός του Φορμίωνος, του βασιλιά του Άργους, και σε αυτόν οφείλει το όνομά της η πόλη. Στα Σχόλια στην Ἰλιάδα του Ομήρου [1] αναφέρεται ότι η Ερμιόνη έλαβε την ονομασία της από το ρ. ὁρμίζω, επειδή ο Ζεύς και η Ήρα σε αυτό το σημείο ορμίσθηκαν (αγκυροβόλησαν) φτάνοντας από την Κρήτη. Μαρτυρία για ονομασία του τοπωνυμίου Ερμιόνη από την κόρη του Μενελάου και της Ελένης δεν τεκμηριώνεται από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς.

Επιστημονικά, η ονομασία Ερμιών ή Ερμιόνη, κατά μία εκδοχή, παράγεται παρὰ τὸ εἵρω, τὸ ἁρμόζω, ἀφ’ οὗ Ἑρμῆς, Ἑρμίων καὶ παράγωγον, Ἑρμιόνη[2] Άλλοι θεωρούν ότι προέρχεται από το ουσ. ἕρμα, που σημαίνει, το ύψωμα, τον λόφο, το βουνό, τον σωρό χωμάτων ή λίθων [3].

Στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς οι λλ. Ἑρμιόνη, Ἑρμιονεὺς και Ἑρμίονες απαντούν περισσότερες από τριακόσιες φορές.

 

Η πολιτική οργάνωση της Ερμιόνης

Στην Ερμιόνη αξιωματούχοι που έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική ή οικονομική ζωή της ήταν ο ταμίας και ο νομογράφος (IG IV 679), οι άρχοντες, οι δαμιουργοί (IG IV 679), ο στρατηγός (IG IV 743), ο τοξάρχης, επιφορτισμένος με αστυνομικές αρμοδιότητες (IG IV 698), ο περιηγητής (IG IV 723), δηλ. ο ξεναγός ή ο θρησκευτικός λειτουργός, και ο αρχίατρος (IG IV 723). Με βάση τις επιγραφές, στην πόλη υπήρχε και βουλή [4].

Η θρησκευτική ζωή στην Ερμιόνη

Κατά τον Παυσανία [5], στον λόφο Πρώνα [6] βρισκόταν το ιερό της Χθονίας Δήμητρος [7]. Κατά τον ίδιο συγγραφέα, στην Ερμιόνη λατρευόταν η Δήμητρα και Κόρη, η Δήμητρα Θερμασία, ο Απόλλων Πυθαεύς, ο Απόλλων Όριος, ο Απόλλων Πλατανίστιος, η Ήρα, ο Ήλιος, οι Χάριτες, η Αθηνά Προμαχόρμα [8], η Αφροδίτη Ποντία και Λιμενία, η Εστία, η Άρτεμις, η Παρθένος Ήρα, ο Άρης, ο Ποσειδών, η Ειλείθυια, ο Ήλιος, και οι ανατολικοί θεοί Σάραπις και Ίσις [9].

Κατά τον ίδιο συγγραφέα [10], στην Ερμιόνη υπήρχε και ναός του Μελαναίγιδος Διονύσου, προς τιμήν του οποίου τελούνταν αγώνες και απονέμονταν βραβεία για τη μουσική, την κολύμβηση και τον συναγωνισμό πλοίων.

Η οικονομική ζωή στην Ερμιόνη

Η Ερμιόνη με βάση τις αρχαίες πηγές, διέθετε νομισματοκοπείο [11]. Από την κλασική εποχή και κυρίως μετά το έτος 380 π.Χ., η Ερμιόνη ως πόλη έκοπτε αργυρά νομίσματα με εμβλήματα της Χθονίας Δήμητρος, στον εμπροσθότυπο των οποίων παριστανόταν η κεφαλή της θεάς και στον οπισθότυπο δύο στάχυα που σχημάτιζαν στεφάνι, μέσα στο οποίο υπήρχαν τα κεφαλαία γράμματα ΕΡ [12]. Στην ελληνιστική περίοδο η Ερμιόνη έκοπτε νόμισμα που στον μεν εμπροσθότυπο παριστανόταν η κεφαλή του Διός ενώ στον οπισθότυπο το  μονόγραμμα ΑΧ (από τη λ. ΑΧΑΙΟΙ) και στην περιφέρεια υπήρχε η φράση Ἀχαιῶν ρμιονέων. Στην αυτοκρατορική περίοδο, στον εμπροσθότυπο του νομίσματος παριστανόταν η κεφαλή ενός από τους Αντωνίνους και στον οπισθότυπο κάποια από τις προαναφερόμενες θεότητες ή ένας άνδρας που οδηγούσε αγελάδα για θυσία.

Η πνευματική ζωή στην Ερμιόνη

Η Ερμιόνη διακρινόταν για τη μουσική και ποιητική παράδοσή της: Σημαντικότερος όλων ο μουσικός και ποιητής του 6ου αι. π.Χ. Λάσος [13]. Στα Σχόλια [14] των Νεφελών του Αριστοφάνη γίνεται αναφορά στον λυρικό ποιητή και κιθαριστή Κυδίδη· στη βιογραφία του Πλουτάρχου για τον Θεμιστοκλή [15], γίνεται αναφορά στον Επικλή, κιθαριστή των αρχών του 5ου αι. π.Χ. Σημαντικά ονόματα, επίσης, είναι ο ποιητής προσοδίων Πυθόνικος Νίκιος (3ος αι. π.Χ.)[16], τα αδέλφια Παντακλής και Πυθοκλής γιοι του Αριστάρχου (3ος αι. π.Χ.) [17], ο αυλητής Θεόπομπος (3ος αι. π.Χ.) [18], και δύο αδέλφια υποκριτές, ο Ονασικράτης και ο Ποσείδαιος, γιοι του Σωφρονίωνος (1ος αι. π.Χ.) [19].

Διάλεκτοι της αργολικής χερσονήσου

Η συνύπαρξη δύο διαλέκτων στην αργολική χερσόνησο, δηλ. της Αργειακής, που χρησιμοποιούνταν στο Άργος, και της Αργολικής που χρησιμοποιούνταν στην υπόλοιπη Αργολίδα, αποτελεί μοναδικό φαινόμενο, επειδή αυτό δεν απαντά σε άλλο γεωγραφικό χώρο. Σημαντικό ρόλο για τη δημιουργία του φαίνεται να έπαιξαν γεωφυσικοί παράγοντες (λοφώδης περιοχή της χερσονήσου ως διαχωριστική γραμμή) και πολιτικοί (ελλιπής πολιτική ενότητα της περιοχής) αλλά και η ανομοιογενής σύσταση του πληθυσμού: Οι Δωριείς με την κάθοδό τους στην Αργολίδα βρήκαν έναν εθνογραφικά ανομοιογενή πληθυσμό, διότι εκτός από τους Ίωνες, η παρουσία των οποίων μαρτυρείται στην Επίδαυρο και την Τροιζήνα, στην Αργολίδα ήταν εγκατεστημένα και παλαιοαχαϊκά φύλα [20].

Με αυτά τα εισαγωγικά στοιχεία, επιλεγμένα από κείμενα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, λεξικογράφους, επιγραφικά δεδομένα και τη μυθολογική παράδοση, παρουσιάσαμε σύντομα αλλά, πιστεύω, περιεκτικά τη σημαντική πολιτισμική ανάπτυξη που διέκρινε την Ερμιόνη στην ιστορική πορεία της, στους Αρχαίους χρόνους, και ταυτόχρονα δώσαμε το πλαίσιο για την πληρέστερη κατανόηση του περιεχομένου των επιγραφών που ακολουθούν.

Η πρώτη από τις έμμετρες επιγραφές (IG IV 682), που βρέθηκε, κατά τον Kaibel,[21] στην Ερμιόνη, ήταν χαραγμένη σε βάση η οποία σήμερα δεν σώζεται. Ο Fraenkel[22] εξέδωσε τo κείμενο από σχέδια του Fourmont·  στον Boeckh οφείλονται πολλές συμπληρώσεις συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων του αναθέτη και του τιμώμενου προσώπου, τα οποία επιβεβαιώθηκαν στον κατάλογο των νικητών στα Σωτήρια[23] του έτους 265 π.Χ.

 

Χρονολόγηση

 265-255 π.Χ. Nachtergael[24].

Δημοσιεύσεις

 CIG I iv 1212 με απόγρ.   Kaibel 1965 ανατ. [1878]: 926   Cougny 1890: 47 αρ. 291 ἄλλο   IG IV 682   Nachtergael 1977: 15 bis    Mickey 1981: vol. II κεφ. 3.A-41 Β113    Κωστούρος 2008: τόμ. Β΄ 168 αρ. 179.

 

             [Παν]τακλῆς μἀνέθηκεν· ἀδελφεός εἰμι δ’ ἐκείν[ου] |

                         [Πυθο]κλέης πλείστων ἀντιτυχὼν ἀέθλων·|

             [ἑλλαδικαὶ ν]ῖκ[αι] τ[ρε]ῖς καὶ δέκα, τὰς [Νεμέηι619 τε] |

                         [καὶ π]α<ρ><Π>ειρήνην Κασταλίαν τ’ ἔλ[α]βον, ǁ

5          [τὰς δ’ ἄλλας Ζεὺ]ς οἶδε[ν] Ὀλύμπ[ι]ος ὡς ἐτύμας [τοι] |

                         [εἰπεῖν ἐξ ἱ]ε[ρ]οῦ [φθ]εγγόμενος στόματος·|

             [ἄσπετα δ’ ἄλλων φ]ῦλ’ οὐ[κ ἄ]ν τις ἀ[ρ]ι[θ]μήσειεν, |

                         [οὓς ἀν’ Ἀχαιίδα] γῆ[ν ἠ]γαγόμ<η>ν στεφάνους, |

             [ἀλλ’ ὁπόσ’ αὐλωι]δός τε καὶ ἐγκυκλίοισι χοροῖσιν ǁ

10                    [ὅσσα τε ῥαψωι]δός, ταῦτα καταγράφεται, |

             [ἡνίκα Βοιωτῶν] με [π]αν[ήγυ]ρι[ς] ἐστεφάν[ω]σεν |

                        – υ υ – υ υ – πρῶτ[π]ε[ν]εγ[κά]μεν[ον]· |

             χὠ στέφανος Μούσαις Ἑλι[κω]νίσι καὶ Διονύσ[ωι] |

                         [Κ]αδμείωι, τρίτατ’ ἦν κῦδος ἐμοῖς γενέταις·ǁ

15         [κ]αὶ [β]ασιλεῖς δώροισί [μ’] ἐτίμησαν τὸν ἀοιδὸν |

                         [υ]ἱὸν Ἀριστάρχου, θεοῖς φίλον, Ἑρμιονῆ.

 

Ο Παντακλής μ’ ανέθεσε. Είμαι ο αδελφός του ο Πυθοκλής, που κέρδισα πολυάριθμα βραβεία. Οι ελληνικές μου νίκες είναι δεκατρείς. Τις κατήγαγα στη Νεμέα και στην Πειρήνη και στην Κασταλία. Ο Ολύμπιος Δίας γνωρίζει τις άλλες που μπορεί να τις πιστοποιήσει με βεβαιότητα, διακηρύσσοντάς τες με τη θεία του φωνή. Δεν θα μπορούσε κάποιος να μετρήσει τα αναρίθμητα στεφάνια που έφερα στην αχαϊκή γη. Όλα όμως τα βραβεία που πήρα ως αυλωδός συνοδεύοντας κυκλικούς χορούς, όλα όσα πήρα ως ραψωδός, όλα αυτά ακολουθούν, από τη στιγμή που με στεφάνωσε η εορτή των Βοιωτών, παίρνοντας το πρώτο βραβείο. Και το στεφάνι μου ήταν δόξα για τις Μούσες του Ελικώνα και για τον Κάδμειο Διόνυσο και, τρίτον, ήταν δόξα για τους γονείς μου. Και βασιλείς με τίμησαν με τα δώρα τους, εμένα τον τραγουδιστή, γιο του Αριστάρχου, αγαπημένο των θεών, από την Ερμιόνη.

Η επιγραφή αποτελείται από οκτώ ελεγειακά δίστιχα. Στον 1ο, στον 9ο και στον 15ο στίχο τομή η κατά τρίτον τροχαίο∙ στον 3ο, στον 5o, στον 11o και στον 13ο η βουκολική διαίρεση, και στον 7ο η πενθημιμερής τομή.

[Πυθο]κλῆς: Πολυπράγμων τεχνίτης, καταγόμενος από την Ερμιόνη, μετείχε στα Σωτήρια των Δελφών ως ιερεύς των Τεχνιτών [25] επί άρχοντος [Πειθαγόρα] (μεταξύ 265 και 258; π.Χ.) και επί δύο άλλων άγνωστων αρχόντων. Εμφανίστηκε στα Σωτήρια και επί άρχοντος Εμμενίδα (259/8 ή 255/4; π.Χ.) ως χορευτής. Το όνομά του υπάρχει σε πέντε θραύσματα καταλόγων των Σωτηρίων. [26] Σε ανάλογες εμφανίσεις του οφείλονται οι τιμές που του έχουν αποδώσει οι Δελφοί με προγενέστερο ψήφισμα επί άρχοντος Θεσσαλού (270/269 π.Χ.) [27]. Από τους καταλόγους γίνεται εμφανές ότι διακρίθηκε ως [αὐλωι]δὸς(σε συμπλήρωση), χορευτὴς και [ραψωι]δὸς(σε συμπλήρωση) στον Ισθμό, στις Θεσπιές, στη Θήβα και ίσως στο Δίον. [28]

[Παν]τακλῆς [29]: Εμφανίστηκε στα Σωτήρια των Δελφών επί άρχοντος Εμμενίδα (259/8 ή 255/4; π.Χ.) και επί άρχοντος [Πειθαγόρα], πιθανώς, λίγο ενωρίτερα, και ανέθεσε ανδριάντα του αδελφού του Πυθοκλή [30].

Ἀρίσταρχος: Ως κύριο όνομα απαντά μία φορά ακόμη στην Τροιζήνα (IG IV 773), και τρεις φορές στην Επίδαυρο, από τον 5ο έως τον 2ο αι. π.Χ.

Η επιγραφή ανήκει στον δομικό τύπο ὁ δεῖνα μ’ ἀνέθηκε, και από άποψη δομής είναι τεχνικά άρτια: Παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά μιας παραγράφου, όπου οι στίχοι 1-2 αποτελούν τη θεματική πρόταση, οι 3-14 το κυρίως μέρος και οι 15-16 την πρόταση κατακλείδα∙ καθένα από τα μέρη αποτελεί και διαφορετική ενότητα. Η θεματική πρόταση και η πρόταση κατακλείδα θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία «πλήρη» έμμετρη επιγραφή, χωρίς την παρεμβολή του κυρίως μέρους, όπου αναφέρονται οι λεπτομέρειες, οι οποίες, προφανώς, θεωρούνται απαραίτητες από την ποιητή, λόγω του πλήθους των νικών του Πυθοκλή σε μουσικούς αγώνες διάφορων πόλεων της Ελλάδος.

Στην α΄ ενότητα (στίχοι 1-2) με πρωτοπρόσωπη αφήγηση ο Πυθοκλής δηλώνει ότι ο ανδριάντας του αποτελεί ανάθεση του αδελφού του Παντακλή, ταυτόχρονα δίνει και αδρομερώς την προσωπικότητά του: Είναι νικητής σε πάρα πολλούς αγώνες. Η ίδρυση μνημείου από αδελφό είναι συνηθισμένο φαινόμενο στις επιγραφές όλων των περιοχών (IG II2 3934, κ.α., IG IV 689, 726, κ.α.) Στην παρούσα περίπτωση αποδεικνύεται η ακεραιότητα του χαρακτήρα του αναθέτη και η απουσία ζηλοφθονίας, διότι ο Παντακλής, βάσει των καταλόγων των Σωτηρίων και των ψηφισμάτων, φαίνεται να υστερούσε έναντι του αδελφού του.

Στην β΄ ενότητα (στίχοι 3-14) απαριθμούνται οι νίκες που πραγματοποιήθηκαν σε πανελλήνιες και σε τοπικές εορτές: δεκατρείς νίκες ([ἑλλαδικαὶ ν]ῖκ[αι] τ[ρε]ῖς καὶ δέκα) στους μεγάλους αγώνες της Ελλάδος, στα [Νέμεια], στα Ίσθμια και στα Πύθια[31] ενώ νίκη στους Ολυμπιακούς αγώνες δεν διαφαίνεται, διότι σ’ αυτούς δεν είχαν ενταχθεί οι μουσικοί αγώνες[32]. Ο ποιητής με αριστοτεχνικό τρόπο χρησιμοποιώντας τη μετωνυμία παραθέτει τα ονόματα των περιοχών ([καὶ π]αρὰ Πειρήνην (Ίσθμια) Κασταλίαν τε (Πύθια)) που συμμετείχε ο Πυθοκλής, αντί για τα ονόματα των ίδιων των αγώνων, και θεωρεί απαραίτητο να επικαλεστεί τον Ολύμπιο Δία [33], για να τις επιβεβαιώσει με το ιερό του στόμα, μετωνυμική χρήση του ιερού Διός.

Στη συνέχεια, απαριθμούνται οι ιδιότητες του Πυθοκλή: Ήταν αυλωδός, ραψωδός και επικεφαλής των χορών ανδρών και παίδων (ὁπόσ’ αὐλωι]δός τε καὶ ἐγκυκλίοισι χοροῖσιν [ὅσσα τε ῥαψωι]δός[34]. Για τις νίκες που έχει καταγάγει ο ίδιος στα Μουσεία των Θεσπιών και στα Αγριώνια της Θήβας, αποκόμισε στεφάνια που τα έφερε ως έπαθλο στην πατρική του γη, την Ερμιόνη. Η επιμονή του ποιητή στην παρουσίαση των νικών του Πυθοκλή στους αγώνες της Βοιωτίας (Μουσεία, Αγριώνια) οφείλεται στο γεγονός ότι ο Πυθοκλής, αν και καταγόταν από την Ερμιόνη, ανήκε στο «βοιωτικό τμήμα των Τεχνιτών του Ισθμού και της Νεμέας» [35].

Μεγαλύτερη τιμή αποτέλεσε για τον Πυθοκλή η νίκη του στα Μουσεία των Θεσπιών, όπου δόξασε τις Μούσες του Ελικώνα, τις προστάτισσες της Μουσικής∙ η νίκη του αυτή υπερείχε των άλλων νικών του ως αυλωδού στους κύκλιους χορούς. Επίσης, νίκησε και στα Αγριώνια των Θηβών, εορτή προς τιμήν του Καδμείου Διονύσου, τοπικού θεού της Βοιωτίας. Επιπλέον, αποτελεί τιμή και για τους γονείς που τον  ανέθρεψαν. Δεν προκύπτει, βέβαια σαφώς, αν τους γονείς τούς αναφέρει τελευταίους (τρίτατ᾿), λόγω σεμνότητας ή βαθιάς πίστης στις θεότητες –ἀπὸ θεοῦ ἄρξασθαι– ή για έμφαση, οπότε θα υπάρχει μια αμυδρή παρουσία priamel [36]. Βέβαια, αν ίσχυε το τελευταίο, ίσως θα έπρεπε αυτό να αναφέρεται σαφέστερα.

Στην γ΄ ενότητα (στίχοι 15-16) ο Πυθοκλής διατείνεται ότι έχει τιμηθεί από βασιλείς. Αν και δεν αναφέρεται κανένα όνομα, η χρήση του πληθ. αριθμού δεν φαίνεται να είναι υπερβολή, δεδομένου ότι οι μονάρχες της ελληνιστικής εποχής προστάτευαν τους Τεχνίτες και τους απέδιδαν τιμές [37]. H άποψη του Fraenkel [38] ότι βασιλείς είναι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, είναι άνευ ερείσματος, αφού η επιγραφή χρονολογείται με ασφάλεια στον 3ο αι. π.Χ. Καθώς ο ανδριάντας του Πυθοκλή στήθηκε στους Δελφούς, κρίθηκε απαραίτητο να αναγραφεί το πατρώνυμο και το εθνικό του όνομα. Στο σύνολο του ποιήματος ο ποιητής επιδεικνύει μεγάλη ευχέρεια στη σύνθεσή του, και με τη χρήση επικού λεξιλογίου (ἀδελφεός, τρίτατ’, κῦδος, κ.ά.) του προσδίδει μεγαλοπρέπεια και σοβαρότητα.

Η δεύτερη επιγραφή (IG IV 743) ήταν χαραγμένη σε πέτρα εντοιχισμένη –κάποτε– σε δεύτερη χρήση στον ναό της Παναγίας στην Ερμιόνη. Σήμερα η πέτρα έχει χαθεί. Αντίγραφο της επιγραφής έκανε ο Boeckh το 1868.

 

Χρονολόγηση

 2ος/3ος αι. μ.Χ. LBW[39], βάσει της μορφής των γραμμάτων.

Δημοσιεύσεις

 LBW 75 αρ. 159g   Kaibel 1965 ανατ. [1878]: xxiii αρ. 1046a   Cougny 1890: 309 αρ. 115 ἄλλο   IG IV 743.

 

Tὸν Παρθενῶνα τόνδ’ ἔτε[υξε – υ -] |

πορὼν θεῆς Δήμητρος ἱερείαις [ἕδος] |

ἐπὶ στρατηγοῦ τοῦ νέου Πα[- υ -].

 

Τον Παρθενώνα αυτόν εδώ κατασκεύασε […], προσφέροντας στέγη στις ιέρειες της Δήμητρος, όταν ήταν στρατηγός ο νέος […].

Μέτρο το ιαμβικό τρίμετρο, με πενθημιμερή τομή στον 1ο στίχο και στον 3ο, και εφθημιμερή στον 2ο.

Η επιγραφή ανήκει στον δομικό τύπο ὁ δεῖνα ἔτευξε τόδε. Αν και στις IG IV εντάσσεται η επιγραφή στα varia, αυτή έχει τα χαρακτηριστικά των αναθηματικών, και δεν ομοιάζει με απλή οικοδομική: ρήμα ανάθεσης (ἔτε[υξεν]), θεότητα που ανατίθεται το αντικείμενο είναι η Δήμητρα, αντικείμενο και είδος ανάθεσης είναι ναός (ἕδος). Ωστόσο, η χρονολόγηση (ἐπὶ στρατηγοῦ τοῦ νέου Πα[- υ -]) δίνει επίσημο δημόσιο χαρακτήρα.

Κατά τον Rouse, [40] στη ρωμαϊκή εποχή οι αναθέσεις δεν αποτελούν απλή προσφορά των πιστών, αλλά μέσο για την προβολή τους και για την κολακεία αυτών για τους οποίους αναθέτουν. Όμως, είναι γνωστό ότι η θεότητα δεν διαφέρει πολύ από τους πιστούς της, επομένως ευχαριστείται, εξευμενίζεται με δώρα. Σ’ αυτή τη βασική για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο αντίληψη στηρίζεται η ίδρυση του ναού, που θα εξυπηρετεί την ανάγκη της θεάς Δήμητρος να διαθέτει τον δικό της χώρο κατοικίας και λατρείας.

Η Δήμητρα κατείχε κεντρικό ρόλο στη θρησκευτική ζωή της Ερμιόνης, στην οποία ήταν αφιερωμένα αρκετά ιερά και όπου λατρευόταν ως Χθονία, με μυστηριακές τελετές (Παυσανίας, 2.35.4)∙ ο ίδιος συγγραφεύς (2.35.7 κ.ε.) αναφέρει ότι οι ιέρειες της Δήμητρος ήταν γραίες. Πιθανότατα, δε να ήταν παρθένες. Έτσι, μπορούμε να δικαιολογήσουμε τον χαρακτηρισμό του ναού της Δήμητρος ως Παρθενῶνος. Οι ιέρειες της Δήμητρος, λοιπόν, αποκτούν οικοδόμημα για τη στέγασή τους στη ρωμαϊκή εποχή, ἐπὶ δεῖνος στρατηγοῦ . . . , χωρίς να γίνεται εμφανές αν αυτό οφείλεται σε δημόσια ή ιδιωτική πρωτοβουλία∙ μάλλον, οφείλεται στην πρώτη, διότι δεν φαίνεται πιθανό να κτίζεται κάτι με ιδιωτική πρωτοβουλία και να έχει δημόσια χρονολόγηση, χωρίς την έγκριση της πόλης ή κάποιου σώματος.

Η επιγραφή αποτελεί τη μοναδική μαρτυρία για ύπαρξη στρατηγού στην Ερμιόνη, οι αρμοδιότητες του οποίου στην Αθήνα της ρωμαϊκής εποχής περιγράφονται από τον Φιλόστρατο (Σοφ. 1.23.1). Απορία δημιουργεί το επίθετο νέου που προτάσσεται του ονόματος του στρατηγού∙ ίσως, αυτό τίθεται σε αντιδιαστολή προς κάποιον ομώνυμό του πρεσβύτερο.

Μια άλλη επιγραφή, αναθηματική και αυτή είναι χαραγμένη σε ελαφρώς κυρτή μαρμάρινη βάση, ύψους 0,86 μ. και μήκους 0,85 μ. Σήμερα είναι εντοιχισμένη στην εξωτερική όψη του Ιερού του ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στην Ερμιόνη.

Χρονολόγηση

3ος αι. μ.Χ. SEG 17: 164, βάσει εξωτερικών στοιχείων της επιγραφής.

Δημοσιεύσεις

IG IV 700    Vermaseren 1982: 2.480.

Ἠελίῳ βασιλῆι, θεῷ Ὑπερείονι βωμὸν |

                 σηκοῖς πὰρ Μητρὸς εἵσατο ἀθανάτων.

 

Για τον βασιλιά Ήλιο, τον Υπερίονα θεό, ανέθεσε βωμό κοντά στα ιερά της Μητέρας των αθανάτων.

Μέτρο το ελεγειακό δίστιχο, με κατά τρίτον τροχαίο τομή στον 1ο στίχο [41].

Η επιγραφή ανήκει στον δομικό τύπο (ὁ δεῖνα) ἀνέθηκε τῷ δεῖνι. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, και με αυτή γίνεται φανερή η αντικειμενικότητα των ειδήσεων που παρέχει ο αφηγητής. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι για πρώτη φορά στις αναθηματικές έμμετρες επιγραφές της Αργολίδος απουσιάζει το όνομα του αναθέτη, αφού στη βάση διακρίνεται σαφέστατα η λ. βασιλῆι αντί Κασίλης του Fraenkel [42].  Άλλωστε, αυτό το κύριο όνομα δεν απαντά πουθενά στις επιγραφές. Κατά τον Τρυπάνη, [43] στις έμμετρες αναθηματικές επιγραφές ουδέποτε παραλείπεται το όνομα του αναθέτη, και αυτό διότι «ήδη από τους πρώτους αιώνες ο αναθέτης μεταχειρίζεται την επιγραφή ως μέσο προς επίδειξη και διαιώνιση του ιδίου ονόματος». Αυτό συμβαίνει σπανιότατα, και μάλιστα, όταν ο ποιητής επιθυμεί να αποδώσει καθολικότερο νόημα στα λεγόμενα∙ εδώ δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Με δεδομένο ότι η βάση είναι ελαφρώς κυρτή, πιθανότατα, αυτή να ήταν τμήμα ενός κυκλικού βάθρου, όπου σε άλλο τμήμα στα αριστερά, ίσως, αναγραφόταν το όνομα του αναθέτη.

Η ανάθεση γίνεται στον Υπερίονα Ήλιο, τον βασιλιά θεό. Η έκφραση Ὑπερίονος Ἠελίοιο είναι ομηρική (Ἰλ. Θ 480, Ὀδ. α 8 και μ 263). Το ουσιαστικοποιημένο επίθετο με την ίδια μορφή απαντά σε επιγραφή της Φρυγίας (MAMA I 390) και σε επιγραφή της Ίμβρου (IG XII.3 74). Στη Σούδα σ. λ. Ὑπερίονα: τὸν ἥλιον, ὑπὲρ ἡμᾶς ἀνατέλλοντα. καὶ Ὑπεριονίδης, ὁ αὐτός. Στη λατρεία του Ηλίου στην Ερμιόνη αναφέρεται ο Παυσανίας (2.34.10). Η επιγραφή παρουσιάζει πρωτοτυπία: Γίνεται ανάθεση αυτόνομη στον Θεό Ήλιο, στο Ιερό της Μητέρας των Θεών, άλλης ονομασίας της Μεγάλης Μητέρας ή της φρυγικής Μητέρας Κυβέλης για αρκετές περιοχές της Ελλάδος [44]. Με τον χαρακτηρισμό της ως Μητρὸς ἀθανάτων υποδηλώνεται η ιδιότητά της ως μητέρας όλων των θεών. Ήδη στο Άργος (Παυσανίας, 2.18.3) και την Τροιζήνα (Παυσανίας, 2.31.5) υπήρχε βωμός του Ηλίου. Από την παρούσα επιγραφή δίνεται η πληροφορία για βωμό του στην Ερμιόνη∙ ο βωμός, κατά τη συγκεκριμένη επιγραφή, ανατέθηκε στους σηκούς [45] του ναού της Μητέρας των θεών [46]. Ο Παυσανίας (2.34.10) αναφέρει ύπαρξη ναού του Ηλίου στην ίδια περιοχή. Από την παρουσία της λ. Ὑπερείων και της έκφρασης Μητρὸς ἀθανάτων ο αναθέτης προερχόταν, πιθανότατα, από τις ανατολικές περιοχές της Μεσογείου.

Τέλος, μία τέταρτη επιγραφή (Peek 1941: 68-69 αρ. 16) είναι χαραγμένη σε βάση μαρμάρινη με μορφή βωμού –ύψους 0,95 μ., μήκους 0,59 μ. και πάχους 0,55 μ.– βρίσκεται σήμερα in situ εντός του βυζαντινού τείχους της Ερμιόνης, στη θέση Μπίστι. Στην επάνω πλευρά υπάρχουν ίχνη δύο πελμάτων. Στην 8η αράδα μετά το ἅμα τ’ υπάρχει στη βάση χαραγμένη απόστροφος.

Χρονολόγηση

 3ος ή/και 2ος αι. μ.Χ. Ζουμπάκη[47].

Δημοσιεύσεις

 Peek 1941: 68-69 αρ. 16    SEG 11: 384    Peek 1988 ανατ. [1955]: 1773.

 

(i)                     Σῶμα μὲν εἰς αἰῶνα | λυθέν, ψυχὴ δὲ ἐς Ὄλυμπον

                          ἀρτιτελὴς ἀνoροῦσa | λίπεν πόθον οἰκείοισιν. ‖

                          Λουκίου ἠνορέης [κ]αὶ σ[ω]| φροσύνης μέγα ἄγαλμ[α], |

                          ὅς ποτ’ ἔην εἱρεὺς καὶ ἀγ̣[ω]|νοθέτης ἅμα τἄρχων∙|

              5          ὃν στῆσεν φιλέουσα γυν[] ‖ ψηφίσματι βουλῆς. |

(ii)                    Ψ(ηφίσματι) β(ουλῆς).

 

Το σώμα που διαλύθηκε διά παντός και η ψυχή που πρόσφατα αναλήφθηκε στον Όλυμπο άφησε στους συγγενείς σφοδρή λαχτάρα. (Αυτός είναι) ο σπουδαίος ανδριάντας της γενναιότητας και της σύνεσης του Λουκίου, που ήταν κάποτε ιερεύς και αγωνοθέτης και ταυτόχρονα άρχων∙ τον έστησε η αγαπημένη του γυναίκα με ψήφισμα της βουλής. Με ψήφισμα της βουλής.

Μέτρο το δακτυλικό εξάμετρο, με εφθημιμερή τομή στον 1ο και στον 5ο στίχο, πενθημιμερή στον 3ο και στον 4ο, και κατά τρίτον τροχαίο στον 2ο.

Λούκιος: Κατά τη Ζουμπάκη, [48] το praenomen Λούκιος της παρούσας επιγραφής και των επιγραφών IG IV 726, SEG 11: 385 δεν μπορεί να αναφέρεται σε ρωμαίο πολίτη, διότι, αν συνέβαινε αυτό, θα έπρεπε να υπάρχει οπωσδήποτε και nomen και ίσως και cognomen [49]. Επομένως, επειδή αυτό χρησιμοποιείται μεμονωμένα, δεν αποτελεί όνομα γένους αλλά προσωπικό όνομα. Σύμφωνα με το stemma της Ζουμπάκη [50] και τη χρονολόγηση των προηγούμενων μελετητών (βλ. υποσ. 38) ο Λούκιος της παρούσας επιγραφής είναι ή ο πατέρας της Λουκίας, της συζύγου του Επικτήτου (SEG 11: 385), που φαίνεται να έζησε τον 2ο αι. μ.Χ. ή ο γιος της ίδιας Λουκίας και σύζυγος της Ερμοδώρας, που φαίνεται να έζησε τον 3ο αι. μ.Χ. Οποιοδήποτε συμπέρασμα υπέρ της μιας ή της άλλης εκδοχής θα ήταν αυθαίρετο.

Αν και η επιγραφή χρονολογείται στον 2ο ή 3ο αι. μ.Χ., φαίνεται να ανήκει στις τιμητικές που έχουν τα χαρακτηριστικά επιτυμβίων [51]. Ο Peek [52] και o Ριζάκης [53] τη χαρακτηρίζουν επιτύμβια. Όπως προκύπτει από την παρουσία του ονόματος του τιμωμένου (Λουκίου), της τυπικής για τις τιμητικές επιγραφές φράσης Ψ(ηφίσματι) β(ουλῆς), του ρ. τιμής στῆσεν, καθώς και της αναφοράς του κινήτρου της προσφοράς (ἠνορέης [κ]αὶ σ[ω]φροσύνης), όλα τυπικά χαρακτηριστικά των τιμητικών επιγραφών, πρόκειται, προφανώς, για τιμητική επιγραφή. Τα γεγονότα εκτυλίσσονται σε τρεις χρονικές βαθμίδες του παρελθόντος: Αυτήν του προσφάτου που δηλώνεται με τα λίπεν, στῆσεν, του απωτέρου με τα λυθέν, ἀνοροῦσα –η παρατακτική σύζευξη μὲν-δὲ αντιθέτει τις μτχ.– και του απωτάτου με τον παρ. ἔην. Οι ρηματικοί τύποι που φανερώνουν συνοπτικό τρόπο αναφέρονται σε ενέργειες που συνέβησαν μετά τον θάνατο του Λουκίου, ενώ ο ρηματικός τύπος που δηλώνει διάρκεια αναφέρεται σε ιδιότητες-αξιώματα που κατείχε ο Λούκιος σε απροσδιόριστο χρόνο. Άλλωστε, ο ποιητής ενδιαφέρεται να παρουσιάσει μόνο τα αξιώματα και όχι τη χρονική στιγμή που τα έλαβε.

Η επιγραφή αποτελείται από τρεις ενότητες [54]: Η πρώτη (στίχοι 1-2) στηρίζεται στην αντίθεση σῶμαψυχή, αντίθεση που απαντά σε επιγραφές της Αττικής (IG II2 11169, κ.α., IG II2 13104-5 4ος αι π.Χ.), της Ρώμης (Kaibel 1965 ανατ. [1878]: 642 3ος/4ος αι. μ.Χ.), της Κεντρικής Ελλάδας (IG ΙΧ.1 882), κ.α. Κατά τον Peek [55], στον 2ο στίχο καθίσταται ενεργούν υποκείμενo η ψυχή και όχι ο ίδιος ο νεκρός, ενώ είναι εμφανές ότι το λίπεν αρμόζει ως σημασία περισσότερο στο σώμα παρά στην ψυχή.

Για την ανάληψη της ψυχής στον Όλυμπο, την έδρα των θεών και τον διαχωρισμό ψυχής–σώματος μετά τον θάνατο, υπάρχει επίδραση της χριστιανικής θρησκείας, χωρίς όμως η επιγραφή να θεωρείται χριστιανική, απλώς η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής δεν ήταν δυνατό να μην επηρεάσει τη σκέψη του ποιητή και, επιπλέον, ο Λούκιος είναι ιερεύς σε ειδωλολατρικό ναό. Σε όλες τις επιγραφές που απαντά ρηματικός τύπος του ἀνορούω, αυτός έχει τη σημασία της ανάληψης της ψυχής είτε στον αιθέρα είτε στον χώρο των μακάρων πρβ. επιτύμβια επιγραφή των Μεγάρων (Kaibel 1965 ανατ. [1878]: 462c 2ος/3ος αι. μ.Χ.), της Νάπολης (Kaibel 1965 ανατ. [1878]: 651 του 2ος αι. μ.Χ.), κ.ά. Σε επίγραμμα της ΑΠ (Waltz 1938: 7.362 Φιλίππου Θεσσαλονικέως (1ος αι. μ.Χ.), το νεκρό σώμα βρίσκεται στον Άδη και η ψυχή πηγαίνει στον Όλυμπο, και σε άλλο 7.337 ἀδέσποτον, επίσης αναφέρεται ανάληψη της ψυχής και λαϊκή πίστη στην αθανασία της ψυχής. Ο ποιητής για να προσδιορίσει χρονικά το συμβάν, δηλ. τον θάνατο του Λουκίου και να δώσει έμφαση σ’ αυτό, χρησιμοποιεί αφ’ ενός το λογοτεχνικό σχήμα του διασκελισμού αφ’ ετέρου το επιρρηματικό κατηγορούμενο χρόνου ἀρτιτελής, αντί επιρρήματος ως ποιητικότερο∙ άλλωστε το επίθετο απαντά ελάχιστες φορές στην αρχαία ελληνική γραμματεία (πρβ. Πλάτων, Φαῖδρ. 251 a, και Νόννος, Διον. 26.46). Από τον 2ο στίχο (λίπεν πόθον οἰκείοισιν) γίνεται φανερό ότι υπάρχουν «εν ζωή» προσφιλή συγγενικά πρόσωπα (φιλέουσα γυνὴ), στα οποία η οδύνη για την απώλεια του αγαπημένου τους προσώπου είναι έντονη.

Στη 2η ενότητα (στίχοι 3-4) κυριαρχούν οι αρετές και τα αξιώματα του Λουκίου. Δυσαναπλήρωτο κενό φαίνεται να άφησε ο θάνατός του και στην κοινωνία της Ερμιόνης, διότι ο Λούκιος είχε αναλάβει τα αξιώματα του ιερέως, του αγωνοθέτη και του άρχοντος. Η αναφορά των αξιωμάτων δίνεται από τον ποιητή με κλιμάκωση, από το κατώτερο προς το ανώτερο, θέλοντας να δώσει έμφαση στο τελευταίο από αυτά, αφού, πιθανώς, είναι αυτό για το οποίο τον τίμησε η βουλή της Ερμιόνης. Δεν είναι γνωστό, μάλιστα, στον ναό ποιας θεότητας ήταν ιερεύς∙ κατά τον Παυσανία [56], στην Ερμιόνη υπήρχε εκτός των άλλων και ναός του Μελαναίγιδος Διονύσου, προς τιμήν του οποίου τελούνταν αγώνες και απονέμονταν βραβεία για τη μουσική, την κολύμβηση και τον συναγωνισμό πλοίων. Εικάζεται, λοιπόν, ότι ο Λούκιος ήταν αγωνοθέτης αυτών των αγώνων, πιθανώς, και ιερεύς του Μελαναίγιδος Διονύσου.

Ο ποιητής κρίνει απαραίτητο να τονίσει τη γενναιότητα (ἠνορέη) και τη σύνεση του άνδρα, αρετές που αποτελούν χαρακτηριστικά της κλασικής, κυρίως, εποχής. Έκπληξη προκαλεί ο προσδιορισμός (μέγα) που αναφέρεται στη λ. ἄγαλμα, διότι στις επιγραφές άλλων περιοχών το συγκεκριμένο ουσιαστικό συνάπτεται με τα επίθετα σεμνόν, ἱερόν, καλόν, μικρόν, περικαλλές, αλλά και με επίθετα που δηλώνουν το υλικό (χαλκοῦν, λίθινον κ.λπ.) κατασκευής του αντικειμένου. Εδώ, εκτός από την ερμηνεία ότι η σύζυγος έστησε ένα μεγάλο άγαλμα για τον σύντροφό της, ανάλογο του ηθικού και πνευματικού διαμετρήματός του, θα μπορούσε να λεχθεί ότι, βάσει του λογοτεχνικού σχήματος της υπαλλαγής, έστησε άγαλμα αντάξιο της μεγάλης ανδρείας του και σωφροσύνης.

Ο ποιητής συνδέει την 3η ενότητα (στίχος 5) με τη λ. ἄγαλμα της προηγουμένης, μέσω του αρσεν. γένους της αναφορικής αντωνυμίας (ὃν) –χάριν του μέτρου– αντί του ουδ. () που θα αναμενόταν. Στην ενότητα αυτή παρουσιάζεται το αποτέλεσμα: Η σύζυγος του Λουκίου, πρωτίστως, και η βουλή της Ερμιόνης, δευτερευόντως, τίμησαν τον σπουδαίο άντρα. Από την παρουσία της φράσης στῆσεν φιλέουσα γυνὴ και την απουσία οποιασδήποτε άλλης πληροφορίας από το κείμενο, εικάζεται ότι τα έξοδα για την ίδρυση του μνημείου ανέλαβε η σύζυγος, ενώ η πόλη της Ερμιόνης περιορίστηκε στην τιμή, στην έγκριση και διάθεση του δημόσιου χώρου για την ανέγερση του μνημείου [57]. Άξια προσοχής είναι η χρήση του ρ. φιλῶ –από τον Όμηρο, ήδη, χρησιμοποιουμένου– αντί του ἐρῶ, δύο ρήματα των οποίων η σημασία για τους αρχαίους είναι διακριτή∙ η προτίμηση στο πρώτο οφείλεται στο ότι σε αυτό ενυπάρχει και το στοιχείο της τρυφερότητας. Σε ολόκληρο το κείμενο είναι διάχυτη η πρόθεση του ποιητή να του προσδώσει μεγαλοπρέπεια και επισημότητα με τη χρήση επικών λέξεων, την προτίμηση του δακτυλικού εξάμετρου στίχου, την αναφορά αρετών που αποτελούν κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικά της κλασικής εποχής και την τοποθέτηση της φράσης ψηφίσματι βουλῆς τόσο στο έμμετρο τμήμα της επιγραφής όσο και σε συντομογραφία στο τέλος της, για να προσδοθεί εγκυρότητα στις τιμές και να προβληθεί ο δημόσιος έπαινος. Η τιμή απονέμεται τόσο από τους οικείους (γυνὴ) όσο και από τα πολιτικά όργανα της Ερμιόνης, διότι ο Λούκιος ξεχώρισε τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο βίο (εἱρεὺς καὶ ἀγ̣[ω]|νοθέτης ἅμα τἄρχων). Η τιμή σε σημαίνοντα πρόσωπα της κοινωνίας της Ερμιόνης αποδίδεται, εκτός από τις έμμετρες επιγραφές, κυρίως, με τα ψηφίσματα της βουλής της (IG IV 718, κ. α.).

 

Συμπεράσματα

Με βάση τα ανωτέρω, η Ερμιόνη λειτουργούσε, κατά την Αρχαιότητα, με συγκεκριμένη πολιτική και κοινωνική οργάνωση, αφού από τις επιγραφές γίνεται γνωστή η ύπαρξη πολιτικών θεσμών, όπως της βουλής αλλά και αξιωμάτων, όπως του ταμία και του νομογράφου, των αρχόντων, του στρατηγού, του τοξάρχη, του περιηγητή, του αρχιάτρου. Επίσης μνημονεύεται και η διεξαγωγή αγώνων προς τιμήν θεότητας.

Στον θρησκευτικό τομέα η λατρεία του δωδεκάθεου συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που ανήκουν οι συγκεκριμένες τέσσερις επιγραφές. Αξιοσημείωτος, ωστόσο, είναι και ο θρησκευτικός συγκρητισμός, η συγχώνευση δηλ. της λατρείας των θεοτήτων του ελληνικού χώρου με θεότητες ανατολικής προέλευσης (π.χ. λατρεία του Ηλίου, της Μητέρας των θεών, κ.ά.), στοιχείο που εντοπίζεται, κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, στις επιγραφές της Ερμιόνης αλλά και της γειτονικής Τροιζήνος.

Εν κατακλείδι, στην Ερμιόνη και ευρύτερα στη νοτιοανατολική Αργολίδα διαπιστώνεται μια πολιτισμική ώσμωση με τον πολιτισμό άλλων πόλεων ή λαών, η οποία δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι κάτοικοι αυτής της περιοχής έρχονταν σε συνεχή επαφή με την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, μέσω του θαλάσσιου εμπορίου.

 

Υποσημειώσεις


 

  • Εισήγηση η οποία πραγματοποιήθηκε στην Ερμιόνη, κατόπιν πρόσκλησης του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Ερμιόνης, στις 8/7/2017.

[1] Commentarii ad Homeri Iliadem 1.441.17.

[2] Etymologicum magnum 376.45.

[3] LSJ σ.λ.

[4] Κατσαγάνη 2015, 21-22.

[5] Παυσανίας, 2.24.11.

[6] Στ σημείο αυτό έχει κτιστεί ο ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών.

[7] Παυσανίας, 2.25.4–7. Κατά τον Περιηγητή, κάθε χρόνο, το καλοκαίρι, οι Ερμιονείς διεξάγουν την εορτή Χθόνια με τον εξής τρόπο. Μπροστά από την πομπή προχωρούν οι ιερείς των θεών και οι άρχοντες της συγκεκριμένης χρονιάς· ακολουθούν γυναίκες και άνδρες, αλλά ακόμη και τα παιδιά συνηθίζουν να τιμούν τη θεά κατά την πομπή· είναι ντυμένα με άσπρη εσθήτα και έχουν στο κεφάλι στεφάνια, που είναι πλεγμένα από το λουλούδι που ονομάζουν κοσμοσάνδαλο, που από το μέγεθος και το χρώμα μου φαίνεται πως είναι ο υάκινθος· πάνω τους έχουν τα γράμματα του θρήνου.

Στο τέλος της πορείας ακολουθούν άνδρες που σέρνουν από την αγέλη μια πολύ δυνατή αγελάδα, αδάμαστη και άγρια ακόμη. Όταν τη φέρουν στον ναό, άλλοι τη λύνουν για να μπει στο ιερό κι άλλοι, που πριν κρατούσαν ανοιχτές τις πόρτες, μόλις δουν την αγελάδα να μπαίνει στον ναό, τις κλείνουν. Τέσσερις γριές που βρίσκονται μέσα σφάζουν την αγελάδα· όποια τύχει κόβει με δρεπάνι τον λαιμό της αγελάδας. Έπειτα ανοίγουν τις πόρτες και οι άντρες που έχουν οριστεί φέρνουν δεύτερη αγελάδα, ύστερα τρίτη και μετά τέταρτη. Οι γριές τις σφάζουν όλες με τον ίδιο τρόπο· υπάρχει μάλιστα και τούτο το αξιοπερίεργο: σ’ όποια πλευρά πέσει η πρώτη αγελάδα είναι ανάγκη να πέσουν όλες. Μ’ αυτό τον τρόπο, λοιπόν, προσφέρουν θυσία οι Ερμιονείς. Μπροστά στον ναό υπάρχουν λίγες εικόνες γυναικών που ήταν ιέρειες της Δήμητρας και μέσα υπάρχουν θρόνοι, στους οποίους κάθονται οι γριές που περιμένουν να μπει κάθε αγελάδα. Υπάρχουν και αγάλματα όχι πολύ παλιά της Αθηνάς και της Δήμητρας. Δεν μπόρεσα, όμως, να δω —ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος άνδρας, ξένος ή από τους Ερμιονείς— αυτό που λατρεύουν περισσότερο από τ’ άλλα· μόνο οι γριές ξέρουν πώς είναι.

[8] Λατρευόταν στον Βούπορθμο, αρχαία ονομασία του ακρωτηρίου Μουζάκι, απέναντι από το νησάκι Δοκός, LSJ σ.λ.

[9] Παυσανίας, 2.24.6–2.25.11.

[10] Παυσανίας, 2.25.1.

[11] Οικονομίδου 1995, 264-265.

[12] Τσαγκάρη 2006, 11.

[13] Για τη ζωή και το έργο του, βλ. Privitera 1965.

[14] Σχόλια στον Αριστοφάνη, Νεφ. 967a.15.

[15] Πλούταρχος, Θεμ. 5.3.

[16] Στεφανής 1988: 540.

[17] Βλ. σ. 4.

[18] Ασπιώτης 1997: 19.

[19] Βλ. και Κατσαγάνη 2015, 21-23.

[20] Κατσαγάνη 2015, 27.

[21]. Kaibel 1965 ανατ. [1878]: 926.

[22]. IG IV 682.

[23]. Το 276 π.Χ. οι Αιτωλοί γιόρτασαν τη νίκη τους επί των Γαλατών, οι οποίοι επιθυμούσαν να καταλάβουν το Ιερό των Δελφών για να συλήσουν τους αμύθητους θησαυρούς του. Σε ανάμνηση του γεγονότος η Αμφικτυονία των Δελφών καθιέρωσε τη δελφική εορτή Σωτήρια, προς τιμήν του Διός Σωτήρος και του Πύθιου Απόλλωνος. «Πιθανότατα το 246 π.Χ. μετέτρεψαν την εορτή σε τετραετή και την έκαμαν ισότιμη των Πυθίων –ως προς το μουσικό της σκέλος–, και ισότιμη των Νεμείων, ως προς το αθλητικό και ιππικό της σκέλος. Η αλλαγή της μορφής και η ενίσχυση του κύρους της εορτής αυτής εξασφάλιζε οικονομικά οφέλη, αφού συνέρρεαν πολλοί επισκέπτες και θεατές στους διαγωνισμούς, αλλά και πολιτικά, διότι κοινοποιούνταν στο σύνολο του ελληνικού κόσμου το γεγονός ότι το πανελλήνιο Ιερό των Δελφών βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο των Αιτωλών», Walbank 1999: 206 (βλ. και Nachtergael 1977: 295-298).

[24]. Nachtergael 1977: 15 bis. Από τις IG IV 682 χρονολογείται στους Αυτοκρατορικούς χρόνους.

[25]. Στις επτά διασωθείσες επιγραφές (Ga 1-7), (Aneziri 2003: 135 και 402-412) των αμφικτυονικών Σωτηρίων εμφανίζονται μόνο δύο διαφορετικοί «ιερείς των Τεχνιτών»: ο Πυθοκλής, γιος Αριστάρχου από την Ερμιόνη στα Ga 1-3 και ο Φιλωνίδης, γιος Αριστάρχου από τη Ζάκυνθο, στα Ga 4-7.   Βλ. και Pickard-Cambridge 19682: 283-284.

[26]. Με βάση τους σωζόμενους καταλόγους των Δελφών ο Πυθοκλής παρέστη πέντε φορές στα Σωτήρια, στο διάστημα 265 έως 255 π.Χ.:   1) . . . Πυθοκλῆς Ἀριστάρχου Ἑρμ]ιονεὺς Nachtergael 1977: 406 αρ. 2bis (=F.Delphes III.1 563)   2) . . .  Πυθοκλῆς [Ἀριστάρχου Ἑρμιονεύς. ἄνδρες χορευταί∙ Παντακλῆς(?) Ἀρι]στάρχου Ἑρμιονεὺς Nachtergael 1977: 407-408 αρ. 3 (=Aneziri 2003: 403-404 Ga 3)    3) . . . [ἐπὶ] ἱερέως δὲ Πυθοκλέους τοῦ  Ἀρι[στάρ]χου Ἑρμιονέος ἐκ τῶν Τεχνιτῶν Nachtergael 1977:  409-410 αρ. 4 (=Aneziri 2003: 403 Ga 1)   4) . . . [πὶ ἱερέως δὲ Πυθοκλέους] τοῦ Ἀριστάρχου Ἑρ[μιονέος] Nachtergael 1977: 410-411 αρ. 5 (=Aneziri 2003: 404-405 Ga 3) και    5) . . . Πυθοκλῆς Ἀριστάρχου Ἑρ[μ]ιονεύς, Παντακλῆς Ἀρι[στάρχ]ου Ἑρμιονεὺς Nachtergael 1977:  416-417 αρ. 8 (=Aneziri 2003: 407-408 Ga 5).

[27]. SGDI II 2062. Το ψήφισμα, κατά τον Nachtergael 1977: 317 και 322, έγινε περίπου το 270 π.Χ.

[28]. Στεφανής 1988: 379-380 αρ. 2174.

[29]. Nachtergael 1977: 407-408 αρ. 3.

[30]. Στεφανής 1988: αρ. 1993.

[31]. Στα Πύθια οι μουσικοί αγώνες δεν συνοδεύονταν από αυλό, διότι το μουσικό αυτό όργανο συνηθιζόταν στα μοιρολόγια και τις θρηνωδίες, που βέβαια στη συγκεκριμένη εορτή δεν άρμοζε, Casson 1996: 94.

[32]. Nachtergael 1977: 320.

[33]. Το ποιητικό θέμα της επίκλησης μαρτύρων αποτελεί, κατά τον Σκιαδά 1975: 77, ποιητική παρακμή, «διότι η επιγραφή δεν πείθει πλέον αφ’ εαυτής, όπως συνέβαινε με τις επιγραφές των παλαιότερων εποχών, και η αναγνώριση του ενάρετου τρόπου διαβίωσης κάποιου χρήζει της διαβεβαίωσης μαρτύρων». Όμως η επίκληση μαρτύρων στη συγκεκριμένη επιγραφή θεωρούμε ότι δεν επαληθεύει το σχόλιο του Σκιαδά.

[34]. Nachtergael 1977: 321.

[35]. Nachtergael 1977: 321. Η Ανεζίρη 2003: 276-277 παραθέτοντας επιχειρήματα θεωρεί ότι ο Πυθοκλής ανήκε στο «Ισθμικόν Κοινόν», το οποίο πρέπει να έπαιζε σημαντικό ρόλο στα Μουσεία των Θεσπιών και στα Αγριώνια των Θηβών.

[36]. Για τον όρο priamel στην αρχαϊκή λυρική ποίηση, βλ. Γεωργαντζόγλου 2005: 220, όπου και βιβλιογραφία.

[37]. Nachtergael 1977: 322  “on pourrait songer, en particulier, à Antigone Gonatas, mais il est notoire que tous les souverains de l’époque hellénistique protégeaient les technites et les couvraient d’honneurs”.

[38]. IG IV 682.

[39]. LBW 2iii 75 αρ. 159g. O Kaibel 1965 ανατ. [1878]: xxiii αρ. 1046a τη χρονολογεί στον 2ο αι. μ.Χ.

[40]. Rouse 1976 ανατ. [1902]: 269.

[41]. Στη λ. βασιλῆι προσγραφόμενο ιώτα, χάριν του μέτρου, σε αντίθεση προς τις λλ. Ἠελίῳ και θεῷ, όπου δεν υπάρχει μετρική ανάγκη. Ο Fraenkel (IG IV 700) θεωρεί ότι στον εξάμετρο στίχο υπάρχουν αρκετά προβλήματα και ότι στη λ. θεῷ πρέπει να σημειωθεί συνίζηση, άποψη όμως που αντίκειται στο μέτρο του στίχου.

[42]. IG IV 700∙ πρόκειται, προφανώς, για παρανάγνωση του βήτα από τον Fraenkel.

[43]. Τρυπάνης 1937: 826.

[44]. Burkert 1997: 18. Ο πιο συχνός όρος ήταν Μήτηρ θεῶν, τίτλος που πρωτοεμφανίζεται στον Ομηρικό Ύμνο, Εἰς Μητ. 1. Στον 5ο αι. π.Χ. η Μητέρα εμφανίζεται είτε ως Κυβέλη είτε ως Ρέα. Συχνός είναι ο συγκρητισμός της φρυγικής Μητέρας με τη Ρέα και τη Δήμητρα, Roller 1999: 144, 170, 176 και 216.

[45]. Ο σηκός, κατ’ αρχάς, χωριζόταν σε δύο τμήματα (υποστάσεις). Αργότερα, επειδή η μοναδική κιονοστοιχία κάλυπτε το λατρευτικό άγαλμα της θεότητας που βρισκόταν στο μέσον του σηκού, οι σηκοί κατασκευάζονται τρισυπόστατοι.

[46]. Η έννοια της μητρός, όταν αποδίδεται σε θεότητα, δεν σημαίνει τη φυσική μητέρα, αλλά θεϊκή ύπαρξη, πλήρη στοργής σε όσους την τιμούν, Παπαχατζής 1993: 63.

[47]. Ζουμπάκη 1995-1996: 126. Άλλες χρονολογήσεις: 3ος αι. μ.Χ. Peek 1988 ανατ. [1955]: 1773, 2ος αι. μ.Χ. SEG 11: 384 και RPN Ι  Aργολ. 206 αρ. 172.

[48]. Ζουμπάκη 1995-1996: 126.

[49]. Στην Κλασική εποχή η επίσημη ονομασία ενός ελεύθερου άρρενος Ρωμαίου πολίτη περιλάμβανε πέντε συστατικά: το praenomen, το nomen ή gentilicium, τη δήλωση πα­τρωνύμου, τη δήλωση της ρωμαϊκής γενεάς στην οποία ανήκε ο πολίτης, και το cognomen (προαιρετικό στην εποχή της Δημοκρατίας). Από το τέλος του 2ου αι. μ.Χ. εμφανίζεται και το supernomen και λίγο αργότερα τα παλαιά μονά ονόματα έγιναν praenomina (περίπου δεκαοχτώ στην Αργολίδα με συνηθέστερα τα: Λούκιος, Αύλος, Μάρκος, Τιβέριος και Τίτος, βλ. πίνακα της Ζουμπάκη 2003: τόμ. Β΄ 163). Σε επιγραφές των αυτοκρατορικών χρόνων τα praenomina Τιβέριος και Τίτος οφείλουν την ευρεία χρήση τους, το μεν πρώτο στους αυτοκράτορες της δυναστείας των Κλαυδίων ενώ το δεύτερο στους αυτοκράτορες της δυναστείας των Φλαβίων. Αν το gentilicium αναγράφεται ολογράφως και όχι συντομογραφημένο, ανήκει στον 2ο αι. μ.Χ., ενώ το praenomen σταδιακά παραλείπεται ή συντομογραφείται. Η ονοματολογία των ελεύθερων γυναικών διέφερε στο ότι αυτές, κατά την κλασική περίοδο, δεν είχαν praenomen (OCD3 1024-1025, Kajanto 1977: 422, και Rizakis 1996: 17-18).

[50]. Ζουμπάκη 1995-1996: 134.

[51]. Gerlach 1908: 103.

[52]. Peek 1988 ανατ. [1955]: 1773.

[53]. RPN Ι  Aργολ. 172.

[54]. Η επιγραφή έχει τη δομή της εισαγωγής –του πρώτου δηλ. από τα τρία μέρη– ενός τιμητικού ψηφίσματος, όπου το προοίμιό αποσκοπεί στην παρηγοριά των οικείων, και στη συνέχεια προβαίνει στην αξιολόγηση του εκλιπόντος, στις αρετές του στην προσωπική του ζωή και οι επιδόσεις του στoν κοινωνικό-πολιτικό βίο, Erhardt 1994: 42.

[55]. Peek 1941: 68-69 αρ. 16.

[56]. Παυσανίας, 2.34.35.

[57]. Κατά τον Welsh 1904-1905: 36 στους Ρωμαϊκούς χρόνους η πολιτεία αποφάσιζε, συνήθως, για την ανέγερση του ανδριάντα του τιμωμένου, ενώ τα έξοδα επιβάρυναν τον τιμώμενο, τα συγγενικά ή φιλικά του πρόσωπα.

 

Βιβλιογραφία


  • Aneziri S. (2003). Die Vereine der dionysischen Techniten im Kontext der hellenistischen Gesellschaft, Dresden.
  • Ασπιώτης Ν. Σ. (1997). Ἀρχαῖοι Ἕλληνες μουσικοί καί σωζόμενα μουσικά ἀποσπάσματα μέ μεταγραφήν τους εἰς τήν σύγχρονον εὐρωπαϊκήν σημειογραφίαν. Αθήνα.
  • Burkert W. (1997). Μυστηριακές λατρείες της αρχαιότητας, μτφρ. Έ. Ματθαίου (τίτλος πρωτοτύπου: Ancient Mystery Cults. Cambridge, Massachusetts, and London, England: Harvard University Press, 1987). Αθήνα.
  • Casson L. (1996). Το ταξίδι στον αρχαίο κόσμο, 2η έκδ. [1η έκδ. 1995], μτφρ. Λ. Αναστασιάδη, επιμ. Α. Φιλιπποπούλου (τίτλος πρωτοτύπου: Travel in the Ancient World. Toronto: Hakkert, 1974). Αθήνα: ΜΙΕΤ.
  • Erhardt Ν. (1994). Tod, Trost und Trauer. Zur Funktion griechischer Trostbeschlüsse und Ehrendekrete post mortem. Laverna 5, 38-55.
  • Gerlach G. (1908). Griechische Ehreninschriften. Halle.
  • Grotius, H. – F. Dübner – E. Cougny (1888-1890). Epigrammatum Anthologia Pala­tina: cum Planudeis et Appendice nove Epigrammatum veterum ex libris et mar­moribus Ductorum, annotatione inedita Boissonadii, Chardonis de la Rochette, Bothii, partim inedita Jacobsii, metrica versione Hugonis Grotii, et apparatu critico instruxit, Parisiis ΙΙΙ 1890 (Cougny).
  • IG IV Fraenkel M. (1902). Inscriptiones Aeginae Pityonesi Cecryphaliae Argolidis, vol. IV, Berolini.
  • Kaibel G. (1965 ανατ.). Epigrammata Graeca ex lapidibus conlecta. Hildesheim [1η έκδ.
  • Berlin 1878]. Kajanto I. (1977). The Emergence of the Late Single Name System. Στο N. Duval, – D. Briquel, – M. Hamieaux (επιμ.). L’onomastique latine, Colloques internationaux du Centre National de la Recherche Scientifique 564, Paris. 421-428.
  • Κατσαγάνη Γ.Κ. (2015). Ταφή, Ανάθεση, Τιμή: Έμμετρες επιγραφές της Αργολίδος. Από την Αρχαϊκή εποχή έως την Ύστερη Αρχαιότητα. Αθήνα.
  • Koster W. I. W. (1974). Scholia in Aristophanem, vol. I.3.2: In Nubes. Groningen.
  • Κωστούρος Γ. Π. (2008). Νεμέων ἄθλων διήγησις, τόμ. 1-2, χωρίς τόπο έκδοσης.
  • LBW Le Bas Ph. – W. H. Waddington (1870). Voyage archéologique en Grèce et en Asie Mineure. III.       Inscriptions grecques et latines, recueillies en Grèce et en Asie Mineure. 2 Mégaride et Péloponnèse, Section I Textes. III Explications des inscriptions. Paris. LBW 2iii 75 αρ. 159g.
  • Mickey K. (1981). Studies in the Greek Dialects and the Language of Greek Verse Inscriptions (Diss.), vols I-II. Somerville.
  • Nachtergael G. (1977). Les Galates en Grèce et les Sôtéria de Delphes: Recherches d’histoire et d’épigraphie hellenistiques. Bruxelles.
  • OCD3 Hornblower S. – A. Spawford (2000). The Oxford classical dictionary. 3η έκδ. [1η έκδ. 1949]. Oxford.
  • Οικονομίδου-Καραμεσίνη Μ. (1996). Ελληνική τέχνη : Αρχαία νομίσματα. Αθήνα.
  • Peek W. (1941). Griechische Epigramme IΙI. ΜDAI(A) 66, 47-86.
  • Peek W. (1988 ανατ.). Greek Verse Inscriptions. Epigrams on Funerary Stelae and Monuments, with an Index to the First Words of the Epigrams and a Concord­ance with G. Kaibel Epigrammata etc. [1η έκδ. 1955]. Chicago.
  • Picard-Cambridge A. W. Sir – J. Gould – D. M. Lewis (2011). Οι δραματικές εορτές   της Αθήνας, μτφρ. Μ. Υψηλάντη – Η. Τσολακόπουλος – Α. Α. Ευσταθίου, (επιμ.) (τίτλος πρωτοτύπου: The Dramatic Festivals of Athens, Oxford 1968, 2η έκδ. [1η έκδ. 1953]). Θεσσαλονίκη.
  • Privitera G. A. (1965). Laso di Ermione. Nella cultura Ateniese e nella tradizione sto­ riografica. Roma.
  • Παπαχατζής Ν. (1993). Ἡ ἑλληνική θεά Ρέα καί ἡ φρυγική Μητέρα τῶν θεῶν ἢ Μεγάλη Μητέρα. ΑΕ, 49-82.
  • Rizakis A. D. (1996). Anthroponymie et société: les noms romains dans les provinces hellénophones de l’Empire. Στο A. D. Rizakis (επιμ.). Roman Onomastics in the Greek East. Social and Political Aspects. Proceedings of the International Colloquium on Roman Onomastics. Athens, 7-9 September 1993. Athens [Μελετήματα 21], 11-29.
  • Roller L. E. (1999). In Search of God Mother. The Cult of Anatolian Cybele. Berkeley.
  • Rouse W. H. D. (1976 ανατ.). Greek Votive Offerings. An Essay in the History of Greek Religion, [1η έκδ. Cambridge 1902]. Hildescheim.
  • Σκιαδάς Α. (1975 ανατ.). Ἐπὶ τύμβῳ. Συμβολή εἰς τήν ἑρμηνείαν τῶν ἑλληνικῶν ἐπιτυμβίων ἐμμέτρων ἐπιγραφῶν. [1967] Ἀθῆναι.
  • Στεφανής Ι. Ε. (1988). Διονυσιακοί τεχνίται: Συμβολές στην προσωπογραφία του θεάτρου και της μουσικής των αρχαίων Ελλήνων. Ηράκλειο.
  • Τρυπάνης, Κ. Α. (1937). Το Ελληνικόν αναθηματικόν επίγραμμα μέχρι των χρόνων των Περσικών πολέμων. ΑΕ 3, 824-832.
  • Τσαγκάρη Δ. (2006). Τα αρχαία νομίσματα της Πελοποννήσου. Αθήνα.
  • Vermaseren M. J. (1982). Corpus Cultus. Cybelae Attidisque II: Graecia atque Insulae.  Leiden.
  • Walbank F. W. (1999) Ο ελληνιστικός κόσμος, μτφρ. Τ. Δαρβέρης (τίτλος πρωτοτύπου: The Hellenistic World. London 1992 ανατ. [1η έκδ. 1981). Θεσσαλονίκη.
  • Welsh M. K. (1904-1905). Honorary Statues in Ancient Greece. ABSA 11, 32-49.
  • Ζουμπάκη Σ. (1995-1996). Παρατηρήσεις στη ρωμαϊκή κοινωνία της Ερμιόνης.
  • Αρχαιογνωσία 9, 111-135.

Γεωργία Κ. Κατσαγάνη 

Δρ. Κλασικής Φιλολογίας

 

Διαβάστε ακόμη:

 


Στο:Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ερμιονίδα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Γεωργία Κ. Κατσαγάνη, Επιγραφές, Ερμιόνη, Κατσαγάνη, Μυθολογία, Πολιτισμός
Viewing all 248 articles
Browse latest View live