Η συμμετοχή των Σαμίων στην επανάσταση του 1821 και η αντίδραση του Οθωμανικού κράτους. Σοφία Λαΐου, Ιόνιο Πανεπιστήμιο – Τμήμα Ιστορίας
Η κήρυξη της επανάστασης τον Μάρτιο του 1821 έφερε αντιμέτωπους τους εκφραστές της ανάγκης δημιουργίας ενός μοντέρνου, εθνικού κρατικού πλαισίου με το παραδοσιακό αυτοκρατορικό οθωμανικό μοντέλο· το τελευταίο ήδη έμπαινε στον πέμπτο αιώνα ζωής και είχε υποστεί διαδοχικές φάσεις μετασχηματισμού, με εναλλαγές μεταξύ του συγκεντρωτικού και αποκεντρωτικού μοντέλου διοίκησης και αλλαγές στη δημοσιονομική πολιτική που είχαν ευρύτερες κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες.
Ο Mahmud Β’ είναι ο σουλτάνος που ήρθε αντιμέτωπος με διάφορες προκλήσεις, μία εκ των οποίων ήταν η «αποστασία» (fesad) ή «εξέγερση» (Tuğyan) των έως τότε ζιμμήδων Ρωμιών. Παρά το γεγονός ότι η έκβαση του αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία ήταν θετική για αυτούς, έστω και με απώλειες, όπως ο αποκλεισμός της Σάμου από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, η βασιλεία του εν γένει θεωρείται καθοριστική. Ο ίδιος ο Mahmud έχει περάσει στην ιστορία ως συγκεντρωτικός σουλτάνος, αφενός γιατί έκανε ουσιαστικές προσπάθειες για να περιορίσει την ισχύ των επαρχιακών αρχόντων και αφετέρου γιατί κατήργησε το 1826 το παρηκμασμένο πλέον και αναποτελεσματικό γενιτσαρικό σώμα, ύστερα μάλιστα και από την οδυνηρή για τους Οθωμανούς εμπειρία της ελληνικής επανάστασης. Άλλωστε, το γεγονός ότι ο Mahmud Β’ αναγκάστηκε το 1824 να ζητήσει τη συνδρομή του Mehmed Ali της Αιγύπτου για την καταστολή της επανάστασης καταδεικνύει τα στρατιωτικά αδιέξοδα που αντιμετώπισε η οθωμανική ηγεσία παρά τις μεμονωμένες νίκες.

Μαχμούτ Β΄(1785–1839). 30ός Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το 1808 μέχρι τον θάνατό του το 1839. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση. Λιθογραφία του von Josef Kriehuber (1800 -1876), περίπου το 1825.
Το άρθρο αυτό βασίζεται σε οθωμανικά έγγραφα που απόκεινται στα Πρωθυπουργικά Αρχεία της Κωνσταντινούπολης. Τα περισσότερα προέρχονται από την συλλογή των hatt–i hümayun και ορισμένα από τη συλλογή Cevdet Dahiliye, και οπωσδήποτε δεν αποτελούν το σύνολο των εγγράφων που αναφέρονται στην Σάμο τη συγκεκριμένη περίοδο[1]. Τα έγγραφα καλύπτουν την περίοδο 1821-1826, κυρίως δε τα τρία πρώτα έτη της επανάστασης, και αφορούν αναφορές στρατιωτικών διοικητών, όπως της Χίου και του Κουσάντασι, εκπροσώπων διοικητών του σαντζακιού της Σίγλα, στο οποίο υπαγόταν το Κουσάντασι, καθώς και του γειτονικού Μεντεσέ, αναφορές εκπροσώπων καδήδων (ναΐμπηδων), καθώς και αναφορές του Μεγάλου Βεζίρη προς τον σουλτάνο. Στην περίπτωση των hatt-i humayun, πέρα από την αναφορά προς την Υψηλή Πύλη, καταγράφεται η ιδιόχειρη απάντηση του σουλτάνου, η οποία αρκετές φορές εξέφραζε τα συναισθήματά του τη στιγμή που ενημερώνονταν για τις σοβαρές αδυναμίες ενός δυσκίνητου διοικητικού μηχανισμού. Σε γενικές γραμμές, οι πληροφορίες που παρέχουν οι παραπάνω πηγές είναι αποσπασματικές εξαιτίας του στρατιωτικού περιεχομένου αρκετών εγγράφων. Παρόλα αυτά δίνουν μία πρώτη εικόνα των αντιδράσεων της οθωμανικής διοίκησης απέναντι στην «ανταρσία» των ραγιάδων της Σάμου.
Σκοπός μου δεν είναι να εξιστορήσω γεγονότα, ορισμένα εξ αυτών ήδη γνωστά, αλλά να εντάξω τις ενέργειες των επαναστατημένων Σαμίων στο ευρύτερο οθωμανικό πλαίσιο και να θέσω ζητήματα που έχουν να κάνουν με το ιδεολογικό πρίσμα μέσα από το οποίο οι Οθωμανοί ιθύνοντες αντιλήφθηκαν την επανάσταση, τις μεθόδους καταστολής που επιστράτευσαν και το νομιμοποιητικό πλαίσιο στο οποίο αυτές εντάχθηκαν, καθώς και τις εγγενείς αδυναμίες του οθωμανικού κρατικού μηχανισμού, οι οποίες φάνηκαν ακόμα πιο έντονες κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Εν πρώτοις, η ανάγνωση των πηγών καταδεικνύει το διαφορετικό νοηματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι Οθωμανοί ενέταξαν την ελληνική επανάσταση. Είναι γνωστό ότι στην οθωμανική πολιτική ορολογία της εποχής απουσιάζουν οι νεωτερικές έννοιες «έθνος» και «πατρίδα». Η χρήση των όρων «μιλλέτι» και «ταϊφές», προκειμένου να αποδοθεί το «έθνος» και η ομάδα ανθρώπων αντίστοιχα που έχει αποσπαστεί ή επιδιώκει την απόσχιση από την οθωμανική αυτοκρατορία καταργώντας το καθεστώς της υποτέλειας, χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά για τους Σέρβους και στη συνέχεια για τους επαναστατημένους Έλληνες[2].
Ο εθνικιστικός λόγος των επαναστατών μόλις τότε άρχιζε να προκαλεί το ενδιαφέρον των Οθωμανών αξιωματούχων[3]. Άλλωστε, η έναρξη της επίδρασης της Γαλλικής επανάστασης, η οποία οδήγησε στα επαναστατικά κινήματα των αρχών του 19ου αιώνα, στα οθωμανικά πολιτικά συμφραζόμενα συμπίπτει με την περίοδο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων στα μέσα του 19ου αιώνα[4].
Έως τότε το ιδεολογικό πεδίο της οθωμανικής ελίτ στηριζόταν στους κοινωνικούς διαχωρισμούς που επέβαλλε η θρησκεία και ειδικότερα στο συμβόλαιο «ζίμμα» βάσει του οποίου η μουσουλμανική κοινότητα αναγνωρίζει ως προστατευόμενα αλλά κατώτερα μέλη τους μη μουσουλμάνους υπηκόους. Η έννοια του ζιμμή Οθωμανού υπηκόου είναι θρησκευτικο-πολιτική, εφόσον ο κατώτερος μη μουσουλμάνος υπήκοος οφείλει να αναγνωρίζει την πολιτική εξουσία του αλλόθρησκου οθωμανικού κράτους. Η επιθυμία για απόσχιση από το κράτος και όχι η απλή εξέγερση ως εναντίωση στην άσκηση τυραννίας εκ μέρους κάποιων Οθωμανών αξιωματούχων σημαίνει απόρριψη του συμβολαίου και την αυτόματη μετατροπή του ζιμμή σε εχθρό του κράτους εναντίον του οποίου επιτρέπεται με βάση τον ισλαμικό ιερό νόμο η κήρυξη του τζιχάντ.
Στο πλαίσιο αυτό οι θρησκευτικοί και ηθικοί χαρακτηρισμοί που συνοδεύουν τους εξεγερμένους Έλληνες στα οθωμανικά κείμενα («οι κακούργοι Ρωμιοί που συνενώθηκαν για να επιδείξουν δόλο και κακία εις βάρος της μουσουλμανικής θρησκείας και κράτους [din ve devlet]»[5]) αντανακλούν και το αντίστοιχο πλαίσιο στο οποίο οι Οθωμανοί τοποθέτησαν την εξέγερση. Έτσι, η αντιμετώπιση των εξεγερμένων Ελλήνων έγινε στο πλαίσιο του ισλαμικού ιερού νόμου με την ταυτόχρονη ενεργοποίηση των θρησκευτικών αισθημάτων των μουσουλμάνων Οθωμανών, με τον ίδιο τρόπο που και οι επαναστατημένοι Έλληνες χρησιμοποίησαν τη θρησκεία, δίνοντας εθνο-θρησκευτική διάσταση στα επαναστατικά τους μηνύματα[6].
Η άμεση και βίαιη καταστολή της επανάστασης αποτέλεσε την πρώτη, αποφασιστική αλλά αναποτελεσματική προσπάθεια αντίδρασης της οθωμανικής κυβέρνησης. Σε φιρμάνι που εκδόθηκε πριν την 20η Μαΐου 1821 γίνεται λόγος για τους «αντάρτες των Μοσχονησίων, Αϊβαλιού και Σάμου και άλλων που συμπράττουν με αυτούς», οι οποίοι εξαπολύουν πειρατικές επιθέσεις εις βάρος πλοίων που μεταφέρουν μουσουλμάνους. Για το λόγο αυτό το φιρμάνι διατάζει τη θανάτωση των ανδρών και τον εξανδραποδισμό των γυναικόπαιδων των παραπάνω περιοχών, σύμφωνα με φετβά που εκδόθηκε για το σκοπό αυτό. Παράλληλα, δηλώνεται ότι «(έως τώρα) δεν υπήρξε παρόμοια θρησκευτική διαμάχη», ενώ υπογραμμίζεται η ανάγκη ενότητας και ομοψυχίας των μουσουλμάνων[7]. Η τελευταία παράμετρος ήταν καθοριστική στο γενικότερο σχεδιασμό της Υψηλής Πύλης, η οποία στόχευε με την αποστολή αυτών των φιρμανίων στην αύξηση των αριθμού των εθελοντών μουσουλμάνων που θα συνενώνονταν με τις δυνάμεις του τακτικού στρατού και στη δημιουργία ενός κλίματος θρησκευτικής επαναστατικότητας, η οποία σε συνδυασμό με την προοπτική των λαφύρων, θα αποτελούσε την απάντηση στην εξέγερση των Ρωμιών.
Στο πλαίσιο αυτό είναι χαρακτηριστική η απάντηση του Mahmud Β’ τον Αύγουστο του 1821 στο αίτημα του μουτεσελλίμη (εκπροσώπου του επαρχιακού διοικητή και φοροεισπράκτορα) του σαντζακιού της Σίγλα İlyas-zade İlyas Ağa να κατανεμηθούν στο κάστρο του Κουσάντασι και στις γύρω ακτές καθώς και να εξοπλισθούν οι 111 από τους μουσουλμάνους της Μονεμβασιάς, οι οποίοι μετά την παράδοση του κάστρου στους Έλληνες μεταφέρθηκαν στο Κουσάντασι, και οι οποίοι κρίθηκαν ικανοί για πόλεμο. Ο σουλτάνος ζητά να μοιραστούν τα όπλα «σε άνδρες και γυναίκες» μέσα σε ένα κλίμα μιας άνωθεν επιβεβλημένης γενικής επιστράτευσης[8].

Χάρτης της νήσου Σάμου. Γεωφυσικός χάρτης στον οποίο απεικονίζονται τοποθεσίες και μορφολογικά στοιχεία της Σάμου. Σχεδιαστής: Kauffer, F. Χαράκτης: J.Perrier. Voyage Pittoresque de la Grèce. 1782, Paris.
Το ολοκληρωτικό χτύπημα εναντίον της Σάμου θα λειτουργούσε, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Mahmud Β’, αποτρεπτικά και «θα τρόμαζε τα μάτια των υπολοίπων», καθώς από μόνη της η έξοδος του αυτοκρατορικού στόλου δεν ήταν αρκετή, κατά την εκτίμηση του ίδιου[9]. Οι φετβάδες που εκδόθηκαν για την περίπτωση της Σάμου δεν είχαν ως αφορμή μόνο τις προαναφερθείσες επιθέσεις εις βάρος των εμπορικών μουσουλμανικών πλοίων καθώς και πλοίων που μετέφεραν μουσουλμάνους προσκυνητές, αλλά και τη σφαγή των λιγοστών Οθωμανών μουσουλμάνων που βρίσκονταν στο νησί και τη λεηλασία των περιουσιών τους[10].
Παράλληλα, εστάλησαν φιρμάνια που καλούσαν στην αποστολή στρατιωτικών ενισχύσεων υπό τις διαταγές του προαναφερθέντος İlyas-zade El-hac İlyas Ağa. Αποδέκτες τέτοιων φιρμανίων ήταν ο ναΐμπης της Περγάμου αλλά και των Τρικάλων, οι οποίοι στις αρχές Ιουλίου του 1821 (4 και 6 Ιουλίου αντίστοιχα) ενημέρωσαν την Υψηλή Πύλη για την επικείμενη αποστολή στρατιωτών[11]. Ήταν όμως αργά, καθώς η επίθεση εναντίον της Σάμου είχε ήδη πραγματοποιηθεί, χωρίς αποτέλεσμα.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι τόσο στο χρονικό του επίσημου ιστοριογράφου της βασιλείας του Mahmud Β’, Esad Efendi, όσο και στην ιστορία του Ahmed Cevdet δεν γίνεται αναφορά στην αποτυχημένη επιχείρηση απόβασης στην Σάμο, αλλά στην καταστροφή από τον ελληνικό στόλο, που κατέφθασε για την ενίσχυση των Σαμίων, των οκτώ εμπορικών πλοίων που βρίσκονταν στο Τσαγλί, απέναντι από το νησί (9 Ιουλίου 1821). Η ανέξοδη και σχετικά ουδέτερη αναφορά στην καταστροφή των εμπορικών και όχι πολεμικών πλοίων, με την επισήμανση μάλιστα ότι τα πλοία καταστράφηκαν από τους ίδιους τους Οθωμανούς για να μην πέσουν στα χέρια των ανταρτών, αφού πρώτα αποβιβάστηκαν στη μικρασιατική ακτή οι στρατιώτες, συνδέεται από τους συγγραφείς με το γεγονός ότι το κυρίως σώμα του οθωμανικού στόλου πήρε εντολή να αποχωρήσει από το Τσαγλί προκειμένου να μεταβεί στην Πελοπόννησο, όπου η κατάσταση κρίθηκε ως πιο επείγουσα[12].
Το σημαντικότερο σκέλος της επιθετικής δραστηριότητας των Σαμίων κατά τη διάρκεια της επανάστασης[13] ήταν οι καταδρομικές επιθέσεις στα απέναντι μικρασιατικά παράλια με στόχο την απομάκρυνση των εκεί χριστιανών και την προμήθεια εφοδίων και μουσουλμάνων αιχμαλώτων. Ας σημειωθεί ότι ιδιαίτερα κατά τα πρώτα έτη της επανάστασης η Σάμος είχε δεχθεί μεγάλο αριθμό προσφύγων τόσο από την Μικρά Ασία όσο από γειτονικά νησιά. Επομένως η παροχή τροφίμων αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα, το οποίο οι Σάμιοι επιχείρησαν να το λύσουν με τις επιδρομές εναντίον των μουσουλμανικών χωριών στα δυτικά παράλια[14].
Γρήγορα, ωστόσο, οι επιθέσεις τους προσέλαβαν πειρατικό χαρακτήρα[15]. Συγκεκριμένα, στα υπό μελέτη έγγραφα αναφέρονται 13 τέτοιες επιθέσεις για την περίοδο 1821-1826, οι οποίες σημειώθηκαν στην περιοχή που εκτείνεται από τον Τσεσμέ (Çeşme) και τα Βουρλά (Vurla) στην περιοχή της Σμύρνης (İzmir) έως νοτιότερα στον κόλπο του Κουλούκιου (Güllük) στην ευρύτερη περιοχή της Αλικαρνασσού (Bodrum). Οι αναφορές των στρατιωτικών διοικητών που αποστέλλονται στην Υψηλή Πύλη και οι οποίες περιγράφουν τις επιθέσεις και τις προσπάθειες αναχαίτισής τους από τις τοπικές στρατιωτικές δυνάμεις, συχνά με εκφράσεις που επιχειρούν να καταδείξουν την ισχύ του στρατού και του Ισλάμ αλλά και την ικανότητα των ίδιων των διοικητών, στην πραγματικότητα αναδεικνύουν την ουσιαστική αδυναμία των τοπικών δυνάμεων να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τον ανταρτοπόλεμο που διεξήγαγαν οι Σαμιώτες.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στις καταγεγραμμένες περιπτώσεις ο οθωμανικός στρατός δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει με απόλυτη επιτυχία τις επιθέσεις, ενώ ακόμα και στην περίπτωση που υπήρχαν ανθρώπινες απώλειες μεταξύ των Σαμίων, η συνήθης κατάληξη ήταν η επιστροφή των υπολοίπων στο νησί τους μαζί με ολόκληρη ή μέρος της λείας και κάποιους τουλάχιστον από τους τραυματίες, ή η διαφυγή στα βουνά των μικρασιατικών παραλίων[16].
Χαρακτηριστικό της παράτολμης επιθετικής πολιτικής των Σαμίων και της αδυναμίας των τοπικών αρχών για την οργάνωση ουσιαστικής άμυνας ήταν η επίθεση εναντίον της κωμόπολης (nefs) του Σιβρί-χισάρ (Sivri-hisar), για την οποία δεν γνωρίζουμε πότε έγινε, γνωρίζουμε όμως ότι πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα με την επίθεση εναντίον του γειτονικού χωριού Υψηλή (İpsilli), κατά την οποία σκοτώθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν πολλοί μουσουλμάνοι, αναγκάζοντας τον βοεβόδα της παραπάνω κωμόπολης μαζί με τμήμα των κατοίκων να μετακινηθεί προς τον οικισμό αυτό για την απώθηση των ανταρτών. Η επίθεση στην κωμόπολη δεν ήταν επιτυχής, ο στόχος όμως των Σαμίων για την προμήθεια αιχμαλώτων και την τρομοκράτηση των μουσουλμάνων είχε πετύχει[17].
Το γεγονός ότι, σύμφωνα με την ελληνική βιβλιογραφία, οι επιθέσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την ερήμωση της απέναντι από την Σάμο μικρασιατικής ακτής επιβεβαιώνεται από έγγραφα της οθωμανικής διοίκησης, στα οποία επισημαίνεται το πρόβλημα και αναζητούνται λύσεις. Σε αναφορά του φρουράρχου Σμύρνης Hasan Paşa με ημερομηνία 21 Ιανουαρίου 1825, που εστάλη κατόπιν εντολής του Μεγάλου Βεζίρη, γίνεται λόγος για ερήμωση των ακτών από την περιοχή Τσάι αγζί (Çay ağzı), που απέχει επτά ώρες από το Κουσάντασι, έως το λιμάνι Κοκάρ· από την ερήμωση εξαιρούνταν το ίδιο το κάστρο του Σιγατζίκ. Η κατάσταση αυτή αποδίδεται στις επιθέσεις των ανταρτών, οι οποίοι κρύβονταν στα βουνά και εξαπέλυαν επιθέσεις κατά το δοκούν, ενώ μετακινούνταν με ταχύτητα κατά την καταδίωξή τους αλλάζοντας συνεχώς θέσεις, γεγονός που καθιστούσε την πάταξη του φαινομένου δύσκολη, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των βοεβόδων. Για το λόγο αυτό ο φρούραρχος πρότεινε τη δημιουργία δύο δερβενίων στην περιοχή του χωριού Υψηλή καθώς και στο λιμάνι Κοκάρ με 100 στρατιώτες το καθένα, προκειμένου να αποτραπούν οι συχνές αποβάσεις των Σαμίων στις περιοχές αυτές[18]. Πράγματι, η κατασκευή των δερβενίων και η εγκατάσταση μικρής ναυτικής δύναμης κατέστησαν εφικτή την εν μέρει απόκρουση των Σαμίων που αποβιβάστηκαν στο Κοκάρ τον Ιούνιο του 1825[19].
Δεν ήταν ωστόσο μόνο το είδος του πολέμου που διεξήγαγαν οι Σάμιοι στα Μικρασιατικά παράλια, αλλά και οι εγγενείς αδυναμίες στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού που δεν επέτρεψαν την αντιμετώπιση του προβλήματος από την πλευρά του οθωμανικού κράτους. Το 18ο έως και τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα ένα από τα κεντρικά ζητήματα που απασχολούσαν τους Οθωμανούς ιθύνοντες ήταν η διαμόρφωση των σχέσεων της κεντρικής διοίκησης με τους παράγοντες της περιφέρειας (αγιάνηδες) και η παράλληλη προσπάθεια ελέγχου της διάχυσης της εξουσίας εκτός των κλειστών ορίων της Υψηλής Πύλης. Η ανάδειξή των αγιάνηδων υπήρξε το προϊόν σημαντικών διεργασιών στο οθωμανικό κράτος που ξεκίνησαν ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα και είχαν ως κύρια έκφανση την επέκταση του συστήματος της βραχυπρόθεσμης (iltizam) και από τα τέλη του 17ου αιώνα ισόβιας φοροεκμίσθωσης (malikane).
Το σύστημα της φοροεκμίσθωσης σε συνδυασμό με την κατανομή των φορολογικών βαρών σε επίπεδο επαρχίας και όχι κεντρικά έφερε στο προσκήνιο τους τοπικούς άρχοντες, οι οποίοι ανέλαβαν το ρόλο των εκπροσώπων – υπεκμισθωτών των αρχικών ενοικιαστών των φόρων και παράλληλα διοικητών των επαρχιών. Επιπλέον οι άρχοντες αυτοί συμμετείχαν στην κατανομή των φορολογικών βαρών ανά επαρχία. Έτσι, ορισμένοι εξ αυτών κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν αφενός οικονομική εξουσία μέσα από τη συμμετοχή τους στο σύστημα των φοροενοικιάσεων και αφετέρου πολιτική νομιμοποίηση προερχόμενη από το ρόλο του ενδιάμεσου μεταξύ της τοπικής κοινωνίας και του κράτους. Παράλληλα, η κατοχή τσιφλικιών, η διεξαγωγή εμπορίου, οι πιστωτικές δραστηριότητες καθώς και ένα ευρύ φάσμα πελατειακών σχέσεων στις τοπικές κοινωνίες εδραίωνε ακόμα περισσότερο τη θέση τους[20].
Στις αρχές του 19ου αιώνα τα παράλια της Μικράς Ασίας ελέγχονταν από επαρχιακούς τοπάρχες (αγιάνηδες-ντερεμπέηδες), οι σημαντικότεροι εκ των οποίων εγκαθίδρυσαν τις δικές τους τοπικές δυναστείες. Οι υποχρεώσεις τους προς το κράτος ήταν η άσκηση διοίκησης σε συνδυασμό με την είσπραξη φόρων, η τήρηση της τάξης και κυρίως η πάταξη της ληστείας, καθώς και η αποστολή μισθοφόρων από το στρατό που συντηρούσαν, όποτε αυτό ζητούνταν από την Κωνσταντινούπολη. Στόχος της κρατικής πολιτικής αποτελούσε η συνεχής επιβεβαίωση της ισχύος της κεντρικής εξουσίας στις περιοχές δράσης των αγιάνηδων με κύρια μέθοδο την πολιτική των κατασχέσεων (müsadere) των περιουσιών τους μετά το θάνατό τους, είτε για να αποδυναμωθεί η οικονομική ισχύς της οικογένειας είτε για να χρηματοδοτηθούν κρατικές πολιτικές[21].
Άλλωστε, η απόδοση από το κράτος στους σημαντικότερους αγιάνηδες αξιωμάτων της κεντρικής εξουσίας, όπως καπουτζήμπασης, βοεβόδας και μουτεσελλίμης, που απαντώνται και στα υπό μελέτη έγγραφα, στόχευε ακριβώς στη μεγαλύτερη εξάρτηση των φορέων των αξιωμάτων από την Υψηλή Πύλη και στην νόμιμη πλέον κατάσχεση της περιουσίας τους, εφόσον οι φορείς των αξιωμάτων θεωρούνταν «δούλοι της Πύλης» (kapikullari)[22]. Από την άλλη βέβαια, η ανάληψη αξιωμάτων της κεντρικής εξουσίας αποτελούσε στόχο της πολιτικής στρατηγικής των αγιάνηδων, καθώς τους καθιστούσε μέλη πλέον της κεντρικής ελίτ[23].

Ο Μαχμούτ Β΄ και μονάρχες της Ευρώπης. Γρηγόριος XVI Willem I (Βασιλιάς των Κάτω Χωρών), Ferdinand II (Βασιλιάς των δύο Σικελιών), Mahmud II (Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), Nicholas I Pavlovich (Τσάρος της Ρωσίας), Frederick William III (Βασιλιάς της Πρωσίας), Charles Albert (Βασιλιάς της Σαρδηνίας), Francis II (Γερμανός Αυτοκράτορας). Λιθογραφία, Παρίσι, 1833.
Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, ο Mahmud Β’ είχε ήδη δείξει τις προθέσεις του ως προς το ποιος θα έπρεπε να είχε τον τελευταίο λόγο στην άσκηση εξουσίας στην περιφέρεια. Η περίπτωση του Αλή Πασά Τεπελενλή και ο θάνατός του το 1822 είναι η πλέον χαρακτηριστική, ωστόσο ο Mahmud Β’ είχε ξεκινήσει ήδη μετά το 1812 και τη λήξη του πολέμου με την Ρωσία την πολιτική της αποδυνάμωσης ή εξαφάνισης σημαντικών αγιάνηδων[24].
Ωστόσο, προβλήματα ανυπακοής και διαφθοράς μεταξύ των αγιάνηδων αλλά και των αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης υπέβοσκαν και όταν παρουσιάστηκε η κρίση της επανάστασης, ο αντίκτυπός τους υπήρξε πολλαπλάσιος. Αναφέρω ενδεικτικά την περίπτωση του φρουράρχου του Κουσάντασι Mustafa Reşid Paşa, ο οποίος τον Ιούνιο του 1823 με αφορμή επίθεση των Σαμίων στην περιοχή του χωριού Τσαγλί, ανέφερε στην Υψηλή Πύλη ότι τον προηγούμενο χρόνο ήταν αδύνατη η συγκρότηση σώματος 700 στρατιωτών προερχομένων από όσους υπηρετούσαν στους καζάδες του χασίου του Ντενιζλί (Denizli) και συγκροτούσαν το στρατό των αγιάνηδων, καθώς, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, προσήλθαν περίπου οι μισοί, παρέμειναν για υπηρεσία 25-30 μέρες και στη συνέχεια έφυγαν. Για το λόγο αυτό είχε ζητήσει παλαιότερα από την Υψηλή Πύλη την άδεια να εισπράξει από τους φορολογούμενους της περιοχής το μπεντέλ (χρηματικό αντιστάθμισμα) προκειμένου να συγκροτήσει μισθοφορικό στρατό. Η άδεια ωστόσο δεν δόθηκε, με αποτέλεσμα να έχει υποπέσει ο ίδιος σε χρέη 40.000-50.000 γροσίων για την πρόσληψη μισθοφόρων για τη φύλαξη των περιοχών[25].
Σε σύσκεψη, ωστόσο, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη ύστερα από εντολή του σουλτάνου μεταξύ υψηλών αξιωματούχων με αντικείμενο τη φύλαξη της περιοχής στην οποία αρμόδιος ήταν ο Mustafa Reşid Paşa, προτάθηκε η αντικατάστασή του εξαιτίας επιβεβαιωμένων αναφορών που έφθαναν στην πρωτεύουσα από διάφορες πλευρές, κατηγορώντας τον για ολιγωρία και έλλειψη ικανότητας στην αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά και για σπατάλη. Ο σουλτάνος έκανε δεκτή την πρόταση και είναι χαρακτηριστική η ιδιόχειρη απάντηση: «δεν είναι ο μόνος άχρηστος βεζίρης· υπάρχουν πολλοί σαν κι αυτόν»[26].
Η αδυναμία συγκρότησης στρατεύματος, είτε γιατί οι αγιάνηδες αρνούνταν να καλύψουν τα έξοδα είτε γιατί ολιγωρούσαν, αποτελούσε καίριο εμπόδιο στην κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού και είχε ως αποτέλεσμα την πλημμελή ή καθόλου φύλαξη των περιοχών. Είναι χαρακτηριστική η καταγγελία εκ μέρους του μουτεσελλίμη του σαντζακιού του Μεντεσέ (Menteşe) εναντίον του μουχτάρη του καζά Ντεγέρ (Doger), τον Νοέμβριο του 1823, ότι ενώ ο τελευταίος είχε ορισθεί υπεύθυνος με σουλτανικό διάταγμα ήδη από τον προηγούμενο χρόνο για τη φύλαξη της σκάλας του χωριού Καζικλί (Kazikli) με 200 στρατιώτες τους οποίους θα πλήρωνε με δικά του έξοδα, ο μουχτάρης απέκρυψε το φιρμάνι και αδιαφόρησε για τη φύλαξη της περιοχής, ασχολούμενος περισσότερο με τη μετακίνησή του σε άλλον καζά. Το αποτέλεσμα ήταν η επίθεση των Σαμίων το 1823 στο χωριό Καζικλί, το οποίο υπέστη «ολοκληρωτική ζημία» (küllî hasar).
Ο μουτεσελλίμης αναφέρει επίσης ότι η απροθυμία στην πληρωμή των εξόδων για τη συντήρηση των στρατευμάτων είναι γενικευμένη και ότι είναι βέβαιο ότι υπ’ αυτές τις συνθήκες οι επιθέσεις των «κακόβουλων απίστων», οι οποίοι περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία, θα συνεχισθούν[27].
Παρόμοια περίπτωση αφορά τον βοεβόδα του Σιβρί-χισάρ Τσεσμέ (Sivrihisar Ģeşme), ο οποίος ενώ είχε οριστεί από τον μουτεσελλίμη της Σίγλα υπεύθυνος για τη φύλαξη του κάστρου του Σιγατζίκ, δήλωσε το καλοκαίρι του 1821 ότι στο εξής δεν θα παρέμενε στο κάστρο και ότι θα μετακινούταν στο Σιβρί-χισάρ, πιθανόν για να προφυλάξει με τους στρατιώτες του την περιοχή στην οποία είχε οικονομικά συμφέροντα. Το αποτέλεσμα ήταν το κάστρο, που αποτελούσε το κύριο αμυντικό οχυρό στον κόλπο του Σιγατζίκ, να μείνει – για άγνωστο διάστημα – κενό[28]. Τέλος, σε αχρονολόγητη αναφορά του Μεγάλου Βεζίρη προς τον Mahmud Β’ γίνεται λόγος για την ανικανότητα του βοεβόδα των Βουρλών Ahmed Ağa να οργανώσει τη φύλαξη της περιοχής από τα περίχωρα της Σμύρνης έως τα Βουρλά, με αποτέλεσμα κατά μήκος των ακτών να μην υπάρχουν στρατιώτες και οι «αντάρτες» της Σάμου να εξαπολύουν επιθέσεις[29].
Ανυπακοή, έλλειψη πειθαρχίας και συντονισμού, καθυστέρηση στην λήψη και την εφαρμογή των αποφάσεων με χαρακτηριστικό παράδειγμα το σχεδιασμό φύλαξης του κόλπου του Σιγατζίκ και την καθυστέρηση της οχύρωσής του, είναι μερικά χαρακτηριστικά της στρατιωτικής και επαρχιακής διοίκησης, έτσι όπως αναπαράγονται στα υπό μελέτη έγγραφα. Σε αυτά μπορούν να προστεθούν και τα προβλήματα που προκαλούσαν τα ίδια τα οθωμανικά στρατεύματα, τα οποία συχνά αδυνατούσαν να ελέγξουν οι διοικητές τους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η παρουσία τους δεν ήταν αρεστή ούτε στους ίδιους τους μουσουλμάνους των δυτικών παραλίων. Είναι χαρακτηριστική η αίτηση των κατοίκων του Τσεσμέ να αναχωρήσουν από το λιμάνι τα πλοία γεμάτα στρατό που κατέφθασαν εκεί στα τέλη Ιουλίου 1821 με τη δικαιολογία ότι η παραμονή των πλοίων «θα προκαλούσε κινδύνους και θα έκανε δύσκολη την προστασία». Πέρα από την ανυπακοή των στρατιωτών, πολλοί εκ των οποίων ήταν άτακτοι μισθοφόροι, και το βάρος της τροφοδοσίας τους, οι κάτοικοι του Τσεσμέ πιθανόν να ήθελαν να αποτρέψουν μια ενδεχόμενη επίθεση των Ελλήνων εναντίον της πόλης με αφορμή την παρουσία των πλοίων[30].
Είναι σαφές ότι το μοντέλο επαρχιακής διοίκησης στο οποίο κεντρικό ρόλο έπαιζαν οι αγιάνηδες ήταν προβληματικό εξαιτίας της δημιουργίας επαρχιακών ελίτ, οι οποίες αντλούσαν μεν τη νομιμοποίηση της εξουσίας τους από το ίδιο το κράτος, η αποστασιοποίησή τους, ωστόσο, από τις κρατικές πολιτικές ήταν συχνή, ιδιαίτερα όταν διακυβεύονταν ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και απειλούνταν η βάση της τοπικής τους εξουσίας. Στις περιπτώσεις που περιγράφησαν παραπάνω είναι πρόδηλη ισχύς των επαρχιακών παραγόντων, η οποία εδραζόταν στην παροχή στρατιωτών. Παρόλα αυτά υπήρξαν περιπτώσεις συμπό- ρευσης αγιάνηδων με τις κρατικές εντολές, ιδιαίτερα όταν προσωπικά οικονομικά συμφέροντα ταυτίζονταν με τα κρατικά. Αναφέρομαι στην περίπτωση του μουτεσελλίμη του σαντζακιού της Σίγλα İlyas-zade El-hac İlyas Ağa, ο γνωστός «Ελέζογλου», του οποίου η οικογένεια ήλεγχε το συγκεκριμένο σαντζάκι από τη θέση του αγιάνη ήδη από τη δεκαετία του 1740 και της οποίας οι σχέσεις με την κεντρική εξουσία είχε διάφορες διακυμάνσεις[31].
Ο İlyas-zade υπάκουσε στις εντολές της κεντρικής διοίκησης σχετικά με τη συγκέντρωση στρατού εναντίον της Σάμου και την οργάνωση της άμυνας στο σαντζάκι, παρά το γεγονός ότι αρχικά και αυτός είχε ζητήσει την κρατική συνδρομή όσον αφορά την καταβολή των ημερομισθίων στους μισθοφόρους του στρατεύματος που συγκέντρωσε. Η απάντηση που του δόθηκε είναι χαρακτηριστική του σκεπτικού της κεντρικής εξουσίας: ως μουτεσελλίμης του σαντζακιού της Σίγλα όπου υπαγόταν το Κουσάντασι μπορούσε να συγκεντρώσει στρατό από τους «δικούς του ανθρώπους» καθώς και από τους καζάδες του σαντζακιού[32].
Παρόλα αυτά ο İlyas–zade İlyas Ağa αναδείχθηκε σε αγιάνη ο οποίος συνεργάστηκε αρμονικά με την κεντρική κυβέρνηση. Είναι αυτός που, μεταξύ άλλων, επιτυχώς οργάνωσε την άμυνα στο Κουσάντασι κατά την διάρκεια της πολιορκίας του από 50-60 πλοία Σαμίων, όπως αναφέρει, τον Αύγουστο του 1821[33], και είναι αυτός που αντικατέστησε το 1823 τον φρούραρχο του Κουσάντασι Mustafa Reşid Paşa, καθώς, όπως επισημαίνεται, ήταν ικανότερος από αυτόν και είχε μεγαλύτερη επιρροή στους ανθρώπους της περιοχής, καταγόμενος και ίδιος από εκεί[34]. Η επισήμανση αυτή καταδεικνύει τη σημασία που απέδιδε η κεντρική διοίκηση στο εύρος της κοινωνικής επιρροής που είχαν οι αγιάνηδες στις τοπικές κοινωνίες μέσα από δίκτυα συγγένειας και πελατειακών σχέσεων, τα οποία εγγυούνταν την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της κρατικής πολιτικής.
Ο İlyas-zade διέμενε στο Κουσάντασι και είχε εκτεταμένα τσιφλίκια στην περιοχή, άρα εδραιωμένες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις με τους κατοίκους και όσους απασχολούνταν εποχιακά ως εργατικό δυναμικό στα τσιφλίκια, όπως κάτοικοι της Σάμου. Χωρίς να αμφισβητείται η αξία της συναισθηματικής προσέγγισης που προβάλλει την πραότητα του χαρακτήρα του[35], στόχος του İlyas-zade ήταν η μικρότερη δυνατή ανατροπή των κοινωνικο-οικονομικών δομών και σχέσεων στην περιοχή του Κουσάντασι στις οποίες εδραζόταν η εξουσία του. Με άλλα λόγια, η προστασία της περιοχής σήμαινε προστασία των τσιφλικιών του και οι επιθέσεις των Σαμίων απειλούσαν τα τσιφλίκια του, όπως φάνηκε στην επιχείρηση μεταφοράς των χριστιανών των χωριών Ντομάτια (Domanca) και Άκκιοϊ (Akkőy) τον Αύγουστο του 1821, όταν καταστράφηκαν δύο από αυτά[36].
Η περίπτωση του İlyas-zade σε σύγκριση με τους απειθείς αγιάνηδες καταδεικνύει τις διαφορές αντιλήψεων όσον αφορά τον κίνδυνο που έκρυβε η ανταρσία των Ρωμιών μεταξύ των επαρχιακών παραγόντων, αλλά και τις διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές των αγιάνηδων ως προς τις σχέσεις τους με το κράτος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίπτωση που μελετάται τα προβλήματα δυσλειτουργίας και ανυπακοής προκλήθηκαν από αγιάνηδες με μικρό εύρος εξουσίας, σε επίπεδο καζά, ενώ ο πλέον σημαντικός από αυτούς ήταν ο φρούραρχος του Κουσάντασι. Αυτή η κάθετη και οριζόντια διάσταση συμφερόντων μαρτυρά σημαντική έλλειψη συνοχής σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Παράλληλα, η αδυναμία εφαρμογής αποφάσεων της κεντρικής εξουσίας σε περιόδους κρίσης κατέστησε φανερή την απουσία ενός κεντρικού ιδεολογικού-πολιτικού μηνύματος που να διαπερνά εξίσου την Υψηλή Πύλη και τις επαρχιακές ελίτ.
Ανεδείχθησαν έτσι τα προβλήματα του υπάρχοντος μοντέλου εξουσίας που στηριζόταν στην ύπαρξη πολλών ελίτ διαβαθμισμένης σημασίας γύρω από ένα κέντρο, την πολιτική νομιμοποίηση του οποίου δεν αμφισβητούσαν, βρίσκονταν όμως σε θέση διαπραγμάτευσης με αυτό σε θέματα επέκτασης και διαφύλαξης της οικονομικής τους δύναμης. Η διαπίστωση αυτή μαζί με την ανάδειξη των αδυναμιών του ευρύτερου οθωμανικού κρατικού μηχανισμού στα μέτωπα ξηράς και θάλασσας κατά την ελληνική επανάσταση αλλά και την ανάγκη εύρεσης ενός – υτοκρατορικού πάντα – πλαισίου που θα συνένωνε τους Οθωμανούς, μουσουλμάνους και μη, σε μία νέα ταυτότητα, ώθησαν καταρχήν στην εφαρμογή πολιτικών που θα έθεταν σε νέα βάση τη σχέση κέντρου και περιφέρειας.
Στο νέο αυτό πλαίσιο δεν θα υπήρχε περιθώριο διαπραγμάτευσης των ελίτ με το κέντρο και η εξουσία θα συγκεντρωνόταν γύρω από την Υψηλή Πύλη και το Παλάτι. Η πολιτική αυτή ξεκίνησε στην τελευταία κυρίως περίοδο της βασιλείας του Mahmud Β’ (ιδιαίτερα μετά το 1826 και την διάλυση του γενιτσαρικού σώματος) και παρά τις σοβαρές προκλήσεις της εποχής, όπως η δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και οι αποσχιστικές κινήσεις του Mehmed Ali της Αιγύπτου, έθεσε τις βάσεις για την επιβολή ενός νέου μοντέλου κρατικού συγκεντρωτισμού βασισμένου στην λειτουργία εκσυγχρονισμένων κρατικών θεσμών[37]. Μακροπρόθεσμα, οδήγησε στην προσπάθεια δημιουργίας ενός «Οθωμανικού έθνους»[38].
Υποσημειώσεις
[1] Κατά μία εκτίμηση, υπάρχουν περίπου 20.000 οθωμανικά έγγραφα στο Πρωθυπουργικό Αρχείο της Κωνσταντινούπολης, που αναφέρονται στα γεγονότα των δεκαετιών 1820 και 1830, βλ. H. Ş. Ilicak, “The Revolt of Alexandras Ipsilantis and the Fate of the Fanariots in Ottoman Documents”, στο Π. Πιζάνιας (επιμ.-εισ.), Η Ελληνική επανάσταση του 1821. Ένα ευρωπαϊκό γεγονός, Αθήνα 2009, σ. 320.
[2] Μ. Ursinus, “Millet”, Encyclopedia ofIslam, 2η έκδοση· Η. Erdem, «Μη λογίζετε τους Έλληνες σκαφτιάδες της γης. Οι αντιδράσεις της οθωμανικής εξουσίας στην ελληνική επανάσταση»|, στο Θ. Δραγώνα – Φ. Μπιρτέκ (επιμ.), Ελλάδα και Τουρκία. Πολίτης και έθνος-κράτος, Αθήνα 2006, σ. 159-160. Όταν στα έγγραφα γίνεται λόγος γενικά για τους εξεγερμένους Έλληνες, χρησιμοποιείται κυρίως η φράση «Rum taifesi» (C.D. 349/17452, H.H. 507/24953, C.D. 28/1353). Σε μία περίπτωση γίνεται αναφορά στο «μοχθηρό μιλλέτι» (millet-i habise), H.H. 875/38789-P.
[3] Η. Erdem, «The Greek Revolt and the End of the Old Ottoman Order», στο Π. Πιζάνιας (επιμ.-εισ.), Η Ελληνική επανάσταση του 1821. Ένα ευρωπαϊκό γεγονός, Αθήνα 2009, σ. 286 και του ίδιου, «Μη λογίζετε τους Έλληνες», σ. 162-163.
[4] Z. Toprak, «Από την πολλαπλότητα στην ενότητα: νομοθεσία και νομολογία στην ύστερη οθωμανική αυτοκρατορία», στο Τσ. Κεϋντέρ – Α. Φραγκουδάκη (επιμ.), Ελλάδα και Τουρκία. Πορείες εκσυγχρονισμού, Αθήνα 2008, σ. 48 και Erdem, «Μη λογίζετε τους Έλληνες», σ. 160-161.
[5] C.D. 349/17452. Η ίδια φράση επαναλαμβάνεται στο C.D. 28/1353.
[6] Erdem, «Μη λογίζετε τους Έλληνες, σ. 135-137, 162.
[7] C.D. 349/17452. Το περιεχόμενο του φιρμανιού γίνεται γνωστό μέσα από την απάντηση που έστειλε ο εκπρόσωπος καδή του ιεροδικείου του Rusçuk στην σημερινή Βουλγαρία με ημερομηνία 20 Μαΐου 1821.
[8] Η.Η. 862/38431. Για τις προσπάθειες κινητοποίησης των μουσουλμάνων υπηκόων βλ. Ilicak, «The Revolt», σ. 325-326.
[9] F. Yaşar, Yunan Bağımsızlık Savaşı’nda Sakız Adası, Άγκυρα 2006, σ. 58
[10] C.D. 139/6910 (δεν κατέστη δυνατή η πρόσβαση στο συγκεκριμένο έγγραφο). Οι σφραγιασθέντες Οθωμανοί ήταν δεκαοκτώ έμποροι που έτυχε την περίοδο εκείνη να βρίσκονται στο Βαθύ. Βλ. Ν. Σταματιάδης, Σαμιακά, τ.1, σ.31 και Μιχαήλ Οικονόμου, Ιστορικά της ελληνικής παλιγγενεσίας, εν Αθήναις 1873, σ. 170. Ωστόσο, ο Οθωμανός διοικητής του νησιού, ο καδής και λιγοστοί Οθωμανοί που διέμεναν στην πρωτεύουσα του καζά της Σάμου, την Χώρα, φυγαδεύτηκαν από τους εκεί προκρίτους στα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Μιχαήλ Οικονόμου, ό.π., σ.236.
[11] C.D. 114/5656, C.D. 333/16624.
[12] Tarih-i Cevdet, τ. 6, σ. 2796· Vak’a-nuvis Es’ad Efendi Tarihi, ed. Z. Yilmazer, Istanbul 2000, σ. 31-32· Ν. Σταματιάδης, ό.π., τ. 1, σ. 50. Στο Η.Η. 1319/51390 αναφέρεται ότι ο μουτεσελλίμης της Σίγλα İlyas Ağa πρότεινε στην Υψηλή Πύλη να σταλεί ο στόλος στον Μοριά προκειμένου να καταπνιγεί η επανάσταση και ο ίδιος με το στρατό που είχε συγκεντρωθεί για την επίθεση στην Σάμο θα παρέμεινε στη θέση του. Σύμφωνα με τον πρόξενο της Levant Company στην Σμύρνη, Francis Werry, μόλις ο Οθωμανός αρχιναύαρχος πληροφορήθηκε την άφιξη του ελληνικού στόλου στα νερά της Σάμου, ανέβαλε την απόβαση στο νησί, R. Clogg, «Smyrna in 1821: Documents from the Levant Company Archives in the Public Record Office», Μικρασιατικά Χρονικά 15 (1972), σ. 339.
[13] Για την εμπλοκή των Σαμίων και των Ψαριανών στην επανάσταση της Χίου βλ.Yasar, Yunan Bagimsizlik Savapi’nda Sakiz adasi, passim.
[14] Ν. Σταματιάδης, ό.π., τ.1, σ. 66.
[15] Για τις καταδρομικές επιθέσεις των Σαμίων και τη σταδιακή μετατροπή τους σε πειρατικές βλ. Δεσπ. Θέμελη – Κατηφόρη, Η δίωξις της πειρατείας και το θαλάσσιον δικαστήριον, τ.Α’, εν Αθήναις 1973, σ. 22,40, 43, 81-82, 115. Είναι ενδεικτικό ότι, όταν κατά την Καποδιστριακή περίοδο καταβλήθηκαν σοβαρές προσπάθειες από την επαναστατική κυβέρνηση προκειμένου να παταχθεί η πειρατεία, οι συλληφθέντες για πειρατεία πρόσφυγες που διέμεναν στην Σάμο κατηγόρησαν τις τοπικές αρχές ότι προκειμένου να προστατέψουν τους γηγενείς πειρατές συλλάμβαναν μόνο τους πρόσφυγες. Ανέφεραν επίσης ότι δύο από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του νησιού και πρωταγωνιστές της επανάστασης, ο Λυκούργος Λογοθέτης και ο Κωνσταντής Λαχανάς, είχαν μερίδια σε πλοία που ασκούσαν πειρατεία. Ό.π., σ. 82, 115, 232-233. Για το ίδιο θέμα βλ. Χρ. Λάνδρος, «Η ληστοπειρατεία στην Σάμο περί τα μέσα του 19ου αιώνα», Πρακτικά συνεδρίου «Η Σάμος από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα», τ.Β’, Αθήνα 1998, σ. 182189. Ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις επιδρομές των Σαμίων στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης βλ. στο Από τη Σμύρνη στην Ελλάδα του 1821. Η αφήγηση του Πέτρου Μέγγου, Ιωάννινα 2009, σ.287, 290
[16] Η πλέον επιτυχημένη αντίδραση των οθωμανικών δυνάμεων σημειώθηκε τον Ιούνιο του 1825 κατά την άφιξη μίας γολέττας, δύο καϊκιών και τριών τράτων με Σάμιους στο λιμάνι Κοκάρ, όταν οι Οθωμανοί βύθισαν δύο καΐκια και μία τράτα, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 36 Σαμιώτες και να αιχμαλωτισθούν δύο. Στη μία τράτα βρέθηκαν επίσης τέσσερις αιχμάλωτοι μουσουλμάνοι έμποροι, τους οποίους οι επιτιθέμενοι προφανώς σκόπευαν να απελευθερώσουν έναντι ανταλλαγμάτων. Η.Η./899/39520. Το λιμάνι Kokar, το οποίο αναφέρεται ότι βρισκόταν σε τοποθεσία παράλληλη με τα Βουρλά και κοντά στην Σμύρνη (Η.Η. 653/31939), πιθανόν ταυτίζεται με το Κοκάργιαλι (χωριό Μυρακτή), που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από την Σμύρνη, βλ. Σ. Αναγνωστο- πούλου, Μικρά Ασία, 19ος-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες, σ.177 σημ. 15, 248 σημ. 99. Την εποχή αυτή, πάντως, η περιοχή δεν κατοικούταν. Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι υπάρχει και η τοποθεσία Kokar στο δυτικό άκρο του κόλπου του Σιγατζίκ.
[17] Η.Η. 875/38789-P, αρζουχάλ (αίτηση) χωρίς ημερομηνία. Για την επίθεση είχε χρησιμοποιηθεί αρκετά μεγάλη στρατιωτική δύναμη, καθώς γίνεται λόγος για 30-40 πλοία που έφθασαν στην περιοχή. Επίσης αναφέρεται η ύπαρξη κατασκόπου των Σαμίων στην κωμόπολη για την οργάνωση της επίθεσης.
[18] Η.Η. 923/40100-Ε. Το ίδιο πρόβλημα αναφέρεται στο Η.Η. 653/31939, όπου γίνεται κατανομή στρατιωτικών αρμοδιοτήτων μεταξύ των βοεβόδων του Σιβρί-χισάρ, Βουρλών και φρουράρχου Σμύρνης για τη φύλαξη του κάστρου του Σιγατζίκ και των δερβενίων στο χωριό Υψηλή και το λιμάνι Κοκάρ. Ήδη από τις αρχές του 16ου αι. ο Πιρί Ρεΐς αναφέρει ότι από το λιμάνι του Σιγατζίκ έως νοτιότερα του όρμου της Υψηλής σύχναζαν πειρατικά πλοία, καθώς τα νερά ήταν ρηχά και οι ακτές επίπεδες, κι επομένως η περιοχή ήταν κατάλληλη για αποβάσεις. Βλ. Δ. Λούπης, Ο Πιρί Ρεΐς (1465-1553) χαρτογραφεί το Αιγαίο, Αθήνα 1999, σ. 221. Για τον κόλπο του Σιγατζίκ ως μέρος δράσης πειρατών βλ. και Z. Arikan «15. ve 16. Yuzyillarda Seferihisar, Sigacik ve Korsanlik», στο O Kumrular (εκδ.), Turkler ve Deniz, Κωνσταντινούπολη 2007, σ. 88.
[19] Η.Η. 899/39520. Βλ. και σημ. 16. Στην απάντησή του ο Mahmud Β’ διαπιστώνει ότι οι αντάρτες επιμένουν στην ίδια τακτική, αλλά «εάν το θέλει ο Θεός, θα βρουν τον μπελά τους».
[20] Για τους αγιάνηδες βλ. Y. Ozkaya, Osmanli Imparatorlugunda Ayanlik, Άγκυρα 1994. Επίσης H. Inalcik, “Centralization and Decentralization in Ottoman Administration”, στο Thomas Naff και Roger Owen (εκδ.), Studies in Eighteenth Century Islamic History, Carbondale 1977, σ. 27-52. Για περιπτώσεις αγιάνηδων των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας βλ. G. Veinstein, “Ayan de la region d’ Izmir et le commerce du Levant (deuxieme moitie du XVIIIe siecle)”, Revue de l’Occident musulman et de la Medit- eranee 20 (1975) 131-147. S. Faroqhi, “Wealth and Power in the Land of Olives: Economic and Political Activities of Muridzade Haci Mehmed Agha, Notable of Edremit”, Making a Living in the Ottoman Lands, 1480 to 1820, Istanbul 1995, σ. 291-311. Y. Na- gata, “Ayan in Anatolia and the Balkans during the Eighteenth and Nineteenth Centuries: A Case Study of the Karaosmanoglu Family”, στο A. Anastasopoulos (επιμ.), Provincial Elites in the Ottoman Empire. Halcyon Days in Crete (10-12 January2003), Ρέθυμνο 2005, σ.269-294. Για μια πρόσφατη θεώρηση της βιβλιογραφίας για το ζήτημα των αγιάνηδων βλ. Canay §ahin, The Rise and Fall of an Ayan Family in Eighteenth Century Anatolia: The Caniklizades (1737-1808), αδημ. διδ. διατριβή, Bilkent University 2003, σ. 23-38.
[21] Nagata, ό.π., σ. 275-276.
[22] Nagata, ό.π., σ. 275, 288.
[23] Canay, ό.π., σ. 31-32.
[24] Βλ. Őzkaya, ό.π., σ. 295-301, Canay, ό.π, σ. 34. Κατά τον Slade, ο οποίος ταξίδεψε στην Μικρά Ασία την εποχή της βασιλείας του Mahmud Β’, οι ντερεμπέηδες «had two crimes in the eyes of Mahmoud II: they held their property from their ancestors, and they had riches”. A. Slade, Records of Travels in Turkey, Greece, etc., τ.1, Baltimore 1833, σ. 118. Σύμφωνα όμως με τον Nagata, η συγκεντρωτική πολιτική του Mahmud Β’ επηρέασε περισσότερο τους αγιάνηδες που εμπλέκονταν στο σύστημα των φοροενοικιάσεων και όχι αυτούς που βάσιζαν την κοινωνική και οικονομική ισχύ τους στα τσιφλίκια και τα βακούφια, Nagata, ό.π., σ. 270.
[25] Η.Η. 935/40470. Η επίθεση έγινε στις 10 Şevval 1238 (8 Ιουνίου 1823) από μεγάλη, κατά τον φρούραρχο, δύναμη Σαμίων, που έφθανε τα 1.000 άτομα (αριθμός υπερβολικός που αποσκοπούσε στο να δικαιολογήσει την ανεπάρκεια του γράφοντα) και οι οποίοι κατέφθασαν με περίπου 30 περάματα και βάρκες, 5 τράτες και 1 μαρτίγο. Η επίθεση ήταν επιτυχής, καθώς παρά την κινητοποίηση των τοπικών αρχών και τις ενισχύσεις που έστειλε ο φρούραρχος, σκοτώθηκαν πέντε μουσουλμάνοι και τέσσερις Σαμιώτες, ενώ αρκετοί από τους τελευταίους τραυματίστηκαν, χωρίς όμως να συλληφθούν, εφόσον οι Σάμιοι κατόρθωσαν και τους φυγάδευσαν στα πλοία.
[26] Η.Η. 285/17123. Σύμφωνα με τον Esad Efendi, ο Mustafa Reşid Paşa απασχολούσε ανίκανους αξιωματούχους, ενώ ο ίδιος δεν μπόρεσε να οργανώσει την προφύλαξη των περιοχών επιδεικνύοντας νωθρότητα και αδιαφορία. Vak’a-nuvis Es’ad Efendi Tarihi, σ. 227. Ο Mustafa Reşid Paşa αντικαταστάθηκε από τον ilyas-zade ilyas Aga (H.H 285/17123).
[27] C.D.114/5672. Για την επίθεση βλ. και Επ. Σταματιάδης, Σαμιακά, τ. Β’, Αθήνα 1965, σ. 297, όπου γίνεται λόγος για δύναμη 50 Σαμίων.
[28] Η.Η. 938/40524. Βλ. και Ν. Σταματιάδης, ό.π., τ.1, σ. 70.
[29] Η.Η. 653/31939.
[30] Η.Η. 751/35467. Για τις ταραχές στην Σμύρνη που προκλήθηκαν από τους άτακτους στρατιώτες και από χαμηλόβαθμους γενίτσαρους το καλοκαίρι του 1821 βλ. Clogg, ό.π., κυρίως σ. 330, 333-334.
[31] Őzkaya, Ayanlik, σ.105-106, 109, 121-122, 253-254. Για τον İlyas-zade İlyas Ağa βλ. επίσης Comte de Forbin, Voyage dansleLevant, en 1817et 1818, Paris 1819, σ. 54-55, ο οποίος σημειώνει ότι η επικράτεια εξουσίας του εκτεινόταν από την περιοχή έξω από την Σμύρνη έως 12 μίλια νότια του ποταμού Μαιάνδρου (Menderes). Βλ. επίσης και Slade, ό.π., τ.1, σ. 117.
[32] Η.Η. 410/21336
[33] Η.Η. 938/40524.
[34] Η.Η. 285/17123 και Vak’a-nuvis Es’ad Efendi Tarihi, σ. 227.
[35] Επ. Σταματιάδης, ό.π., τ. Β’, σ. 126-128. Για το δίκαιο τρόπο με το οποίο διοικούσε την περιοχή που εξουσίαζε και την οξυδέρκεια του İlyas-zade κάνει λόγο και ο Forbin, ό.π.
[36] Η.Η. 938/40524. Τα υπάρχοντα, οι προμήθειες και τα ζώα που εγκαταλείφθηκαν από τους φυγάδες ραγιάδες μεταφέρθηκαν στα υπόλοιπα τσιφλίκια του İlyas-zade. Η περιουσία του İlyas-zade υπέστη ζημιές και από τις ταραχές που ξέσπασαν στο Κουσάντασι με ευθύνη των ατάκτων του οθωμανικού στρατού μετά την αποτυχημένη απόπειρα απόβασής τους στην Σάμο το καλοκαίρι του 1821, βλ. Slade, ό.π., τ. 1, σ. 117. Για τις ταραχές βλ. επίσης Επ. Σταματιάδης, ό.π., τ. Β’, σ. 152-153 και Clogg, ό.π., σ. 339-340.
[37] Για μια αποτίμηση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του Mahmud Β’ βλ. R. Davison, Reform in the Ottoman Empire, 1836-1876, Princeton 1963, σ. 25-36.
[38] Βλ. Erdem, “The Greek Revolt”, σ. 288.
Σοφία Λαΐου
Ιόνιο Πανεπιστήμιο – Τμήμα Ιστορίας
1821, Σάμος και Επανάσταση, ιστορικές προσεγγίσεις, Πρακτικά συνεδρίου, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Ν. Σάμου, Αθήνα 2011.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.