Quantcast
Channel: Άρθρα – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 245

Η οργάνωση του ένοπλου αγώνα (1821-1827): Προτεραιότητες και εμφύλιες διαμάχες

$
0
0

Η οργάνωση του ένοπλου αγώνα (1821-1827): Προτεραιότητες και εμφύλιες διαμάχες – Δημήτρης Μαλέσης


 

Η μορφή και ο τρόπος οργάνωσης ενός στρατεύματος κατά τη διάρκεια ενός πολέμου -ιδιαίτερα όταν αυτός είναι πολυετής – συνιστά ένα ουσιώδες ζήτημα, από το όποιο εξαρτάται εν πολλοίς και η αίσια έκβασή του. Για την ελληνική ηγεσία, πολιτική και στρατιωτική, του Αγώνα της ανεξαρτησίας του 1821 το πρόβλημα τέθηκε μετ’ επιτάσεως από την πρώτη στιγμή και αποτέλεσε βασικό αίτιο για να διατυπωθούν διαφορετικές και συγκρουόμενες απόψεις, να εκδηλωθούν έριδες αλλά και να προκαλέσουν εμφύλιες ρήξεις, οι όποιες θα δοκιμάσουν με τη σειρά τους τα όρια και τις αντοχές της επαναστατικής προσπάθειας.

Για τους Έλληνες το πρόπλασμα για τον στρατιωτικό μηχανισμό υπήρξε ασφαλώς η προεπαναστατική κλεφταρματολική παράδοση.[1] Ήταν αναμενόμενο οι άνδρες εκείνοι που στελέχωναν τις συγκεκριμένες ομάδες στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο επί δεκαετίες να επωμισθούν το κύριο βάρος των στρατιωτικών επιχειρήσεων από την πρώτη στιγμή. Και αν το πρώτο διάστημα της Επανάστασης χαρακτηριζόταν περισσότερο από τον ενθουσιασμό και τον αυθορμητισμό, η μακροχρόνια προοπτική των πολεμικών επιχειρήσεων έθετε αναπόφευκτα το ζήτημα της λυσιτελέστερης οργάνωσης του στρατιωτικού μηχανισμού για την αντιμετώπιση ενός αντιπάλου οργανωτικά και αριθμητικά υπέρτερου.

Επικεφαλής των πρώτων ομάδων, των «μπουλουκιών» όπως αποκαλούνταν σε πολλές περιπτώσεις, θα τεθούν εκείνοι που κατείχαν ήδη ηγετικές θέσεις μεταξύ των ενόπλων ομάδων του κλεφταρματολισμού, άνδρες με αδιαμφισβήτητο κύρος και συνακόλουθη αποδοχή μεταξύ των ενόπλων. Οι καπετάνιοι αυτοί θα αποτελέσουν μαζί με τα στελέχη της προυχοντικής παραδοσιακής ολιγαρχίας την ηγέτιδα τάξη του επαναστατικού Αγώνα, με ρόλο πρωταγωνιστικό και συνήθως μεταξύ τους ανταγωνιστικό.

Ο ανταγωνισμός αυτός προέκυψε αναπόφευκτα από τη στιγμή που η διαφαινόμενη εθνική απελευθέρωση έθεσε ισχυρά διλήμματα ως προς τον τρόπο και τη δομή που θα έπαιρνε το υπό διαμόρφωση κράτος. Έτσι το ζήτημα τέθηκε επί του εξής καίριου ζητήματος: άτακτος στρατός ή σύσταση και οργάνωση εξ ύπαρχης τακτικού. Στην πρώτη περίπτωση θα διατηρούνταν τα ένοπλα σώματα, όπως είχαν αποκρυσταλλωθεί σύμφωνα με την κλεφταρματολική παράδοση, με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς που αναγνώριζε κάθε ομάδα, ενώ στη δεύτερη όλοι οι πολεμιστές θα υπάγονταν σε μία κεντρική εξουσιαστική Αρχή, η οποία θα είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο ως προς όλα τα διαδικαστικά που αφορούσαν την ιεραρχία και τον ρόλο των διαφόρων σωμάτων. Κάθε ένα από τα δύο αυτά ενδεχόμενα προϋπέθετε ταυτόχρονα και μία διαφορετική κρατική οντότητα. Το πρώτο ενδεχόμενο ισοδυναμούσε με διατήρηση και αναπαραγωγή των αποκεντρωμένων υφιστάμενων δομών, στην κορυφή των οποίων είχαν εδραιωθεί οι πρόκριτοι, ενώ στο δεύτερο η μία και ενιαία αδιαίρετη εξουσία παρέπεμπε σε συγκεντρωτικό κράτος δυτικοευρωπαϊκού, για την εποχή, τύπου.

Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να σκιαγραφήσει τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τη σύσταση και την οργάνωση τακτικού στρατού, να παρουσιαστούν οι κύριοι εκπρόσωποι αυτής της πολιτικής και, κυρίως, να ερμηνευθούν οι λόγοι για τους οποίους το όλο εγχείρημα ήταν εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να υλοποιηθεί.

Η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας τακτικού στρατού συνδέεται με τον Δημήτριο Υψηλάντη, από την πρώτη στιγμή που αφίχθηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα το καλοκαίρι του 1821. Προερχόμενος από τις τάξεις του ρωσικού στρατού ο Έλληνας πρίγκιπας τη μόνη στρατιωτική οργάνωση που γνώριζε αφορούσε αυτήν του τακτικού, του απολύτως πειθαρχημένου στην εκάστοτε τεταγμένη ηγεσία.

Μάλιστα, η άφιξή του συνοδεύτηκε από ένα σώμα 300 περίπου εθελοντών Ελλήνων, προερχόμενων από περιοχές όπου δεν μπορούσαν να σημειωθούν στρατιωτικές επιτυχίες και να εδραιωθεί επαναστατικό κλίμα, όπως η Μακεδονία, η Θράκη και η Μικρά Ασία. «Θερμός ζηλωτής»[2] του τακτικού στρατού ο Υψηλάντης έδωσε τέτοια χαρακτηριστικά στο συγκεκριμένο σώμα, όπως ομοιόμορφη στολή, ιεραρχία και μισθό, με βάση τα οικονομικά που είχε εξασφαλίσει από τη Ρωσία.[3] Με τη συμμετοχή του σε κάποιες επιχειρήσεις της Πελοποννήσου κατά τους πρώτους μήνες το συγκεκριμένο σώμα εξάντλησε όλη τη δραστηριότητά του.

 

Δημήτριος Υψηλάντης. Ο Υψηλάντης υπερασπίζεται ανδρείως την πόλιν Άργος. Peter Von Hess.

 

Η εκτεταμένη αταξία που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αλλά και της άλωσης της Τριπολιτσάς αποτελούσε ικανή απόδειξη για να κατανοήσει ο Υψηλάντης ότι οι δυσκολίες που είχε να υπερβεί για να υλοποιήσει τα σχέδιά του κάθε άλλο παρά αμελητέες ήταν.

Στην Πελοπόννησο, επίσης, ο Κολοκοτρώνης, μολονότι κύριος εκπρόσωπος των παραδοσιακών στρατιωτικών αντιλήψεων, επιχείρησε για να ξεπεραστούν οι αντιξοότητες των πρώτων επιχειρήσεων να προσδώσει στοιχεία ευταξίας στους άνδρες του, με την έκδοση κανονισμού λειτουργίας των στρατοπέδων ή επιβολή ποινών για απείθαρχη δράση.[4] Η λεπτομερής πρόβλεψη του Οργανισμού που εκπονήθηκε στο πλαίσιο λειτουργίας της Πελοποννησιακής Γερουσίας για την οργάνωση της ιεραρχίας, τη μισθοδοσία και την επιβολή ποινών, αποδεικνύει τη βούληση της ηγεσίας για διεξαγωγή του πολέμου, κατά το δυνατό, με όρους τακτικού στρατού, με αποτελέσματα ωστόσο, όπως θα αποδειχθεί σύντομα, μηδαμινά.[5]

Στη Στερεά Ελλάδα το ίδιο εγχείρημα θα αποδειχθεί ακόμη δυσκολότερο. Κύριος εκφραστής των προσπαθειών εδώ υπήρξε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο όποιος σε επιστολή του εξέφραζε το σκεπτικό του:

 

«δια να βαστάξωμεν στρατεύματα και να τα θρέψωμεν, έχομεν ανάγκην αυτού του συστήματος [ενν. ευρωπαϊκού], διότι άνευ αυτού ούτε έθνη λογιζόμεθα ούτε αναγνωριζόμεθα από τας άλλας δυνάμεις, ούτε δάνεια ευρίσκομεν, ούτε πρεσβείαν ημποροΰμεν να στείλωμεν εις το κογκρέσον, όπου συγκροτείται εις Βιέννην».[6]

 

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ο Μαυροκορδάτος υπερασπίζεται με επιτυχία την πόλη του Μεσολογγίου.

Έχοντας επίγνωση της μεγάλης ισχύος που διέθεταν οι οπλαρχηγοί στη Στερεά ο Φαναριώτης πολιτικός επιχείρησε να τους προσεταιρισθεί και, τελικά, να τους υπαγάγει στην επιρροή του, εγχείρημα το οποίο θα αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολο και οι προσπάθειές του αναποτελεσματικές.[7] Αυτές πάντως θα συνεχιστούν κατά τη διάρκεια των εργασιών της Α’ Εθνοσυνελεύσεως, όπου θα επικρατήσει των αντιπάλων του.

Εκδόθηκε, λοιπόν, Γενικός Στρατιωτικός Οργανισμός, με σκοπό «να ευδοκιμήσωσι τα στρατεύματα και εμποδισθώσιν όσα από την αταξίαν προέρχονται κακά» αλλά και να «γίνωνται γνωστά προς την Διοίκησιν τα ανδραγαθήματα εκάστου, δια να ανταμείβωνται παρ’ αυτής».[8] Για τον Μαυροκορδάτο η υπαγωγή των ενόπλων στην πολιτική εξουσία, στον εκάστοτε Μινίστρο του Πολέμου, αποτελούσε τη μόνη ενδεδειγμένη λύση, εφ’ όσον προέτασσε ως πρότυπο τη δυτικοευρωπαϊκή πραγματικότητα. Ο νόμος που εμπνεύστηκε και εξέδωσε την 1η Απριλίου 1822 αφορούσε μια εξαιρετικά φιλόδοξη προοπτική για συγκρότηση μιας ένοπλης δύναμης, με Βαρύ και Ελαφρύ Πεζικό, Πυροβολικό και Ιππικό, «απαραλλάκτως τοις στρατοΐς των Ευρωπαϊκών Κρατών»,[9] επειδή «η τάξις απανταχού χρήσιμος» και το «Στρατιωτικόν μάλιστα με την τάξιν και ωφελιμότερον και αναγκαιότατον».

Επιπλέον, επειδή ο τοπικισμός συνιστούσε ένα σοβαρό εμπόδιο για την άσκηση μιας συγκεντρωτικής πολιτικής, φρόντισε οι άνδρες των σωμάτων να «διανέμονται μιγάδες […] χωρίς ποτέ να είναι συγκεχωρημένον να σχηματισθή σώμα ξεχωριστόν και συνιστάμενον από κατοίκους ενός μόνον και του αυτού μέρους της Ελλάδος». Ο Μαυροκορδάτος, επίσης, σε μεγάλο βαθμό θα στηρίξει τις προσπάθειές του στους φιλέλληνες που είχαν αφιχθεΐ στην Ελλάδα με σκοπό να πολεμήσουν και οι όποιοι μην έχοντας οποιονδήποτε δεσμό με εγχώριους ενόπλους θα μπορούσαν να υλοποιήσουν με μικρότερη δυσκολία τα σχέδιά του.[10]

Οι απόπειρες για σχηματισμό τακτικού στρατού θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια, παρόλο που οι εμφύλιες διαμάχες μετά το 1823 θα οξύνονται και τα οποιαδήποτε σχέδια γίνονταν παρανάλωμα εκδικητικών πράξεων βίας και, συνεπώς, λιγότερο εφαρμόσιμα. Το 1824 οι εκκλήσεις της «Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος» για «ευνομία» και «ισοτιμία» ακούγονται παράταιρες και μοιάζουν να απευθύνονται σε μερίδα μόνο των επαναστατών.

Παπαφλέσσας. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία. Adam Friedel.

Μάταια, λοιπόν, ο Γρηγόριος Δικαΐος ή Παπαφλέσσας, από τη θέση του υπουργού των Εσωτερικών, πραγματοποιεί την έκκληση, υποδεικνύοντας μάλιστα ως αιτία της διαρκούς αταξίας την «μέχρι τούδε καθυστέρησιν», την οποία προκάλεσε «η αυτογνώμων και ισχυρογνώμων θέλησις των ατάκτων στρατιωτικών». Και οι «συμβουλές» – εντολές που ακολουθούν στη συγκεκριμένη Εγκύκλιο μοιάζουν περισσότερο με ειρωνεία, όταν ζητείται για παράδειγμα από τον «αρχηγόν» των στρατιωτών να τους «οδηγεί εις τας καλάς πράξεις, να φέρωνται ήσυχα, εύτακτα και να μη ενοχλώσι κανένα ποτέ» αλλά «και ν’ απαγορευθώσιν από το να ρίπτουν τουφέκια την νύκτα ματαίως».[11] Και όταν παραβιάζονταν αυτές η άλλες αρχές, όπως περιγράφονταν στην Εγκύκλιο, ο στρατιώτης προβλεπόταν ότι «θέλει παιδεύεσθαι αυστηρότατα».[12] Το ζητούμενο, βέβαια, ήταν πως θα μπορούσε να επιβληθεί η κεντρική διοίκηση στις επιμέρους στρατιωτικές ηγεσίες και αυτές με τη σειρά τους στους ενόπλους ούτως ώστε οι αυστηρές συστάσεις να έχουν πραγματικό νόημα.

Τον ίδιο καιρό, ο γιατρός Παναγιώτης Ρόδιος, από τη θέση του Γενικού Γραμματέα της κυβέρνησης Γεωργίου Κουντουριώτη, πραγματοποίησε έκκληση για επάνοδο των ανδρών που ανήκαν μέχρι προ τινος σε τακτικά σώματα και είχαν αποχωρήσει είτε λόγω των δυσλειτουργιών είτε εξαιτίας των εμφύλιων διενέξεων. Μάλιστα, ως επιπλέον κίνητρο δινόταν η υπόσχεση για διασφαλισμένη διατροφή, έστω και περιορισμένη, με μερίδα 300 δραμίων ημερησίως, «κατά μήνα δε εν δίστηλον».[13] Η προσπάθεια απέδωσε κάποια, πενιχρά έστω, αποτελέσματα, ενώ υπήρξαν και ορισμένοι νεοσύλλεκτοι. Ωστόσο, ο Ρόδιος, επίμονος υποστηρικτής της δημιουργίας τακτικού στρατού, έπρεπε να ξεπεράσει τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς που είχαν αρχίσει να κλιμακώνονται στους κόλπους των επαναστατών.[14] Ένα χρόνο πριν, είχε έρθει σε σύγκρουση με τον Ιταλό φιλέλληνα στρατιωτικό Γκουβερνάντι, όταν απαίτησε να υπαχθεί υπό τις διαταγές του ό,τι συνιστούσε μέχρι τότε τακτικό στράτευμα, πρόταση που έθιξε τον συνάδελφό του, ο οποίος παραιτήθηκε και αποχώρησε από την επαναστατημένη Ελλάδα. Αλλά και ο ίδιος ο Ρόδιος, μολονότι «συνεργεία των πολιτικών φίλων του»,[15] κατάφερε να επικρατήσει σε αυτήν τη διένεξη, δεν θα αργήσει να διαπιστώσει τις ανυπέρβλητες δυσκολίες και, «στερούμενος των προς συντήρησιν μέσων»,[16] θα υποχρεωθεί σε παραίτηση.

Κάρολος Φαβιέρος

Θα υπάρξει και δεύτερη παραίτηση του Ρόδιου, τον επόμενο χρόνο, όταν ανατέθηκε στον Γάλλο Κάρολο Φαβιέρο (Charles Fabvier) η ευθύνη για την οργάνωση και τη διοίκηση του τακτικού, οπότε ο Έλληνας αξιωματικός αισθάνθηκε να θίγεται. Εξάλλου και η τοποθέτηση του Φαβιέρου στηριζόταν στη λογική ενός εσωτερικού ανταγωνισμού, αφού η τοποθέτησή του γινόταν για να υποσκελισθεί ο ανεπιθύμητος από την κυβέρνηση Κουντουριώτη Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Ο Γάλλος στρατηγός ήταν σαφής όταν δημοσιοποίησε την έκκληση για την οργάνωση του τακτικού: η ευρωπαϊκή αναγνώριση και η εμπέδωση κλίματος πειθαρχίας.[17] Η δημιουργία στρατιωτικής μπάντας από τον Γερμανό Μάγγελ απέβλεπε στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για να ευοδωθούν επιτέλους τα σχέδια, ωστόσο τέτοιες πρωτοβουλίες έμοιαζαν με περιττή πολυτέλεια. Οι 3.500 άνδρες που θα προκύψουν θα αποδειχθούν ελάχιστη δύναμη, όχι τόσο αριθμητικά, όσο ουσιαστικά. Το εν λόγω σώμα θα συνυπήρχε, βεβαίως, με τα άτακτα σώματα αλλά ένα βαθύ χάσμα χώριζε τις δύο πλευρές και ακύρωνε στην πράξη κάθε προσπάθεια.

Για παράδειγμα, στην Αθήνα σημειώθηκαν συμπλοκές μεταξύ ανδρών του τακτικού και των ατάκτων, με δύο τραυματίες, με αφορμή τη μέθη ενός ιππέα του τακτικού. Όπως, επίσης, η κλοπή των «προς πλύσιν ενδυμάτων» μιας νοικοκυράς από στρατιώτη του Α’ τάγματος στάθηκε αφορμή να απολυθεί και να διαπομπευθεί.[18]Τα ευτράπελα αυτά επεισόδια αποκαλύπτουν την υπολανθάνουσα διαμάχη αλλά και τις εγγενείς δυσκολίες του εγχειρήματος για τη δημιουργία τακτικού και πειθαρχημένου στρατού, σε μία κοινωνία όπου η παρανομία κατά τη μακραίωνη ξενική υποδούλωση ήταν κατόρθωμα, πράξη αντίστασης, γενναιότητας και αντικείμενο θαυμασμού.

Σε αυτά να προσθέσουμε και την αδιάπτωτη φιλαρχία, αποτέλεσμα των πολιτικών διαγκωνισμών. Ο Γιάννης Γκούρας, ρουμελιώτης καπετάνιος με απήχηση στην περιοχή, τον Δεκέμβριο του 1825 υπογράμμιζε με εγκύκλιό του την αξία που είχε το τακτικό, διότι η έλλειψή του «επροξένησε πολλά κακά και εμπόδισε την πρόοδον και ανεξαρτησίαν του έθνους». Τα άτακτα ήταν χρήσιμα «δια την θέσιν της Ελλάδος και δια τας προλήψεις του εχθρού και δια άλλους λόγους», όμως ο ίδιος – υπογραμμίζοντας τη σημασία του τακτικού – έσπευδε να «γυμνασθή» στο σώμα του τακτικού.[19] Ωστόσο, ο Γκούρας, όταν θέλησε να ορισθεί ως διοικητής ενός τάγματος του τακτικού, συνάντησε την άρνηση του Φαβιέρου. Η αμοιβαία δυσπιστία δηλητηρίαζε τη σχέση των δύο ανδρών για έναν επιπλέον λόγο: ο Γάλλος ήταν προσκείμενος στον Μαυροκορδάτο, ενώ ο Γκούρας στον Κωλέττη, συνεπώς η συνύπαρξη κάθε άλλο παρά αρμονική θα μπορούσε να είναι. Και από τη στιγμή που ο Γκούρας δεν πέτυχε τον στόχο του, εξεδήλωσε απροκάλυπτα την αντίθεσή του. Γράφει ο Μακρυγιάννης:

 

«Βγαίνει ο Γκούρας από το ταχτικόν. Κάνει πλήθος αντενέργειες αυτός και οι σύντροφοί του, Αθηναίγοι και κυβερνήτες, να το διαλύσουν το ταχτικόν. Ο καϊμένος ο Φαβγές έτρεξε εις την προκομμένη Διοίκηση δια να δώση τα μέσα. Εις την Αθήνα ήταν σκουτιά του ταχτικού κι άλλα αναγκαία. Πολεμούσαν να τα κάμουν οι καλοί πατριώτες πλιάτζικα. […] Τότε ο Γκούρας, ο Ζαχαρίτζας, ο Βρανάς, ο Σουρμελής κι άλλοι συντρόφοι τους Αθηναίγοι […] κάνουν χιλιάδες αντενέργειες να χαλάσουν το ταχτικόν και του κόβουν όλα τα μέσα, να διαλυθή χωρίς άλλο».[20]

 

Αλλά το ακόμη χειρότερο επιφυλασσόταν για τα σχέδια του Φαβιέρου στη συνέχεια, όταν η κυβέρνηση του ανακοίνωσε ότι δεν είχε τα υλικά μέσα για τη συντήρηση του σώματος, το όποιο εν τω μεταξύ αναπτυσσόταν, παρά τις δυσχέρειες που συναντούσε. Ο Γάλλος φαινόταν εκτεθειμένος και στη συνέχεια οι προσπάθειές του φαίνονταν καταδικασμένες σε αποτυχία.

 

Ιωάννης Μακρυγιάννης, σχέδιο Benjamin Mary, 30 Απριλίου 1840.

 

Η εκστρατεία που επιχείρησε στην Κάρυστο με σκοπό να καταλάβει την Εύβοια και να την καταστήσει το πρώτο τμήμα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, προσέκρουσε στην αδυναμία να εξευρεθούν τα μέσα για τη συντήρηση των ανδρών του, από τη στιγμή που «επολιορκούντο οι Έλληνες σφαιροβολούμενοι ακαταπαύστως και στερούμενοι πάσης τροφής, ώστε η κατάστασίς των ήτον ελεεινοτάτη ένεκα της απερισκεψίας των διεπόντων».[21]

Κατόπιν διαφώνησε με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη για την οργάνωση του Αγώνα στην Ανατολική Στερεά, επειδή ο Έλληνας οπλαρχηγός θεωρούσε ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για συγκρότηση τακτικού στρατού θα ήταν καταδικασμένη, από τη στιγμή που ο εχθρός είχε αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις και τις όποιες θα μπορούσε «εντός ολίγου να τας αναπληρώση από την ευρείαν και εκτεταμένην αυτοκρατορίαν του», ενώ οι Έλληνες, εάν έχαναν μία σημαντική μάχη, έχαναν τον πόλεμο, αφού δεν είχαν «δυνάμεις διαθεσίμους» για να τις αναπληρώσουν.[22] Η αποτυχημένη εκστρατεία του Γάλλου φιλέλληνα στη Χίο σφράγισε τις ειλικρινείς και σε κάθε περίπτωση ανιδιοτελείς προσπάθειές του.[23]

Γενικότερα, όλες οι λεπτομερείς προβλέψεις τόσο του Γενικού Στρατιωτικού Οργανισμού, όσο και των ρυθμίσεων που θα ακολουθήσουν εν σχέσει με την ιεραρχία, την πειθαρχία και τις αμοιβές, πάντα βάσει των γαλλικών στρατιωτικών προτύπων, θα αποδειχθούν κενά περιεχομένου και απλώς εξέφραζαν τις αισιόδοξες αντιλήψεις των εμπνευστών τους.

Αν θέλαμε να συνοψίσουμε τους λόγους για τους οποίους η διεξαγωγή του πολέμου με άτακτα στρατεύματα αποτελούσε τη μόνη ενδεδειγμένη λύση, θα καταλήγαμε στις έξης σκέψεις.

Το βασικό διακύβευμα ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονταν οι διάφορες πολιτικές και κοινωνικές μερίδες τη συγκρότηση του υπό ανεξαρτησία ελληνικού κράτους και την κατανομή της εξουσίας. Ο Δ. Υψηλάντης, για παράδειγμα, συγκεντρώνοντας στα χέρια του τη στρατιωτική εξουσία, απειλούσε να αφαιρέσει ένα πολύ ισχυρό έρεισμα από τους προκρίτους, κάτι που οι τελευταίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να επιτρέψουν.[24] Ο Κανέλλος Δεληγιάννης υπήρξε ο γνησιότερος και ο οξύτερος επικριτής των προσπαθειών του πρίγκιπα, κατανοεί τον κίνδυνο που διατρέχουν τα παραδοσιακά προνόμιά του και για αυτό δεν φείδεται χαρακτηρισμών, όταν στρέφεται εναντίον του:

 

«[…] απήτει να τον γνωρίσωμεν δικτάτορα και ανώτατον άρχοντα του Έθνους με τον τίτλον του Αρχιστρατήγου, να κινή και να οδηγή τας κατά ξηράν και θάλασσαν στρατιωτικάς δυνάμεις, κατά το δοκοΰν, χωρίς να χρεωστή να δώση λόγον εις κανένα να κυβερνά απολύτως, να διοργανώση τας επαρχίας, να διορίζη όλους τους υπαλλήλους εις όλους τους κλάδους της δημοσίου υπηρεσίας και όλας τας πολιτικάς αρχάς κατ’ αρέσκειαν».[25]

 

Αλλά και μερίδα των στρατιωτικών, ιδιαίτερα εκείνοι που διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με προκρίτους, τον αντιμετώπιζαν με προκατάληψη, θεωρώντας η πολιτική του «εγίνετο επί τω σκοπώ του να καταστρέψωσι δι’ αυτού την δύναμιν των κατ’ επαρχίας προκρίτων»,[26] οπότε, αφού κινδύνευαν να παραγκωνιστούν οι ίδιοι, φρόντισαν να υπονομεύσουν οποιαδήποτε προσπάθεια για τη σύσταση του τακτικού. Από αυτήν τη θεμελιώδη θέση ξεκίνησαν οι διαφορετικές προσεγγίσεις και οι συνακόλουθες έριδες. Ωστόσο, άλλες επιμέρους, κάθε άλλο παρά ήσσονος σημασίας, δυσχέρειες κατέστησαν το ζήτημα του σχηματισμού αξιόλογου σε χρονική διάρκεια και ισχύ τακτικού στρατού εξαιρετικά πολύπλοκο και δυσεπίλυτο. Η μόνιμη οικονομική δυσπραγία στις τάξεις των επαναστατών ακύρωνε εν τοις πράγμασι ό,τι σχεδιαζόταν επί χάρτου. Το όλο εγχείρημα προϋπέθετε σταθερά κυβερνητικά σχήματα και οργάνωση που θα εξασφάλιζε με την κατάλληλη οργάνωση τους αναγκαίους ή έστω τους βασικούς πόρους για τη διεξαγωγή ενός μακροχρόνιου αγώνα. Ακόμη και τα δάνεια που συνάφθηκαν με την Αγγλία το 1824 διασπαθίστηκαν στους εμφυλίους πολέμους.[27] Ακόμη και οι έκτακτες λύσεις, όπως οι έρανοι ή οι εκποιήσεις ιερών σκευών φανέρωναν φιλοπατρία και φιλότιμη διάθεση, ωστόσο περισσότερο πρόδιδαν το οικονομικό αδιέξοδο.[28]

Οι εκκλήσεις του εμβληματικού ηγέτη της Πελοποννήσου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη προς τις διοικητικές Αρχές στην κρίσιμη καμπή του 1825 για εξασφάλιση τροφίμων που θα συντηρούσαν τους άνδρες του στρατοπέδου του είναι μία από τις πάμπολλες που διατυπώθηκαν. Γίνεται αντιληπτό ότι οι δυσκολίες που θα συναντούσαν για το ίδιο ζήτημα άλλοι στρατιωτικοί ηγέτες, με λιγότερο κύρος και ισχύ, θα ήταν αναμφίβολα περισσότερες.

Ο Κολοκοτρώνης, λοιπόν, από τη Στεμνίτσα, απευθυνόμενος στη διοίκηση, τονίζει ότι «ελλείπουν όλα εν γένει τα μέσα τα αναγκαία εις την συντήρησιν του στρατοπέδου», καθώς το μόνο που διέθεταν επί ένα μήνα ήταν «αλεύρι όλον όλον οκάδας επτά ήμισυ χιλιάδες, χωρίς κανέν άλλο προσφάγι».[29] Και το σκώμμα που επιστρατεύει για να διεκτραγωδήσει την κατάσταση, μάλλον υπογραμμίζει τον επείγοντα χαρακτήρα του προβλήματος:

 

«Αν ηξεύρετε καμιά μηχανή να τρέφωνται με τον αέρα τα στρατεύματα, σας παρακαλώ να μου την στείλετε. Αν ηξεύρετε ότι είναι καμιά μηχανή να κάνη το χώμα μπαρούτι και ταις πέτραις μολύβι, στείλετέ μου τον μηχανικόν δια να το κάμωμεν· επειδή και ακόμη τέτοια εφεύρεσι δεν την έκαμαν οι άνθρωποι, σας λέγω στείλετέ μου ολα αυτά».[30]

 

Ακόμη και ο Μαυροκορδάτος βρέθηκε στην ανάγκη να δηλώσει αδυναμία στον Γκουβερνάντι για την παροχή των αναγκαίων: «Ύπαγε με το σώμα σου να ιδιοσυντηρηθής. Η κυβέρνησις της Ελλάδος ουδέν έχει να σοι δώση προς διατήρησιν».[31] Το 1826 πλέον, και ενώ με την πτώση του Μεσολογγίου η επανάσταση ψυχορραγούσε, ο Δημήτριος Ευμορφόπουλος κάνει έκκληση προς τη Διοίκηση για να φροντίσει τη συντήρηση των στρατιωτών – εν προκειμένω αναφέρεται στους Δερβανοχωρίτες – οι οποίοι, όπως έγραφε, «αποθνήσκουσι από την πείναν, αυτοί και οι φαμίλιαις των».[32]

Επιπλέον, η μόνιμη ροπή προς την αταξία, αποτέλεσμα πολυετών βιωματικών εμπειριών, λειτούργησε ασφαλώς αρνητικά προς οποιαδήποτε πρόθεση δημιουργίας πειθαρχημένου σε μία νεοπαγή εξουσία στρατού. Οι στρατιώτες κλήθηκαν στις έκτακτες συνθήκες ενός πολέμου να αποστασιοποιηθούν από μακροχρόνιες έξεις και να προσαρμοσθούν σε κάτι νέο όπως ήταν η πειθαρχία, κάτι όμως που είχε υπερβολικές απαιτήσεις και προϋπέθετε μακρά εξάσκηση και εγχάραξη νέας νοοτροπίας.[33]

Από την πλευρά τους οι οπλαρχηγοί, με αυξημένο ούτως η άλλως κύρος, δρούσαν σαν να είχαν προσωπικό στρατό, με τον όποιο άλλωστε μπορούσαν να διαπραγματευθούν οτιδήποτε ή να προσδεθούν στο άρμα ενός προκρίτου στη βάση αμοιβαίων εξυπηρετήσεων. Εξάλλου, οι νικηφόρες μάχες των πρώτων ετών είχαν δημιουργήσει την ισχυρή πεποίθηση στον λαό ότι οι καπετάνιοι έχουν επωμισθεί τον κύριο ρόλο της εθνικής απελευθέρωσης και, συνεπώς, είχαν την καθολική αποδοχή. Θα ήταν, πράγματι, εξαιρετικά δύσκολο να δεχθούν την υπαγωγή τους στην πολιτική εξουσία ως απλώς μισθοδοτούμενοι υπάλληλοι του υπό διαμόρφωση κράτους, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που δεν είχαν γνωρίσει ή αναγνωρίσει ποτέ μία κεντρική διοίκηση, την οποία ούτως η άλλως την προσελάμβαναν ως κάτι εχθρικό, απόμακρο και αντίθετο προς τα συμφέροντά τους.[34]

Ο Γεώργιος Γλαράκης, Γραμματέας Εξωτερικών και Ναυτικών την περίοδο μεταξύ Μαΐου 1827- Ιουνίου 1828, γνώριζε πολύ καλά το πρόβλημα, όταν απευθυνόταν στον Χάιντεκ, τον Βαυαρό φιλέλληνα αξιωματικό και μετέπειτα αντιβασιλέα:

 

«Δεν αμφιβάλλω ότι πλήθος νέων ζητεί να στρατολογηθή ύφ’ υμών· ούτοι θα στέρξωσι να ενδυθώσι και μάλιστα να εκγυμνασθώσι ταχέως, άλλ’ άμα εξέλθωσι και προσκολληθώσι εις οιονδήποτε τακτικόν σώμα, το πλείστον μέρος αυτών θα δραπέτευση, ίνα ενωθή πάλιν μετά των παλληκαρίων, η άλλως να περιτρέχη την χώραν».[35]

 

Σε όλους αυτούς τους παράγοντες θα πρέπει να προσθέσουμε και εκείνον που αφορά στον ενδεδειγμένο τρόπο διεξαγωγής των επιχειρήσεων από στρατηγικής – στρατιωτικής πλευράς. Εν προκειμένω, αναφερόμαστε σε συγκρούσεις με έναν οργανωτικά και αριθμητικά υπέρτερο αντίπαλο, μία αυτοκρατορία της οποίας οι έμψυχες δυνάμεις θα μπορούσαν να ανανεώνονται οποτεδήποτε, ανάλογα με τις ανάγκες που επέβαλε η περίσταση.

Η κατά παράταξη σύγκρουση, ασφαλώς, δεν ευνοούσε τις ελληνικές δυνάμεις και αυτό το γνώριζαν οι πεπειραμένοι οπλαρχηγοί. Εξάλλου, το πάθημα στη μάχη του Πέτα, όταν το τακτικό που αποτελούσαν κατά κύριο λόγο Φιλέλληνες, «μήπω εκπαιδευθέν αρκούντως, ούδ’ εις αυτάς τας μάλλον αναγκαίας ασκήσεις»,[36]]υπέστη συντριπτική ήττα, ήταν ηχηρό για να παραβλεφθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο Ιμπραήμ πασάς σάρωνε, χωρίς ουσιαστική αντίσταση, την Πελοπόννησο η κυβέρνηση Κουντουριώτη παρείχε χάρη στον μόνο ηγέτη που μπορούσε να οργανώσει αντίσταση στην περιοχή, τον Κολοκοτρώνη. Ο στρατηγός δεν είχε ενδοιασμούς για τον τρόπο που έπρεπε να αντιμετωπιστεί ο ικανότατος Αιγύπτιος εισβολέας:

 

«Ανάγκη να αντιτάττωμεν εις αυτόν ό,τι εξαρτάται από ημάς, ό,τι μας έδωκεν ο Θεός και έχομεν· ταχύτητα εις την ταχύτητά του, επιμονήν εις την επιμονήν του […] ύποχώρησιν έγκαιρον εις τας ακαθέκτους ορμάς του· να τον παρακολουθώμεν δε με άοκνων όχλησιν προσκόμματα παρεμβάλλοντες έμπροσθεν εις τας προσθοπορείας του και παγίδας εις τας ουραγίας του, εκ πλαγίου, δεξιά και αριστερά, νυκτός και ημέρας, ενέδρες, κλοπές, δόλους· να μ’ ευρίσκη, ει δυνατόν, πάντοτε πλησίον του, χωρίς να με βλέπη· καταστροφήν και ματαίωσιν εις όσα κατορθοί, ή νομίζει ότι κατόρθωσε κατά τας περιστάσεις, έως ου κουρασθή, αποκάμη και απελπισθή. Και ο άγιος Θεός, ο την ελευθερίαν αποφασίσας, θέλει μας βοηθήσει. “Προσευχή και πέτρες”».[37]

 

Ο ίδιος, κάνοντας απολογισμό του Αγώνα αργότερα, διαπίστωνε:

 

«Αυτός ήτον ο μόνος τρόπος να κτυπούν τους Τούρκους, επειδή δια να συστήσω γενικόν στρατόπεδον δεν ημπορούσα, α’ διότι δεν είχα ζωοτροφίας, β’ πολεμοφόδια και γ’ διότι ήτο το μόνον αδύνατον να νικήσωμεν τους Τούρκους με παρατεταγμένη μάχη δια το πολυάριθμον του εχθρού, αλλά είχα δώσει οδηγίας να κτυπούν πάντοτε τον εχθρόν, από εμπρός, από πίσω, από τα πλευρά, τη νύκτα να του πέφτουν εις το ορδί, να καίουν οι εδικοί μας ταις ζωοτροφίας όταν δεν ημποροΰσαν να ταις πάρουν δια να μην ταις αφήσουν εις τους Τούρκους και με τούτον τον τρόπον εχαλιώντο πολλοί Τούρκοι, χωρίς να χάσωμεν Έλληνας».[38]

 

Την ίδια άποψη είχε και ο σημαντικότερος ηγέτης της Στερεάς, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο όποιος έτρεφε «ειλικρινή αποστροφήν» προς τον τακτικό στρατό. Και η σταθερή αυτή άποψή του «ου μόνον εξηγείται, αλλά και δικαιολογείται», αφού «ουδεμία υπάρχει σύγκρισις μεταξύ του τακτικού στρατού και του ατάκτου». Κι αυτό, διότι «επί της επαναστάσεως το τακτικόν μας ύπηρξε τοσούτον ευάριθμον και ατελώς ωργανωμένον, ώστε τη αληθεία ως πρόσκομμα μάλλον ηδύνατο να θεωρηθή η ως όργανον πολεμικόν επιτήδειον».[39]

Ιωάννης Καποδίστριας. Χρωμολιθογραφία από το περιοδικό, Νέος Αριστοφάνης, τέλος του 19ου αιώνα.

Οι υποστηρικτές της ιδέας για συγκρότηση τακτικού στρατού δεν στερούνταν επιχειρημάτων και, κυρίως, σχεδίου. Απλώς εκείνο που δεν εκτίμησαν σωστά ήταν οι ιδιομορφίες της ελλαδικής κοινωνίας, οι στρατιωτικές συνθήκες που διεξαγόταν ο πόλεμος και γενικότερα ερχόμενοι από τον εξωελλαδικό χώρο φαίνεται ότι αγνοούσαν ή υποτιμούσαν τις βαθύτατα ριζωμένες νοοτροπίες και αντιλήψεις του χώρου, στον οποίο αυτοβούλως και ανιδιοτελώς προσφέρθηκαν να παράσχουν τις υπηρεσίες τους. Διότι η προηγούμενη εμπειρία του κλεφταρματολισμού παρέπεμπε κυρίως σε «αταξία», σε διαπροσωπικές σχέσεις, η βάση των οποίων ήταν οι οικογενειακοί δεσμοί, διαπροσωπικές και τοπικού χαρακτήρα σχέσεις. Η σφυρηλάτηση επί δεκαετίες τέτοιων νοοτροπιών και σχέσεων ήταν εξαιρετικά δύσκολο – αν όχι αδύνατο – να διαρραγούν, πολύ περισσότερο, διότι το διακύβευμα ήταν η επικείμενη συγκρότηση και ο έλεγχος του κρατικού μηχανισμού.

Όταν θα αφιχθεί στην Ελλάδα ο Καποδίστριας τον Ιανουάριο του 1828, οι συνθήκες ήταν διαφορετικές τόσο ως προς την εξέλιξη του πολέμου, δεδομένου ότι είχε προηγηθεί η ναυμαχία του Ναυαρίνου, όσο και ως προς τον κρατικό φορέα που επιχειρούσε την εφαρμογή της στρατιωτικής πολιτικής. Ο Κυβερνήτης, θέλοντας να δομήσει ένα συγκεντρωτικό κράτος, θα εφαρμόσει ένα σχέδιο σταδιακής δημιουργίας ενός πειθήνιου στην κεντρική εξουσία στρατού. Σε μεγάλο βαθμό θα πετύχει ό,τι είχε σχεδιάσει,[40] ωστόσο οι αντίρροπες δυνάμεις που θα εναντιωθούν στον σχεδιασμό του θα αποδειχθούν πιο ισχυρές και αποτελεσματικές, όπως αποδείχθηκε εκείνο το πρωινό του Σεπτεμβρίου του 1831 στο Ναύπλιο.[41]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Για τον κλεφταρματολισμό, βλ. ενδεικτικά, Σπύρος Ασδραχάς, «Από τη συγκρότηση του αρματολισμού», Επιθεώρηση Τέχνης, σ. 126, 1965· John Alexander, Brigandage and public order in Morea, 1685-1806, Athens, 1986· Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Νέα στοιχεία περί του θεσμου των κάπων εν Πελοποννήσω», στο Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, τ. 11, 1956, σσ. 78-85· John Campbell, Honour, Family, and Patronage: a Study of Institutions and Moral Values in a Greek Mountain Community, Oxford University Press, 1964· Παναγιώτης Στάθης, «Αρματολισμός. Χριστιανοί ένοπλοι στην υπηρεσία των Οθωμανών», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000. Η Οθωμανική κυριαρχία, 1770-1821, Ελλη­νικά Γράμματα, 2003, τ. 2ος, σσ. 339-340.

[2] Κωνσταντίνος Διαμάντης, Δημήτριος Υψηλάντης, 1793-1832. Μέρος Πρώτον: Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της ’Αρχής. Τμήμα Πρώτον: τα μέχρι της αφίξεως εις το στρατόπεδον των Τρικόρφων, 1793-2 Ιουλίου 1821, Αθήναι, 1966, σ. 126· του ιδίου, «Συνεργάται του Δημ. Υψηλάντη κατά τον αγώνα εν Πελοποννήσω», Πελοποννησιακή Πρω­τοχρονιά, Ζ’, 1963, σσ. 191-196.

[3] Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο τακτικός στρατός από του 1821 μέχρι του 1833, επιμ. Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, εκδ. Γ. Τσουκαλά, Αθήναι, 1956, σ. 24· Παναγής Ζούβας, Η οργάνωσις Τακτικού Στρατού κατά τα πρώτα έτη της Επαναστάσεως του 1821, Αθήναι, 1969, σ. 38.

[4] Ιωάννης Κολοκοτρώνης Υπομνήματα, ήτοι Επιστολαί και διάφορα Έγγραφα αφορώντα την Ελληνικήν Επανάστασιν από 1821-1827, συλλεγέντα μεν υπό υποστρατήγου, Ιωάννου Θ. Κολοκοτρώνη, εκδοθέντα υπό Χ. Ν. Φιλαδελφέως, Aθήνησι, 1856, σσ. 36-37.

[5] Απόστολος Βακαλόπουλος, Τα Ελληνικά Στρατεύματα του 1821. Οργάνωση, ηγεσία, τακτική, ήθη, ψυχολογία, Θεσσαλονίκη, 1948, σσ. 74-75.

[6] Μαυροκορδάτος προς Πραΐδη από το Μεσολόγγι τον Οκτώβριο του 1821, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, Αρχείον ’Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, επιμ. Εμμανουήλ Πρωτο­ψάλτη, τ. Α’ Έγγραφα των ετών 1803-1822, Αθήναι, 1963, σ. 73. Το Συνέδριο των Δυνά­μεων συνήλθε πάντως στη Βερόνα το 1822 και όχι στη Βιέννη, όπως μάλλον εκ παραδρομής γράφει ό Φαναριώτης πολιτικός.

[7] Γεώργιος Θεοδωρίδης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ένας Φιλελεύθερος στα χρόνια του Εικοσιένα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2012, σσ. 71-72.

[8] Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, 1821-1832. Αί Εθνικαί Συνελεύσεις, έκδοσις Βι­βλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήναι, 1971, τ. Α’, σσ. 37-38.

[9] Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν…, όπ.π, σ. 32.

[10] Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, οπ. π., τ. Α’, σ. 272. Επίσης, Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος από του έτους 1715 και λήγουσα το 1836, διηρημένη εις τόμους τρεις, εν Αθήναις εκ της τυπογραφίας Κωνστ. Καστόρχη και Συντροφίας, 1839, τ. Δ’, σσ. 79-83. Ο συγγραφέας εξέδωσε συμπληρωματικό τέταρτο τόμο, για να συμπεριλάβει επιπλέον στοιχεία, κυρίως στατιστικά.

[11] Η έλλειψη όχι μόνον πειθαρχίας αλλά και πολεμικής εμπειρίας σε μερίδα των στρατιωτών είχε ως αποτέλεσμα να γίνεται άσκοπη χρήση των όπλων και, συνεπώς, να σπαταλούνται τα περιορισμένα ούτως η άλλως πολεμοφόδια. Το περιστατικό που περιγράφει ο Φωτάκος είναι χαρακτηριστικό: «Μίαν ημέραν μάλιστα, ενώ είχαμεν εμποδισμένους τους στρατιώτας να ρίχνουν τουφέκια, επειδή δεν είχαμεν πολύ μολύβι, έξαφνα ακούομεν κατά το μέρος του Περιθωριού τουφέκια […] Επήγε το απόσπασμα, αλλ’ αντί να εύρη Τούρκους εύρηκεν Έλληνας στρατιώτας καμπίσιους, οι όποιοι είχαν κρεμάσει μίαν καπότα εις ένα μέρος διά σημάδι και την ετουφεκούσαν. Ο σκοπός των ήτον να μάθουν και να ιδούν αν κόβη το βόλι, και αν ημπορούν να εύρουν τον άνθρωπον»· Φώτιος Χρυσανθόπουλος, Απο­μνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, υπό Φωτάκου πρώτου υπασπιστού του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Αθήνησι, 1858, σσ. 79-80.

[12] Απόστολος Βακαλόπουλος, οπ.π., σσ. 296-297.

[13] Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν.., οπ.π., σσ. 57-58.

[14] Για τη σημαντική προσωπικότητα τοy Παναγιώτη Ρόδιου, βλ. Παναγιώτης Σαβοριανάκης, Ο Παναγιώτης Ρόδιος και η εποχή του (1789-1851). «Αποχαιρετήσας τον Ασκληπιόν αφοσιώθη εις τον ’Άρην», Σαββάλας, 2003, ιδιαίτερα δε για την επαναστατική περίοδο, σσ. 47-132.

[15] Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την ’Ελληνικήν., σσ. 54-55· του ίδιου, Ιστορία του τακτικού., σσ. 26-28.

[16] Στο ίδιο, σ. 56.

[17] Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν…, οπ.π., σσ. 73-75.

[18] Στο ίδιο, σ. 76 και 78.

[19] Στο ίδιο, σσ. 79-80, όπου και ολόκληρη η εγκύκλιος.

[20] Ιωάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, εκδ. Πέλλα, χ.χ., τ. Α’, σ. 189.

[21] Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι, 1956, επιμ. Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, σ. 79. Επίσης, βλ. Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Ι. Ν. Σιδέρης, 1925, τ. Γ, σσ. 242-245.

[22] Στο ίδιο, σ. 249.

[23] Οι υπόνοιες και αιτιάσεις που ηγέρθησαν εναντίον του, ότι δηλαδή επιδίωκε να γίνει «δικτάτωρ όλης της Ελλάδος», Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν…, σ. 104, θα πρέπει να ερμηνευθούν ως μέρος των αντιδικιών και των ανταγωνισμών που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.

[24] Για το ζήτημα της σύγκρουσης Υψηλάντη και μερίδας στρατιωτικών με το προυχοντικό κατεστημένο, βλ., Λάμπρος Κουτσονίκας, όπ.π, σσ. 47-48· Νίκος Ροτζώκος, Επανάσταση και Εμφύλιος στο Εικοσιένα, Πλέθρον, 1997· Άντ. Πρόκες- Όστεν, Ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων κατά του Οθωμανικού Κράτους εν έτει 1821 και της ιδρύσεως του Ελληνικού Βασιλείου, διπλωματικώς εξεταζομένη (μτφρ. Γ. Αντωνιάδου), Αθήνησι, εκ του τυπογραφείου της «Αθήνας», 1869, τ. Α’, σ. 59. Για το ίδιο ζήτημα κατά τη διάρ­κεια της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου, Απόστολος Δασκαλάκης, Οι Τοπικοί Οργανι­σμοί Της Επαναστάσεως του 1821 και το πολίτευμα της Επιδαύρου, Αθήναι, 1966.

[25] Κανέλλος Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, εκδόσεις Γ. Τσουκαλάς, 1957, τ. Α’, σσ. 239-240.

[26] Δημήτριος Αινιάν, Απομνημονεύματα, επιμ. Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης. Αθήναι, 1956, σ. 205.

[27] Κάρπος Παπαδόπουλος, Οδυσσεύς Ανδρούτσος και Γ. Βαρνακιώτης, επιμ. Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, εκδ. Γ. Τσουκαλά, Αθηναία, 1957, σ. 84· Νικόλαος Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα συνταχθέντα διά να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ιστορίαν της Ελλάδος, τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, Αθήνησι, 1857, τ. Β’, σσ. 57-61. Για τους, ούτως ή άλλως επαχθείς, ορούς των συγκεκριμένων δανείων, βλ. Ανδρέας Ανδρεάδης, Ιστορία των εθνικών δανείων. Μέρος Α’, Τα δάνεια της ανεξαρτησίας (1824-1825) – Το δημόσιον χρέος επί της Βαυαρικής Δυναστείας, εν Αθήναις, 1904. Αναστατική έκδοση Νότη Καραβία.

[28] «Όθεν διέταξε τότε [η κυβέρνηση] την σύναξιν των αργυρών σκευών των τε εκκλησιών και των μονών απασών. Επέβαλε τον φόρον ή έραναν του κατά ψυχήν γροσίου, εξέδωκε νόμους περί δανείων, εσωτερικού τε και εξωτερικού, και έραναν τινά καταναγκαστικόν, αυτογνωμόνως επέβαλεν εις τους ευκαταστάτους των Πελοποννησίων και τους εύπορους των μοναστηρίων πατέρας […]. Βλ. Μιχαήλ Οικονόμου, όπ.π., τ. Α’, σ. 194.

[29] Ιωάννης Κολοκοτρώνης, Ελληνικά Υπομνήματα, ήτοι Επιστολαί και διάφορα Έγγραφα αφορώντα την ’Ελληνικών Επανάστασιν από 1821 μέχρι 1827, συλλεγέντα μεν υπό υποστρατήγου, Ιωάννου Θ. Κολοκοτρώνη, εκδοθέντα υπό Χ.Ν. Φιλαδελφέως, Αθήνησι, 1856, σ. 268.

[30] Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Διήγησις των συμβάντων της ’Ελληνικής φυλής, από τα 1770 έως τα 1836, Αθήνησιν, Τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, εν Αθήναις 1846, οπ.π., τ. Β’, σ. 200.

[31] Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν.., οπ.π., 45.

[32] Δημήτριος Βακαλόπουλος, οπ.π., σ. 297.

[33] Εύστοχη εν προκειμένω η παρατήρηση του Φωτάκου: «Έλειπεν από το στρατόπεδον αυτό η πειθαρχία, διότι όλοι οι χωρικοί όσοι εμαζώχθησαν δεν είχαν πλέον τον Τούρκον τον αφέντη τους εις το κεφάλι τους. Η έξαφνη αυτή μεταβολή έκαμε τους ανθρώπους τους απλούς περισσότερον μωροθάμαχτους, τους εφαίνετο ότι ήτο παράξενον και απίστευτον, να πάρουν από τους αφεντάδες των τα άρματα και την δόξαν. Οι δε καπετάνιοι εις την αρχήν εμεταχειρίζοντο τους στρατιώτας ως αδελφούς των, επειδή επροσπάθουν να τους μάθουν τι θα ειπή επανάστασις, και ακόμη ουδέ εγνωρίζοντο ποιοι είναι οι ανώτεροι»· Φώτιος Χρυσανθόπουλος, οπ.π, σ. 29.

[34] John Petropoulos, Πολιτική και Συγκρότηση Κράτους στο ’Ελληνικό Βασίλειο (183­3-1843), Μ.Ι.Ε.Τ., 1985, τ. Α’, σ. 52· Νικηφόρος Διαμαντούρος, Οι απαρχές της συγκρό­τησης του σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828, Μ.Ι.Ε.Τ., 2006, σ. 223.

[35] Καρόλου Αϊδεκ, Απομνημονεύματα. Τα των Βαυαρών Φιλελλήνων εν Ελλάδι κατά τα έτη 1826-1829, μτφρ. Ν. Κωστή, περ. Αρμονία, Αθήναι, 1901.

[36] Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν.., όπ.π., σ. 35. Επίσης, Γενναίος Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα.., όπ.π, σ. 72.

[37] Μιχαήλ Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο ιερός των Ελλήνων Αγών, έπιμ. Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, έκδ. Γ. Τσουκαλά, Αθήναι, 1957, τ. Β’, σσ. 77-78.

[38] Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Διήγησις…, όπ.π, τ. Β’, σ. 164. Παρακατιών, σ. 191, ο στρατη­γός παραδέχεται τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει, συνοψίζοντας: «Η αρχηγία ενός στρατεύματος Ελληνικού ήτον μία τυραννία, διότι έκαμνε και τον αρχηγό, και τον κριτή, και τον φροντιστή, και να του φεύγουν καθεημέρα και πάλιν να έρχωνται· να βαστάη ένα στρατόπεδον με ψέμματα, με κολακείες, με παραμύθια· να του λείπουν και ζωοτροφίαις και πολεμοφόδια, και να μην ακούν και να φωνάζη ο αρχηγός· ενώ εις την Ευρώπην ο Αρχιστράτηγος διατάττει τους στρατηγούς, οι στρατηγοί τους συνταγματάρχας, οι συνταγματάρχαι τους ταγματάρχας και ούτω καθ’ έξης· έκανε το σχέδιόν του και εξεμπέρδευε». Βλ. ανάλογες απόψεις και διαπιστώσεις, Δημήτριος Αινιάν, όπ.π, σ. 22.

[39] Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Γεώργιος Καραϊσκάκης κατά τους προτέρους βιο­γράφους, τα επίσημα έγγραφα και άλλας αξιοπίστους ειδήσεις, εν Αθήναις εκ του τυ­πογραφείου Νικήτα Πάσσαρη, 1867, όπ.π., σσ. 139-140.

[40] Στέφανος Παπαγεωργίου, Η Στρατιωτική Πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια. Δομή, οργά­νωση και λειτουργία του στρατού ξηράς της καποδιστριακής περιόδου, Εστία, 1986.

[41] Χρήστος Λούκος, Η Αντιπολίτευση κατά του Κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια, 1828-1831, διδακτορική διατριβή, Αθήνα, 1984, μελέτη που κυκλοφορήθηκε και το 1988, από τις εκδόσεις Θεμέλιο. Επίσης, του ίδιου, «Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και οι Μαυρομιχαλαίοι», Μνήμων, τ. 4ος, 1974, σσ. 1-110.

 

*Δημήτρης Μαλέσης

Διδάκτωρ Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας, διδάσκων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

Πρακτικά Η΄ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου για την επανάσταση του 1821: «Οι μεγάλες προσωπικότητες της Ελληνικής Επαναστάσεως. Ομοψυχία και διχόνοια κατά την Επανάσταση». Αθήνα 2020.

Το κείμενο αποδόθηκε στο μονοτονικό. Οι  επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

* Ο Δημήτρης Μαλέσης είναι πτυχιούχος του Παντείου Πανεπιστημίου (Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας). Μετά τον πενταετή κύκλο των Μεταπτυχιακών Σπουδών ανακηρύχθηκε παμψηφεί με βαθμό «Άριστα» σε διδάκτορα της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας από το ίδιο Πανεπιστήμιο. Τα ερευνητικά και συγγραφικά του ενδιαφέροντα αφορούν κυρίως στη λειτουργία των κοινωνικών θεσμών του Νεοελληνικού Κράτους κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, όπως ο Στρατός και η Εκκλησία. Έχει συγγράψει επτά μονογραφίες και πάνω από είκοσι άρθρα, δημοσιευμένα σε επιστημονικά περιοδικά με κριτές, ενώ έχει συμμετάσχει σε επιστημονικά συνέδρια με ανακοινώσεις. Έχει εργασθεί στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και έχει διδάξει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Από το 2008 έχει εκλεγεί ως διδάσκων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

 

 Σχετικά θέματα:

 

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 245

Trending Articles