Quantcast
Channel: Άρθρα – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all 245 articles
Browse latest View live

Οι χορηγίες στην υπηρεσία πολιτικών επιδιώξεων των ελληνιστικών βασιλείων. Η επιγραφή McCabe, Didyma 13

$
0
0

Οι χορηγίες στην υπηρεσία πολιτικών επιδιώξεων των ελληνιστικών βασιλείων. Η επιγραφή McCabe, Didyma 13. © Γεωργία Κ. Κατσαγάνη, Δρ. Κλασικής Φιλολογίας


 

Οι χορηγίες στην υπηρεσία πολιτικών επιδιώξεων των ελληνιστικών βασιλείων.

Η επιγραφή McCabe, Didyma 13

 

Ψήφισμα για τη διανομή τροφίμων στα γενέθλια του Ευμένη (Β΄); περ. 159/8 π.Χ.: McCabe, Didyma 13.

 

Η επιγραφή McCabe, Didyma 13

 

 Απόδοση στη Νεοελληνική

 

 . . .την έκτη του μηνός Ληναιώνος από τα έσοδα των χρημάτων που έχουν αναφερθεί προηγουμένως. Να αποφασίσει η βουλή να εκλεγούν στην εκκλησία δύο άνδρες και αυτοί που θα εκλεγούν να προνοήσουν να αγοραστεί αρκετή ποσότητα σιταριού ή να μισθωθεί η παροχή ικανής ποσότητας σιταριού έτσι ώστε να μοιραστούν σε κάθε πολίτη έξι ημίεκτα, την 6η του μηνός Ληναιώνος την ημέρα δηλ. που γεννήθηκε ο βασιλεύς Ευμένης, και να γίνει η θυσία και η συνεστίαση, αφού διευκρινιστούν τα σχετικά με τις πομπές και τις θυσίες και τον οπλισμό των εφήβων και όλα τα άλλα που έχουν οριστεί από τον στεφανηφορικό νόμο και από τον κανονισμό περί ιερωσύνης.

Επίσης, στη συνέχεια να εκλέξουν κατά τη 12η του μηνός Ταυρεώνος αυτούς που θα αγοράσουν τα σιτηρά ή που θα μισθώσουν την παροχή της απαραίτητης ποσότητας. Για να τύχουν της πρέπουσας διαχείρισης όσα αποφασίστηκαν παραπάνω, οι άνδρες που είχαν οριστεί για την κατασκευή του Γυμνασίου Ειρηνίας γιος του Ειρηνίου και Ζώπυρος γιος του Ασκληπιοδώρου πρέπει, κατά τον μήνα Αρτεμισιώνα του τρέχοντος έτους να καταβάλουν τριάντα τάλαντα από τα οφειλόμενα εμπορικά δάνεια, σε αυτούς που θα εκλεγούν τραπεζίτες της δημόσιας τράπεζας, κατά τη χρονιά μετά τα δύο έτη που στεφανηφόρος ήταν ο θεός και τα οποία ακολούθησαν το έτος του Μενεκράτη. Από τους τόκους αυτού οι τραπεζίτες θα έπρεπε να αποδώσουν στα αιρετά μέλη της επιτροπής τα απαραίτητα για την αγορά σιταριού ποσά και όταν θα λήξει η θητεία τους να παραδώσουν στους μετά από αυτούς τραπεζίτες.[1] . . . επαρκή συμβόλαια και να ζητήσουν οι εκλεγμένοι να γίνει αμέσως η  αγορά του σίτου ή η μίσθωση (της αγοράς) και να καταγραφεί στους  λογαριασμούς (της πόλης).

Για να τηρούνται τα αποφασισμένα και να διαφυλάσσεται η ανάμνηση του βασιλέως στο μέλλον, να λάβουν γνώση για το ψήφισμα του δήμου και ο βασιλεύς Άτταλος  και ο Αθήναιος και ο γιος του Ευμένη Άτταλος και να μην επιτρέπεται σε κανέναν ούτε να πει ούτε να αναγνωρίσει εκ των υστέρων ούτε να προσθέσει ούτε να σημειώσει ούτε να θέσει σε ψηφοφορία ότι πρέπει να μεταβιβαστούν τα χρήματα σε κάτι άλλο και να μην υπάρχει η δυνατότητα παρέμβασης σε αυτά που έχουν καταχωριστεί στο ψήφισμα. Εάν όμως κάποιος πράξει κάτι αντίθετο με οποιονδήποτε τρόπο, το γραφέν να είναι άκυρο, και αυτός που έπραξε κάτι από τα απαγορευμένα να πληρώσει 2.000 στατήρες ιερούς στον Απόλλωνα Διδυμαίο. Και το ψήφισμα αυτό να αναγραφεί σε στήλη λιθίνη και να στηθεί στο ιερό του Διδυμαίου Απόλλωνος μπροστά από τον ναό.

Στους Ελληνιστικούς χρόνους το μοτίβο της τιμής του βασιλέως είναι ευρέως διαδεδομένο και καθίσταται κίνητρο για την καθιέρωση αγώνων, κοινωνικών εκδηλώσεων, οικονομικής ενίσχυσης των πολιτών και εφοδιασμό τους με βασικά είδη διατροφής [2].

Ευμένης Β΄ της Περγάμου (πιθανολογείται). Ηγεμόνας του ελληνιστικού βασιλείου της Περγάμου στη Μικρά Ασία, μέλος της Δυναστείας των Ατταλιδών. Naples National Archaeological Museum.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξετάζεται η διαδικασία απονομής τιμών στον Ευμένη Β΄, ηγεμόνα του Περγάμου και μέλος της δυναστείας των Ατταλιδών, κατά την ημερομηνία των γενεθλίων του, η συμβολή του στην ανέγερση του Γυμνασίου της Μιλήτου, καθώς και ο ρόλος των τραπεζών στην οικονομική ζωή των πόλεων των Ελληνιστικών χρόνων. Τέλος, διερευνάται και η ύπαρξη και άλλων χορηγιών του Ευμένη Β΄, ο σκοπός τους και ο τρόπος υλοποίησής τους.

Βάση της διερεύνησης της απονομής τιμών στον Ευμένη αποτελεί η επιγραφή Didyma 13 που βρέθηκε στα Δίδυμα της Μ. Ασίας αναφέρεται σε ψήφισμα της βουλής της Μιλήτου και ψηφίστηκε λίγο μετά το 159 π.Χ. Το συγκεκριμένο ψήφισμα παρέχει αρκετές πληροφορίες αλλά παρουσιάζει και αρκετά προβλήματα, σχετικά με τη διάθεση των χρημάτων της χορηγίας του Ευμένη και με την παρέμβαση σε αυτά της επιτροπής που ήταν επιφορτισμένη με την ανέγερση του Γυμνασίου της Μιλήτου [3].

Με βάση το ψήφισμα, αποστέλλεται από τη Μίλητο στον Ευμένη εκ νέου [4] ο Ειρηνίας Ειρηνίου [5], ο οποίος επηρέασε τόσο τον Ευμένη, ώστε ο τελευταίος να προβεί στην αύξηση του ποσού της χορηγίας προς την πόλη της Μιλήτου, καθώς και να αναλάβει ο ίδιος τα έξοδα που σχετίζονταν με τον εορτασμό των γενεθλίων του (στ. 9-12).

Η εορτή έπρεπε να λάβει χώρα στις έξι του μηνός Ληναιώνος [6] και η πόλη θα την χρηματοδοτούσε «από τα έσοδα των προαναφερομένων κεφαλαίων» [—Λη]ναινος τι κτηι π [τς πρ]οσ[δου] [τς κ τν ερ]ημνων χρημτων. (στ. 2-3) [7]. Δεν γνωρίζουμε το χρηματικό ποσό των κεφαλαίων, η μνεία όμως των εσόδων που απέφεραν, δείχνει ότι οι Μιλήσιοι τα είχαν τοποθετήσει, πιθανώς, σε δημόσια τράπεζα, σύμφωνα με τις οδηγίες του βασιλέως. Αυτή η τοποθέτηση ήταν εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη για μακροπρόθεσμες δαπάνες [8].

Για την απονομή της τιμής στον Ευμένη, τη 12η του μηνός Ταυρεώνος [9] η  βουλή έπρεπε να εκλέξει δύο άνδρες που θα αναλάμβαναν την οργάνωση της λατρείας, τις θυσίες και τη δημόσια συνεστίαση [10] (στ. 10-15). Οι Μιλήσιοι αποφάσισαν να αυξήσουν τη λαμπρότητα της εορτής, προσθέτοντας τη διανομή έξι ημιέκτων του μεδίμνου σίτου (περίπου 26 κιλά) σε κάθε πολίτη. Επιπλέον, οι εκλεγμένοι άνδρες θα οργάνωναν και τα σχετικά με την πομπή από οπλισμένους εφήβους, και όλα τα άλλα όπως ορίζονταν από τον νόμο των στεφανηφόρων [11] και από τον κατάλογο των ιερέων (στ. 3-10).

Η επιτροπή των δύο αυτών ανδρών που ήταν επιφορτισμένη με την αγορά των δημητριακών θα ανανεωνόταν στο εξής κάθε χρόνο, στις 12 του μηνός Ταυρεώνος (στ. 15-19). Στο ψήφισμα αναφερόταν και ο εξής όρος «και προκειμένου οι προαναφερθείσες δωρεές να λάβουν την κατάλληλη διαχείριση, πρέπει οι πολίτες που επιλέχθηκαν για την ανέγερση του Γυμνασίου ο Ειρηνίας [12], ο γιος του Ειρηνίου και ο Ζώπυρος, ο γιος του Ασκληπιόδωρου, να πάρουν από την τράπεζα τριάντα τάλαντα από τα ανεξόφλητα από τους εμπόρους εμπορικά δάνεια, κατά τον μήνα Αρτεμισιώνα [13] εκείνου του έτους, με τη συναίνεση των εκλεγμένων τραπεζιτών της δημόσιας τράπεζας, για τον χρόνο που θα ακολουθήσει τη δεύτερη επωνυμία του θεού μετά τον Μενεκράτη· με αυτό το εισόδημα, οι τραπεζίτες θα πρέπει να παράσχουν στους αιρετούς πολίτες τα χρήματα για την αγορά των σιτηρών, και όταν λήξει η θητεία τους στο αξίωμα, θα πρέπει να παραδώσουν τα χρήματα στους επόμενους τραπεζίτες…» (στ. 19-31) [14].

Το δεύτερο σημαντικό θέμα, είναι αυτό που σχετίζεται με την κατασκευή του Γυμνασίου από την πόλη. Η πόλη, όπως εικάζεται από τη μελέτη του ψηφίσματος, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν διέθετε τα χρήματα για να πληρώσει τους κατασκευαστές του Γυμνασίου. Ο μοναδικός τρόπος επίλυσης του προβλήματος φαίνεται ότι ήταν η χρησιμοποίηση των χρημάτων που είχε δανείσει στους εμπόρους. Η προθεσμία αποπληρωμής όμως των ποσών αυτών ήταν ο μήνας Αρτεμισιών. Επειδή, η λήξη της προθεσμίας αποπληρωμής των δανείων από τους εμπόρους ήταν ακόμη μακρινή και η πόλη επειγόταν να πληρώσει τους λογαριασμούς των κατασκευαστών, η δωρεά του βασιλέως ήρθε την πιο κατάλληλη στιγμή. Έτσι, η Μίλητος αντί να κάνει αμέσως έντοκη τοποθέτηση ολόκληρου του ποσού που δώρισε ο Ευμένης, προκειμένου να τελεστεί η ετήσια εορτή, πήρε, πιθανόν με τη συναίνεση του βασιλέως, ένα μικρό ποσό για να οργανώσει την εορτή για τα γενέθλιά του, ενώ τα υπόλοιπα τα χρησιμοποίησε για να πληρώσει τους πιστωτές από τους οποίους είχε δανειστεί χρήματα για την ανέγερση του Γυμνασίου [15].

Ένα άλλο σημαντικό θέμα στην παρούσα επιγραφή αποτελεί ο όρος εμπορικά δάνεια· πιθανότατα γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι ο Ειρηνίας και ο Ζώπυρος είχαν πάρει εντολή να δανείσουν το διαθέσιμο κεφάλαιο, στο σύνολο ή εν μέρει, σε εμπόρους, οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν για τις επιχειρήσεις τους, στοιχείο που μοναδική μαρτυρία ανάμεσα στις σωζόμενες μαρτυρίες. Σίγουρα η επιγραφική έχει διασώσει και άλλες μαρτυρίες δανείων που χορηγήθηκαν σε ιδιώτες από τα δημόσια ή τα ιερά ταμεία. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, επρόκειτο για πολύ ιδιαίτερες επιχειρήσεις, τα κεφάλαια των οποίων αποτελούσαν συχνότατα δωρεές ευεργετών· επιπλέον, αυτά τα χρήματα παρέμεναν επ’ αόριστον αδιάθετα, έτσι ώστε να αποδίδουν τακτικά τόκους που χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για έναν ορισμένο σκοπό [16].

Σύμφωνα με τους μελετητές επρόκειτο, μάλλον, για δάνεια που είχαν δοθεί σε εμπόρους από μέρους της δημόσιας τράπεζας [17]. Μπορούμε λοιπόν να εικάσουμε ότι στις πόλεις που υπήρχε δημόσια τράπεζα, αυτή ήταν επιφορτισμένη με τη διαχείριση του κρατικού χρήματος· αυτή η ερμηνεία ωστόσο δεν εξηγεί, στην περίπτωση του κειμένου μας, τον λόγο για τον οποίο αυτά τα εμπορικά δάνεια αποπληρώθηκαν στην επιτροπή που ήταν αρμόδια για το Γυμνάσιο. Από την άλλη, η προθεσμία αποπληρωμής αυτών των εμπορικν δανείων ήταν ο μήνας Αρτεμισιών, δηλαδή το τέλος σχεδόν του χρόνου (στ. 22-23), ενώ τα ναυτικά δάνεια [18] έπρεπε να αποπληρωθούν μετά την επιστροφή από το ταξίδι, δηλαδή κατά τη διάρκεια της ναυτικής περιόδου και όχι κατά το τέλος του χειμώνα [19].

Μπορούμε λοιπόν να ανασυνθέσουμε τα στοιχεία ως εξής: Από τη μια πλευρά, η άφιξη και η πώληση των προϊόντων που υποσχέθηκε ο Ευμένης χρειάστηκαν κάποιο χρόνο. Από την άλλη, η ανέγερση του Γυμνασίου δεν ξεκίνησε άμεσα και προφανώς επεκτάθηκε σε βάθος αρκετών ετών. Κατά συνέπεια, στον βαθμό που τα έσοδα των πωλήσεων έμπαιναν στο δημόσιο ταμείο, οι επίτροποι μπόρεσαν να τα δανείσουν βραχυπρόθεσμα, π.χ. σε ετήσια βάση, και έπειτα να τα αποσύρουν από την κυκλοφορία στον βαθμό που τους ήταν απαραίτητα να τα χρησιμοποιήσουν σε κάποιες εργασίες τους. Είναι δύσκολο να αξιολογήσουμε το κέρδος αυτών των επιχειρήσεων, λόγω του ότι αγνοούμε το ύψος των προς δανεισμό ποσών, καθώς και τον αριθμό και τη διάρκεια των συναλλαγών. Είναι ωστόσο πιθανόν οι Μιλήσιοι να είχαν αποταμιεύσει σημαντικά κέρδη, τα οποία πιθανώς τους επέτρεψαν να αφήσουν το κεφάλαιο άθικτο, ώστε να το χρησιμοποιήσουν εξ ολοκλήρου για τις εργασίες και να χρησιμοποιήσουν μόνο τους τόκους, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα καινούργιο κεφάλαιο[20].

Αυτό όμως δεν αποτελούσε παρά μία προσωρινή διάθεση των χρημάτων· η δωρεά του βασιλέως δεν μπορεί να εκτραπεί του σκοπού της, που δεν είναι άλλος από τη χρηματοδότηση του εορτασμού των γενεθλίων του. Επομένως, η πόλη, πιθανόν, με τη συγκατάθεση του βασιλέως, είχε παραδώσει αυτά τα χρήματα στα μέλη της επιτροπής που είχαν επιφορτιστεί με την ανέγερση του Γυμνασίου, προκειμένου να πληρωθούν οι κατασκευαστές. Είναι ευνόητος, λοιπόν, ο λόγος για τον οποίο τα μέλη της επιτροπής έπρεπε να καταβάλουν τριάντα τάλαντα σε αποζημιώσεις προς τη δημόσια τράπεζα. Υπήρχε δηλαδή ένα αρχικό κεφάλαιο το οποίο, προς στιγμήν είχε εκτραπεί του αρχικού σκοπού του [21]. Αυτός ο δανεισμός έγινε πιθανότατα από τη δημόσια τράπεζα της Μιλήτου [22].

Μετά από κάποιους ακρωτηριασμένους στίχους, διαβάζουμε ότι η επιτροπή που ήταν υπεύθυνη για τα δημητριακά έπρεπε «να προβεί άμεσα (;) στην αγορά των δημητριακών και να τα εγγράψει στον λογαριασμό»: π̣[οιε]̣ν [δ ․․c.7․․ εθς τν] καταγ̣ο[ρασμν] | [ τ]ν μσθω[σιν το στου κα] γγρ<φ>εσθαι ες τ[ν] [λ]γον. (στ. 34-36). Οι παραπάνω όροι είχαν ως σκοπό την προστασία του νέου κεφαλαίου από κάθε είδους παρεκτροπή. Για να τηρούνται όλες οι παραπάνω αποφάσεις και για να διαφυλάσσεται η ανάμνηση του βασιλέως στο μέλλον, έπρεπε να λάβουν γνώση για το ψήφισμα του δήμου και ο βασιλεύς Άτταλος (ο αδελφός του Ευμένη) και ο Αθήναιος (ο μικρότερος αδελφός του) και ο Άτταλος (Άτταλος ο Γ΄), ο γιος του Ευμένη και να μην υπάρχει καμία δυνατότητα παρέμβασης σε αυτά που έχουν καταχωριστεί στο ψήφισμα. Εάν όμως παρά ταύτα κάποιος παρέμβει με κάποιο τρόπο, το ψήφισμα να είναι άκυρο [23], ενώ αυτός που παρενέβη σε κάτι από τα αποφασισμένα να πληρώσει 2.000 στατήρες ιερούς στον Απόλλωνα Διδυμαίο. Σε συμπλήρωση στην επιγραφή, διαβάζουμε την απόφαση να χαραχθεί το ψήφισμα πάνω σε πέτρινη στήλη και να τοποθετηθεί η τελευταία στο Ιερό των Διδύμων. Έτσι δικαιολογείται η ανακάλυψη της παρούσας επιγραφής στα Δίδυμα.

Τέλος, ένα άλλο θέμα που τίθεται είναι ο ρόλος της δημόσιας τράπεζας. Ένα κύριο χαρακτηριστικό που διέκρινε τη δημόσια τράπεζα από τις αντίστοιχες ιδιωτικές ήταν η φύση των καταθέσεων [24]. Από τους Ελληνιστικούς χρόνους και μετά υπάρχουν μαρτυρίες ότι αρκετές πόλεις διέθεταν δημόσια τράπεζα: η Αθήνα, η Κως, η Δήλος, η Τήνος, η Χίος, το Ίλιον, η Λάμψακος, η Μίλητος και, πιθανότατα, και άλλες. Από τους ρωμαϊκούς χρόνους και έπειτα, υπάρχουν μαρτυρίες για μερικές επιπλέον πόλεις, όπως π.χ. το Πέργαμον και η Ρόδος. Καταρχάς, οι μελετητές τείνουν να συμπεριλαμβάνουν στις δημόσιες τράπεζες και μερικές ιδιωτικές [25], οι οποίες έχαιραν ενός χρηματοπιστωτικού μονοπωλίου στα όρια της πόλης τους. Η πόλις του Βυζαντίου, για παράδειγμα, αποδεδειγμένα αποφάσισε κάποια στιγμή να πουλήσει το δικαίωμα της ανταλλαγής νομισμάτων σε αποκλειστικά και μόνο ένα ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (Αριστοτέλης Οκ. ΙΙ 1346b24-26 τν τε νομισμάτων τν καταλλαγν πέδοντο μι τραπέζ). Για να εξεύρουν κεφάλαια για τα θησαυροφυλάκιά τους, οι πόλεις συνήθως κατέφευγαν, εκτός από την πρόσκληση για εθελούσιες δωρεές χρημάτων (πιδόσεις), στον δημόσιο δανεισμό [26] και στη φορολογία.

H κάθε δημόσια τράπεζα διαχειριζόταν τέσσερα είδη λογαριασμών: Τον λογαριασμό της πόλης όπου είχε την έδρα της η τράπεζα, τους λογαριασμούς διαφόρων κρατικών αξιωματούχων, τους λογαριασμούς των διαφόρων ιδρυμάτων και τον λογαριασμό του Ιερού κάποιου θεού. Οι μαρτυρίες που πιστοποιούν την ύπαρξη και τις εργασίες του συνόλου αυτών των λογαριασμών συνήθως προσκομίζονται για να υποστηρίξουν την άποψη ότι η δημόσια τράπεζα εργαζόταν μόνο για έναν πελάτη, το Κράτος [27].

Επίσης, η δημόσια τράπεζα δεν εμπλεκόταν ποτέ σε ανταλλαγή νομισμάτων και δεν δεχόταν καταθέσεις σε ιδιωτικά νομίσματα, αν και σε μερικές περιπτώσεις η διάκριση μεταξύ «ιδιωτικών» και «μη ιδιωτικών» καταθέσεων φαίνεται ότι είναι λιγότερο χρήσιμη έως και χωρίς νόημα. Υπάρχουν κάποιες μαρτυρίες που αποδεικνύουν ότι οι δημόσιες τράπεζες όντως εργάζονταν με τις ιδιωτικές καταθέσεις, αλλά και υπήρχαν χάρη σε αυτές [28].

 

Άλλες χορηγίες του Ευμένη

 

Ο Ευμένης ακολούθησε σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του φιλολαϊκή πολιτική προς τις ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας και όχι μόνο, παρόλο που κάποιες από αυτές δεν τον συμπαθούσαν.

Μία από τις πόλεις που ευεργετήθηκαν ιδιαίτερα από τον Ευμένη ήταν η Μίλητος. Με βάση την επιγραφή McCabe, Miletos 45, στις αρχές της δεκαετίας του 160 π.Χ. οι Μιλήσιοι σχεδίαζαν την ανέγερση ενός Γυμνασίου και γι’ αυτό απέστειλαν τον Ειρηνία, γνωστό σε εμάς από το προηγούμενο ψήφισμα, στον Ευμένη, προκειμένου να ζητήσουν τη συνδρομή του. Κατόπιν τούτου, ο Ευμένης επέλεξε να τους στείλει, όχι μόνο την απαραίτητη για τις εργασίες ξυλεία αλλά και 160.000 μεδίμνους σίτου ή αλεύρου (αντιστοιχούν σε 6.000-7.000 τόνους), το οποίο, προφανώς, θα έπρεπε να πουλήσουν για να αποκτήσουν μετρητά χρήματα. Σίγουρα είναι δύσκολο να γνωρίζουμε την τιμή του σίτου εκείνη την εποχή στη συγκεκριμένη περιοχή, λόγω του ότι οι συγκρίσεις ήταν σπάνιες.

Επίσης, από τον Πολύβιο [29] γίνεται γνωστό ότι το 161/160 π.Χ., ο βασιλεύς Ευμένης ο Β΄ βοήθησε τους Ροδίους να ιδρύσουν ένα πλούσιο ίδρυμα, το οποίο είχε ως μοναδικό σκοπό τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης των παιδιών. Ο Ευμένης δώρισε 280.000 μεδίμνους δημητριακών (περ. 14.000 τόνους) προς πώληση. Τα κέρδη από την πώληση θα έπρεπε στη συνέχεια να τα τοποθετήσουν με τόκο και από αυτόν τον τόκο, οι Ρόδιοι θα πλήρωναν τους μισθούς των παιδευτν και των διδασκάλων των παιδιών. Το προς δανεισμό κεφάλαιο αυτού του ιδρύματος και μόνο υπολογίζεται μεταξύ 1,6 και 2,8 εκατομμύρια δραχμές. Δεν σώζονται λεπτομέρειες σχετικά με την διοικητική μηχανορραφία με την οποία οι Ροδίτες διαχειρίζονταν αυτό το δανειστικό σχήμα. Εφόσον δεν μαρτυρείται η ύπαρξη Ροδιακής δημόσιας τράπεζας κατά τη συγκεκριμένη εποχή, θα πρέπει να εικάσουμε ότι, όπως και στους Δελφούς, το σχήμα αυτό διαχειρίζονταν οι υπάρχοντες πολιτειακοί θεσμοί [30].

 

 Συμπεράσματα

 

Από τη σύντομη ανάλυση της διαδικασίας με την οποία χρησιμοποιήθηκε η τραπεζική πίστη στο ελληνιστικό βασίλειο του Περγάμου, συμπεραίνουμε ότι το μοτίβο της τιμής των βασιλέων είναι ευρέως διαδεδομένο κατά την Ελληνιστική εποχή και λαμβάνει ιδιαίτερες μορφές. Η χορηγία του Ευμένη, βάσει  της επιγραφής McCabe, Didyma 13 γίνεται με σκοπό την κάλυψη των εξόδων του εορτασμού των γενεθλίων του. Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή χρήματα από τη χορηγία διατίθενται και για την αποπληρωμή των πιστωτών που ανήγειραν το Γυμνάσιο, επειδή τα εμπορικά δάνεια από τους ναυτικούς δεν είχαν αποπληρωθεί. Σε όλη αυτή τη διαδικασία σημαντικό ρόλο φαίνεται να έπαιξε η δημόσια τράπεζα της Μιλήτου. Από τη μελέτη και άλλων επιγραφών προκύπτει ότι ο Ευμένης είχε προβεί και άλλες φορές σε χορηγίες, προκειμένου να επηρεάζει την πολιτική κατάσταση και άλλων ελληνιστικών κρατών.

Από ό,τι φαίνεται τον δεσποτικό χαρακτήρα του Ελληνιστικού βασιλείου, κατ’ επίφαση υπηρετούσαν λαοφιλείς οικονομικές χορηγίες των ηγεμόνων προς τον λαό. Αυτές όμως στην ουσία υποστηρίζονταν από την ανθηρή χρηματοοικονομική κατάσταση της Μ. Ασίας, μέσω της λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων δημόσιου χαρακτήρα.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Bogaert 1968, σσ. 259-260.

[2] Laum 1914, σ. 42.

[3] Στη Μίλητο χτίστηκε στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. με χρηματοδότηση κάποιου Ευδαίμονος ένα Γυμνάσιο στην Αγορά της πόλης, ενώ λίγες μόλις δεκαετίες αργότερα ο ηγεμόνας του Περγάμου Ευμένης Β΄ δώρισε στην ίδια πόλη δημητριακά και ξυλεία, προκειμένου να συγκεντρωθούν τα χρήματα (βλ. παρακάτω σ. 7 επιγραφή McCabe, Miletos 45) για την κατασκευή ενός δεύτερου Γυμνασίου. Η αρχική αρχιτεκτονική μορφή του Γυμνασίου δε μας είναι γνωστή, αφού το οικοδόμημα μετασκευάστηκε στη Ρωμαϊκή εποχή. Σήμερα τα ερείπιά του έχουν εν μέρει αποκαλυφθεί. Αξίζει να αναφερθούμε στο μνημειακό ιωνικό πρόπυλο, που οδηγούσε από το Γυμνάσιο στο Στάδιο, στο οποίο ήταν χαραγμένο και το τιμητικό ψήφισμα των κατοίκων της Μιλήτου προς τον Ευμένη Β΄. Η ανέγερση του Γυμνασίου και του Σταδίου φαίνεται ότι εντάσσεται σε ένα ευρύτερο οικοδομικό πρόγραμμα που πραγματοποιήθηκε κατά τους Ελληνιστικά χρόνους, με σκοπό την κάλυψη των αναγκών της πόλης, και απέβλεπε στην εξυπηρέτηση αθλητικών, θρησκευτικών και γενικότερα εορταστικών εκδηλώσεων. Πιθανότατα, κατά τη διάρκεια της τέλεσης μεγάλων εορτών, απλοί πολίτες και επισκέπτες της Μιλήτου, ιερείς και αθλητές συγκεντρώνονταν στο Γυμνάσιο και σχημάτιζαν πομπή, η οποία περνούσε μέσα από το Πρόπυλο για να καταλήξει στο Στάδιο.

[4] Είχε αποσταλεί και μερικά χρόνια ενωρίτερα, όπως γίνεται γνωστό από το ψήφισμα McCabe, Miletos 45.

[5] Μετά την τιμωρία της Ρόδου από τη Ρώμη για την επαμφοτερίζουσα στάση της, κατά τη διάρκεια του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου, η Μίλητος περιήλθε στον έλεγχο των Ατταλιδών. Ο Ειρηνίας γιος του Ειρηνίου, Μιλήσιος πρέσβης στην αυλή των Ατταλιδών, εργάστηκε προκειμένου και οι δύο πλευρές να ωφεληθούν από τη σχέση αυτή: ο Ευμένης Β΄ έδρασε ως ευεργέτης της πόλης, η οποία με τη σειρά της του απέδωσε τιμές ακόμα και μετά θάνατον. http://www.ehw.gr/asiaminor/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaId=5354 (προσπελάστηκε 25/5/2017).

[6] Ο Ληναιών αντιστοιχεί στον αττικό μήνα Γαμηλιώνα (16 Ιανουαρίου – 15 Φεβρουαρίου του Γρηγοριανού ημερολογίου).

[7] Migeotte 2012, σ. 118.

[8] Migeotte 2012, σ. 118.

[9] Ο Ταυρεών αντιστοιχεί στον αττικό μήνα Μουνιχιώνα (16 Απριλίου – 15 Μαΐου του Γρηγοριανού ημερολογίου).

[10] Migeotte 2012, σ. 119.

[11] Στεφανηφόρος ονομαζόταν ο επώνυμος άρχοντας της Μιλήτου, κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, http://asiaminor.ehw.gr/forms/fLemmaBody.aspx?lemmaId=5354 (προσπελάστηκε 25/5/2017).

[12] Για τιμές που αποδόθηκαν στον Ειρηνία τον γιο του Ειρηνίου βλ. ψήφισμα του δήμου των Μιλησίων; 167/140 BC: *IDidyma 142.

[13] Ο Αρτεμισιών αντιστοιχεί στον αττικό μήνα Ελαφηβολιώνα (16 Μαρτίου – 15 Απριλίου του Γρηγοριανού ημερολογίου).

[14] Bogaert 1968, σσ. 259-260.

[15] Derenne 1930, σ. 243 και Bogaert 1968, σσ. 259-260.

[16] Migeotte 2012, σ. 120.

[17] Bogaert 1968, σσ. 260.

[18] Για τις παρακαταθήκες, τη φύλαξη δηλαδή χρημάτων, πολύτιμων αντικειμένων κ.ά., οι ιερές τράπεζες δεν εισέπρατταν «φύλακτρα», αλλά και δεν έδιναν τόκο για τις βραχυπρόθεσμες καταθέσεις. Για καταθέσεις μεγάλης διάρκειας είναι γνωστό π.χ. ότι στην Αθήνα του 4ου αιώνα. π.Χ. το επιτόκιο ήταν γύρω στο 10%. Ρόλο τραπεζών και μάλιστα ανταγωνιστικό αυτού των ιδιωτικών τραπεζών έπαιζαν και τα Ιερά. Όσον αφορά στις ιδιωτικές τράπεζες, κατά κανόνα τα επιτόκια ήταν πολύ υψηλότερα αυτών των Ιερών ενώ στα λεγόμενα ναυτοδάνεια, τα επιτόκια έφταναν ακόμη και στο 100% όταν, σε περίπτωση απώλειας του πλοίου μαζί με το φορτίο του, ο δανειστής δεν είχε καμία αξίωση από τον δανειζόμενο, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=112003 (προσπελάστηκε 25/5/2017).

[19] Bogaert 1968, σσ. 260-261.

[20] Migeotte 2012, σ. 120.

[21] Bogaert 1968, σ. 260.

[22] Οι πρώτες ενδείξεις για τη δραστηριοποίηση τραπεζών στην αρχαία Ελλάδα ανάγονται στον 6ο αι. π.Χ. Ο κυρίαρχος θεσμός της πόλης-κράτους είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη μεγάλου αριθμού ανεξάρτητων κρατών, πολλά από τα οποία έκοβαν δικά τους νομίσματα, ποικίλης πραγματικής, ονομαστικής και εμπορικής αξίας. Η κυκλοφορία τόσο πολλών και ανόμοιων ως προς την αξία τους νομισμάτων, δυσκόλευε εξαιρετικά τις διάφορες εμπορικές συναλλαγές και έκανε την παρουσία του αργυραμοιβού απαραίτητη, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=112003.

[23] Οι Ατταλίδες φρόντιζαν να θεσπίζουν νόμους που δεν επιδέχονταν μεταβολές. Έτσι δημιουργούσαν ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο, το οποίο διασφάλιζε την εξουσία τους.

[24] Από πολύ νωρίς, πιθανότατα από τον 6ο αι. π.Χ., ορισμένοι ιδιώτες συνήθιζαν να καταθέτουν σε διάφορα ιερά ποσά για φύλαξη. Το φαινόμενο αυτό γνώριζε ιδιαίτερη έξαρση κυρίως σε περιόδους αναταραχών και πολεμικών συρράξεων. Η ιερότητα και το απαραβίαστο των ορίων των ιερών ήταν σεβαστά από όλους και επομένως τα χρήματα αυτά είχαν τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Έτσι σιγά σιγά στα ιερά συσσωρεύονταν σημαντικά ποσά. Η ενέργεια αυτή, σε συνδυασμό και με την παροχή εκ μέρους των ιερών, εντόκων δανείων σε όσους είχαν ανάγκη από «ρευστό», δημιούργησε τις πρώτες τράπεζες. Πολύ γρήγορα και τα ιερά υποχρεώθηκαν στην καθιέρωση τόκων για τις καταθέσεις αλλά σε σχέση με τις ιδιωτικές τράπεζες βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=112003.

[25] Σταδιακά, οι ιδιωτικές τράπεζες απέκτησαν αρκετά μεγάλη δύναμη, ώστε να μπορούν να καλύψουν τις δανειακές ανάγκες ολόκληρων πόλεων. Επειδή στην αρχαία Ελλάδα, οι πόλεις αποταμίευαν, κατά κανόνα, χρήματα κατά τις περιόδους ειρήνης, οι περιπτώσεις που χρειάζονταν δάνεια ήταν, κυρίως, στις περιόδους πολέμων. Αυτό, όμως, είχε ως αποτέλεσμα οι ιδιωτικές τράπεζες να αυξάνουν τον κύκλο εργασιών του σε περιόδους πολέμου και γι’ αυτές οι πόλεμοι να αποτελούν πηγή πλούτου. Επιπλέον, μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση πολέμων ανάλογα ποιον από τους αντιπάλους θα επέλεγαν να δανειοδοτήσουν και με ποιο κόστος.

[26] Gabrielsen 2008, σ. 124.

[27] Gabrielsen 2008, σ. 117.

[28] Gabrielsen 2008, σ. 116.

[29] Πολύβιος ΧΧΧΙ 31, 1-3.

[30] Gabrielsen 2008, σ. 120.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Bogaert 1968, Banques et Banquiers dans les Cités Grecques, Leyde: A.W. Sijthoff.
  • Chaniotis 2003, The divinity of Hellenistic Rulers, A. Erskine, A companion to the Hellenistic World, Blacwell, Oxford, σσ. 431-445.
  • Direnne 1930, “Note sur une inscription de MiletBCH τ. 54 (1930), σσ. 241-244.
  • Gabrielsen 2008, “The Public Banks of Hellenistic Cities”, PISTOI DIA TÈN TECHNÈN: Bankers, Loans and Archives in the Ancient World, Studies in Honour of R. Bogaert, K. Verboven, K. Vandorpe & V. Chankowski (ed.), Peeters, σσ. 115-130.
  • Laum 1914, Stiftungen in der griechischen und römischen Antike: ein Beitrag zur antiken Kulturgeschichte, Druck und Verlag von B.G. Teubner, Leipzig.
  • Migeotte 2012, Les dons du roi Eumène et les emporika daneia de la cité, R. Descat, STEPHANÈPHOROS, De l’économie antique à l’Asie Mineure, σσ. 117-123.
  • E. Samuel 1972, Greek and Roman Chronology. Calendars and Years in Classical Antiquity, München.

 

Γεωργία Κ. Κατσαγάνη

Δρ. Κλασικής Φιλολογίας

 

Διαβάστε ακόμη:

 


Οι νέοι χαλκοί ενεπίγραφοι πίνακες από το Άργος

$
0
0

Οι νέοι χαλκοί ενεπίγραφοι πίνακες από το Άργος – Δρ. Άλκηστη Παπαδημητρίου


 

Κατά τις εργασίες διάνοιξης υπογείου σε οικόπεδο ιδιοκτησίας Ευαγγέλου Σ. Σμυρναίου στην οδό Κορίνθου 48 στο Άργος, εντοπίστηκαν αρχαιότητες, οι οποίες κατόπιν αιτήσεως του ιδιοκτήτη ερευνήθηκαν με αυτοχρηματοδότηση. Λόγω του υφισταμένου κτίσματος και της μεγάλης στενότητας του χώρου, οι ανασκαφικές εργασίες έγιναν τμηματικά και διήρκεσαν 72 ημέρες, από τις 3-10- 2000 έως τις 12-9-2001.

Αμέσως μετά την εύρεση των πρώτων πινάκων, η κ. Ελισάβετ Σπαθάρη, τότε Διευθύντρια της Δ’ Εφορείας Προϊστορικών Αρχαιοτήτων, και εγώ συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε την υποχρέωση να ακουμπήσουμε τα σπουδαία αυτά ευρήματα στα χέρια του πλέον ειδικού. Ο κ. Χαράλαμπος Κριτζάς, Διευθυντής του Επιγραφικού Μουσείου, που είχε και στο παρελθόν μελετήσει παρόμοια ευρήματα από το Άργος, ανέλαβε τη μελέτη αλλά και την ευθύνη της συντήρησης των ευπαθών δέλτων. [1] Στόχος μας είναι, μετά τη συντήρησή τους, τα πολύτιμα ευρήματα να επιστρέφουν στην πόλη του Άργους. [2]

Το οικόπεδο Σμυρναίου βρίσκεται στην οδό Κορίνθου 48, στη σιταραγορά του Άργους, έχει επίμηκες σχήμα, προσανατολισμό Α-Δ και διαστάσεις 6.00X12.50 μ. Οι πρώτες αρχαιολογικές ενδείξεις εμφανίστηκαν σε βάθος 1.80 έως 1.85 από το οδόστρωμα της Κορίνθου (εικόνα 1). Κατά μήκος της νότιας παρειάς του οικοπέδου εντοπίστηκε ένας τοίχος από αδρά λαξευμένους πωρολιθικούς δόμους που εδράζονταν σε υπόστρωμα από κροκάλες. Ο προσανατολισμός του ήταν ανατολικά – δυτικά, το μέγιστο σωζόμενο μήκος τους 9 μ. και το πλάτος 70 εκατοστά. Στο ανατολικό τμήμα του οικοπέδου και στο ίδιο βάθος, όμοιας κατασκευής τοίχος με πλάτος 50 εκατοστά και προσανατολισμό βόρεια – νότια συνέβαλε στον προηγούμενο. Κατά μήκος της βόρειας παρειάς εντοπίστηκε σειρά αδρά κατεργασμένων ασβεστόλιθων και αργόλιθων με προσανατολισμό ανατολικά-δυτικά που σώζονται σε μήκος 7 μ. περίπου και ταυτίζονται με έναν άλλο τοίχο. Σε διάφορα σημεία, βόρεια και νότια αυτών των τοίχων, από βάθος 1.85μ. έως 2.15μ., παρατηρήθηκαν συγκεντρώσεις αδρά κατεργασμένων ασβεστόλιθων και πωρόλιθων. Στο δυτικό τμήμα του οικοπέδου, σε βάθος 2,32μ. διατηρήθηκε τμήμα εστίας ελλειψοειδούς σχήματος, διαστάσεων 1.30Χ0.70μ., με προσανατολισμό ανατολικά-δυτικά. Αμέσως νοτιοανατολικά αυτών βρέθηκαν ακέραια ή θραυσμένα πήλινα καλούπια. Το στρώμα αυτό περιείχε άφθονη στάχτη και κομμάτια καμένου πηλού και είχε ιδιαίτερα σκληρή σύσταση.

 

Εικόνα 1: Ανασκαφικό σχέδιο οικοπέδου Σμυρναίου. Οι λίθινες θήκες, τα θεμέλια του κτιρίου και η εστία.

 

Κατά μήκος του κεντρικού άξονα του οικοπέδου εντοπίστηκαν ασβεστολιθικές πλάκες μεγάλων διαστάσεων και πάχους (2.00X1.00X0.30 μ), οι οποίες κάλυπταν λίθινα σκεύη, που ήταν αδρά λαξευμένα εξωτερικά, ενώ η άνω επιφάνεια και το εσωτερικό τους ήταν ιδιαίτερα επιμελημένα. Η θήκη 1 ήταν σχεδόν τετράπλευρη και δεν περιείχε ευρήματα, ενώ η κάλυψή της είχε προσανατολισμό βόρεια-νότια. Μία ακόμη λίθινη θήκη, ακριβώς ανατολικά της θήκης 1, δεν ερευνήθηκε διότι βρισκόταν εξ ολοκλήρου στα όρια της όμορης προς τα ανατολικά ιδιοκτησίας Δελή, ο οποίος και δεν συναίνεσε στην έρευνά της. Η δεύτερη θήκη που ερευνήθηκε ήταν η τρίτη από ανατολικά και έφερε κάλυψη με προσανατολισμό ανατολικά-δυτικά. Μετά την απομάκρυνση της καλυπτήριας πλάκας, διαπιστώσαμε ότι στο εσωτερικό της κιβωτού είχε αποτεθεί μεγάλος αριθμός ενεπίγραφων πινάκων (εικόνα 2). Συνολικά η θήκη περιείχε 60 τουλάχιστον χάλκινους και 2 μολύβδινους ενεπίγραφους πίνακες. Ο ένας μολύβδινος πίνακας είχε μάλιστα τυλιχτεί, δίνοντας αρχικά την εντύπωση ενός καταδέσμου. Η αφαίρεση των πινάκων που αποδείχτηκε ιδιαίτερα επίπονη, αφού αυτές είχαν με την πάροδο του χρόνου καμπυλώσει και εφάπτονταν στα τοιχώματα της θήκης, έγινε με μεγάλη επιτυχία από το συντηρητή της Δ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κ. Φώτη Δημάκη. Η θήκη 3, τέταρτη από ανατολικά, είχε παρόμοια κάλυψη και προσανατολισμό ανατολικά-δυτικά. Στο εσωτερικό της δεν περιείχε ευρήματα. Η θήκη 4 ήταν δεύτερη από ανατολικά. Είχε εντοπιστεί ήδη κατά τις εργασίες αποκάλυψης των δύο πρώτων, αλλά ερευνήθηκε αργότερα, γιατί εν τω μεταξύ κρίθηκε απαραίτητη η αντιστήριξη της όμορης προς τα ανατολικά ιδιοκτησίας. Η κάλυψή της ήταν παρόμοια σε όγκο με τις προηγούμενες και είχε προσανατολισμό ανατολικά-δυτικά. Στο εσωτερικό της θήκης βρέθηκε ένας μόνο ενεπίγραφος πίνακας σε σχήμα ποδός (εικόνα 2).

 

Εικόνα 2. Η λίθινη θήκη 2 με τους χάλκινους ενεπίγραφους πίνακες.

 

Δυτικά των λίθινων θηκών και σε χαμηλότερο επίπεδο, σε βάθος 2.50 μ., εντοπίστηκε μία ακόμη καλυπτήρια πλάκα παρόμοιων διαστάσεων και προσανατολισμού (εικόνα 3). Μετά την ανάσυρσή της διαπιστώσαμε ότι αυτή κάλυπτε, αντί για μία λίθινη θήκη, δύο αγγεία (εικόνες 4-5).

 

Εικόνα 3. Ανασκαφικό σχέδιο οικοπέδου Σμυρναίου. Το πήλινο και το χάλκινο αγγείο με τις ενεπίγραφες πινακίδες, τα πέντε πήλινα αγγεία, οι γεωμετρικοί τάφοι και το δάπεδο.

 

Εικόνα 4: Η ανάσυρση της πλάκας που κάλυπτε το πήλινο και το χάλκινο αγγείο με τις ενεπίγραφες πινακίδες.

 

Το ένα αγγείο ήταν πήλινο και το άλλο χάλκινο. Και τα δύο είχαν υποστεί φθορές από το βάρος της ογκώδους κάλυψης. Στο πήλινο αγγείο, που είχε το σχήμα κωδωνόσχημου κρατήρα χωρίς βάση, εντοπίστηκαν 55 περίπου χαλκοί πίνακες, οι οποίοι είχαν τοποθετηθεί κατά τον ίδιο περίπου τρόπο με τους πίνακες της θήκης 2 γύρω στα τοιχώματα του αγγείου (εικόνα 5).

Στο εσωτερικό του χάλκινου αγγείου, που ήταν ένας σφυρήλατος λέβης διαμ. 80 εκατοστών περίπου και ανάλογου ύψους, εντοπίστηκαν καταρχήν τρία χάλκινα αγγεία: μία τριφυλλόσχημη οινοχόη και δύο φιάλες. Κάτω από τα αγγεία βρέθηκαν και εδώ χάλκινοι πίνακες σε πολύ κακή κατάσταση διατήρησης. Φαίνεται ότι ένα μέρος από τις πινακίδες που είχαν τοποθετηθεί εδώ αφαιρέθηκε κάποια στιγμή με τρόπο που προξένησε φθορές σε όσες παρέμειναν στη θέση τους. Λόγω της κακής κατάστασης διατήρησης δεν επιχειρήθηκε η αφαίρεσή τους στο χώρο της ανασκαφής, αλλά τα ευρήματα, αφού στερεώθηκαν στο εσωτερικό του λέβητα, μεταφέρθηκαν μαζί με αυτόν στο Μουσείο του Άργους. Υπεύθυνος για την αφαίρεση των πινακίδων, τη στερέωση και τη μεταφορά του λέβητα αλλά και του πήλινου αγγείου, που πραγματοποιήθηκαν χωρίς να προκληθεί καμία φθορά, ήταν ο συντηρητής Βασίλης Κοντός (εικόνα 5).

 

Εικόνα 5: Το πήλινο και το χάλκινο αγγείο με τις ενεπίγραφες πινακίδες.

 

Στο ανατολικό τμήμα του οικοπέδου, κατά μήκος της νότιας παρειάς και μισό μέτρο περίπου βαθύτερα από τον τοίχο με τους πωρόλιθους, εντοπίστηκαν σε βάθος από 2,80 έως 3,60 μ. πέντε (5) πήλινα αγγεία. Τα αγγεία αυτά είχαν τοποθετηθεί όρθια, έφεραν όλα κάλυψη (τα τέσσερα από πήλινες επίπεδες κεραμίδες και το πέμπτο από ασβεστολιθική λεπτή πλάκα) και ήταν κενά (εικόνα 6).

 

Εικόνα 6: Τα πέντε πήλινα αγγεία της νότιας παρειάς.

 

Η ποιότητα της κατασκευής τους ήταν εξαιρετικά καλή. Ήταν όλα τροχήλατα, τα τέσσερα εξ αυτών κλειστού, ενώ το πέμπτο ανοικτού σχήματος, πανομοιότυπο με αυτό που βρέθηκε κάτω από την καλυπτήρια πλάκα 5, δίπλα στο χάλκινο αγγείο. Βόρεια από τα αγγεία της νότιας παρειάς και σε ελαφρά βαθύτερο επίπεδο από τις καλύψεις τους, υπήρχε δάπεδο από κροκάλες μικρού μεγέθους, ιδιαίτερα επιμελημένης κατασκευής και με ισχυρή συνοχή. Το δάπεδο αυτό εντοπίστηκε σε όλο το χώρο που ερευνήσαμε, χωρίς να βρεθούν τα όριά του σε καμία πλευρά του οικοπέδου. Εκτός από τα πήλινα αγγεία της νότιας παρειάς, περιέβαλε και τα αγγεία κάτω από την κάλυψη 5. Παρουσίαζε κλίση της τάξεως των 15 εκατοστών περίπου από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Η κάτω επιφάνειά του εντοπίστηκε σε βάθος 2.90μ. και το συνολικό του πάχος ήταν 10 εκατοστά. Κατά το ανατολικό άκρο του οικοπέδου, αμέσως ανατολικά της θήκης 2, η σύσταση του δαπέδου μεταβαλλόταν σταδιακά και χωρίς απότομη διαφοροποίηση, παίρνοντας τη μορφή λεπτών βοτσάλων σε μέγεθος χαλικιού. Η θήκη 2 το είχε παραβιάσει ελαφρά κατά την τοποθέτησή της.

Στο νότιο και δυτικό τμήμα του οικοπέδου εντοπίστηκαν δύο τάφοι των γεωμετρικών χρόνων, των οποίων οι καλύψεις βρίσκονταν σε βαθύτερο επίπεδο από το δάπεδο (2.82-3.10 μ.). Οι τάφοι, ένας κτιστός κιβωτιόσχημος και ένας λάκκος με ασβεστολιθική κάλυψη, είχαν προσανατολισμό Α-Δ και ήταν πλούσια κτερισμένοι με κεραμεική, καθώς και μεταλλικά αντικείμενα: σιδερένιες περόνες και χάλκινα δαχτυλίδια. Κατά τη μαρτυρία της κεραμεικής, και οι δύο τάφοι χρονολογούνται στη μέση γεωμετρική εποχή (850-750 π.Χ.) (εικόνα 7).

 

Εικόνα 7: Τα αγγεία του τάφου των γεωμετρικών χρόνων.

 

Από την αναλυτική περιγραφή των ανασκαφικών ευρημάτων γίνεται σαφές ότι αυτά αποτελούν δύο ενότητες με σημαντική υψομετρική διαφορά μεταξύ τους. Για την καλύτερη κατανόηση του ευρήματος σχεδιάσαμε μία τομή κατά τον ανατολικό-δυτικό άξονα του οικοπέδου (εικόνα 8), στην οποία προβάλλονται αφενός τα ευρήματα του κεντρικού άξονα αυτού, αφετέρου δε αυτά της νότιας παρειάς.

 

Εικόνα 8: Τομή κατά τον Α-Δ άξονα του οικοπέδου με τα ανασκαφικά ευρήματα.

 

Εδώ παρατηρούμε ότι ο τοίχος της νότιας παρειάς βρίσκεται στο ίδιο σχεδόν επίπεδο με τις καλύψεις των τεσσάρων λίθινων θηκών, οι οποίες εδράζονται ένα περίπου μέτρο βαθύτερα είτε απευθείας πάνω στο βοτσαλωτό δάπεδο (θήκη 3 και 4), είτε σε χώμα λίγο ψηλότερα από αυτό (θήκη 1), ενώ σε μία περίπτωση η θήκη 2 το έχει παραβιάσει ελαφρά. Το ίδιο το βοτσαλωτό δάπεδο που καλύπτει όλη την επιφάνεια – την επιφάνεια του χώρου που ερευνήσαμε – βρίσκεται σε επίπεδο 2,71 έως 2,85 και παρουσιάζει ελαφρά κλίση προς τα ανατολικά. Σε δύο σημεία έχει εμφανώς παραβιαστεί, για να τοποθετηθούν εκεί αφενός τα δύο αγγεία κάτω από την καλυπτήρια πλάκα 5, αφετέρου δε τα 6 αγγεία της νότιας παρειάς. Οι καλύψεις των γεωμετρικών τάφων, αντίθετα, βρίσκονται περίπου στο ίδιο ή σε ελαφρά χαμηλότερο επίπεδο από το βοτσαλωτό δάπεδο.

Ας ρίξουμε, όμως, μια ματιά στην οριζόντια και κάθετη στρωματογραφία του οικοπέδου, καθώς και στα κινητά ευρήματα των στρωμάτων. Σε βάθος 2,90 έως 3,00 εντοπίζεται το φυσικό προσχωσιγενές γεωλογικό υπόβαθρο που δεν περιέχει αρχαιολογικά ευρήματα. Ακολουθεί στρώμα καστανού χώματος, πάχους 10 εκατοστών περίπου, που περιέχει κεραμεική των ύστερων μεσοελλαδικών χρόνων (1700-1600 π.Χ.). Πάνω από το βοτσαλωτό δάπεδο εντοπίζεται στο δυτικό τμήμα του οικοπέδου χώμα καστανό, σχετικά σκληρό, μέχρι την επιφάνεια του 1.50 μ. περίπου. Στο ανατολικό τμήμα του οικοπέδου το χώμα έχει έντονες προσμίξεις λεπτού χαλικιού. Το στρώμα αυτό φαίνεται να κατέστρεψε εν μέρει την κάλυψη και το χείλος των 6 κενών αγγείων της νότιας παρειάς. Η κεραμεική που προήλθε και από τα δύο αυτά στρώματα αποτελείται κατά 90% από γεωμετρικά όστρακα τροχήλατα και χειροποίητα, ενώ σε ποσοστό 10% περιέχει όστρακα των ύστερων μεσοελλαδικών χρόνων, καθώς και των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων μέχρι περίπου τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Εκτός αυτών, μέσα στα στρώματα βρέθηκε και μικρός αριθμός ειδωλίων της αρχαϊκής εποχής, διάσπαρτα, τα οποία δε συσχετίζονται με ασφάλεια με κάποια από τα ακίνητα ευρήματα. Στα κινητά ευρήματα ανήκουν δύο μόνο χάλκινα νομίσματα, εξαιρετικά φθαρμένα, που δεν είναι δυνατόν να χρονολογηθούν. Πάνω από τα δύο αυτά στρώματα, το καθαρό καστανό και το χαλικωτό, παρατηρήθηκε σε σημεία που δεν είχαν παραβιαστεί από το σύγχρονο κτίσμα ένα στρώμα από πιο χοντρό χαλίκι, το οποίο εν μέρει καλύπτει τα δύο υποκείμενα και εν μέρει εισχωρεί στο δυτικό τμήμα του οικοπέδου μέσα στο καστανό, έχοντας καταστρέψει και ένα τμήμα του νότιου τοίχου. Το στρώμα αυτό περιέχει ελάχιστα όστρακα, πολύ φθαρμένα (κυλισμένα).

Ας δούμε τώρα πώς χρησιμοποιήθηκε ο χώρος διαχρονικά.

Όπως βεβαιώνει το στρώμα κάτω από το βοτσαλωτό δάπεδο, ο χώρος κατοικήθηκε για πρώτη φορά στους τελευταίους μεσοελλαδικούς χρόνους. Το επίπεδο χρήσης βρισκόταν τότε 3.00 περίπου μέτρα βαθύτερα από σήμερα. Η μεσοελλαδική κατοίκηση δεν διέσωσε εδώ αρχιτεκτονικά λείψανα. Στους μέσους γεωμετρικούς χρόνους κατασκευάστηκε ένα δάπεδο εξαιρετικά επιμελημένης κατασκευής, το οποίο περιέβαλε δύο τουλάχιστον τάφους της ίδιας εποχής, πλούσια κτερισμένους. Τόσο η δαπανηρή κατασκευή του δαπέδου όσο και το περιεχόμενο των τάφων υποδεικνύουν πως ο χώρος είχε δεσμευτεί για ταφική χρήση, πιθανόν από μία διακεκριμένη οικογένεια της ανώτερης κοινωνικής τάξης.

Αρκετά μετά ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για τον εγκιβωτισμό μέσα στο γεωμετρικό δάπεδο δύο αγγείων, στα οποία τοποθετήθηκαν ενεπίγραφοι πίνακες και καλύφτηκαν με την τεράστια ασβεστολιθική πλάκα. Εξάλλου, λίγο ανατολικότερα 6 τουλάχιστον αγγεία τοποθετήθηκαν κατά τον ίδιο τρόπο στο σταθερό φυσικό υπόβαθρο, που μαζί με το συμπαγές δάπεδο βοηθούσε τα αγγεία αυτά να σταθούν όρθια. Η τοποθέτηση των δύο συνόλων έγινε στην ίδια χρονική στιγμή, όπως βεβαιώνει η όμοια στάθμη εύρεσης αλλά και η τεράστια ομοιότητα του πήλινου αγγείου κάτω από την κάλυψη 5 με το ένα από τα αγγεία της νότιας παρειάς. Τα αγγεία αυτά, κλειστά και ανοικτά, είναι, όσο γνωρίζω τουλάχιστον, άγνωστα στο κεραμεικό ρεπερτόριο του Άργους. Προσεγγίζουν με το σχήμα και την κεραμεική κατηγορία τους τα αγγεία των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ. Ίσως να αποτέλεσαν μία ειδική παραγγελία, που θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες της χρήσης τους.

Όπως βεβαιώνει το εύρημα, η κάλυψη 5 ανασύρθηκε μία τουλάχιστον φορά μετά την τοποθέτηση χάλκινων πινάκων μέσα στα αγγεία, συγκεκριμένα όταν αφαιρέθηκαν με βιαστικό ή βίαιο τρόπο ορισμένες από αυτές του χάλκινου λέβητα και εναποτέθηκαν εκεί οι δύο φιάλες και η πρόχους, σκεύη τα οποία χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα για τελετουργίες.

Στη συνέχεια μία πλημμύρα του ποταμού απόθεσε στο χώρο προσχώσεις πάνω από 1 μ. και ανέβασε το επίπεδο χρήσης από τα 2,60 ή 2,70 στο 1,50 μ. τουλάχιστον από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους. Σ’ αυτή τη φυσική καταστροφή οφείλονται και τα δύο στρώματα που περιγράψαμε πιο πριν και τα οποία αποτελούν τυπικές αποθέσεις ποταμού, δηλαδή σχετικά καθαρή λάσπη και χαλίκι. Προφανώς, αμέσως μετά την πλημμύρα τοποθετήθηκαν μέσα στο στρώμα που δημιουργήθηκε οι 5 λίθινες θήκες. Μέσα στο ίδιο στρώμα, ίσως όχι τυχαία, αμέσως δυτικά του χώρου της κάλυψης 5, κατασκευάστηκε μία εστία.

Τα πήλινα καλούπια που βρέθηκαν πεταμένα στα νότια της εστίας μπορούν να δώσουν μια ιδέα για τη χρήση της. Τα καλούπια αυτά έχουν τετράπλευρο σχήμα και μια σχετικά αβαθή εσοχή στη μία επιφάνειά τους, της οποίας το σχήμα θυμίζει έντονα τους χάλκινους πίνακες. Η εστία και τα καλούπια βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τις καλύψεις των θηκών αλλά και με τους τοίχους και τους λιθοσωρούς και πρέπει να είναι σύγχρονα με αυτά και πάντως μεταγενέστερα από την πλημμύρα. Όπως βεβαιώνει η κεραμεική και οι στρωματογραφικές παρατηρήσεις, η πλημμύρα αυτή έγινε σίγουρα μετά τη γεωμετρική εποχή, αλλά και μετά την τοποθέτηση και χρήση των δύο αγγείων, του πήλινου και του χάλκινου κάτω από την κάλυψη 5. Την ακριβή χρονική στιγμή, που μπορεί να τοποθετείται και στον 4ο αιώνα π.Χ., θα μας υποδείξει η μελέτη των ενεπίγραφων πινάκων από τα αγγεία αυτά.

Η αφθονία της γεωμετρικής κεραμεικής υποδηλώνει ότι γύρω από τους τάφους θα υπήρχαν οικίες που διαλύθηκαν ολοσχερώς από την πλημμύρα. Ο μικρός αριθμός οστράκων από τις μεταγενέστερες περιόδους σημαίνει πιθανόν ότι μετά τη γεωμετρική εποχή, δηλαδή από τον 7ο αιώνα π.Χ. και μετά, ο χώρος δε χρησιμοποιήθηκε ξανά για κατοίκηση και ενταφιασμούς. Τα λιγοστά ειδώλια ίσως δίνουν μια ιδέα για τη νέα χρήση στην αρχαϊκή εποχή.

Από τα στοιχεία που αναλύθηκαν μέχρι εδώ, πιστεύω πως γίνεται σαφές ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα καταρχήν για κατοίκηση στη μεσοελλαδική εποχή, μετά για ταφές και κατοίκηση στη γεωμετρική εποχή και τέλος για τη φύλαξη των χάλκινων ενεπίγραφων πινάκων μέσα σε σκεύη προορισμένα για τη χρήση αυτή. Το ερώτημα που ανακύπτει αυτόματα είναι απλό αλλά καθοριστικό. Πού φυλάσσονταν αυτές οι κιβωτοί με τα πολύτιμα δημόσιου χαρακτήρα ντοκουμέντα;

 

Εικόνα 9: Ανασκαφικό σχέδιο κάτοψης του οικοπέδου Σμυρναίου με το περίγραμμα του κτιρίου, στο οποίο φυλάσσονταν οι χάλκινοι ενεπίγραφοι πίνακες.

 

Αν επιστρέψουμε στο σχέδιο της κάτοψης του ανώτερου επιπέδου ευρημάτων μπορούμε να κάνουμε ορισμένες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Ερμηνεύσαμε ήδη ως τοίχους τα κατάλοιπα της νότιας και της βόρειας παρειάς, καθώς και το εγκάρσιο τμήμα στα ανατολικά. Οι θήκες και η εστία αλλά και η καλυπτήρια πλάκα 5 βρίσκονται σε έναν ενιαίο άξονα, που είναι παράλληλος με το νότιο τοίχο και απέχει περίπου 2,5 μέτρα από αυτόν. Οι υπόλοιποι λιθοσωροί αλλά και οι πώρινες πλάκες εσωτερικά των δύο αξόνων σχετίζονται τοπογραφικά με τη θέση των θηκών αλλά και της καλυπτήριας πλάκας 5. Η εντύπωση που δημιουργείται από το επιχρωματισμένο σχέδιο είναι ότι ο χώρος φύλαξης των σκευών αλλά και της εστίας οριοθετείται με μία απλή κατασκευή. Δύο μακρούς τοίχους μέγιστου σωζόμενου μήκους 9 μ. και έναν εγκάρσιο που έχουν υποστεί φθορές από την πλημμύρα. Παρά την απλή κατασκευή μπορούμε να δούμε στα σπαράγματα αυτά, που απέμειναν από τη θεμελίωση, το περίγραμμα ενός κτιρίου, που ίσως είχε είσοδο από τα ανατολικά και κατέληγε σε παραστάδες. Τη μορφή ενός templum in antis είχαν βέβαια και οι θησαυροί που αφιερώθηκαν στα μεγάλα πανελλήνια ιερά και για τα οποία ο Παυσανίας μας βεβαιώνει ότι χρησίμευαν για τη φύλαξη πολύτιμων αφιερωμάτων, που δεν στήνονταν στην ύπαιθρο, για να μη φθαρούν ή να μην κλαπούν. Μέσα στο κτίριο αυτό πιστεύω ότι μπορούμε να αναγνωρίσουμε στα κατάλοιπα των λιθοσωρών υποστρώματα κατασκευών, που χρησίμευαν για τη σηματοδότηση της θέσης των θηκών, που και εδώ θα ήταν θαμμένες, αφήνοντας να προεξέχει η καλυπτήρια πλάκα. Η εστία της δυτικής παρειάς, που αποτελεί το μόνο ασφαλές στοιχείο για τον υπολογισμό του επιπέδου βάδισης αυτής της φάσης, βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την άνω επιφάνεια των θηκών και συνηγορεί στην άποψη αυτή.

Οι δύο λιθοσωροί στο εσωτερικό του βόρειου και του νότιου τοίχου αντίστοιχα ίσως μπορούν να θεωρηθούν και ως υποστρώματα για αντηρίδες των τοίχων ή έκκεντρες ενισχύσεις της στέγης, αν και το μικρό άνοιγμα του κτιρίου δεν απαιτεί κιονοστοιχία για τη στήριξή της.

Και φτάνουμε βεβαίως στο τελικό ερώτημα: πού θα βρισκόταν το κτίριο αυτό σε σχέση με τον αστικό ιστό της κλασικής εποχής και τους δημόσιους και λατρευτικούς χώρους της πόλης;

Η θέση του οικοπέδου βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, 900 περίπου μέτρα βορειοανατολικά του θεάτρου και της αγοράς, σε μία περιοχή που δεν έχει δώσει ιδιαίτερα αρχαιολογικά ευρήματα και παραδοσιακά τοποθετείται εκτός των τειχών της πόλης. Τα νέα ανασκαφικά ευρήματα ίσως μπορούν να ρίξουν λίγο φως στο μείζον πρόβλημα της πορείας του τείχους, κυρίως στη βόρεια πλευρά της πόλης. Θέλω να τονίσω πως αν οι ενεπίγραφοι πίνακες φυλάσσονταν σε ένα κτίριο ή έστω σε έναν περίβολο που- όπως υποδηλώνουν τα ευρήματα- βρισκόταν στην ευρύτερη σφαίρα ενός ιερού, το ιερό αυτό δεν είναι δυνατόν να βρισκόταν σε μία έρημη, ακατοίκητη και απομονωμένη περιοχή, έξω από τα τείχη της πόλης. Ο προσανατολισμός των τάφων στο οικόπεδο που ερευνήσαμε αλλά και των θηκών, της καλυπτήριας πλάκας 5, των πήλινων αγγείων και του κτιρίου υποδηλώνει την ύπαρξη μιας οδικής αρτηρίας με κατεύθυνση ανατολικά – δυτικά. Από άλλες ανασκαφές, εξάλλου, γνωρίζουμε πως κατά μήκος της οδού Κο­ρίνθου υπήρχε και μία οδική αρτηρία με κατεύθυνση βόρεια-νότια. Ίσως κάπου στα νοτιοδυτικά του χώρου που ερευνήσαμε να συνέβαλε στην προηγούμενη, δημιουργώντας μία διασταύρωση. Αν εδώ υπήρχε πράγματι στον 4ο αιώνα ένα ιερό, στο οποίο φυλάσσονταν αυτά τα πολύτιμα κρατικά δεδομένα, είναι πολύ δύσκολο να το φανταστούμε έξω από τα τείχη. Ίσως η μελλοντική ανασκαφική έρευνα δώσει περισσότερα στοιχεία για την επίλυση του προβλήματος.

 

Εικόνα 10: Το επιστημονικό και εργατοτεχνικό προσωπικό της ανασκαφής του οικοπέδου Σμυρναίου.

 

Η διακοπή της χρήσης του χώρου για τη φύλαξη των πινακίδων πρέπει να τοποθετηθεί μετά τον 4ο αιώνα π.Χ., γεγονός που βεβαιώνεται από την απουσία μεταγενέστερων κινητών ευρημάτων. Για κάποιο λόγο, που δεν προκύπτει από τα ανασκαφικά ευρήματα, οι θήκες έπαψαν να χρησιμοποιούνται ως κιβωτοί απόθεσης των πολύτιμων δέλτων και κατά περίεργο τρόπο ένας μεγάλος αριθμός από αυτές παρέμεινε φυλαγμένος εκεί μέχρι τις μέρες μας. Ίσως κάποιες πολιτικές ανακατατάξεις να είχαν ως αποτέλεσμα την κατάργηση του συστήματος διαφάνειας της διαχείρισης δημοσίων χρημάτων, οπότε δε θα ήταν πια απαραίτητη η τήρηση αυτών των αρχείων με τις συναλλαγές.

Το γεγονός ότι ο Παυσανίας δε μνημονεύει ένα ιερό που να μπορεί τοπογραφικά να ταυτιστεί με το οικόπεδο που ερευνήσαμε, οφείλεται μάλλον στο ότι αυτό δεν υπήρχε πια το 2ο αιώνα μ.Χ., όταν εκείνος επισκέφτηκε το Άργος, γεγονός που μπορεί να συνδέεται με τη δεύτερη καταστροφική πλημμύρα που κατέστρεψε το κτίριο, στο οποίο φυλάσσονταν οι ενεπίγραφοι πίνακες.

Σε κάθε περίπτωση οι πολυάριθμοι χαλκοί πίνακες και τα κείμενα που διέσωσαν ως εμάς θα δώσουν περισσότερες απαντήσεις από τη μελέτη των ανασκαφικών δεδομένων.

Στη διάρκεια της ανασκαφής στο οικόπεδο Σμυρναίου, μια μεγάλη ομάδα με συνεργάτες [3] όλων των ειδικοτήτων (εικόνα 10), μοιραστήκαμε κάτω από φοβερά αντίξοες συνθήκες την αγωνία για την τεκμηρίωση και τη σωτηρία ενός μοναδικού ευρήματος, αυτής της αυθεντικής αρχαίας γραπτής πηγής. Θέλω να μοιραστώ μαζί τους τη χαρά και την ευθύνη και να τους ευχαριστήσω όλους θερμά.

 

Υποσημειώσεις


[1] Για το σκοπό αυτό τα ευρήματα μεταφέρονται σταδιακό και συντηρούνται από τον πεπειραμένο συντηρητή κ. Αναστάσιο Μαγνήσαλη υπό την εποπτεία του κ. Κριτζά στο Επιγραφικό Μουσείο.

[2] Στην προσπάθεια αυτή αρωγός μας είναι ο Δήμαρχος του Άργους κ. Δημήτριος Πλατής και σύσσωμο το Δημοτικό Συμβούλιο, που πρόσφατα έλαβε ομόφωνη απόφαση παραχώρησης της ανατολικής πτέρυγας των Στρατώνων Καποδίστρια για τη δημιουργία του νέου επιγραφικού μουσείου της πόλης, όπου οι χάλκινες δέλτοι θα αποτελέσουν το κορυφαίο έκθεμα.

[3] Τα ανασκαφικά ημερολόγια τήρησαν με υποδειγματική ακρίβεια οι αρχαιολόγοι Αναστασία Κρέκα και Θανάσης Ρούσσης, την ευθύνη της αφαίρεσης των δελτών είχαν οι συντηρητές Φώτης Δημάκης και Βασίλης Κοντός, τα ανασκαφικά σχέδια εκπόνησαν οι σχεδιάστριες Μαρία Καλλίρη και Καλλιόπη Νικολακοπούλου, ενώ η ψηφιακή τους επεξεργασία έγινε από την αρχαιολόγο Δρα Μαρίνα Θωμάτου. Το έργο του συντονισμού των ανασκαφικών εργασιών έφερε σε πέρας με επιτυχία ο οξυδερκής αρχιτεχνίτης ανασκαφών Δημήτρης Χασάπης. Ο αρχιτεχνίτης Χρήστος Σπηλιόπουλος επικεφαλής των ειδικευμένων τεχνιτών του έργου της Τίρυνθας ανέλαβε τα επίπονο έργο της ανάσυρσης των λίθινων καλύψεων με τη συνδρομή των ανυψωτικών μηχανημάτων του Γιώργου Γεωργόπουλου. Την ανασκαφική ομάδα απετέλεσαν οι Ηλίας Καπλατζής, Γιώργος Μούκιος, Νίκος Κούσουλας, Τάσος Κόλλιας, Κώστας Λύκος, Γιώργος Βασιλείου και Γιώργος Βελλίνης. Την ευθύνη της νυκτερινής φύλαξης είχαν οι αρχαιοφύλακες του Μουσείου Άργους με επικεφαλής τον Νίκο Ψυχάρη και τη συνδρομή του Αστυνομικού Τμήματος Άργους. Η οδός Κορίνθου απέκτησε ένα νέο κτίριο και η ιστορία του Άργους πλουτίστηκε με αυθεντικές πληροφορίες θεωρώ υποχρέωσή μου να ευχαριστήσω την Όλγα και το Βαγγέλη Σμυρναίο για τη γενναιόδωρη συμβολή τους στο έργο μας.

 

Δρ. Άλκηστης Παπαδημητρίου

Αρχαιολόγος

Αργειακή Γη, Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, τεύχος 2, Δεκέμβριος, 2004.

Τα Αρχαία Θέατρα της Αργολίδας

$
0
0

Τα Αρχαία Θέατρα της Αργολίδας © Μαρία Μικεδάκη, Λέκτορας Αρχαίου Θεάτρου, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.


 

Αρχαία θέατρα του Άργους: Το «Θέατρο της Αγοράς», το μεγάλο θέατρο του Άργους,  το θέατρο με τα ευθύγραμμα εδώλια, το ρωμαϊκό ωδείο του Άργους, τo θέατρο στο ιερό του Απόλλωνα Πυθίου ή Δειραδιώτη.

 Αρχαία θέατρα της Επιδαύρου: Το μικρό θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου, το ελληνιστικό θέατρο του Ασκληπιείου της Επιδαύρου, το ρωμαϊκό ωδείο του Ασκληπιείου της Επιδαύρου.

Το ελληνιστικό θέατρο των Μυκηνών.

 

Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως εννέα αρχαία θέατρα στο νομό Αργολίδας. Πέντε από αυτά έχουν αποκαλυφθεί στο Άργος, τρία στην Επίδαυρο και ένα στις Μυκήνες. Αν εξαιρέσει κανείς τα δύο μικρά θέατρα του Άργους (το «Θέατρο της Αγοράς» και το θέατρο στο ιερό του Απόλλωνα Πυθίου) που προορίζονταν για συγκεντρώσεις θρησκευτικού και πολιτικού χαρακτήρα ή για λατρευτικούς σκοπούς, τα υπόλοιπα επτά θέατρα φιλοξενούσαν πρωτίστως μουσικούς αγώνες. Οι αγώνες αυτοί συνήθως περιλάμβαναν αγώνες ποίησης, οργανικής μουσικής, άσματος, χορού και δράματος. Εντάσσονταν, δε, στο πλαίσιο συγκεκριμένων εορτών που διοργάνωναν οι πιστοί προς τιμήν των θεών τους. Στις Μυκήνες ο τιμώμενος θεός ήταν ο Διόνυσος, στην Επίδαυρο ο Ασκληπιός και ο Διόνυσος, ενώ στο Άργος η Ήρα, ο Δίας και αργότερα οι θεοποιημένοι ρωμαίοι αυτοκράτορες.

 

Το τιμητικό θεωρείο στο μεγάλο θέατρο του Άργους από νοτιοδυτικά (φωτογραφία: Μ. Μικεδάκη / Copyright © Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας – Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων / Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων.

 

Πολλές από τις δραματικές παραστάσεις που παρουσιάζονταν στα θέατρα της Αργολίδας ήταν επαναλήψεις έργων των μεγάλων τραγικών, που είχαν εμπνευστεί τις υποθέσεις τους από μύθους που είχαν «γεννηθεί» στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Αρκεί να θυμηθεί κανείς το μύθο των Δαναΐδων, του Ορέστη και της Ηλέκτρας που εκτυλίσσεται στο Άργος, τη σπουδαιότερη από τις αργολικές πόλεις. Επιπλέον, μυθικά πρόσωπα της Αργολίδας γίνονται dramatis personae σε αρκετές – σωζόμενες ή μη – τραγωδίες. Ενδεικτικά αναφέρεται ο Περσέας στην Ανδρομέδα του Ευριπίδη, ο Ηρακλής στον Ηρακλή μαινόμενο του ιδίου τραγικού, ο Ναύπλιος (ο Νεώτερος) μαζί με τον γιο του Παλαμήδη στο έργο του Σοφοκλή Ναύπλιος Πυρκαεύς, o Ίναχος (βασιλιάς του Άργους) στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, o Ευρυσθέας (έτερος βασιλιάς του Άργους) στους Ηρακλείδες του Ευριπίδη και, τέλος, ο Προίτος (βασιλιάς της Τίρυνθας) στη Σθενέβοια του Ευριπίδη.

 

Το θέατρο του Ασκληπιείου της Επιδαύρου από βόρεια. Φώτο: Διάζωμα.

 

Η μουσική, με την αξεπέραστη ψυχαγωγική της δύναμη, κατείχε ιδιαίτερη θέση στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. Από αυτή την άποψη θα πρέπει κανείς να εξάρει τη μεγάλη συνεισφορά του Άργους στην εξέλιξη της μουσικής των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (ΙΙΙ, 131, 3), οι κάτοικοι του Άργους είχαν τα πρωτεία από όλους τους Έλληνες στη μουσική. Ονομαστοί για την τέχνη τους ήταν οι Αργείοι μουσικοί Αριστόνικος (7ος αι. π.Χ.) και Σακάδας (τέλη 7ου – αρχές 6ου αι. π.Χ.) που καθιέρωσαν την κιθάρα και τον αυλό αντίστοιχα ως αυτόνομα σολιστικά όργανα στους μουσικούς αγώνες, χωρίς τη συνοδεία άσματος, ο Ιέραξ (7ος αι. π.Χ.) που επινόησε τρία είδη συνθέσεων για αυλούς (τον ιεράκειον νόμον, το ιεράκειον μέλος και την ενδρομήν), καθώς και η ποιήτρια και μουσικός Τελέσιλλα (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.), η οποία έγινε γνωστή τόσο για τα λυρικά της ποιήματα όσο και για το ηρωικό της θάρρος που απέτρεψε την κατάληψη της πόλης της από τους Σπαρτιάτες. Από το Άργος κατάγονταν, εξάλλου, ο Ιοφώντας και ο Τιμοκράτης που συνέθεταν τα λυρικά μέρη των δραμάτων του Ευριπίδη (Γένος Ευριπίδου και Βίος, 16-17 [έκδ. CUF]). Στα ονόματα αυτά θα πρέπει, τέλος, να προστεθεί και εκείνο του Λάσου από την Ερμιόνη Αργολίδας (6ος αι. π.Χ.) που ήταν ποιητής διθυράμβων, ανακαινιστής της διθυραμβικής μουσικής και περίφημος μαθητής του Σακάδα…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της μελέτης της κυρίας Μαρίας Μικεδάκη πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Τα αρχαία θέατρα της Αργολίδας

 

 Σχετικά θέματα:  

 

Ο «χρηστός πολιτευτής» Φίλιππος Π. Βάρβογλης

$
0
0

Ο «χρηστός πολιτευτής» Φίλιππος Π. Βάρβογλης © Σοφία Μπελόκα, Δρ. Ιστορίας


 

Μετά το 1862 και τη μεταβολή του πολιτικού τοπίου στο ελληνικό κράτος, την κατάρτιση του νέου συντάγματος καθώς και του νέου εκλογικού νόμου, διαμορφώθηκαν διαφορετικές συνθήκες θεσμικής οργάνωσης, νέοι όροι λειτουργίας στην πολιτική ζωή του τόπου και στο πεδίο του διευρυμένου πλέον κοινοβουλευτικού θεσμού, στη βάση σύνθετων, διεθνών συσχετισμών ισχύος και πιεστικών εσωτερικών θεμάτων. Στο πλαίσιο μεταβολής του ελληνικού πολιτικού συστήματος και του κύριου αντιπροσωπευτικού οργάνου του, νέα πρόσωπα αναδείχθηκαν στην εσωτερική πολιτική ζωή. Σε μια από τις σημαντικές περιοχές της ενδοχώρας, την Αρκαδία, πολιτευτές που εξέφραζαν μια νέα δυναμική αναδείχθηκαν σε σημαντικούς παράγοντες, με επιρροή που ξεπερνούσε τα όρια της ιδιαίτερης πατρίδας τους.

 

Φίλιππος Βάρβογλης (1835-1907), τσιγκογραφία. Πηγή: Πανδέκτης.

Ο Φίλιππος Βάρβογλης γεννήθηκε το 1835 στην Τρίπολη Αρκαδίας και σπούδασε νομικά [1]. Προερχόταν από επιφανή και δημοφιλή οικογένεια της πόλης, μέλη της οποίας έλαβαν ενεργά μέρος στον αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας καθώς και στον πολιτικό βίο του τόπου, εκπροσωπώντας επανειλημμένα την περιοχή τους. Ο πατέρας του, Παναγιώτης Βάρβογλης [2], γεννήθηκε το 1799 στην Τρίπολη. Σπούδασε νομικά, μαθηματικά και ιατρική. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και με την έναρξη της ελληνικής επανάστασης δραστηριοποιήθηκε έντονα, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην προπαρασκευή, στην οργάνωση των επιχειρήσεων στην επαρχία της Τρίπολης. Κατά την καποδιστριακή περίοδο του προσφέρθηκαν σημαντικές θέσεις. Κατά την πρώιμη οθωνική περίοδο σταδιοδρόμησε στον δικαστικό κλάδο. Στη συνέχεια στράφηκε στη δικηγορία αλλά και στην πολιτική. Αναδείχθηκε επανειλημμένα βουλευτής της περιφέρειάς του. Διετέλεσε επίσης υπουργός σε πολλά κυβερνητικά σχήματα της οθωνικής εποχής. Απεβίωσε το 1870. Ο παππούς του Φιλίππου, Γεώργιος Βάρβογλης [3], προερχόταν από εύπορη οικογένεια εμπόρων. Μέλη της είχαν εγκατασταθεί στην Τρίπολη από την προεπαναστατική περίοδο και έλαβαν ενεργά μέρος στην ελληνική επανάσταση του 1821. Ο Γεώργιος εγκαταστάθηκε επίσης στην αρκαδική πρωτεύουσα, όπου αναδείχθηκε προεστός και βεκίλης. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στο πλαίσιο της προπαρασκευής του αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας δραστηριοποιήθηκε έντονα στην επαρχία της Τρίπολης. Συνελήφθη και φυλακίστηκε από τις οθωμανικές αρχές μαζί με άλλους αρχιερείς και προύχοντες. Κατόρθωσε να διαφύγει και στη συνέχεια διαδραμάτισε σημαντικό οργανωτικό, διοικητικό, πολιτικό ρόλο (τόσο στο πλαίσιο των ευρύτερων, κρίσιμων εξελίξεων όσο και σε επίπεδο αντιπροσώπευσης των κατοίκων της επαρχίας του) έως τον θάνατό του (το 1826). Εξαιρετικά δημοφιλής φαίνεται ότι υπήρξε και ο εγγονός του, Φίλιππος Βάρβογλης. Είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη των συμπολιτών του στην αστική κοινότητα της Τρίπολης. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σε σύγχρονη της εποχής πηγή που αποτυπώνει την πορεία του «Η πόρτα της οικίας του Φιλίππου Βάρβογλη είναι ανοικτή εις πάντας˙ οι αδικούμενοι ευρίσκουσιν εκεί νόμιμον προστασίαν και παραμυθίαν, ουδείς δε ποτέ επένθησεν εξ αιτίας του» [4].

Η δημοτικότητά του αποδείχθηκε και στο πλαίσιο της μακράς πολιτικής σταδιοδρομίας του. Ειδικότερα, από το 1865 έως τον θάνατό του αναδείχθηκε δώδεκα φορές βουλευτής της εκλογικής περιφέρειας της Τρίπολης, της επαρχίας Μαντινείας, συχνότητα που αντανακλά την εμπιστοσύνη, την υποστήριξη των κατοίκων της ιδιαίτερης πατρίδας του αλλά και της ευρύτερης επαρχίας, της αρκαδικής περιοχής προς το πρόσωπό του. Ειδικότερα, υπηρέτησε κατά την τέταρτη κοινοβουλευτική περίοδο (26 Φεβρουαρίου 1872-29 Νοεμβρίου 1872), κατά την πέμπτη (27 Ιανουαρίου 1873-26 Απριλίου 1874), την έβδομη (18 Ιουλίου 1875-17 Ιουλίου 1879), την ένατη (20 Δεκεμβρίου 1881-11 Φεβρουαρίου 1885), κατά τη δέκατη περίοδο (7 Απριλίου 1885-6 Νοεμβρίου 1886), την ενδέκατη (4 Ιανουαρίου 1887-17 Αυγούστου 1890), τη δωδέκατη (14 Οκτωβρίου 1890-12 Μαρτίου 1892), τη δέκατη τρίτη (3 Μαΐου 1892-20 Φεβρουαρίου 1895), τη δέκατη τέταρτη (16 Απριλίου 1895-9 Δεκεμβρίου 1898), τη δέκατη πέμπτη (7 Φεβρουαρίου 1899-19 Σεπτεμβρίου 1902), τη δέκατη έβδομη (20 Φεβρουαρίου 1905-1 Φεβρουαρίου 1906) και τη δέκατη όγδοη (από τις 26 Μαρτίου 1906 έως τον θάνατό του) [5].

Σχετικά με τον πολιτικό προσανατολισμό και την κομματική ένταξή του [6] κατά τη μακρά πορεία του εκτιμάται ότι, ως βουλευτής, αρχικά ακολούθησε τον Δημήτριο Βούλγαρη. Μετά τον θάνατο του τελευταίου εντάχθηκε στην πολιτική μερίδα του Θεόδωρου Π. Δηλιγιάννη [7], ο οποίος φαίνεται ότι τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Ο Φίλιππος συμπορευόταν σταθερά με τον Γορτύνιο πολιτικό, ως ένας από τους παλαιότερους φίλους και υποστηρικτές του. Η παρουσία του, η δραστηριότητά του αναφορικά με την εκπροσώπηση των κατοίκων της επαρχίας του, της εκλογικής περιφέρειας της Τρίπολης, αποτιμάται θετικά από την κοινότητα, από την τοπική κοινή γνώμη. Σύμφωνα με καταγραφές της εποχής [8], ο Φίλιππος εκτιμάται ότι φρόντισε ιδιαίτερα για την ίδρυση δημοτικών σχολείων αρρένων στην επαρχία. Ενίσχυσε επίσης τη σύσταση σχολείων θηλέων σε πολλούς δήμους της περιφέρειάς του, της επαρχίας Μαντινείας. Ενθάρρυνε επίσης και την ίδρυση σχολείων μέσης εκπαίδευσης στην ίδια περιοχή. Επιπλέον, δραστηριοποιήθηκε δυναμικά στο πεδίο της πραγματοποίησης υποδομών σημασίας. Συνέβαλε στην αναβάθμιση του οδικού δικτύου, στην υλοποίηση εγγειοβελτιωτικών έργων, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες σε επίπεδο καλλιεργειών και ορθολογικής διαχείρισης των πόρων στην περιοχή. Ενδιαφέρθηκε ακόμα για τη μείωση της επαχθούς φορολογίας που έπληττε την παραγωγή της επαρχίας και ανέκοπτε την αναπτυξιακή πορεία, τη δυναμική της.

Επισημάνεται ότι ο Φίλιππος Βάρβογλης διαδραμάτισε υπολογίσιμο ρόλο στο κοινοβουλευτικό πεδίο της εποχής υπηρετώντας και σε άλλη θέση. Η βουλή αποτέλεσε βασικό θεσμό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και ειδικά μετά το 1862 απέκτησε ενισχυμένο ρόλο στον πολιτικό βίο του τόπου. Ο ρόλος του προεδρείου του σώματος υπήρξε σημαντικός αναφορικά με θέματα που σχετίζονταν με την οργάνωση του διαλόγου, τη διευθέτηση των προς συζήτηση θεμάτων. Στην επιλογή του επικεφαλής, του προέδρου της βουλής, συνήθως βάρυνε η πρόταση του κόμματος που διέθετε την πλειοψηφία. Το προεδρείο του κοινοβουλευτικού σώματος απαρτιζόταν από τον πρόεδρο και άλλα μέλη, τους αντιπροέδρους, τους γραμματείς. Σύμφωνα με το πλαίσιο οργάνωσης  και λειτουργίας της βουλής (όπως καθοριζόταν από το άρθρο 74 του συντάγματος του 1864), κατά την έναρξη κάθε βουλευτικής περιόδου  η  βουλή προχωρούσε στην εκλογή των προσώπων, των βουλευτών που θα συγκροτούσαν το προεδρείο της [9]. Το προεδρείο διηύθυνε τις εργασίες του σώματος και η θητεία των μελών του διαρκούσε όσο και η βουλευτική σύνοδος.

Ο Φίλιππος Βάρβογλης αναδείχθηκε επανειλημμένα γραμματέας του προεδρείου της βουλής. Επισημαίνεται ότι κατόρθωσε να εκλεγεί σε αυτή τη θέση στο πλαίσιο μιας εξαιρετικά ρευστής περιόδου εσωτερικής, εξωτερικής πολιτικής αστάθειας και διάχυτης έντασης. Ο Φίλιππος ουσιαστικά επιδόθηκε στην πολιτική από το 1872. Επισημαίνεται ότι η περίοδος βασιλείας του Γεωργίου Α΄ εγκαινιάζει μια νέα εποχή για την πραγματικότητα και την πορεία του ελληνικού κράτους. Ειδικά μετά το 1864, κατά την πρώτη περίοδο εφαρμογής του νέου συντάγματος, η εσωτερική πολιτική ζωή προσδιορίζεται κυρίως από διακριτές μεταβολές, ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες και ποικίλες μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο κατανομής και διαχείρισης της εξουσίας, από νέες συσπειρώσεις, νέες παρουσίες, από τις παρεμβάσεις του μονάρχη και των ισχυρών δυνάμεων της εποχής [10]. Η προσαρμογή στις νέες συνθήκες δεν υπήρξε εύκολη. Η πολιτική ένταση, η αστάθεια που χαρακτήρισε την πορεία του ελληνικού κράτους κατά το εν λόγω χρονικό ανάπτυγμα, κορυφώθηκε από το 1871, με ζητήματα που σχετίζονταν με τη συνταγματική νομιμότητα, τη συμμετοχή, τη λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών να κυριαρχούν, στο πλαίσιο ιδιαίτερων κοινωνικών, οικονομικών, πολιτισμικών, ιδεολογικών μετασχηματισμών.

Σε αυτό το πλαίσιο, κατά το 1872 και υπό το κυβερνητικό σχήμα με επικεφαλής τον Δημήτριο Βούλγαρη, πρόεδρος της βουλής αναδείχθηκε ο Σπυρίδων Μήλιος [11]. Αν και το εν λόγω σχήμα εδραζόταν σε ισχυρή πλειοψηφία, λόγω παρεμβάσεων του μονάρχη, παραιτήθηκε τον Ιούλιο του  ίδιου έτους. Νέες εκλογές προκηρύχθηκαν από τη νέα κυβέρνηση για το 1873. Ο Φίλιππος εκλέχθηκε για πρώτη φορά γραμματέας του προεδρείου της βουλής στις 11 Μαΐου 1873 [12], όταν επικεφαλής της κυβέρνησης τέθηκε ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης και πρόεδρος της βουλής ορίστηκε ο Ιωάννης Ν. Δελιγιάννης [13]. Ακολούθησε η εναλλαγή ποικίλων, βραχύβιων κυβερνητικών σχημάτων στην εξουσία. Η ανάθεση του σχηματισμού κυβέρνησης στον Χαρίλαο Τρικούπη κατά το 1875 οδήγησε στην ανανέωση του κοινοβουλευτικού σώματος. Τη δεύτερη φορά που ο Φίλιππος εκλέχθηκε γραμματέας του προεδρείου (στις 9 Οκτωβρίου 1875) [14], ως επικεφαλής του σώματος υπηρετούσε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, κοινός υποψήφιος της αντιπολίτευσης [15]. Στο διάδοχο κυβερνητικό σχήμα με τον τελευταίο πλέον στη θέση του πρωθυπουργού, ο Φίλιππος εκλέχθηκε για τρίτη φορά γραμματέας της βουλής (στις 5 Οκτωβρίου 1876) [16], υπό την προεδρία του Θρασύβουλου Ζαΐμη [17]. Η τοποθέτησή του σε αυτή τη θέση, στο πλαίσιο αλλεπάλληλων κυβερνητικών σχημάτων, καταδεικνύει τη δημοτικότητά του και την εμπιστοσύνη που είχε καλλιεργηθεί προς το πρόσωπό του, εκ μέρους του ευρύτερου πολιτικού κόσμου του τόπου. Σημειώνεται ότι και πριν τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών του 1895, ο Φίλιππος προτάθηκε από τον αρχηγό του «εθνικού κόμματος» Θεόδωρο Δηλιγιάννη ως υποψήφιος πρόεδρος της βουλής [18].

Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης εξέφρασε την εμπιστοσύνη του προς τον παλαιό φίλο και υποστηρικτή  του και στο πλαίσιο της μεγάλης νίκης του κατά το 1895. Πρόκειται για μια εποχή [19] κατά την οποία κορυφώνονται οι ποικίλες προσπάθειες που προσανατολίζονταν προς τη μεταβολή της εσωτερικής, θεσμικής, πολιτικής, δημοσιονομικής πραγματικότητας, στη βάση περιορισμένων υλικών δυνατοτήτων, κυριαρχίας του δικομματισμού και των συνθετών συνθηκών που άρχισαν να επικρατούν στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το «εθνικό κόμμα» του Θεόδωρου Δηλιγιάννη εξέφραζε εν πολλοίς πιο συντηρητικές, μετριοπαθείς θέσεις σχετικά με την ανασυγκρότηση του κράτους και τις επιλογές σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής [20]. Ο Θεόδωρος αναδείχθηκε θριαμβευτικά νικητής της μεγάλης εκλογικής αναμέτρησης σε επίπεδο βουλευτικών εκλογών, που διεξήχθη στις 16 Απριλίου 1895. Στο νέο κυβερνητικό σχήμα ο ίδιος (εκτός από την πρωθυπουργία) διατήρησε και το υπουργείο των οικονομικών. Στη θέση του υπουργού δικαιοσύνης [21] τοποθετήθηκε ο Φίλιππος Βάρβογλης, τρίτος εκπρόσωπος της οικογένειας που κατέλαβε το εν λόγω αξίωμα. Οι κάτοικοι της Τρίπολης φαίνεται ότι υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό την είδηση. Ο τοπικός τύπος πανηγυρίζει για την ανάληψη του υπουργείου δικαιοσύνης από τον βουλευτή Μαντινείας Φίλιππο Βάρβογλη. Εκτιμάται ότι ο αρχηγός του «εθνικού κόμματος» στράφηκε προς υποστηρικτές του, που δεν ήταν απλώς ικανοί κοινοβουλευτικοί ρήτορες. Επέλεξε προσωπικότητες που παρέμεναν πιστές σε παραδοσιακές αρχές και αξίες, άνδρες αφοσιωμένους στους κατοίκους των επαρχιών που αντιπροσώπευαν. Αναφορικά με την εκλογή του Φ. Βάρβογλη σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι ο Θ. Δηλιγιάννης «ειδικώς δε προκειμένου περί του υπουργείου της Δικαιοσύνης εξέλεξεν εκ των φίλων του εκείνον, ον φίλοι και εχθροί απ’ αυτού του βήματος του κοινοβουλίου ανακηρύττουσιν ως χαρακτήρα εντιμότατον και χρηστότατον, και του οποίου το πολιτικόν στάδιον διακρίνουσι η ακεραιότης, η ειλικρίνεια και το μειλίχιον ηνωμένου μετά του αυστηρού» [22]. Τον διορισμό του σε αυτή τη θέση χαιρετίζουν και δημοσιεύματα του αθηναϊκού τύπου. Σημειώνεται ότι ύστερα από τον παππού του (Γεώργιο) και τον πατέρα του (Παναγιώτη), υπήρξε το τρίτο μέλος της οικογένειας Βάρβογλη που υπηρέτησε σε αυτή τη σημαντική θέση. Ο επικεφαλής της κυβέρνησης ενδιαφέρθηκε να προσανατολιστεί προς μια μετριοπαθή πολιτική, τόσο σε εσωτερικό όσο και σε εξωτερικό επίπεδο, δίνοντας έμφαση σε εκκρεμή ζητήματα εθνικής σημασίας, κυρίως πολιτικού και οικονομικού χαρακτήρα. Ωστόσο, συνθήκες όπως η τεταμένη ατμόσφαιρα και η σύνθετη πραγματικότητα που επικρατούσε στο πεδίο διευθέτησης του ανατολικού ζητήματος, ουσιαστικά τον υποχρέωσαν να εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις [23] με την οθωμανικό κράτος κατά το 1897. Η έκβαση του εν λόγω εγχειρήματος οδήγησε (ύστερα από βασιλική παρέμβαση) στην αντικατάσταση του κυβερνητικού σχήματος, κατά τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Στις 18 Απριλίου 1897 ο Φίλιππος Βάρβογλης παραιτήθηκε από τη θέση του υπουργού δικαιοσύνης [24].

Ο Φίλιππος Π. Βάρβογλης απεβίωσε το 1907 στην Αθήνα [25], σε ηλικία εβδομήντα δύο ετών. Υπήρξε γόνος μιας από τις επιφανείς οικογένειες της Τρίπολης, ανέπτυξε δυναμική δραστηριότητα στον πολιτικό βίο της χώρας κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Συνέβαλε τόσο στη διευθέτηση ζητημάτων ευρύτερης σημασίας όσο και στη βελτίωση των όρων διαβίωσης στην κοινότητα της αρκαδικής πρωτεύουσας και της ευρύτερης περιοχής της, που αντιμετώπιζε ποικίλες δυσχέρειες και επί μακρόν τον όριζε εκπρόσωπό της, μέλος της εθνικής αντιπροσωπείας. Καθώς αναδείχθηκε ένας από τους πιο δημοφιλείς πολιτευτές της περιοχής του, εκλέχθηκε δώδεκα φορές βουλευτής της εκλογικής περιφέρειας της Τρίπολης, υπηρέτησε τρεις φορές ως γραμματέας του προεδρείου της βουλής και ανέλαβε καθήκοντα ως υπουργός δικαιοσύνης, παραμένοντας επί μακρόν ένας από τους έμπιστους υποστηρικτές του Θεόδωρου Δηλιγιάννη. Σε μια εποχή κρίσιμων εξελίξεων και μετασχηματισμών, έξαρσης των κομματικών παθών και διάχυτης πολιτικής έντασης, επαινέθηκε για τον μετριοπαθή και ακέραιο χαρακτήρα του.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμος Ε΄, έκδοσις της εγκυκλοπαιδικής επιθεωρήσεως «ΗΛΙΟΣ», Αθήνα, χ. χ., σ. 555˙ Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τόμος 13ος, Αθήνα 1994, σ. 293˙ Παύλου Δρανδάκη, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 16ος, έκδοσις δευτέρα, χ. χ, χ. τ., σ. 685˙ Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 5 (8 Μαρτίου 1895)

[2] Σοφία Μπελόκα, Η  πόλη της Τρίπολης 1828-1862: Διοικητική, δημογραφική, πολιτική, κοινωνική και οικονομική εξέλιξη, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Διδακτορική διατριβή, Αθήνα 2017, σ. 281-283, 294-296.

[3] Σοφία Μπελόκα, ό. π., σ. 281, υποσημείωση 6.

[4] Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 5 (8 Μαρτίου 1895)

[5] Μητρώο Πληρεξουσίων, Γερουσιαστών και Βουλευτών 1822-1935, Βουλή των Ελλήνων, Διεύθυνση Διοικητικού, Τμήμα Μητρώου Βουλευτών, Αθήνα 1986, σ. 94-95.

[6] Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 19 (9 Ιουνίου 1895)

[7] Ο Θεόδωρος Π. Δηλιγιάννης υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές της ελληνικής πολιτικής ζωής κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Προερχόταν από επιφανή αρκαδική οικογένεια προκρίτων, μέλη της οποίας έλαβαν ενεργά μέρος στον αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας. Σπούδασε νομικά και έως το τέλος της οθωνικής εποχής υπηρέτησε σε διοικητικές θέσεις. Κατά την περίοδο βασιλείας του Γεωργίου Α΄ ανέπτυξε δυναμική δραστηριότητα στο πολιτικό πεδίο. Αναδείχθηκε επανειλημμένα βουλευτής, υπουργός, πρωθυπουργός, υπηρετώντας σε κρίσιμες περιόδους για την κατοπινή εξέλιξη του τόπου. Βλ. Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι υπουργοί των εξωτερικών της Ελλάδας 1829-2000, Αθήνα 2000, σ. 54-55.

[8] Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 19 (9 Ιουνίου 1895)

[9] Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, φ, 48 (17 Νοεμβρίου 1864)

[10] Βλ. ενδεικτικά, Γεώργιος Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, έκτη αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση, τόμος Α΄, Αθήνα 2010, σ. 419-423˙ Γρηγόριος Δαφνής, «Η περίοδος βασιλείας του Γεωργίου», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, Αθήνα 1977, σ. 237-252˙ Νίκη Μαρωνίτη, «Η εποχή του Γεωργίου Α΄. Πολιτική ανανέωση και αλυτρωτισμός», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, σχεδιασμός-διεύθυνση έκδοσης Βασίλης Παναγιωτόπουλος, τόμος 5ος, Τα χρόνια της σταθερότητας, 1871-1909. Η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του ελληνισμού, Αθήνα 2003, σ. 9-36˙ Λίνα Λούβη, «Το ελληνικό κράτος 1833-1871. Το πολιτικό πλαίσιο των πρώτων βηματισμών», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, σχεδιασμός-διεύθυνση έκδοσης Βασίλης Παναγιωτόπουλος, τόμος 4ος, Το ελληνικό κράτος 1833-1871. Η εθνική εστία και ο ελληνισμός της οθωμανικής αυτοκρατορίας, Αθήνα 2003, σ. 25-26.

[11] Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία, επιστημονική επιμέλεια Αντώνης Μακρυδημήτρης, Αθήνα 2009, σ. 191.

[12] Αλκιβιάδης Προβατάς, Πολιτική ιστορία της Ελλάδος από 1821-1980: Νομοθετικά και εκτελεστικά σώματα, Αθήνα 1980, σ. 155.

[13] Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008, ό. π., σ. 191.

[14] Αλκιβιάδης Προβατάς, ό. π., σ. 155.

[15] Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008, ό. π., σ. 191-192.

[16] Αλκιβιάδης Προβατάς, ό. π., σ. 155.

[17] Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008, ό. π., σ. 193.

[18] Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 19 (9 Ιουνίου 1895)

[19] Βλ. ενδεικτικά Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «Πολιτική των κυβερνήσεων και προβλήματα από το 1881 ως το 1895», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΔ΄, Νεώτερος ελληνισμός από το 1881 έως το 1913, Αθήνα 1977, σ. 39-56.

[20] Βλ. Νίκη Μαρωνίτη, ό. π., σ. 21-24.

[21] Τρύφωνος Ευαγγελίδου, Τα μετά τον Όθωνα ήτοι ιστορία της μεσοβασιλείας και της βασιλείας Γεωργίου του Α΄(1862-1898), Αθήνα 1898, σ. 98-99˙ Αλκιβιάδης Προβατάς, ό. π., σ. 359-360.

[22]  Εφημερίδα «Τεγέα», φ. 19 (9 Ιουνίου 1895).

[23] Βλ. εκτενέστερα Νίκη Μαρωνίτη, ό. π., σ. 26-32.

[24] Αλκιβιάδης Προβατάς, ό. π., σ. 361.

[25] Μητρώο Πληρεξουσίων, Γερουσιαστών και Βουλευτών 1822-1935, ό. π., σ. 96.

 

Σοφία Μπελόκα

Δρ. Ιστορίας

 

Δυνατότητα ανάγνωσης του κειμένου σε μορφή pdf, στον σύνδεσμο: Ο «χρηστός πολιτευτής» Φίλιππος Π. Βάρβογλης

Φανατισμός, δογματισμός, συγκρότηση ταυτότητας – Μια προσέγγιση στο λόγο των σχολικών εγχειριδίων

$
0
0

Φανατισμός, δογματισμός, συγκρότηση ταυτότητας – Μια προσέγγιση στο λόγο των σχολικών εγχειριδίων – Χριστίνα Κουλούρη, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, τόμ. 18, Αθήνα, 1996.


 

Στις αρχές του αιώνα μας, σε κάποιο μονοτάξιο δημοτικό σχολείο του ελληνικού κράτους, ο μικρός μαθητής απηύθυνε την έξης ερώτηση στο δάσκαλό του: «Δάσκαλε κατά μας ήσανε οι Ρωμαίοι ή κατά τούς Τούρκους;». Πέρα από την αφέλεια και την έλλειψη γνώσεων που αποκαλύπτει η απορία του μαθητή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εικόνα που έχει για το παρελθόν και την ιστορία τής Ελλάδας υπακούει σε μια μανιχαϊκή διάκριση ανάμεσα σε εμάς και τούς άλλους, τούς εχθρούς δηλαδή, πού ενσαρκώνονται εκείνη την εποχή ακόμη κατεξοχήν από τούς Τούρκους.

Ωστόσο, κατά πόσο η απλοϊκή διχαστική εικόνα του κόσμου – όπως στην περίπτωση του μικρού μαθητή – ενέχει στοιχεία φανατισμού είναι ένα ζήτημα πού χρήζει προκαταρκτικά κάποιων μεθοδολογικών και εννοιολογικών διασαφηνίσεων. Παρατηρείται, πράγματι, σε πολλές θεωρητικές και εμπειρικές προσεγγίσεις μια σύγχυση στην ορολογία πού χρησιμοποιείται αλλά και μια γενικευτική τάση έτσι ώστε να ενταχθούν στην ιδία αναλυτική κατηγορία φαινόμενα πού διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους. Στην περίπτωση του φανατισμού, πολλές παρανοήσεις προκύπτουν από τη σύγχυση των ορίων πού διακρίνουν συγκεκριμένες διαβαθμίσεις στη διαδικασία συγκρότησης τής ταυτότητας ατόμων ή ομάδων -από την απλή πίστη ή πεποίθηση στο δογματισμό και, στη συνέχεια, στο φανατισμό. Η μελέτη του λόγου των σχολικών εγχειριδίων είναι δυνατό να αποκαλύψει τα διαφορετικά αυτά στάδια τα οποία έχουμε την τάση να τα συμφύρουμε, ανάλογα μάλιστα με την ιδεολογική σκοπιά από την οποία ασκούμε κριτική. Η επιλογή του συγκεκριμένου παραδείγματος προς ανάλυση σημαίνει επίσης ότι θα πρέπει να συνυπολογίσουμε εξαρχής τα βασικά, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είδους του αναλυόμενου λόγου, τα όποια αποτελούν συνάρτηση της φυσιογνωμίας των παραγωγών και των καταναλωτών του.

Αναγνωστικό του Ο.Ε.Σ.Β. του 1954 για την Ε’ τάξη του δημοτικού. Γ. Καλαματιανός, Θ. Γιαννόπουλος, Δ. Δούκας, Δ. Δεληπέτρος, Ν. Κοντόπουλος. Το αναγνωστικό αυτό επανεκδόθηκε το 1971, επί δικτατορίας.

Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση του περιεχομένου των σχολικών εγχειριδίων με κριτήριο το φανατισμό, είναι ίσως σκόπιμο να αναφέρουμε ότι σε κάποιες περιόδους της ελληνικής ιστορίας τα σχολικά εγχειρίδια υπήρξαν τα ίδια αντικείμενο φανατικής αντιμετώπισης. Παρουσιάστηκαν, λόγω του περιεχομένου τους, ως απειλή για το έθνος, για τη θρησκεία, για την οικογένεια, και η αντιμετώπισή τους υπήρξε αντίστοιχη του κινδύνου πού εκπροσωπούσαν: κάηκαν. Η φανατική πράξη της δια πυράς καταστροφής κάποιων βιβλίων είναι, όπως γνωρίζουμε, μια χειρονομία με διαχρονικό συμβολισμό. Στην περίπτωση της απόφασης, το 1920, να καταστραφούν τα βιβλία πού συντάχθηκαν σύμφωνα με τις αρχές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, βρισκόμαστε στο κέντρο μιας ιδεολογικής και πολιτικής διαμάχης στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, που πήρε τη μορφή του πραγματικού Διχασμού. Τα σχολικά βιβλία υπήρξαν μία από τις παραμέτρους αυτής της διαμάχης, όπου ο φανατισμός σφράγισε το λόγο και τις πράξεις των αντίπαλων μερίδων. Και κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, εξάλλου, εξαιτίας της σημασίας που αποδόθηκε στον κοινωνικό και ιδεολογικό ρόλο του σχολικού θεσμού, τα σχολικά εγχειρίδια υπήρξαν συχνά αντικείμενο κριτικής και ιδεολογικής διεκδίκησης από όπου δεν έλειψαν οι φανατικές όψεις.

Για τη μελέτη του περιεχομένου των σχολικών εγχειριδίων, επέλεξα να διερευνήσω μια μακρά χρονική περίοδο, από τον 19ο αιώνα – στην ουσία από το 1880 και εξής – έως τα πρόσφατα χρόνια, δηλαδή τη Μεταπολίτευση. Χρησιμοποίησα ένα δείγμα εγχειριδίων, εντελώς τυχαίο, κυρίως του δημοτικού σχολείου και κατεξοχήν αναγνωστικά και βιβλία ιστορίας. Η επιλογή κατευθύνθηκε πάντως από τη μέριμνα να περιληφθούν βιβλία από όλες τις περιόδους πού μπορεί να διακρίνει κάποιος στο εσωτερικό αυτού του μεγάλου ερευνητικού αναπτύγματος και μάλιστα από εποχές κρίσεων, εθνικών και πολιτικών, όταν φαίνεται πώς παρατηρούνται κατά κανόνα εντονότερες και πυκνότερες εκδηλώσεις φανατισμού.

Τα σχολικά βιβλία βεβαίως δεν επιθυμούν να είναι φανατικά. Το σχολικό εγχειρίδιο, προορισμένο να μεταδώσει στις νεότερες γενεές το σύνολο των βασικών γνώσεων και τις κυρίαρχες για την εκάστοτε εποχή αξίες, υιοθετεί ένα λόγο «αντικειμενικό» και ουδέτερο πού επιβεβαιώνει το κύρος του ως vulgata της γνώσης. Από την άλλη μεριά όμως, το γεγονός ότι στην Ελλάδα το σχολικό εγχειρίδιο υπήρξε κατά κανόνα κρατικό μονοπώλιο προσέφερε στις κοινωνικές και πολιτικές ομάδες πού έλεγχαν κάθε φορά την κεντρική εξουσία μια μοναδική ευκαιρία αποτελεσματικής προπαγάνδας. Με την κρατική έγκριση, οι συγγραφείς των εγχειριδίων μπορούσαν συνεπώς να μεταδώσουν θετικές ή αρνητικές εικόνες, να ορίσουν εχθρούς και φίλους, να καλέσουν σε συναισθηματική ταύτιση τους μαθητές, μέσω ενός λόγου όχι πλέον ουδέτερου άλλα συγκινησιακά φορτισμένου. Σε παρόμοιες αποστροφές, όπου κυριαρχεί το συγκινησιακό στοιχείο, είναι δυνατό να ανιχνεύσουμε εκδηλώσεις φανατισμού.

Οι εκδηλώσεις αυτές θα πρέπει πάντως να αναλυθούν με βάση κάποιους πρωταρχικούς ορισμούς, εφόσον δηλαδή διευκρινίσουμε τί διακρίνει τη φανατική στάση και συμπεριφορά. Είναι άλλωστε δύσκολο να αποφύγουμε την αξιολογική κρίση απέναντι σε παρόμοιες στάσεις, δεδομένου ότι ο ορισμός του φανατισμού γίνεται πάντα σε σχέση με κάποιον «κανόνα», μια «κανονικότητα» από την οποία παρατηρείται απόκλιση. Πότε κάποιος διαβαίνει το κατώφλι της «κανονικότητας» για να χαρακτηρισθεί ως φανατικός είναι ένα ερώτημα το οποίο δύσκολα απαντάται, δεδομένης και της πρωτεϊκής φυσιογνωμίας του φανατισμού.

Θα επιδιώξω ωστόσο να καθορίσω κάποια γενικά χαρακτηριστικά τα όποια, εφόσον ανευρεθούν σε ένα κείμενο, μπορούν να εκλαμβάνονται ως ενδείξεις φανατικής στάσης, θα μπορούσαμε πράγματι να ορίσουμε το φανατισμό ως «μια πνευματική κατάσταση, μια νοοτροπία που συναποτελείται από μισαλλοδοξία, μίσος, επιθετικότητα απέναντι στον υποτιθέμενο εχθρό, καθώς και δικαιολογίες γι’ αυτή την επιθετικότητα στο όνομα μιας ιδέας πού κατέστη σημαντικότερη από κάθε άλλη, και από κάθε άλλον – φίλους, οικογένεια, ή όποιον άλλο θα μπορούσαμε να αγαπάμε». Ο φανατισμός περιέχει την «απόλυτη, αποκλειστική, παθιασμένη, ζηλόφθονη και τυφλή προσκόλληση στο αντικείμενο της λατρείας, μαζί με την απώθηση για οτιδήποτε είναι είτε ξένο είτε αντίθετο προς αυτό το αντικείμενο».

Στην περίπτωση των σχολικών εγχειριδίων έχουμε να κάνουμε με μία από τις όψεις του φανατισμού, αυτή πού θα ορίζαμε με μια φράση «εθνικιστικό φανατισμό». Αυτή η μορφή φανατισμού σχετίζεται με τη λατρεία της πατρίδας και ονομάζεται συνήθως σωβινισμός. Ο σωβινισμός θεωρείται η «πιο ακραία, η πιο παράλογη, ή πιο επικίνδυνη μορφή» του εθνικισμού. Πρόκειται για ένα «στενό και φιλέκδικο πάθος για την πατρίδα, γεμάτο από φιλοπόλεμη διάθεση απέναντι σε κάθε τι ξένο». Στην περίπτωση του σωβινισμού, σύμφωνα με τον ορισμό που δώσαμε προηγουμένως για το φανατισμό, αντικείμενο λατρείας είναι η πατρίδα ή το έθνος και στο όνομα της εθνικής ιδέας δικαιολογείται όχι μόνο η έλλειψη ανοχής ή η έμμεση απόρριψη του «άλλου» αλλά και η επιθετικότητα απέναντι στον υποτιθέμενο εχθρό η οποία είναι δυνατό να εκφράζεται ακόμη και με πράξεις βίας. Το έθνος ενσαρκώνει τη μοναδική αλήθεια, εκείνη πού επιτρέπει τη μανιχαϊκή διάκριση σε καλό και σε κακό και την επακόλουθη έως αναγκαία κατασκευή των εχθρών. Οι εχθροί αυτοί εμφανίζονται να απειλούν την ύπαρξη του έθνους και την ασφάλεια της πατρίδας, έτσι πού να θεωρείται απόλυτα δικαιολογημένη η ξενόφοβη βία.

Η απειλή για το έθνος δεν προέρχεται πάντα από τον εθνικό «άλλο», παρόλο που αυτό αποτελεί τον κανόνα. Η απειλή μπορεί να είναι εσωτερική, να προέρχεται δηλαδή από τους κόλπους του ίδιου έθνους και να αποδίδεται στον κοινωνικό και πολιτικό «άλλο». Αυτό, στην ελληνική περίπτωση, είναι ιδιαιτέρως προφανές κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο και με κορύφωση την εποχή της δικτατορίας.

Η επιθετικότητα, το μίσος και ο θυμός απέναντι στον εκάστοτε «άλλο» συνδυάζονται συχνά, στο πλαίσιο της φανατικής ιδεολογίας, με την παθολογική διόγκωση της συλλογικής αυτο-εικόνας και τις μεγαλομανείς επιδιώξεις. Πρόκειται για επιδιώξεις πού οι φανατικοί φορείς τους επιθυμούν να τις πραγματοποιήσουν έξω από τα όρια της πραγματικότητας, την οποία πραγματικότητα επιπλέον τις περισσότερες φορές αγνοούν ή παραβλέπουν. Οι αλυτρωτικές ιδεολογίες, όπως κάποιες εκφάνσεις της Μεγάλης Ιδέας για παράδειγμα, εγκλείουν παρόμοιες μεγάλο μανιακές πτυχές. Αυτές οι φανατικές, μεγαλομανιακές, ιδέες είναι – σε αναλογία με τον όρισμα που δίνει ο Freud για τα δόγματα – «ψευδαισθήσεις, πού εκπληρώνουν τις πιο παλιές, τις πιο ισχυρές και τις πιο επείγουσες επιθυμίες της ανθρωπότητας. Το μυστικό της ισχύος τους βρίσκεται στην ισχύ αυτών των επιθυμιών».

Η μελέτη των σχολικών εγχειριδίων μπορεί να αποκαλύψει πολλές από τις φανατικές πτυχές της κυρίαρχης ιδεολογίας: την επιθετικότητα και την ενθάρρυνση πράξεων βίας απέναντι στον «άλλο», τη μεγαλομανιακή προβολή του εθνικού «εγώ», τη μανιχαϊκή αντίληψη της πραγματικότητας, την ανάδειξη του έθνους σε απόλυτη και υπερβατική αξία και σε αντικείμενο λατρείας. Η ανεύρεση παρόμοιων στοιχείων σε σχολικά κείμενα αποκτά πρόσθετη σημασία αν αναλογισθούμε ότι διαβάζονται από το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού  – ιδιαίτερα όσα ανήκουν στην υποχρεωτική εκπαίδευση – κι επομένως η εμβέλειά τους είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη οποιουδήποτε προπαγανδιστικού κειμένου…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της μελέτης της κυρίας Χριστίνας Κουλούρη  πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Φανατισμός, δογματισμός, συγκρότηση ταυτότητας – Μια προσέγγιση στο λόγο των σχολικών εγχειριδίων.

 

Σχετικά θέματα:

Ο Α’Παγκόσμιος Πόλεμος και ένας εμφύλιος που ονομάστηκε «Διχασμός».

$
0
0

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ένας εμφύλιος που ονομάστηκε «Διχασμός». Γ. Β. Δερτιλής στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015. 


 

Η ανακοίνωση αυτή στηρίζεται σε ένα αφήγημα των γεγονότων της περιόδου 1914-1922. Το αφήγημα απευθύνεται πρωτίστως στο γενικό κοινό και όχι τόσο σε συναδέλφους που ήδη γνωρίζουν τα γεγονότα. Γι’ αυτό θα περιοριστώ σε μία και μόνη επεξηγηματική υποσημείωση.  Σε ένα κείμενο αναγκαστικά βραχύλογο που όμως φιλοδοξεί να καλύψει ένα θέμα ευρύτατο, η επίδειξη εμβρίθειας με παραπομπές και υποσημειώσεις θα ήταν περιττή.

Αφηγούμενος τα συμβάντα και συνδέοντάς τα συνεχώς με τη χρονολόγησή τους, ελπίζω να αναδείξω τα αίτιά τους και, επομένως, τα εξής ερμηνευτικά συμπεράσματα που ενδιαφέρουν και τους ιστορικούς.

Κωνσταντίνος Α΄, έργο του Philip de László (1868-1937) φιλοτεχνημένο τον Απρίλιο του 1914. Επιλογή εικόνας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Πρώτον, ότι στον «Διχασμό» οδήγησαν κυρίως εξωγενή «αιτιακά πλέγματα»: τα πολιτικά και οικονομικά διακυβεύματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι αντίστοιχες μεταβολές του γεωπολιτικού περιβάλλοντος της Ελλάδας πριν, κατά και μετά τον πόλεμο.

Δεύτερον, ότι η τεράστια σημασία των διακυβευμάτων του μεγάλου πολέμου τον κατέστησε έναν πόλεμο συνειδητής και δυνάμει ολοκληρωτικής εξόντωσης του αντιπάλου όπως μαρτυρεί η μαζική βιαιότητά του.

Τρίτον, ότι εφόσον οι ελληνικές επιδιώξεις στα Βαλκάνια και στην Ανατολή ήταν παράλληλες προς τις τοπικές επιδιώξεις ορισμένων Δυνάμεων αλλ’ αντίθετες προς επιδιώξεις άλλων, ήταν αναπόφευκτο να μεταφερθούν και στην Ελλάδα οι ιδιότητες του ολοκληρωτικού πολέμου. Με αυτές επρόκειτο να διεξαχθεί και ο «Διχασμός».

Γι’ αυτό άλλωστε, τέταρτον, ο λεγόμενος «Διχασμός» ήταν ουσιαστικώς ένας εμφύλιος πόλεμος που διήρκεσε εννέα χρόνια, οδήγησε σε μαζικούς διωγμούς, πολιτικές δολοφονίες και εκτελέσεις, άφησε χιλιάδες τραυματίες και νεκρούς, και μετά το 1922 επέφερε τέσσερις δικτατορίες και δεκατέσσερα στρατιωτικά κινήματα.

Στις 28 Ιουλίου 1914, η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Σερβίας. Στις 3 Αυγούστου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε διακηρύξει ένοπλη ουδετερότητα. Στα τέλη Οκτωβρίου, όμως, υπέγραψε με τη Γερμανία μια συμφωνία που στρεφόταν κατά της Ρωσίας. Η Ρωσία, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία κήρυξαν πάραυτα τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στην Ελλάδα βασίλευε ο Κωνσταντίνος, σύζυγος της αδελφής του Κάιζερ, γερμανο-σπουδασμένος και θαυμαστής της γερμανικής πειθαρχίας και στρατιωτικής ισχύος. Το 1914, ενώ ενδομύχως επιθυμούσε συμμαχία με τη Γερμανία, ήταν υπέρ της ουδετερότητας· η οποία, με τα γεωπολιτικά δεδομένα των Βαλκανίων, θα ήταν ουσιαστικώς μια ευμενής ουδετερότητα υπέρ της Γερμανίας. Ενδομύχως, επιθυμούσε βεβαίως συμμαχία με τις λεγόμενες «Κεντρικές Δυνάμεις»: τις δύο αυτοκρατορίες, τη Γερμανική και την Αυστρο-Ουγγρική, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτά άλλωστε πίστευαν τόσο η Entente όσο και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο πρωθυπουργός θεωρούσε επιπλέον τα ελληνικά συμφέροντα παράλληλα και συμπληρωματικά των βρετανικών. Ο ελληνικός στόλος καθιστούσε την Ελλάδα έναν δυνάμει σημαντικό σύμμαχο των Βρετανών. Αντιθέτως, αν η Ελλάδα συμμαχούσε με τους Γερμανούς, θα ήταν γι αυτούς δευτερεύων σύμμαχος σε σύγκριση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία· και ο ελληνικός στόλος θα ήταν εύκολος στόχος για το πανίσχυρο βρετανικό ναυτικό…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης του κυρίου Γ.Β.Δερτιλή πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος και ένας εμφύλιος που ονομάστηκε «Διχασμός»

 

 

Από την παράδοση του οχυρού Ρούπελ στην κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης. Μια περιπτωσιολογική ανάλυση των αιτίων του Εθνικού Διχασμού

$
0
0

Από την παράδοση του οχυρού Ρούπελ στην κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης. Μια περιπτωσιολογική ανάλυση των αιτίων του Εθνικού Διχασμού. Διονύσιος Τσιριγώτης στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.


 

Η ερμηνευτική προσέγγιση των ιστορικών γεγονότων είναι μια πολυδιάστατη διανοητική διαδικασία η οποία οδηγεί ενίοτε σε ανταγωνιστικές – αντιθετικές και ενίοτε σε συμπληρωματικές εικόνες – αφηγήσεις, αντανακλώντας τον διαφορικό τρόπο κατανόησης ενός συγκεκριμένου ιστορικού – κοινωνικοπολιτικού φαινόμενου από τους εκάστοτε δρώντες – άτομο, ομάδα, οργανισμούς. Κατά τούτο, προ-επιτάσσεται η ορθή αξιολόγηση και η εκλεκτική επιλογή των ερευνητικών μεταβλητών, μέσα από ένα πολυσύνθετο φάσμα εμπειρικών πηγών και αποδεικτικών στοιχείων. Ειδικότερα στην παρούσα μελέτη η πολυπλοκότητα του φαινομένου είναι εναργής και αντικατοπτρίζεται στα διαφορετικά και πολλαπλά επίπεδα λειτουργίας του, τα οποία εναλλάσσονται – επαλλάσονται μεταξύ των ατομικών ιδιοσυγκρασιών, των συλλογικών πολιτικών παθών, των αντιμαχόμενων κοινωνικοπολιτικών ιδεολογιών, των ενδοπολιτειακών συνταγματικών παρεκτροπών που οξύνονται και οριοθετούνται από έξωθεν πολιτικο – στρατιωτικές επεμβάσεις. Δυνάμει των ανωτέρω, ο μεθοδολογικός στόχος της ανάλυσης που ακολουθεί είναι η διασύνδεση του ιστορικού αφηγήματος με μια θεωρητική, επεξηγηματική ερμηνεία, αναδεικνύοντας και αποκωδικοποιώντας τα αίτια των φαινομένων για την εξαγωγή αξιόπιστων πορισμάτων. Κατά μία άλλη διατύπωση, στην παρούσα μελέτη επιχειρείται η εξέταση – ερμηνεία των αξονικών αιτίων του Εθνικού Διχασμού, μέσα από μια εις βάθος περιπτωσιολογική ανάλυση της περιόδου 1914 – 1917, τόσο στο ενδοκρατικό κοινωνικοπολιτικό και στρατηγικό επίπεδο όσο και στο διακρατικό επίπεδο του διεθνούς συστήματος. Με αφετηρία την πολιτικοστρατηγική διαφωνία του Ε. Βενιζέλου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ως προς τη διαμορφωθείσα ελληνική υψηλή στρατηγική / πολιτική κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το προκείμενο της έρευνας δεν περιορίζεται μόνο στα φαινομενικά αίτια της κοινωνικοπολιτικής διαίρεσης του ελλαδικού ελληνισμού, όπως χαρακτηριστικά περιγράφονται από τον Έλληνα πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, Κ. Σακελλαρόπουλο:

«Βάσις του κακού, ο διχασμός προέκυψε από τας δύο, εντός του 1915, συγκρούσεις του Βενιζέλου με τον βασιλέα Κωνσταντίνον και τας συνέπειαν αυτών παραιτήσεις του».

Τουναντίον, προεκτείνεται και στην καταγραφή της εσωτερικής λογικής που διέπει την εν λόγω πολιτικό-ιδεολογική αντιπαράθεση, η οποία εδράζεται στις θεμελιακές αφετηρίες του νεοελληνικού κράτους, και αποκρυσταλλώνεται στην αέναη διαμάχη για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας μεταξύ των δυνάμεων του παλαιοκομματισμού / φαυλοκρατίας και των δυνάμεων της εθνικής ανασυγκρότησης / αστικού εκσυγχρονισμού. Για τις πρώτες, ο στόχος του εν λόγω εγχειρήματος περιορίζεται στην οργάνωση και συντήρηση ενός μικρού, κομματικού – πελατειακού κράτους, μέσω της νομής του δημόσιου πλούτου για την ανάληψη και διατήρηση της εκτελεστικής εξουσίας. Για τις δεύτερες, ως θεμελιώδης πολιτικός στόχος ορίζεται η συστηματοποίηση του έργου της εθνικής κρατικής ανασυγκρότησης, παράλληλα με την επιζήτηση εξωτερικών διπλωματικών ερεισμάτων, για την επίτευξη του προτάγματος της εθνικής ολοκλήρωσης.

Υπό αυτό το πρίσμα, στις γραμμές που ακολουθούν επιχειρείται μια αξιολογικά ουδέτερη περιγραφή και ερμηνεία των αιτίων του εθνικού διχασμού μέσω της συνεξέτασης τριών αλληλοσυνυφαινόμενων επιπέδων ανάλυσης – ατομικό, ενδοκρατικό και διακρατικό. Η εν λόγω μέθοδος έρευνας, προκρίνεται λόγω της πολυδιάστατης φύσεως του ζητήματος και του αέναου χαρακτήρα του, απότοκη της εξωελληνικής διαδικασίας θέσμισης – συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους. Αυτό γιατί, όπως και σε κάθε άλλο ερευνητικό εγχείρημα, είναι αναγκαίο ο μελετητής να προβαίνει στην ανάλυση – προσδιορισμό των συστατικών μερών του υπό εξέταση ζητήματος, με μεθοδολογικό στόχο την εξεύρεση των αξονικών αιτιών της εκάστοτε αιτιώδους σχέσης.

Ελευθέριος Βενιζέλος (Ποικίλη Στοά). Επιλογή εικόνας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Εκκινώντας από την ιστορική διαφωνία του Ε. Βενιζέλου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ως προς το ζήτημα του πολιτικοστρατηγικού προσανατολισμού της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συνωθούμαστε, αβίαστα και απροβλημάτιστα, στην προφανή αιτία του Εθνικού Διχασμού, δηλαδή την αντιθετική κοσμοεικόνα των δύο ως προς την έννοια του εθνικού συμφέροντος. Πάραυτα, το πρώτο επίπεδο ανάλυσης, αν και περιορίζει τον αριθμό τον προς διερεύνηση μεταβλητών στο ατομικό επίπεδο, στα ανθρώπινα κίνητρα – ορμέμφυτα, δεν παρέχει την ικανή και αναγκαία κοσμοεικόνα (αιτιολόγηση) για μια παραδεκτή – αποδεκτή αιτιολόγηση και ερμηνεία μεταξύ αιτίου – αιτιατού.

Συγκεκριμένα το ερώτημα που τίθεται στο σημείο αυτό είναι εάν και σε ποιο βαθμό η διαπροσωπική αντίθεση μεταξύ πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας οδήγησε στην κοινωνικό – πολιτική διαίρεση και στην συνεπαγόμενη πόλωση του ελληνικού έθνους σε δύο αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα. Η αντίστροφα, η εσωτερική κοινωνικοπολιτική διαίρεση προηγείται της διαπροσωπικής διαφωνίας, με συνεπούμενο να προκαλεί και να οριοθετεί την εν λόγω έριδα. Με διαφορετική διατύπωση το ερώτημα τίθεται ως εξής: «Ήταν ο διχασμός ζήτημα σύγκρουσης προσωπικοτήτων, εκείνης του Βενιζέλου και του Βασιλιά και των κορυφαίων Βασιλικών ή οι αιτιολογικοί παράγοντες ήταν άλλες «βαθιές δυνάμεις»».

Εν τις πράγμασι, η προσωπική αντιπαράθεση Βενιζέλου – Κωνσταντίνου, η οποία ξεκινά κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου και κορυφώνεται στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά την περίοδο 1915-1916, νοηματοδοτείται από τα διαφορετικά επίπεδα της πολιτικοστρατηγικής τους λειτουργίας. Η πολιτική σκέψη και πράξη του Ελευθερίου Βενιζέλου οριοθετείται με γνώμονα τον αντικειμενικό στόχο μιας λυσιτελούς υψηλής στρατηγικής, δηλαδή τη βέλτιστη δυνατή προάσπιση – προαγωγή των ιεραρχημένων – προσδιορισμένων εθνικών συμφερόντων εντός ενός ισορροπημένου, ως προς την κατανομή ισχύος, περιφερειακού συστήματος. Αντίστροφα, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εμφορείται τόσο από την πολιτειακή, ως ανώτατου πολιτικού άρχοντα, όσο και από την στρατιωτική του ιδιότητα, ως αρχιστράτηγου. Το γεγονός αυτό καταδεικνύεται αφενός, με την συνταύτισή του με το Γενικό Επιτελείο στρατού, ως προς το ζήτημα της επιλεγείσας ελληνικής πολιτικής – στρατηγικής στην πρόσκληση της Αντάντ για συμμετοχή της Αθήνας στην εκστρατεία των Δαρδανελίων (Φεβρουάριος 1915) αιτιολογώντας την απόφασή του με βάση τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω επιχείρησης. Αφετέρου, τον Σεπτέμβριο του 1915, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος θα προδηλώσει την απόφασή του, ως αξίωση ισχύος, έναντι του Έλληνα πρωθυπουργού, να καταστεί ο κύριος και αποκλειστικός θεσμός στη διαδικασία επιλογής, διαμόρφωσης και εφαρμογής της ελληνικής υψηλής στρατηγικής, αιτιολογώντας την λόγω της ελέω Θεού μοναρχίας.

Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής δύναται να ερμηνευθούν και οι δύο παραιτήσεις του Έλληνα πρωθυπουργού, Ε. Βενιζέλου, με πολιτικό διακύβευμα την έξοδο ή μη της Ελλάδας στον πόλεμο παρά το πλευρό της Αντάντ.

Συγκεκριμένα, η πρώτη παραίτηση του Έλληνα πρωθυπουργού (στις 21 Φεβρουαρίου / 6 Μαρτίου 1915) ήταν απότοκη της άρνησης του βασιλιά Κωνσταντίνου, εδραζόμενος στην τοποθέτηση του Γενικού Επιτελείου, να μην αποδεχθεί την πρόταση του πρώτου, η οποία είχε ήδη εγκριθεί από το Συμβούλιο του Στέμματος, (στο οποίο μετείχαν πλην του Βενιζέλου και του Βασιλιά Κωνσταντίνου όλοι οι ζώντες πρώην πρωθυπουργοί – Ζαΐμης, Θεοτόκης, Δραγούμης, Ράλλης, Μαυρομιχάλης και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Β. Δούσμανης) για στρατιωτική συμμετοχή της Ελλάδας στην επιχείρηση της Αντάντ στα Δαρδανέλια και ουσιαστικά την έξοδο της χώρας στον πόλεμο. Συνακόλουθα, τέσσερις μήνες μετά την επανεκλογή του στο πρωθυπουργικό αξίωμα (στις εκλογές τις 31ης Μαΐου), ο Βενιζέλος θα εξαναγκασθεί σε δεύτερη παραίτηση (22 Σεπτεμβρίου / 5 Οκτωβρίου 1915) από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, λόγω της μη έγκρισης της πολιτικής του επιλογής, (ήτοι την τήρηση της ελληνοσερβικής συνθήκης συμμαχίας) για σύμπραξη με τον ισχυρότερο πολιτικοστρατιωτικό συνασπισμό – Αντάντ, με αντικειμενικό στρατηγικό σκοπό την προάσπιση του εδαφικού καθεστώς στη Χερσόνησο του Αίμου, μέσω της ανάσχεσης της Βουλγαρίας…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Από την παράδοση του οχυρού Ρούπελ στην κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

«Αυτός ο προδότης δεν έπρεπε να επιζήσει από την απόπειρα της 21ης Ιουνίου». Αντιβενιζελισμός και γερμανική προπαγάνδα στην Ελλάδα του Εθνικού Διχασμού.

$
0
0

«Αυτός ο προδότης δεν έπρεπε να επιζήσει από την απόπειρα της 21ης Ιουνίου». Αντιβενιζελισμός και γερμανική προπαγάνδα στην Ελλάδα του Εθνικού Διχασμού. Στράτος Δορδανάς στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.


 

Όταν τον Αύγουστο του 1914 εξερράγη ο Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος η Ελλάδα βρισκόταν ένα βήμα πριν από έναν νέο πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς οι διαπραγματεύσεις για εκκρεμή εδαφικά ζητήματα δεν είχαν αποδώσει έως τότε καρπούς. Έναν ακριβώς χρόνο νωρίτερα η συνδιάσκεψη του Βουκουρεστίου (Αύγουστος 1913) είχε σφραγίσει επισήμως τους Βαλκανικούς Πολέμους και επισημοποιήσει τις αλλαγές συνόρων στα Βαλκάνια υπέρ των νικητών. Ως μια από τις νικήτριες χώρες, η Ελλάδα διπλασίασε τα εδάφη και τον πληθυσμό της, επεκτείνοντας – εκτός των άλλων περιοχών – την κυριαρχία της στη Μακεδονία, με την πρωτεύουσά της Θεσσαλονίκη. Σε σύντομο, επομένως, χρονικό διάστημα νικητές και ηττημένοι στα Βαλκάνια καλούνταν και πάλι να λάβουν σημαντικές αποφάσεις.

 

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος οι ηγέτες και οι αντιπροσωπείες των Βαλκανικών κρατών κατά τη στιγμή της υπογραφής της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913). Επιλογή εικόνας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

 

Αυτή τη φορά, όμως, ο πόλεμος δεν διεξαγόταν στην περιφέρεια αλλά η σπίθα που είχε ανάψει από το Σαράγιεβο είχε επεκταθεί σταδιακά παντού στην Ευρώπη, εμπλέκοντας όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις. Γρήγορα δε θα μετατρεπόταν από ευρωπαϊκή σύρραξη σε παγκόσμια. Έναντι, λοιπόν, των μεγάλων συνασπισμών ποια θα έπρεπε να είναι η θέση των μικρών χωρών, ακόμα και αν επέλεγαν να υιοθετήσουν επί του παρόντος στάση ουδετερότητας; Η είσοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών δύο μήνες αργότερα, φάνηκε πως διευκόλυνε την ελληνική θέση, η Ελλάδα εκ των πραγμάτων αναμενόταν να βρεθεί μετά την εξέλιξη αυτή στο ακριβώς αντίπαλο στρατόπεδο. Αλλά τα πράγματα αποδείχθηκε τελικά πως ήταν πολύ πιο περίπλοκα από όσο αρχικά φαινόταν.

Καταρχάς, η χώρα δεσμευόταν από τη συνθήκη συμμαχίας με τη Σερβία και την αντίστοιχη στρατιωτική σύμβαση του Ιουνίου 1913 που προέβλεπαν τη σύμπραξη των δύο χωρών σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης ή επίθεσης από τρίτη δύναμη. Όπως γίνεται κατανοητό, μετά την επίθεση της Αυστροουγγαρίας εναντίον της Σερβίας, η Ελλάδα καλούταν να αποφασίσει αν θα έσπευδε σε βοήθειά της ή θα επέλεγε να παραμείνει θεατής της σύγκρουσης. Στο συγκεκριμένο ακριβώς ζήτημα ερμηνείας της συνθήκης καταγράφηκε η πρώτη διαφωνία μεταξύ του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο μεν πρώτος θεωρούσε πως η χώρα θα έπρεπε να παραμείνει σε κατάσταση παροδικής ουδετερότητας αλλά σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης εναντίον της Σερβίας να εξέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Από την άλλη, ο Κωνσταντίνος και ο στενός κύκλος των ανθρώπων του όχι μόνο υποστήριζαν τις ακριβώς αντίθετες θέσεις αλλά προχωρούσαν ένα βήμα παραπέρα: Για την Ελλάδα ήταν ευκαιρία να συνεργαστεί με τη Γερμανία, να συμμαχήσει με τη Βουλγαρία και να επιτεθούν από κοινού εναντίον της Σερβίας, αποκομίζοντας εδαφικά κέρδη μετά την πλήρη καταστροφή της.

Η εμπλοκή του γερμανικού παράγοντα υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για την κατανόηση των ελληνικών πολιτικών εξελίξεων, που καθόρισαν και τη στάση της χώρας συνολικά έναντι των εμπολέμων. Εξίσου κρίσιμης σημασίας είναι η σκιαγράφηση της προσωπικότητας και των πολιτικών αντιλήψεων των δύο κύριων πρωταγωνιστών, του πρωθυπουργού και του βασιλιά. Ο Βενιζέλος αντιπροσώπευε τη νέα γενιά των πολιτικών αντρών που αναδύθηκαν στην κεντρική σκηνή, προωθώντας εκσυγχρονιστικά μοντέλα και μια νέα αντίληψη για τη διακυβέρνηση σε σχέση με τις έως τότε πρακτικές των παλαιών κομμάτων. Εκσυγχρονιστής, ρεαλιστής, κυνικός όπου χρειαζόταν, οραματιστής, οπαδός της βαλκανικής συνεννόησης και ταυτόχρονα της εθνικής εδαφικής ολοκλήρωσης, στενός σύμμαχος των εγγυητριών δυνάμεων της Αγγλίας και της Γαλλίας, ήρθε στην Αθήνα από την Κρήτη το 1910 και οδήγησε τη χώρα στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, από την άλλη, σπούδασε στη φημισμένη στρατιωτική ακαδημία του Βερολίνου στα τέλη του 19ου αιώνα και γρήγορα υιοθέτησε πολλά από τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τη γερμανική αυτοκρατορία. Θαυμαστής της γερμανικής οργάνωσης στο επίπεδο της κοινωνίας και του στρατού, ανέπτυξε μιλιταριστικές, αντικοινοβουλευτικές, συντηρητικές – απολυταρχικές απόψεις, τις οποίες προσπάθησε να εφαρμόσει όταν ανήλθε στο θρόνο. Ταυτόχρονα, νυμφευόμενος την αδελφή του Κάιζερ, Σοφία, απέκτησε και συγγενικές σχέσεις με τον οίκο των Χοεντσόλερν.

Η συνεργασία μεταξύ πρωθυπουργού και βασιλιά υπήρξε το πρώτο διάστημα επιτυχής και έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Τερματίστηκε δε οριστικά όταν ξέσπασε ο «Μεγάλος Πόλεμος». Ο πρωθυπουργός ήταν σίγουρο πως αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε την Ελλάδα στον πόλεμο ως σύμμαχος της Αντάντ, ενώ ο βασιλιάς δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να βρεθεί αντιμέτωπος με τη Γερμανία, που θαύμαζε και της οποίας τη νίκη ευχόταν.

Με βάση τις παραπάνω επισημάνσεις η έκρηξη του «Μεγάλου Πολέμου» έθεσε σε σκληρή δοκιμασία τις σχέσεις μεταξύ Βενιζέλου και βασιλιά, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο τελευταίος ξεκίνησε να αλληλογραφεί με τον Κάιζερ εν αγνοία της κυβέρνησής του. Στο πρώτο τηλεγράφημά του ο Γερμανός αυτοκράτορας ζητούσε από τον Κωνσταντίνο να σταθεί στο πλευρό του για να πολεμήσουν από κοινού τους Σλάβους στα Βαλκάνια. Στην απάντησή του ο Έλληνας μονάρχης αντιπρότεινε η Ελλάδα να παραμείνει ουδέτερη, καθώς λόγοι στρατηγικοί και γεωπολιτικοί δεν της επέτρεπαν να προσχωρήσει στην Τριπλή Συμμαχία. Η λύση αυτή στην πραγματικότητα ικανοποιούσε επίσης απολύτως το Βερολίνο, από τη στιγμή που άνοιγε ουσιαστικά τον δρόμο για τη στρατιωτική εμπλοκή της Βουλγαρίας στις επιχειρήσεις εναντίον της Σερβίας. Η ουδέτερη Ελλάδα, διαβεβαίωνε ο Κωνσταντίνος, δεν σκόπευε να βοηθήσει σε καμία περίπτωση τη Σερβία και από την άποψη αυτή πρόσφερε τις καλύτερες υπηρεσίες για την εκπλήρωση των γερμανικών σχεδίων στο βαλκανικό μέτωπο…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: «Αυτός ο προδότης δεν έπρεπε να επιζήσει από την απόπειρα της 21ης Ιουνίου».

 

Διαβάστε ακόμη:

 


Κατασκοπία στην επαναστατημένη Πελοπόννησο; Ανέκδοτη οθωμανική έκθεση περί της αφαιρεθείσης επιστολής του Θ. Κολοκοτρώνη για τη μάχη των τρικόρφων (Θέρος του 1825)

$
0
0

Κατασκοπία στην επαναστατημένη Πελοπόννησο; Ανέκδοτη οθωμανική έκθεση περί της αφαιρεθείσης επιστολής του Θ. Κολοκοτρώνη για τη μάχη των τρικόρφων (Θέρος του 1825). Γεώργιος Κ. Λιακόπουλος,  πρακτικά  Δ´ Τοπικού Συνεδρίου Αρκαδικών Σπουδών (Τρίπολις – Δημητσάνα, 1-3 Νοεμβρίου 2013).


 

[…] Το δελτίο της μετάφρασης μαζί με το παρόν υπόμνημα του αναφερθέντος βαλή διαβάστηκε από την Αυτοκρατορική μου Αρχή. Η μάχη του ρηθέντος Ιμπραήμ Πασά με τον αναθεματισμένο, ονόματι Κολοκοτρώνη, αναφέρθηκε σε κάποια ενημερωτικά δελτία ολίγω πρότερον. Όμως είναι άξιο προσοχής το ότι ο μνημονευθείς (βαλής) δεν παρέμεινε σε εκείνα τα μέρη, αλλά επέστρεψε στο Ναβαρίνο. Άραγε αναγκάστηκε (να προβεί σε αυτήν την κίνηση) βεβιασμένα από την έλλειψη προμηθειών και άλλων κονδυλίων για το υπό τις διαταγές του στράτευμα η εξαιτίας κάποιου άλλου λόγου; Όπως και να έχει, αυτό παραμένει άγνωστο, καθώς δεν έχει ληφθεί αλληλογραφία από τον αναφερθέντα επ’ αυτού του ζητήματος.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, 1830.

Εξοχότατε, ελεήμονα, υψηλότατε, ευμενή, εύσπλαχνε, ευεργέτη, πολυάγαθε, μεγάθυμε Αφέντη μου, Μεγαλειότατε Σουλτάνε μου, ως αρμόζει στη δουλεία μου και σύμφωνα με ό,τι απαιτεί η υπηρεσία μου, φροντίζοντας για την εξακρίβωση και τον προσδιορισμό των μαχών και των άλλων γεγονότων που λαμβάνουν χώρα στον Μοριά, (αναφέρω ότι) τα επικουρικά, κατά βάση, στρατεύματα των άθλιων κακούργων, ακόμα κι αν φτάσουν απ’ αυτήν την περιοχή, δηλαδή το κάστρο του Ναυπλίου και του Μεσολογγίου, μέχρι την Αθήνα και καταλάβουν και υποτάξουν ολόκληρο το Νησί του Μοριά, και πάλι, αν αυτά τα δύο μέρη, που εποφθαλμιούν, βρεθούν στα χέρια τους, έχοντας οχυρωθεί ψοφοδεείς (με την ψυχή στο στόμα) στο απόκρημνο Διάσελο, δεν υπάρχει πιθανότητα να μπουν σε κάποιου είδους τάξη (να συστήσουν τακτικό στρατό). Καθώς είναι γνωστό ότι οι υποθέσεις δεν θα εξελιχθούν έτσι, ο εύσπλαχνος εξοχότατος ελ-Χάτζ Ιμπραήμ Πασάς, ο έχων το ιερό καθήκον να τελεί εισέτι βαλής της Μέκκας και του Μοριά, ερευνώντας ενδελεχώς και διορθώνοντας την κατάσταση των καταραμένων λήσταρχων που βρίσκονται στο Ναύπλιο και την ενδοχώρα του, προηγουμένως αναχώρησε από το Ναβαρίνο και κατά μήκος της πορείας του κατέστρεψε κωμοπόλεις και χωριά. Εξακριβώθηκε από τις προφορικές δηλώσεις κάποιων γλωσσών (αιχμαλώτων) που συνελήφθησαν παρά τα Σάλωνα ολίγω πρότερον ότι αναχώρησε προς την κωμόπολη της Τριπολιτσάς, απ’ όπου έφυγε, ύστερα από την εγκατάλειψή της από τους απίστους που βρίσκονταν εντός της, καθώς δεν υπήρχε μέρος να οχυρωθεί. Κατόπιν τούτου, ο ρηθείς εξοχότατος, ως απαιτούσε η περίσταση, ξεκίνησε από την Τριπολιτσά και επέστρεψε και αναχώρησε εκ νέου για το Ναβαρίνο. Η επιστολή που έγραψε προς τους λήσταρχους του Ναυπλίου ο επάρατος Κολοκοτρώνης, η οποία αναφέρει με ποιόν τρόπο πολέμησε (ο βαλής) με αληθινή αφοσίωση στην τοποθεσία Τρίκορφα, έξω από την Τριπολιτσά, και πως νίκησε τον τρισκατάρατο αρχηγό των άτακτων ληστών, πέρασε με κάποιον πλάγιο τρόπο (μέσον) στα χέρια του Αυστριακού κομαντάντε, ο οποίος έδωσε ένα αντίγραφό της στον δούλο τού καπουντάν πασά κι εκείνος, με τη σειρά του, απέστειλε στο ταπεινό μου πρόσωπο το αντίγραφο της μετάφρασής του, για να υποβληθεί το περιεχόμενό του προς ενημέρωση στον ευεργέτη (σουλτάνο). Αυτό το αντίγραφο εσωκλείεται στη δουλική έκθεσή μου, που υποβάλλεται ενώπιον της αυτοκρατορικής υψηλότητάς του (του μεγάλου βεζίρη). Σύμφωνα με το περιεχόμενο της αναφερθείσας μετάφρασης, παρόλο που πλείστοι όσοι εξευτελισμένοι, άνευ ορίου κατατροπωμένοι και τραπέντες σε φυγή αντάρτες έφτασαν στον Άδη και αφανίστηκαν, ο προαναφερθείς εξοχότατος Ιμπραήμ Πασάς, για άγνωστο λόγο, δεν παρέμεινε στην Τριπολιτσά, αλλά οπισθοχώρησε πάλι προς το Ναβαρίνο. Μία ομάδα τεσσάρων χιλιάδων μιαρών ερπετών με πέντε-έξι καπεταναίους από τους Ρουμελιώτες αντάρτες, που βρίσκονταν στον Μοριά ως απαραίτητη δύναμη των απίστων, πέρασε προς τα Σάλωνα για να συνδράμει στο Μεσολόγγι. Εκεί προσχώρησε στους συγκεντρωμένους απίστους και, ένεκα τούτου, ως ασφαλώς συνάγεται από το περιεχόμενό της (της επιστολής), τρεις χιλιάδες άτομα αποσχίσθηκαν και, όπως δηλώθηκε στην άλλη έκθεσή μου, ήρθαν με τον καταχθόνιο σκοπό να πατήσουν τον αφοσιωμένο στρατό. Και πάλι οι προφορικές δηλώσεις των γλωσσών των ζωντανών συλληφθέντων από τους προαναφερθέντες απίστους εκφράζουν και μνημονεύουν ότι με τη δόξα του Υψίστου ηττήθηκαν και υποτάχθηκαν κατεστραμμένοι και μάλιστα ότι οι άπιστοι διακόμισαν τους τραυματισμένους και τους αρρώστους με κάποια από τα υπάρχοντά τους, που είχε αφήσει ο προαναφερόμενος (βαλής) στην Τριπολιτσά.

Αυτήν την ταπεινή αναφορά του δούλου σας πήρα το θάρρος να υποβάλω στον ηγεμονικό τόπο λήψης αποφάσεων επί σημαντικών ζητημάτων. Είθε ο Ύψιστος να επιτρέψει να μας τιμήσει άμα τη αφίξει της η εδραία εντολή και το πρόσταγμα, τα οποία ανήκουν σε εκείνον εξ ου η διαταγή (δηλ. εκείνον που η υψηλότητά του έχει το δικαίωμα να διατάζει)…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Κατασκοπία στην επαναστατημένη Πελοπόννησο;

 

Διαβάστε ακόμη:

Η περιπέτεια του Εθνικού Διχασμού και η στάση του πνευματικού κόσμου της εποχής.

$
0
0

Η περιπέτεια του Εθνικού Διχασμού και η στάση του πνευματικού κόσμου της εποχής. Βασίλης Τσιλιμίγκρας στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.


 

Στόχος της εισήγησής μου, που αφορά τον Εθνικό Διχασμό, είναι να προσπαθήσω να παρουσιάσω, όσο πιο συνοπτικά γίνεται, ένα αρκετά μεγάλο σε έκταση γεγονός, ιδιαίτερα έντονο και ενδιαφέρον σε διακυμάνσεις και καθοριστικό σε αποτελέσματα, δηλαδή το ρόλο των διανοουμένων κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού.

Ο Εθνικός Διχασμός (1915-1917) αποτέλεσε ένα δραματικό εμφυλιοπολεμικό γεγονός που επηρέασε καθοριστικά την πορεία του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας. Πιστοποιούσε τη θερμή «ρήξη» Βενιζελικών και Αντιβενιζελικών, που προσωποποιούνταν συμβολικά αλλά και ουσιαστικά στον Βενιζέλο και στον βασιλιά Κωνσταντίνο, και είχε ως ιδεολογικό, κοινωνικό και πολιτικό υπόβαθρο τη σφοδρή αντιπαράθεση των νέων αστικών μεταρρυθμιστικών δυνάμεων και αντιλήψεων με τις αντίστοιχες συντηρητικές – παραδοσιακές.

Η παρουσία και η δράση των πνευματικών ανθρώπων δεν ξεκινά ξαφνικά το 1915, που αρχίζει η ρήξη, ούτε τελειώνει το 1917 με την αποκατάσταση της βενιζελικής διακυβέρνησης. Είναι η κορύφωση μιας πορείας που θα συνεχιστεί με άλλες μορφές και όρους στην εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας και του κράτους.

Τα ιδρυτικά μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου: Αλέξανδρος Δελμούζος, Δημήτρης Γληνός και Μανώλης Τριανταφυλλίδης σε φωτογραφία του 1915. Αθήνα, Φωτογραφικό Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α.

Θα παρουσιάσω τις ιδεολογικές τάσεις, τα πρόσωπα ως δράστες και εκφραστές – ενσαρκωτές απόψεων και αντιλήψεων, τις δράσεις και τις συνέπειές τους στο ελληνικό γίγνεσθαι. Ενώ θα έπρεπε να αναφερθώ και στη στάση του τύπου της εποχής, που αποτελεί όχημα επικοινωνίας, έστω και περιορισμένης εμβέλειας εκείνη την εποχή, του λαού με τους πολιτικούς και τους διανοούμενους, αλλά και το όργανο της σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης, της προπαγάνδας, του φανατισμού και της καθοδήγησης των πολιτικοκοινωνικών δυνάμεων με τα οδυνηρά αποτελέσματα των συγκρούσεων και των υπερβολών κάθε είδους στην περίοδο του Εθνικού διχασμού, αυτό δεν είναι δυνατό στο πλαίσιο της παρούσας εισήγησης.

Ο Εθνικός Διχασμός, ως όρος, απαλύνει κάπως την πραγματικότητα που δεν ήταν άλλη απ’ αυτή ενός εμφυλίου πολέμου με διαιρεμένη τη χώρα σε μια κρίσιμη περίοδο, όπου ποικίλες ευρωπαϊκές και βαλκανικές δυνάμεις, στη δίνη του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, χρησιμοποιούν τη βόρεια Ελλάδα ως πεδίο στρατιωτικών επιχειρήσεων και πεδίο ανταγωνισμού των βαλκανικών εθνικισμών με ιδιαίτερα επικίνδυνες προεκτάσεις που απειλούν την ίδια την υπόσταση της χώρας και το μέλλον της.

Επιχειρώντας να προσδιορίσουμε το περιεχόμενο του όρου διανοούμενος πρέπει να επισημάνουμε ότι στις δύο πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα παρατηρείται ένα καινούριο φαινόμενο που αφορά τη συγκρότηση των διανοουμένων σε διακριτή ομάδα. Έτσι η ατομική πνευματική και καλλιτεχνική προσπάθεια μετατρέπεται σε συλλογική, κοινωνικοπολιτική παρέμβαση στα πλαίσια του Δημοτικισμού.

Ο όρος διανοούμενος αρχίζει να κάνει αισθητή την παρουσία του μαζί με τον αντίστοιχο ξένο «ιντελεκτουάλ», που προηγείται, στην περίοδο αυτή. Οι παλαιότεροι όροι λόγιοι, πεπαιδευμένοι, άνθρωποι των γραμμάτων δε φαίνεται να μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες της κοινωνικής και εκπαιδευτικής εξέλιξης. Ο Παναγιώτης Μουλλάς σημειώνει: «Οι διανοούμενοι, λοιπόν, στο προσκήνιο. Γύρω στα 1910, η λέξη μπορεί να μην υπάρχει ακόμη, αλλά οι άνθρωποι υπάρχουν. Οι άνθρωποι: δηλαδή όσοι αγωνίζονται για τη γλώσσα και συζητούν στο Νουμά για το βιβλίο του Σκληρού ή ιδρύουν συλλόγους και υπογράφουν διαμαρτυρίες ή σπουδάζουν και ονειρεύονται ανορθώσεις, σχολεία, πολιτική δράση, δημιουργία κόμματος, κλπ., οι πρεσβύτεροι και οι νεώτεροι, οι αναλυτές της εξουσίας».

Βάση και κυρίαρχο πεδίο έντονης ιδεολογικής και όχι μόνο αντιπαράθεσης, που έχει γενικότερη συμβολική αξία για τη γενικευμένη σύγκρουση μεταρρυθμιστών και συντηρητικών, είναι η γλώσσα, και συγκεκριμένα η υιοθέτηση και χρήση της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση. Έτσι, η γλώσσα δεν είναι μόνο ο προνομιακός χώρος αντιπαράθεσης, με δεδομένη την κυριαρχία της καθαρεύουσας στο χώρο της παιδείας, της επιστήμης αλλά και του κράτους, αλλά και η ενοποιητική ουσία ενός έθνους – κράτους καθώς και χώρος αποτύπωσης των ιδεολογικών αναζητήσεων, των επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων και κυρίως μέσο διαμόρφωσης και καθοδήγησης των ανθρώπων.

Στην Ελλάδα, στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα, κύριος ιδεολογικός άξονας και προβληματισμός είναι «το ζήτημα της ολοκλήρωσης του εθνικού γίγνεσθαι, της Μεγάλης Ιδέας». Αν και δεν ικανοποιείται από τους βαλκανικούς πολέμους η ανάγκη ενοποίησης των ελληνικών πληθυσμών, όλοι κινούνται στο πλαίσιο αυτής της ιδέας, ακόμη και αυτοί που στοχεύουν στην ανατροπή της.

Ταυτόχρονα ο δημοτικισμός και μάλιστα ο εκπαιδευτικός, στον οποίο κυριαρχεί η φιλελεύθερη τάση, εντάσσεται στο συνολικότερο αίτημα του εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού της ελληνικής κοινωνίας. Όμως, εξακολουθεί να υπάρχει «το ομιχλώδες κλίμα των ελπίδων και των προσμονών» που δημιούργησε η επανάσταση του 1909. Αυτό το γεγονός αποτυπώνεται σε επιστολή του Μ. Τριανταφυλλίδη προς την Πηνελόπη Δέλτα (7/12/1909), όπου, αφού εκφράζει την απογοήτευσή του για την έλλειψη ηγετικής μορφής, γράφει το εξής για τις κινήσεις των δημοτικιστών: «Στο ότι δε το ζήτημα θα καταντήση πολιτικό, όταν βέβαια ωριμάση, σ’ αυτό και οι άλλοι μας έχομε την ίδια γνώμη». Στο πλαίσιο του ίδιου προβληματισμού θα γράψει ο ίδιος τον Αύγουστο του 1910: «το ζήτημα δεν μπορεί να μείνη – καθώς ούτε και είναι – γλωσσικό αλλά κοινωνικό, γιαυτό τίποτε δεν θα μπορέσει να κατορθωθεί μέσα στο κράτος χωρίς τη βοήθεια ενός πολιτικού κόμματος». Προτείνει, τέλος, να προσεγγισθεί και να κρατείται ενήμερη η πριγκίπισσα Σοφία και ο διάδοχος Κωνσταντίνος.

Ο κοινωνικός και πολιτικός χαρακτήρας του γλωσσικού ζητήματος είχε ήδη επισημανθεί, πριν από τον Ψυχάρη και τον Σκληρό. «Το γλωσσικό ζήτημα θεωρείται ζήτημα εθνικό», σύμφωνα με τους δημοτικιστές, γιατί το ιδανικό μιας ενιαίας γλώσσας εξακολουθεί να εκφράζει την αποκρυστάλλωση της εθνικής ενότητας μέσα και κυρίως έξω από τα τότε ελληνικά σύνορα.

Η παρέμβαση του Σκληρού, με το έργο του Το κοινωνικό μας ζήτημα, στο διαμορφωμένο εθνικό προβληματισμό των δημοτικιστών συνίσταται κυρίως στην τοποθέτηση του δημοτικιστικού κινήματος μέσα στα πλαίσια των κοινωνικών και όχι των εθνικών αγώνων, εφόσον η γλώσσα, ως πνευματικό αγαθό, γίνεται αντικείμενο συγκρουόμενων κοινωνικών συμφερόντων. Πιστεύει ότι, για να μπορέσει ο δημοτικισμός να επιτύχει τους στόχους του, πρέπει να αποκτήσει συγκεκριμένη κοινωνική βάση και να ταυτιστεί με την τάξη εκείνη της οποίας τα συμφέροντα υπηρετούνται με την υιοθέτηση της δημοτικής, για να μπορέσει μέσα από αυτή να ασκήσει πολιτική πίεση για την επικράτηση του Δημοτικισμού. Έτσι, ο Σκληρός προχωρεί στην ταξικοποίηση και πολιτικοποίηση του γλωσσικού ζητήματος. Τέλος αξιολογώντας τους φορείς του δημοτικισμού γνωρίζει ότι πρόκειται για την πρωτοπορία της αστικής τάξης, για τα «καλύτερα, γνωστότερα, γενναιότερα και μάλλον ενθουσιώδη παιδιά της μπουρζουαζίας μας». Καταλήγει, τελικά, στο συμπέρασμα ότι ο δρόμος της επικράτησης του δημοτικισμού είναι ο δρόμος του σοσιαλισμού. Την ίδια άποψη έχουν και ο Κ. Χατζόπουλος και ο Δ. Γληνός και άλλοι ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Η περιπέτεια του Εθνικού Διχασμού και η στάση του πνευματικού κόσμου της εποχής

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Στοιχεία για δύο εκδηλώσεις του Εθνικού Διχασμού στο Άργος: το «ανάθεμα» και η εξορία του Δ. Βαρδουνιώτη

$
0
0

Στοιχεία για δύο εκδηλώσεις του Εθνικού Διχασμού στο Άργος: το «ανάθεμα» και η εξορία του Δ. Βαρδουνιώτη – Βασίλης Κ. Δωροβίνης, Δικηγόρος – Πολιτικός Επιστήμονας – Ιστορικός.


 

Ελάχιστα είναι τα τεκμήρια για τις εκφάνσεις και εκδηλώσεις του Εθνικού Διχασμού στο Άργος κατά την περίοδο 1915 – 1918. Από το 1913 και μέχρι την αρχή της δεκαετίας του 1920 δεν εκδίδονται, πλέον, τοπικές εφημερίδες στην πόλη, λανθάνουν τοπικές αφηγήσεις με πληρότητα, ενώ ελάχιστες είναι οι προφορικές καταθέσεις που έχουμε εντοπίσει.

Η εισήγηση αναφέρεται σε δύο γεγονότα – ψήγματα εκδηλώσεων του Εθνικού Διχασμού στο Άργος. Από το ένα μέρος στην οργανωμένη «πορεία» των μαθητών του Γυμνασίου Άργους υπό τον Γυμνασιάρχη τους για το «ανάθεμα» κατά του Βενιζέλου, το οποίο οργανώθηκε με πρωτοβουλία του τότε Μητροπολίτη Αργολίδας και αντιβενιζελικών της πόλης και από το άλλο μέρος, στην εξορία, μαζί με άλλους Αργείους, του δικηγόρου και επιφανούς ιστορικού του νεότερου Άργους, Δημητρίου Βαρδουνιώτη, προφανώς καθ’ υπόδειξη φιλοβενιζελικών.

Πρόκειται για δείγματα εμπάθειας, μισαλλοδοξίας και φανατισμού, που κατά τη γνώμη μου πρέπει να ενταχθούν σε σταθερότερο κοινωνικό υπόβαθρο, το οποίο δεν έχει εκλείψει μέχρι σήμερα.

Πρόκειται για τον φατριασμό και τις φατρίες, κοινωνικές σταθερές στη χώρα μας που, ειδικότερα στο Άργος, εκδηλώνονται χαρακτηριστικά και με την αποδοκιμασία του Βενιζέλου τον Μάρτιο του 1912, αλλά και του Π. Τσαλδάρη, το 1936. Ανάλογες εκδηλώσεις σημειώνονται κατά τον πρόσφατο Εμφύλιο, ενώ η σύγκρουση γύρω από τη διατήρηση των Στρατώνων Καποδίστρια, από το 1977, αναδεικνύει και πάλι μορφές μισαλλοδοξίας εκ μέρους των «κατεδαφιστών» τους. Πάντως δεν λείπουν και τα «φωτεινά διαλείμματα», όπως κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 1944 – Ιανουαρίου 1945, με την απελευθέρωση και τη συναινετική διοίκηση της πόλης από την Αριστερά. [1]

 

Το «ανάθεμα» στο Άργος

 

Φαίνεται ότι η πρακτική του αναθέματος για απόρριψη και καταδίκη κάποιου ατόμου ή ατόμων ή συμβόλων είναι παληά και απαντάται και σε άλλες κοινωνίες και λαούς, αν κρίνουμε από το συμβάν στη Μέκκα της Σαουδικής Αραβίας κατά το περσινό εκεί προσκύνημα και την ποδοπάτηση και θανάτωση 2.100 ατόμων που όδευαν προς το τελετουργικό «ανάθεμα» και τη ρίψη λίθων στη θέση, όπου «οι στύλοι του Σατανά».

Το «ανάθεμα» πυρήνα της οργάνωσής του είχε στην Αθήνα, με κύριο άξονα τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο και τους φιλοβασιλικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Αφορμή είχε τον αποκλεισμό του Πειραιά το 1916 από τις δυνάμεις της Αντάντ, την επέμβαση γαλλικού στρατού στην Αθήνα τον Νοέμβριο και τον βομβαρδισμό του κέντρου της. Τούτο εξαγρίωσε τους αντιβενιζελικούς, με αποτέλεσμα να οργανωθεί κύμα τρομοκρατίας κατά των βενιζελικών (επιβεβαιώθηκαν 35 φόνοι, 922 παράνομες φυλακίσεις, 503 περιπτώσεις λεηλασίας και 31 αναστολές κυκλοφορίας εφημερίδων).

Την 12 Δεκεμβρίου 1916 οργανώνεται ογκώδης αντιβενιζελική πορεία. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος μαζί με διαδηλωτές κατευθύνονται στο Πεδίον του Άρεως και αναθεματίζουν τον αποκαλούμενο από τους αντιβενιζελικούς «σατανά» Βενιζέλο, ρίχνοντας πέτρες στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το άγαλμα της Αθηνάς και επαναλαμβάνοντας την κατάρα κατά του Βενιζέλου, όπως την διατύπωσε ο Αρχιεπίσκοπος. Από τις φωτογραφίες της εποχής αναδημοσιεύουμε ορισμένες πολύ χαρακτηριστικές, μαζί με μια γελοιογραφία και τους εξίσου χαρακτηριστικούς τίτλους αντιβενιζελικών εφημερίδων.

 

Φωτογραφίες από το «ανάθεμα» των Αθηνών.

 

Το «ανάθεμα» σε αντιβενιζελικά δημοσιεύματα των Αθηνών.

 

Για το ανάθεμα στο Άργος υπάρχουν δύο κατά πολύ μεταγενέστερες αναφορές, του Τάκη Μαύρου και του Ι. Ε. Ζεγκίνη (το 1977 και το 1996 αντίστοιχα). [2] Ημερομηνία αναφέρει μόνον ο Ζεγκίνης, την 12η Δεκεμβρίου 1916, σημειώνοντας ότι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την προεδρία του Θεοκλήτου, οργάνωσε το «ανάθεμα» για όλη τη χώρα (εννοείται την «Παλαιά Ελλάδα»). Έτσι, με άμαξα έφθασε στο Άργος ο τότε Μητροπολίτης Αργολίδας Αθανάσιος (σύμφωνα και με τη μαρτυρία του Τ. Μαύρου) και η ρίψη λίθων έγινε στο τότε ακάλυπτο δημοτικό οικόπεδο, όπου, στη δεκαετία του 1950, ανεγέρθηκε το κτίριο του Ο.Τ.Ε. Ο Τ. Μαύρος αναφέρει ότι ο Μητροπολίτης είχε αναθέσει ειδικότερα την οργάνωση του αναθέματος στον Παπαμπόμπο, ο οποίος όμως, ευσχήμως αποσύρθηκε και την οργάνωση ανέλαβε ο ιερέας Δημ. Γεωργόπουλος. Κατά τον Ζεγκίνη, όμως, ο Μητροπολίτης συνοδευόταν από τον ιερέα Αρβανίτη (γνωστό για τον αντιβενιζελισμό του) και φθάνοντας στο τόπο του αναθέματος δήλωσε: «Ο Εφιάλτης επρόδωσεν την πατρίδα του. Ο Ιούδας επρόδωσεν τον Θεόν του. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επρόδωσεν και την πατρίδα του και τον Θεόν του. Ανάθεμα!».

Οι παριστάμενοι φωνάζοντας καθένας «Ανάθεμα!» έριχναν τις πέτρες. Ο Τ. Μαύρος αναφέρει και ότι τραγουδούσαν ένα εξάστιχο κατά του Βενιζέλου και της «Τριανδρίας» της Θεσσαλονίκης. Επίσης αναφέρει ότι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην «τελετή» ορισμένοι γνωστοί Αργείοι, όπως ο μετέπειτα βιομήχανος Θ. Κατσούλας, ο Θ. Νανόπουλος, ο Δ. Κόλιας, ο Αν. Παναρίτης, ο Π. Βλασταράς, ο μετέπειτα βιομήχανος Ανδρ. Ρόκας, ο Β. Μαρούσης, ο Γιάγκος Μακρής από την Πυργέλα και άλλοι. Ορισμένοι από αυτούς κακοποιήθηκαν.

Ο Γυμνασιάρχης Παπαδιαμαντόπουλος πήρε την πρωτοβουλία και οδήγησε συντεταγμένα τους μαθητές του Γυμνασίου στον τόπο του «αναθέματος», για να συμμετάσχουν στην «τελετή». Δύο όμως από τους μαθητές της τελευταίας τάξης του Γυμνασίου, οι Κώστας Κεραμίδας και Στέφανος Μακρής, βγήκαν από τη σειρά και αρνήθηκαν να ρίξουν πέτρα. Τότε ο Γυμνασιάρχης τους χαστούκισε δημόσια για παραδειγματισμό. Το γεγονός αυτό διασώθηκε προφορικά από τους ίδιους και από άλλους Αργείους, το κατέγραψε δε ο Τ. Μαύρος. Ο Κ. Κεραμίδας σταδιοδρόμησε ως γιατρός – χειρουργός ιδρύοντας την πρώτη ιδιωτική χειρουργική κλινική στο Άργος, ενώ ο Στ. Μακρής ως δικηγόρος, διετέλεσε και Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ναυπλίου.

 

Κώστας Κεραμίδας και Στέφανος Μακρής σε ώριμη ηλικία.

 

Σημειώνουμε ότι ανάλογη μεταχείριση υπέστησαν και άλλοι μαθητές, σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στις «τελετές» του «αναθέματος», όπως ο Κων. Βουδούρης, τελειόφοιτος και αυτός στο Γυμνάσιο Φιλιατρών Ηλείας.

 

Η εξορία του Δημ. Βαρδουνιώτη

 

Ο Δημήτριος Κ. Βαρδουνιώτης υπήρξε επιφανής ιστορικός, ιδίως του νεότερου Άργους, αλλά και διακεκριμένος δικηγόρος, ο πρώτος Έφορος του Μουσείου Άργους, δημοτικός σύμβουλος κατά την ανορθωτική δημαρχία του γιατρού Σπήλιου Καλμούχου και, όπως αποδεικνύεται από την αλληλογραφία προς αυτόν επιφανών ανθρώπων του πνευματικού κόσμου των Αθηνών, που πρόσφατα έφερε σε φως η Σ. Πατούρα, αναγνωρισμένος από αυτούς για την προσωπικότητα και την αξία του. Γεννήθηκε στο Άργος το 1847 και πέθανε στην ίδια πόλη το 1924. Πολύ λίγοι συμπατριώτες του τον συνόδευσαν στην κηδεία του, και το έργο, όπως και το όνομά του, ξεχάστηκαν μέχρι τη δεκαετία του 1980, οπότε ο γράφων τα ανέσυρε από τη λήθη. [3] Μετά τον θάνατό του η οικογένειά του πούλησε τη μεγάλη βιβλιοθήκη και την αλληλογραφία του. Ελάχιστα προσωπικά τεκμήριά του διασώθηκαν στα χέρια απογόνων του, από όπου και κατάφερα να αναπαράγω φωτογραφίες και ένα χειρόγραφό του. Αλλά και αυτά τα ελάχιστα τεκμήριά του χάθηκαν από τους μετέπειτα απογόνους του.

Ορισμένα άλλα τεκμήρια εντόπισα στο αρχείο Τσακόπουλου και τα ενσωμάτωσα στο αρχείο Βαρδουνιώτη, που έχω καταρτίσει, με συλλογή πάρα πολλών άρθρων του για την τοπική ιστορία, που θέλω να ελπίζω ότι, μαζί με την προς αυτόν αλληλογραφία, θα βρουν κάποτε το δρόμο της δημοσίευσής τους.

Από όλο το υλικό αυτό νομίζω ότι καταγράφεται, με αδρές γραμμές, η προσωπικότητα Βαρδουνιώτη: άνθρωπος ακέραιος, βαθυστόχαστος, άκρως μελετηρός και εργατικός (βρήκα ότι είχε σφραγίδα, με τη λατινική λέξη «LABOREMUS» (=να εργαζόμαστε), με την οποία σφράγιζε τα γραπτά του. Διασταυρώνοντας συχνά ιστορικές αναφορές του, δεν έχω εντοπίσει ανακρίβειες ή παρερμηνείες.

Η όλη του πορεία ως πολίτη θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί με σημερινούς όρους κατ’ ουσία προοδευτική, ανεξάρτητα από την κατ’ ιδίαν στάση του απέναντι σε κόμματα και κομματικές αντιπαραθέσεις. Πορεία προοδευτική στην κοίτη της πάλαι ποτέ αστικής προοδευτικότητας, μιας αστικής αντίληψης που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε στη χώρα μας, απ’ όπου και η νεκρανάσταση ενός λαϊκισμού της εποχής του παλαιοκομματισμού του τέλους του 19ου αιώνα. Με βάση αυτή την εκδοχή, νομίζω ότι είναι δυνατό να εξηγηθεί η αποχώρησή του από τον σύλλογο «Δαναός» και τη θέση του ως αντιπροέδρου του, αλλά και η ίδρυση του συλλόγου «Ίναχος», με την ομώνυμη εφημερίδα που κυκλοφόρησε.

 

Ο Βαρδουνιώτης φοιτητής, σε ώριμη και προχωρημένη ηλικία.

 

Για το θέμα που μας ενδιαφέρει σήμερα θεωρώ ότι χρήσιμο είναι να γίνουν ορισμένες διευκρινήσεις. Δεδομένου ότι, όπως είπαμε, παύει η κυκλοφορία τοπικών εφημερίδων του Άργους από το 1913, δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε αντιλήψεις και θέσεις του Βαρδουνιώτη στην κρίσιμη περίοδο του Εθνικού Διχασμού, ενώ λανθάνουν κατά το ίδιο διάστημα εφημερίδες του Ναυπλίου, με το μακροβιότατο «Σύνταγμα» να λείπει και αυτό στην ίδια περίοδο από κάθε βιβλιοθήκη, τοπική και κεντρική.

Είναι όμως, σημαντικό ένα από τα τελευταία δημοσιεύματα (μήπως το τελευταίο του;), ακριβώς στην εφημερίδα «Σύνταγμα» της 13ης Νοεμβρίου 1912. Υπογράφει με τα πασίγνωστα αρχικά του («Δ.Κ.Β.») και τιτλοφορεί το άρθρο του «Η πλατεία Συντάγματος». Αφορμή για το άρθρο είναι η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ναυπλίου να μετονομασθεί η πλατεία Συντάγματος σε… «Πλατεία Κωνσταντίνου του Ελευθερωτού», προς τιμήν του τότε διαδόχου και μετέπειτα βασιλιά Κωνσταντίνου. Με διπλωματικότητα αναγνωρίζει ότι ο διάδοχος πρέπει να τιμηθεί στο Ναύπλιο, προτείνοντας μάλιστα και εναλλακτική λύση, την άλλοτε οδόν «Όθωνος». Όμως, τονίζει, τα ιστορικά και ένδοξα μέρη αξιώνουν μείζονα σεβασμό από τον λαό και τα ονόματά τους πρέπει να διατηρούνται ανέπαφα. Έτσι, προβαίνει σε ανασκόπηση της ιστορίας της πλατείας Συντάγματος, με ιδιαίτερη έμφαση στις επαναστάσεις του 1843 (οπότε και πήρε το όνομά της) και του 1862. Και τελειώνει το άρθρο του με τα εξής: «Άφετέ την εις την ησυχίαν και τας ιστορικάς αναμνήσεις της, εξ ων είναι κατάφορτος. Συμβολίζει όλην την ιστορίαν του Ναυπλίου και μη την θίγετε».

Είναι πιθανό το άρθρο αυτό να συνέβαλε, τελικά, στην αποτροπή της μετονομασίας και, πάντως, η όλη επιχειρηματολογία του φανερώνει άνθρωπο αφανάτιστο, που όποια γνώμη κι αν είχε περί βασιλείας και διαδόχου, δεν έκανε καμία υποχώρηση σε καίρια θέματα.

Ο Βενιζέλος επιστρέφει στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 1917 και προβαίνει στη λήψη «αντιμέτρων»: κηρύσσεται έκπτωτος ο Μητροπολίτης Θεόκλητος και όσοι είχαν πρωτοστατήσει στο ανάθεμα, αίρεται η ισοβιότητα των δικαστών και η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και ακολουθούν δεκάδες απολύσεις τους. Από το τέλος εκείνου του έτους λαμβάνεται και το μέτρο της εσωτερικής εξορίας αντιβενιζελικών «στοιχείων». Από το λογοτεχνίζον «Κριτικό σημείωμα» του Γεωργίου Λογοθέτη «Δημήτριος Βαρδουνιώτης» το οποίο προκάλεσε και σφοδρή κριτική, απάντησή του και ανταπάντηση, [4] πληροφορούμαστε, για πρώτη φορά, ότι ο Βαρδουνιώτης, με άλλους Αργείους, εξορίστηκε στη Μυτιλήνη, τον χειμώνα του 1918, και ότι παρέμεινε εξόριστος για πολλούς μήνες. [5]

Η πληροφορία ελέγχεται, πλέον, ως μερικά ανακριβής και είναι απορίας άξιο πώς ο Λογοθέτης, μόλις τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του Βαρδουνιώτη, προέβη σε τέτοιαν ανακρίβεια. Από την προς Βαρδουνιώτη αλληλογραφία σε ταχυδρομικά δελτάρια, τα περισσότερα από τα οποία φέρουν την επιγραφή «Στρατιωτική ΤαχυδρομικήΥπηρεσία» και είναι υπό λογοκρισία, προφανώς διότι απευθύνονταν σε εξόριστους, παρακολουθούμε όλη την πορεία της εξορίας του Βαρδουνιώτη και είμαστε σε θέση να την ανασυστήσουμε. Έτσι, από ταχυδρομικό δελτάριο με δυσανάγνωστη υπογραφή, που φεύγει από την Αθήνα στις 11/2/1918 και το λαμβάνει ο Βαρδουνιώτης στις 21/2/1918 (όπως υποσημείωνε με συστηματικότητα στις επιστολές που λάμβανε, με την επιπλέον σημείωση, πότε ο ίδιος απάντησε…) μαθαίνουμε ότι, μαζί με αυτόν είχαν εξοριστεί στη Χίο, αρχικά (και όχι στη Μυτιλήνη, όπως γράφει ο Λογοθέτης), εκτός από τον ίδιο και οι αδελφοί Μπόμπου, ο Μπηλιαράς, ο γυμνασιάρχης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Παπαμιχαλόπουλος και ο Σαραβάκος.

Στις 27 Φεβρουαρίου γράφει ο Βαρδουνιώτης στον Τάσο Τσακόπουλο, που βρισκόταν στις Σπέτσες, ότι βρίσκεται στη Μυτιλήνη, όπου μεταφέρθηκαν την προηγουμένη και κατοικούν στο ξενοδοχείο… «Γαλλίας» (να υποθέσουμε ιδιοκτησίας βενιζελικών;…) και ότι του είχε γράψει από την Χίο, όπου προφανώς τους είχαν αρχικά μεταφέρει. Γράφει : «Είμαι εντελώς καλά, ευχόμενος να είσαι και συ» (αυτά μήπως λόγω λογοκρισίας;).

Μετά ένα μήνα, στις 27 Μαρτίου, ο Βαρδουνιώτης έχει επιστρέψει στην Αθήνα και στέλνει δελτάριο στη γυναίκα του Καλλιόπη, στο Άργος, λέγοντας ότι έλαβε μέσω του φίλου του Τάσου Στεργίου 300 δραχμές, το ρολόι του και άλλα αντικείμενα (πράγμα που δημιουργεί υπόνοιες για το εσπευσμένο της προφανούς σύλληψης και εξορίας του). Την βεβαιώνει ότι είναι καλά στην υγεία και γράφει υπαινικτικά ότι «Το ζήτημα ακόμα δεν ελύθη. Αύριον περιμένω τον φίλον κ. Τομπάζην».

Στο τέλος Μαρτίου (αλλά με ημερομηνία 15/3ου) στέλνεται από τη Χίο και ταχυδρομείται από τη Μυτιλήνη δελτάριο προς τον Βαρδουνιώτη με μία υπογραφή δυσανάγνωστη και με δεύτερη του Κ. Τσίγκου. Απευθύνεται στην διεύθυνση του ξενοδοχείου «Η Γαλλία», η οποία έχει διορθωθεί με την ένδειξη «Ξενοδοχείον Όλγας, Αθήναι», όπου το παραλαμβάνει ο Βαρδουνιώτης.

Τέλος με δελτάριο και με ένδειξη διεύθυνσης του Βαρδουνιώτη το ξενοδοχείο «Θεσσαλονίκη», στην οδό Αιόλου στην Αθήνα, ο Τσακόπουλος του εκφράζει τη χαρά του, γράφοντας ότι… «θα τραβήξω μεθύσι εις την υγείαν σου με κρασί Αιγινήτικο, 2-3 λάβρακας για μεζέ κλπ», προσθέτοντας ότι δεν ήξερε ότι είχε ασθενήσει ούτε και γνώριζε κάτι για την νόσο του, ενώ του είχε ήδη στείλει 6-7 δελτάρια (δεν μπόρεσα να τα συμβουλευθώ, αν βέβαια τυχόν διατηρούνται). Η ημερομηνία που φέρει το δελτάριο είναι η 24η Μαρτίου.

Στην αλληλογραφία προς Βαρδουνιώτη εντοπίζεται σύντομο γράμμα με την υπογραφή Κ. Ορλάνδος, με ημερομηνία 2/11/1920 και την προαγγελία «Ζήτω ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος – Χριστός Ανέστη», όταν ο Βαρδουνιώτης είναι βέβαια, στο Άργος. Του στέλνονται ευχές, κυρίως «επί τη απελευθερώσει μας εκ της τυραννίας» και για την ονομαστική εορτή του και διαβιβάζονται ευχές και στους άλλους Αργείους που ήταν συνεξόριστοι στη Χίο. Η προσφώνηση γίνεται προς τον «Σεβαστό κο Δημητράκη» και το γράμμα κλείνει με το «Σας προσκυνώ με άπειρον σεβασμόν και αγάπην». Όλα αυτά, μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου και δύο χρόνια πριν την καταστροφή του μικρασιατικού Ελληνισμού.

Από τα συναισθήματα ενός για πολύ μικρό διάστημα συνεξόριστου του Βαρδουνιώτη είναι επιτρεπτό να συμπεράνουμε κάτι ανάλογο για τον ίδιο; Νομίζω ότι θα επρόκειτο για καταχρηστική μεταφορά. Παραμένει, έτσι κι αλλιώς, μια «γκρίζα ζώνη» στη ζωή του, από το 1913 μέχρι και τον θάνατό του.

 

Αναλογίες…

 

Στις 5 Μαρτίου 1912 ο Ελ. Βενιζέλος, μετά από μια θριαμβευτική περιοδεία στην Πελοπόννησο, έφθασε για επίσκεψη στο Άργος. Ο τοπικός παλαιοκομματικός βουλευτής Γεώρ. Καρπετόπουλος (υπάρχει και δρόμος με το όνομά του στην πόλη…) οργανώνει αποδοκιμασία του με έκτροπα και τραμπουκισμούς την εποχή της ανόρθωσης του κράτους από την κυβέρνηση. Δύο μέρες πριν, το τοπικό φύλλο προαναγγέλλει κατά κάποιον τρόπο, τι πρόκειται να συμβεί, και στο αμέσως επόμενο περιγράφονται παραμορφωτικά τα γεγονότα και η ευθύνη των εκτρόπων αποδίδεται… στον Βενιζέλο. Τριάντα έξι χρόνια αργότερα, Αθηναίος δημοσιογράφος δίνει στα «Νέα» ακριβή περιγραφή των γεγονότων, για να καταλήξει με τη σκηνή της επιβίβασης του Βενιζέλου σε αμαξοστοιχία και τον Καρπετόπουλο, «ιππαστί» στους ώμους οπαδού του να μουντζώνει τον Βενιζέλο… [6]

Στις 17 Ιανουαρίου 1936 ο Παναγής Τσαλδάρης, αρχηγός του Λαϊκού κόμματος και υποψήφιος βουλευτής Αργολιδοκορινθίας, επισκέπτεται το Άργος και ο μέχρι πρόσφατα κομματάρχης του στο Άργος Π. Μπόμπος, που είχε συγκρουστεί μαζί του, οργανώνει αποδοκιμασία του στην πόλη. Ακολουθούν βίαιες συγκρούσεις. Η όλη κατάσταση περιγράφεται με αντικειμενικότητα από την τοπική εφημερίδα «Ασπίς» (19/1/1936), που κατά τα άλλα ήταν προσκείμενη στη βενιζελική παράταξη.

Το 1977 ο Δήμος Άργους σπεύδει να εξοφλήσει το τίμημα αγοράς του κτιρίου των Στρατώνων Καποδίστρια, ώστε κατά τη σχετική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, πρώτα να τους κατεδαφίσει και μετά να προγραμματίσει τι θα οικοδομηθεί στη θέση τους (το «σχέδιο» τότε ήταν να ανεγερθεί πολυώροφο γκαράζ με προκήπιο). Η μάχη που δόθηκε επί μία δεκαετία μεταξύ του καλλιεργημένου στρώματος της αργειακής κοινωνίας και των «κατεδαφιστών» ανέδειξε, για άλλη μια φορά, τη σημασία του φατριασμού, μικρό δείγμα του οποίου προβάλλεται στην εκδήλωση, μέσα από δεκάδες και εκατοντάδες δημοσιεύματα.

Πρόκειται, συνολικά, για κατά καιρούς εκφάνσεις και εκδηλώσεις φατριαστικού πνεύματος, που επιδεικνύουν συντεθειμένες φατρίες. Η δυναμική τους ξεφεύγει από αρχικές ιδέες και ιδεολογίες και καταλήγει σε συμπεριφορές που παρουσιάζουν εκπληκτική ομοιότητα, ομόλογη βέβαια με το πολιτισμικό επίπεδο της κοινωνίας σε κάθε συγκεκριμένη περίοδο. Κύριο γνώρισμα φατριαστικών συμπεριφορών είναι η ακράδαντη βεβαιότητα για την ορθότητα και το «δίκιο» της φατρίας, η ύφανση εσωτερικών δεσμών με τρόπο απαράλλακτο, ώστε κάθε τυχόν «παρέκκλιση» να θεωρείται «προδοτική» – όπως συχνά προδότες θεωρούνται και οι αντίπαλοι ή εχθροί του κόμματος, του έθνους, της πόλης κλπ. Έπειτα, η αρχή «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» αποτελεί μόνιμη μεθοδολογία στην πράξη.

Νομίζω ότι η παρούσα αναφορά σε δύο εκφάνσεις του Εθνικού Διχασμού στο Άργος, το 1916-1918, επιβεβαιώνει το συμπέρασμα στο οποίο καταλήξαμε.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Για την πολιτισμική και κοινωνική σύγκρουση γύρω από τους Στρατώνες Καποδίστρια βλέπε δύο μελέτες μου «Στρατώνες Καποδίστρια στο Άργος: ιστορία και πολιτιστική μάχη», στο περιοδικό Αρχιτεκτονικά Θέματα, τεύχος 13, 1979 και «Μια εύγλωττη σύγκρουση: Στρατώνες Καποδίστρια στο Άργος, κράτος, δήμος, κόμματα, φορείς και πολίτες» στον συλλογικό τόμο Το οικολογικό κίνημα στη Ελλάδα, εκδόσεις Μετά τη βροχή, (1987). Οι μελέτες κυκλοφόρησαν πρόσφατα στο διαδίκτυο, στον ιστότοπο της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού. Για τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1944 βλέπε σχετικό άρθρο μου στα Ενθέματα της Αυγής, 14 Δεκεμβρίου 2014, σ. 42-43.

[2] Άρθρο του Μαύρου, Τ. με το ψευδώνυμο «Ο Γείτων», στην εφημερίδα Αναγέννηση, της 17/12/1977 – αναδημοσίευση από την εφημερίδα Αργολικά, της 5/11/2011 – και αναφορά του Ζεγκίνη, Ι. στην 3η έκδοση του, Το Άργος δια μέσου των αιώνων, σ. 403-404.

[3] Ξεκίνησα από το απόσπασμα άρθρου του στο Αργολικόν Ημερολόγιον του 1910 (ανατυπώθηκε το 2015) για τους Στρατώνες Καποδίστρια και την ιστορικότητά τους, για να συγκροτήσω σταδιακά αρχείο με έργα του, βιογραφικά του, για τη δράση του, με αναφορές άλλων σε αυτόν. Για πρώτη φορά το 1979, με δύο άρθρα μου στην τοπική Αναγέννηση, 6 και 25/10/1979, έδωσα στοιχεία για το έργο και τη ζωή του, ενώ τον Φεβρουάριο 1980, στο εντευκτήριο του Πολιτιστικού Ομίλου Άργους, έκαμα εισήγηση γι’ αυτόν (με μαγνητοφωνημένη μαρτυρία του Σπ. Παναγιωτόπουλου). Τον Μάιο του ίδιου έτους διάβασα σχετική ανακοίνωση στο Β΄ Διεθνές Συνέδριο Πελοποννησιακών Σπουδών, στην Πάτρα. Τέλος, στις 31/3/1984 η Αργολική Οικολογική Εταιρεία με ομιλητή τον γράφοντα, οργάνωσε στην αίθουσα του «Δαναού», στο Άργος, φιλολογικό μνημόσυνο για τον Βαρδουνιώτη, με την συμπλήρωση 60 χρόνων από τον θάνατό του. Στην εκδήλωση ήταν απόν όλο το Διοικητικό Συμβούλιο του «Δαναού», πλην ενός μέλους, του μακαρίτη Μίμη Σταθόπουλου. Έκτοτε με πλήθος άρθρων μου στον τοπικό Τύπο, φρόντισα να μην χαθεί ο Βαρδουνιώτης από την τοπική μνήμη, βεβαίως από όσους την συντηρούν. Σημειώνω ότι το κείμενό του για την Πλατεία Συντάγματος στο Ναύπλιο το αναδημοσίευσα, με εκτενή εισαγωγή μου, στο ναυπλιώτικο περιοδικό: Απόπειρα Λόγου και Τέχνης, τεύχος 3, Άνοιξη 1992.

[4] Φυλλάδιο που εκδόθηκε στην Αθήνα, το 1928. Η έκδοσή του προκάλεσε «Σκέψεις επί ενός κριτικού σημειώματος», με, αντί υπογραφής το λατινικό γράμμα “W”, στην εφημερίδα Αγροτική Αργολίς, φύλλο 74, 1/4/1928. Ο Λογοθέτης απάντησε με επιστολή του στο επόμενο φύλλο στις 7/4/1928, στην οποία δόθηκε μακροσκελής απάντηση στις 15/4/1928, σ. 3, «Επί του γνωστού σημειώματος», με υπογραφή πάλι “W”.

[5] Ο Αργείος λογοτέχνης Σπύρος Παναγιωτόπουλος δημοσίευσε το 1960, στην ετήσια έκδοση Φιλολογική Πρωτοχρονιά, κριτικό σημείωμα και αναμνήσεις του για τον Βαρδουνιώτη, υπό τον τίτλο «Δ. Βαρδουνιώτης, ο ιστορικός – η ζωή και το έργο του». Για την εξορία του Βαρδουνιώτη σημειώνει: «Θαυμαστής του Βενιζέλου δεν ήτανε ποτέ, μα και δεν τον μάχονταν, ως τη στιγμή που ήρθε σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο. Τότε ξύπνησε μέσα του κατά τρόπον ανεξήγητο μία εριστική διάθεση, που του άλλαξε τον χαρακτήρα, την ίδια του τη Μοίρα. Παράτησε τα γραψίματα και τις μελέτες, παραμέλησε το επάγγελμά του και άρχισε να ανακατεύεται με τους φανατικούς βασιλόφρονες, να παίρνει μέρος σε θυελλώδεις συζητήσεις, να «βυσσοδομεί» κατά του «μισθάρνου οργάνου της Αντάντ» όπως αποκαλούσε τον ήρωα του Θερίσσου. Έγινε ηγετική μορφή στους κύκλους των «επιστράτων» του Άργους – και κατά κάποιο τρόπο, όργανό τους. «Αυτό του στοίχισε την εκτόπισή του σ’ ένα νησί. Έζησε εκεί πικρές μέρες και μαύρες νύκτες, ανάμεσα σε ομόφρονές του που δεν είχαν τίποτ’ άλλο να του προσφέρουν, παρά τις ατέλειωτες συζητήσεις για τη φρικτή απομόνωσή τους και τις αχνές ελπίδες μιας σκληρής εκδίκησης […]».

«Μέρα με τη μέρα μαραινότανε σαν ένα δενδρί που δεν ποτίζεται, που μήτε της νυκτερινής δροσιάς την παρηγοριά δεν έχει. Καθώς του ’λειψε η καλή τροφή και η στοιχειωδέστατη περίθαλψη, αρρώστησε. Πάλεψε με τον θάνατο κάμποσα μερόνυκτα κ’επί τέλους σώθηκε. Μα είχε καταντήσει αγνώριστος. Η αρρώστια τον απογέρασε, τον έκανε να σταφιδιάσει. Όταν τερματίστηκε η εκτόπιση και ξαναγύρισε στο Άργος ήταν ένα κουρέλι […]».

Όσα γράφει ο Παναγιωτόπουλος για την υγεία και με όσα συνεχίζει για την πλήρη κατάπτωση του Βαρδουνιώτη μπορούν να ελεγχθούν ως υπερβολικά, δεδομένου ότι η εκτόπισή του δεν ξεπέρασε τους δύο μήνες, διέμενε σε ξενοδοχείο και προφανώς σιτιζόταν κανονικά. Αλλά προφανώς περιγράφει αξιόπιστα την ανάμειξή του στο αντιβενιζελικό «στράτοπεδο» του Άργους, αφού εκεί ζούσε τότε ο ίδιος ο Παναγιωτόπουλος. Και δεν έχουμε λόγους να αμφισβητούμε την επιρροή της σύντομης εξορίας στον ψυχισμό του Βαρδουνιώτη, αλλά και οπωσδήποτε ότι συνέβη κλονισμός της σωματικής υγείας του κατ’ αυτή. Τέλος, από τις πληροφορίες που συνάγουμε μέσα από τα ταχυδρομικά δελτάρια, καταλήγουμε ότι η λήξη

της εξορίας του Βαρδουνιώτη θα πρέπει να οφείλεται σε ευνοϊκή παρέμβαση παραγόντων των Αθηνών και ίσως και πνευματικών ανθρώπων, με τους οποίους διατηρούσε επαφή.

[6] «Άργος» της 11/3/1912 και η περιγραφή του Ζαρίφη, N. στα Νέα της 25/8/1948 – με εισαγωγή μου. Την αναδημοσίευσα στα Αργολικά της 26/11/2011.

 

Βασίλης Κ. Δωροβίνης

Δικηγόρος – Πολιτικός Επιστήμονας – Ιστορικός

1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.

 

Δυνατότητα ανάγνωσης του κειμένου σε μορφή pdf, στον σύνδεσμο: Στοιχεία για δύο εκδηλώσεις του Εθνικού Διχασμού στο Άργος

 

 Διαβάστε ακόμη:

 

Εθνικός Διχασμός 1915-1917 – Η «προσχώρηση» των Κυκλάδων. Εντάσεις και διευθετήσεις.

$
0
0

Εθνικός Διχασμός 1915-1917 – Η «προσχώρηση» των Κυκλάδων. Εντάσεις και διευθετήσεις. Κώστας Δανούσης στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.


 

[…] Οι Κυκλάδες καλύπτουν το κεντρικό Αιγαίο και ανάμεσά τους διέρχονταν από αιώνες οι κύριοι θαλασσινοί δρόμοι που οδηγούσαν από τη Δύση στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και τη Σμύρνη. Ας μην ξεχνάμε ότι στους διαύλους της Κέας – Μακρονήσου και Τήνου – Μυκόνου το γερμανικό υποβρύχιο U-73 πόντισε τις νάρκες που έστειλαν στο βυθό τον «Britannic» στις 8/11/1916 (π.η.) και έπληξαν το «Braemar Castle» δύο μέρες αργότερα. Η γεωπολιτική τους θέση ενισχύθηκε μετά την Εκστρατεία της Καλλίπολης και την εγκατάσταση του συμμαχικού προγεφυρώματος στη Μακεδονία. Άμεσα κατελήφθησαν η Μήλος και η Λήμνος, λιμάνια κομβικής σημασίας για τις επιχειρήσεις και τις θαλάσσιες μεταφορές. Ταυτόχρονα οι Σύμμαχοι – με βάση το προηγούμενο της ανθράκευσης παρά τη Δονούσα των γερμανικών καταδρομικών Goeben και Breslau – υποψιάζονταν ότι στις μικρές Κυκλάδες γινόταν με την ανοχή, ή την άμεση συνεργασία, της Ελληνικής Κυβέρνησης τροφοδοσία σε καύσιμα των εχθρικών υποβρυχίων. Τέλος, και ίσως το σημαντικότερο, η Ερμούπολη ήταν κεντρικός σταθμός της Eastern Telegrapf, της Αγγλικής Εταιρείας που διαχειριζόταν το δίκτυο των τηλεγραφικών επικοινωνιών με τη Μέση και Εγγύς Ανατολή, τις Ινδίες και την Ινδοκίνα. Ήταν, λοιπόν, αδύνατον να μην ενδιαφερθούν για τον απόλυτο έλεγχο μιας τόσο κομβικής σημασίας για το Μακεδονικό μέτωπο, αλλά και για την Ανατολική Μεσόγειο, περιοχής. Αντιθέτως μάλιστα, τόσο οι Αγγλικές όσο και Γαλλικές Υπηρεσίες Πληροφοριών είχαν αρκετά νωρίς εγκαταστήσει τα δίκτυά τους στην περιοχή. Εξάλλου η Σύρος ήδη από τις αρχές του 1916 τελούσε υπό την άμεση εποπτεία του Αγγλικού στόλου.

[…] Στη Νάξο, η άρνηση των Απειρανθιτών να αναγνωρίσουν την κυβέρνηση
Θεσσαλονίκης οδήγησε σε αιματηρές εξελίξεις, τα τραγικά γεγονότα οφείλονταν στην
παθολογική εξάρτηση των κατοίκων από τον συμπατριώτη τους Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, την εσφαλμένη εκτίμηση της κατάστασης και την ανελαστικότητα του επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων. Οι ορεσίβιοι και αγέρωχοι εκείνοι Αξιώτες αναγκάστηκαν να υποταχθούν, όταν αντιλήφθηκαν ότι τα όπλα σκοτώνουν!… Επιλογή φωτογραφίας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης πάλι, η οποία ενδιαφερόταν, για την επέκταση του χώρου ελέγχου της και συνακόλουθα για την ενίσχυση των μονάδων στρατού που είχε ήδη συγκροτήσει, κατανόησε πολύ ενωρίς ότι οι συνθήκες για μια επιχείρηση προσεταιρισμού των Κυκλάδων – όπως και άλλων νησιών του Αιγαίου και του Ιονίου – είχαν ωριμάσει. Τα νησιά, ήδη από τον πρώτο συμμαχικό αποκλεισμό της χώρας, που απέβλεπε στον περιορισμό της εισαγωγής καυσίμων και σιτηρών, είχαν έντονα αισθανθεί το φάσμα της πείνας. Εκτός ίσως τα δύο μεγάλα νησιά, την Άνδρο και την Νάξο, όπου θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για κάποια αυτάρκεια, στα υπόλοιπα η επιβίωση εξαρτιόταν άμεσα από τις εισαγωγές. Στην Τήνο, αίφνης, από τα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας τα παραγόμενα δημητριακά δεν κάλυπταν τις τοπικές ανάγκες για περισσότερους από 7 ή 8 μήνες.

Οι τοπικές κοινωνίες ήσαν εξαιρετικά εξωστρεφείς – η θάλασσα συνδέει, δε χωρίζει – και είχαν στενές επαφές με τα κοσμοπολίτικα κέντρα της Ανατολής, όπου διατηρούσαν ισχυρές παροικίες. Π.χ. τα Βουρλά, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, μύριζαν έντονα Νάξο! Μοιραία οι πληθυσμοί τους ανήκαν στην Ελλάδα που τολμούσε να αισιοδοξεί και στις εκλογές των 1910, 1912 και του Μαΐου του 1915 είχαν στηρίξει εγκαρδίως το κόμμα των Φιλελευθέρων, ενώ στις εκλογές του επόμενου Δεκεμβρίου η αποχή υπήρξε ιδιαίτερα μεγάλη. Αυτό βέβαια δε σημαίνει – το απέδειξε εξάλλου το Δημοψήφισμα του 1924 – ότι διαπνέονταν από αντιδυναστικά αισθήματα. Τουναντίον, ιδίως οι καθολικοί των Κυκλάδων, ήσαν προσηλωμένοι στην ιδέα της βασιλείας. 85 χρόνια ελεύθερου βίου ήσαν εκπαιδευμένοι στην ελέω θεού βασιλεία. Στα περισσότερα μάλιστα σπίτια των καθολικών των Κυκλάδων υπήρχαν λιθογραφίες των βασιλιάδων της Ευρώπης, κληρονομιά της Ιεράς Συμμαχίας και της πολιτικής του Πίου του Θ΄ (1846-78). Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι κατά το Δημοψήφισμα του 1924 κατά του βασιλικού θεσμού τάχθηκε ρητά μόνον το ανατολικό τόξο της χώρας, περιοχές δηλαδή που είχαν πρόσφατα απελευθερωθεί…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Εθνικός Διχασμός 1915-1917 – Η «προσχώρηση» των Κυκλάδων…

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Το Πρόσωπο της Προσφυγιάς: Οι μαρτυρίες για τη γενοκτονία των Ποντίων και η κοινότητα των Ποντίων Αργολίδας

$
0
0

 Το Πρόσωπο της Προσφυγιάς: Οι μαρτυρίες για τη γενοκτονία των Ποντίων και η κοινότητα των Ποντίων Αργολίδας – Γεώργιος Κόνδης (Κοινωνιολόγος)


 

Η γενοκτονία υπήρξε πάντα το εργαλείο επιβολής των πιο ακραίων εθνικιστικών επιδιώξεων των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Ολοκληρωτικών τόσο ως προς το θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζουν τον ακραίο τους εθνικισμό, όσο και τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους για να τον επιβάλλουν. Βεβαίως, στη στείρα ιστορική μνήμη που αναπαράγουμε ως άνθρωποι και ως πολίτες, έχει κατασταλάξει ως γενοκτονία το εβραϊκό ολοκαύτωμα από τις χιτλερικές ορδές. Ελάχιστα και ελάχιστοι μπορούν να αναφερθούν στη γενοκτονία των Αρμενίων, των Ελλήνων του Πόντου και της Μ. Ασίας, αλλά και σε σύγχρονες μορφές που αναπαράγουν το ανατριχιαστικό τους αποτέλεσμα ανά τον κόσμο και μάλιστα, σε ότι μας αφορά, προσπάθησαν και προσπαθούν να επιβάλλουν και στην Κύπρο.

Ταυτόχρονα, η άρνηση της οποιασδήποτε αναφοράς στα γεγονότα αυτά από τους ιστορικά υπεύθυνους, αλλά και η δυσκολία αναγνώρισής τους από τη διεθνή κοινότητα, δημιουργεί μια σημαντική δυσπιστία για το σεβασμό του διεθνούς δικαίου και των βασικών δικαιωμάτων του ανθρώπου από την τελευταία. Μόνο ορισμένες χώρες (π.χ. Γαλλία και Καναδάς) έχουν αναγνωρίσει επισήμως τη γενοκτονία των Αρμενίων, ενώ δεν γίνεται λόγος για τον ποντιακό και γενικότερα μικρασιατικό ελληνισμό. Η ίδια «ένοχη συνέργια» που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα στο σφαγιασμό του παλαιστινιακού λαού, στη δήθεν δραστηριοποίηση του διεθνούς παράγοντα για την επίλυση του κυπριακού και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, στηρίχτηκε η φρικιαστική πολιτική εκτοπισμών και σφαγιασμών του παντουρκικού εθνικισμού.

 

Εστίες Ελληνισμού στη Μαύρη θάλασσα.

 Εστίες Ελληνισμού στη Μαύρη θάλασσα. Πηγή: Φωτιάδης Κώστας[1].

 

«…Τη ενόχω συνεργία δυο μεγάλων χριστιανικών Δυνάμεων της Δύσεως, της Γερμανίας και της Αυστρίας κατά τα έτη 1914-1918, εσφάγη υπό των Νεοτούρκων ολόκληρον έθνος το Αρμενικόν και εκατοντάδες χιλιάδες ελλήνων βιαίως απεσπάσθησαν από των εστιών αυτών και απέθανον εν τη εξορία.  Τη ενόχω συνεργία των συμμάχων χριστιανικών Δυνάμεων της Δύσεως κατά τα έτη 1919-1922 το εθνικόν κίνημα των Τούρκων του Μουσταφά Κεμάλ πασά συνεπλήρωσε το έργον των  Νεοτούρκων και κατά εκατοντάδας απηγχονίζοντο οι Έλληνες κληρικοί και πρόκριτοι του Πόντου, εν οις και ο αντιπρόσωπος της μητροπόλεως Τραπεζούντος αείμνηστος Ματθαίος Κωφίδης, ενώ χιλιάδες άλλαι στρατευσίμων νέων κατεδικάζοντο εις τον δια της πείνης και των ταλαιπωριών θάνατον εν τη εξορία. Και επήλθε κατά Αύγουστον του 1922 η Μικρασιατική καταστροφή και επηκολούθησεν εν έτει 1923 η ανταλλαγή των πληθυσμών και η εντεύθεν ερήμωσις Πόντου, Μικράς Ασίας και Θράκης και η καταστροφή ολοκλήρου χριστιανικού πολιτισμού…2

Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος.

Τα λόγια αυτά ανήκουν σε μια από τις σημαντικότερες μορφές του Ποντιακού Ελληνισμού, τον Μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο, ο οποίος  με τη φωτισμένη δράση του είχε αναγνωρισθεί ως ηγετική φυσιογνωμία από τις Τουρκικές ηγεσίες αλλά και τις ρωσικές αρχές (μετέπειτα σοβιετικές), διασώζοντας από τη σφαγή όχι μόνο τους Έλληνες από τη μανία των Τούρκων αλλά και τους ίδιους τους Τούρκους, όταν στις 3 Απριλίου 1916 τα ρωσικά στρατεύματα, στην πλειοψηφία τους αρμένιοι στρατιώτες,  καταλαμβάνουν την Τραπεζούντα.

Σήμερα τα λόγια αυτά έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα για όσους πιστεύουν πως η ιστορική μνήμη είναι η βάση της πολιτισμικής τους ταυτότητας. Κι αυτό όχι για να δημιουργήσουμε νέους εθνικισμούς και διαχωρισμούς μεταξύ των ανθρώπων, αλλά για να αποτρέψουμε τέτοια ενδεχόμενα.  Το γεγονός ότι οι μαρτυρίες αυτές δεν αποτελούν ούτε καν αποστεωμένη γνώση, από αυτή που αδιάκοπα προσφέρει το ελλαδικό σχολείο, αποτελεί ένα άλλο σοβαρότατο πρόβλημα. Ίσως κάποτε ο εκσυγχρονισμός της κοινωνίας μας σταματήσει  να είναι συνώνυμος της αποχαύνωσης και της  συνειδητής παραχάραξης της πολιτισμικής μας ταυτότητας και της ιστορίας μας.

 

1. Ο πολιτισμός του ποντιακού ελληνισμού

 

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τι σημαίνει γενοκτονία και τι καταστροφή ενός πολιτισμού, δεν χρειάζεται να εμπίπτουν τα στοιχεία αυτά στις διατάξεις της σύμβασης του ΟΗΕ (9-12-1948) για το έγκλημα της γενοκτονίας. Ας θυμηθούμε μόνον ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά οργάνωσης, ανάπτυξης και εξέλιξης του ποντιακού ελληνισμού.

Η περιοχή ήταν πάντα ένα σημαντικό σταυροδρόμι τόσο από την άποψη της οικονομίας όσο και της στρατηγικής της θέσης. Ο 19ος αιώνας στάθηκε ο σημαντικότερος για την ανάπτυξη και την ανάδειξη της πολιτισμικής φυσιογνωμίας του Ποντιακού Ελληνισμού και την εξέλιξη του οικονομικού δυναμισμού του. Ο δυναμισμός αυτός προσέφερε ηγετική θέση στους Έλληνες της περιοχής και ταυτόχρονα αποτέλεσε το κυρίαρχο στοιχείο ώστε να επιχειρηθεί η γενοκτονία τους.

Σημαντικά κέντρα πολιτισμού, η Τραπεζούντα, η Κερασούντα, η Σαμσούντα, η Πάφρα και πολλές άλλες, αποτελούσαν σημείο αναφοράς για την οργάνωση και την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, τα Γράμματα και τις Τέχνες, τη μοναστική ζωή και τη γενικότερη παρουσία της ορθοδόξου εκκλησίας σε ολόκληρη τη περιοχή του Πόντου και πέρα από αυτή. Η Παναγία Σουμελά, η πιο γνωστή μονή και η αρχαιότερη ίσως της Τραπεζούντας, συνέδεσε το όνομα και την ιστορία της με αυτή του Ποντιακού Ελληνισμού, ώστε να είναι ακόμα και σήμερα το σημαντικότερο προσκύνημα και το σήμα της πολιτισμικής ταυτότητας των Ποντίων.

 

Η Παναγία Σουμελά.

 

Ιδρύθηκε μάλλον το 10ο αιώνα στο όρος Μελά απ’ όπου αντλεί και το όνομά της (σου Μελά), όταν μεταφέρεται στον Πόντο η εικόνα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Το 1860 χτίζεται το μοναστήρι όπως το γνωρίζουμε σήμερα και οργανώνεται μια θαυμαστή βιβλιοθήκη με εξαιρετικά χειρόγραφα και κειμήλια από την εποχή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ο Κ. Φωτιάδης 3 αναφέρει πως «…από τα 52 ελληνικά χειρόγραφα του εθνογραφικού μουσείου της Άγκυρας…τα 34 προέρχονται από τη μονή της Παναγίας Σουμελά». Ο Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτας (από τα περιστέρια που οδήγησαν τους ασκητές στην τοποθεσία που το έχτισαν), ήταν επίσης ένα σημαντικό μοναστήρι και κέντρο της ποντιακής παράδοσης. Ιδρύθηκε το 752 και απέκτησε μεγάλη φήμη. Η θαυμαστή βιβλιοθήκη του και η δράση του γενικότερα ως προς τα γράμματα και τη φιλόπτωχη βοήθεια που προσέφερε, το έκαναν αγαπητό και σεβαστό σε χριστιανούς και μουσουλμάνους.

 

Η Ιερά μονή Αγίου Γεωργίου Περιστερά ή Περιστερεώτα βρίσκεται σε απόσταση 28 χλμ. από την Τραπεζούντα και είναι χτισμένη στην κορυφή απότομου βράχου, στην πλαγιά του όρους Πυργί Γαλίαινας Ματσούκας, σε υψόμετρο 1.210 μέτρων.

 

Τέλος, ένα τρίτο σημαντικό κέντρο της ορθοδοξίας και του ποντιακού πολιτισμού αποτελούσε η μονή του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνος (από την περιοχή Βαζελών) που ιδρύθηκε το 270 μ.Χ και έγινε γνωστή επίσης για τα πολύτιμα αρχεία της και τις δραστηριότητές της.

 

Άγιος Ιωάννης Βαζελώνος. (Φωτ.: IHA)

 

Ταυτόχρονα, σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα ιδρύονται και λειτουργούν, ενώ από το 1856 και μετά, λόγω των ελευθεριών που εγκαινιάζονται με το Χάτι-Χουμαγιούν, τα ιδρύματα αυτά πολλαπλασιάζονται και γνωρίζουν μια εξαιρετική άνθηση. Για πρώτη φορά, εκτός εκκλησιαστικών εκπαιδευτικών μηχανισμών, ιδρύεται το περίφημο «Φροντιστήριον Τραπεζούντος» το 1682 και το 1722 το «Φροντιστήριον Αργυρουπόλεως». Τα δυο ιδρύματα γνωρίζουν μια εξαιρετική ανάπτυξη το 19ο αιώνα και μέχρι το 1922, οπότε και η καταστροφή του ελληνισμού ολοκληρώνεται. Μέχρι τότε, την ίδρυση και εξέλιξη των σχολείων στον Πόντο ακολουθεί και η στελέχωσή τους με δασκάλους από την Ελλάδα. Στο τέλος του 19ου αιώνα ο συνολικός αριθμός των μαθητών ξεπερνά τις 50 χιλιάδες οι οποίοι κατανέμονται σε 1000-1200 σχολεία, ενώ ο αριθμός των εκπαιδευτικών που τα στελεχώνουν φτάνει του 1.500 4.

 

Το Ελληνικόν Φροντιστήριον Τραπεζούντος, ή «Φάρος της Ανατολής» όπως χαρακτηρίστηκε, ήταν σχολείο της ελληνικής ομογένειας της Τραπεζούντας.

 

 

Δεκάδες είναι επίσης οι εφημερίδες που εκδίδονται και τα βιβλία, ενώ το θέατρο και η παραδοσιακή μουσική αποτελούν σημαντικούς τομείς πολιτισμικής δραστηριότητας.

Οικία Θεοφυλάκτου.

Η μεγάλη άνθιση του ποντιακού πολιτισμού δεν είναι ένα αυτόνομο συγκυριακό φαινόμενο, αλλά παράλληλη διαδικασία της εξαιρετικής οικονομικής ευρωστίας και του δυναμισμού που χαρακτηρίζει το ελληνικό στοιχείο της περιοχής. Ίσως η σημαντικότερη απόδειξη του δυναμισμού αυτού, να είναι ο σχεδόν απόλυτος έλεγχος του τραπεζικού κεφαλαίου από επιφανείς εκπροσώπους του Ποντιακού Ελληνισμού όπως ο Γ. Καπαγιαννίδης, ο Α. Θεοφύλακτος και οι αδελφοί Φωστηρόπουλοι.

Μία κυρίαρχη θέση στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, ένας σημαντικός αγροτικός τομέας και οι τραπεζικές δυνατότητες θα δημιουργήσουν ένα ισχυρότατο οικονομικό πόλο στην περιοχή. Η Τραπεζούντα αναδεικνύεται  σε μεγάλο εμπορικό και τραπεζικό κέντρο, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1829-1869 κατά την οποία διακινεί το 40% του περσικού εμπορίου και μεγάλο μέρος εμπορευμάτων από την Ασία προς την Ευρώπη και το αντίστροφο 5. Η Αμισσός και η Πάφρα αποτελούσαν επίσης, γύρω στο 1900, σημαντικά κέντρα παραγωγής και διακίνησης αγροτικών προϊόντων και ιδιαίτερα εκλεκτής ποιότητας καπνό αλλά και βαμβάκι, δέρματα, κλπ. Το 1896 από τις 214 επιχειρήσεις της πόλης οι 156 ήταν ελληνικές 6.

 

Μεταφορά καπνών της Πάφρας με καραβάνι το 1913.

 

Τέλος, η Κερασούντα εξελίσσεται σε σημαντικό εμπορικό λιμάνι και ιδιαίτερα στο εμπόριο των φουντουκιών που παράγονται στην ενδοχώρα και τα διακινεί με τα ιστιοφόρα της 7. Από το εμπόριο αυτό κατακτά και το χαρακτηρισμό της φουντουκόπολης. Να πως περιγράφει ο Θ. Παπαθεοδωρίδης την εμπορική αυτή κίνηση : «Κατέβαινα κάθε Φθινόπωρο (1900-1906) με το άνοιγμα των σχολείων από το χωριό μου τα Κοτύλια στην Κερασούντα για σπουδές. Ακολουθώντας το δημόσιο δρόμο (ντερέ-γιολού) εθαύμαζα τον ογκώδη ρουν του ποταμού Ακσού ορμητικού και θορυβώδους… Τέσσερις φορές άλλαζα όχθες με τις ισάριθμες τοξοειδείς πέτρινες γέφυρές του. (…) Κίνηση μεγάλη είχε ο δρόμος από ανθρώπους και καραβάνια φορτηγών ζώων προ παντός ημιόνων που άλλα φορτωμένα μετέφεραν το φουντούκι στην αγορά της φουντουκόπολης εκείνης Κερασούντας και άλλα αντίθετα επέστρεφαν στα χωριά τους για να μεταφέρουν κι’ άλλα» 8.

 

  1. Η γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού

 

Η δυναμικότητα του Ποντιακού Ελληνισμού χαρακτηριζόταν από τη διαρκή αυξητική τάση στο επίπεδο της οικονομίας αλλά και του πληθυσμιακού δυναμικού. Ο δυναμισμός αυτός δεν μπορούσε φυσικά να εξελίσσεται και να παραμένει ανενόχλητος σ’ ένα διεθνές περιβάλλον όπου τα σύννεφα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου πλησίαζαν απειλητικά και ενδυνάμωναν τον τουρκικό εθνικισμό. Ήδη με την επανάσταση των Νεοτούρκων (1908) και τη δημιουργία του κόμματος «Ένωση και Πρόοδος», δηλωνόταν ρητά η στρατηγική του εκτουρκισμού δια της βίας και με την οργάνωσή της από το επίσημο κράτος. Οι εκκαθαρίσεις έπρεπε να μετατρέψουν το νέο εθνικό κράτος σε αμιγώς τουρκικό τόσο ως προς τη φυλετική εθνολογική του σύνθεση, όσο και ως προς τη γλώσσα.

Ορισμένα σημαντικά γεγονότα ενισχύουν τις ακραίες εθνικιστικές τάσεις των νεοτούρκων και επισπεύδουν τις στρατηγικές εκκαθαρίσεων των μειονοτήτων. Πολύ συνοπτικά μπορούμε να πούμε πως τα κυριότερα γεγονότα ήταν τα εξής :

  • η σταδιακή παρακμή της οθωμανικής εξουσίας
  • η Αλβανική επανάσταση του 1910-12 που κατέληξε στην αυτονομία της Αλβανίας
  • η κατάληψη των Δωδεκανήσων από την Ιταλία (1912)
  • η απώλεια της Λιβύης (1912)
  • η στρατιωτική ήττα στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο (1912-13)
  • ο έλεγχος σημαντικών τομέων της οικονομίας από Έλληνες και Αρμενίους δεν επέτρεπε τη διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου. Η Γερμανία για να παρακάμψει τα εμπόδια αυτά υποδαύλισε και οργάνωσε πλήρως το νεοτουρκικό εθνικισμό εφοδιάζοντάς τον ιδεολογικά (παντουρκισμός) και σχεδιάζοντας βήμα προς βήμα τις γενοκτονίες των Αρμενίων και των Ποντίων. Το 1915, προκειμένου να ελεγχθεί και να διαλυθεί στη συνέχεια κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα ελεγχόμενη από τις μειονότητες ιδρύεται στη Σμύρνη μουσουλμανική εταιρεία στην οποία ανατίθεται ο μονοπωλιακός έλεγχος των εμπορικών δραστηριοτήτων (εισαγωγές-εξαγωγές). Καμία οικονομική δραστηριότητα δεν μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την άδειά της 9.

 

Χιλιάδες ελλήνων εκτοπίστηκαν από τα παράλια προς την ενδοχώρα και υπέκυψαν στις κακουχίες.

 

Οι Γερμανοί στρατιωτικοί σύμβουλοι επιτηρούν τη σωστή τήρηση των σταδίων της γενοκτονίας Ελλήνων και Αρμενίων, με πρώτο και καλύτερο τον στρατηγό Λίμαν φον Σάντερς, υπεύθυνο για την αναδιοργάνωση του τουρκικού στρατού από το 1913 και καθοδηγητής της νεοτουρκικής ηγεσίας στους σφαγιασμούς: Εμβέρ πασάς, Ταλαάτ και Τζεμάλ πασάς. Στα τέλη του 1913 επιτυγχάνεται η βίαιη εκδίωξη των Ελλήνων της ανατολικής Θράκης και από το Μάιο του 1914 αρχίζει, με την καθοδήγηση των γερμανών, η βίαιη εκδίωξη των Ελλήνων της δυτικής Μ. Ασίας. Περισσότεροι από 130.000 Έλληνες μεταφέρονται χωρίς το παραμικρό περιουσιακό τους στοιχείο στην ενδοχώρα και εξοντώνονται. Ένα πρώτο προσφυγικό κύμα, περίπου 150.000 άτομα, φτάνει στην Ελλάδα. Οι διωγμοί, οι εκτοπίσεις και οι σφαγές γενικεύονται. Με το διάταγμα του 1914 όλοι οι άνδρες 20-45 ετών στρατεύονται στο νεοτουρκικό στρατό και οι υπόλοιποι αναγκάζονται να ενταχθούν στα διαβόητα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) και πεθαίνουν από τις κακουχίες. Τελικά για να μη στρατεύονται οι χριστιανοί, ολόκληρος ο ανδρικός πληθυσμός εξοντώνεται στα τάγματα αυτά. Μέχρι το 1918 περισσότεροι από 250.000 Έλληνες πέθαιναν.

Μέχρι το 1915 1.500.000 Αρμένιοι εξοντώνονται και οι σφαγές επικεντρώνονται στο ελληνικό στοιχείο. Στις 19 Μαΐου 1919 ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα και η ημερομηνία αυτή θα μείνει στην ιστορία ως Ημέρα Πένθους και Μνήμης για τη γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού. Πάνω από 350.000 Πόντιοι σφαγιάζονται, οι περιουσίες λεηλατούνται, τα μοναστήρια καταστρέφονται και όλα αυτά χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία του «Διεθνούς Παράγοντα» όπως μας αρέσει να τον ονομάζουμε σήμερα.

Μόνο η περιφέρεια της Αμάσειας σε σύνολο 183.000 κατοίκων είχε 134.078 νεκρούς. Στην Κερασούντα (Αγ. Γεώργιος Πατλάμ) χιλιάδες Έλληνες (πάνω από 3000) πεθαίνουν έγκλειστοι επί μήνες χωρίς τροφή. Η Πάφρα και η Αμισός βλέπουν τους κατοίκους τους να αποδεκατίζονται από τους Τσέτες. Η ένοπλη αντίσταση των Ποντίων πλούτισε με ηρωικές μορφές και γεγονότα την ιστορία του Ελληνισμού. Δεκάδες μάχες για την υπεράσπιση του άμαχου πληθυσμού δόθηκαν από τους αντάρτες και χωριά έγιναν τόποι συμβολικοί του ηρωισμού των Ποντίων όπως η Σάντα. Ο Χ. Ανδρεάδης αναφέρει πως στα τέλη του 1921 «το χωριό Δαζλή θα γίνει επίκεντρο τρομερών συγκρούσεων μεταξύ των ανταρτών και του στρατηγού Τζεμάλ Τζεβήτ, ο οποίος, μαχόμενος επικεφαλής 16.000 Τούρκων σε αλλεπάλληλες μάχες που κράτησαν ως τις αρχές του 1922, τελικά σκοτώθηκε, χωρίς κανένα αποτέλεσμα…» 10.

 

Ο καπετάν Βαγγέλης Ιωαννίδης.

 

Η προσπάθεια για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους του Πόντου (1917-1922) ματαιώθηκε λόγω της αλλαγής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης του Λένιν (σύμφωνο φιλίας, Μάρτιος 1921), της  στήριξης των φίλων και συμμάχων μας (Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία) προς τον Κεμάλ και της κατάρρευσης του μετώπου της Μ. Ασίας, ενταφιάζεται οριστικά η προσπάθεια αυτή. Ολόκληρος ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας έχει σφαγιασθεί ή ξεριζωθεί. Το πρόσωπο της προσφυγιάς όμως θα συνεχίσει να υπάρχει σε άλλα μέρη 11.

  1. Από την ΕΣΣΔ Στην Αργολιδα12

Όσοι από τους Πόντιους μπόρεσαν και γλίτωσαν πέρασαν με όλα τα μέσα στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη και άρχισαν να ξαναφτιάχνουν τη ζωή τους και να αποκτούν, χάρη στην εργατικότητα και την υπομονή που τους διακρίνει, σημαντικές θέσεις στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου εγκατάστασης. Βέβαια, ο χώρος της Μαύρης Θάλασσας ήταν, όπως σημείωσα στην αρχή, ένας προνομιακός γεωγραφικός χώρος για τον Ελληνισμό της περιοχής.

Τόσο από την άποψη των εμπορικών ανταλλαγών, όσο και εκείνης του πολιτισμού. Η μετανάστευση Ποντίων προς τη Ρωσία δεν σταμάτησε  και ήδη στα τέλη του 18ου αιώνα και μέχρι το 1840 παρατηρείται ένα έντονο ρεύμα μετανάστευσης προς αυτήν. Τα γεγονότα έκαναν εντονότερη τη τάση με αποτέλεσμα να υπολογίζεται πως τουλάχιστον 300.000 Πόντιοι μετανάστευσαν για να γλιτώσουν τη σφαγή.

Μέχρι το 1937, οι ποντιακές κοινότητες της ΕΣΣΔ αναπτύχθηκαν σημαντικά. Οδησσός, Νοβοροσίσκ, Ανάπα, Γάγρα, Γουδαούτα και πολλές άλλες πόλεις και κωμοπόλεις στις οποίες δημιουργήθηκαν σφριγηλές οικονομικά και πολιτισμικά κοινότητες, για να αναφέρω μερικές μόνο από αυτές στα παράλια της Ρωσίας και της Γεωργίας από τις οποίες προέρχονται οι περισσότεροι Πόντιοι της Αργολίδας.  Στα ελληνικά σχολεία φοιτούσαν χιλιάδες μαθητές μαθαίνοντας ως δεύτερη γλώσσα υποχρεωτικά τη ρωσική και τη γαλλική. Τα ελληνικά σχολεία είχαν υιοθετήσει ένα αλφάβητο με 20 γράμματα, που επέτρεπε στους μαθητές, όπως χαριτολογώντας μου ανέφερε ο  αείμνηστος κ. Ραυτόπουλος, να μην είναι… αναλφάβητοι.

«Όταν φεύγαμε από την Οδησσό κλαίγαμε πάνω στο καράβι και λέγαμε: Άνθρωποι καλοί, πιστέψτε με πως ο χωρισμός είναι ο χειρότερος θάνατος. (Ε. Ανδρονικίδου – Μανουηλίδου).

Όλες όμως οι μαρτυρίες αναφέρουν πως ήταν μόνιμο το όνειρο επιστροφής στην Ελλάδα. Όταν, το 1937, αρχίζουν οι σταλινικές εκκαθαρίσεις των μειονοτήτων με στόχο τη «ρωσοποίηση» ώστε να μην δημιουργούνται αντεπαναστατικές ομάδες, η καινούρια προσφυγιά για τους Ποντίους αρχίζει. Δεκάδες Πόντιοι δικάζονται με συνοπτικές διαδικασίες και, ιδιαίτερα οι άνδρες, με την κατηγορία της προσπάθειας «παράνομης ίδρυσης ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους», ξεκόβονται από τις οικογένειές τους και μεταφέρονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Σιβηρία και αλλού. Τα ελληνικά σχολεία κλείνουν και απαγορεύεται η εκμάθηση της γλώσσας. Αρκετά μέλη της ποντιακής κοινότητας Αργολίδας δεν γνωρίζουν πως και που πέθαναν οι εκτοπισμένοι γονείς τους. Όσοι δεν θέλησαν να πάρουν τη σοβιετική υπηκοότητα και ξέφυγαν από τις νέες σφαγές, προσπαθούν να αποκτήσουν ελληνικό διαβατήριο με τεράστιες δυσκολίες στην πρεσβεία μας στη Μόσχα, για να έρθουν στην Ελλάδα. Ήδη από τη δεκαετία του 1920 καταφθάνουν στη Ελλάδα οι ίδιοι πάντα πρόσφυγες: οι Πόντιοι. Με όλα τα μέσα φτάνουν στην Οδησσό και μετά από δυο μερόνυχτα ταξίδι φτάνουν στον Πειραιά.

«Όταν φεύγαμε από την Οδησσό κλαίγαμε πάνω στο καράβι και λέγαμε: Άνθρωποι καλοί, πιστέψτε με πως ο χωρισμός είναι ο χειρότερος θάνατος. (Ε. Ανδρονικίδου – Μανουηλίδου).

Στον Πειραιά έμειναν σε ξενοδοχεία οι περισσότεροι και μετά από ένα διάστημα, με ευθύνη του Πατριωτικού Ιδρύματος, κατανεμήθηκαν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, ώστε να μην είναι όλοι συγκεντρωμένοι στον ίδιο τόπο. Παρά το γεγονός ότι αρκετοί από αυτούς είχαν συγγενείς ή μέλη των οικογενειών τους ήδη εγκατεστημένα στην Ελλάδα δεν τους επετράπη να μείνουν μαζί τους. Η επιφυλακτικότητα του επίσημου ελληνικού κράτους απέναντι στους «Ρώσους», θα γίνει έχθρα από τον τοπικό πληθυσμό. Για άλλη μια φορά ξεριζωμένοι οι Πόντιοι, όπως και οι μικρασιάτες γενικότερα, θα αντιμετωπίσουν την έχθρα και το φθόνο των τοπικών κοινωνιών. «Ρώσοι», «παλιοκομμουνιστές» και «μπολσεβίκοι» είναι τα συνήθη κοσμητικά επίθετα που χρησιμοποιούνται για τους ανθρώπους αυτούς.

Χωρίς κανένα σχεδόν περιουσιακό στοιχείο φτάνουν στην Αργολίδα, στο Άργος και το Ναύπλιο, με μόνο όπλο τη θέληση για μια καινούρια ζωή και τη συγκίνηση πως επιτέλους το Όνειρο έγινε πραγματικότητα και γύρισαν στην πατρίδα.

 «Λέγαμε πάντα: Παναγία μου πότε θα πάμε στην Ελλάδα; Πότε θα γυρίσουμε στην πατρίδα; Κάθε φορά που τρώγαμε και υπήρχε απαραιτήτως ένα μπουκάλι κρασί, πίναμε και ευχόμασταν: Άντε και του χρόνου στην πατρίδα», μου έλεγε σε μια συζήτηση η κ. Ε. Ανδρονικίδου και ο κ. Ραυτόπουλος.

Δουλέψαμε, παλέψαμε, είχαμε πίστη και κουράγιο. Μα πάνω απ’ όλα είχαμε την ελπίδα. Έτσι αλλάξαμε πολλά. Και τους στάβλους τους μετατρέψαμε σε σπίτια για ανθρώπους. (Ε. Ανδρονικίδου, Άργος 1939).

 

Εβγίκαμε στη φωτογραφία το Γεναρι 1936 Ανδρονικίδυ Ελένι Αλχαζίδυ Κερεκι (σημείωση πίσω από τη φωτογραφία)

 

Μεροκάματο στο χτίσιμο σπιτιών στο Ναύπλιο (δεύτερος από δεξιά ο κ. Μανουηλίδης)

 

Ραυτόπουλος – Δελτίον Εργασίας: Υπηκοότης ακαθόριστος.

 

Το ζύμωμα.

Τα δυο σημαντικά κέντρα διαβίωσης κάτω από άθλιες συνθήκες είναι το Καλλέργειο (σήμερα αρχαιολογικό μουσείο Άργους) και η παλαιά Γαλλική σχολή στο Ναύπλιο (σήμερα το κτίριο που στεγάζεται η τράπεζα Πίστεως – Alpha Bank). Οι περιγραφές για τις συνθήκες διαβίωσης στα ερειπωμένα αυτά κτίρια είναι συγκλονιστικές. Αρκετοί όμως είναι και εκείνοι που προσπαθούν να βρουν καταλύματα στη πόλη και σταδιακά αρχίζουν να δουλεύουν και να δημιουργούν μια νέα καλύτερη προσωπική κατάσταση. Κι ενώ όλα δείχνουν πως η ζωή θα γίνει καλύτερη, ο πόλεμος έρχεται να γκρεμίσει κάθε ελπίδα και να δημιουργήσει και πάλι την αίσθηση ενός νέου ξεριζωμού.

Στη διάρκεια του πολέμου πολλοί από τους ανθρώπους αυτούς λόγω των γνώσεων που είχαν δουλεύουν ως διερμηνείς και βοηθάνε τους έλληνες πατριώτες αλλά και σε μερικές περιπτώσεις, γερμανούς που θα μπορούσαν να εκτελεσθούν από τους ίδιους τους συμπατριώτες τους. Μετά τον πόλεμο μια καινούρια ζωή αρχίζει και πάλι με αγώνα αλλά και με πίστη πως οι καταστάσεις θ’ αλλάξουν, θα γίνουν καλύτερες.

Η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια στάθηκαν  βασικοί κανόνες τόσο για την επιβίωση όσο και για τη διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας.

«Με το κασελάκι μπροστά από το Καλλέργειο δούλευα επισκευάζοντας παπούτσια. Ζέστη, κρύο, ήλιος, βροχή, πάντα έξω. Σιγά – σιγά καλυτέρεψαν τα πράγματα και μπήκαμε σε μαγαζί. Στης Περεντέ». (Θ. Σαριπανίδης).

Με το κασελάκι μπροστά από το Καλλέργειο δούλευα επισκευάζοντας παπούτσια… Θ. Σαριπανίδης.

Τελικά, για τους ανθρώπους αυτούς οι καταστάσεις, επιτέλους, άλλαξαν προς το καλύτερο.  Άρχισαν καλύτερες εποχές με χορούς, τραγούδια και η διαβίωση έγινε περισσότερο ανθρώπινη. Η προσφυγιά είναι μια κακή εμπειρία που την αφήνουν πίσω. Τώρα έχουν εγγόνια και δισέγγονα και εύχονται αυτά, να μη γνωρίσουν ποτέ τη προσφυγιά που γνώρισαν εκείνοι. Σκέπτονται πως υπάρχουν ακόμα Πόντιοι που φτάνουν στην πατρίδα, σ’ ένα αφιλόξενο γι’ αυτούς κράτος, προσπαθώντας ακόμα και σήμερα να φτιάξουν τη ζωή τους ή τουλάχιστον εκείνη των παιδιών τους. «Το 1923», γράφει ο Θ. Στολτίδης, «η Ελλάδα κατόρθωσε να αποκαταστήσει 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες σε εκατοντάδες νέους οικισμούς, που εξελίχθηκαν σε δημιουργικές μονάδες. Σε αντίθεση με τον άθλο της περιόδου εκείνης, σήμερα γράφεται η αθλιότητα της αδυναμίας αποκατάστασης λίγων χιλιάδων οικογενειών που οδηγούνται στην απόγνωση, την περιθωριοποίηση και την παθητικότητα». Το πρόσωπο της προσφυγιάς δεν λέει να σβήσει  από τα μάτια και το μυαλό μας. Όμως υπάρχει πάντα η ελπίδα και οι άνθρωποι αυτοί γνωρίζουν καλά να αγωνίζονται και να ελπίζουν. Έτσι κι αλλιώς ακόμα και η διατήρηση της ιστορικής μνήμης στον τόπο αυτό, αγώνας είναι.

Στο δρόμο από το Άργος για Ναύπλιο. Λύρα ο Βασίλης Φουλίδης.

 

Όταν θέλησα να συζητήσω με μια ομάδα Ποντίων στην αρχή αυτής της έρευνας, μου ζήτησαν να τους συναντήσω στη ταβέρνα του Ζερβάκη (στης Ολυμπίας). Εκεί μου είπαν, μεταξύ άλλων, πως όταν πίνουμε κρασί, σηκώνουμε τα ποτήρια και ευχόμαστε : «Να δώσει ο Θεός να μην είναι το τελευταίο». Αμήν.

 

Υποσημειώσεις


[1] ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ, Από τους Αργοναύτες έως τους  σημερινούς πρόσφυγες, Ο Ελληνισμός της Μαύρης Θάλασσας, τ.Γ΄, εφημερίδα  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, (ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ), Αθήνα, 1996, σ.113.

2  Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, «Η Εκκλησία Τραπεζούντος», Ποντιακή Εστία, τ. 8, σ. 97.

3 Μοναχισμός και μοναστήρια, ό.π, σ. 90.

4 Σ. Χατζησαββίδη, Τα ελληνικά σχολεία, Ποντιακός πολιτισμός, εφ. Καθημερινή, ό.π., σ.67-71. Τα στοιχεία αντλούνται από το βιβλίο του Δ. Λαζαρίδη, «Στατιστικοί πίνακες της εκπαίδευσης των Ελλήνων στον Πόντο (1821-1922)».

5 Σ. Κ. Φωστηρόπουλος, «Η οικονομική ζωή», Επτά Ημέρες, ό.π., σ.39-43. Ο συγγραφέας αναφέρει και τις μελέτες του Άγγλου Bryer για τον έλεγχο του εμπορίου άλλων χωρών από τη Τραπεζούντα.

6 ό.π., σ. 43.

7 Ο Σ.Κ.Φωστηρόπουλος αναφέρει πως το 1880 «η Κερασούντα είχε 80 ιστιοφόρα χωρητικότητας από 1.000-2.000 τόννους το καθένα», ό.π., σ.43.

8 Αξέχαστα από τον Πόντον. Κερασούντος και Περιφερείας (Ανατολικής Τζενικίας), Εκδ. ΕΛΛΑΣ, Αθήνα, 1953, σ. 7.

9 Ε.Αλλαμανή, Κ.Παναγιωτοπούλου, «Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας σε διωγμό», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.ΙΕ, σ.101. Επίσης για τα γεγονότα αυτά : Μ. Χαραλαμπίδης, Το ποντιακό ζήτημα σήμερα, Ιδρυμα Μεσογειακών Μελετών, . ¨ένα εξαιρετικό άρθρο για τη σημερινή κατάσταση : Θ. Στολτίδης, «Ξένοι στην ίδια την πατρίδα τους», Επτά Ημέρες, ό.π., σ. 144-150.

10 «Το αντάρτικο του Πόντου», Επτά Ημέρες, ό.π., σ. 44-46.

11 Το φωτογραφικό υλικό του πρώτου μέρους προέρχεται από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους και κυρίως από το αφιέρωμα στον «Ελληνισμό της Μαύρης Θάλασσας», Επτά Ημέρες της εφημερίδας Καθημερινή που επιμελήθηκε η κ. Ελευθερία Τραΐου, Αθήνα, 1996 . Το φωτογραφικό υλικό του δεύτερου μέρους, προέρχεται από το σύνολο του υλικού της επιτόπιας έρευνας για την Ποντιακή κοινότητα της Αργολίδας, που διενεργεί ο υπογραφόμενος και στον οποίο προσφέρθηκε ευγενικά από την κ . Ελένη Ανδρονικίδου-Μανουηλίδου, τους κ.κ. Θεόδωρο  και Ηλία Σαριπανίδη, τον κ. Αντώνη Ραυτόπουλο και την κ. Ολυμπία Καλαϊτζίδη-Ζερβάκη.

 

Γεώργιος Κόνδης

Η Ήπειρος κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – Η ιταλική κατοχή, 1917.

$
0
0

Η Ήπειρος κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – Η ιταλική κατοχή, 1917. Ελευθερία Κ. Μαντά στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.


 

Η έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το καλοκαίρι του 1914, έμελλε να προκαλέσει αναταράξεις στην περιοχή της Ηπείρου που οδήγησαν, πέρα από τις εσωτερικές επιπτώσεις του Εθνικού Διχασμού – ιδιαίτερα εμφανείς και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας -, έως και στην προσωρινή κατάλυση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας.

Ο Μεγάλος Πόλεμος έβρισκε την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου (το ελληνικό και το αλβανικό κομμάτι) σε αναβρασμό: σε έξαρση βρίσκονταν ήδη κινητοποιήσεις Αλβανών επαναστατών στην κεντρική Αλβανία ενώ νοτιότερα ο αγώνας των Βορειοηπειρωτών για τη δημιουργία αυτόνομου κράτους δεν είχε ακόμη λήξει οριστικά. Η γενική αναταραχή ανησυχούσε τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, γεγονός που τον οδήγησε να διεκδικήσει ανακατάληψη της βόρειας Ηπείρου από τον ελληνικό στρατό προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν ακρότητες. Το ελληνικό αίτημα, όμως, ήταν αναμενόμενο ότι θα συναντούσε τις ιταλικές αντιρρήσεις, αφού ερχόταν σε αντίθεση προς τα από δεκαετίες γνωστά συμφέροντα της Ιταλίας στην Αλβανία.

 

Κόνιτσα, 15 Οκτωβρίου 1917. Τρίτος από αριστερά, καθιστός εικονίζεται ο στρατιωτικός διοικητής Delli Ponti. Πηγή: http://www.rivistamilitare.it

 

Βασική επιδίωξη της Ιταλίας, ήδη από την εποχή της ενοποίησής της το 1870, υπήρξε η άνοδος του κύρους της χώρας στον διεθνή χώρο και η ένταξή της στον κύκλο των θεωρούμενων ως μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Καθώς όμως στο χώρο της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης δεν υπήρχαν αντικειμενικά τα περιθώρια για την εξάπλωση της επιρροής της λόγω της ισχυρής παρουσίας εκεί των άλλων δυνάμεων, ήταν αναγκασμένη να στραφεί σε νέες κατευθύνσεις και πιο συγκεκριμένα στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, η στροφή προς την ανατολική πλευρά της Αδριατικής αποτελούσε ζωτική ανάγκη όχι μόνο για την επέκταση της επιρροής, πολιτικής ή οικονομικής, του ιταλικού κράτους, αλλά και για την ίδια την ύπαρξη και την ασφάλειά του: τα λιμάνια των αλβανικών ακτών και ιδιαίτερα εκείνο της Αυλώνας κρατούσαν το κλειδί για τα στενά του Οτράντο και εξασφάλιζαν τον έλεγχο της Αδριατικής Θάλασσας.

 

Εξώφυλλο της εφημερίδας «Domenica del Corriere», 20 – 27 Μαΐου 1917. Κάτω από την φωτογραφία αναγράφει: «Οι Ιταλοί στην Ήπειρο. Ο συνταγματάρχης Brussi, επισκεπτόμενος την περιοχή γύρω από τους Φιλιάτες, συνοδεύεται από γραφική τιμητική συνοδεία και δέχεται δώρο λουλούδια από γυναίκες και παιδιά». Η προσπάθεια να παρουσιαστεί ως ευπρόσδεκτη η ιταλική άφιξη στην Ήπειρο είναι εμφανής.

 

Όσον καιρό η Βαλκανική Χερσόνησος βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία, η Ιταλία δεν φαινόταν να ανησυχεί ιδιαίτερα· όταν όμως η διάλυση της αυτοκρατορίας άρχισε πλέον να γίνεται ορατή, η ιταλική πολιτική υποχρεώθηκε να δραστηριοποιηθεί, καθώς δεν ήταν δυνατό να επιτρέψει την επέκταση στις ανατολικές ακτές της Αδριατικής οποιασδήποτε ξένης δύναμης, πολύ δε περισσότερο της Ελλάδας, η οποία θα ήταν δυνατό να θέσει σε κίνδυνο τα ιταλικά συμφέροντα. Η Αλβανία ήταν ιδιαίτερα σημαντική ως προγεφύρωμα για την διεύρυνση της ιταλικής επιρροής αρχικά Βαλκάνια και κατόπιν στον ευρύτερο χώρο της Ανατολής, γι’ αυτό και ήταν απαραίτητο να ενισχυθεί και να υποστηριχθεί στις διαφορές της με τα γειτονικά κράτη και ιδιαίτερα με την Ελλάδα. Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει λοιπόν να ερμηνευθούν οι επίμονες προσπάθειες που κατέβαλε η Ιταλία προκειμένου πρώτα να επιτύχει τη δημιουργία ενός μεγάλου αλβανικού κράτους μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και έπειτα, μετά την έκρηξη του A΄ Παγκόσμιου Πολέμου, να διαπραγματευτεί τη συμμετοχή της στο πλευρό ενός εκ των δύο αντιμαχόμενων συνασπισμών στη βάση των εδαφικών ανταλλαγμάτων που θα λάμβανε. Συγκεκριμένα, από την Αλβανία η Ιταλία επιθυμούσε να αποκτήσει τουλάχιστον τον έλεγχο του νησιού Σάσων και του λιμανιού της Αυλώνας.

Ακριβώς το στοιχείο αυτό επιχείρησε να εκμεταλλευτεί ο Βενιζέλος όταν πρότεινε στη βρετανική κυβέρνηση, το 1914, ανακατάληψη της βόρειας Ηπείρου από τον ελληνικό στρατό – από όπου είχε αποχωρήσει μόλις λίγους μήνες νωρίτερα – με παράλληλη κατάληψη της Αυλώνας από τις ιταλικές δυνάμεις. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι δεν φάνηκε να είχε ουσιαστικές αντιρρήσεις για το σχέδιο και, ύστερα από παρέμβασή του στην ιταλική πλευρά, συμφωνήθηκαν τελικά τα εξής: Η Ελλάδα θα καταλάμβανε τη βόρεια Ήπειρο υπό τον όρο ότι η κατοχή θα ήταν προσωρινή, θα απέσυρε τις δυνάμεις της όταν θα της το ζητούσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και θα συναινούσε υπέρ της κατάληψης της Αυλώνας από την Ιταλία. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο ελληνικός στρατός, με επικεφαλής τους στρατηγούς Ιωάννου και Παπούλα και τον συνταγματάρχη Κοντούλη, εισήλθε στις περιοχές της βόρειας Ηπείρου (Πρεμετή, Αργυρόκαστρο και Κορυτσά) τον Οκτώβριο του 1914, θέτοντάς τες υπό ελληνική διοίκηση. Φαίνεται ωστόσο πως ο Έλληνας πρωθυπουργός ήλπιζε ότι το τέλος του πολέμου θα έφερνε και επίλυση του θέματος της βόρειας Ηπείρου κατά τρόπο θετικό για την ελληνική πλευρά…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Η Ήπειρος κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – Η ιταλική κατοχή, 1917

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Οι «ελάσσονες» πολιτικές ηγεσίες στο κράσπεδο της εμφύλιας διαμάχης. Η περίπτωση του Αλέξανδρου Θρ. Ζαΐμη.

$
0
0

Οι «ελάσσονες» πολιτικές ηγεσίες στο κράσπεδο της εμφύλιας διαμάχης. Η περίπτωση του Αλέξανδρου Θρ. Ζαΐμη. Νίκη Μαρωνίτη στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7- 8 Νοεμβρίου, 2015.


 

[…] Ο Ζαΐμης συνιστούσε ένα μείγμα επαγγελματία πολιτικού και ερασιτέχνη. Ακουμπούσε με ασφάλεια στην πολιτική οικογενειακή παράδοση, στις περγαμηνές που όριζαν η ένδοξη καταγωγή και τα ευρύτερα συγγενικά δίκτυα – εγχώρια και ομογενή – στη συστηματική μόρφωσή που απέκτησε, καθώς και στην ευρύτερη καλλιέργεια που διέθετε. Το ξεκίνημα, και στη συνέχεια η σύνολη πολιτική του σταδιοδρομία, βασίστηκαν αφενός στα εδραιωμένα και γόνιμα τοπικά ερείσματα, με άξονα τη γενέτειρα του, τα Καλάβρυτα, αφετέρου σε αυτά που αντλούσε έξω από τα εθνικά σύνορα: στα διπλωματικά σαλόνια, στις πρεσβείες, στα δυναστικά περιβάλλοντα, στα διεθνή fora, στους χώρους δράσης της ελληνικής ομογένειας.

Αλέξανδρος Ζαΐμης (1855-1936). Library of Congress.

Επομένως η αξιοθαύμαστη ανέλιξη του εδραιώθηκε εποικοδομητικά στις δύο αυτές κλίμακες, τοπική και κοσμοπολιτική, χωρίς να χρειαστεί να αναμετρηθεί στον εθνικό, ανταγωνιστικό κομματικό στίβο, με τους πολιτικούς πρωταγωνιστές της εποχής του. Δεδομένο που του επέτρεψε, αφενός να εκφράσει τις ενδιάμεσες, ρευστές θέσεις των πολυσυλλεκτικών εκλογικών πελατειών, εκείνες δηλαδή που η καθαρότητα και αποκλειστικά των αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων δεν μπορούσαν προγραμματικά να εκπροσωπήσουν, αφετέρου να αποκτήσει περισσότερους οιονεί συμμάχους, από ότι δηλωμένους πολέμιους ή εχθρούς. Άλλωστε, αυτές ακριβώς οι πολυσυλλεκτικές, ανυπόμονες εκλογικές πελατείες ευθύνονταν κατά πολλοίς για τον τρωτό, αναλώσιμο χαρακτήρα των πλειοψηφικών κυβερνητικών σχημάτων, καθώς για την αναγκαιότητα προσφυγής σε ανορθόδοξες συνταγματικές επιλογές από την πλευρά του ανώτατου άρχοντα για τη διαμόρφωση ευκαιριακών, μειοψηφικών κυβερνήσεων. Δεν ήταν συμπτωματικό επομένως ότι η ανάληψη ύπατων αξιωμάτων που εγγράφονται στην αδιάλειπτη, μακρά πορεία του Ζαΐμη- βουλευτής, πρόεδρος της Βουλής, πρωθυπουργός (επανειλημμένα), ύπατος αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, Πρόεδρος της Γερουσίας, Πρόεδρος της Δημοκρατίας – οφειλόταν σε διορισμούς, αξιοκρατικούς ή σκιώδεις, νόμιμους ή «πραξικοπηματικούς» στους περισσότερους από τους οποίους οι εκπρόσωποι του ελληνικού στέμματος, Γεώργιος και Κωνσταντίνος, αλλά και ο χαρισματικός Ελευθέριος Βενιζέλος έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Αυτή η διαδικασία των «γκρίζων» διορισμών δεν κατάφερε ωστόσο να υπονομεύσει το πολλαπλό όφελος που αποκόμισε ο Καλαβρυτινός πολιτικός: καθώς, μετά την ανάληψη του εκάστοτε υψηλού αξιώματος, το πολιτικό/συμβολικό του κεφάλαιο αποκτούσε πλουσιότερες και ωριμότερες υποδοχές, χρησιμότερες δικτυώσεις, ενισχυμένη διαπραγματευτική ισχύ. Ηγούνταν κατά κανόνα μειοψηφικών ή κυβερνήσεων συνεργασίας, υπηρεσιακών, έκτακτων ή οικουμενικών υπουργείων, σχημάτων δηλαδή που χαρακτηρίζονταν από προσωρινή διάρκεια, ad hoc κοινοβουλευτική υποστήριξη, ρευστό και μεταβαλλόμενο κοινωνικό αντίκρισμα/έρεισμα, αποτελούσαν ωστόσο τον κανόνα και όχι την εξαίρεση στην κυβερνητική ιστορία της μέσης διάρκειας 1890-1936.

Παράλληλα, τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του – νηφαλιότητα, μετριοπάθεια, ικανότητα να διαμορφώνει συναίνεση γύρω από το πρόσωπό του, διαχειριστική δεινότητα, διεθνή αναγνώριση, συνείδηση καθήκοντος – επισκιάζονταν μεν από καταγεγραμμένα ελαττώματα όπως ατολμία, αναποφασιστικότητα, έλλειψη ηγετικών προσόντων, υποχωρητικότητα, ιδιότυπη φιλοδοξία. Σύστηναν όμως, την ίδια στιγμή, ένα εναλλακτικό, νεωτερικό, μοντέλο διακυβέρνησης απέναντι σε αυτό των πρωταγωνιστών της πολιτικής: με άλλα λόγια, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης παρουσιαζόταν στο πηδάλιο της εξουσίας, σε επίμαχες και κρίσιμες περιόδους, με στόχο να διαχειριστεί επιτακτικά ζητήματα, αντιπροσωπευτικά των εκάστοτε οξύνσεων/πολώσεων, και να αποκαταστήσει, έστω προσωρινά, την εύρυθμη, θεσμική λειτουργία του πολιτικού και κοινωνικού βίου. Η πολιτική κουλτούρα που υπηρετούσε, οικεία και παρούσα στις ασταθείς και εξίσου ρευστές ευρωπαϊκές πολιτικές σκηνές της περιόδου που εξετάζουμε, νομιμοποιούνταν στην ετοιμότητα και βούληση να αναλάβει την κατάλληλη στιγμή το ύπατο αξίωμα, να ανταποκριθεί επαρκώς κατά τη σύντομη μα εύθραυστη διάρκεια του και να αποσυρθεί όταν ολοκληρωθεί η ορισμένη αποστολή του. Προσημειώνοντας έτσι την δυνατότητα επανάκαμψης, την επόμενη προσωρινή θητεία…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Οι «ελάσσονες» πολιτικές ηγεσίες στο κράσπεδο της εμφύλιας διαμάχης. Η περίπτωση του Αλέξανδρου Θρ. Ζαΐμη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 


Πολιτισμική κληρονομιά – Όταν οι πολίτες δρουν και οι «Ηγέτες» λαϊκίζουν

$
0
0

Πολιτισμική κληρονομιά – Όταν οι πολίτες δρουν και οι «Ηγέτες» λαϊκίζουν


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του Δρ. Γεωργίου Κόνδη με θέμα: «Πολιτισμική κληρονομιά – Όταν οι πολίτες δρουν και οι «Ηγέτες» λαϊκίζουν» θέμα που πρόεκυψε από την απόκτηση του έργου «Vue de Nauplie prise oct. 1863 / de Tyrinthe (citadelle) /Argolide» του Louis Francois Boitte και κοσμεί τα γραφεία του Συλλόγου «Ο Παλαμήδης».

 

Υπάρχουν δημόσιες πράξεις πολιτών που πρέπει να μνημονεύονται για την συνεισφορά τους στην διαφύλαξη και ανάδειξη της πολιτισμικής κληρονομιάς και της ιστορίας του τόπου μας. Υπάρχουν και δημόσιες πράξεις «Ηγετών» που πρέπει να μνημονεύονται διπλά για την παταγώδη αποτυχία τους να διαφυλάξουν και να αναδείξουν την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου τους και μάλιστα με τρόπο σκανδαλώδους αδιαφορίας. Αφορμή για να γράψω αυτά τα λόγια παίρνω από δυο γεγονότα. Την πολύ πρόσφατη απόκτηση από ομάδα πολιτών του Ναυπλίου μιας υδατογραφίας του 1836 που απεικονίζει το Ναύπλιο και την πρόσφατη αναίτια και σκανδαλώδη άρνηση απόκτησης των χειρόγραφων πρακτικών του πρώτου Δήμου του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, δηλαδή των πρώτων χρόνων λειτουργίας του Δ.  Άργους από τον… ίδιο Δήμο! Να πως εξελίχθηκαν οι δυο περιπτώσεις για να κατανοήσουν οι αναγνώστες τους βαθύτερους λόγους εκδήλωσης αγάπης ή μίσους, διάσωσης ή καταστροφής, ανάδειξης ή γελοιοποίησης της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Δυο περιπτώσεις που αποδεικνύουν επίσης πόσο σημαντική είναι η παιδευτική διάσταση δημοσίων δράσεων από απλούς πολίτες και από «ηγεσίες», για την ισχυροποίηση και ανάπτυξη της πολιτιστικής ταυτότητας ενός τόπου ή αντίθετα για την ισχυροποίηση μιας απαιδευσίας ικανής να διαλύσει και το ισχυρότερο ιστορικό παρελθόν.

 

Η υδατογραφία του Louis Francois Boitte (1836) που αποκτήθηκε σε δημοπρασία με κοινή προσπάθεια Ναυπλιωτών πολιτών.

 

Στις 9 Απριλίου 2018, στις 10.35 π.μ., ο Κώστας Καράπαυλος, γνωστός δικηγόρος του Ναυπλίου και εκ των διαχειριστών της διαδικτυακής σελίδας «Παλαιές φωτογραφίες του Ναυπλίου», αναρτά το κείμενο που ακολουθεί:

Υδατογραφία σε χαρτί του Louis Francois Boitte.
Έτος 1863.
Το
έργο τιτλοφορείται «Vue de Nauplie prise oct. 1863 / de Tyrinthe (citadelle) /Argolide».

Έργα του L. F. Boitte, που εἶναι κυρίως γνωστός γιά τις λεπτομερειακές ἀναπαραστάσεις τῶν μνημείων τῆς Ἀκρόπολης πού σχεδίασε, υπάρχουν στο musée d’Orsay, στο Παρίσι.

Αν βρεθούμε σαράντα άτομα να βάλουμε από ένα εικοσάρικο καθένας, μπορεί να τον πάρουμε τον πίνακα, προκειμένου να εκτεθεί σε περίοπτη θέση στα γραφεία του Συλλόγου «Παλαμήδης».

Ακολουθούν σχόλια πολιτών από τα οποία σημαντικότερο είναι το γνωστό «Μέσα κι εγώ», ένδειξη συγκατάθεσης ενός κόσμου που συναινεί στη διάσωση ενός τεκμηρίου της τοπικής ιστορίας και της πολιτισμικής ταυτότητας της πόλης του Ναυπλίου.

Την 1η Ιουνίου 2018, στις 3.08 μ.μ, ο Κώστας Καράπαυλος αναρτά στην ίδια σελίδα δυο φωτογραφίες, μια δική του και μια του Γ. Καρατάσου συνδιαχειριστή, χαρούμενοι με τον αποκτημένο πίνακα  στα χέρια τους στα γραφεία του Προοδευτικού Συλλόγου Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης». Από εκείνη την ώρα ο πίνακας κοσμεί τα γραφεία του Συλλόγου και οι πολίτες που συμμετείχαν στην απόκτησή του θα κοσμούν την λογική διαφύλαξης της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, όχι μόνο στην πόλη του Ναυπλίου αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα. Το χαρούμενο «έπεται συνέχεια» των διαχειριστών της σελίδας, δηλώνει ακριβώς πως η ισχυρή παιδευτική διάσταση των δράσεων αυτών διαμορφώνει και ενισχύει δεσμούς συνείδησης ως προς την πολιτισμική κληρονομιά.

 

Κώστας Καράπαυλος – Γιώργος Καρατάσος

 

Εξώφυλλο της 115ης Δημοπρασίας σπάνιων βιβλίων. Στον κατάλογο της δημοπρασίας και στη θέση 38 ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ (420-433), ο κωδικός 420 αντιστοιχούσε στα «Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Άργους 1856-1890».

Η δεύτερη χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη της δημοπράτησης των Χειρόγραφων Πρακτικών του Δ.Σ. του Δήμου Άργους της περιόδου 1856-1890. Ο πρώτος Δήμος της χώρας! Θυμίζω τις αντιστοιχίες με την πρώτη περίπτωση. Τα «Χειρόγραφα Πρακτικά» δημοπρατήθηκαν από τον οίκο «Σπανός-Σπάνια Βιβλία» την Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014 και ώρα 17:00 στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός». Ο Πρόεδρος της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού κ. Γιώργος Γιαννούσης, εγώ και ο κ. Οδ. Κουμαδωράκης, αναλάβαμε να ζητήσουμε από το Δήμαρχο κ. Καμπόσο να παρέμβει ώστε με κάποιο ευτελές αντίτιμο τα αρχεία να επιστρέψουν στο Άργος. Παράλληλα, ακολουθήσαμε τη διαδικασία της ανεύρεσης ποσού με άλλους πολίτες ώστε από κοινού να αγοράσουμε τα αρχεία. Τίποτα από αυτά δεν ευοδώθηκε καθώς ο Δήμος Άργους επέλεξε τις «νομικίστικες κόντρες» με αποτέλεσμα να ναυαγήσουν οι προσπάθειες απόκτησης των αρχείων και, όπως ακριβώς είχαμε προβλέψει, να αποσυρθούν τα αρχεία από την δημοσιότητα. Επιτυχής πρόβλεψη; Όχι! Πασίγνωστη διαδικασία που ακολουθείται σε τέτοιες περιπτώσεις και για την οποία είχαμε ενημερώσει τη Δημοτική Αρχή «δια ζώσης» και μέσω συγκεκριμένων δημοσιεύσεων στον τύπο.

Η ιστορία αυτή έφτασε στο δικαστήριο. Επειδή πρόκειται για δημόσια έγγραφα υπήρξε καταδίκη με αναστολή, επομένως είναι σα να μην υπάρχει καταδίκη και το δικαστήριο ΔΕΝ επέβαλε την άμεση επιστροφή των τεκμηρίων στον Δήμο Άργους. Ούτε κλεμμένα ήταν, ούτε καταγεγραμμένα! Ο «νομικίστικος παλληκαρισμός» είχε ακριβώς το αποτέλεσμα που επιθυμούσε: να εξαφανιστούν τα αρχεία και όχι να διασωθούν. Όπως ακριβώς δεν διασώθηκαν τα φωτογραφικά αρχεία του Δήμου (κάηκαν σε τυχαία πυρκαγιά!), όπως εξαφανίστηκαν τα τελευταία ιστορικά αρχεία του Δήμου Άργους και η Βιβλιοθήκη του άμοιρου Κολιαλέξη που την δώρισε στην πόλη του για να καταλήγει, χρόνια τώρα, στο πνευματικό σκουπιδαριό που του επεφύλαξαν οι «κεφαλές του τόπου»!

 

Αίθουσα Κολιαλέξη 2012. Άποψη της Βιβλιοθήκης Κολιαλέξη στον διαμορφωμένο ημι-υπόγειο χώρο του Κωνσταντοπούλειου Μεγάρου επί αντι-δημαρχίας Γ. Αναγνώστου. Εδώ φιλοξενήθηκαν τα εναπομείναντα ιστορικά Αρχεία του Δήμου Άργους των οποίων η τύχη αγνοείται από τότε που το κτήριο δόθηκε στην Τουριστική Σχολή. Εδώ επίσης έγινε η πρώτη συνεδρίαση του Δ. Σ. του Ινστιτούτου Αργειακών Μελετών, το οποίο πετάχτηκε στην πνευματική χωματερή του Δήμου Άργους, όπως και η σημαντική έκδοση «Αργειακή Γη».

 

Αν κάτι είναι ακόμη περισσότερο ανησυχητικό από την καταστροφική μανία με την οποία το ιστορικό σώμα της άτυχης πόλης του Άργους υπέστη πραγματικό σφαγιασμό, είναι η τερατώδης ομοιομορφία πνευματικής αντίληψης για την πολιτισμική κληρονομιά συμπολιτευόμενων και αντιπολιτευόμενων! Η αστειότητα, για παράδειγμα, της ίδρυσης του «Ελληνικού Ιστορικού Πάρκου» σε μια πόλη αρχαιολογικό και ιστορικό χρυσορυχείο, γίνεται αντιληπτή με όρους φτηνής αντιπολιτευτικής αερολογίας και όχι ανάλυσης για τις βαθιές ποιοτικές διαστρεβλώσεις που επιχειρούνται στα πνευματικά κριτήρια και τις αντιλήψεις των πολιτών.

Είναι επομένως σημαντικό να μνημονεύονται οι αξιέπαινες δράσεις Δημοτικών Αρχών και πολιτών που στόχο έχουν τη διατήρηση και ανάδειξη της πολιτισμικής κληρονομιάς του τόπου, όπως αυτή του Ναυπλίου. Είναι επίσης σημαντικό να μνημονεύονται διαρκώς οι ανερμάτιστες πολιτικές και λογικές ως αντι-παραδείγματα για την πολιτισμική ανάπτυξη ενός τόπου. Θα επαναφέρω στη δημοσιότητα με νέες λεπτομέρειες και με κάθε ευκαιρία τα ζητήματα των «χαμένων αρχείων» του Δήμου Άργους.

Στους δε φίλους που αναρωτιούνται γιατί το εξαιρετικό Βυζαντινό Μουσείο Άργους έχει μηδαμινή επισκεψιμότητα, θα απαντούσα: γιατί έχει γίνει ζηλευτή προσπάθεια ώστε η άτυχη πόλη να αναφέρεται ως σημείο προς παράκαμψη σε όλους τους τουριστικούς οδηγούς.

Γεώργιος Η. Κόνδης

 Άργος 6-6-2018

 

Διαβάστε ακόμη: Η πονεμένη ιστορία των Ιστορικών Αρχείων του Δήμου Άργους …

Οι επιπτώσεις του Εθνικού Διχασμού στον Μεσοπόλεμο.

$
0
0

Οι επιπτώσεις του Εθνικού Διχασμού στον Μεσοπόλεμο. Άλκης Ρήγος στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.


 

Πρωταρχικά, όταν αναφερόμαστε στη μεσοπολεμική περίοδο του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, την προσδιορίζουμε μεταξύ της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922 και της τριπλής κατοχής του 1941. [1]

Πρόκειται για μια ριζικά διαφορετική περίοδο από εκείνη της πρώτης εκατονταετίας του νεοελληνικού κράτους. Μια περίοδο που αποτελεί την αφετηρία ενός ουσιαστικά νέου κράτους, εθνοτικά περισσότερο ομοιογενούς από όλα τα ευρωπαϊκά – μέσα από τις αναγκαστικές ανταλλαγές των πληθυσμών – όπου το μέγιστο των Ελλήνων για πρώτη φορά στην ιστορική του διαδρομή καλείται να ζήσει και να αναπτυχθεί στα όρια ενός ελληνικού κράτους. Τα σύνορα οριστικοποιούνται, ο συνεκτικός πολιτικός μύθος της πρώτης εκατονταετίας της Μεγάλης Ιδέας καταρρέει οριστικά.

Την περίοδο αυτή ο κοινωνικός μας σχηματισμός διέρχεται μια πολύπλευρη κρίση αναντιστοιχίας των ραγδαίων πληθυσμιακών, οικονομικό-κοινωνικών και πολιτισμικών ανακατατάξεων και μιας νέας ριζικά διάφορης πραγματικότητας, η οποία έχει ως συνέπεια μια διαρκή κρίση νομιμοποίησης του όλου πολιτικού συστήματος, την οποία διατρέχει και επικαθορίζει σε όλα τα επίπεδα ο Εθνικός Διχασμός.

Ελευθέριος Βενιζέλος. Αρχείο: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών & Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος».

Πρόκειται για ένα βαθύ ενδοαστικό πολιτικό χάσμα των μέσων της προηγούμενης δεκαετίας του 1910, δημιούργημα της διάστασης απόψεων μεταξύ της Κυβέρνησης Φιλελεύθερων με Πρωθυπουργό τον Ελ. Βενιζέλο και τον Βασιλιά Κωνσταντίνο γύρω από το θέμα της εισόδου της χώρας στον Πόλεμο υπέρ των δυνάμεων της Αντάντ ή την διατήρηση της σε κατάσταση ευμενούς – για τις κεντρικές δυνάμεις – ουδετερότητας. Ένα χάσμα που πήρε διαστάσεις εμφυλίου πολέμου με δύο κυβερνητικές οντότητες εκείνη των Αθηνών και εκείνη της Θεσσαλονίκης και ενδιαφέρουσες κοινωνικές ταξικές παραμέτρους, οι οποίες όμως εκφεύγουν του πλαισίου αυτής της εισήγησης.

Πρόκειται ουσιαστικά για τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο που συνταράσσει τη χώρα τον 20ο αιώνα και ο οποίος τελειώνει σε επίπεδο πολιτικής σκηνής, την ώρα που η κοινωνία συγκλονίζεται από το δεύτερο εμφύλιο του αιώνα, εκείνον που με αυτό το όνομα καταγράφεται στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’40.

Συνέπεια και των δύο εμφυλίων είναι η αδυναμία ύπαρξης στον κοινωνικό μας σχηματισμό καθαρών ταξικών αποκρυσταλλώσεων και δημιουργίας μιας εθνικής τάξης, μιας τάξης δηλαδή που προωθώντας τα ειδικά ταξικά της συμφέροντα, κατορθώνει να εντάσσει στις επιλογές της το μέγιστο των άλλων τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων που συναποτελούν τον κάθε κοινωνικό σχηματισμό.

Συνέπεια του πρώτου αυτού ενδοαστικού εμφυλίου, που έμεινε στην ιστορία μας ως «Εθνικός Διχασμός», είναι η μη αναγωγή των αστικών στρωμάτων σε τάξη και μάλιστα εθνική, δυνατότητα που φάνηκε να δημιουργείται στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.

Συνέπεια του δεύτερου είναι η μη αναγωγή σε εθνική μιας άλλης τάξης, της εργατικής, που φάνηκε να μεταλλάσσεται σε εθνική στη διάρκεια της τριπλής κατοχής, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα την απόλυτη κοινωνική ενότητα της μέχρι τότε πολιτικά διχασμένης αστικής τάξης, απέναντι στο νέο κίνδυνο. Ενότητα ταξική που παρά την ένταση του Εθνικού Διχασμού σε πολιτικό επίπεδο, είχε ήδη φανεί τον μεσοπόλεμο με τις διώξεις εναντίον των κομμουνιστών, με αποκορύφωμα την ψήφιση του «Ιδιώνυμου» Νόμου του 1929 δίωξης όχι της παράνομης πράξης αλλά των ιδεών και της σκέψης.

Οι συνέπειες μη ύπαρξης εθνικής τάξης στον νεοελληνικό κοινωνικό σχηματισμό είναι καθοριστικές για την όλη του πορεία, η οποία σε συνάρτηση με την ποιοτική κυριαρχία των μικροαστικών στρωμάτων και τις περί πολιτικής προσωποκεντρικές αντιλήψεις αυτών των στρωμάτων, που διαχέονται σε όλο το φάσμα της κοινωνίας συνεπικουρούμενες από μια ιδεαλιστική προσωποκεντρική σύλληψη της Ιστορίας, αποτελεί εκτός πολλών άλλων και τον γενεσιουργό λόγο μιας κυρίαρχης φαινομενικά υπερπολιτικοποίησης μεγάλων λόγων, στην ουσία όμως α-πολιτικοποίησης, η οποία αντιλαμβάνεται την πολιτική πράξη όχι ως έκφραση κοινωνικό-πολιτισμικών διεργασιών αλλά ως ατομικό άθλημα «χαρισματικών» ή μη προσώπων.

Σ’ αυτό το πλαίσιο από τον εθνικό διχασμό στην πολιτική σκηνή εμφανίζονται δύο πάνω κάτω ισοδύναμες αστικές πολιτικές οικογένειες. Δύο «πολιτικοί κόσμοι», όπως τότε έλεγαν, που αναπαράγονται σε μεγάλο βαθμό τεχνητά, στην νέα ριζικά διάφορη μεσοπολεμική περίοδο, πίσω από τους οποίους κρύβονται επιμελώς οι διαφορές οικονομικών συμφερόντων και κυρίως οι ανταγωνισμοί πρόσβασης στον κρατικό μηχανισμό που αποτελεί την κατ’ εξοχήν κοινωνική παραγωγική μηχανή.

Δυο πολιτικές οικογένειες με πολλά επί μέρους πολιτικά μορφώματα – και όχι κόμματα με την οργανωμένη μορφή που εμφανίζουν μόλις στα χρόνια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας μετά την κατάρρευση της στρατιωτικής Δικτατορίας της 21ης Απριλίου – εκείνη των Φιλελευθέρων / Βενιζελικών και αντιβασιλικών και εκείνη των φιλοβασιλικών Λαϊκών – αυτοπροσδιοριζόμενων και ως αντιβενιζελικών. Αιχμή της αντιπαράθεσης που διατρέχει όλη την μεσοπολεμική περίοδο το καθεστωτικό πρόβλημα. Σε πρώτη φάση το καθεστωτικό φαίνεται να λήγει με το δημοψήφισμα του 1924 και την εγκαθίδρυση της Β΄ Ελληνικής Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Δημοψήφισμα που αναγνώρισε και τμήμα της φιλοβασιλικής οικογένειας με επικεφαλής τον αρχηγό του Κόμματος των Ελευθεροφρόνων Ιωάννη Μεταξά. Αλλά επανέρχεται το 1935 μετά από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Βενιζέλου που οδήγησε μέσα από το πιο νόθο δημοψήφισμα της Ιστορίας μας στην παλινόρθωση της Βασιλείας. Δημοψήφισμα που όμως νομιμοποίησε με δηλώσεις του ο ίδιος ο εξόριστος Βενιζέλος.

Συστατικό στοιχείο και των δύο αυτών πολιτικών οικογενειών, η «αρχηγική» τους άρθρωση, ως χαλαρές ενώσεις φιλόδοξων πολιτικών και τοπικών παραγόντων, χωρίς σαφείς προγραμματικές, καταστατικές και οργανωτικές δομές, κοινωνικές αναφορές και ιδεολογικές συντεταγμένες, με στόχο την κρατική διαχείριση και όσα αυτή υλικά συνεπάγεται. Αποτέλεσμα αυτών των χαρακτηριστικών είναι οι συχνές μεταπηδήσεις των πολιτευτών τους, από την μια στην άλλη πολιτική οικογένεια, χωρίς κανένα πολιτικό κόστος, οι δημιουργίες βραχύβιων ή και μόνο εκλογικών συμπράξεων, η εμφάνιση πάνω από εξήντα πολιτικών σχημάτων στις επτά εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου. Επίσης ο έντονα πατερναλιστικός τους χαρακτήρας και κυρίως ο μη ιδιαίτερος σεβασμός του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος καθώς και των θεσμών και ελευθεριών που καθιερώνει, η εύκολη αλλαγή θέσεων από τις πιο ριζοσπαστικές δημοκρατικές στην εξύμνηση δικτατορικών και στρατοκρατικών προτύπων.

Το τελευταίο εντείνει η ύπαρξη και στις δύο πολιτικές οικογένειες ενός στρατιωτικού δυναμικού βραχίονα, που όμως δεν μεταλλάσσεται σε αυτόνομη πολιτική δύναμη, απλά εναλλάσσεται στη στρατιωτική κλίμακα ηγεσίας και γίνεται δημιουργός σειράς κινημάτων, πραξικοπημάτων και τεσσάρων δικτατορικών εκτροπών. Εκείνης του 1922 μετά την κατάρρευση μικρασιατικού μετώπου υπό τον Πλαστήρα, εκείνης του Πάγκαλου το 1926, την πρόσκαιρη του Κονδύλη το 1935 την αυτοχαρακτηριζόμενη ως «κοσμογονία» και τέλος εκείνη της 4ης Αυγούστου του 1936 με επικεφαλής τον Βασιλιά Γεώργιο Β΄ και εκτελεστικό του όργανο «ταπεινό του υπηρέτη» έναν αποτυχημένο πολιτικό με φασίζουσες ιδέες, τον Ιωάννη Μεταξά.

Φωτεινή εξαίρεση η ύπαρξη του μικρού κόμματος της «Δημοκρατικής Ένωσης», «Άγροτο-Εργατικό» στη συνέχεια, που με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου επιχειρεί μάταια όλη την μεσοπολεμική περίοδο να υπερβεί τον Διχασμό προβάλλοντας ένα θετικό κοινωνικό πρόγραμμα και μια σταθερή αξιακή προσήλωση στο Δημοκρατικό ιδεώδες.

Πάντως όλη την πρώτη μεσοπολεμική δεκαετία το στοιχείο που ανατρέπει την αμφίρροπη ισορροπία των δύο αστικών οικογενειών είναι η μαζική ένταξη των προσφυγικών πληθυσμών – υπερβαίνουν το ενάμιση εκατομμύριο – στην βενιζελική παράταξη, γεγονός που της επιτρέπει την αβίαστη διαχείριση της κυβέρνησης, τουλάχιστον μέχρι το 32, όπου οι συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στην οικονομικο-κοινωνική σφαίρα, καθώς και το Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας με την Τουρκική Δημοκρατία του 1930, με το οποίο τα όνειρα των προσφυγικών πληθυσμών για επιστροφή στις χαμένες πατρίδες ή έστω αποζημιώσεων για τις περιουσίες που εγκατέλειψαν, εξανεμίζονται μεταστρέφοντας μεγάλα τμήματα των προσφυγικών πληθυσμών αλλά και των μικροαστικών και εργατικών στρωμάτων, που έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση, προς την νέα πολιτική οικογένεια που την ίδια περίοδο έχει εμφανιστεί στην πολιτική μας σκηνή, εκείνη της Αριστεράς. Μιας Αριστεράς όμως η οποία επίσης δεν κατορθώνει παρά τις προθέσεις της και την αναμφίβολη ιδεολογικο-οργανωτική της ανωτερότητα, ν’ αποκτήσει απήχηση μαζικού κόμματος, τόσο στις σοσιαλιστικές και σοσιαλδημοκρατικές της εκφράσεις οι οποίες μένουν σχεδόν αποκλειστικά στο επίπεδο ενός περιθωριακού φαινομένου διανοουμένων που όπως παρατηρεί ο Ασημάκης Πανσέληνος «ήταν όλοι τους χωρίς οπαδούς και οι λίγοι οπαδοί σκόρπιοι χωρίς ηγέτες». Η προσπάθεια μετά το 1930 που οι κοινωνικές εξελίξεις δημιουργούσαν καλύτερους όρους δράσης ταξικών πολιτικών μορφωμάτων, συνένωσης όλων των σοσιαλιστικών δυνάμεων σε ένα Σοσιαλιστικό Κόμμα, δεν κατορθώνει να αποκτήσει ένα ιδιαίτερο βάρος στην πολιτική σκηνή, παρά την αναμφισβήτητη συμβολή των σοσιαλιστών στην απαρχή δημιουργίας μιας νέας κοινωνικής συνείδησης.

Όσο και στις κομμουνιστικές εκδοχές της, οι οποίες ενώ είναι οι μόνες που αποκτούν συγκρότηση οργανωμένου πολιτικού χώρου – όχι όμως και ενιαίας έκφρασης – δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα όρια μιας μεγάλης έστω ομάδας αμφισβήτησης. Παρ’ όλα αυτά η μεγαλύτερη συνιστώσα τους, το Κ.Κ.Ε. αποτελεί κατά την δεκαετία του ’30, ένα νέο υπαρκτό πολιτικό συντελεστή της πολιτικής σκηνής, που τα συμφέροντα τα οποία προσπαθεί να εκφράσει είναι θεμελιακά αντίθετα των δύο αστικών πολιτικών οικογενειών.

Η κυριαρχία πάντως όλη την μεσοπολεμική περίοδο των δύο αστικών πολιτικών οικογενειών, παραμένει αμείωτη όπως και η ενδοαστική φύση του διχασμού η οποία εκτός όλων των άλλων, δεν επιτρέπει την θεμελίωση ενός νέου θετικού ιδεολογικού λόγου αστικής ηγεμονίας, μετά την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας. Το κενό επιχειρεί να καλύψει ο αρνητικός όμως μύθος – μια που δεν υφίστανται πραγματικοί κοινωνικό-πολιτικοί λόγοι θεμελίωσής του – του «κομμουνιστικού κινδύνου». Η ανυπαρξία θετικού λόγου αστικής ηγεμονίας δεν επιτρέπει επίσης στην αβασίλευτη μεσοπολεμική δημοκρατία να υπερβεί την τυπική της μορφή και να αποκτήσει ένα στοιχειώδες κοινωνικό περιεχόμενο, ως προς τις καταπιεζόμενες κοινωνικές τάξεις, στρώματα και κοινωνικές κατηγορίες. Την εκτρέπει σε αλλεπάλληλα οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα, άγονους προσωπικού ανταγωνισμούς, παραστρατιωτικές οργανώσεις και ενδοστρατιωτικές φατρίες συχνές και αδιέξοδες εκλογικές αναμετρήσεις (7 βουλευτικές εκλογές με διαφορετικό εκλογικό σύστημα, 1 εκλογή γερουσιαστών, και δυο δημοψηφίσματα για το πολιτειακό), στρατιωτικές αναμείξεις μέσα από τις οποίες αναδύεται η ανικανότητα του αστικού πολιτικού κόσμου, να σταθεροποιήσει μια πολιτική διαχείριση ικανή να επιλύει τις οξυνόμενες κοινωνικές αντιφάσεις. Αντιφάσεις που γεννά την ίδια περίοδο το πέρασμα της οικονομίας από την Απλή Εμπορευματική Παραγωγή στην κυριαρχία του Καπιταλιστικού Τρόπου Παραγωγής σε συνθήκες πτώχευσης της χώρας, με αυξανόμενη ανεργία και μεγάλα τμήματα πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας, με δυσανάλογα αναπτυγμένους εμπορικο-μεσιτικούς και αντιπαραγωγικούς τομείς υπηρεσιών, παραδοσιακές μορφές πρωτογενούς αγροτικής παραγωγής, ταυτόχρονα με τη δημιουργία νέων βιομηχανικών και εμπορικών συμφερόντων και παλιών εφοπλιστικών παραγόντων, έντονα πελατειακά δίκτυα, με όλες τις κοινωνικές συνέπειες που αυτά τα μη αλληλοσυμπληρούμενα φαινόμενα συνεπάγονται. Μια καπιταλιστική κυριαρχία δομημένη μέσω του κράτους και του ελεγχόμενου τραπεζικού συστήματος σε μεγάλο βαθμό από αυτό, σε συνθήκες «θερμοκηπίου» – σύμφωνα με τον Ζολώτα – οι οποίες διατηρήθηκαν αναλλοίωτες μέχρι το 1960 και την απαρχή σύνδεσης της χώρας με την ΕΟΚ. Και όπως παρατηρεί ο συντηρητικός ιστορικός της περιόδου Γρηγόριος Δαφνής: «καθ’ όλην την περίοδο του Μεσοπολέμου, η ελληνική αστική τάξις, η οποία ευρίσκετο εις σημείον ακμής, προσεπάθησεν να αποκτήση ιδεολογικόν περιεχόμενον και να παρουσιάση συνοχήν και οργάνωσιν. Δεν το επέτυχεν».

Οι προσπάθειες υπέρβασης του Διχασμού με την Οικουμενική Κυβέρνηση όλων των αστικών πολιτικών μορφωμάτων του 1926, μετά τις πρώτες εκλογές με απλή αναλογική και χρήση ψηφοδελτίων, έχουν ήδη ναυαγήσει άλλωστε, με ευθύνη του ίδιου του Βενιζέλου ο οποίος για να επανέλθει στην πολιτική σκηνή από την αυτοεξορία του, δεν διστάζει να αναζωπυρώσει το διχασμό, αναμοχλεύοντας τον ανύπαρκτο τότε κίνδυνο επαναφοράς της μοναρχίας. Ο ίδιος βέβαια κλείνει τη ζωή του όπως είδαμε με την αναγνώριση της Βασιλείας προφανώς και λόγω του επερχόμενου πολέμου και της βρετανικής πολιτικής, το περίφημο δύο Β (Βασιλιάς – Βενιζέλος).

Πάντως η τεχνητή αναβίωση του Διχασμού σε πολιτικό επίπεδο κατορθώνει ν’ αποσπάσει τις κυριαρχούμενες τάξεις και στρώματα από τις συσσωρευμένες αντιφάσεις που γεννούν οι νέες συνθήκες, να εντάξει το μεγαλύτερο ποσοστό τους, στους κυρίαρχους μηχανισμούς πατρωνίας – πελατείας, μέσω της διαχείρισης του κρατικού μηχανήματος. Η πολιτική πάλη με αυτό τον τρόπο διεξάγεται με όρους συντήρησης του αστικού status – quo που δρα παράλληλα και ως μηχανισμός αποπροσανατολισμού και «μετάθεσης» των ταξικών συνειδητοποιήσεων.

Η κυριαρχία αυτών των αντιλήψεων και πρακτικών, έκφραση των κοινωνικών ιδιοτυπιών και των μορφών αλληλεπίδρασης μέσω του κράτους, τόσο των γενικότερων οικονομικών λειτουργιών όσο και των στενών ατομικών αναγκών, εξηγεί επίσης και το γιατί όλη την περίοδο της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας και σε αντίθεση με τις άλλες Ευρωπαϊκές και Βαλκανικές χώρες, δε δημιουργούνται στον νεοελληνικό κοινωνικό σχηματισμό μαζικά κινήματα αμφισβήτησης του κυρίαρχου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.

Οι φασιστικές και φασιστοειδείς κινήσεις – παρά την ίδια περίοδο κυρίαρχη εμφάνισή τους στη γηραιά Ήπειρο και την διάχυσή τους σε τμήματα του αστικού πολιτικού, στρατιωτικού και εκδοτικού προσωπικού – δεν ξεπερνούν τα όρια του γελοίου ούτε κατορθώνουν να μετουσιωθούν σε συγκεκριμένη πολιτική πρόταση. Εξαντλούνται σε οπερετικές τελετουργικές μιμήσεις και λεκτικές διακηρύξεις κυρίως ναζιστικών προτύπων και κάποιες απεχθείς ρατσιστικές εκδηλώσεις τοπικού χαρακτήρα, χωρίς πανελλαδικό χαρακτήρα.

Οι κινήσεις για δημιουργία αυτόνομου αγροτικού κινήματος – παρά τους αξιόλογους διανοουμένους που συσπειρώνουν – δεν κατορθώνουν επίσης να αποκτήσουν πανελλαδική εμβέλεια. Παραμένουν κινήσεις «από τα πάνω» με έντονη ιδεολογική ανομοιογένεια και ρευστότητα, κρίσεις και διασπάσεις.

Μέσα σε αυτό το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο η έρπουσα κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού αστικού συστήματος, όταν αρχίζει να αντιμετωπίζει μετά το 1932 μια αυξανόμενη κοινωνική πίεση από οργανωμένες εκφράσεις συνδικαλιστικές και πολιτικές εργατών και αγροτών και αμφιταλαντεύσεις της σταθερής πελατείας των μικροαστικών στρωμάτων, αδυνατεί να αντιληφθεί την υπέρβασή τους μέσα από ένα κοινωνικό δημοκρατικό όραμα όπως υποστηρίζει ο Αλ. Παπαναστασίου. Και οι δύο πολιτικές οικογένειες – με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις – οδηγούνται στην κυρίαρχη εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη αντίληψη ότι τις αντιφάσεις που δεν μπορεί να λύσει με δημοκρατικά μέσα η αστική κοινοβουλευτική διαχείριση μπορεί να τις υπερβεί δυναμικά ένας ισχυρός άνδρας με δικτατορικές εξουσίες, το περίφημο δόγμα – μύθο του Φύρερ Πρινσίπ. Ο χαρισματικός ηγέτης της φιλελεύθερης οικογένειας Ελ. Βενιζέλος το επιχειρεί με την πραξικοπηματική ενέργεια του κινήματος του ’35 και αποτυγχάνει. Η αντιβενιζελική οικογένεια δε διαθέτει χαρισματικό ηγέτη, διαθέτει όμως τον εξόριστο πραγματικό της αρχηγό τον Βασιλιά. «Ο εστεμμένος φελλός που δεν μπορεί να πωματίσει το κοινωνικό ηφαίστειο» σύμφωνα με τον εκδότη της «Καθημερινής» Γεώργιο Α. Βλάχο μετατρέπεται από τον ίδιο εκδότη σύντομα σε αναμενόμενο «Σωτήρα» του κοινωνικού καθεστώτος, που επανέρχεται έστω και με νόθο δημοψήφισμα – που παρά την αποχή βενιζελικών και αριστερών συγκεντρώνει το… 97,80% και 400 χιλιάδες περισσότερους ψηφοφόρους από τους εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους των τελευταίων βουλευτικών εκλογών του 1933(!), αλλά και με τις ευλογίες και των δύο πολιτικών κατά τα άλλα διχασμένων αστικών οικογενειών – με ελάχιστες τιμητικές εξαιρέσεις και πάλι ανάμεσά τους αξίζει να μνημονεύσουμε τον αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος Παναγή Τσαλδάρη – αναστέλλει το Σύνταγμα και εγκαθιστά μετά ένα μικρό δημοκρατικό διάλειμμα τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

Το πέρασμα από τη δημοκρατική αρχή σε ένα κράτος «Εκτάκτου Ανάγκης» επιβεβαιώνει την αδυναμία της πολιτικά διχασμένης αστικής τάξης να παίξει στο πολιτικό πεδίο – όπως δεν κατόρθωσε και στο κοινωνικό – παρά τις υπάρχουσες αντικειμενικές δυνατότητες, έναν αυτόνομο ρόλο εθνικής τάξης. Επιβεβαιώνει επίσης την διορατική πρόβλεψη του Αλέξανδρου Σβώλου ότι «το δημοκρατικόν και φιλελεύθερον πολίτευμα θα διέλθη δια της αρνήσεως του εαυτού του, πριν ή η εξέλιξις της κοινωνίας αγάγη προς την κοινωνικήν δημοκρατίαν. Διότι είναι φυσικόν η αστική τάξις να αμυνθή της υπεροχής της θέσεώς της καταφεύγουσα εν ανάγκη εις την έντασιν της κρατικής της επιβολής».

Κάτω από αυτό το πρίσμα πρόκειται για μια αναγκαστική επιλογή των κυριάρχων μερίδων της αστικής τάξης, απέναντι σε υπαρκτούς ή υποτιθέμενους – όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση – κινδύνους που την οδηγούν να παραιτηθεί από μια σειρά πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ακόμη και από το σύνολό τους, χωρίς βέβαια να χάσει το βασικό για την αστική τάξη δικαίωμα το οποίο αποτελεί και τον πυρήνα κάθε αστικής εξουσίας και το οποίο συνίσταται στη συνέχιση της ιδιοποίησης της παραγόμενης υπεραξίας. Απόδειξη η – χωρίς διαμαρτυρίες – άρση των Συνταγματικών Ελευθεριών από την Δικτατορία και η ψήφιση από την ίδια του πρώτου Αστικού Κώδικα της χώρας.

 

Υποσημείωση


 

[1] Το κείμενο βασίζεται στο βιβλίο μου (1999), Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία 1924-1935. Κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής σκηνής, 3η έκδοση, Πρόλογος Νίκου Σβορώνου, Αθήνα: Ιστορική βιβλιοθήκη, Θεμέλιο, όπου και η αντίστοιχη αναλυτική βιβλιογραφία.

 

Άλκης Ρήγος

 

Ομότιμος καθηγητής πολιτικής επιστήμης & ιστορίας,

Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών

 

Διαβάστε ακόμη:

Ύμνος στα Γαϊδούρια

$
0
0

Ύμνος στα Γαϊδούρια


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα»  ένα σύντομο αλλά διαφωτιστικό άρθρο του κυρίου Γιώργου Γάσια με θέμα: «Ύμνος στα Γαϊδούρια».

 

 

Ο όνος, γομάρι, γαϊδούρι, γαϊδαρέλι, γαϊδουρόπουλο ή απλά γάιδαρος, ποζάρει σε λιβάδι της Πάρου στο φωτογραφικό φακό. Φώτο: Εφημερίδα ΒΗΜΑ 18/11/2009. Επιλογή φωτογραφίας Αργολική Βιβλιοθήκη.

Το γαϊδούρι θα το αναγνωρίσουμε σε κάθε σημείο του πλανήτη αλλά τα καλύτερα γαϊδούρια βρίσκονται στα ζεστά κλίματα σύμφωνα με τους ειδήμονες. Το αιγυπτιακό ίσως είναι το ωραιότερο από όλα, μετά από αυτό έρχεται το περσικό και κατόπιν το κυπριακό. Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει παράλληλα και στο γαϊδούρι της Υεμένης που διακρίνεται για την ωραιότητα και την κορμοστασιά του. Από τα ευρωπαϊκά γαϊδούρια τα ωραιότερα είναι τα ισπανικά, τα ελληνικά και τα γαλλικά.

Στη χώρα μας διακρίνονται εκείνα της Αττικής, της Ζακύνθου, των Μεγάρων και των Τρικάλων. Σύμφωνα μάλιστα με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές στατιστικές, 380.000 περίπου γαϊδουριά καταγράφηκαν το 1929 και 480.000 το 1950. Το 2008 καταγράφηκαν 37.000 περίπου. Ακριβές νούμερο για την περσινή ή τη φετινή χρονιά δεν υπάρχει καθώς η στατιστική υπηρεσία της χώρας μας δεν έχει επεξεργαστεί τα δεδομένα της αγροτικής οικονομίας από το 2008 και μετά, παρόλο τον παροξυσμό των ΜΜΕ για την επιστροφή στο χωριό και την ανάπτυξη των γεωργικών δραστηριοτήτων ως αντίδοτο στη σημερινή κρίση.

Σε μελέτη πάντως που δημοσιεύτηκε το 1937 στο Δελτίο της Αγροτικής Τράπεζας με θέμα την αγελάδα και το γαϊδούρι ως αροτριώντα ζώα, το γαϊδούρι αναδείχθηκε ως το πλέον οικονομικό κατοικίδιο. Για την αγορά του και τη συντήρησή του, δηλαδή για την πληρωμή τοκοχρεωλύσιου στην ΑΤΕ, τα ασφάλιστρα, την διατροφή, το πετάλωμα, το σάγμα (σαμάρι), τα διορθώματα και τους ιμάντες ζεύξεως, κόστιζε 3 φορές λιγότερο σε σχέση με το άλογο. Συγκεκριμένα 2.000 δρχ. το χρόνο έναντι 6.000δρχ. Ο συντάκτης της μελέτης μάλιστα κατέληγε στο συμπέρασμα πως ο καλύτερος συνδυασμός για να έχει επάρκεια μια αγροτική οικογένεια με μικρο-εκμεταλλεύσεις είναι ο συνδυασμός αγελάδας-γαϊδουριού παρόλο που στη γεωργική στατιστική του 1934 τα γαϊδούρια καταγράφονταν στην κατηγορία των μη αροτριώντων ζώων.

Στο γαϊδούρι αξίζει πράγματι η πρώτη θέση μεταξύ των κατοικίδιων. Το γαϊδούρι είναι υπομονετικό, αντέχει στην κακουχία, στους κόπους και στις αρρώστιες ενώ διακρίνεται για την μεγάλη του ημερότητα. Αρκείται σε λίγα άχυρα και ξερόκλαδα για να τραφεί και η δύναμή του είναι ίσως το μεγαλύτερο προτέρημά του. Σηκώνει βάρη μεγαλύτερα από τον όγκο του και σχεδόν ποτέ δεν κοιμάται.

Προσφέρει επίσης το γάλα του, το οποίο είναι όμοιο στα συστατικά του με το γάλα της γυναίκας και για αυτό συνίσταται από τους γιατρούς για τα αδύνατα παιδιά και για όσους έχουν προσβληθεί από κοκκίτη ή είναι φθισικοί. Προτιμά να μη πιει νερό αν δεν είναι καθαρό και διαυγές, έχει ανεπτυγμένες τις αισθήσεις της ακοής, της όρασης και της όσφρησης. Το μνημονικό του επίσης είναι αρκετά ανεπτυγμένο. Γενικώς το γαϊδούρι θεωρείται πως είναι πνευματικώς κατώτερο από το άλογο. Αυτό δεν είναι σωστό. Γνωρίζει πολύ καλά να αναγνωρίζει τον κύριό του αλλά και τους δρόμους από τους οποίους περνά.

Αγαπά να κυλιέται κατά γης και γι’ αυτό έχει ανάγκη από ξυστρί για να καθαρίζεται το δέρμα του που πιάνει ακαθαρσίες και φράσσουν τους πόρους του. Ο στάβλος του πρέπει να είναι καθαρός στο δάπεδο διότι όταν είναι ακάθαρτο στέκεται διαρκώς όρθιο και συνεπώς κουράζεται. Το γαϊδούρι προσβάλλεται μόνο από πονόματο. Για να τον προλάβουμε πρέπει κάθε πρωί να πλένουμε το πρόσωπό του με λίγο χλιαρό νερό η με σαπουνάδα. Η καλή περιποίηση και η καθαριότητα, του ανοίγουν υπερβολικά την όρεξη δυναμώνει ακόμη περισσότερο κι αποκτά ανάστημα.

Στους μεγάλους πολέμους του 20ου αιώνα ολόκληρες πυροβολαρχίες μετακινούνταν αποκλειστικά από μεγαλόσωμα γαϊδούρια. Το μόνο που φόβιζε τους επικεφαλείς μοίραρχους στον πόλεμο ήταν ότι ογκανίζει κατά τις εχθροπραξίες. Κι όταν ένα άρχιζε να ογκανίζει, τότε άρχιζαν όλα μαζί μια συναυλία εκκωφαντική η οποία ήταν δυνατόν να προδώσει την θέση της πυροβολαρχίας, να ανατραπεί ο τακτικός σχεδιασμός και να έρθει ανάποδα ο ντουνιάς καθώς τα γαϊδούρια έχουν μια φήμη για το πείσμα τους. Αυτό οφείλεται στην ιδιαίτερα ανεπτυγμένη αίσθηση τους για αυτοσυντήρηση. Είναι δύσκολο να επιβάλουν ή να πιέσουν ένα γαϊδούρι να κάνει κάτι που το θεωρεί αντίθετο προς το συμφέρον ή την ασφάλεια του.

Ολοκληρώνοντας, σήμερα ίσως δεν έχουμε αντιληφθεί πως το γαϊδούρι δεν αποτελεί σημείο αναφοράς κατά τις επισκέψεις μας στην ύπαιθρο. Σύγχρονες τεχνικές και μηχανές φαίνεται πως έχουν παραμερίσει την αναγκαιότητα της χρήσης του με αποτέλεσμα να φθίνει σημαντικά ο αριθμός τους. Όταν όμως τα πράγματα σοβαρεύουν και η δουλειά πρέπει να γίνει έγκυρα και με απόλυτη ακρίβεια τα γαϊδούρια επιστρατεύονται για να δώσουν λύση. Σταχυολογώ και κλείνω την εισήγησή μου με μια είδηση που δημοσιεύτηκε στα τέλη του 2013 στο διαδίκτυο.

400 κιλά χασίς από την Αλβανία φορτωμένα σε γαϊδούρια εντόπισε η Ειδική Ομάδα Συνοριακής Φύλαξης Καστοριάς σε δύσβατη περιοχή στα σύνορα των δύο χωρών.

 

Πηγές – Βιβλιογραφία


 

  • Γεωργική και Κτηνοτροφική Στατιστική των ετών 1934, 1950, 2008.
  • Άρθρο, «Το Γαϊδούρι», Αγροτική Εγκυκλοπαίδεια, Α, 2, Αύγουστος 1934, σ.17-19.
  • Πασχάλης Τσαμπάσης, «Η αγελάς και ο όνος ως αροτριώντα», Δελτίον Αγροτικής Τραπέζης Ελλάδος, Τομ.Β – Τχ.1 Αθήναι, 1937, σ.43-69.
  • http :// radioflorina. blogspot . gr /2013/12/400. html, Τελευταία προσπέλαση 20/3/2014.

 

Γιώργος Γάσιας, «Ύμνος στα Γαϊδούρια»,

Αναπάντεχες Αφηγήσεις του Παρελθόντος, Νήσος/ΟΜΙΚ, 2015, σ.25-28.

Διασπάσεις και μεταλλάξεις του βενιζελικού χώρου τη δεκαετία του ’40. Η περίπτωση της Μακεδονίας

$
0
0

Διασπάσεις και μεταλλάξεις του βενιζελικού χώρου τη δεκαετία του ’40. Η περίπτωση της Μακεδονίας. Τάσος Χατζηαναστασίου στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.


 

Ο οπλαρχηγός Θεόδωρος Τσακιρίδης από την Μπάφρα του Πόντου. Επιλογή φωτογραφίας Αργολική Βιβλιοθήκη.

Θα ξεκινήσω από ένα συγκεκριμένο επεισόδιο, όπως μου το αφηγήθηκε ένας από τους νεότερους τότε, μόλις 16 χρονών στα τέλη Αυγούστου του 1944, αντάρτες της Νέας Μπάφρας Σερρών, ο Κωνσταντίνος Χατζηθεοδωρίδης (Δελή-Κώτσος), ανιψιός του οπλαρχηγού Θεόδωρου Τσακιρίδη. Το επεισόδιο διαδραματίζεται στο Παγγαίο όπου βρισκόταν το λημέρι των ανταρτών. Λίγο νωρίτερα είχε φτάσει από τη δυτική πλευρά του Στρυμόνα, ομάδα Ελλήνων αξιωματικών, μελών εθνικιστικών οργανώσεων της Θεσσαλονίκης για να αναλάβει τη στρατιωτική οργάνωση και εκπαίδευση των ανταρτών της βουλγαροκρατούμενης Μακεδονίας. Ο επικεφαλής των αξιωματικών, ο αντισυνταγματάρχης ΠΒ Αβδελάς Βασίλειος, φώναξε τον Δελή-Κώτσο και του είπε πως είχε μαζί του κονκάρδες με το βασιλικό στέμμα αλλά πώς να τα μοίραζε στους γνωστούς μέχρι τότε για τα αντιμοναρχικά τους αισθήματα, Ποντίους Μπαφραλήδες; «Εγώ θα τα μοιράσω!» του είπε αυθόρμητα ο έφηβος αντάρτης. Και πράγματι τα μοίρασε χωρίς να προκληθεί η παραμικρή αντίδραση. Αυτό το επεισόδιο που διασώζει η προφορική μαρτυρία του γερο-Μπάφραλη, ο οποίος διατηρούσε σε προχωρημένη ηλικία τα φιλοβασιλικά του αισθήματα, αποδίδει συμβολικά την μετάλλαξη ενός τμήματος των βενιζελικών προσφύγων σε φιλοβασιλικούς.

Οι Μπαφραίοι ή Μπαφραλήδες είναι Πόντιοι από την περιοχή της Μπάφρας ενός συμπλέγματος χωριών του Δυτικού Πόντου, με αυτό το όνομα ωστόσο συνήθως καλούνταν όλοι οι τουρκόφωνοι Πόντιοι ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη καταγωγή τους. Χαρακτηριστικό τους η πρόσφατη εμπειρία του ποντιακού αντάρτικου και των διωγμών που ακολούθησαν την αποχώρηση του ρωσικού στρατού από τον ανατολικό Πόντο. Μάλιστα, ένας σημαντικός αριθμός ποντιακών κοινοτήτων ουσιαστικά μεταφυτεύτηκαν από τον Πόντο στην Ελλάδα διατηρώντας την κοινωνική τους συγκρότηση υπό την άτυπη μεν αλλά πολύ ισχυρή παραδοσιακή τους ηγεσία, που συνήθως δεν ήταν άλλος από τον οπλαρχηγό τους στο αντάρτικο. Με λίγα λόγια πρόκειται για έναν πληθυσμό με ισχυρή πολεμική παράδοση.

Σε ό,τι αφορά την πολιτική τους τοποθέτηση, οι τουρκόφωνοι Πόντιοι παρέμεναν πιστοί στον βενιζελισμό ακόμη και τη δεκαετία του ’30 όταν ο επαναστάτης της Κρήτης αποτελούσε μία μακρινή ανάμνηση και είχε ήδη υπογράφει το σύμφωνο φιλίας Βενιζέλου – Κεμάλ. Η σταθερή αφοσίωση των Μπαφραίων στον Βενιζέλο εκδηλώθηκε στο τελευταίο βενιζελικό στρατιωτικό κίνημα, αυτό της 1ης Μαρτίου του 1935, όταν πήραν τα όπλα τους και παρατάχθηκαν στον Στρυμόνα για να αντιμετωπίσουν την επίθεση των φιλοβασιλικών κυβερνητικών στρατευμάτων.

Το φθινόπωρο του 1943, κι ενώ ολόκληρη η ανατολική πλευρά του Στρυμόνα στέναζε κάτω από το μάλλον σκληρότερο κατοχικό καθεστώς στην Ευρώπη, τη βουλγαρική κατοχή, οι Μπαφραλήδες αντάρτες με οπλαρχηγό τον μπάρμπα – Θόδωρο Τσακιρίδη, συμφώνησαν να αποτελέσουν ανεξάρτητο τμήμα συνεργαζόμενο με τον ΕΛΑΣ και δέχτηκαν στο λημέρι τους πολιτικό καθοδηγητή. Σε λιγότερο από έναν χρόνο, τον Αύγουστο του 1944, λίγες μέρες πριν από την απελευθέρωση, οι ίδιοι αντάρτες, θα υποδεχθούν στο Παγγαίο τους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς του ελληνικού στρατού σύμφωνα με το βρετανικό σχέδιο για την ένταξη όλων των μη εαμικών ανταρτικών ομάδων σ’ ένα συγκροτημένο ένοπλο σώμα για την αντιμετώπιση του ΕΛΑΣ στο πλαίσιο του αγώνα δρόμου για τη διαμόρφωση του μεταπολεμικού πολιτικού σκηνικού υπέρ των βρετανικών συμφερόντων.

Τα ερωτήματα που προκύπτουν από το παράδειγμά μας είναι τα εξής: μήπως το γεγονός αυτό είναι μεμονωμένο και αφορά αποκλειστικά την Νέα Μπάφρα Σερρών ή έχει γενικότερη ισχύ; Και το δεύτερο, και κυριότερο, και εφόσον ισχύει ως γενικό παράδειγμα, τι μεσολάβησε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα έτσι ώστε να προκληθεί αυτή η τόσο ριζική ιδεολογική μεταστροφή; Ή μήπως, εν τέλει, δεν πρόκειται για μεταστροφή, αλλά για μία φυσιολογική εξέλιξη εξαιτίας σταθερών ενδογενών χαρακτηριστικών των συγκεκριμένων κοινοτήτων που εκούσες άκουσες αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν τόσο στο διεθνές όσο και στο εθνικό περιβάλλον στη διάρκεια του Πολέμου και οι οποίες οδήγησαν σ’ έναν νέο εθνικό διχασμό με διαφορετικό περιεχόμενο και σύμβολα;…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης του κυρίου Τάσου Χατζηαναστασίου πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Διασπάσεις και μεταλλάξεις του βενιζελικού χώρου τη δεκαετία του _40. Η περίπτωση της Μακεδονίας

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Εκφάνσεις της γαλλοφωνίας στο Ναύπλιο του 19ου αιώνα

$
0
0

Εκφάνσεις της γαλλοφωνίας στο Ναύπλιο του 19ου αιώνα – Δέσποινα Προβατά 


 

Το Ναύπλιο, που εποικίζεται μαζικά κατά τα πρώτα κρίσιμα χρόνια του Αγώνα, αλλάζει γοργά όψη καθώς, μετά την αποχώρηση των Τούρκων, συρρέουν στην πόλη, από τα μέρη όπου μαινόταν ακόμη ο πόλεμος, πληθυσμοί που αναζητούσαν ασφαλές καταφύγιο. Η άφιξη του Καποδίστρια, η εγκατάσταση της πρώτης κυβέρνησης και αργότερα η έλευση του Όθωνα και της Αντιβασιλείας, καθιστούν το Ναύπλιο διοικητικό, οικονομικό, εμπορικό, στρατιωτικό και πνευματικό κέντρο του νεοσύστατου κράτους. Στα χωρίς λιθόστρωτο σοκάκια, «στας στενάς, ανωμάλους και βορβορώδεις» οδούς της πόλης, που περιγράφει ο Νικόλαoς Δραγούμης (Δραγούμης, 1973: 95), διασταυρώνεται ένα ετερόκλητο πλήθος Ελλήνων και ξένων: πρόσφυγες από εμπόλεμες περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας, έλληνες και ξένοι ναυτικοί, στρατιώτες, έμποροι και εκπρόσωποι των μεγάλων δυνάμεων, Φαναριώτες και τυχοδιώκτες αμφιβόλου προελεύσεως, συνθέτουν το ιδιότυπο πληθυσμιακό μωσαϊκό της πρώτης πρωτεύουσας της Ελλάδας. Η παλιά οθωμανική πόλη παραχωρεί έτσι σταδιακά τη θέση της σε μια νέα πόλη, που αναζητά την ευρωπαϊκή της φυσιογνωμία.

Σ’ αυτό το γοργά μεταλλασσόμενο πολυγλωσσικό και πολυπολιτισμικό περιβάλλον, οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, αλλά και οι ανάγκες επικοινωνίας που επέβαλε η εμπορική δραστηριότητα που ανέπτυσσε η πόλη, ανέδειξαν την ανάγκη για τη χρήση μιας γλώσσας κοινής σε όλους. H συνεχής παρουσία στην πόλη αντιπροσώπων και στρατιωτικών των ξένων δυνάμεων, η σταδιακή ανάπτυξη της εμπορικής και ναυτικής επικοινωνίας του Ναυπλίου με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και η κοινωνική ζωή που διαμορφώνεται εκεί από τους δυτικοθρεμμένους και γαλλόφωνους Φαναριώτες, ευνοούν – όπως ήταν φυσικό – την υιοθέτηση της γαλλικής γλώσσας, που είχε επικρατήσει ως lingua franca στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Στην παρούσα ανακοίνωση, θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε τις ποικίλες εκφάνσεις της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της πόλης, που επιβεβαιώνουν την ισχυρή παρουσία της γαλλικής γλώσσας και παιδείας στο Ναύπλιο του 19ου αιώνα.

Ποιοι είναι, όμως, οι παράγοντες που ευνοούν τη διάδοση και επικράτηση μιας ξένης γλώσσας – και εν προκειμένω της γαλλικής – έξω από τη χώρα που τη γέννησε; Γιατί και πώς κατόρθωσε η γαλλική να επιβληθεί έναντι των άλλων γλωσσών που ομιλούνταν παράλληλα; Επιχειρώντας να σχηματοποιήσει αυτούς τους παράγοντες, ο Frijhoff δανείζεται τους οικονομικούς όρους της προσφοράς και ζήτησης, επισημαίνοντας ότι η έναρξη του διαπολιτισμικού διαλόγου διευκολύνεται καταρχάς από την ύπαρξη μιας γλωσσικής κοινότητας φυσικών ομιλητών, η οποία μιλάει και διαδίδει τη γλώσσα σ’ έναν ξένο τόπο. Απέναντι σε αυτή την προσφορά της ξένης γλώσσας αναπτύσσεται η ζήτηση που γεννάται όταν η συστηματική χρήση μιας άλλης γλώσσας, πέρα από την τοπική, υπαγορεύεται από λόγους πολιτικούς, οικονομικούς ή και κοινωνικούς. Για να εδραιωθεί, όμως, μια γλώσσα σ’ ένα ξένο πολιτισμικό περιβάλλον, θα πρέπει να υπάρχουν κατάλληλες υποδομές αλλά και τα μέσα που θα ενισχύσουν τη διάδοσή της: δάσκαλοι, σχολεία και εγχειρίδια κατάλληλα για την εκμάθησή της. Είναι, τέλος, καθοριστικός ο ρόλος της κοινωνίας: πρέπει να είναι δεκτική στη χρήση της ξένης γλώσσας και να την υιοθετεί, όχι μόνο για ιδιωτική χρήση, αλλά να τη χρησιμοποιεί και στον δημόσιο βίο, γράφοντας και δημοσιεύοντας κείμενα στη γλώσσα του Άλλου (Frijhoff, 2013: 143-144).

 

Η γαλλική παρουσία στο Ναύπλιο

 

Ο Ανρί ντε Ρινί, γνωστός στην Ελλάδα ως Δεριγνύ (Marie Henri Daniel Gauthier, comte de Rigny, 1782 – 1835). Κατά την Επανάσταση υπηρετούσε στα ελληνικά ύδατα και βοήθησε, όσο μπορούσε πάσχοντες Έλληνες. Κατά την ναυμαχία του Ναβαρίνου ηγείτο του γαλλικού στόλου. Αργότερα, διετέλεσε υπουργός Ναυτικών και Εξωτερικών.

Είναι γνωστό το πολύπλευρο γαλλικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα κατά την περίοδο της Επανάστασης, αλλά και μετά την ίδρυση του κράτους, όπως είναι επίσης γνωστός ο ρόλος των γάλλων φιλελλήνων στην έκβαση του Αγώνα και ιδιαιτέρως η συμβολή του Δεριγνύ, του Φαβιέρου και του Μαιζώνος στην ελληνική υπόθεση.

Πέρα όμως από αυτές τις επιφανείς προσωπικότητες, τα χνάρια των οποίων εύκολα μπορούμε να ακολουθήσουμε, η παρουσία γάλλων πολιτών στο Ναύπλιο του 19ου αιώνα, όσο προφανής κι αν είναι δεδομένων των ιδιαίτερων μετεπαναστατικών συνθηκών, εντούτοις δεν μπορεί να αποτιμηθεί με ακρίβεια μιας και δεν διαθέτουμε συγκεκριμένες δημογραφικές μελέτες για την εθνική καταγωγή των κατοίκων, μονίμων ή μη, της πόλης.

Ωστόσο, ορισμένες ομάδες Γάλλων που βρέθηκαν και έζησαν για περιορισμένο διάστημα στο Ναύπλιο, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια, ενίσχυσαν, με την εκεί παρουσία τους, τη χρήση της γαλλικής γλώσσας στις καθημερινές συναναστροφές.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος, το οποίο, ενώ στρατοπέδευε στην Πελοπόννησο, κλήθηκε το 1832 να συνδράμει την Κυβέρνηση, η οποία αδυνατούσε να φυλάξει τα φρούρια του Ναυπλίου μετά τη λιποταξία των τακτικών στρατιωτών (Λαμπρυνίδης, 2001: 301). Η γαλλική φρουρά, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Guil laume Corbet (1779-1842), μέλους του εκστρατευτικού σώματος του Μωρέως, εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και ανέλαβε τη φύλαξη και την αποκατάσταση της τάξης. Η ομάδα αυτή των 1.200 στρατιωτών δεν πέρασε απαρατήρητη σε μια πόλη που αριθμούσε τότε μόλις 2.560 οικογένειες (Μπουτζουβή – Μπανιά, 1986: 108). Η άφιξη των Γάλλων γιορτάστηκε με λαμπρό συμπόσιο κατά τη διάρκεια του οποίου παιάνιζαν εναλλάξ ελληνική και γαλλική μουσική, ενώ στο Παλαμήδι, η γαλλική σημαία κυμάτιζε δίπλα στην κυανόλευκη, αφού προηγουμένως είχε εκτοπίσει τις σημαίες των άλλων δύο δυνάμεων (Λαμπρυνίδης, 2001: 301). Στο σύντομο χρονικό διάστημα όπου παρέμειναν στην πόλη, οι γάλλοι στρατιώτες μετέφεραν το επαναστατικό πνεύμα που είχε συνεπάρει τους Γάλλους δημοκράτες στη διάρκεια της Ιουλιανής Επανάστασης του 1830: στις 16/28 Ιουλίου γάλλοι στρατιώτες και πληρώματα γαλλικών πλοίων γιόρτασαν με πανηγυρικό τρόπο την επέτειο της εξέγερσης, που σήμανε την πτώση των Βουρβώνων και το οριστικό τέλος του Παλαιού καθεστώτος, προσφέροντας παράλληλα στους ναυπλιώτες ένα πρωτόγνωρο γι’ αυτούς θέαμα με πυροτεχνήματα (Λαμπρυνίδης, 2001: 301). [1]

Henri de Saint-Simon (1760 – 1825). Γάλλος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, ένας από τους πρωτοπόρους των σοσιαλιστικών ιδεών.

Σημαντικότερο ίχνος, όμως, στην πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ζωή του Ναυπλίου, αλλά και της χώρας εν γένει, άφησε μια ομάδα γάλλων σαινσιμονιστών που βρήκε φιλόξενο καταφύγιο στο μετεπαναστατικό Ναύπλιο. O François  Graillard ήταν ο πρώτος φορέας των σαινσιμονικών αντιλήψεων που βρέθηκε στην Ελλάδα ήδη από τον Νοέμβριο του 1821 (Δημακοπούλου, 1979. Προβατά, 2006:149-154). Έλαβε μέρος σε σημαντικές μάχες του Αγώνα στο πλευρό του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και κατόπιν του Δημητρίου Υψηλάντη. Διοικητής στη συνέχεια του νεοσύστατου σώματος της χωροφυλακής (1833), ο Graillard υπέβαλε ένα υπόμνημα προς τον Όθωνα με τίτλο Memoire sur le develop pement de la civilisation hellenique mo derne. Στο υπόμνημα αυτό, ο Graillard ενστερνίζεται τις απόψεις του Saint-Simon για την αναδιοργάνωση της ευρωπαϊκής κοινωνίας και, αντλώντας από τη θεωρία του γάλλου στοχαστή, εκθέτει τη θεωρία του για τον εκσυγχρονισμό των παραγωγικών δραστηριοτήτων, ενώ καταθέτει και μια ολοκληρωμένη πρόταση συγκεκριμένης πολιτικής στρατηγικής, ώστε να «ξαναβρεί η σύγχρονη Ελλάδα στον πολιτισμό του μέλλοντος τη θέση του πρωτοπόρου που κατείχε στον αρχαίο πολιτισμό». (Δημακοπούλου, 1979: 432).

Τα χνάρια του Graillard ακολούθησε κατόπιν ο Etienne Marin Bailly, προσωπικός γιατρός και πιστός φίλος του Saint-Simon, που φτάνει στην πόλη το 1825, λίγο μετά τον θάνατο του γάλλου φιλόσοφου και στοχαστή. Εμφορούμενος από τον ενθουσιασμό που εμφυσούσε η βεβαιότητα των σαινσιμονιστών ότι επιτελούν αποστολικό έργο, ο Bailly είχε αποδεχθεί την πρόταση του φιλελληνικού κομιτάτου να συνδράμει με τις γνώσεις του στην οργάνωση ενός συστήματος περίθαλψης στην ερειπωμένη Ελλάδα. Πίστευε ότι με αυτόν τον τρόπο θα συνέβαλε στη ριζική αναδιοργάνωση της κοινωνίας, που αποτελούσε, άλλωστε, το ύψιστο ζητούμενο για τους σαινσιμονιστές. Χάρη στις άοκνες προσπάθειες του Bailly, μεταφέρονται στη χώρα πολύτιμες ιατρικές γνώσεις, που συνέτειναν στη σταδιακή αποτίναξη παραδοσιακών ιατρικών αντιλήψεων. Πέρα από το ευρέως αναγνωρισμένο έργο που προσέφερε στον χώρο της δημόσιας υγείας – μεταξύ άλλων, σώζοντας το Ναύπλιο από μια τρομερή επιδημία τυφοειδούς πυρετού το 1825 –, ο Bailly εργάστηκε παράλληλα συστηματικά, κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στη χώρα, υπέρ των γαλλικών συμφερόντων (Προβατά, 2008: 55-68).

Μετά το 1832, όταν εκδιώχθηκαν από τη Γαλλία οι σαινσιμονιστές, μια μικρή ομάδα, με αρχηγό τον Gustave d’ Eichthal, κατέληξε κι αυτή στο Ναύπλιο. Όπως αναφέρει ο d’ Eichthal σε επιστολή του, την ίδια περίοδο βρίσκονταν στο Ναύπλιο, εκτός από τον François Graillard, και οι Victor Bertrand, Jourdan και Delaury, τους οποίους είχε βοηθήσει να βρουν εργασία και να εγκατασταθούν στην πόλη (Προβατά, 2006: 149). Στο παρθένο έδαφος της μετεπαναστατικής Ελλάδας, πίστευαν ότι θα βρουν τις κατάλληλες συνθήκες προκειμένου να υλοποιήσουν το ουτοπικό όραμά τους. Η παρουσία τους στην πόλη προκαλεί όμως την ανησυχία της Αντιβασιλείας, που κατηγορεί τον d’ Eichthal ότι συμμετέχει σε μυστικές συνεδριάσεις σαινσιμονιστών στο Ναύπλιο. Χωρίς να μπορεί να τεκμηριωθεί αυτή η κατηγορία, το βέβαιο είναι ότι η ομάδα των γάλλων σαινσιμονιστών διατηρούσε κοινωνικές σχέσεις με επιφανείς οικογένειες του Ναυπλίου και πρωτοστατούσε στις πολιτικές ζυμώσεις της πόλης. O Bailly, για παράδειγμα, συνεργαζόταν με τον Νικόλαο Σπηλιάδη (Σπηλιάδου, 2007:106-107) και συνδεόταν μεταξύ άλλων με τους Δ. Υψηλάντη, Κ. Καρατζά, Α. Μαυροκορδάτο, Ν. Σκούφο. Σπ. Τρικούπη (Προβατά, 2008: 71-72), ενώ ο d’Eichthal συνδεόταν με προσωπική φιλία με τον Ι. Κωλέττη. Αλλά και με τους Σούτσους είχαν, καθώς φαίνεται, επαφές οι σαινσιμονιστές: όπως έχει επισημάνει ο Νάσος Βαγενάς, τα άρθρα στην εφ. Ήλιος που εξέδιδε ο Παναγιώτης Σούτσος στο Ναύπλιο – και που δεν γράφτηκαν ασφαλώς όλα από τον ίδιο – αναπαράγουν ορισμένες από τις ιδέες του Saint-Simon. Η εφημερίδα φιλοξενεί επίσης σαινσιμονικά άρθρα του Φραγκίσκου Πυλαρινού, του θεωρούμενου πρώτου έλληνα σοσιαλιστή (Βαγενάς, 1997: 43-46).

Η παρουσία αυτών, αλλά ενδεχομένως και άλλων Γάλλων στην πόλη, ευνοεί, όπως είναι φυσικό, τη χρήση της γαλλικής γλώσσας. Θα μπορούσαμε μάλιστα να υποθέσουμε ότι στο νέο αυτό εξευρωπαϊσμένο κοινωνικό περιβάλλον του Ναυπλίου – όπου μονοπωλεί το ενδιαφέρον το κλειδοκύμβαλο της οικίας Καρατζά –, στις εσπερίδες και χορούς που διοργανώνονται στα σαλόνια των ελληνικών οικογενειών (Ταμπάκη, 2009: 8-9), στα μέρη δηλαδή όπου συναντούνται Έλληνες και Ευρωπαίοι κάτοικοι της πόλης, η γαλλική χρησιμοποιείται ως κοινή γλώσσα επικοινωνίας. Μάλιστα, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, που είχε ζήσει για ένα διάστημα στην πόλη, περιγράφει στα Απομνημονεύματά του ότι μια ευχάριστη διασκέδαση στην οικία του Δημητρίου Καλλέργη ήταν η οργάνωση παραστάσεων γαλλικών θεατρικών έργων (Ραγκαβής, 1894: 275-276). Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι και οι ίδιες οι πολιτικές συνθήκες ευνοούν τη χρήση της γαλλικής γλώσσας. Η έλευση του Καποδίστρια στη χώρα και η προσπάθεια αναγνώρισης του ελληνικού κράτους ως ισότιμου μεταξύ των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, επιβάλλει τη χρήση της Γαλλικής στη διπλωματική αλληλογραφία. Άλλωστε και ο ίδιος ο Κυβερνήτης συντάσσει τις επίσημες αλλά και ιδιωτικές επιστολές του στα γαλλικά (Γκίνη-Μέξα, τ. α΄, 43, αρ 3471). Αλλά και αργότερα, κατά την οθωνική περίοδο, η γαλλική θα αποτελέσει τη γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ παλατιού και Ελλήνων.

 

Η γαλλική γλώσσα στην εκπαίδευση

 

Σε ένα παρόμοιο κλίμα είναι επόμενο να υπάρχει αυξημένη ζήτηση για την εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας, πολλώ δε μάλλον που το αίτημα για τη διδασκαλία της γαλλικής είχε διατυπωθεί με τον πλέον επίσημο τρόπο από την Πελοποννησιακή Γερουσία ήδη από το 1822 (Δημαράς, 1973: 4-5). Στο Ναύπλιο, η άρχουσα τάξη εξακολουθεί να προτιμά την κατ’ οίκον διδασκαλία, προσλαμβάνοντας για τα τέκνα της έλληνες και γάλλους καθηγητές. Έτσι, ο Ραγκαβής δίδασκε γαλλικά στις τρεις κόρες του Ιωάννη Ταβακόπουλου (Ραγκαβής, 1894: 263) και ο γάλλος σαινσιμονιστής Delaury παρέδιδε μαθήματα γαλλικών για να ζήσει (Emerit, 1975: 244). Σύντομα, ωστόσο, η γαλλική γλώσσα εισάγεται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, καταλαμβάνοντας μάλιστα εξέχουσα θέση.

Αδαμάντιος Κοραής. Διδάσκαλος του Γένους, πρωτεργάτης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ελαιογραφία (Ληξούρι Κεφαλονιάς, Ιακωβάτειος Βιβλιοθήκη).

Πολλοί λόγιοι είχαν διατυπώσει απόψεις για τη σημασία της γαλλικής γλώσσας για την πνευματική ανόρθωση του γένους και τη χρησιμότητά της για την ανασυγκρότησή του. Ο Henri-Auguste Dutrτne, στενός συνεργάτης του Καποδίστρια, πίστευε ότι, μετά τις πρακτικές γνώσεις, η γνώση της γαλλικής, της γλώσσας που θεωρούσε ως τη λιγότερο ατελή γλώσσα, την πλέον κοινή και άρα την πιο χρήσιμη, ήταν το πλέον απαραίτητο εφόδιο για τους νεαρούς Έλληνες (Δημαράς, 1973:20-22). Ο Αδαμάντιος Κοραής, που συνέδεε τη γαλλομάθεια με το αγαθό της ελευθερίας, είχε μάλιστα υποστηρίξει ότι τα στελέχη της νεοσυσταθείσας δημόσιας διοίκησης έπρεπε, παράλληλα με τα αρχαία ελληνικά, να ομιλούν και τη γαλλική γλώσσα (Κοραής, 1933: 43-44). Μάλιστα, ο Dutrτne κοινοποίησε το 1828 μια επιστολή «Προς τους Έλληνας πάσης τάξεως, και μάλιστα τους ενδεείς», στην οποία εκδήλωνε την πρόθεσή του να διδάξει αμισθί τη γαλλική γλώσσα σε ελληνόπουλα 10-15 ετών (Γενική εφημερίς της Ελλάδος, αρ.φ. 15, 29/2/1828), πρόταση που απ’ ό,τι φαίνεται δεν υλοποιήθηκε ποτέ (Γενική εφημερίς της Ελλάδος, αρ.φ. 21, 18/4/1828).

Προς το τέλος του 1830 ή τις αρχές του 1831, η Γαλλίδα Charlotte de Volmerange ίδρυσε στο Ναύπλιο ένα Ανώτερο σχολείο θηλέων, στο οποίο θυγατέρες εύπορων οικογενειών της πόλης και υπότροφες του ελληνικού κράτους μάθαιναν, μεταξύ άλλων, τη γαλλική γλώσσα. Σύμφωνα δε με την παιδαγωγική πρακτική παρθεναγωγείων του εξωτερικού, όπου η γαλλική διδάσκονταν ως δεύτερη ή ως ξένη γλώσσα, στο εκπαιδευτήριο της Volmerange η διδασκαλία του εργόχειρου και της ραπτικής γινόταν από γαλλόφωνη παιδαγωγό («Projet de maison d’ Εducation de jeunes demoiselles sous la direction deMadame de Volmerange», f. 10).

Το Γυμνάσιο του Ναυπλίου, που ιδρύθηκε το 1833, είναι από τα πρώτα εκπαιδευτικά ιδρύματα (μαζί με το κεντρικό Σχολείο της Αίγινας και το Γυμνάσιο της Ερμούπολης, που ιδρύθηκαν το 1829 και 1833 αντιστοίχως) όπου διδάσκεται η γαλλική γλώσσα επισήμως. Στο Γυμνάσιο Ναυπλίου δίδαξαν γαλλικά επιφανείς προσωπικότητες: ο Ιωάννης Βενθύλος (1804-1854), μέλος της επιτροπής παιδείας που είχε συστήσει ο Καποδίστριας και μετέπειτα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ο Ιωάννης Καρασούτσας, ο λυρικός αυτόχειρας της Αθηναϊκής Σχολής. Για τις ανάγκες διδασκαλίας της γλώσσας εκδόθηκε, μάλιστα, το 1831 σε μετάφραση του Σ. Α. Παππά και κατάλληλα διασκευασμένο ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ελλήνων μαθητών το εγχειρίδιο του Lhomond Στοιχεία της Γαλλικής Γραμματικής [Elements de la Grammaire francaise], ένα από τα πλέον χρησιμοποιημένα διδακτικά εγχειρίδια της γαλλικής τόσο στη Γαλλία όσο και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Μια δεκαετία αργότερα, το 1842, ο Κ. Τόμπρας εξέδωσε στο Ναύπλιο το Αλφαβητάριον Γαλλικόν / Αbecedaire Francais, που χρησιμοποιήθηκε κι αυτό για τις ανάγκες της διδασκαλίας της γαλλικής γλώσσας.

Η μεγάλη σημασία, όμως, που αποδίδεται από την τοπική κοινωνία στη διδασκαλία της γαλλικής από γαλλόφωνους καθηγητές είχε ως αποτέλεσμα να επιλέγονται συχνά πρόσωπα ακατάλληλα για την εκπαίδευση, που με την αμάθεια, την ανεπάρκεια και την παντελή έλλειψη μεθόδου διδασκαλίας, μάλλον υπονόμευσαν παρά υπηρέτησαν τον στόχο του μαθήματος. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο Γάλλος Taque, ένας πρώην δεκανέας και πρώην διδάσκαλος του χορού και της ξιφασκίας, ο οποίος διορίστηκε τον Απρίλιο του 1841 καθηγητής γαλλικών στο Γυμνάσιο Ναυπλίου (Αντωνίου, 2012: 347-348). Είχε, μάλιστα, ζητήσει άδεια για να ιδρύσει, μαζί με τη σύζυγό του, ένα παρθεναγωγείο με εσωτερικές μαθήτριες, σχέδιο που τελικά δεν ευοδώθηκε (Αντωνίου, 2009: 85). Αντιθέτως, η ανεπάρκεια του Taque προκάλεσε αντιδράσεις και κατηγορήθηκε ότι «κατήντησεν ηθικώς μεν ύποπτος εις τους πολίτας, μισητός δε εις τους μαθητάς δια την οκνηρίαν του και την ολίγην ίσως εις το διδάσκειν ικανότητα» (Αντωνίου 2012: 347).

Ανάλογη περίπτωση καταγράφεται στο ίδιο Γυμνάσιο το 1847, όταν ο καθηγητής της γαλλικής Loque, λόγω της παντελούς άγνοιας της ελληνικής γλώσσας και της αδόκιμου μεθόδου διδασκαλίας που εφάρμοζε, «γίνεται αυτός καθ’ εαυτόν παραίτιος γέλωτος, θορύβου, επομένως δε αταξιών και δυσαρεσκειών» (Παπαγεωργίου-Προβατά, 1994: 48), γεγονός που ανάγκασε τον Γυμνασιάρχη να ζητήσει τη μετάθεσή του (Αντωνίου, 2012: 347).

Παρά τις όποιες πρακτικές δυσκολίες και τις επικρίσεις που διατυπώθηκαν, η γαλλική επικράτησε ως πρώτη ξένη γλώσσα ακόμα και στο βαυαροκρατούμενο Ναύπλιο, όπου είχε παράλληλα εισαχθεί – για ευνόητους λόγους πολιτικής σκοπιμότητας – και η διδασκαλία της γερμανικής. Επειδή, όμως, οι μαθητές δεν παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τα μαθήματα της γερμανικής γλώσσας, η διδασκαλία της ατόνησε και εν τέλει καταργήθηκε (Δεμοίρου, 1939: 25).

 

Εφημερίδες, τυπογραφεία, βιβλία

 

Η παρουσία Γάλλων και άλλων ξένων στην πόλη, από τη μια, και η ανάγκη ενημέρωσης της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για τα κρίσιμα ζητήματα που αντιμετώπιζε ο ελληνισμός, από την άλλη, αλλά και η εκκόλαψη μιας νέας γενιάς γαλλομαθών Ελλήνων, ευνόησαν την έκδοση εφημερίδων στη γαλλική γλώσσα. Έτσι, στο Ναύπλιο εκδόθηκαν στη διάρκεια του 19ου αιώνα συνολικά πέντε γαλλόγλωσσες εφημερίδες: μία αμιγώς γαλλόφωνη, Le Moniteur grec, και τέσσερις δίγλωσσες γραμμένες σε ελληνική και γαλλική γλώσσα: Le Miroir Grec, Εποχή/ LEpoque, Εθνική/ Le National, Ο Σωτήρ/Le Sauveur. Η ύλη αυτών των φύλλων περιελάμβανε δύο βασικές ενότητες, εσωτερικές και εξωτερικές ειδήσεις. Πηγές για τις εξωτερικές ειδήσεις ήταν οι μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες που εκδίδονταν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (Παρίσι, Μόναχο, Λονδίνο, Πετρούπολη). Την ύλη συμπλήρωναν, αναλόγως με το έντυπο, οι επίσημες κυβερνητικές αποφάσεις, ποικίλες ειδήσεις πρακτικού ενδιαφέροντος ή ακόμα και άρθρα εγκυκλοπαιδικού περιεχομένου, που στόχευαν στη διάχυση εκλαϊκευμένης γνώσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εφημερίδες αυτές διαβάζονταν τόσο στην επαρχία και τη νησιωτική χώρα όσο και στο εξωτερικό. [2]

Η πρώτη εφημερίδα που κυκλοφόρησε στο Ναύπλιο σε γαλλική γλώσσα τον Μάιο του 1832 ήταν ο Ελληνικός Καθρέπτης / Le Miroir Grec. Τη δίγλωσση αυτή εβδομαδιαία τετρασέλιδη εφημερίδα εξέδιδαν ο Λευκαδίτης ιατροδιδάσκαλος Ανδρέας Παπαδόπουλος Βρετός και ο Γεώργιος Αλ. Ράλλης. Οι αναγνώστες του Ελληνικού Καθρέπτη είχαν τη δυνατότητα να διαβάζουν άρθρα φιλολογικού περιεχομένου, καθώς και ποικίλες ειδήσεις πρακτικού περιεχομένου.

Εκτός όμως από τη γενικότερη ανάγκη ενημέρωσης του γαλλόφωνου και ξένου αναγνωστικού κοινού, οι γαλλόφωνες εφημερίδες εξυπηρέτησαν και τις ανάγκες του κρατικού μηχανισμού. Η ελληνική κυβέρνηση που είχε συναισθανθεί νωρίς τη δύναμη του τύπου αξιοποίησε τη δυνατότητα που της παρείχε να σφυρηλατεί μια θετική εικόνα της χώρας, μέσω μιας προσεκτικά επιλεγμένης αρθρογραφίας. Τον ρόλο αυτό έπαιξε αρχικά η εφημερίδα Le Courrier de la Grece, που εκδιδόταν στην Αίγινα από το «γαλλικό τμήμα» της Εθνικής τυπογραφίας. Όμως μετά τη διακοπή της έκδοσης του Le Courrier de la Grece τον Φεβρουάριο του 1832, τον ρόλο επίσημου κρατικού οργάνου ανέλαβε ο Moniteur grec, μία αμιγώς γαλλόφωνη εφημερίδα, που εκδιδόταν στο Ναύπλιο από τον Ιούλιο 1832 έως τον Ιανουάριο 1833. Υπεύθυνος του τυπογραφείου ήταν ο Γάλλος Lιon Badin – που είχε μάλιστα προηγουμένως την ευθύνη έκδοσης του Courrier de la Grece – και υπεύθυνος σύνταξης ήταν ο Κ. Δ. Σχινάς, που αργότερα αντικαταστάθηκε από τον Σπ. Τρικούπη όταν θεωρήθηκε ότι δημοσίευσε άρθρα «ασυμβίβαστα με το πνεύμα της κυβερνήσεως». Κι αυτό γιατί ο Moniteur grec, μολονότι ήταν κυβερνητική έκδοση, προσπάθησε να διαφοροποιηθεί από τις προηγούμενες γαλλόγλωσσες εφημερίδες που υπηρετούσαν αυστηρά τα κυβερνητικά συμφέροντα, και να τηρήσει μια πιο ουδέτερη στάση. Όπως ρητά αναφέρεται στην Προκήρυξη της έκδοσης ο Moniteur grec:

 

«Δεν θα έχει πλέον τον σκοπό να αλλοιώνει τις πράξεις των ανθρώπων των οποίων οι απόψεις δεν είναι σύμφωνες με εκείνες της κυβέρνησης∙ δεν προτίθεται να εκθειάζει αδιακρίτως όλες τις πράξεις που απορρέουν από την ανώτατη εξουσία ή τους εκπροσώπους της. […] [Προτίθεται] να εκθέτει τα γεγονότα όπως πραγματικά γίνονται∙ να μη λέγεται κάτι περισσότερο ή λιγότερο απ’ ό,τι υπάρχει∙ να ενημερώνει το ευρωπαϊκό κοινό για την κατάσταση στην Ελλάδα με πιστή εξιστόρηση των γεγονότων» (Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου, 2008, τ. 4: 435).

 

Το 1834 αρχίζουν την έκδοσή τους τρεις άλλες δίγλωσσες εφημερίδες: Ο Σωτήρ / Le Sauveur, H Εποχή / L’Epoque και η Εθνική / Le National. O Σωτήρ, δημοσιογραφικό όργανο του Κωλέττη και ημιεπίσημο κυβερνητικό φύλλο, εκδιδόταν από τον Νικόλαο Σκούφο που είχε μάλιστα προσλάβει, για τη σύνταξη των γαλλικών κειμένων, τον Jourdan, ένα από τα μέλη της ομάδας των σαινσιμονιστών. Στους αντίποδες του Σωτήρα, η Εθνική ήταν όργανο του Άρμανσμπεργκ, που τη χρησιμοποιούσε για να πλήξει τον Κωλέττη. Η Εποχή, τέλος, εξέφραζε απόψεις που πλησίαζαν την καποδιστριακή πολιτική, αν και κατά τη διάρκεια της έκδοσής της το ρωσόφιλο κόμμα των Ναπαίων είχε ουσιαστικά διαλυθεί.

Πέρα όμως από τα γαλλόφωνα φύλλα που εκδίδονταν στην πόλη, το γαλλόφωνο κοινό του Ναυπλίου είχε τη δυνατότητα να διαβάσει γαλλικά βιβλία ή και γαλλικές εφημερίδες χάρη στην πρωτοβουλία του Ανδρέα Παπαδόπουλου-Βρετού που ίδρυσε, το 1831, το Φιλολογικό Σπουδαστήριο, μια δανειστική λέσχη ανάγνωσης, η οποία οργανώθηκε και λειτουργούσε κατά τα πρότυπα των γαλλικών cabinets de lecture. Παράλληλα, από τα τυπογραφεία της πόλης εκδόθηκαν και αρκετά βιβλία μεταφρασμένα από τα γαλλικά.

Ολοκληρώνοντας αυτή την πρώτη αποτίμηση για τη γαλλοφωνία στο Ναύπλιο του 19ου αιώνα, αξίζει να σημειώσουμε ότι η ισχυρή παρουσία της γαλλικής γλώσσας στη ζωή της πόλης αλλά και η υποδοχή που της επεφύλαξε η τοπική κοινωνία, ευνόησαν τη δημοσίευση ποιημάτων στη γαλλική γλώσσα. Το 1833, οι αδελφοί Αλέξανδρος και Παναγιώτης Σούτσοι, που συγκαταλέγονται ανάμεσα στους πρώτους Έλληνες συγγραφείς που δημοσίευσαν ποιήματά τους σε γαλλική γλώσσα, εξέδωσαν στο Ναύπλιο μια δίγλωσση ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιήσεις Νέαι / Poesies nouvelles. Την ίδια χρονιά, ο Αλέξανδρος Σούτσος δημοσίευσε ένα ποίημα αφιερωμένο στον Όθωνα, γραμμένο και στις δύο γλώσσες.

Το Ναύπλιο καθίσταται έτσι ο πρώτος πυρήνας της γαλλοφωνίας στο ελληνικό κράτος, η πρώτη ελληνική πόλη όπου η γαλλική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε τόσο για την εσωτερική επικοινωνία των διαφορετικών κοινοτήτων που έζησαν και έδρασαν εκεί, όσο και για τις ανάγκες τής επικοινωνίας των κατοίκων της με το εξωτερικό και ιδιαίτερα με τη Γαλλία. Αυτές οι ποικίλες επαφές Ελλήνων και Γάλλων – πολιτικές, διπλωματικές και κοινωνικές– ευνόησαν την όσμωση μεταξύ των δύο πολιτισμών. Η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα το 1834 μετατόπισε εκεί, όπως ήταν φυσικό, τις πολιτικές, κοινωνικές και πνευματικές ζυμώσεις της νεότερης Ελλάδας. Το ρεύμα της γαλλοφωνίας και της γαλλοφιλίας ενισχύθηκε: η προνομιακή θέση που επεφύλαξε η ελληνική εκπαίδευση στην γαλλική γλώσσα, η ανάπτυξη ενός γαλλόφωνου τύπου που αριθμεί πλέον των 100 τίτλους, οι πολυάριθμες μεταφράσεις γαλλικών βιβλίων που κυριολεκτικά κατέκλυσαν την Ελλάδα του 19ου αιώνα, οι πολυάριθμες θεατρικές παραστάσεις γαλλικών θιάσων που προσέλκυαν το γαλλόφωνο κοινό των μεγάλων αστικών κέντρων και, τέλος, η άνθηση μιας γαλλόφωνης λογοτεχνίας, επιβεβαιώνουν τους ισχυρούς πνευματικούς δεσμούς που ενώνουν τις δύο χώρες.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Δεν είναι η πρώτη φορά που τα γαλλικά στρατεύματα διαχέουν στον ελληνικό χώρο το πνεύμα και τον παλμό των γαλλικών επαναστατικών κινημάτων. Το ίδιο είχε συμβεί στα Επτάνησα κατά την περίοδο των γαλλικών κατακτήσεων, αρχικά το 1797-1799 και κατόπιν το 1807-1814, όταν η παρουσία των Γάλλων στα νησιά του Ιονίου συνέβαλε στη μεταλαμπάδευση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης (Κιτρομηλίδης, 2000: 33-35).

[2] Η εφ. Moniteur Grec, για παράδειγμα, είχε συνδρομητές στην Τουλόν, τη Μασσαλία, την Τεργέστη, την Αγκώνα, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη.

 

 

Βιβλιογραφία 


 

  • Αντωνίου, Δ., (2012). Δάσκαλοι-καθηγητές της γαλλικής γλώσσας στα ελληνικά σχολεία του 19ου αιώνα, Αθήνα: Διεθνές Κέντρο Έρευνας Αίσωπος – La Fontaine.
  • Αντωνίου, Δ., (2009). Γαλλικά σχολεία στην Ελλάδα, Αθήνα: Διεθνές Κέντρο Έρευνας Αίσωπος – La Fontaine.
  • Βαγενάς Ν., (1997). «Ο ουτοπικός σοσιαλισμός των αδελφών Σούτσων», in Από τον Λέανδρο στον Λουκή Λάρα, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σσ. 43-58.
  • Δεμοίρου, Ιω., (1939). Ιστορία του Γυμνασίου Ναυπλίου, Αθήνα.
  • Δημακοπούλου, Χ., (1979). «Ο σαινσιμονιστής Franηois Graillard περί των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων». Ανάτυπον εκ του 22ου τόμου του Δελτίου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος. Εν Αθήναις.
  • Δημαράς Α., (1973). Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τ. 1, Αθήνα: Ερμής.
  • Δραγούμης, Ν., (1973). Ιστορικαί αναμνήσεις, τ. Α΄, Αθήνα: Ερμής.
  • Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου 1784-1974 (2008). Λουκία Δρούλια – Γιούλα Κουτσοπανάγου (επιμ.), τόμοι 4. Αθήνα: Ίδρυμα Νεοελληνικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
  • Emerit, Μ., (1975). «Les saint-simoniens en Grθce et en Turquie », Revue des Etudes sud-est europeennes, tome XIII (1975), no 2, σσ. 241-251.
  • Κιτρομηλίδης, Π. (2000). Η Γαλλική Επανάσταση και η Nοτιοανατολική Ευρώπη, Αθήνα: Πορεία.
  • Κοραή, Α., (1933). Σημειώσεις εις το προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος του 1822. Αθήνα: Βολίδης.
  • Λαμπρυνίδης, Μ., (42001). Η Ναυπλία. Από Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ημάς, Ναύπλιον: Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης».
  • Μιχαλόπουλος, Φ., (1938) Παπαδόπουλος Βρετός: (ο πρώτος Έλλην βιβλιογράφος 1800-1876). Αθήναι: Τύποις Θέμιδος.
  • Μπουτζουβή-Μπανιά, Α., (1986). «Το Ναύπλιο στα χρόνια 1828-1833: σκιαγράφηση της κοινωνικής, πολιτισμικής και πνευματικής ζωής». Ανάτυπο από το περ. Ο Ερανιστής, τ. 18/1986, σσ. 105-136.
  • Παπαγεωργίου-Προβατά, Ε., (1994). Η γαλλική γλώσσα στην Ελλάδα, Αθήνα: Ίδρυμα Νεοελληνικών Σπουδών.
  • Προβατά, Δ., (2008). Etienne Marin-Bailly. Ένας σαινσιμονιστής στην επαναστατημένη Ελλάδα, Αθήνα: Σοκόλης.
  • Προβατά, Δ., (2006). «Η διάδοση του σαινσιμονισμού στην Ελλάδα. Μια πρώτη προσέγγιση», in Ουτοπικές θεωρίες και κοινωνικά κινήματα στην Ευρώπη από τον 18ο ώς τον 20ο αιώνα. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, επιμ. Μαρία Μενεγάκη, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αθήνα: Φιλίστωρ, σσ. 148-158.
  • «Projet de maison d’Ιducation de jeunes demoiselles sous la direction de Madame de Volmerange». Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο της Γραμματείας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως (18331848). Σειρά 002 – Δημόσια Εκπαίδευση (1833-1848) http://arxeiomnimon. gak.gr/search/resource.html?tab=tab02&id=523051, – 20/2/2013, 6:00, μμ.
  • Ραγκαβής, Α. Ρ., (1894). Απομνημονεύματα, τ. 1. Εν Αθήναις: Γεώργιος Κασδόνης.
  • Σούτσου, Α., (1833). Ποίησις / Epitre. Εν Ναυπλίω εκ της Εθνικής Τυπογραφίας.
  • Σούτσων, Α. και Π., (1833). Ποιήσεις Νέαι / Frθres Sοutzο, Pοesies Nοuvelles. Eν Ναυπλίω: εκ της Βασιλικής Τυπογραφίας.
  • Σπηλιάδου, Ν., (2007). Απομνημονεύματα ήτοι Ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων, (επιμ.) Π. Φ. Χριστόπουλου, τόμος 3ος. Αθήναι: Ινστιτούτο Διεπιστημονικών Ερευνών Ανάπτυξης της Νεωτέρας Ελλάδος Χαρίλαος Τρικούπης.
  • Π[αππάς], Σ. Α., (1831). Στοιχεία της Γαλλικής Γραμματικής του Λωμών. Μεταφρασθέντα και τροποποιηθέντα προς χρήσιν της Ελληνικής Νεολαίας. Εν Ναυπλίω: εν τη Εθνική Τυπογραφία.
  • Ταμπάκη, Α., (2009). «Το Ναύπλιο στα χρόνια της Ναπολεοντίας: κοινωνικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα». Επιστημονική Επιθεώρηση Τεχνών του Θεάματος, τχ. 1 (2009), σσ. 293-306.
  • Τόμπρα, Κ., (1842). Αλφαβητάριον Γαλλικόν / Αbecedaire Francais. Χάριν των φιλογάλλων Ελλήνων. Eν Ναυπλίω: εκ της Τυπογραφίας Κ. Τόμπρα και Κ. Ιωαννίδου.
  • Frijhoff, W., (2013). «Le franηais de l’ιpoque moderne comme objet d’ histoire sociale et culturelle. Un tιmoignage personnel». Documents pour l’Histoire du Francais langue etrangere ou seconde, 50 (2013): Usages et repre senta tions du francais hors de France. 25 ans d’etudes historiques au sein de la SIHFLES [actants, outils, pratiques], Marie-Christine Kok Escalle & Karène Sanchez-Summerer, σσ. 139-144.

 

Δέσποινα Προβατά*

 Συνέδριο «Γαλλοφωνία και Πολυπολιτισμικότητα», Ναύπλιο, 6-7 Απριλίου 2013. Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου – Σχολή καλών τεχνών – Τμήμα θεατρικών σπουδών.

 

 * H Δέσποινα Προβατά είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια της Ιστορίας του γαλλικού πολιτισμού, με έμφαση στις Διαπολιτισμικές σχέσεις στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα, διδάσκει Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο από το 2000 έως και σήμερα. Έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών στο πλαίσιο χρηματοδοτούμενων ερευνητικών προγραμμάτων που διερευνούν τις διαπολιτισμικές σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Δύση. Το ερευνητικό της έργο και οι δημοσιεύσεις της, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, εστιάζονται σε θέματα συγκριτικής φιλολογίας και ελληνογαλλικών διαπολιτισμικών σχέσεων.

 

Διαβάστε ακόμη:

Viewing all 245 articles
Browse latest View live